Kύριε διαχειριστά του ιστολογίου
-ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΦΩΝΗ
Σας αποστέλλω το παρακάτω κείμενο
και σας παρακαλώ να το δημοσιεύσετε, ώστε να τεθεί στην κρίση των αναγνωτών του
ιστολογίου σας.Το κείμενο είναι απόσπασμα απόσπασμα από εργασία (2016) του
θεοφιλεστάτου επίσκοπου (τότε)Αβύδου Κύριλλο. που αφορά την
ερμηνεία του ΙΕ κανόνα της ΑΒ Συνόδου.
Αποτελεί μια ακόμα απόδειξη
της προσπάθειας που γίνεται, ειδικά μετά την Κολυμπάριο Σύνοδο του 2016, με
σκοπό σκοπό την οφθαλμοφανέστατη διαστρέβλωση της ορθοδόξου Θεολογίας.
---------------------------------------------------------------------------------------------
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Στην
αρχή του άρθρου του ο Θεοφιλέστατος γράφει τα εξής;
«Είναι
στ᾽ αλήθεια οι συγκροτήσαντες την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης επίσκοποι,
αιρετικοί; Είναι ο Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος, ο Αλεξανδρείας Θεόδωρος, ο
Αθηνών Ιερώνυμος, ο Τιράννων Αναστάσιος, οι υπόλοιποι Προκαθήμενοι,
Μητροπολίτες και Επίσκοποι των Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι οποίοι συμμετείχαν και
υπέγραψαν τα κείμενα και ιδιαίτερα το κείμενο για τις σχέσεις της Ορθοδόξου
Εκκλησίας προς το λοιπό Χριστιανικό κόσμο αιρετικοί; ….
.Η
βαρύτατη και πολύ άδικη ταυτόχρονα κατηγορία είναι: Η απόφαση της Συνόδου
καταργεί την Εκκλησιολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και δέχεται την ύπαρξη Εκκλησιών
εκτός της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Τα κείμενα της
Συνόδου δεν ομιλούν για αιρετικούς, αλλά απλά για ετεροδόξους. Η αποδοχή
Εκκλησιών εκτός της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας
σχετικοποιεί την αλήθεια και οδηγεί διά του οικουμενισμού στην Πανθρησκεία .
Έχουν σχέση τα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου με τη βαπτισματική
Θεολογία, τη θεωρία των κλάδων και τον Οικουμενισμό της ενσωμάτωσης;;;;;;
Ο ΙΕ´ Κανόνας της Πρωτοδευτέρας (861) και η
οικουμενιστική ερμηνεία.
Για
αυτούς τους κύριους λόγους, απαντώντας θετικά στα παραπάνω ερωτήματα, κάποιοι
σύγχρονοι «μαχητές» υπέρ της Ορθοδοξίας και της εκκλησιαστικής καθολικότητας,
ταυτίζοντες εαυτούς με τον Άγιο Αθανάσιο, το Μάξιμο τον Ομολογητή, το Θεόδωρο
Στουδίτη, το Μάρκο τον Ευγενικό και πολλούς άλλους, θεωρούν, ότι μπορούν να
επικαλούνται το δεύτερο σκέλος του ιε´ κανόνα της Πρωτοδευτέρας
Συνόδου (861) του διαλαμβάνοντος.
«...Οι
γαρ δι᾽ αίρεσίν τινα, παρά των αγίων συνόδων η Πατέρων κατεγνωσμένην, της
προς τον πρόεδρον κοινωνίας εαυτούς διαστέλλοντες, εκείνου την αίρεσιν
δηλονότι δημοσία κηρύττοντος και γυμνή κεφαλή επ᾽ εκκλησίας διδάσκοντος, οι
τοιούτοι, ου μόνον τη κανονική επιτιμήσει ουχ υποκείσονται, προ συνοδικής
διαγνώσεως εαυτούς της προς τον καλούμενον επίσκοπον κοινωνίας
αποτειχίζοντες, αλλά και της πρεπούσης τιμής τοις ορθοδόξοις αξιωθήσονται»
|
Οι
σύγχρονοι «μαχητές» της Ορθοδοξίας, ενώ κατηγορούν τους επισκόπους τους για
αίρεση, δεν οδηγούνται ουσιαστικά σε αποτειχισμό, όπως προβλέπει το γράμμα, το
πνεύμα αλλά και η ερμηνεία του συγκεκριμένου κανόνα, γιατί ο κανόνας προβλέπει
την έξοδο από μια αιρετική Εκκλησία, της οποίας ηγείται ένας αιρετικός
Πατριάρχης και τη διακοπή της κοινωνίας μαζί του με διάσπαση της
εκκλησιαστικής ενότητας.
Εκείνοι,
ενώ προβαίνουν στην εκκλησιολογικά απαράδεκτη διακοπή του μνημοσύνου του
Επισκόπου, στον οποίο ανήκουν −και όχι του Πατριάρχου, τον οποίο ούτως η άλλως
δε μνημονεύουν και δεν οφείλουν να μνημονεύουν− επιθυμούν να παραμένουν, να
λειτουργούν και να κηρύττουν στον Ι. Ναό, στην Ι. Μονή η Σκήτη, όπου
ευρίσκονται, προκειμένου να δραστηριοποιούνται στο ποίμνιο του «αιρετικού»
−υποτίθεται− επισκόπου. Ταυτόχρονα στις πανομοιότυπες δηλώσεις «αποτείχισής»
τους −όχι τυχαία βεβαίως− σπεύδουν να δηλώσουν κατηγορηματικά ότι δε
δημιουργούν σχίσμα, ούτε προσχωρούν σε κάποια άλλη σχισματική Εκκλησία. Έτσι η
όλη στάση των "ανεπισκόπων" κληρικών έχει περισσότερο το χαρακτήρα
μιας διαμαρτυρίας προς επιβολή των θεολογικών τους απόψεων παρά τη δημιουργία
σχίσματος με διάσπαση της εκκλησιαστικής ενότητας, ενώ ούτως η άλλως ισχύει η
επισήμανση και η προτροπή του Αγ. Θεοδώρου του Στουδίτου , «παν γαρ το ακέφαλον
και άναρχον άτακτον και στασιώδες, ου λυτρωθείημεν». Η προσπάθειά τους αυτή που
ανάγει στην αντιφατικότητα των προσώπων τους θυμίζει τη λαική παροιμία, «και η
πίττα σωστή και ο σκύλος χορτάτος»!
Είναι
προφανές ότι, εάν και όποτε ήθελε εφαρμοστεί η ακρίβεια του κανόνα στο πρώτο
του σκέλος, τότε η διακοπή του μνημοσύνου του Πατριάρχου και η διάσπαση της
εκκλησιαστικής ενότητας θα έπρεπε, όταν αυτά βεβαίως πράγματι συντρέχουν υπό
τις προϋποθέσεις που θέτει ο κανόνας, να οδηγούν στην καθαίρεση:
«Ώστε, ει τις
πρεσβύτερος η επίσκοπος η μητροπολίτης τολμήσειεν αποστήναι της προς τον
οικείον πατριάρχην κοινωνίας και μη αναφέροι το όνομα αυτού, κατά το
ωρισμένον και τεταγμένον εν τη θεία μυσταγωγία, αλλά προ εμφανείας συνοδικής
και τελείας αυτού κατακρίσεως σχίσμα ποιήσει τούτον ώρισεν η αγία σύνοδος
πάσης ιερατείας παντελώς αλλότριον είναι, ει μόνον ελεγχθείη τούτο
παρανομήσας»
|
Όταν
όμως δεν υπάρχει προγενέστερη συνοδική καταδίκη του Πατριάρχη για αίρεση, ο
κανόνας στο πρώτο του σκέλος δεν μπορεί να έχει εφαρμογή. Προφανέστατα ο
κανόνας δεν έχει εφαρμογή σε Πρεσβυτέρους και Επισκόπους μη υπαγομένους στην
άμεση δικαιοδοσία του Πατριάρχου, γιατί στην περίπτωση αυτή οι εν λόγω
Πρεσβύτεροι και Επίσκοποι δε μνημονεύουν, ούτε υποχρεούνται, ούτε δικαιούνται
να μνημονεύουν του ονόματος του Πατριάρχου κατά τη Θ. Λειτουργία. Για το λόγο
αυτό, την έλλειψη δηλ. προγενέστερης συνοδικής καταδίκης του Πατριάρχου, οι
σύγχρονοι «αμύντορες» της Ορθοδοξίας θεωρούν (εσφαλμένα), ότι δικαιούνται να
επικαλούνται το δεύτερο σκέλος του κανόνα που δικαιολογεί τον αποτειχισμό στην
περίπτωση που ο Πατριάρχης κηρύσσει την αίρεση «γυμνή τη κεφαλή». Στην
περίπτωση αυτή, όταν όντως πρόκειται για «ψευδεπίσκοπο και ψευδοδιδάσκαλο»
Πατριάρχη, στην πραγματικότητα «ου σχίσματι την Εκκλησίαν κατέτεμον, αλλά
σχισμάτων και μερισμών την εκκλησίαν εσπούδασαν ρύσασθαι»
Στην περίπτωσή μας κατ᾽ αρχήν οι σύγχρονες
«αμύντορες» της Ορθοδοξίας θα έπρεπε απαραιτήτως να δείξουν, ποια αίρεση
κηρύσσεται από Πατριάρχη "γυμνή τη κεφαλή" σήμερα, ποιες Συνόδους και
ποιους Πατέρες και ποιες αιρέσεις εννοεί η Σύνοδος που συνήλθε το 861 και εάν σ᾽
αυτές τις κατηγορίες μπορούν να εντάσσωνται οι σύγχρονοι ετερόδοξοι, (οι οποίοι
ασφαλώς και δεν υπήρχαν κατά το χρόνο θέσπισης του κανόνα, ενώ στην Ανατολή δεν
είχε καταδικασθεί μέχρι τότε ούτε η κακοδοξία του Filioque, είναι δε
χαρακτηριστικό ότι ακόμα και κατά τη μεταγενέστερη Σύνοδο του 879/80
καταδικάζεται −εξ αφορμής βεβαίως του flioque− η οιαδήποτε προσθήκη στο Σύμβολο
Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως και όχι αυτή καθ᾽ εαυτή η περί Filioque διδασκαλία). Οι
επικαλούμενοι σήμερα τον κανόνα δε διασπούν την εκκλησιαστική ενότητα με το να
εντάσσονται η να δημιουργούν μια νέα (ορθόδοξη γι᾽ αυτούς) Εκκλησία και να
καθίστανται αληθινά σχισματικοί, κάτι που δικαιολογείται στην περίπτωση
Πατριάρχου κηρύττοντος αίρεση «γυμνή τη κεφαλή, δηλ. απροκάλυπτα και
"παρρησία", όπως ερμηνευτικά παρατηρεί ο Αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης. Το
να θεωρεί κάποιος ότι η προσπάθεια προσέγγισης των ετεροδόξων διά του διαλόγου
συνιστά αίρεση, αυτό ως επιχείρημα στερείται σοβαρότητας. Περαιτέρω, είναι
προφανές, ότι η εφαρμογή τόσο του πρώτου, όσο και του δευτέρου σκέλους του
κανόνα προϋποθέτει Πρεσβυτέρους, Επισκόπους και Μητροπολίτες υπαγομένους στην
άμεση δικαιοδοσία του Πατριάρχου, κάτι που δε συντρέχει στην περίπτωσή μας,
όπως ήδη έχει μνημονευθεί.
Όλα
αυτά σημαίνουν, ότι δε συντρέχουν τα πραγματικά γεγονότα που συνιστούν τον
ειδικό όρο άρσεως του αδίκου του εκκλησιαστικού αδικήματος που περιγράφει ο ιε´
Κανόνας της Πρωτοδευτέρας στο τελευταίο σκέλος του. Ήδη από την εποχή του Αγίου
Κυπριανού Καρθαγένης, τον κατ᾽ εξοχήν Θεολόγο του σχίσματος, η έννοια του
σχίσματος και η διάρρηξη της εκκλησιαστικής ενότητας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη
με την δημιουργία ετέρας Εκκλησίας έξω από τα κανονικά όρια της ήδη υπαρχούσης.
Τούτο ορίζει επίσης και ο συναφής προς τον 15. κανόνα της Πρωτοδευτέρας 31ος
. κανόνας των Αποστόλων ο οποίος για την εφαρμογή του απαιτεί "...ο
πρεσβύτερος καταφρονήσας του ιδίου Επισκόπου ... θυσιαστήριον έτερον
πήξη..."
Σχετικά
με την εφαρμογή του ιε´ κανόνα της Πρωτοδευτέρας σε σχέση με τη σύγχρονη
συγκυρία μπορούν να γίνουν οι εξής παρατηρήσεις:
Α.
• Το πλάτος της γενικής εννοίας της αίρεσης στον ιε´ κανόνα δεν μπορεί εξ
αντικειμένου να περιλαμβάνει μεταγενέστερες χρονολογικά κακοδοξίες. Είναι
αντικειμενικά αδύνατο να ήταν αυτή η βούληση των Πατέρων της Πρωτοδευτέρας, αφού
δεν υπήρχαν μέχρι τότε οι σύγχρονοι ετερόδοξοι. Η εφαμογή του κανόνα
προϋποθέτει "αίρεσίν τινα παρά των αγίων συνόδων ή Πατέρων
κατεγνωσμένην", όπως ήσαν οι υπό των προηγηθέντων Οικουμενικών Συνόδων
καταδικασθείσες αιρέσεις. Kατά το χρόνο της θεσπίσεως του κανόνα (861) δεν είχε
συνοδικώς καταδικασθεί ούτε η κακοδοξία του Filioque, η οποία ασφαλώς υπήρχε
στη Δύση.
Εξ
άλλου ουδέποτε μια τέτοια διδασκαλία έγινε δεκτή στην Ανατολή, ώστε να υπάρχει
η υποψία, ότι ο κανόνας θεσπίστηκε για το λόγο αυτό. Δεδομένων των περιορισμών
και των προϋποθέσεων που θέτει το δεύτερο σκέλος του κανόνα και δεδομένου του
γεγονότος ότι η επίκληση και εφαρμογή του είναι κατά το μάλλον η ήττον άγνωστη
στην εκκλησιαστική γραμματεία, θα έπρεπε κανείς να μπορεί να αποδείξει, ότι αποτελούσε
βούληση των Πατέρων που τον θέσπισαν, να έχει εφαρμογή σε οποιαδήποτε
μεταγενέστερη «κατεγνωσμένη» κακοδοξία κάτι που δεν μπορεί ποτέ να συμβεί, αφού
μετά τη Ζ´ Οικουμενική Σύνοδο, δεν υπάρχει άλλη Οικουμενική Σύνοδος στην
Ορθόδοξη Εκκλησία, ώστε να ισχύει ο εξαιρετικός όρος άρσεως του αδίκου και στην
περίπτωση αυτή. (Η ανάλυση όμως του σχετικού επιχειρήματος των
«νέο-ομολογητών» και η σύνδεσή του με θεμελιώδεις αρχές του Εκκλησιαστικού
Ποινικού Δικαίου, κρίνεται εδώ περιττή, δεδομένου ότι το β´ σκέλος του ιε´
κανόνα της Πρωτοδευτέρας στην παρούσα συγκυρία εκ πολλών άλλων λόγων δεν μπορεί
να έχει εφαρμογή).
Σε
κάθε περίπτωση οι Πατέρες της Πρωτοδευτέρας θέτοντας την προϋπόθεση της
«κατεγνωσμένης» κακοδοξίας, έθεταν ως όρο, είτε την προϋπάρχουσα καταδίκη της
αιρέσεως από Οικουμενική Σύνοδο, είτε την ύπαρξη ενός Consensus Patrum, εάν
βέβαια οι Πατέρες που εννοεί ο κανόνας μπορούν να διακριθούν από τους Πατέρων
των Οικουμενικών Συνόδων, πράγμα που δεν υπάρχει σήμερα ούτε ως προς την
εκτίμηση του εάν οι Ρωμαιοκαθολικοί είναι αιρετικοί ή σχισματικοί, ούτε ως προς
το γενικώτερο προσδιορισμό των σχέσεων με τους ετεροδόξους, κατά τρόπο ενιαίο
στον ορθόδοξο χώρο. Σκοπός των Πατέρων της Πρωτοδευτέρας ήταν η διασφάλιση
της ενότητας, για την αντιμετώπιση της αίρεσης και όχι ο διχασμός των Ορθοδόξων
μεταξύ τους. Για το λόγο αυτό έθεσαν ως απαραίτητη προϋπόθεση αυτή την
ασφαλιστική δικλείδα. Εκτός τούτου ο οιοσδήποτε, ο οποίος επικαλείται το
συγκεκριμένο κανόνα, θα έπρεπε κυρίως να μπορεί να καταδείξει, ποια κακοδοξία
των ετεροδόξων έχει υιοθετηθεί από Πατριάρχη και κηρύσσεται δημοσία.
Β.
Οι σήμερον αποτειχιζόμενοι −ευτυχώς ελάχιστοι− δε δημιουργούν σχίσμα, όπως ήδη
έχει επισημανθεί, διασπώντες την εκκλησιαστική ενότητα, γιατί κάτι τέτοιο
προϋποθέτει την πήξη άλλου θυσιαστηρίου εκτός της κανονικής Εκκλησίας. Ο
Καθηγητής Σπ. Τρωιάνος επισημαίνει: «Στενή σχέση με το σχίσμα έχει το αδίκημα
της παρασυναγωγής. Στο πρώτο είναι αναγκαία η παρουσία μεταξύ των δραστών ενός
τουλάχιστον επισκόπου, ενώ το δεύτερο διαπράττεται από πρεσβύτερο». Ο Καθηγητής
Γ. Πουλής19 αναφερόμενος στο σχίσμα παρατηρεί: «Το ιδιάζον χαρακτηριστικό του
αδικήματος αυτού είναι ότι ως αυτουργός η τουλάχιστον ως άμεσος συνεργός
νοείται κληρικός με το βαθμό του επισκόπου. Και τούτο προφανώς, γιατί το σχίσμα
εμπεριέχει μια έστω υποτυπώδη οργανωτική δομή, η οποία αναγκαίως για να
λειτουργήσει χρειάζεται επίσκοπο προκειμένου να καθιερώσει ναούς, να
χειροτονήσει κληρικούς κ.λ.π. Διαφορετικά, όταν κατά κανόνα την αυτουργική
δράση αναπτύσσει πρεσβύτερος, στοιχειοθετείται το κανονικό αδίκημα της
παρασυναγωγής». Οι αποτειχιζόμενοι, παρότι και κατά τη δήλωσή τους, δε
δημιουργούν σχίσμα, επικαλούνται κανόνα που προϋποθέτει το σχίσμα…..
Γ.
Η Πρωτοδευτέρα Σύνοδος ως αιρετικούς εννοεί κατ᾽ εξοχήν τους Εικονομάχους ,
αυτός δε είναι άλλωστε ο λόγος για τους οποίους συνεκλήθη (εκτός της
επικυρώσεως της εκθρονίσεως (858) και καθαιρέσεως (859) του Πατριάρχου Ιγνατίου
και της αναγνωρίσεως της εκλογής και χειροτονίας του Φωτίου ως Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως). Η εικονομαχία αποτελούσε τότε κακοδοξία "παρά των
αγίων συνόδων η Πατέρων κατεγνωσμένην". Η απλή ανάγνωση του κανόνα πείθει,
ότι στρέφεται κατά υπολοίπων «ζηλωτών» μοναχών και κληρικών, για να προληφθεί
εκ μέρους τους μια νέα εικονομαχική αντίδραση. Ο κανόνας δεν προσβλέπει σε
μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά σε μια διάσπαση της εκκλησιαστικής ενότητας από
ομάδες προσώπων, κάτι που δε συντρέχει στην περίπτωσή μας.
Δ,
Οι διεξαγωγή σήμερα κατόπιν πανορθοδόξων αποφάσεων θεολογικών διαλόγων ουδόλως
σημαίνει ότι η ορθόδοξη πλευρά υιοθετεί τις δογματικές αποκλίσεις των
συνομιλητών της. Σε μια τέτοια περίπτωση δε θα ήταν απαραίτητος ο διάλογος. Εάν
ο θεολογικός διάλογος μετά των ετεροδόξων καθ᾽ εαυτός αποτελεί
"αίρεση" και μάλιστα "παναίρεση", σ᾽ "αυτήν" έχει
περιπέσει η Εκκλησία και οι Πατέρες της από αρχαιοτάτων χρόνων.
Ε.
Ουδεμία κακοδοξία των ετεροδόξων κηρύσσεται "δημοσία" από Πατριάρχη,
όπως απαιτεί ο κανόνας. Σε ο,τι αφορά τα εγκριθέντα κείμενα στην Κρήτη, θα
καταδειχθεί κατωτέρω, ότι αυτά όχι μόνο δεν συνιστούν απόκλιση από την
παραδεδομένη δογματική διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά αντίθετα
εμμένουν σ᾽ αυτή.
ΣΤ.
Οι κανόνες ιγ´, ιδ´, και ιε´ της Πρωτοδευτέρας αναφερόμενος στη διακοπή
μνημοσύνου, ο μεν πρώτος του Επισκόπου υπό πρεσβυτέρου η Διακόνου, ο δεύτερος
του Μητροπολίτου υπό του Επισκόπου και ο τρίτος του Πατριάρχου υπό
Μητροπολιτών, Επισκόπων και Πρεσβυτέρων, δικαιολογεί μόνον, στην τρίτη
περίπτωση, δηλ. μόνο σε περίπτωση αίρεσης του Πατριάρχου τη διακοπή μνημοσύνου,
υπό τους περιοριστικούς όρους, ότι αυτή είναι κατεγνωσμένη υπό Συνόδων και
Πατέρων και κηρύσσεται δημοσία, παρρησία, «γυμνή τη κεφαλή», από εκείνους, οι
οποίοι υποχρεούνται να τον μνημονεύουν. Ο 13. κανόνας της Πρωτοδευτέρας −όπως
και 31. των Αποστόλων, ο οποίος για την εφαρμογή του απαιτεί εκτός από τη
διακοπή μνημοσύνου και τη δημιουργία σχίσματος, κάτι που δε συντρέχει στην
παρούσα συγκυρία, είναι σημαντικός, γιατί αποκλείει κάθε αυθαίρετη προ
συνοδικής καταδίκης πράξη εναντίον του Μητροπολίτου υπό Πρεσβυτέρων η Μοναχών:
«Ο γαρ εν
πρεσβυτέρου τάξει τεταγμένος και των μητροπολιτών αρπάζων την κρίσιν, και προ
κρίσεως αυτός κατακρίνων, όσο το επ᾽ αυτώ, τον οικείον πατέρα και επίσκοπον,
ούτος ουδέ της του πρεσβυτέρου εστίν άξιος τιμής η ονομασίας. Οι δε τούτω
συνεπόμενοι, ει μεν των ιερωμένων είέν τινες, και αυτοί της οικείας τιμής
εκπιπτέτωσαν· οι δε μοναχοί η λαικοί, αφοριζέσθωσαν παντελώς της Εκκλησίας,
μέχρις αν την προς τούς σχισματικούς συνάφειαν διαπτύσαντες, προς τον οικείον
επίσκοπον επιστραφείεν».
|
Ο
ιε´ κανόνας της Πρωτοδευτέρας, όπως ήδη έχει γραφεί, δεν παρέχει δικαίωμα
διακοπής μνημοσύνου Πατριάρχου σε πρεσβυτέρους, οι οποίοι ανήκουν στη
δικαιοδοσία άλλου Μητροπολίτου. Κάτι τέτοιο θα καταργούσε την καθολικότητα της
τοπικής Εκκλησίας, θεμελιώδη αρχή της Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας. Είναι δηλ.
προφανές, ότι οι Πατέρες της Πρωτοδευτέρας ήθελαν να αποτρέψουν μια
καταχρηστική άσκηση της διακοπής του μνημοσύνου, γι᾽ αυτό έθεσαν τον εξαιρετικό
όρο άρσεως του αδίκου μόνο στην περίπτωση ενός αιρετικού Πατριάρχου, μόνο όταν
η αίρεση είναι «κατεγνωσμένη», μόνο όταν αυτή κηρύσσεται δημοσία και μόνο, όταν
η διακοπή μνημοσύνου γίνεται από εκείνους, οι οποίοι έχουν υποχρέωση να τον
μνημονεύουν.
Ο
13. κανόνας της Πρωτοδευτέρας −όπως και 31. των Αποστόλων, ο οποίος για
την εφαρμογή του απαιτεί εκτός από τη διακοπή μνημοσύνου και τη δημιουργία
σχίσματος, κάτι που δε συντρέχει στην παρούσα συγκυρία, είναι σημαντικός, γιατί
αποκλείει κάθε αυθαίρετη προ συνοδικής καταδίκης πράξη εναντίον του
Μητροπολίτου υπό Πρεσβυτέρων η Μοναχών: «Ο γαρ εν πρεσβυτέρου τάξει τεταγμένος
και των μητροπολιτών αρπάζων την κρίσιν, και προ κρίσεως αυτός κατακρίνων, όσο
το επ᾽ αυτώ, τον οικείον πατέρα και επίσκοπον, ούτος ουδέ της του πρεσβυτέρου
εστίν άξιος τιμής η ονομασίας. Οι δε τούτω συνεπόμενοι, ει μεν των ιερωμένων
είέν τινες, και αυτοί της οικείας τιμής εκπιπτέτωσαν· οι δε μοναχοί η λαικοί,
αφοριζέσθωσαν παντελώς της Εκκλησίας, μέχρις αν την προς τους σχισματικούς
συνάφειαν διαπτύσαντες, προς τον οικείον επίσκοπον επιστραφείεν».
Ζ.
Για την κρίση των Πρεσβυτέρων, οι οποίοι μεμονωμένα και αυτοβούλως παύουν να
μνημονεύουν στη Θ. Λειτουργία το Μητροπολίτη τους, αρκεί και μόνο η εφαρμογή
του στ´ Γάγγρας. Εκτός αυτού του κανόνα μπορεί να έχει εφαρμογή και ο 31.
κανόνας της Πενθέκτης: «Τους εν ευκτηρίοις οίκοις, ένδον οικίας τυγχάνουσι, λειτουργούντας
η βαπτίζοντας κληρικούς, υπό γνώμην τούτο πράττειν του κατά τόπον επισκόπου
ορίζομεν· ώστε, ει τις κληρικός μη τούτο παραφυλάξη, καθαιρείσθω». (Ταυτόχρονα
όμως θα πρέπει να τονίσει κανείς, ότι η εφαρμογή των κανόνων ανήκει στην κρίση
της Εκκλησίας και μόνον αυτής, η οποία οφείλει να χρησιμοποιήσει κάθε
ποιμαντικό μέσο προς σωφρονισμό των παρεκτραπέντων και να διαπιστώσει, εάν,
κατά περίπτωση, πληρούται η υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του
αδικήματος).
Ο
ιε´ κανόνας της Πρωτοδευτέρας, όπως ήδη έχει γραφεί, δεν παρέχει δικαίωμα
διακοπής μνημοσύνου Πατριάρχου σε πρεσβυτέρους, οι οποίοι ανήκουν στη
δικαιοδοσία άλλου Μητροπολίτου. Κάτι τέτοιο θα καταργούσε την καθολικότητα της
τοπικής Εκκλησίας, θεμελιώδη αρχή της Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας. Είναι δηλ.
προφανές, ότι οι Πατέρες της Πρωτοδευτέρας ήθελαν να αποτρέψουν μια
καταχρηστική άσκηση της διακοπής του μνημοσύνου, γι᾽ αυτό έθεσαν τον εξαιρετικό
όρο άρσεως του αδίκου μόνο στην περίπτωση ενός αιρετικού Πατριάρχου, μόνο όταν
η αίρεση είναι «κατεγνωσμένη», μόνο όταν αυτή κηρύσσεται δημοσία και μόνο, όταν
η διακοπή μνημοσύνου γίνεται από εκείνους, οι οποίοι έχουν υποχρέωση να τον
μνημονεύουν.
Η.
Ενώ οι ιεροί κανόνες δεν παρέχουν σε Πρεσβυτέρους κανένα δικαίωμα να διακόπτουν
το μνημόσυνο του Μητροπολίτου τους για κανένα λόγο προ συνοδικής αυτού
καταδίκης (ιγ´ Πρωτοδευτέρας), το επιχείρημα των αποτειχιζομένων, ότι πράττουν
αυτό, επειδή −υποτίθεται− ο Μητροπολίτης τους ευρίσκεται σε επικοινωνία με
άλλους −υποτίθεται−
«αιρετικούς»
Μητροπολίτες η Πατριάρχες, είναι κανονικά αβάσιμο, εάν όχι φαιδρό. Ακόμα και
εάν θεωρηθεί, ότι ο Μητροπολίτης τους (επι)κοινωνεί με άλλους όντως αιρετικούς
Μητροπολίτες η Πατριάρχες, δε θα μπορούσε ασφαλώς να του καταλογισθεί το
αδίκημα της αίρεσης, επειδή δεν πληρούται η υποκειμενική υπόσταση του
αδικήματος της αίρεσης, του
Μητροπολίτου
προφανώς ευρισκομένου σε πλάνη.
Εφαρμόζοντας
όμως το «ιδιοφυές» επιχείρημα των «νεομολογητών» της Ορθοδοξίας, θα μπορούσε, η
μάλλον θα έπρεπε, και ο οιοσδήποτε ρώσσος, βούλγαρος, γεωργιανός και
αντιοχειανός πρεσβύτερος να διακόψει την εκκλησιαστική κοινωνία με το δικό του
Μητροπολίτη, γιατί εκείνος, ο Πατριάρχης και η Εκκλησία, στην οποία ανήκει,
έχουν εκκλησιαστική κοινωνία με τους «αιρετικούς» Πατριάρχες και Μητροπολίτες
των υπολοίπων 10 αυτοκεφάλων Εκκλησιών! Υπάρχει μεγαλύτερη παράνοια από το να
υποστηρίζει κανείς κάτι τέτοιο; Υπάρχει έστω και μία τέτοια περίπτωση στον
κόσμο ολόκληρο; Γιατί οι 4 Ορθόδοξες Εκκλησίες συνεχίζουν την εκκλησιαστική
κοινωνία με τις υπόλοιπες 10, οι οποίες συμμετείχαν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο
της Κρήτης, εάν οι 10 Προκαθήμενοι των Εκκλησιών που συμμετείχαν είναι
«αιρετικοί»; Τόση η
παράνοια!!!
Ανεξάρτητα
όμως από την παντελώς ατυχή ερμηνευτική προσέγγιση στον ιε´ κανόνα της
Πρωτοδευτέρας από τους «αποτειχιζομένους», υπάρχει το σπουδαιότερο, υπάρχει το
πρόβλημα ουσίας: Εισάγει η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Κρήτης μια νέα
Εκκλησιολογία αποκλίνουσα από την ορθόδοξη δογματική διδασκαλία;……..
Είναι σημαντική η επισήμανση του Αγ.
Γρηγορίου του Παλαμά στο συνοδικό Τόμο της Συνόδου του 1351: «...έτερόν εστίν η
υπέρ της ευσεβείας αντιλογία και έτερον η της πίστεως ομολογία· και επί μεν της
αντιλογίας ουκ ανάγκη περί τας λέξεις ακριβολογείσθαι τον αντιλέγοντα, ως και
μέγας φησί Βασίλειος, επί δε της ομολογίας ακρίβεια διά πάντων τηρείται και
ζητείται...». Λίγο παρακάτω ο ίδιος συνοδικός Τόμος επισημαίνει: «…ουδέ γαρ
περί των ονομάτων, κατά τον Θεολόγον ζυγομαχήσωμεν, κίνδυνον ουδένα ειδότες περί
τας λέξεις, έως αν ο νούς υγιαίνειν δοκή… ου γαρ εν ρήμασιν ημίν, αλλ᾽ εν
πράγμασιν η αλήθεια τε και ευσέβεια, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον». Αποδεικτέον
λοιπόν είναι, εάν τα κείμενα της Συνόδου ακριβολογούν διά των λέξεων δηλούντες
την αλήθειαν των πραγμάτων και εάν οι υπέρ της «ευσεβείας» αντιλέγοντες όχι
απλά μόνο δεν ακριβολογούν, κάτι που θα ήταν επιτρεπτό, αλλά λανθάνουν.
επιμέλεια κειμένου:
πρωτοπρεσβυτερος Δημήτρις Αθανασίου