Γιά νά τελειώνουμε μία καί καλή μέ τούς λέγοντες ὅτι ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας τῶν αἱρετικῶν δέν εἶναι ὑποχρεωτική καί πρό Συνοδικῆς Διαγνώσεως - π. Νικόλαος Δημαράς

 Ἀκολουθεῖ καί τό τέλος  τῆς μελέτης στήν ἑπόμενη ἐπικοινωνίας μας!


Ἡ ὑποχρεωτική διακοπή τοῦ μνημοσύνου τοῦ κηρύσσοντος αἵρεση Η ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΚΑΚΟΔΟΞΟΥΝΤΑΣ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥΣ ΠΡΟ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΔΙΑΓΝΩΜΗΣ (Ἀνάλυση του ΙΕ΄ Ἱεροῦ Κανόνος τῆς ΑΒ΄ ἐπί Ἁγίου Μεγάλου Φωτίου Συνόδου τοῦ 861 μ.Χ.) Ὁ ΙΕ΄ Ἱερός Κανόνας τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἀπαγορεύει τήν διακοπήν τῆς κοινωνίας πρεσβυτέρου πρός τόν προϊστάμενόν του, ἐπίσκοπον, μητροπολίτην ἤ Πατριάρχην καί γενικότερα τοῦ κατωτέρου κληρικοῦ πρός τόν ἀνώτερόν του, γιά λόγους, τούς ὁποίους ὁ ἅγιος Νικόδημος ὀνομάζει κανονικά ἐγκλήματα, δηλ. γιά πορνείαν, ἱεροσυλίαν, σιμωνίαν καί ἄλλα παρόμοια ἐγκλήματα.1 Ἐπιβάλλεται, ὅμως, ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας πρός τούς ῥηθέντας προέδρους, ἐάν εἶναι αἱρετικοί καί κηρύσσουν τήν αἵρεσή τους παρρησίᾳ, ἀκόμη καί πρίν γίνει συνοδική κρίση γιά τήν αἵρεση αὐτή. Πρόκειται περί διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τῶν κηρυσσόντων αἵρεση προέδρων, πρίν κἄν γίνει ὁποιαδήποτε κρίση γιά την ἀναφυεῖσαν αἵρεση, κατά τόν ἅγιον Νικόδημον, ὅπως ρητά ἐξάγεται ἀπό τήν ἑρμηνεία, ὄχι μόνον τοῦ ιε΄ τῆς ΑΒ΄ Συνόδου, ἀλλά καί ἀπό τήν ἑρμηνείαν του στόν λα΄ Ἀποστολικόν (31ον Ἀποστολικόν Κανόνα), ὅπου καί πάλιν ὁ μέγας Ἅγιος κάνει διάκριση ἀνάμεσα στήν διακοπήν τῆς κοινωνίας γιά κανονικά ἐγκλήματα καί γιά κηρυσσόμενη αἵρεση! Τονίζει ὁ μεγάλος ἑρμηνευτής στόν 31ον Ἀποστολικόν: "Ὅσοι δέ χωρίζονται ἀπό τόν Ἐπίσκοπόν τους πρό συνοδικῆς ἐξετάσεως, διατί αὐτός κηρύττει δημοσίᾳ καμμίαν κακοδοξίαν καί αἵρεσιν, οἱ τοιοῦτοι ὄχι μόνον εἰς τά ἀνωτέρω ἐπιτίμια δέν ὑπόκεινται, ἀλλά καί τήν πρέπουσαν εἰς τούς ὀρθοδόξους τιμήν ἀξιώνονται κατά τόν ιε΄τῆς Α΄ καί Β΄."2 Ἀπό τήν ἀνωτέρω ἑρμηνείαν τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου συνάγονται τά ἑξῆς δύο σημαντικά συμπεράσματα: 1 Βλ. Ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου στόν ΙΕ΄ τῆς ΑΒ΄ Ἱερᾶς Συνόδου, Ἱερόν Πηδάλιον, σελ. 358). 2 Σελ. 34. [2] 1ον: Ὅτι παντοῦ, καί στόν παρόντα Κανόνα, ὁ Μέγας Ἅγιος Νικόδημος κάνει διάκριση ἀνάμεσα σέ κανονικά παραπτώματα καί σέ κηρυσσόμενη αἵρεση, γιά τήν ἐπέλευση καί διαφοροποίηση τῶν κανονικῶν συνεπειῶν. Ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος, καί στήν περίπτωση τοῦ 3ου Ἀποστολικοῦ, ἀναφερόμενος στήν ἑρμηνεία τῶν κανονικῶν ἐπιτιμίων, τά ὁποῖα πρέπει ἐξ ἀνάγκης νά ἐπιβληθοῦν ἀπό β΄ πρόσωπον, ἤτοι τήν Σύνοδον τῶν ἐπισκόπων, διά νά ἐνεργηθοῦν, τρίτου προσώπου ὄντα, προστακτικοῦ μή παρόντος, ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΤΙΜΙΑ, ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ!3 ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΠΙΤΙΜΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΤΙΜΙΑ ΓΙΑ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ. 2ον: Ὅτι ἐπιβάλλεται ἡ διακοπή τοῦ μνημοσύνου τῶν κακοδόξων προϊσταμένων, ἄσχετα ἀπό προηγούμενη συνοδικήν καταδίκην μιᾶς κακοδοξίας, πολύ δέ περισσότερον μετά ἀπό συνοδικήν ἀπόφανση, γιά μία αἵρεση πού κηρύχθηκε στό παρελθόν καί κηρύσσεται καί πάλιν σήμερα. Ὁ ἐκ τῆς κοινωνίας μέ τήν αἵρεση τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ-Οἰκουμενισμοῦ μολυσμός ὅλων, τῶν ἱερέων, τῶν διακόνων, τῶν μοναχῶν καί τῶν λαϊκῶν Εἶναι δυνατόν οἱ αἱρετικοί νά παρέχουν τήν σωτηρίαν σέ ὅσους παραμένουν σέ θανάσιμη κοινωνίαν μέ αὐτούς, μετά τά ὅσα ἔχουν ἤδη καταστεῖ πασίδηλα -(ΓΝΩΣΤΑ σέ ὅλους)- καί οἱ πάντες πλέον εἶναι ἐν πλήρει συνειδήσει τῶν διαδραματιζομένων, γιά τούς ὁποίους ἰσχύει τό: «εἰ καί τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεποντίσθησαν», ὅμως, «τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται», κατά τόν μέγαν Ὁμολογητήν Ἅγιον Θεόδωρον τόν Στουδίτην; 4 3 Σελ. λθ΄, καί ὑποσ. στόν 3ον Ἀποστ., σελ. 4-5 Ἱεροῦ Πηδαλίου. 4 «...τοῦ τε Ἁγίου Ἀθανασίου προστάσσοντος μηδεμίαν κοινωνίαν ἔχειν ἡμᾶς πρὸς τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ μὴν μηδὲ πρὸς τοὺς κοινωνοῦντας μετὰ τῶν ἀσεβῶν» (Ἐπιστολαί, 466, l.17-18). «Ἐχθρούς γάρ τοῦ Θεοῦ, ὁ Χρυσόστομος, οὐ μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί τούς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας μεγάλῃ [3] Ἐάν, καί κατά τόν Ἅγιον Θεόδωρον τόν Στουδίτην, (ὅπως καί κατά τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, τούς ἐπί τοῦ Λατινόφρονος αὐτοκράτορος Μιχαήλ Παλαιολόγου Μαρτυρίσαντες Ἁγιορεῖτες Πατέρες, πρός τόν ὁποῖον ἔγραφαν: "...καί πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθοδόξου ψυχή, καί οὐκ ἀποστήσεται τῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα, καί ὡς καπηλεύσαντας τά θεῖα τούτους ἡγήσεται; ... Πλήν ὅτι μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία, ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων"5. ἔχει μολυσμόν ἡ κοινωνία μέ τήν ἀναφορά τοῦ ὀνόματος τοῦ αἱρετικοῦ, (Εἰκονομάχου ἐπισκόπου τότε καί Οἰκουμενιστοῦ - Νεοημερολογίτου σήμερα), ἔστω καί ἄν εἶναι ὀρθόδοξος ὁ ἀναφέρων,6 τότε, τί βάπτισμα καί τί "μυστήρια" παρέχει ὁ αἱρετικός ἐπίσκοπος ἤ ὁ ἱερεύς, πού τόν μνημονεύει, καί ποιά χάρη παίρνουν οἱ πιστοί ἀπό τόν μολυσμόν αὐτόν; Ἑπομένως, ὁ διακόπτων τήν κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς καί προσερχόμενος στήν Ἐκκλησίαν τῶν Πατέρων, προσέρχεται καί ἀποκηρύσσει τήν αἵρεση μέ λίβελλον καί μυρώνεται, σύμφωνα μέ τούς Ἱερούς Κανόνες, κατά τόν Μέγαν Βασίλειον, (47ος Ἱερός Κανών), καί κατά τόν Ἅγιον Νικόδημον τόν Ἁγιορείτην. Ἐάν δέ δέν ἔχει τηρηθεῖ ἡ τριττή κατάδυση, βαπτίζεται. Ὁ Ἅγιος, ἰδιαίτερα, ἀναφερόμενος στίς χειροτονίες τῶν αἱρετικῶν Εἰκονομάχων, πού ἔγιναν δεκτοί ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον γράφει: «Πάντως δέν δέχθηκε τούς πρωτάρχας τῆς αἱρέσεως καί τούς ἐμπαθῶς ἐγκειμένους καί μή γνησίως καί ἀληθῶς μετανοοῦντας, ὅπως εἶπεν ὁ θεῖος Ταράσιος. Δέχθηκε ἐκείνους πού ἀκολούθησαν τούς πρωτάρχας τῶν αἱρέσεων καί πού μετανόησαν εἰλικρινά, καί ἐκείνους πού χειροτονήθηκαν ἀπό τούς αἱρετικούς Εἰκονομάχους δέν ἀναχειροτόνησε, ἀφοῦ ὁμολόγησαν τήν Ὀρθοδοξία, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν α΄ πράξη τῆς Ζ΄ Οἰκουνενικῆς. Ἐπίσης, μερικῶν αἱρετικῶν δέχθηκε τό βάπτισμα δι᾽ καί πολλῆ τῆ φωνῆ ἀπεφήνατο». (P.G. 99. 1049 Α). Καί σέ ἄλλον σημεῖον διδάσκει: «Οἱ μέν τέλεον περί τήν πίστιν ἐναυάγησαν˙ οἱ δέ, εἰ καί τοῖς λογισμοῖς ού κατεποντίσθησαν, ὅμως τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται» (P.G. 99, 1164 Α). 5 V. Laurent-Darrouzes, Dossier Grec de l' Union de Lion, 1273-1277, p. 376-403, Paris 1976. 6PG 99, 1669 A. [4] οἰκονομίαν», ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος. Τήν περιστατικήν καί καιρικήν οἰκονομίαν δέν τά ἔκανε ὅρον ἡ Ἁγία Ζ΄ Οἰκουμενική. Καί ἀπό τήν Σύνοδον αὐτήν ἀπορρέει ἀβιάστως, ὅτι ὄφειλαν οἱ ἐπίσκοποι νά ἔχουν διακόψει τήν κοινωνίαν μέ τούς Εἰκονομάχους καί πρίν ἀπό τήν Σύνοδον τήν Ζ΄. Ἡ ὑποχρεωτικότητα τῆς διακοπῆς τῆς κοινωνίας εἶναι αὐτονόητη καί γιά τήν Ζ΄Οἰκουμενικήν! Γιά λόγους ποιμαντικούς καί ἐπειδή ἐπιπόλαζαν (κυριαρχοῦσαν ἀκόμη) οἱ Εἰκονομάχοι, δέχθηκε κάποιους ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική καί πάντως μετά τήν ἀπόπτυση τῆς βδελυρῆς αἵρεσης, τῆς ἔμπρακτης μετανοίας καί τήν σύνταξη λιβέλλου. Ὁ βιογράφος, ἐπίσης, τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἀναφέρει, ὅτι ἡ κοινωνία μέ τόν αἱρετικόν Σέργιον, πρίν γίνει κάποια συνοδική κρίση, ἦταν ἡ αἱτία τῆς φυγῆς τοῦ Ἁγίου Μαξίμου ἀπό τήν Κνωσταντινούπολη, γιά νά μή μολυνθεῖ! Περί μολυσμοῦ ἀπό τήν κοινωνίαν μέ τήν μονοθελητικήν αἵρεση γράφει ἐπὶ λέξει: "Ἐπεί δ᾽ ἑώρα, (ὁ Ἅγιος Μάξιμος), ὡς ἀνωτέρω ἔφαμεν, τὴν τῶν Μονοθελητῶν τηνικαῦτα αἵρεσιν εἰς τέλειον μᾶλλον ἐκτεινομένην, καὶ δεινῶς καθ᾽ ἡμέραν ὑπὸ τῶν τῆς ἀσεβείας προστατῶν αὐξανομένην, ἔστενε μὲν καὶ πένθει βαρυτάτῳ συνείχετο, οἰκτιζόμενος μάλιστα καὶ τοὺς τὰ παράνομα δρῶντας, οὐκ εἶχε δ᾽ ὅ,τι καὶ πράξοιεν ἑαυτῶ, οὕτω τοῦ κακοῦ εἰς ἄμετρον ἐκχυθέντος, καὶ Ἐώαν μικροῦ πᾶσαν καταλαβόντος καὶ Ἑσπέριον. Ὅθεν καὶἐν τοσούτοις δεινοῖς, τοῦθ' εὑρίσκει μόνον ἑαυτῷ τὸ λυσιτελοῦν, καὶ τοῖς πράγμασιν. Ἐπεί γὰρ ἐγίγνωσκε τὴν πρεσβυτέραν Ρώμην τοῦ τοιούτου καθαρεύουσαν μύσους, (σ.σ. τοῦ μολυσμοῦ) καὶ ὅσον ἐν Ἀφρικῇ, καὶ ὅσον ἐν ἄλλοις τόποις καὶ νήσοις ἐκείναις ταῖς πέριξ, λιπῶν τὰ ἐνταῦθα, ἐκεῖσε ἐπιφοιτᾶ, συνηγορίαν δώσων τῷ λόγῳ καὶ τοῖς ἐκεῖ συνεπόμενος ὀρθόδοξοις∙" Τοὺς ἁγίους Πατέρες καὶ Διδασκάλους μιμήθηκαν καὶ οἱ Ἁγιορεῖτες Ὁσιομάρτυρες πού μαρτύρησαν ἐπὶ Βέκκου τοῦ Λατινόφρονος καὶ ἔγραψαν τὴν περίφημη ἐκείνη ἐπιστολὴν πρὸς τὸν Αὐτοκράτορα Μιχαὴλ τὸν Παλαιολόγον, ἡ ὁποία εἶναι θεολογικώτατη καὶ πλήρης θείων ἀληθειῶν, ὅπου περί τοῦ μολυσμοῦ ἐκ τῆς αἱρέσεως. διαλαμβάνονται τά ἑξῆς: "Ἐμπεριέχεται δὲ καὶ στὸν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης Α΄ καὶ Β΄ ἐπονομασθείσης Συνόδου, ὅτι ὄχι μόνον ἀνεύθυνοι εἶναι, ἀλλὰ καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἐπαινοῦνται αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἀποσχίζονται ἀπὸ αὐτοὺς [5] ποὺ εἶναι προφανῶς αἱρετικοὶ καὶ διδάσκουν δημόσια, αἱρετικὰ διδάγματα, καὶ πρὶν νὰ ὑπάρξη συνοδικὴ καταδίκη τους, ἀκριβῶς, ἐπειδὴ ἡ Ὀρθόδοξος τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τὴν ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως, κατὰ τὴν τέλεσιν τῆς ἀναίμακτου θυσίας, τὴν θεωροῦσεν πάντοτε συγκοινωνίαν τελείαν μὲ τὸν μνημονευόμενον ἀρχιερέα καὶ τὸ φρόνημά του. Διότι ἔχει γραφεῖ στὴν ἐξήγησιν τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχιερέως ... καὶ ὅτι εἶναι κοινωνὸς αὐτοῦ καὶ τῆς πίστεως καὶ διάδοχος τῶν Θείων μυστηρίων... (καί) ὅτι μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία μὲ μόνην τὴν ἀναφορὰν αὐτοῦ, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὀρθόδοξος ὁ ἀναφέρων".7 Τί προκύπτει ἀπό τόν 15ον Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου : Ἡ διακοπή τοῦ μνημοσύνου τοῦ κηρύσσοντος αἳρεση αἱρετικοῦ ἐπισκόπου ἐπιβάλλεται ἀπό τόν 15ον Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861) τοῦ Μ. Φωτίου, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος δημοσίως κηρύσσει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», δηλαδή φανερά, ἀπροκάλυπτα, αἵρεση, καταδικασμένη ἀπό Συνόδους ἤ Ἁγίους Πατέρες8. Ἀπό τόν κανόνα αυτόν προκύπτουν τά ἑξῆς: (α) Ἡ διακοπή μνημοσύνου δέν ἀφορᾷ μόνον τόν οἰκεῖον ἐπίσκοπον ἀλλά καί ὅλους τούς ἐπισκόπους πού εἶναι κοινωνικοί 7Δοκίμιον Ἱστορικόν, περὶ τοῦ σχίσματος τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας ἀπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς - καὶ τῶν ἐν Φλωρεντίᾳ συνόδῳ γενομένων δολιοτήτων καὶ ἐκβιασμῶν εἰς βάρος τῶν Ὀρθοδόξων - συγγραφὲν ὑπὸ τοῦ Ἁγιορείτου Μοναχοῦ Καλλίστου Βλαστοῦ, Ἅγιον Ὅρος 1895, ἐπανέκδοσις 1991, σελ. 106-107. 8 15ος Κανών Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861): «Οἱ γάρ δι΄ αἵρεσίν τινα, παρά τῶν Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ὑποτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται, πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι». [6] πρός αύτόν. Περί τους δεκαπέντε (15) Ιεροί Κανόνες ἐπιστηρίζουν τήν οὐσιώδη ἐκκλησιολογικήν αὐτήν ἀρχήν, «Ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔστω», (ἐνδεικτικῶς ἀναφέρουμε τόν Ι΄ (10ον) τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τόν Β΄ (2ον) τῆς Ἀντιοχείας). (β) Οὔτε συνιστᾶται οὔτε ἐπιβάλλεται ἡ διακοπή μνημοσύνου νά εἶναι συντεταγμένη, νά γίνει δηλαδή ἀπό πολλούς, γιά νά μήν εἶναι δῆθεν μεμονωμένη. Μπορεῖ καί ἕνας ἁπλός πρεσβύτερος καί διάκονος νά προχωρήσει σέ διακοπήν μνημοσύνου, ὅπως καί κάθε μοναχός καί ἀναγνώστης καί λαϊκός, ἐφόσον εἶναι μέλος τῆς ἐκκλησίας, ὅπου μνημονεύεται ὁ αἱρετικός, ὀφείλει νά μήν κοινωνεῖ μέ τόν Πρεσβύτερον, Διάκονον ἤ πνευματικόν, γέροντα πού κοινωνοῦν μέ τούς λεγομένους αὐτούς κανονικούς, κληρικούς. (γ) Ὁ ἐπίσκοπος, τοῦ ὁποίου τό μνημόσυνον διακόπτεται, πρέπει νά κηρύσσει δημόσια τήν αἵρεσή του. (δ) Τήν διακοπήν αὐτήν τοῦ μνημοσύνου ὁ ἱερός Κανόνας τήν χαρακτηρίζει ὡς ἀποτείχιση· «τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἑαυτούς ἀποτειχίζοντες». Δέν εἶναι ἄλλον πρᾶγμα ἡ ἀποτείχιση καί ἄλλον ἡ διακοπή μνημοσύνου. Δέν ὑπάρχει ἄλλη ἀποτείχιση ἀπό τήν διακοπήν μνημοσύνου, ὥστε νά νομίζουν μερικοί, ὅτι ἀποτειχίζονται, χωρίς νά προβοῦν σέ διακοπήν μνημοσύνου. (ε) Ἡ ἀποτείχιση αὐτή δέν προκαλεῖ σχίσμα, διότι δέν ἀποτειχίζεται κανείς ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, ἀλλά ἀπό τήν αἵρεση9. Δέν ἀποτειχίζεται ἀπό ὀρθόδοξον ἐπίσκοπον, ἀλλά ἀπό δῆθεν ἐπίσκοπον, ἀπό «τόν καλούμενον ἐπίσκοπον ἑαυτούς ἀποτειχίζοντες», τόν ὁποῖον στήν ὁ ἱερός Κανόνας ἀποκαλεῖ «ψευδεπίσκοπον» καί «ψευδοδιδάσκαλον». (στ) Οἱ διακόπτοντες τό μνημόσυνον τοῦ αἱρετίζοντος ἐπισκόπου δέν διαπράττουν κανονικόν παράπτωμα· γι΄ αὐτό καί δέν ὑπόκεινται σέ καμμίαν κανονικήν δίκην καί ἐπιτίμηση, δηλαδή δέν εἶναι δυνατόν νά παραπέμπονται σέ ἐπισκοπικά ἤ συνοδικά δικαστήρια. 9 Βλ. σχετικῶς π. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, «Ἀποτείχιση ἀπό τήν αἵρεση, ὄχι ἀπό τήν Ἐκκλησία», Θεοδρομία 19 (2017) 3-13. [7] (ζ) Καί ὄχι μόνον δέν πρέπει νά παραπέμπονται σέ δικαστήρια καί νά τιμωροῦνται, ἀλλά ἀντίθετα πρέπει νά τιμῶνται ἰδιαίτερα, διότι προφυλάσσουν τήν Ἐκκλησίαν ἀπό σχίσματα καί διαιρέσεις, δέν προκαλοῦν σχίσμα. Τά σχίσματα τά προκαλοῦν οἱ αἱρεττικοί ἐπίσκοποι. (η) Δέν εἶναι ἀπαραίτητον ὁ αἱρετικός ἐπίσκοπος νά ἔχει καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδον, ὥστε μετά τήν συνοδικήν καταδίκην του νά γίνει ἡ διακοπή μνημοσύνου. Αὐτό ἐπιτρέπεται νά γίνει καί πρό τῆς συνοδικῆς καταδίκης του «πρό συνοδικῆς διαγνώσεως». Ὁ ἱερός Κανόνας εἶναι σαφής καί μόνον ἀγράμματοι καί ἀδιάβαστοι δυσκολεύονται νά τόν κατανοήσουν ἤ κάποιοι τόν παρερμηνεύουν, γιά νά μήν ὑποστοῦν ὅσα ὑπαγορεύει: «Οἱ τοιοῦτοι (οἱ διακόπτοντες τήν μνημόνευση) οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται, πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι». (θ) Εἶναι παραλογισμός λογικός, θεολογικός, ἐκκλησιολογικός, νομικός, τό νά δεχθεῖ κανείς, ὅτι ἡ διακοπή μνημοσύνου προκαλεῖ σχίσμα. Εἶναι δυνατόν ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία μέ κανόνα ἐπίσημης καί περιφανοῦς συνόδου, στήν ὁποίαν μάλιστα προήδρευε ὁ Μέγας Φώτιος, μεγαλειώδης διδάσκαλος, θεολόγος, κανονολόγος, νομικός, φιλόσοφος, καί πλεῖστοι ἄλλοι ἐπίσκοποι, νά συνιστοῦν τήν τέλεση σχίσματος καί μάλιστα ὄχι μόνον ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἐναντίον τῶν ἰδίων ὡς ἐπισκόπων; Ἡ Ἐκκλησία μέ τίς συνόδους προσπαθεῖ νά κρατήσει τά μέλη της μέσα στά ὅριά της, προφυλάσσοντάς τα ἀπό τίς αἱρέσεις καί τά σχίσματα. Εἶναι δυνατόν νά τούς λέγει «διακόψτε τό μνημόσυνον τοῦ ἐπισκόπου καί βγῆτε ἐκτός Ἐκκλησίας»; (ι) Ὁ διακόπτων τό μνημόσυνο ἐφαρμόζει τήν κανονικήν σύσταση τήν ὥραν πού τελεῖ τήν Θείαν Εὐχαριστίαν, τήν ὥρα πού λειτουργεῖ· αὐτό σημαίνει, πώς ὁ ἱερός Κανόνας ἐπιτρέπει τήν τέλεση τῆς Λειτουργίας, χωρίς νά μνημονεύεται ὁ ἐπίσκοπος· δέν ὁρίζει, ὅτι ὁ διακόπτων τό μνημόσυνον πρέπει νά παύσει νά λειτουργεῖ, διότι δῆθεν ἡ Λειτουργία τελεῖται «εἰς τό ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου», (φεῦ τῆς βλσφημίας), καί ὅπου δέν μνημονεύεται ὁ [8] ἐπίσκοπος τάχα τά μυστήρια εἶναι ἄκυρα, κατά τήν πρωτοφανῆ καί πεπλανημένην γνώμην τοῦ καί σωματικά νεκροῦ βδελυροῦ αἱρετικοῦ καί ἀνοήτου μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα, ὑπέρ τῆς ὁποίας δέν ὑπάρχει καμμία ἁγιογραφική καί πατερική μαρτυρία, παρά μόνον ὁ αἱρετικός δεσποτικοκεντρισμός, καί ἡ αἵρεση τῆς δεσποτοκρατίας. Θά συνιστοῦσαν ποτέ νά γίνονται ἄκυρα μυστήρια ὁ Μ. Φώτιος καί οἱ λοιποί θεοφόροι Πατέρες τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, πού συνιστοῦν τήν διακοπή τοῦ μνημοσύνου; Τά μυστήρια ὅλα καί ἡ Θεία Λειτουργία τελοῦνται εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἤ εἰς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι εἰς τό ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου. Δέν χρειάζεται νά ἐπεκταθοῦμε περισσότερο γιά αὐτονόητα πράγματα. Μνημονεύουμε ἁπλῶς ἐνδεικτικά αὐτό πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στούς Κορινθίους, πού εἶχαν διαιρεθεῖ σέ ὁμάδες ὀπαδῶν ἐπί κεφαλῆς τῶν ὁποίων ἔβαζαν κάποιους ἀποστόλουςδιδασκάλους καί ὄχι τόν Χριστόν. Διδάσκει ὁ Μέγας Ἀπόστολος Παῦλος λέγοντας, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀρχηγός τῆς σωτηρίας πού ἐσταυρώθη ὑπέρ ἡμῶν, καί εἰς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ τελοῦνται τά Μυστήρια. «Μεμέρισται ὁ Χριστός; Μή Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπέρ ὑμῶν; Ἤ εἰς τό ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε; Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ, ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα»10 Ἄν, λοιπόν, ὁ οὐρανοβάμων καί θεόπτης Παῦλος ἀρνεῖται, ὅτι τελεῖ εἰς τό ὄνομά του τό Μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος, πόσον ἐγωισμόν καί παπικήν ὑπερηφάνειαν κρύπτει ἡ ζηζιούλεια γνώμη καί ἄλλων ἀνοήτων ψευδεπισκόπων, ὅτι ἡ Θεία Εὐχαριστία τελεῖται «εἰς τό ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου» κηρυσσόντων τήν αἵρεση τῆς Δεσποτοκρατίας; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀποστέλλων τούς μαθητάς νά μαθητεύσουν πάντα τά ἔθνη τούς ἔδωσε ἐντολήν, νά βαπτίζουν εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος: «Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα υά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» 11 Συνιστῶντας δέ καί ἱδρύοντας τό Μηστήριον τῆς Θείας Εὐχα- 10 Α΄ Κορ. 1, 11-17 11 Ματθ. 28, 19 [9] ριστίας κατά τήν τέλεση τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου δέν εἶπεν, ὅτι αὐτό θά τό τελεῖτε στό ὄνομά σας, ἀλλά γιά νά θυμᾶσθε ἐμένα· «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν»12 Ἡ Θεία Λειτουργία καί οἱ ἄλλες ἀκολουθίες ἀρχίζουν μέ τριαδολογικήν ἐπίκληση «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» καί «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ἤ «Εὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν πάντοτε …». Δέν ἀρχίζουμε μέ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπισκόπου. Ἄς κάνουν τόν κόπον οἱ ἀδιάφοροι καί ἀνόητοι αἱρετικοί καί σίγουρα ἀδιάβαστοι ἐπίσκοποι, μερικοί τῶν ὁποίων οὔτε τίς ὁμιλίες πού τούς γράφουν ἄλλοι μποροῦν νά ἀναγνώσουν, καί νά δοῦν σέ κάποιο λεξικό τῆς Κ. Διαθήκης (Concordantia) στή λέξη «ὄνομα», γιά νά δοῦν τό ὄνομά ποίου ἐπεκαλοῦντο οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, γιά νά ἐπιτελέσουν θαύματα; Τό ὄνομα κάποιου ἐξ αὐτῶν ἤ ὅλα ἐγίνοντο «ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», «ὀνομάζοντες τό ὄνομα Χριστοῦ», σέ ἀμέτρητα γεγονότα καί περιστάσεις. Μνημόνευση τοῦ Ἐπισκόπου γίνεται γιά ἄλλους λόγους πού ἀναλύουμε ἐκτεταμένα στήν μελέτην μας Θεμελιώδεις Ἀρχές τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας καί ὄχι γιατί ἀποτελεῖ οὐσιῶδες στοιχεῖον τοῦ Μυστηρίου, χωρίς τό ὁποῖον τό μυστήριον εἶναι δῆθεν ἄκυρον. Σέ ποιά Ὀρθόδοξη Δογματική διδάσκεται αὐτή ἡ κακόδοξη διδασκαλία; Ὁ ἐπίσκοπος μνημονεύεται, κυρίως γιά νά φανεῖ, ὅτι ὁ μνημονεύων καί ὁ μνημονευόμενος ἔχουν τήν ἴδια πίστη, ὅτι εἶναι ἀμφότεροι ὀρθόδοξοι, ὅτι ὁ μνημονευόμενος ἔχει τήν ἴδια πίστη μέ τόν μνημονεύοντα, εἶναι ταυτογνωμονοῦντες καί ταυτοπιστεύοντες καί γιαυτό, ἀκριβῶς, ὅταν κακοδοξίσει ὁ ἐπίσκοπος καί ἀποδεικνύεται ψευδοδιδάσκαλος τόν ἀποτειχίζουν οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί κλῆρος καί λαός καί παύουν τό μνημόσυνόν του. Δέν παραγνωρίζουμε τήν σημαντικήν, τήν σπουδαίαν, τήν πρωτεύουσαν θέση πού ἔχει ὁ ἐπίσκοπος στήν Ἐκκλησίαν, σύμφωνα καί μέ ὅσα λέγει ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας. Ἀλλά ὅλα αὐτά ἰσχύουν, ὅταν πρόκειται περί ὀρθοδόξου ἐπισκόπου καί ὄχι περί ψευδεπισκόπου. Ἑπομένως ὁ διακόπτων τό μνημόσυνον συνεχίζει νά λειτουργεῖ 12 Λουκ. 22, 20 [10] καί δέν ὑπόκειται «εἰς κανονικήν κατάγνωσιν», σύμφωνα μέ τόν κανόνα, ἄν δέ τοῦ ἐπιβληθεῖ ὁποιαδήποτε ποινή ἀργίας ἤ καθαιρέσεως ἀπό τά ἁρμόδια «ἐκκλησιαστικά» δικαστήρια, αὐτή ὡς ἀντικανονική εἶναι ἄκυρη, οὐσιαστικά ἀνυπόστατη, ἐπιβληθεῖσα ἀπό ψευδεπίσκοπον καί ἑπομένως μή ἐφαρμόσιμη. Ἀλλοίμονο, ἄν οἱ διωκόμενοι καί καθαιρούμενοι ἀπό αἱρετικές συνόδους Ἅγιοι Πατέρες πειθαρχοῦσαν καί ὑπήκουαν στίς ἀποφάσεις τῶν αἱρετικῶν ἐπισκόπων. Θά εἶχε καταλυθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία. 1. Κατεγνωσμένη αἵρεση ὁ Οἰκουμενισμός Ἡ διακοπή μνημοσύνου, λοιπόν, τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου προϋποθέτει τήν ὑπ΄ αὐτοῦ ἀποδοχήν καί δημόσια ἐπ’ ἐκκλησίας κήρυξη αἱρέσεως. Ὑπάρχει σήμερα κάποια αἵρεση πού κηρύσσεται «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», δηλαδή δημοσίως, φανερά καί ἀπροκάλυπτα; Μόνον ἀδιάφοροι περί τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας καί ἔχοντες «πορισμόν τήν εὐσέβειαν»13 στρουθοκαμηλίζουν καί δέν βλέπουν ὅτι ἐδῶ καί ἕνα αἰῶνα κατατρώγει τήν Ἐκκλησία, διαβρώνει συνειδήσεις, παρασύρει ἐπισκόπους, κληρικούς, μοναχούς, καθηγητάς Θεολογικῶν Σχολῶν καί θεολόγους, ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως προσφυῶς χαρακτηρίσθηκε ἀπό τόν μεγάλον δογματολόγον Ἰουστῖνον Πόποβιτς καί πολλούς ἄλλους συγχρόνους Πατέρες καί διδασκάλους, ὅπως ὁ Ἅγιος Φιλάρετος Μητροπολίτης Νέας Ὑόρκης, καί ἡ Σύνοδός του, οἱ ἀρχιεπίσκοποι Χρυσόστομος ὁ Β΄ καί Καλλίνικος καί ἠ Σύνοδός μας, Αὐγουστῖνος Ἁγιοβασιλειάτης, Παῦλος ὁ Κύπριος, παπα-Θεοδώρητος Μαῦρος, παπα-Βασίλειος Σακκᾶς 14. Ὁ Οἰκουμενισμός ἐμπίπτει στίς προϋποθέσεις τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας, σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες ἡ κηρυσσόμενη αἵρεση ἀπό τόν ἐπίσκοπον ὀφείλει νά εἶναι«παρά τῶν Ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένη». Ἐκτός τοῦ ὅτι ἤδη σύγχρονοι Ἅγιοι Πατέρες τήν ἔχουν καταδικάσει, οἱ βασικές διδασκαλίες της ἔχουν καταδικασθῆ ἀπό παλαιούς Ἁγίους καί ἀπό παλαιές 13 Α΄Τιμ. 6, 5 14 Βλ. καί τήν ἡμετέραν συνεισφοράν μέ τό παρόν καί πλῆθος σχετικῶν κειμένων δημοσιευθέντων στό ἡμέτερον περιοδικον «Ἅγιοι Κολλυβάδες» ἀπό τό 1990 καί ἐντεῦθεν. [11] συνόδους, ἀπό τήν ἴδια τήν Ἁγίαν Γραφήν, διότι προσβάλλει βασικά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι συμπερίληψη ὅλων τῶν αἱρέσεων, γι΄ αὐτό καί χαρακτηρίζεται ὡς παναίρεση. Δέν χρειάζεται μεγάλην θεολογικήν γνώση καί ἔρευναν, γιά νά χαρακτηρίσει κανείς ὡς αἱρετικούς αὐτούς πού δέν ἀποδέχονται, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ μοναδικός Σωτήρας καί Λυτρωτής, κατά τήν διδασκαλίαν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πολλαχοῦ καί πολλαχῶς μαρτυρουμένην. Μνημονεύουμε ἀπό τά πάμπολλα χωρία μόνον τό τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου κατά τήν ὁμιλία του ἐνώπιον τοῦ συνεδρίου τῶν Ἰουδαίων, τῶν ἀρχιερέων καί θεολόγων τῆς ἐποχῆς: «Καί οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία· οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἔτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς»15 Αὐτό δέν λέγει καί τό Σύμβολον τῆς Πίστεως τῆς Α΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου, ἀναφερόμενον εἰς τόν Θεάνθρωπον Ἰησοῦν Χριστόν καί τήν δι΄ Αὐτοῦ σωτηρίαν; «Τόν δι΄ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν …». Αὐτό τό θεμελιῶδες δόγμα τῆς μοναδικότητος καί ἀποκλειστικότητος τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας προσβάλλει ὁ Οἰκουμενισμός, ἰσχυριζόμενος, ὅτι καί στίς ἄλλες θρησκεῖες σώζονται οἱ ἄνθρωποι καί ἑπομένως, ὅτι κάνει λάθος ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὅλη ἡ Ἁγία Γραφή καί σύμπασα ἡ Πατερική Παράδοση, πού διδάσκουν ὅτι «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία». Ἀκόμη καί τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος προσβάλλει ἐμμέσως ὁ Οἰκουμενισμός, μολονότι δέν τολμᾶ ἐπισήμως νά τό διακηρύξει, μέ τά διδασκόμενα ἀπό πολλούς Οἰκουμενιστές καί τήν Β΄ Βατικάνεια Σύνοδον, ὅτι οἱ τρεῖς μονοθεϊστικές θρησκεῖες, οἱ τρεῖς ἀβρααμικές θρησκεῖες, δηλαδή ὁ Ἰουδαϊσμός, ὁ Χριστιανισμός καί τό Ἰσλάμ πιστεύουμε στόν ἴδιον Θεόν. Μόνον ἐμεῖς, ὅμως, πιστεύουμε στήν Ἁγία Τριάδα, οἱ ἄλλες δύο θρησκεῖες ἀρνοῦνται τήν θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἀρειανικές καί πνευματομαχικές, γι΄ αὐτό οὔτε καί στόν ἀληθινόν Θεόν πιστεύουν, διότι ὅποιος δέν πιστεύει στόν 15 Πράξ. 4, 12 [12] Υἱόν δέν πιστεύει καί στόν Πατέρα16. Καί ὅπως ψάλλουμε σέ κάθε Λειτουργίαν στό τέλος: «Εἴδομεν τό Φῶς τό ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ ἀδιαίρετον Τριάδα Προσκυνοῦντες». Ἐπιβάλλεται νά προσθέσουμε, ὅτι τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος προσβάλλει καί ἡ αἵρεση τοῦ Filioque, ἡ διδασκαλία δηλαδή τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ ἐξ αὐτοῦ προελθόντος Προτεσταντισμοῦ, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ὄχι μόνον ἐκ τοῦ Πατρός, ὅπως διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφή διά στόματος τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ μας17, καί ἐδογμάτισεν ἡ Ἐκκλησία στήν Α΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, ἀλλά ἐκπορεύται «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (Filioque), κατά τήν ἐπίσημη ἀντικυριακήν καί ἀντιπατερικήν διδασκαλίαν τῶν Παπικῶν καί τῶν Προτεσταντῶν, τούς ὁποίους, ὅμως, ὁ Οἰκουμενισμός καί ἡ οἰκουμενιστική ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης ἀποδέχεται ὡς ἐκκλησίες, παρά τό πλῆθος τῶν αἱρέσεων πού διδάσκουν, ἐκτός τοῦ Filioque. Ἡ πιό κραυγαλέα, ὅμως, πλάνη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης εἶναι ἡ προσβολή καί ἀλλοίωση τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ δόγματος, τό ὁποῖον δέχεταιν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί ὄχι πολλές, καί ὅτι αὐτή ἡ μία Ἐκκλησία ἔχει μίαν πίστη καί ἕνα Βάπτισμα, κατά τό Παύλειον «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν Βάπτισμα»18 Τό δόγμα αὐτό τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας μέ τήν ταυτότητα τῆς Πίστεως, μέ τήν ἴδια δηλαδή ἀποστολικήν καί πατερικήν διδασκαλίαν, πού ἐξικνεῖται μέχρι καί τά πιό μικρά, τά ὁποῖα πρέπει νά μένουν ἀπαραχάρακτα καί ἀπαρασάλευτα, τό διεφύλαξεν ἡ Ἐκκλησία διά τῶν αἰώνων ἀπό τούς ἀποστολικούς ἤδη χρόνους. Ἀπό τήν ἀρχήν τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως φαίνεται μέσα στά κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης, καί μέχρι 16 Α΄ Ἰω. 2, 23: «Πᾶς ὁ ἀρνούμενος τόν Υἱόν οὐδέ τόν Πατέρα ἔχει». Ἰω. 5, 22- 23: «Ἵνα πάντες τιμῶσι τόν Υἱόν καθώς τιμῶσι τόν Πατέρα. Ὁ μή τιμῶν τόν Υἱόν οὐ τιμᾷ τόν Πατέρα τόν πέμψαντα αὐτόν». 17 Ἰω. 15, 26: «Ὅταν δέ ἔλθῃ ὁ Παράκλητος ὅν ἐγώ πέμψω ἡμῖν παρά τοῦ Πατρός, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περί ἐμοῦ». 18 Ἐφ. 4, 5 [13] σήμερα, ἐμφανίζονται ψευδοδιδάσκαλοι καί ψευδοπροφῆτες, ὡς καί ψευδεπίσκοποι καί ψευδοκληρικοί, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νά ἀλλοιώσουν, νά διαστρέψουν τήν ἑνιαίαν Πίστη τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, εἰσάγοντας δικές τους αἱρετικές διδασκαλίες, οὐσιαστικά κηρύσσοντας ἄλλον εὐαγγέλιον, «ἕτερον εὐαγγέλιον»19 καί δημιουργῶντας αἱρετικές παρασυναγωγές πού τίς ὀνομάζουν ἐκκλησίες. Μέ πολλήν αὐστηρότητα οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες καταπολεμοῦν τίς αἱρέσεις καί τίς καταδικάζουν, διότι ὅσοι ἐμπλέκονται εἰς αὐτές χάνουν τήν σωτηρίαν τους, στερούμενοι τῆς σωτηριώδους Χάριτος, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ μόνον ἐντός τῆς Ἐκκλησίας· ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία (extra Ecclesiam nulla salus), κατά τήν ἀποφθεγματικήν καί κοινά παραδεκτήν ρήση τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ. Σέ ὅλες τίς περιόδους τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί στό σύνολον τῆς πατερικῆς γραμματείας, ὅπως καί στά ὑμνολογικά μας κείμενα, βλέπει κανείς τό ἀνύστακτον, τό ἄγρυπνον ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν καταπολέμηση τῶν αἱρέσεων, καί τούς κοπιώδεις καί μαρτυρικούς ἀγῶνες τῶν Ἁγίων Πατέρων, πολλοί τῶν ὁποίων ἔγιναν μάρτυρες καί ὁμολογηταί, στύλοι τῆς Ὀρθοδοξίας, προκειμένου νά διασωθεῖ ἡ ὀρθότης τῶν δογμάτων, ἡ Ὀρθοδοξία, καί νά μή κυριαρχήσουν ἡ αἵρεση καί ἡ πλάνη. Ἀρκεῖ νά διαβάσει κανείς τό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας», ὅπου κατονομάζονται καί ἀναθεματίζονται ὅλοι οἱ αἱρετικοί. Γιά νά μή μείνει δέ καμμία αἵρεση χωρίς καταδίκη, στό τέλος ἀναθεματίζει ἡ Ἐκκλησία γενικῶς ὅλους τούς αἱρετικούς: «Πᾶσι τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα». Δέν θά μποροῦσε κανείς ἀπό τούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους Πατέρες νά σκεφθεῖ, ὅτι θά φθάναμε σήμερα ὡς Ἐκκλησία ἐκ τῶν ἔνδον 19 Β΄Κορ. 11, 4: «Εἰ μέν γάρ ὁ ἐρχόμενος ἄλλον Ἰησοῦν κηρύσσει ὅν οὐκ ἐκηρύξαμεν ἤ πνεῦμα ἕτερον λαμβάνετε ὅ οὐκ ἐλάβετε, ἤ εὐαγγέλιον ἕτερον ὅ οὐκ ἐδέξασθε». Γαλ. 1, 6: «Θαυμάζω, ὅτι οὕτω ταχέως μετατίθεσθε ἀπό τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς ἐν χάριτι Χριστοῦ εἰς ἕτερον εὐαγγέλιον, ὅ οὐκ ἔστιν ἄλλο, εἰ μή τινές εἰσιν οἱ ταράσσοντες ὑμᾶς καί θέλοντες μεταστρέψαι τό εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ». [14] διά πολλῶν ἐπισκόπων, ἄλλων κληρικῶν καί θεολόγων, νά γκρεμίσουμε τά σύνορα τῆς Ἐκκλησίας, «τά ὅρια ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν»20 καί νά εἰσαγάγουμε μέσα στήν Ἐκκλησίαν ὅλες τίς πλάνες καί τίς αἱρέσεις, θεωρῶντας καί ὀνομάζοντας τίς αἱρέσεις ὡς ἐκκλησίες, ὅπως ἔκανε ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης. Αὐτό ἀποτελεῖ ἀνατροπή τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν Ἁγίων Συνόδων, πού κατεδίκασαν τίς αἱρέσεις, καί προσβολήν τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καί Ὀμολογητῶν. Ἄν μάλιστα προσθέσει κανείς καί τήν συνοδικήν ἀποδοχήν τῶν κοινῶν κειμένων τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, στά ὁποῖα ἀναγνωρίζουν οἱ Νεοημερολογίτες καί Οἰκουμενιστές στούς αἱρετικούς Μονοφυσῖτες, Παπικούς καί Προτεστάντες ἔγκυρον Βάπτισμα καί Ἀποστολικήν Διαδοχήν, ὅπως καί τήν συνοδικήν ἔγκριση νά συμφύρονται μέ τούς Προτεστάντες στό λεγόμενον «Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν (τοῦ Σατανᾶ)», εὐτελίζοντας τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν καί καθιστῶντας την μία μικρή ψηφίδα στό κακότεχνον ψηφιδωτόν τῶν αἱρέσεων, δέν θά δυσκολευθεῖ νἀ συμπεράνει, ὅτι ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης προσέβαλεν τό ἐκκλησιολογικόν δόγμα καί εἰσήγαγεν νέαν αἱρετικήν ἐκκλησιολογίαν. Κατά τόν π. Θεόδωρον Ζήσην, ὁμ. καθηγητήν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης: Ὑπάρχει, λοιπόν, ἀναμφίβολα κατεγνωσμένη αἵρεση στίς ἡμέρες μας, ὁ ἐπάρατος Οἰκουμενισμός, ἔστω καί ἄν πολλοί προςποιοῦνται, ὅτι δέν τόν βλέπουν, γιατί ἡ ἀντιμετώπισή του συνεπάγεται κόπους, θυσίες, συκοφαντίες, διωγμούς, ξεβόλεμα. Εἶναι πολλές οἱ αἱρετίζουσες, οἰκουμενιστικές πλάνες καί ρήσεις τοῦ ψευδοπατριάρχη Ἀθηναγόρα, οἱ ὁποῖες δκαιολογημένα ὁδήγησαν τίς περισσότερες Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλά καί κελλιῶτες μοναχούς κατά τήν τριετία 1969-1972, στήν διακοπήν τοῦ μνημοσύνου του, ὡς οἰκείου ἐπισκόπου, κατά τόν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861). Ἀπείρως περισσότερες εἶναι 20 Παροιμ. 22, 28: «Μή μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες σου». [15] οἱ οἰκουμενιστικές ἐκτροπές τοῦ (αἱρετικοῦ) πατριάρχη Βαρθολομαίου, συλλογές τῶν ὁποίων κατά καιρούς ἔχουν δημοσιευθεῖ σέ καταγγελτικά ἐναντίον του κείμενα, ὅπως π.χ. τό κείμενον τῆς «Συνάξεως Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν», μέ τίτλον «Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου», τό ὁποῖον ἐκτός ἀπό τά μέλη τῆς Συνάξεως ὑπέγραψαν ἑκατοντάδες κληρικῶν καί μοναχῶν καί χιλιάδες πιστῶν, ἀλλά πρωτίστως ἐννέα ἀρχιερεῖς (τοῦ Νέου Ἡμερολογίου), οἱ Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας Ἀμβρόσιος, Δρυϊνουπόλεως Ἀνδρέας, Ἀντινόης Παντελεήμων, Πειραιῶς Σεραφείμ, Γλυφάδας Παῦλος, Ζιχνῶν καί Νευροκοπίου Ἱερόθεος, Κυθήρων Σεραφείμ, Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας Κοσμᾶς καί Γόρτυνος Ἱερεμίας21 Σημαντική εἶναι ἡ συλλογή πού δημοσίευσε ἐσχάτως ὁ Ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Πῆχος, Καθηγούμενος τῆς Ἱ.Μ. Ζωοδόχου Πηγῆς Λογγοβάρδας Πάρου μέ τίτλον, «Κατάγνωσις ἑτεροδιδασκαλιῶν τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου», ἐνώπιον τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος22. Ἀρκετοί κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί ἔχουν συγκεντρώσει ἐπίσης πλῆθος πολύ οἰκουμενιστικῶν λεχθέντων καί πραχθέντων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, τά ὁποῖα, ὅταν δημοσιευθοῦν καί σχολιασθοῦν, θά ἐκπλήξουν τούς ἀπληροφόρητους ὑποστηρικτές του. Ἔπρεπε, λοιπόν, ἡ διακοπή μνημονεύσεως τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου νά εἶχεν γίνει ἐδῶ καί πολλά χρόνια ἀπό τά Ἁγιορειτικά Κοινόβια καί τούς Κελλιῶτες ἱερεῖς πού τόν μνημονεύουν καθημερινά στίς ἀκολουθίες ὡς οἰκεῖο ἐπίσκοπο, σύμφωνα μέ τήν κανονική καί πατερική παράδοση, ἀλλά καί τήν ἁγιορειτική, παλαιά καί πρόσφατη. Τό ἴδιον ὄφειλαν νά ἔχουν πράξει καί οἱ ἀρχιερεῖς τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν», ἀκολουθῶντας τήν ὁμολογητική, θαρραλέα στάση τῶν τριῶν Ἀρχιερέων τῶν «Νέων Χωρῶν», πού διέκοψαν μαζί μέ τίς Ἁγιορειτικές Μονές κατά τά ἔτη 1969-1972 τό μνημόσυνο τοῦ Ἀθηναγόρα, δηλαδή τῶν μακαριστῶν Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβροσίου, Φλωρίνης Αὐγουστίνου καί 21 Βλ. τό κείμενον στήν Θεοδρομίαν 16 (2014) 557-570, ὅπως σημειώνει ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης. 22 Βλ. ἐπίσης τό κείμενον στήν Θεοδρομίαν 19 (2017) 18-29 [16] Πα-ραμυθίας Παύλου. Ἄν αὐτό εἶχεν γίνει, οἱ προοπτικές γιά τήν ψευδοσύνοδον τῆς Κρήτης θά ἦσαν διαφορετικές. Ὁ πατριάρχης θά ἐδίσταζε νά συγκαλέσει τήν «Σύνοδον» ἤ καί θά ἀπέφευγε νά τήν συγκαλέσει, διότι θά ἐμφανιζόταν ὠς ὑπέυθυνος τῆς ἀναταραχῆς στό ἐκκλησιαστικόν πλήρωμα καί οὐσιαστικῶς ὡς κατηγορούμενος, καί ἔτσι ὁ Οἰκουμενισμός θά παρέμενε προσωπική ἐπιλογή καί πλάνη κάποιων κληρικῶν καί θεολόγων. Τώρα, μετά τήν ἀτολμία, τούς δισταγμούς, τίς δῆθεν ποιμαντικές δυσκολίες καί συνέπειες ὁ αἱρετίζων πατριάρχης ἔμεινε στήν πράξη ἄτρωτος καί ἀλώβητος, καί μέ τήν ἐξουσιαστικότητα καί δύναμη πού ἔχει συνεκάλεσε, χωρίς πολλά ἐμπόδια, τήν ψευδοσύνοδο καί, ἐνῶ ἔπρεπε νά ἐμφανισθεῖ ὡς κατηγορούμενος σέ μία ὀρθόδοξη σύνοδο, ἐμφανίσθηκε ὡς κατήγορος ὅσων ἀγωνιζόμαστε ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔχοντας μάλιστα τώρα μεγαλύτερο θράσος στήν ἄσκηση διωγμῶν καί στήν σπίλωση καί συκοφάντηση τῶν ἀγωνιστῶν, ἐφ΄ ὅσον ὅσα πλανεμένα ἔλεγε καί ἔπραττε, ἔχουν τώρα καί συνοδική κατοχύρωση. Ἐμεῖς δέν εἴμαστε πλέον οἱ ἀμφισβητοῦντες ἁπλῶς τίς προσωπικές του γνῶμες, ὅπως ἔχουμε ὑποχρέωση καί δικαίωμα, ἀλλά εἴμαστε οἱ «ἀπείθαρχοι, οἱ σχισματικοί, οἱ ἀντάρτες, οἱ ἐγωιστές καί ἀλάθητοι, πού δέν δεχόμαστε αὐτά πού ἀποφασίζει ἡ Ἐκκλησία ἐν συνόδῳ», ὅπως ἐπαναλαμβάνουν τά παπαγαλάκια τοῦ Φαναρίου, ἀμαθεῖς καί ἡμιμαθεῖς ἐπίσκοποι καί νεοχειροτόνητοι θεολόγοι, πού ὡς ἄγρια θηρία κατασπαράσσουν τόν λόγο τῆς ἀληθείας, κατά τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου23. Ξεχνοῦν, ὅτι ἡ ἐγκυρότητα τῆς συγκλήσεως καί λειτουργίας μιᾶς συνόδου δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τό ὅτι συνάγονται πατριάρχες καί ἐπίσκοποι καί συζητοῦν, ἀλλά ἀπό τήν ὀρθότητα τῶν δογμάτων καί τῶν ἀποφάσεων καί ἀπό τήν κατακολούθηση 23 Λόγος 28, Θεολογικός 2, 2, PG 36, 28, ΕΠΕ 4, 36: «Εἰ δέ τις θηρίον ἐστί πονηρόν καί ἀνήμερον καί ἀνεπίδεκτον πάντη λόγων θεωρίας καί θεολογίας μή ἐμφωλευέτω ταῖς ὕλαις κακούργως καί κακοήθως, ἵνα τινός λάβηται δόγματος ἤ ρήματος, ἀθρόως προσπηδῆσαν, καί σπαράξῃ τούς ὑγιαίνοντας λόγους ταῖς ἐπηρείαις· ἀλλ΄ ἔτι πόρρωθεν στηκέτω καί ἀποχωρείτω τοῦ ὄρους· ἤ λιθοβοληθήσεται καί συντριβήσεται καί ἀπολεῖται κακῶς κακός· λίθοι γάρ τοῖς θηριώδεσιν οἱ ἀληθεῖς λόγοι καί στερροί». [17] τῶν προηγουμένων συνόδων24. Ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκεται στίς συνόδους τῶν ἐπισκόπων, ὅταν αὐτοί ἀκολουθοῦν τήν ἀλήθεια καί τήν Ὀρθοδοξία. Ὅταν ἀκολουθοῦν καί ὑποστηρίζουν τήν αἵρεση καί τήν πλάνην, ἡ Ἐκκλησία ἀπουσιάζει, δέν εὑρίσκεται ἐκεῖ 25 . Εὑρίσκεται ἐκεῖ πού φυλάσσεται καί κηρύσσεται ἡ ἀλήθεια, καί ἑπομένως εἶναι σαφές ποιοί εἶναι ἐντός καί ποιοί ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Πολυάριθμες Σύνοδοι στήν ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν ἀποκηρύχθηκαν καί καταδικάσθηκαν ὡς ληστρικές, ὡς ψευδοσύνοδοι καί ὡς συνέδρια παρανόμων. 24 ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Περί τῶν πραχθέντων ἐν τῇ πρώτῃ ἐξορίᾳ, 12, PG 90, 148: «Ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καί ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβής τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἅς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν». ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ, Ἐπιστολή 24, Θεοκτίστῳ Μαγίστρῳ, G. Fatouros (Ed.), Theodori Studitae Epistulae, τόμ. 1, σελ. 66: «Ἀλλ΄ἡ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία μεμένηκεν ἀπήμαντος, κἄν πολλοῖς ἐβλήθη τοξεύμασι, καί πύλαι ᾍδου κατισχῦσαι αὐτῆς οὐ δεδύνηνται. Οὐδέ παρά τούς κειμένους ὅρους καί νόμους πράττειν τι καί λέγειν ἀνέχεται, κἄν πολλοί πολλαχῶς ποιμένες ἠφρονεύσαντο καί ἐκκλησίας Θεοῦ ἑαυτούς ὠνομάκασιν καί ὑπέρ κανόνων ἐφρόντισαν τό δοκεῖν, κατά κανόνων τό ἀληθές κινούμενοι … Σύνοδος τοίνυν, δέσποτα, οὐ τό ἁπλῶς συνάγεσθαι ἱεράρχας τε καί ἱερεῖς, κἄν πολλοί ὦσιν (κρείσσων γάρ, φησίν, εἷς ποιῶν τό θέλημα τοῦ Κυρίου ἤ μύριοι παραβαίνοντες), ἀλλά τό ἐν ὀνόματι Κυρίου ἐν τῇ ἐρεύνῃ καί φυλακῇ τῶν κανόνων … Οὐκ ἔστιν οὖν, οὐκ ἔστιν, ὦ δέσποτα, οὔτε τήν καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησίαν οὔτε ἑτέραν παρά τούς κειμένους νόμους καί κανόνας ποιεῖν τι. Ἐπεί εἰ τοῦτο δοθείη, κενόν τό εὐαγγέλιον, εἰκῇ οἱ κανόνες, καί ἕκαστος κατά τόν καιρόν τῆς οἰκείας ἀρχιερωσύνης, ἐπειδή ἔξεστιν αὐτῷ ὡς δοκεῖ μετά τῶν σύν αὐτῷ πράσσειν, ἔστω νέος εὐαγγελιστής, ἄλλος ἀπόστολος, ἕτερος νομοθέτης. Ἀλλ΄ οὐδαμῶς· παραγγελίαν γάρ ἔχομεν ἐξ αὐτοῦ τοῦ ἀποστόλου, παρ΄ ὅ παρελάβομεν, παρ΄ ὅ οἱ κανόνες τῶν κατά καιρούς συνόδων καθολικῶν τε καί τοπικῶν ἐάν τις δογματίζῃ ἤ προστάσσῃ ποιεῖν ἡμᾶς, ἀπαράδεκτον αὐτόν ἔχειν μηδέ λογίζεσθαι αὐτόν ἐν κλήρῳ ἁγίων». 25 ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, Ἀναίρεσις Γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας 3, ΕΠΕ 3, 608: «Καί γάρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί, καί τοσοῦτον μᾶλλον, ὅσον ἄν καί σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιμένας καί ἀρχιποίμενας ἱερούς ἑαυτούς καλοῦντες καί ὑπ΄ ἀλλήλων καλούμενοι· μηδέ γάρ προσώποις τόν Χριστιανισμόν, ἀλλ΄ ἀληθείᾳ καί ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμνήμεθα». [18] Μεταξύ αὐτῶν θά συναριθμηθεῖ καί ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης. Δώσαμε, λοιπόν, μέ τήν ἀπραγία, τήν δειλία, τήν ποιμαντικήν δῆθεν φροντίδα, καί φοβίαν, τήν δυνατότητα στόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην καί στούς ὁμόφρονές του Προκαθημένους καί ἐπισκόπους, νά συγκαλέσουν τήν «Σύνοδον», νά κατοχυρώσουν τόν Οἰκουμενισμόν μέ συνοδικήν βούλαν καί συνοδικές ὑπογραφές. Αὐτό κάνει τά πράγματα χειρότερα, πολύ χειρότερα, διότι τώρα ὁ Οἰκουμενισμός κηρύσσεται «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», ὄχι μόνον ἀπό πέντε-δέκα ἤ εἴκοσι πατριάρχες καί ἐπισκόπους, ἀλλά ἀπό ὅσους ἔλαβαν μέρος στήν «Σύνοδον» καί ἐπεκύρωσαν μέ τίς ὐπογραφές τους τίς ἀποφάσεις, ὅπως καί ἀπό ὅσους ἀποδέχονται τίς ἀποφάσεις καί τίς ἀνακοινώνουν στό ποίμνιον, ἀκόμη καί ἀπό ὅσους σιωποῦν καί οὔτε τίς καταδικάζουν οὔτε τίς ἀποδέχονται. ἀλλά «ποιοῦν τήν νῆσσαν», κατά τό λεγόμενον. Ἡ ἐνδεδειγμένη στάση τῶν ἐπισκόπων, ἀπέναντι τῆς «Συνόδου» εἶναι ἕνα ξεκάθαρον «ναί» ἤ ἕνα ξεκάθαρο «ὄχι». Οὔτε «ναί καί ὄχι», ἀλλά οὔτε σιωπή, διότι ἐκτός τοῦ ὅτι ἡ σιωπή σημαίνει συγκατάθεση26καί ἀποτελεῖ κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ τό τρίτο εἶδος τῆς ἀθεΐας27, ἤδη τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως μᾶς λέγει ὅτι στά θέματα τῆς Πίστεως δικαιολογεῖται νά εἶναι κανείς εἴτε ψυχρός εἴτε θερμός· ἀκόμη καί τούς ψυχρούς τούς ἀνέχεται ὁ Θεός, τούς ἀντέχει τό «στομάχι» Του· τούς χλιαρούς, τούς προσαρμοσμένους, τούς διπλωμάτες, τούς «ναί καί ὄχι», δέν τούς ἀντέχει· τούς ἀποβάλλει, τούς ξερνᾶ: «Οἶδά σου τά ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρός εἶ, οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρός ἦς ἤ ζεστός· οὕτως ὅτι χλιαρός εἶ, καί οὔτε ζεστός οὔτε ψυχρός μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου»28 Καί ἐπειδή καί ὁ Οἰκουμενιστές δέν ἀρνοῦνται τό ὑψηλό ἐπίπεδο 26 ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ, Ἐπιστολή 43, Ἰωσήφ ἀδελφῷ καί ἀρχιεπισκόπῳ, ἔνθ’ ἀνωτ. (Fatouros), τόμ. 1, σελ. 125: «Ἡ δέ σιωπή μέρος συγκαταθέσεως». 27 Πρός τόν εὐ λαβέστατον ἐ ν Μοναχοῖ ς κύρ Διονύσιον 5, ἐν Γρηγορίου Παλαμᾶ Συγγράμματα, ἔκδ. Π. Χρήστου, τόμ. 2, Θεσσαλονίκη 1966, σελ. 482: «Τρίτον δέ εἶδος (ἀθεΐας), οὐ πόρρω τῆς ἀνωτέρω πονηρᾶς ξυνωρίδος, τό παραιτεῖσθαί τι λέγειν τῶν δεδογμένων περί Θεοῦ ὑπ’ ἀνευλαβοῦς εὐλαβείας … ». 28 Ἀποκ. 3, 15-16 [19] αὐθεντίας τῆς «Συνόδου», ἐπί τῇ βάσει τοῦ ὁποίου θεωροῦν τίς ἀποφάσεις της δεσμευτικές γιά ὅλους, εἶναι ὑποχρεωμένοι νά δε χθοῦν ὅτι ἐπάνω σ’ αὐτό τό ὑψηλό ἐπίπεδο τῆς «Συνόδου», «ἐπ΄ὄρουςὑψηλοῦ καί ἐπῃρμένου», ἐπί παγκοσμίου, πανορθοδό - ξου ἐπιπέδου, κηρύχθηκε καί ἐπικυρώθηκε ὁλοφάνερα ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ». Ἐξακολουθητικά δέ κηρύσσεται πάλιν καί πολλάκις ἀπό ὅσους ἀποδέχονται καί προβάλλουν τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου». Κατά συνέπειαν, τώρα, δέν εἶναι μόνον ὁ Βαρθολομαῖος πού ὑπόκειται στήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματός του στίς ἱερές ἀκολουθίες, ἀλλά καί ὅσοι ἐπίσκοποι συνήργησαν καί συνεργοῦν στήν ἀποδοχήν, διάδοση καί ἐφαρμογήν τῶν ἀποφάσεών της. Γιά τόν λόγον αὐτόν ἔπραξαν ἄριστα οἱ Ἁγιορεῖτες Κελλιῶτες Μοναχοί, δυστυχῶς ὄχι οἱ μεγάλες Μονές, οἱ ὁποῖοι διορθώνοντας τήν προηγούμενη ἀπραγίαν καί διστακτικότητα καί διασώζοντας τό κῦρος τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὡς κιβωτοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας, διέκοψαν σχεδόν ἀμέσως μετά τήν «Σύνοδον» τό μνημόσυνον τοῦ πρωτεργάτη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς συνοδικῆς του ἐπικύρωσης ἀρχιοικουμενιστῆ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου.

π. Νικόλαος Δημαράς

2 σχόλια:

  1. Εἰς τήν Δωδεκάβιβλον τοῦ Δοσιθέου, Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, διαβάζουμε ὅτι ὅταν ἐπί Πατριάρχου Κων-λεως Γερμανοῦ τοῦ νέου, οἱ παπισταί ἐζήτησαν ἀπό τούς Κυπρίους νά ὑποταχθοῦν εἰς τόν «πάπαν», συνεκροτήθη Σύνοδος ἐν Νικαίᾳ τό ἔτος 1233 μ.Χ. ἡ ὁποία ἀπεφάνθη ὅτι αὐτό δέν συγχωρεῖται, ἐπειδή «οὐδεμία οἰκονομία συγχωρεῖ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις» (Βιβλίον Η', Κεφ. ΙΗ', Παρ. S', 4ος Τόμος, σελ. 437-438). Ἀκούετε, π. Θεόδωρε Ζήση καί οἱ ἄλλοι «δυνητισταί», ΟΥΔΕΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΥΓΧΩΡΕΙΤΑΙ! Καί πῶς νά συγχωρῆται ἡ «οἰκονομία», ἐφόσον οἱ ἐν γνώσει κοινωνοῦντες μέ τούς αἱρετικούς εἶναι «ἐχθροί τοῦ Θεοῦ», κατά τούς Ἁγίους Πατέρας;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εἰς τήν Δωδεκάβιβλον τοῦ Δοσιθέου, Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, διαβάζουμε ὅτι ὅταν ἐπί Πατριάρχου Κων-λεως Γερμανοῦ τοῦ νέου, οἱ παπισταί ἐζήτησαν ἀπό τούς Κυπρίους νά ὑποταχθοῦν εἰς τόν «πάπαν», συνεκροτήθη Σύνοδος ἐν Νικαίᾳ τό ἔτος 1233 μ.Χ. ἡ ὁποία ἀπεφάνθη ὅτι αὐτό δέν συγχωρεῖται, ἐπειδή «οὐδεμία οἰκονομία συγχωρεῖ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις» (Βιβλίον Η', Κεφ. ΙΗ', Παρ. S', 4ος Τόμος, σελ. 437-438). Ἀκούετε, π. Θεόδωρε Ζήση καί οἱ ἄλλοι «δυνητισταί», ΟΥΔΕΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΥΓΧΩΡΕΙΤΑΙ! Καί πῶς νά συγχωρῆται ἡ «οἰκονομία», ἐφόσον οἱ ἐν γνώσει κοινωνοῦντες μέ τούς αἱρετικούς εἶναι «ἐχθροί τοῦ Θεοῦ», κατά τούς Ἁγίους Πατέρας;

    ΑπάντησηΔιαγραφή