«Ἄνθρωπον οὔκ ἔχω». Ἐπειδή ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού κοινωνεῖ μέ τά ἄνω· «ἄνω θρώσκω». Τότε, χωρίς τήν ἕνωση καί κοινωνία μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό, κανένας δέν ἠμπορεῖ νά λέγεται ἄνθρωπος, μέ τήν ἀκριβή σημασία τοῦ ὅρου.
Σήμερα ὁ Χριστός λέγει στόν Παραλυτικό: «Σήκω ἐπάνω, πᾶρε τό κρεββάτι σου καί ἐπέστρεψε στό σπίτι σου». Ἐξ’αἰτίας αὐτοῦ τοῦ σημείου- γεγονότος, ἔλεγε στούς Ἰουδαίους: «Tά ὅσα σᾶς διδάσκω, δέν εἶναι δικά μου, ἀλλά τοῦ Πατέρα μου, πού μέ ἔστειλε ἐδῶ»[1]. Στήν περίπτωση αὐτή ὁ Κύριος διεμήνυσε ξεκάθαρα τό ἀπαράλλακτον τῆς οὐσίας, μεταξύ τοῦ Ἰδίου καί τοῦ Πατέρα Του. Φανέρωσε ἔτσι τό μυστήριον τῆς θείας οἰκονομίας· δηλαδή μία εἶναι ἡ διδασκαλία καί γιά τόν Πατέρα καί γιά τόν Υἱό καί γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα. Μία ἡ ἐπιθυμία τῆς Ἁγίας Τριάδος· ἤτοι ὁ ἁγιασμός ἡμῶν διά τῆς καταργήσεως τῆς ἁμαρτίας, ὡς αἰτίας τῶν ἀσθενειῶν καί ἐν προκειμένῳ τῆς παραλύσεως τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου. «Θέλεις ὑγιής γενέσθαι»; «Mηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μή χεῖρόν σοί τι γένηται». Τοῦτ’ἔστιν ἀπώλεια καί τῆς αἰωνίου ζωῆς.