Τὴν Μεγάλη Τετάρτη ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπεικονίζει μὲ γλαφυρὸ καὶ παραστατικὸ τρόπο τὴν «σχέση» ἁμαρτίας - μετανοίας. Στὰ περισσότερα τροπάρια παρουσιάζονται κατ’ ἀντιδιαστολὴ οἱ μορφὲς τῆς ἁμαρτωλοῦ γυναικός, «τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριον μύρῳ», καὶ τοῦ δολίου μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Ἰούδα, ποὺ τὴν ἴδια ὥρα σχεδίαζε τὴν προδοσία τοῦ Κυρίου.
Ἡ μὲν πόρνη, προσφέροντας τὸ μύρο μαζὶ μὲ τὰ ἀκόμη πιὸ πολύτιμα δάκρυά της, «λυτροῦται τῆς δυσωδίας τῶν κακῶν», ὁ δὲ Ἰούδας, ἄν καὶ ἀνέπνεε τὴν εὐωδία τῆς θείας χάριτος, ἐν τούτοις «ταύτην ἀποβάλλεται καὶ βορβόρῳ συμφύρεται». Ἡ μὲν ἁμαρτωλὸς προσφέρει τὰ δάκρυά της ὡς λύτρο γιὰ τὴν σωτηρία της, ὁ δὲ φιλάργυρος μαθητὴς προσφέρει στοὺς ἀνόμους τὰ τριάκοντα ἀργύρια, «τὴν τιμὴν τοῦ τετιμημένου».