Πολύς λόγος γίνεται συχνά από θεολογικούς νόες, που στέκονται με σκεπτικισμό ή με έκδηλο αρνητισμό, μπροστά στις έννοιες «παράδοση» και «παρελθόν» της Εκκλησίας, για την ανάγκη μιας αναδείξεως ή προβολής του υπαρξιακού χαρακτήρος των δογμάτων της Εκκλησίας σε κάθε συγκεκριμένη «μεταγενέστερη» από μια «παλαιότερη» εποχή. «Τα δόγματα στην ορθόδοξη Εκκλησία είναι ζωή και συνεπώς πρέπει να έχουν άμεσες και αποφασιστικές επιπτώσεις στην ύπαρξή μας, να είναι αποκάλυψη της Αληθείας, δηλαδή φανέρωση καίριων και ακραίων, μεθοριακών καταστάσεων της ύπαρξης»(1). Αλλά ποιος άραγε θα πρέπει να παρουσιάζει στον εκάστοτε «σύγχρονο» κόσμο την αλήθεια, ότι τα δόγματα είναι ζωή και έχουν άμεσες και αποφασιστικές επιπτώσεις στην ύπαρξή μας;