ΟΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΕΣ ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ 1895 – 1902 και 1904

Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου(χημικού-βιοχημικού).

Εισαγωγικά

Η  Ορθόδοξη Εκκλησία από τον 15ο ως τα τέλη του 19ου αιώνα παρέμεινε αμετακίνητη στη στάση της απέναντι στον δυτικό χριστιανισμό, τον παπισμό και τον προτεσταντισμό (λουθηρανισμό, καλβινισμό, κ.λπ.) και τον αγγλικανισμό, που χαρακτηρίζονται σαφώς ως αιρετικές εκπτώσεις από τη Μία Εκκλησία.

Η αταλάντευτη αυτή στάση της ορθόδοξης εκκλησιαστικής ηγεσίας απέναντι στην ετερόδοξη Δύση άλλαξε επίσημα στις αρχές του 20ου αιώνα, επί πατριαρχίας Ιωακείμ του Γ΄(+1912). Αυτό σημαίνει ότι με πνεύμα θετικό εγκαινιάζεται στο εθναρχικό κέντρο μία νέα στάση απέναντι στην αποκρουόμενη έως τότε Δύση, κατά το πνεύμα του φιλοδυτικισμού και των «οικουμενικών σχέσεων». Το κύριο σημείο αναφοράς δεν θα είναι πλέον η Ανατολή, αλλά η Δύση, με ο,τι αυτή εκφράζει. Η αλλαγή αυτή οριοθετείται από τρία σπουδαία κείμενα του Οικουμενικού Θρόνου, την Εγκύκλιο του πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄ το 1902 , το Διάγγελμα του 1920  και την Εγκύκλιο του 1952 . Η πρώτη πραγματοποιεί το οικουμενιστικό άνοιγμα στη Δυτική Χριστιανοσύνη, ενώ τα άλλα έχουν καθαρά προγραμματικό χαρακτήρα, εγκαινιάζοντας και προωθώντας την πορεία προς τον Οικουμενισμό με την «Οικουμενική Κίνηση». Η συμμετοχή του Οικουμενικού Πατριαρχείου σ’ αυτήν οδήγησε στις σημερινές ελεγχόμενες από την ορθόδοξη συνείδηση σχέσεις. Αυτό όμως συνδέεται άμεσα με την προοδευτική εξίσωση των δυτικών ομολογιών με τη Μία Εκκλησία, την Ορθοδοξία.

Η Πατριαρχική Εγκύκλιος του 1895

Είναι χαρακτηριστικό ότι επτά μόλις χρόνια πριν την έκδοση της εγκυκλίου του 1902, εκδόθηκε η Πατριαρχική εγκύκλιος του 1895 η οποία αποτελούσε την απάντηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς τον Πάπα Λέοντα τον ΙΓ καί η οποία μας περιγράφει ανάγλυφα και αποκαλυπτικά το επίπεδο των σχέσων και το κλίμα που επικρατούσε μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών εκείνη την περίοδο, τις αιρετικές πλάνες του παπισμού και την ύπουλη διείσδυσή του στους κόλπους της Ορθοδοξίας μέσω της Ουνίας.

Συγκεκριμένα στις 20 Ιουνίου του 1894 ο Πάπας Λέων ο ΙΓ΄ απηύθηνε την εγκύκλιο «Praeclara gratulationis» «προς τους ηγεμόνας και τους λαούς της οικουμένης» με την οποία καλούσε την Ορθόδοξη Εκκλησία σε μία ουνιτικού τύπου ένωση με το Βατικανό. Αναγνώριζε δηλαδή στους Ορθοδόξους το δικαίωμα να διατηρήσουν το λειτουργικό τυπικό και τις παραδόσεις τους, αρκεί να αναγνωρίσουν την εξουσία του Πάπα και μάλιστα ως αλάθητου, όπως πρόσφατα είχε θεσπισθεί και με την μορφή δόγματος από τους Ρωμαιοκαθολικούς στην Α΄ Βατικανή Σύνοδο το 1870. Ταυτόχρονα οργάνωσε με δυναμικώτερο τρόπο και μεγαλύτερη ένταση την δράση των Ουνιτών στην Ορθόδοξη Ανατολή και τον εις βάρος των ορθοδόξων πιστών προσηλυτισμό.

Μπροστά σ’ αυτή την απροκάλυπτη επίθεση των παπικών το Οικουμενικό Πατριαρχείο αμύνεται υπέρ της ακεραιότητος του ορθοδόξου ποιμνίου το οποίο επιχειρεί να ενημερώσει και να προστατεύσει με την εγκύκλιο του 1895, όπου γίνεται εκτενής ανάλυση των παπικών πλανών.

Η Πατριαρχική Εγκύκλιος του 1895 αποτυπώνει, επίσης, με χαρακτηριστικό τρόπο το κλίμα που επικρατούσε την περίοδο εκείνη στις σχέσεις Ορθοδόξων και Pωμαιοκαθολικών και τις βλέψεις του Βατικανού έναντι των Ορθοδόξων:

«Εν εσχάτοις δε χρόνοις ο πονηρός διέσπασεν από της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού και έθνη ολόκληρα της Δύσεως, εμφυσήσας τοις επισκόποις της Ρώμης φρονήματα υπερφιάλου αλαζονείας, ποικίλας γεννησάσης καινοτομίας αθέσμους και αντευαγγελικάς. Και ου μόνον τούτο, αλλά δη και παντί τρόπω αγωνίζονται οι κατά καιρόν Πάπαι της Ρώμης, ίνα υποτάξωσιν εις τας εαυτών πλάνας την ακραδάντως ανά την Ανατολήν τη πατροπαραδότω της πίστεως ορθοδοξία στοιχούσαν Καθολικήν Εκκλησίαν του Χριστού, ενώσεις κατά την ιδίαν φαντασίαν επιδιώκοντες απλώς και αβασανίστως» (Ιω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Εν Αθήναις 1953, σελ. 933).

Η Πατριαρχική εγκύκλιος του 1902

Αντίθετα, επτά μόλις χρόνια μετά και έχοντας να αντιμετωπίσει μία τέτοια πολεμική του Βατικανού εις βάρος της Ορθοδοξίας, ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ , παραβλέποντας όλα τα θεολογικά και ιστορικά δεδομένα, θεωρεί την στιγμή κατάλληλη για προσέγγιση με τους Ρωμαιοκαθολικούς και αναζητά τρόπους «πως αν είη δυνατόν προλεάναι την προς τοιούτο τέρμα άγουσαν ανώμαλον, το γε νυν, οδόν, εξευρείν τε σημεία συναντήσεως και επαφής, η και αμοιβαίων θεμιτών παροράσεων, μέχρι της δια του χρόνου του όλου έργου τελειώσεως, δι’ ης πληρωθήσεται προς κοινήν ευφροσύνην και ωφέλειαν η περί μιας ποίμνης και ενός ποιμένος ρήσις του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού».

Το ερώτημα αυτό απευθύνει με την εγκύκλιό του του 1902 προς όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες από τις οποίες ζητά να εκφέρουν την άποψή τους για το συγκεκριμένο ζήτημα.

Η στροφή αυτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο ζήτημα των σχέσεων με τους ετεροδόξους είναι εμφανώς επηρεασμένη από ανάλογες ζυμώσεις που πραγματοποιούνται την ίδια περίοδο στον χώρο του Προτεσταντισμού, ο οποίος βιώνοντας τον συνεχή κατακερματισμό του αναζητά την πολυπόθητη «ενότητα» μέσω του Οικουμενισμού. Από τα τέλη, άλλωστε, του 19ου αιώνα η Οικουμενική Κίνηση εκδηλώνεται και βρίσκει μεγάλη ανταπόκριση στην Δύση, όχι μόνο στον θεολογικό χώρο, αλλά και στον αντίστοιχο κοινωνικοπολιτικό, από τον οποίο και υποστηρίζεται.

Η στροφή προς την Δύση θεωρείται αναγκαία και για το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που αντιμετωπίζει την ίδια περίοδο (και από την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως ακόμη) την αυξανόμενη καχυποψία των τουρκικών αρχών και την σταδιακή περιστολή των προνομίων του. Το 1882 ξεσπά το γνωστό «προνομιακό ζήτημα» με τραγικές συνέπειες στα δικαιώματα και την λειτουργία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

(Η περί των σχέσεων των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και περί άλλων γενικών ζητημάτων Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιος του 1902, αι εις αυτήν απαντήσεις των Αγίων Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και η ανταπάντησις του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εν Κωνσταντινουπόλει, εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, 1904, σελ. 9).

Περιεχόμενο εγκυκλίου 1902

Ο  Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ αποστέλλει εγκύκλιο γράμμα προς τις Ορθόδοξες Εκκλησίες με το οποίο τις καλεί να διατυπώσουν τη γνώμη τους σχετικά με τέσσερα σοβαρά ζητήματα.

-Το πρώτο αφορούσε την ενίσχυση των σχέσεων μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών.

«Ἡ ἀπευθυνομένη πρὸς ἡμᾶς καὶ τὰς λοιπὰς Αὐτοκεφάλους Ἐκκλησίας κλῆσις ὑμῶν πρὸς εἰρήνην καὶ ἀδελφικὴν ἀγάπην καὶ ἀμοιβαίαν κοινωνίαν ζωηρὰν εὑρήσει ἀπήχησιν καὶ συμπάθειαν ἐν ταῖς καρδίαις πάντων τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, τῶν εἰλικρινῶς ἀφωσιωμένων τῇ μητρὶ αὐτῶν Ἐκκλησίᾳ. Κεχωρισμέναι διὰ τῆς ἱστορίας καὶ τῆς διαφορᾶς τῶν γλωσσῶν καὶ τῶν ἐθνικοτήτων αἱ ἅγιαι τοῦ Θεοῦ τοπικαὶ Ἐκκλησίαι, εὑρίσκουσι τὴν ἑαυτῶν ἑνότητα ἐν τῇ ἀμαιβαίᾳ ἀγάπῃ, ἐν τῇ στενῇ δὲ πρὸς ἀλλήλας κοινωνίᾳ θάρρος καὶ δύναμιν ἀρύονται εἰς προκοπὴν ἐν τῇ πίστει καὶ τῇ θεογνωσίᾳ, ἀπόκρουσιν τῶν μεθοδειῶν τοῦ πολεμίου καὶ παγκόσμιον κήρυξιν τοῦ Εὐαγγελίου». Τὸ αὐτὸ δὲ τῆς φιλαδελφίας καὶ τῆς ἑνότητος πνεῦμα, ἀπὸ τῆς θεορρύτου πηγῆς τοῦ Εὐαγγελίου ἐκπηγάζον, ἐπιπνέει ζωηρῶς δι’ ὁμοίων καὶ λέξεων καὶ ἐννοιῶν ἐν τοῖς τιμίοις γράμμασι καὶ πασῶν τῶν ἄλλων ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, θάρρος ὄντως καὶ δύναμιν ἡμῖν μεταδίδον, εὐλόγούς τε τὰς ἀφορμὰς παρέχον, ὅπως πρὸς τῷ καλῶς ἔκπαλαι κρατοῦντι ἐθίμῳ τῶν τῆς φιλαδελφίας καὶ τῆς ἀγάπης προσαγορεύσεων καὶ τὰς πεπνυμένας αὐτῶν γνώμας ἐκζητῶμεν ἑκάστοτε ἐπὶ ζητήμασιν, ἐφ’ ὧν ἡ ἀπὸ κοινοῦ μελέτη καὶ κρίσις ἠδύνατ’ ἂν θεωρηθῆναι ὑπὸ τῶν Ἐκκλησιῶν εὔκαιρος, ἅμα δὲ καὶ τελεσιουργὸς ἔργων ἀγαθῶν πρὸς κοινὴν ὠφέλειαν τῶν τε ἀπὸ μέρους καὶ τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, ἧς κεφαλὴ ὁ Χριστός.

Ἀπὸ τοιαύτης τοίνυν ὄντως ἀδελφικῆς ἐνισχύσεως εὐλόγως ἐπιρρωνύμενοι καὶ ἐν νῷ ἔχοντες τὴν τοῦ ἀποστόλου Παύλου παραίνεσιν πρὸς τοὺς Κορινθίους καὶ πρὸς πάντας πάντων τῶν αἰώνων τοὺς εἰς Χριστὸν πιστεύοντας, «παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ᾖτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ τῇ αὐτῇ γνώμῃ», ἔγνωμεν προτεῖναι τῇ περὶ ἡμᾶς ἱερᾷ Συνόδῳ πρὸς διάσκεψιν, ὅπερ τὸ ἐφ’ ἡμῖν ἐκρίναμεν μελέτημα πρέπον καὶ ἅγιον, ἐμβριθοῦς τε ἐπιστάσεως ἄξιον, εἴ γε δηλονοῦν ἡ καθ’ ἡμᾶς ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία εὔκαιρον λογίζεται ἐπιζητῆσαι ἀνταλλαγὴν σκέψεων μετὰ τῶν ἁγιωτάτων Πατριαρχῶν καὶ τῶν σεβασμιωτάτων Προέδρων τῶν Αὐτοκέφαλων Ἐκκλησιῶν ἐπί τινων θεμάτων καθόλου μὲν εἰπεῖν θρησκευτικῆς οὐσίας καὶ ἰδιότητος, πολλῆς δὲ σημασίας καὶ σπουδαιότητος, ὧν διάγραμμα πρὸς σαφεστέραν διατύπωσιν καὶ εὐχερεστέραν μελέτην ἀνεκοινωσάμεθα τοῖς περὶ ἡμᾶς σεβασμίοις καὶ περισπουδάστοις ἐν Χριστῷ συνοδικοῖς ἀδελφοῖς.

Μετὰ τὴν ἐπιγενομένην τοίνυν ἐπισταμένην μελέτην καὶ δοκιμασίαν, συναινοῦσαν ἔχοντες τὴν ὁμόφωνον συνοδικὴν διαγνώμην τῶν περὶ ἡμᾶς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι λίαν ἡμῖν ἀγαπητῶν καὶ περισπουδάστων ἀδελφῶν ἁγίων ἀρχιερέων, ἀλλὰ μὴν καὶ τῷ ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἐκκλησίᾳ κρατοῦντι ἔθει στοιχοῦντες, καθ’ ὃ οἱ τῶν Ἐκκλησιῶν θεοφιλῶς προστατοῦντες ἐπίσκοποι τὰς ἑαυτῶν ἀπορίας καὶ τὰς τούτων λύσεις διὰ γραμμάτων ἀλλήλοις ἀνεκοινοῦντο, ἐπιμελῶς καὶ φιλαδέλφως προσέχοντες ἐπιζητεῖν τὴν ἐν λόγοις καὶ ἔργοις ὁμοφροσύνην, προαγόμεθα εἰς ὑποτύπωσιν τῶν συνοδικῶς ἐγκριθέντων ἐρωτημάτων, οὐ καινά τινα ἀνακινοῦντες ζητήματα, ἀλλὰ τὰ ἀφ’ ἱκανοῦ χρόνου ὑφιστάμενα εἰς κοινὴν προβαλλόμενοι μελέτην, πρὸς ἀμοιβαίαν διαφώτισιν τῶν κατὰ τόπους ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, αἵπερ ὁμοίων πάντως ἐμφρούμεναι παγκοίνου ὠφελείας προθέσεων, ἡδέως, πεποίθαμεν, ἀποδέξονται καὶ ἐπίκαιρον κρινοῦσιν ἐπευρῦναι τὸν κύκλον τῆς πνευματικῆς ἐπικοινωνίας εἰς ἐπισκόπησιν, οὐ μόνον ὑπὸ τῆς πορείας τῶν πραγμάτων ἐνδεικνυμένην, ἀλλὰ καὶ ἐπιβαλλομένην ὑπὸ τῆς κλήσεως, ἧς ἐκλήθημεν ἐν Χριστῷ πάντες, ὅσοι, εὐδοκίᾳ καὶ χάριτι Θεοῦ, τεταγμένοι ἐσμὲν εἰς προστασίαν τῶν ἁγίων Αὐτοῦ Ἐκκλησιῶν ἐπὶ τῷ προσέχειν ἑαυταῖς καὶ ἐκ καθήκοντος μεριμνᾶν περὶ τῆς σωτηρίας πάντων. Χρεὼν γὰρ ὄντως τοῖς ἄνωθεν εἰς πνευματικὴν τῶν πιστῶν διακυβέρνησιν τεταγμένοις, καὶ τῷ χριστωνύμω πληρώματι μέγα ὄφελος τὸ ἐπιμέλεσθαι, ὅπως ἂν τὸ τιμιώτατον τῆς ἀγάπης κεφάλαιον πλείονας δυνηθείη καρποὺς φέρειν κατὰ τὸ ἅγιον τοῦ Κυρίου θέλημα. Διὸ ἐκ τῶν πρωτίστως ἐξερευνητέον ἐλογισάμεθα τί ποτε ἄρα δοκεῖ τοῖς γερασμίοις Προέδροις τῶν ἁγιωτάτων Αὐτοκέφαλων Ἐκκλησιῶν ὅ,τι ὠφέλιμον ἦν γενέσθαι, οὐχ ἐγένετο δέ, τί δ’ ἀπὸ τοῦ νῦν τὸ προσῆκον καὶ δυνατὸν γενέσθαι, πρὸς τὴν τῶν ὀρθοδόξων λαῶν ἐν τῇ ἑνότητι τῆς πίστεως καὶ ἐν τῇ πρὸς ἀλλήλους ἀγάπῃ καὶ ὁμοφροσύνῃ συνάντησιν, καὶ τί τὸ μετὰ ταῦτα ποιητέον πρὸς τὴν ἐπὶ μᾶλλον στερέωσιν τῆς ἁγίας καὶ ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως καὶ πρὸς κρείττονα ἄμυναν τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν κατὰ τοῦ ἐπιφερομένου ἐναντίου πνεύματος τοῦ αἰῶνος τούτου.

 

- Το δεύτερο αφορούσε τις σχέσεις με τους ετεροδόξους, Καθολικούς και Προτεστάντες, που τις ονομάζει «δύο μεγάλες «αναδενδράδες»(=κλάδοι)  του Χριστιανισμού,

Θεοφιλὲς ἔτι καὶ εὐαγγελικόν ἐστιν ἐπιζητῆσαι τὰ δοκοῦντα ταῖς ἁγιωτάταις Αὐτοκεφάλοις Ἐκκλησίαις περὶ τῶν ἐν τῷ παρόντι καὶ ἐν τῷ μέλλοντι σχέσεων ἡμῶν μετὰ τῶν δύο μεγάλων τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀναδενδράδων, τῆς Δυτικῆς δηλονοῦν καὶ τῆς τῶν Διαμαρτυρομένων Ἐκκλησίας. Καὶ γνωστὸν μέν, ὅτι διηνεκοῦς εὐχῆς καὶ δεήσεως ὑποκείμενον διατελεῖ ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίᾳ καὶ παντὸς γνησίου χριστιανοῦ τῇ εὐαγγελικῇ τῆς ἑνότητος διδασκαλίᾳ στοιχοῦντος πόθος εὐσεβὴς καὶ ἐγκάρδιος ἡ ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ πίστει μεθ’ ἡμῶν ἕνωσις αὐτῶν καὶ πάντων τῶν εἰς Χριστὸν πιστευόντων, ἀλλ’ οὐκ ἀγνοοῦμεν ἅμα, ὅτι προσκόπτει ὁ θεοφιλὴς πόθος οὗτος πρὸ τῆς ἀδιασαλεύτου τῶν Ἐκκληοιῶν τούτων ἐμμονῆς ἐν δοξασίαις, ἐφ’ ὧν, ὡς ἐπὶ βάθρου, συμπαγοῦς διὰ τοῦ χρόνου καταστάντος, ἐστηκυῖαι, ὅλως ἀπρόθυμοι φαίνονται προσχωρῆσαι εἰς ὁδὸν ἑνώσεως, οἵα ὑπὸ τῆς εὐαγγελικῆς καὶ τῆς ἱστορικῆς ἀληθείας ἐνδείκνυται, ἢ ἐκδηλοῦσι μὲν προθυμίαν, ἀλλ’ ἐφ’ ὅροις καὶ βάσεσιν, ἐφ’ οἷς ἡ ποθεινὴ δογματικὴ ὁμοφροσύνη καὶ κοινωνία τυγχάνει οὖσα ἡμῖν ἀπαράδεκτος. Περιττὸν δ’ ἐπίσης εἰπεῖν πρὸς εἰδότας, ὅτι ἡ ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἡ ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν Ἀποστόλων ἱδρυθεῖσα καὶ ὑπὸ θειοτάτων καὶ θεοφόρων Πατέρων ἐν Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις στερεωθεῖσα, κεφαλὴν ἔχουσα αὐτὸν τὸν ἀρχιποίμενα Χριστόν, τὸν τῷ ἰδίῳ αἵματι περιποιησάμενον αὐτήν, οὖσα δέ, κατὰ τὸν θεόπνευοτον καὶ οὐρανοβάμονα Ἀπόστολον, «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» καὶ «σῶμα Χριστοῦ», ἡ ἁγία, λέγομεν, Ἐκκλησία μία ἐστὶ πράγματι ἐν ταυτότητι πίστεως καὶ ὁμοιότητι ἠθῶν καὶ ἐθίμων, συνῳδὰ ταῖς ἀποφάσεσι τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ μία ὀφείλει εἶναι, ἀλλ’ οὐ πολλαὶ καὶ διαφέρουσαι πρὸς ἀλλήλας κατά τε τὰ δόγματα καὶ τοὺς θεμελιώδεις θεσμοὺς τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακυβερνήσεως. Εἰ δέ, ὡς περὶ παντὸς πράγματος, ἀδυνάτου μὲν παρὰ ἀνθρώποις, δυνατοῦ δὲ παρὰ τῷ Θεῷ, οὕτω καὶ περὶ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως ἐλπίζειν ἔνεστιν ὡς δυνατῆς ποτε ἐσομένης, τῆς θείας μὲν χάριτος ἐπιφοιτώσης καὶ συναιρομένης, τῶν ἀνθρώπων δὲ εἰς τρίβους εὐαγγελικῆς ἀγάπης καὶ εἰρήνης κατευθυνομένων, ἄρα σκεπτέον καὶ φροντιστέον, κατὰ τὸ ἐνόν, πῶς ἂν εἴη δυνατὸν προλειᾶναι τὴν πρὸς τοιοῦτο τέρμα ἄγουσαν ἀνώμαλον, τό γε νῦν, ὁδόν, ἐξευρεῖν τε σημεῖα συναντήσεως καὶ ἐπαφῆς, ἢ καὶ ἀμοιβαίων θεμιτῶν παροράσεων, μέχρι τῆς διὰ τοῦ χρόνου τοῦ ὅλου ἔργου τελειώσεως, δι’ ἧς πληρωθήσεται πρὸς κοι¬νὴν εὐφροσύνην καὶ ὠφέλειαν ἡ περὶ μιᾶς ποίμνης καὶ ἑνὸς ποιμένος ῥῆσις τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅθεν καὶ εὐπρόσδεκτον τοῖς ἁγιωτάτοις ἀδελφοῖς ἔσεσθαι ὑπολαμβάνοντες τὴν περὶ τοιαύτης σκέψεως πρότασιν, θαρρούντως καὶ τὸ ἀδελφικὸν τόδε προτιθέμεθα ἐρώτημα, εἴ γε δηλονοῦν ἐπίκαιρος τὰ νῦν κρίνεται προδιάσκεψίς τις περὶ τούτου ἐπὶ τῷ παρασκευάσαι πεδίον ὁμαλὸν φιλικῆς ἀμοιβαίας προσπελάσεως, καὶ καθορίσαι ἐν κοινῇ ὁμοφωνίᾳ τῶν μελῶν τῆς καθόλου Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας τὰς βά¬σεις, τὰ μέτρα καὶ τὰ μέσα, τὰ ὡς ἄριστα κριθησόμενα.

 

-Το τρίτο την σχέση  με τους Παλαιοκαθολικούς και

Συναφῆ τῇ χριστιανικῇ ἑνότητι πρόκεινται καὶ τὰ περὶ τῶν ἀπὸ τῆς Ῥωμαϊκῆς Ἐκκλησίας οὐ πρὸ πολλοῦ ἀποχωρησάντων δυτικῶν χριστιανῶν, οἱ τὴν προσωνυμίαν παλαιῶν καθολικῶν ἀναλαβόντες καὶ λέγοντες ἀποδέχεσθαι τὰ ὑπὸ τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας μέχρι τοῦ θ΄ περίπου αἰῶνος δεδογμένα, καὶ τὰς τῶν ἑπτὰ ἁγίων καὶ πανσέπτων Οἰκουμενικῶν Συνόδων διατάξεις, ἑαυτοὺς ὡς ὄντας ἤδη ἐν τῇ καθόλου Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ διακηρύττουσι καὶ τὴν μετ’ αὐτῆς ἕνωσιν καὶ κοινωνίαν ὡσπερεὶ τυπικῆς διακανονίσεως ὑπολειπόμενον ἔργον ἐπιζητοῦσι. Καὶ ἐπαινετὸς μὲν πάντως τῶν φιλοθέων τούτων χριστιανῶν ὁ θερμουργὸς τῆς χριστιανικῆς ἀληθείας καὶ τῆς εὐαγγελικῆς ἀγάπης ζῆλος, οὗ περ ἐμπεψορημένοι φαίνονται ὄντες ἐν τῷ καλῷ αὐτῶν ἀγῶνι, γνωσταὶ δὲ τῷ χριστιανικῷ κόσμῳ αἱ τῶν συνεδρίων αὐτῶν διαγνῶμαι καὶ πράξεις, καὶ ἡ ἐν κατηχητικοῖς καὶ συμβολικοῖς βιβλίοις δογματικὴ καὶ τελετουργικὴ διδασκαλία.

Ἐπειδὴ δὲ περὶ τῆς ὑπ’ αὐτῶν ἐκφερομένης ὁμολογίας τῆς πίστεως οὕπω σαφής τις καὶ κοινὴ πρυτανεύει ἐν ἡμῖν γνώμη, ἀλλὰ διαφόρως τὰ περὶ ταύτης κρίνονται ὑπὸ τῶν εἴτε ἐγγύθεν τὰ κατ’ αὐτοὺς γνόντων εἴτε ἄπωθεν ἐκμελετησάντων ἡμετέρων ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν, ὧν τινες μὲν περὶ τῆς ὁμολογίας ταύτης ὡς ἐν σημείοις δογματικοῖς τῆς τελείας ὀρθοδοξίας οὐσιωδῶς ἔτι ἀπεχούσης ἀποφαίνονται, τινὲς δὲ τουναντίον ταύτην κρίνουσιν ὡς μὴ περιέχουσαν διαφορὰς οὐσιώδεις, τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν κωλυούσης, ἀλλ’ ὡς μονονοὺ συμπεπληρωμένην τὴν ὑπ’ αὐτῶν ἀποχὴν τῆς ὅλης ὑγιαινούσης ὀρθοδόξου διδασκαλίας καὶ περὶ παραδόσεως, καλὸν ἡγησάμεθα, ἵνα καὶ περὶ τούτου τοῦ σπουδαίου μελετήματος ἐπικαλεσώμεθα τὴν εὐσεβῆ καὶ φιλάδελφον γνώμην τῶν ἁγιωτάτων ὁμοδόξων Ἐκκλησιῶν, εἴγε εὔκαιρον αὐταῖς δοκεῖ καὶ κατὰ τίνα τρόπον βουλεύσασθαί τι ἀγαθὸν καὶ εὐπρόσδεκτον ἐπὶ τῷ διευκολῦναι τὴν πραγμάτωσιν τοῦ πρὸς τὴν μεθ’ ἡμῶν τελείαν ἕνωσιν πόθου τῶν περὶ ὧν ὁ λόγος χριστιανῶν, ὡς εὐοίωνον ἀπαρχὴν τῆς ἐλπιζομένης καὶ ποθητῆς παγκοσμίου χριστιανικῆς ἑνότητος

 

 

-το τέταρτο την δυνατότητα ή όχι της τροπο ποιήσεως του ισχύοντος ημερολογίου.

Οὐχ ἥττονος προσοχῆς ἄξια λογιζόμεθα καὶ τὰ περὶ κοινοῦ ἡμερολογίου ἀφ’ ἱκανοῦ ἤδη χρόνου λεγόμενά τε καὶ γραφόμενα, ἐν οἷς ἰδίᾳ τὰ προτεινόμενα συστήματα μεταρρυθμίσεως τοῦ ἀπ’ αἰώνων κρατοῦντος ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, ἢ ἀποδοχῆς τοῦ Γρηγοριανοῦ, ἐκείνου μὲν ὡς ἐλλιπεστέρου ἐπιστημονικῶς, τούτου δ’ ὡς ἀκριβεστέρου, νομιζομένων καὶ περὶ τῆς κατ’ ἀναγκαίαν ἀκολουθίαν μεταστάσως τοῦ καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησιαστικοῦ πασχαλίου.

Καὶ ἐν ταῖς τοῦ θέματος τούτου μελέταις διχαζομένας βλέπομεν τὰς παρὰ τοῖς εἰδικῶς ἐγκύψασιν ἡμετέροις ὀρθοδόξοις κρατοῦσας γνώμας. Τινὲς μὲν γὰρ τούτων τὸ ἐν ἡμῖν ἔκπαλαι παραδεδεγμένον ὡς μόνον ἁρμόζον τῇ Ἐκκλησίᾳ κρίνουσι διὰ τὸ εἶναι πατροπαράδοτον καὶ ἐκκλησιαστικῶς ἀνέκαθεν κεκυρωμένον, ἥκιστα δ’ ἀναγκαίαν τὴν τούτου μεταρρύθμισιν, ἀλλὰ καὶ φευκτέαν μᾶλλον, θεωροῦσι, διὰ λόγους οὓς ἀναπτύσσουσιν· ἔνιοι δ’ ἀκρίβειαν χρονομετρικὴν ὅσον ἔνεστι πληρεστέραν, ἢ καὶ τὴν τοῦ ὁμοιομόρφου καινὴν χρησιμότητα προβαλλόμενοι, ὑπέρμαχοι τοῦ τῶν δυτικῶν ἡμερολογίου καὶ τῆς παρ’ ἡμῖν εἰσαγωγῆς αὐτοῦ ἀποφαίνονται, συνηγορούντων αὐτοῖς, ὡς εἰκός, καὶ τῶν ἐκ τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας, ἐπὶ προσδοκίᾳ ἴσως ἐνδεχομένων θρησκευτικῶν, κατὰ τὰς ἰδίας αὐτῶν ἐπόψεις, ὠφελειῶν. Οὕτω δ’ ἐπιτεινομένης ἐν ταῖς ἡμέραις ἡμῶν τῆς συζητήσεως, καθ’ ἣν ἑκατέρωθεν ἐμμόνως προτάσσονται ποικίλοι καὶ σπουδῆς ἄξιοι ἰσχυρισμοί, πρός τε τὴν ἐπιστήμην καὶ τὴν θρησκείαν ταυτοχρόνως ἀναφερόμενοι, ἐνῷ συνάμα ἔν τισι τῶν ὀρθοδόξων χωρῶν ἔφεσίς τις ἐκδηλοῦται προσχωρήσεως εἰς τὴν γνώμην τῆς τοῦ καθ’ ἡμᾶς ἡμερολογίου μεταλλαγῆς, ἢ τινος αὐτοῦ διαρρυθμίσεως, πρόσφορον ἐπίσης ἡμῖν δοκεῖ, ἅτε δὴ τοῦ ζητήματος τούτου σὺν τῇ ἐπιστημονικῇ μορφῇ προφανῆ ἔχοντος σημασίαν ἐκκλησιαστικήν, διαμείψασθαι πρὸς ἀλλήλας τὰς ἁγίας Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας σχετικὰς ἀνακοινώσεις, ἵνα καὶ περὶ τούτου διαμορφωθῇ κοινὸν ἐν αὐταῖς φρόνημα, μία δὲ γνώμη καὶ ἀπόφασις τῆς κα¬θόλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ᾗ μόνη ἀπόκειται ἡ περὶ τούτου κρίσις καὶ ἡ ἐξεύρεσις, ἐν ἀνάγκῃ, τρόπου συνδυάζοντος κατὰ τὸ ἐφικτὸν τὴν ἐπιζητουμένην σχετικὴν ἐπιστημονικὴν ἀκρίβειαν πρὸς τὴν ποθουμένην τήρησιν καθιερωμένων ἐκκλησιαστικῶν ὁρισμῶν.

Ταύτην τοίνυν τὴν ἐπὶ τῶν προεκτεθέντων σημείων ἀνταλλαγὴν σκέψεων ὡς ἁπτὴν ἔνδειξιν πνευματικῆς καὶ πραγματικῆς ἐπικοινωνίας καὶ ὡς συνεκτι¬κὴν τῆς ἐν πᾶσι κοινοῖς ζητήμασι τηρητέας ἑνότητος ἡ καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία τὰ μάλιστα ἀνύσιμον τῇ Ὀρθοδοξίᾳ κρίνουσα, χρηστὰς τρέφει ἐλπίδας, ὅτι ἡ ἀδελφικὴ αὐτῆς ἥδε φροντὶς καὶ παράκληοις, πρὸς ὅσια καὶ εὐαγγελικὰ κατατείνουσα τέλη, συμπαθῆ ἔξει ἀπήχησιν ἐν τῇ καρδίᾳ τῶν γερασμίων ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν καὶ συναινοῦσαν εὑρήσει τὴν φιλαδελφίαν αὐτῶν πρὸς ἀνακοίνωσιν τῆς περὶ ἑκάστου γνώμης τῶν ὧν θεοψιλῶς προΐστανται Ἐκκλησιῶν

 

 

ΣΧΟΛΙΑ

1. . Ο Πατριάρχης Ιωακείμ υιοθέτησε «την θεωρία των κλάδων» του Οικουμενισμού, που φαίνεται ότι τότε είχε αρχίσει να διαμορφώνεται στους σκοτεινούς θαλάμους της Μασονίας.Είναι ο πρώτος Ορθόδοξος, που το 1902 στην Εγκύκλιό του προς τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, για το θέμα του Ημερολογίου, χαρακτήρισε τους Παπικούς και Προτεστάντες, ως «αναδενδράδες», δηλ. κλάδους του δένδρου της Εκκλησίας!

Παράλληλα, ο Ιωακείμ άρχισε να χειροτονεί τους πρώτους μασόνους επισκόπους του Πατριαρχείου. Την περίοδο αυτή άρχισαν να μυούνται στη Μασονία οι Ιεράρχες του Οικουμενικού Θρόνου. Η εξήγηση που μπορεί να δοθεί τόσο για την εξάπλωση στο Πατριαρχείο του Οικουμενισμού, όσο και την Μασονίας, είναι ότι ο Ιωακείμ, αλλά και οι άλλοι Ιεράρχες παρεκινούνταν από λόγους εθνικούς! Αυτό όμως δεν τους απαλλάσσει από τις ευθύνες τους, όπως δεν απαλλάγηκαν από τις δικές τους ευθύνες οι φιλενωτικοί αυτοκράτορες. Μεταξύ των επισκόπων που χειροτόνησε ο Ιωακείμ Γ΄το έτος 1902 ήταν και ο  Χρυσόστομος Σμύρνης. Ούτος, μετά από λίγα χρόνια έστρεψε τα βέλη εναντίον του Ιωακείμ, αποκαλώντας τον «ξόανον» και «κιβδηλότατον των Πατριαρχών», επειδή δεν συμφωνούσε με την καταστροφική εθνοφυλετική γραμμή του, χάριν της οποίας πρόδωσε την Ορθοδοξία του !

2.Η εγκύκλιος, η οποία απευθύνεται προς όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, καλεί, ως προς το τέταρτο θέμα, να προβληματιστούν οι Εκκλησίες για το αν  είναι εφικτή και ωφέλιμη μία τροποποίηση του ημερολογίου και του εξ αυτού  εξαρτημένου Πασχαλίου. Τονίζει ότι εδώ και καιρό γράφονται και λέγονται  πολλά σχετικά με την ακρίβεια των ημερολογίων και ότι δεν υπάρχει επιστημονική συμφωνία (την εποχή εκείνη), καθότι οι γνώμες διχάζονταν. Αναφέρει  επίσης ότι υπάρχουν δύο πλευρές σχετικά με το ζήτημα, με τη μία να είναι υπέρμαχος της αλλαγής και την άλλη να υποστηρίζει ότι αυτό αντίκειται στην παράδοση. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι παρατηρεί πως, πέραν του επιστημονικού χαρακτήρα, το θέμα έχει συνάμα και εκκλησιαστική διάσταση. Μάλιστα, κλείνοντας την εγκύκλιο, εύχεται να βρεθεί μία λύση η οποία να συνδυάζει, «τὴν ἐπιζητουμένην σχετικὴν ἐπιστημονικὴν ἀκρίβειαν πρὸς τὴν ποθουμένην τήρησιν καθιερωμένων ἐκκλησιαστικῶν ὁρισμῶν».

3. Το 1902 έγινε το πρώτο ρήγμα στο μέτωπο της Ορθοδοξίας για το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Ενώ ο Πατριάρχης Άνθιμος Ζ΄ είχε απαγορεύσει κάθε συζήτηση για το θέμα της αλλαγής του ημερολογίου, ο Ιωακείμ Γ΄ το κατέστησε αντικείμενο νέου διαλόγου. Μέχρι τότε, το θέμα αυτό ήταν αδιαπραγμάτευτο για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ήταν λυμένο με αποφάσεις τόσων Συνόδων. Αυτό το ρήγμα, που επέφερε ο Ιωακείμ Γ΄ στη στάση της Ορθοδοξίας, ήταν η μεγάλη του προσφορά στις αντορθόδοξες αυτές δυνάμεις, που εξυπηρέτησε.

Με την ενέργειά του αυτή ο Ιωακείμ κατέστησε τα «αναντίρρητα», όπως είναι η απόρριψη του Γρηγοριανού ημερολογίου από τις Συνόδους, «αμφίβολα», όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος. Κατέστησε τα αδιαπραγμάτευτα ζητήματα της Εκκλησίας, συζητήσιμα. Το λάθος του, λοιπόν ήταν ότι ο Ιωακείμ Γ΄ ζήτησε από τους Προκαθημένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών τη γνώμη τους, αν μπορεί η Εκκλησία ν’ αλλάξει το ημερολόγιο. Στο ερώτημα απάντησαν όλοι οι Προκαθήμενοι, πλην του Πατριάρχη Αλεξανδρείας και Κύπρου. Οι περισσότεροι απάντησαν αρνητικά. Κι’ ο Ιωακείμ Γ΄ το 1904 με Εγκύκλιό του απέρριψε το Γρηγοριανό ημερολόγιο.

4. «Η Εγκύκλιος του 1902 άνοιξε τον δρόμο στη συμμετοχή μας στην Οικουμενική Κίνηση, το Διάγγελμα του 1920 προετοίμασε την είσοδό μας στο ΠΣΕ, ενώ η επί Πατριάρχου Αθηναγόρα Εγκύκλιος του 1952  λειτούργησε ως ολοκλήρωση και επισφράγιση της προγραμματισμένης αυτής πορείας. Γι’ αυτό μεγάλοι ορθόδοξοι Θεολόγοι, όπως ο Ιωάννης Καρμίρης και ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, παρά την αφοσίωσή τους στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεν παρέλειψαν να εκφράσουν τον δισταγμό τους στα ανοίγματα αυτά και τις επιφυλάξεις τους για τις μέσω αυτών δρομολογημένες εξελίξεις».(π.Γεώργιος Μεταλληνός)

Οι απαντήσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών

Η απάντηση των Ορθοδόξων Εκκλησιών υπήρξε ξεκάθαρη. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι Εκκλησίες δήλωσαν προς τον Πατριάρχη ότι η χρονική στιγμή ήταν η πλέον ακατάλληλη για μια προσέγγιση με τους ετεροδόξους (Παπικούς και Προτεστάντες)

Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων στην απάντησή του θεωρεί άκαιρη και ατελέσφορη μία προσπάθεια προσεγγίσεως εκείνη την χρονική περίοδο: «ειδικώς εν τω παρόντι επί του αντικειμένου τούτου κοινή συσκέψασθαι των ουκ αναγκαίων είναι νομίζομεν, μηδέν τι θετικόν αποτέλεσμα εκ της τοιαύτης προδιασκέψεως προσδοκήσαι δυνάμενοι» (ο.π., σελ. 17). Τονίζει ότι καμμία ανάλογη προσέγγιση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αν δεν εκλείψει το μεγάλο πρόβλημα του προσηλυτισμού εις βάρος των ορθοδόξων: «Αναγκαίον δ’ άρα προ πάσης περί προσεγγίσεως των διισταμένων Εκκλησιών διασκέψεως, καταργηθήναι και εντελώς εκ του μέσου αρθήναι το σκάνδαλον του προσηλυτισμού, το εξαναγκάζον την ορθόδοξον και τας λοιπάς εν Ανατολή αρχαίας Εκκλησίας εν καταστάσει εμπολέμω αεί διατελείν». Χρησιμοποιεί δε σκληρή γλώσσα περιγράφοντας τις ενέργειες αυτών που ασκούν τον προσηλυτισμό εις βάρος των ορθοδόξων αποκαλώντας τους «λύκους» και «όφεις» που κατασπαράσσουν το ορθόδοξο ποίμνιο: «Λυπηρόν γαρ δη και απαίσιον ... τό χριστιανούς χριστιανοίς δίκην λύκων επιπίπτειν η δίκην όφεων υπεισέρπειν και πάση δυνάμει και παντί τρόπω και μέσω αγωνίζεσθαι ποιήσαι ένα προσήλυτον» (ο.π., σελ.18).

 

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η απάντηση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος η οποία «κατέληξεν εις το συμπέρασμα, ότι αι παρούσαι καιρικαί περιστάσεις όλως ακατάλληλοί εισι προς εξέτασιν και επίλυσιν του ζητήματος της ενώσεως των Εκκλησιών καθόλου» (ο.π., σελ. 39). Στην συνέχεια της απαντήσεώς της η Ιερά Σύνοδος τονίζει πως και άλλες ανάλογες προσπάθειες στο παρελθόν στάθηκαν ατελέσφορες λόγω διαφόρων αιτίων τα οποία «υφίστανται έτι και νυν, αλλά και εφ’ όσον εν τω μέλλοντι εξακολουθήσουσιν υφιστάμενα, πάσα σκέψις και απόπειρα εις πραγματοποίησιν της ενώσεως των Εκκλησιών αποβήσεται ματαία» (ο.π., σελ. 39).

 Του αυτού πνεύματος είναι και η απάντηση της Εκκλησίας της Ρωσίας η οποία αναφέρεται με έμφαση στις επιβουλές των Παπικών και των Προτεσταντών εις βάρος των ορθοδόξων πιστών και την ανάγκη προστασίας του ορθοδόξου ποιμνίου: «εν τω παρόντι εσμέν ηναγκασμένοι ίνα σκεπτώμεθα ου τοσούτον περί της απαλύνσεως των ημετέρων σχέσεων προς τους χριστιανούς της Δύσεως και της φιλαδέλφου προσελκύσεως των κοινοτήτων αυτών εις την μεθ’ ημών ενότητα, όσον περί ακαταπαύστου και αγρύπνου υπερασπίσεως των πεπιστευμένων ημίν λογικών προβάτων από των αδιαλείπτων επιβουλών και πολυειδών δελεασμάτων των λατίνων και των προτεσταντών» (ο.π., σελ. 28).

 

Στην απάντηση της Ρωσικής Εκκλησίας γίνεται ιδιαίτερη μνεία στην πρακτική και τους σκοπούς του Βατικανού για την άλωση της Ορθοδόξου Ανατολής. «Τοις αγαπητοίς ημών και σεβασμίοις πατράσι και αδελφοίς γνωστοί εισιν οι αιώνιοι της Ρώμης πόθοι, οίτινές ποτε και υπήρξαν η αιτία της αποστασίας αυτής· γνωσταί εν τη ιστορία εισί και αι διάφοροι αυτής μεθοδείαι, αι τε φανεραί και αι κρύφιαι, αι προς καθυπόταξιν της ορθοδόξου Ανατολής τείνουσαι... Δι­ό, οσονδήποτε και αν ώσι φιλειρηνικοί οι των λατίνων λόγοι, οσονδήποτε επιμελώς και αν επιδεικνύωσιν ούτοι και παντοιοτρόπως τονίζωσι την ιδιαιτέραν αυτών αγάπην και σεβασμόν προς την ορθόδοξον Εκκλησίαν και ιδιαιτέρως προς το ρωσσικόν έθνος και κράτος, οι λόγοι ούτοι ουδαμώς οφείλουσιν ουδέ δύνανται αποκρύψαι από της ημετέρας προσοχής τους πραγματικούς υπούλους σκοπούς της Ρώμης» (ο.π., σελ. 19-20).

 

Η ανταπάντηση του Πατριαρχείου με το εγκύκλιο γράμμα του 1904

Στις 12 Μαΐου 1904, μετά τις απαντητικές επιστολές των Εκκλησιών, ακολούθησε νέο Πατριαρχικό εγκύκλιο γράμμα προς τις Εκκλησίες . Στην ανταπάντησή του το Πατριαρχείο αναφέρει ότι η γνώμη του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι πως το καθορισμένο και κυρωμένο με την διαρκή πράξη της Εκκλησίας Πασχάλιο δεν πρέπει να καινοτομηθεί. Δηλαδή το Πάσχα πρέπει να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας. Το να διατηρήσουμε δε το Ιουλιανό ημερολόγιο και το εορτολόγιο αμετάβλητα υπερπηδώντας μόνο 13 ημέρες ώστε να συμπίπτουν οι εορτές των δύο ημερολογίων θεωρείται άσκοπο, αφού δεν επιβάλλεται από κανένα λόγο ούτε επιστημονικό ούτε πρακτικό. Σημειώνεται επίσης ότι από το 2100 και μετά η διαφορά των δύο ημερολογίων θα αυξηθεί και θα γίνει 14 ημέρες.

Το Πατριαρχείο θεωρεί πρόωρη την όποια μεταρρύθμιση του ημερολογίου, αφού δεν είμαστε υποχρεωμένοι εκκλησιαστικά να το αλλάξουμε, καθότι, όπως ισχυρίζεται, ακόμα και η επιστήμη δεν αποφάνθηκε οριστικώς σχετικά με τον υπολογισμό του τροπικού έτους . Παρατηρούμε εδώ ότι υπάρχει μία διαφοροποίηση της αρχικής τοποθετήσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αν και αφιστάμενη της αρχικής εγκυκλίου, η νέα εγκύκλιος μάλλον συγκεφαλαίωνε τις τοποθετήσεις των άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, κάποιες από τις οποίες νόμιζαν ότι υποκρίπτετο προσηλυτιστικός κίνδυνος από την Καθολική Εκκλησία, ότι θα παραβιαζόταν ο κανόνας της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και ότι ήταν μη αναγκαία η ημερολογιακή μεταρρύθμιση, κυρίως λόγω των διαφαινομένων ενδοεκκλησιαστικών ανωμαλιών τις οποίες πιθανότατα θα δημιουργούσε μία τέτοια αλλαγή. Πάντως είναι γεγονός ότι στην πρώτη πανορθόδοξη νηφάλια προσέγγιση του ημερολογιακού ζητήματος μετά από αιώνες διαπιστώνεται η διπλή προσέγγιση του ζητήματος. Από την μία υπάρχει η επιστημονική προσέγγισή του, για την οποία η Εκκλησία δηλώνει αναρμόδια, και από την άλλη η θρησκευτική-θεολογική προσέγγιση, η οποία απαιτεί μεγάλη προσοχή και διορθόδοξη συνεννόηση καθότι διακυβεύεται η ενότητα της κοινωνίας της Εκκλησίας.

 

4 σχόλια:

  1. Προς π.Δ.Αθανασίου.

    Ο π.Ευθύμιος Τρικαμηνάς σχολίασε ένα κείμενό σας(για την αλλαγή της εορτής του Πάσχα).Θα υπάρξει κάποια απάντηση από εσάς; Διορθώνει κάποια λάθη σας και νομίζω πως πρέπει να ακούσουμε την απάντησή σας σε αυτό το ιστολόγιο.Η παρέμβαση του π.Ευθυμίου υπάρχει στο ιστολόγιο "Ομολογία" του κ.Ο.Τσολογιάννη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Η απάντηση στάλθηκε για δημοσίευση στο ιστολόγιο ομολογία.
    Επίσης έχει δημοσιευτεί και στην παρακάτω διεύθνση δικού μου ιστολογίου
    για τους ενδιαφερόμενους.
    https://fdathanasiou-parakatathiki.blogspot.com/2023/05/blog-post_29.html
    π.Δ.Α

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Η απάντηση δημοσιεύτηκε και στο ιστολόγιο -ΟΜΟΛΟΓΙΑ στην ηλεκτρονική διεύθυνση
    https://apotixisi.blogspot.com/2023/05/blog-post_55.html#more
    π.Δ.Α

    ΑπάντησηΔιαγραφή