Ἐνδεικτικὰ ἀναφερθήκαμε στοὺς δύο αὐτοὺς μεγάλους ἀγωνιστὰς καὶ ὑποστηρικτὰς τῆς καλῆς ἑνώσεως καὶ τῆς καλῆς εἰρήνης (Ἰωσὴφ Βρυέννιο καὶ Γεννάδιο Σχολάριο), ποὺ ἐκφράζουν διαχρονικὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τὴν Μεγάλη Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία ἀπὸ τὸν περασμένο αἰώνα προωθεῖ τὴν κακὴ ἕνωση μὲ σοφιστικὰ ἐπιχειρήματα, ὅπως γράφει ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, καὶ ἀποκαλεῖ τὸν πάπα ὄχι ἁπλῶς «ἅγιο», πρᾶγμα ποὺ κατακρίνει ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος, ἀλλὰ ἁγιώτατο καὶ σεβασμιώτατο καὶ ἀγαπητὸ ἀδελφὸ καὶ κανονικὸ ἐπίσκοπο Ρώμης, θυμιάζουσα αὐτὸν ὡς «εὐλογημένον ἐρχόμενον ἐν ὀνόματι Κυρίου» καὶ μνημονεύουσα τὸ ὄνομά του σὲ ὀρθόδοξη ἀκολουθία καὶ πλεῖστα ἄλλα. Ὅταν ὁ «Ὀρθόδοξος Τύπος» ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν Γέροντα Χαράλαμπο Βασιλόπουλο, ὁ Ἀθηναγόρας ποὺ προσπαθοῦσε νὰ ἐπιβάλει τὴν κακὴ ἕνωση εἶχε ἀντιμέτωπη στὸ σύνολό της σχεδὸν τὴν Ἐκκλησία τῆς ῾Ελλάδος καὶ ἰσχυρὲς θεολογικὲς καὶ μοναστικὲς δυνάμεις. Ὁ τωρινὸς Πατριάρχης τὴν ἔχει σύμμαχο, καὶ οἱ θεολογικὲς καὶ μοναστικὲς δυνάμεις μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἐξασθενοῦν, ἀκόμη καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Μια Ορθόδοξη φωνή από το Άγιο Όρος: Τίς αἱρέσεις πάντα τίς ἀκολουθοῦν διωγμοί
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΎΜΕ ΤΟΝ ΑΔΕΛΦΌ ΜΑΣ ΙΟΥΣΤΊΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΗΜΈΡΩΣΗ.
Καί σάν νά μή μας ἔφταναν αὐτά, ξεκινᾶμε ἕναν ἐμφύλιο πόλεμο, χωρίς ὅπλα πού ἀφαιροῦν τήν ζωή, ἀλλά πού κλονίζουν τήν ψυχή καί σαλεύουν τήν πίστη.
Ὅπως ὅταν ἐμφανίζονταν οἱ αἱρέσεις καί ὅταν ἄλλαξε τό ἡμερολόγιο καί διχάζονταν οἱ χριστιανοί, ἔτσι καί τώρα μ΄αὐτή τήν μυστήρια Σύνοδο τῆς Κρήτης, Ἐκκλησίες χωρίζονται,Μητροπολίτες διχάζονται, οἱ λαϊκοί ἀποροῦν καί στό Ἅγιον Ὄρος, Πατέρες διώκουν καί διώκονται.
Στρατηγός Μακρυγιάννης :
«Η πατρίς της γεννήσεώς μου είναι από το Λιδορίκι· χωριό του Λιδορικιού ονομαζόμενον Αβορίτη. [...] Οι γοναίγοι μου πολύ φτωχοί, και η φτώχεια αυτήνη ήρθε από την αρπαγή των ντόπιων Τούρκων και των Αρβανίτων του Αλήπασα. Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί, και όταν ήμουνε ακόμα στην κοιλιά της μητρός μου, μιαν ημέρα πήγε για ξύλα στο λόγγο. Φορτώνοντας τα ξύλα στον ώμο της, φορτωμένη στο δρόμο, στην ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα. Μόνη της η καημένη κι αποσταμένη, εκιντύνεψε κι αυτήνη τότε κι εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και συγυρίστη, φορτώθη λίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου στα ξύλα και από πάνου εμένα και πήγε στο χωριό» (Β' 11-12).