Η ταπείνωσις του Οσίου Μωυσέως του Αιθίοπος

Ακούοντας ο ευσεβής Έπαρχος της Αλεξανδρείας την καλή φήμη του Αββά Μωϋσέως του Αιθίοπος, ανέβηκε κάποτε στη σκήτη να τον γνωρίση απο κοντά. Σαν το έμαθε όμως εκείνος, έφυγε κρυφά από την καλύβα του και πήγε κατά το έλος. Στο δρόμο συνάντησε τον άρχοντα και την ακολουθία του, που έτυχε να περνάνε από κει. Οι ξένοι, που δεν τον γνώριζαν, τον σταμάτησαν και τον ερώτησαν να τους δείξη την καλύβα του Αββά Μωϋσέως. 

- Τί γυρεύετε απ’ αυτόν; έκανε μ’ αποστροφή ο Γέροντας. Αυτός είναι άνθρωπος μωρός. 
Ο άρχοντας λυπήθηκε που είχε κάνει άδικα τόσο κόπο. Όταν έφτασε στην εκκλησία της σκήτης, είπε στους κληρικούς:
 
- Κάτω στην πόλι λένε τόσα καλά για τον Αββά Μωϋσή, γι’ αυτό ξεκίνησα να τον συναντήσω. Μα πριν από λίγο συναντήθηκα μ’ ένα Καλόγερο κι έμαθα από λόγου του πως πρόκειται για ανόητο άνθρωπο.
 
- Τί άνθρωπος ήταν αυτός; Ρώτησαν αγανακτισμένοι οι κληρικοί, που τόλμησε να μιλήση έτσι για τον Άγιο.
 
- Ένας μελαμψός Καλόγερος, πολύ ψηλός, με τριμμένα ρούχα.
 
Οι κληρικοί γέλασαν με την καρδιά τους.
 
- Αμ αυτός είναι ο Αββάς Μωϋσής.
 
Ο άρχοντας θαύμασε την ταπεινοσύνη του Γέροντος και γύρισε στην πόλι ωφελημένος.
 

Ἡ ὀρθόδοξος ἐκκλησιολογία τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ καί αἱ καινοτομίαι τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε καί τοῦ Πουσάν

Ὁ ἅγιος Κυπριανός, τονίζει ἤδη τόν 3ον αἰῶνα, τήν ἑνότητα περί τόν Ἐπίσκοπον, περί τήν εὐχαριστίαν καί ἐν τῇ ὀρθοδοξίᾳ· γράφει ὁ ἅγιος Πατήρ: «Ὁ Θεός ἐστιν εἷς, καί ὁ Χριστός εἷς, καί μία ἡ Ἐκκλησία Aὐτοῦ, καί ἡ πίστις μία, καί ἡ ποίμνη μία ἡνωμένη διά τῆς κόλλας τῆς ὁμοφωνίας εἰς τήν στερεάν ἑνότητα τοῦ Σώματος». Ἀλλ’ ἡ  Ὀρθοδοξία διά τόν ἅγιον Κυπριανόν δέν ἀποτελεῖ Πίστιν ἀποφασιζομένην ἑκάστοτε κοινῇ συναινέσει ὑπό τῶν  Ἐπισκόπων, ἀλλά τήν ἀπ΄ ἀρχῆς παραδοθεῖσαν ὑπό τῶν Ἀποστόλων  τοιαύτην. Χάριν αὐτῆς ὁ ἅγιος Κυπριανός, δέν ἐσεβάσθη τήν δικαιοδοσίαν ἤ τήν ἄποψιν τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης Στεφάνου, ἀλλά συνίστα τήν ἀνυπακοήν πρός αὐτόν, διότι ὁ Στέφανος ἐνήργει κατά παράβασιν τῆς ἀποστολικῆς Πίστεως (Epistola LXXIVAd Pompeium contra Epistolam Stephani) !  Ἡ αὐστηρά ἐκκλησιολογική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ περί μή σωτηρίας ἐκτός Ἐκκλησίας (“extra Ecclesiam nulla salus”) εἶναι, κατά τόν Καθηγητήν Βλάσιον Φειδᾶν, ἡ κατ΄ ἐξοχήν και κατά παράδοσιν ὀρθόδοξος. Ἀντιθέτως, ἡ αὐγουστίνειος ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία ἀποδέχεται στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητος ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποτελεῖ οὕτω τήν βάσιν τοῦ κειμένου τῆςΡαβέννας καί τῶν  τελευταίων κειμένων τοῦ Π.Σ.Ε. (Πόρτο Ἀλέγκρε καί Πουσάν) συνιστᾷ καινοτομίαν, καί ὡς γνωστόν, πᾶσα ἐπίμονος καί ἀμετανόητος δογματική καινοτομία ἀποτελεῖ διά τήν Ὀρθοδοξίαν αἵρεσιν!