Στή χριστιανική πνευματική ζωή, κάθε πρόοδος καί κάθε ἐπιτυχία εἶναι καρπός καί προϊόν δύο παραγόντων, τῆς θείας Χάριτος καί τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας. Κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο: «Τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες; Εἰ δέ καί ἔλαβες τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών;» (Α΄ Κορ. Δ΄7). Ἐάν κάθε χάρισμα πνευματικό καί «πᾶν δώρημα τέλειον» προσφέρεται ἀπό τήν πηγή τῆς ἀγαθότητας καί τῆς ἀγάπης, τόν Κύριο, πολύ περισσότερο τό μέγα θαῦμα τῆς ἀναγέννησης καί ἀνακαίνισης τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Στό διάλογο τοῦ Νικόδημου μέ τόν Ἰησοῦ, πού ἀποτελεῖ διαμάντι τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ Νικόδημος ἄκουσε ἀπ᾽ τό χρυσό στόμα τοῦ Θεανθρώπου, τόν περίφημο καί πνευματικότατο λόγο γιά τήν προσωπική ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου: «Ἀμήν, ἀμήν λέγω σοι, ἐάν μή τις γεννηθῆ ἄνωθεν οὐ δύναται ἰδεῖν τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Κι ἐπειδή δέν τό πολυκατάλαβε, τοῦ τό διευκρίνισε, λέγοντας: «Ἀμήν, ἀμήν λέγω σοι, ἐάν μή τις γεννηθῆ ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. Γ΄ 3,5). Ἡ ἀναγέννηση, σάν ἔργο δικαίωσης καί σωτηρίας, δέ γίνεται μαγικά ἤ ἀποκρυφιστικά, ἤ καί μηχανιστικά, ἀλλ᾽ εἶναι ἔργο τῆς θείας Χάριτος μέ τή σύμπραξη τῆς ἐλεύθερης συγκατάθεσης καί βούλησης τοῦ ἀνθρώπου.
Πράγματι συμπράτουν η θεία Χάρη καί η ἀνθρώπινη ἐλευθερία αλλά με διαφορετική αποστολή. Η πρώτη είναι η δημιουργός και ζωοποιος και η δεύτερη είναι το το εισητήριο που επιτρέπει να την προσεγγίσουμε.
ΑπάντησηΔιαγραφή