Θέμα: Η Εικόνα της Αγίας Τριάδας.
Ο Θεός που γνωρίσαμε στην Παλαιά Διαθήκη είναι ο Χριστός. Ακόμα, Αυτός που μας δίδαξε την Θεολογία είναι ο Χριστός. Επιπλέον στη μελέτη αυτήν, θα γίνει αναφορά ότι όλη η Θεολογία βρίσκει την ύπαρξη και είναι Ενυπόστατη μέσα στο Πρόσωπο του Χριστού. Σε Αυτόν είναι και αναφέρεται όλος ο Απερίγραπτος Θεός. Η Πληρότητα του Θεού βιώνεται στο Πρόσωπο του Χριστού. Ο Λόγος είναι ο Πλήρης Θεός και Πλήρης Θεός είναι ο Λόγος:
«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος». (Ιω.
1,1).
Οι τρεις προτάσεις για την
όραση του Θεού, και οι τρις τρόποι όρασης του Χριστού.
Η μία όραση Του αναφέρεται στην
μορφή του Χριστού, όπως τον είδαν όλοι οι κοσμικοί άνθρωποι στην επίγειο
παρουσία Του. Παρουσιάστηκε με ένα φυσικό ανθρώπινο πρόσωπο, χωρίς να είχε κάτι
διαφορετικό στην εξωτερική Του εμφάνιση για τον κόσμο, που να παραπέμπει στην
Θεότητα Του. Δεν έχει κάτι ξεχωριστό ή
ιδιαίτερο η δική του ανθρωπότητα από τους άλλους ανθρώπους. Πολλοί άνθρωποι
είδαν τον Χριστό και οι περισσότεροι τον είδαν ως ένα άνθρωπο ίδιο με αυτούς.
Η δεύτερη όραση Του αναφέρεται στην
όραση του Χριστού ως Θεανθρώπου, όπως τον είδαν οι πρόκριτοι μαθητές στη
Μεταμόρφωση. Αυτό τον ίδιο είδαν οι Προφήτες, οι απόστολοι και οι Άγιο και αυτό
είναι το μελλοντικό αγαθό και η σωτηρία των ανθρώπων. Σε αυτή τη όραση, ο
Κύριος ξεχωρίζει και επιλέγει τους άξιους μαθητές Του και όχι το αντίθετο. Στη
συνέχεια, αφού "ανέβουν" μαζί "στο όρος Θαβώρ", ο Κύριος
ανοίγει τους "οφθαλμούς" τους για να δουν λίγη από την Δόξα Του. Εκεί
μπορούν να δουν Αυτόν που εξουσιάζει τον Μωυσή και τον Ηλία και Αυτόν που έχει την
εξουσία του
θανάτου και της ζωής.
«Μετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει Χριστὲ ὁ Θεός, δείξας τοῖς Μαθηταῖς σου τὴν δόξαν
σου, καθὼς ἠδύναντο. Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς, τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον,
πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, φωτοδότα δόξα σοι». Ἀπολυτίκιο.
«Πρόσθες τόν νοῦν σου, καί νόησον, ὅτι ὁ θεός φῶς ἐστιν ἀθεώρητον καί ἀχώρητον.
Οὔτε θεωρεῖται ὁ θεός, οὔτε χωρεῖται που. Καί ἐπεί οὐ χωρεῖται εἴς τό πᾶν, πῶς ἔνι
δυνατόν φανῆναι ἢ νοηθῆναι τισιν; Οὗτινος οὐδέ Μωσῆς ὁ θεόπτης, οὐδέ οἱ μαθηταί
τοῦ Λόγου αὐτοῦ ἐν τῶ τῆς Μεταμορφώσεως ἐκείνου ὄρει, οὐκ ἄλλος τις ποτέ ἠδυνήθη γυμνήν τήν θεότητα θεωρῆσαι· ὢστε δῆλον,
ὅτι οὐκ ἐν ἐνί τόπω χωρεῖται, ἀλλά πανταχοῦ πάρεστιν ὁ θεός. Καί ταῦτα μέν περί θεολογίας· ἀπάρτι δέ
ἀρξόμεθα λέξαι καί περί τῆς οἰκονομίας,
ἣτοι
περί τῆς σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ θεοῦ». (Μ.Αθανασίου, Ερωτ. 16, P.G. 28, 785- 788).
Σε αυτόν το τρόπο όρασης,
κυρίως και πρώτα "βλέπουν" οι πιστοί ή καλύτερα "γεύονται"
το Μυστήριο των δύο φύσεων του Χριστού. Βλέπουν
την ανθρώπινη φύση Του στον υιό της Παναγίας. Ταυτόχρονα όμως, δεν βλέπουν μαζί με αυτήν την Θεϊκή Φύση Του, όπως θα
περίμενε κανείς. Αντί αυτής βιώνουν κάτι πρωτόγνωρο. Έχουν Εμπειρία της
Θεότητας χωρίς να την βλέπουν, να την ακούνε, να την αγγίζουν ή να την
γεύονται. Η Παρουσία της Θεϊκής Φύσης δεν βεβαιώνεται με άλλον τρόπο παρά μόνο
με κάποιες μοναδικές ιδιαιτερότητες:
•
Εμφανίζεται στους
άξιους που έχουν καθαριστεί από τις αμαρτίες,
•
φανερώνεται η ύπαρξη και η παρουσία
Της και όχι κάποια μορφή ή σχήμα,
•
Αν και σαρκώθηκε ο Λόγος, η Θεότητα του Χριστού
παρουσιάζεται μέσα από Μία Ενέργεια. Επειδή δεν υπάρχει ενέργεια ανυπόστατος
έτσι και η Μία ενέργεια του Θεού παραπέμπει στα τρία Αδιαίρετα και Ασύγχυτα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδας. Με άλλα
λόγια, ο Χριστός έφερε την Ενέργεια του Τριαδικού Θεού στον κόσμο, αλλά δεν
παρουσιάζεται ως ατομικό Πρόσωπο ο Λόγος, ή κάποια ιδιωτική Ενέργεια Του.
•
Μετάσχουν οι
Ενέργειες του Θεού και όχι συμβολικές καρικατούρες των Πρόσωπων του
Θεού.
•
Τα σύμβολα είναι διαφορετικά επειδή αναφέρονται
στην παρουσία της Ενέργειας, στην Εμπειρία της. Αυτός είναι και ο λόγος που
είναι σε πληθυντικό αριθμό και διαφορετικές, ενώ αντίθετα η Ενέργεια του Θεού
είναι Μία. Τα σύμβολα ή τα ονόματα τους τα λάμβαναν ως κτιστά σύμβολα της
Ενέργειας του Θεού, ο Βαρλαάμ, ο Ακίνδυνος και ο Γρηγοράς οι οποίοι και
καταδικάστηκαν από Σύνοδο.
•
Η Θεοφάνια ως προς την πηγή της, δηλαδή ως προς
τον Θεό είναι Μία. Για παράδειγμα Μία είναι ως προς την Θεοφάνια η Βάπτιση, η
Μεταμόρφωση και η όραση του Στεφάνου. Δεν ήταν Μία και Μία και Μία, αλλά Μία.
Το Άρρητο δεν μπαίνει στην αίσθηση ή στον χρόνο. Υπάρχει προ αιωνίως και κατά
παραχώρηση του Χριστού που έχει την Εξουσία, ανοίγονται στους άξιους οι
"οφθαλμοί" τους και αυτοί μόνο Την "βλέπουν".
•
Η Ενέργεια
του Θεού είναι Άρρητη και οι εμπειρίες Της, παρουσιάστηκαν με αισθητά
σύμβολα.
Οι άξιοι από την εκκλησία
του Χριστού λοιπόν, βιώνουν την Θεότητα του Χριστού, την Ενέργεια του Θεού, ως
εμπειρία του Άκτιστου Φωτός. Η εικόνα του Χριστού έχει την Πληρότητα και δεν
αφήνει κάτι από την Τριαδική Θεότητα που να μη το έχει Αυτή "μέσα"
της. Τονίζεται ότι η Ενέργεια του Θεού είναι κάτι προσωπικό του Χριστού και
δικό Του, όμως δεν είναι κάτι μόνο δικό Του. Η μία Ενέργεια είναι ταυτόχρονα
των Τριών Προσώπων και όλης της Αγίας Τριάδας. Δεν είναι Μία και Μία και Μία η
Ενέργεια, αλλά είναι Μία και για τα Τρία Πρόσωπα του Θεού. Αυτοί που θα
"ανέβουν" στο βουνό της καθαρότητας, μακαρίζονται για Αυτόν που θα
δουν. Αυτή η όραση όμως δεν πραγματοποιείται στη διαδρομή, αλλά στη κορυφή του
βουνού.
«Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. ε΄, 8).
«1. Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου
Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη
προσκύνησις· τοῦ γὰρ Γεννήτορος ἡ φωνὴ προσεμαρτύρει σοι, ἀγαπητὸν σε Υἱὸν
ὀνομάζουσα, καὶ τὸ Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς, ἐβεβαίου τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές.
2. Ὁ ἐπιφανεὶς Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ τὸν κόσμον φωτίσας δόξα σοι».
Ἀπολυτίκιον τῆς ἑορτῆς Ἦχος α'
Ο τρίτος τρόπος όρασης του
Θεού αναφέρεται στον Θεό Λόγο, στην Θεϊκή Φύση του Χριστού. Αν λοιπόν
συνεχίσουμε και από τον Όλο Θεό, εξαιρέσουμε την Ενέργεια Του, Αυτός που μένει
είναι η Ουσία, η οποία είναι και παντοιοτρόπως παραμένει Απερίγραπτη.
Την Μία Θεότητα και τον ένα
Θεό τα συναντάμε στην πληρότητα τους στον Χριστό. Αυτά είναι Άκτιστα και έχουν
να κάνουν με τον Απερίγραπτο Θεό. Στην Παλαιά Διαθήκη συχνά αυτά ονομάζονται με
το όνομα "πατέρας". Αυτή η ονομασία διατηρείται και σε κάποια κείμενα
της Νέας Διαθήκης, κυρίως σε αυτά που θέλουν να συνδέσουν τον Χριστό με τον Θεό
Πατέρα. Αυτή η ίδια
ονομασία ως προς τον Αδιαίρετο Θεό και την Θεότητα του Χριστού, που συχνά
ονομάζεται Πατέρας, δεν είναι απλά μια σύμπτωση ονόματος, αλλά ταυτίζει την
δυάδα οντολογικά. Με άλλα λόγια τα Τρία Πρόσωπα ταυτίζονται κατά την
Θεότητα και διακρίνονται κατά το Υποστατικό ιδίωμα. Η ταύτιση Τους
δηλώνεται με τον όρο "Ομοούσιος", που επικράτησε μετά από έντονους
αγώνες και τελικά τον θέσπισε η Α΄ Οικουμενική σύνοδος. Όλα αυτά
συμπεριλαμβάνονται και τα δηλώνει το Δόγμα της Τριαδικής Μονάδας του Θεού.
Ποιο αναλυτικά για το "Ομοούσιο", αυτό μεταφράζεται
διαφορετικά ως Δόγμα, δηλαδή όταν αναφέρεται στον Θεό και διαφορετικά όταν
λαμβάνεται στα κτίσματα με την Αριστοτελική ερμηνεία. Ένα παράδειγμα της
τελευταίας περίπτωσης είναι: σε τρεις ανθρώπους, επειδή έχουν την ίδια ουσία,
λέμε ότι τα τρία πρόσωπα τους είναι ομοούσια. Αυτούς μπορούμε να τους
εικονίσουμε χωριστά, να του δοξάσουμε χωριστά και να τους φιλήσουμε χωριστά.
Εντούτοις, σύμφωνα με το Ορθόδοξο Δόγμα,
το Ομοούσιο του Τριαδικού Θεού, λαμβάνεται διττός. Όταν αναφέρεται ως προς τον
Θεό και την Θεότητα Του, λαμβάνεται στην Μονάδα, ενώ όταν αναφέρεται ως προς το
Υποστατικό ιδίωμα Του, γίνονται σεβαστά και ομολογούνται Τρία διαφορετικά και
ασύγχυτα Πρόσωπα.
Συμπερασματικά ως προς το θέμα της Προσκύνησης του Θεού, επειδή Πάντα Προσκυνούμε τον Ένα Θεό και την Μία
Θεότητα (και όχι τα Τρία Υποστατικά Τους ιδιώματα), αυτό σημαίνει ότι Μία είναι
η Προσκύνηση του Θεού και όχι Τρεις.
Ας δούμε ξανά και με άλλα λόγια την φανέρωση του
Θεού. Ο Χριστός έχει την ανθρωπότητα (ανθρώπινη φύση) και την Θεότητα (την
Θεϊκή Φύση). Η Θεϊκή Φύση πάλι διακρίνεται κατά την δυνατότητα ή αδυναμία
μετοχής της από τα κτίσματα, σε Ενέργεια και Ουσία. Η Ενέργεια είναι το Φως της
Μεταμόρφωσης, Αυτήν μόνο μετέχουν και σε Αυτήν αναφερθήκαμε ήδη. Η Ουσία πάλι,
αναφέρεται στο Απρόσιτο Του και αφορά το "είναι" του Θεού. Η παρουσία και η ύπαρξη της πρώτης (της
Ενέργειας) εικονίζεται συμβολικά με αισθητά σχήματα, ενώ η δεύτερη δεν
φανερώνεται ή δεν προσεγγίζεται με οποιονδήποτε τρόπο, δηλαδή είναι παντελώς
άγνωστη.
Ἡ μέν θεία φύσις ἄφραστός τε καί ἀνεκφώνητος μένει, ὑπερβαίνουσα πᾶσαν
τήν διά φωνῆς σημασίαν· οὐκοῦν οὐχί
φύσιν, ἀλλά τήν θεατικήν δύναμιν
τοῦ Πνεύματος ἡ τῆς θεότητος προσηγορία παρίστησιν. (Σύνοδος 1351. Πρακτικά
οικουμενικών Συνόδων τομ. Γ΄ 568).
Καθορᾶται δέ διά τῶν κτισμάτων, οὐχ ἡ οὐσία, ἀλλ᾿ ἡ δημιουργική
τοῦ θεοῦ ἐνέργεια. Ὥστε δυσεβῶς καί τοῦτο καί τῶ Εὐνομίω συμφωνοῦντες
λέγουσιν, ὅτι διά τῶν κτισμάτων ἡ οὐσία τοῦ θεοῦ ὁρᾶται…» (Γρ. Παλαμά, εκδ.
Χρήστου, τομ. Ε΄, 119).
«Ἀκουέτωσαν, ὅτι ὁ Ἰακώβ τό πρόσωπον εἶδε τοῦ θεοῦ· καί οὐ μόνον οὐκ ἀφήρηται
τό ζῆν, ἀλλ᾿ ὡς αὐτός φησι, καί σέσωσται, καίτοι τοῦ θεοῦ λέγοντος, ¨οὐδείς ὄψεται
τό πρόσωπον μου καί ζήσεται¨ (Ἔξ. 33,20). Ἆρ᾿ οὖν δύο θεοί, ὁ μέν εἷς ἔχων
πρόσωπον τῆ ὁράσει τῶν ἁγίων ὑποπίπτον, ὁ δέ ἕτερος πρόσωπον ἔχων ὑπέρ πᾶσαν ὅρασιν;
Ἂπαγε τῆς δυσσεβείας! Ἀλλά πρόσωπον
μέν τοῦ θεοῦ ὁρώμενόν ἐστιν ἡ κατά τήν ἐπί
τούς ἀξίους ἐπιφάνειαν ἐνέργεια καί χάρις τοῦ θεοῦ. Τοῦ αὐτοῦ δέ πρόσωπον
μηδέποτε ὁρώμενον, ἡ ὑπέρ πᾶσαν ἔκφανσιν καί ὅρασιν ἔσθ᾿ ὅτε λέγεται φύσις τοῦ θεοῦ· ¨οὐδείς γάρ ἔστη ἐν ὑποστήματι¨
(Ἱερ.
23,18) καί οὐσία Κυρίου, κατά τό γεγραμμένον, καί θεοῦ φύσιν ἢ εἶδεν, ἢ ἐξηγόρευσεν».
(Γρ. Παλαμά, εκδ. Χρήστου, τομ. ΣΤ΄, Σελ. 138, Στοιχ. 160-169).
Ωστόσο πρέπει να σταθούμε και να εξηγήσουμε μια αλλαγή του λόγου που
έγινε στην τελευταία παράγραφο (Ας δούμε ξανά και με άλλα λόγια ...). Αυτή η
αλλαγή γίνεται ΠΑΝΤΑ σε κάθε όμοια Περίπτωση. Ο λόγος αναφέρονταν στον Χριστό
και συνεχίστηκε για τις δύο Αδιαίρετες φύσεις Του. Δηλαδή έγινε λόγος για την
ανθρώπινη και την Θεϊκή φύση Του, για τον υιό της Μαρίας που ήταν από την αρχή
ενωμένος με τον Λόγο του Θεού. Ωστόσο, θέλει
προσοχή στην αλλαγή που επέρχεται όταν προχωράει ο λόγος και ξεκινάει να
αναφέρεται μόνο στην Θεότητα του Χριστού. Κάποιοι βλέπουν αυτή την συνέχεια
Αριστοτελικός, ενώ οι πατέρες αναφέρονται σε αυτή ορθοδόξως.
Είναι ένα από τα θαυμάσια της Θεολογία που ενώ αναφέρεται στην Θεότητα
του Χριστού, μέσα από το Πρόσωπο Του η Εκκλησία μιλάει για την Αγία τριάδα. Ενώ
λοιπόν η επιστημονική θεολογία διαιρέθηκε σε Χριστολογία και Τριαδολογία
διαφοροποιούνται οι πατέρες και βλέπουν την Τριαδολογία μέσα από την Θεότητα
του Χριστού. Γνωρίσαμε μόνο τον Χριστό και από Αυτόν μάθαμε για τα τρία
ασύγχυτα Πρόσωπα. Στην συνέχεια θα δούμε περισσότερα για το θέμα αυτό.
Κατά την ορθόδοξη γραμματεία, από την στιγμή που σταμάτησε η υλική και
αισθητή αντίληψη και δεν γίνεται αναφορά
στην δυάδα του Χριστού, ή στο μυστήριο της ένωσης των δύο φύσεων, ή την Σάρκωση
του Λόγου του Θεού και προχώρησε η συζήτηση και απασχολεί πλέον μόνο τη Θεϊκή
Φύση και τη Θεότητα Του, ταυτόχρονα με αυτήν την αλλαγή και χωρίς κάποια
επισήμανση ή ενημέρωση, η αναφορά φεύγει από τον Χριστό και οδηγείται στον
Τριαδικό Θεό. Δεν γίνεται πλέον λόγος για τον Θεό και την Θεότητα του Χριστού,
αλλά συνήθως ο ομιλία αναφέρεται στον Αδιαίρετο Θεό. Ο Θεός και η Θεότητα του Χριστού, αποκομμένη από την κτίση και τον αισθητό
κόσμο, δεν είναι πλέον κάτι μόνο ή ιδιωτικό του Χριστού ή του Λόγου του Θεού,
αλλά είναι το κοινό της Αγίας Τριάδος. Τότε λέμε λοιπόν και
αναφερόμαστε στον Απερίγραπτο Θεό και όχι στην Θεότητα του Χριστού.
Με απλά λόγια η Αγία Γραφή μας δίδαξε διττό Θεό. Ομολογούμε τον Θεό
που είναι ενωμένος με την ανθρώπινη φύση, τον ερχομό Του στην γη, την εμφάνιση
του, την φιλανθρωπία Του κ.ά. Αυτός είναι ενυπόστατος στο Πρόσωπο του Χριστού.
Παράλληλα αυτός ο ίδιος Θεός, δεν ταιριάζει να σταθεί "γυμνός" από
την Σάρκα Του, επειδή είναι Αδιαίρετες οι δύο φύσεις του Χριστού. Ο Θεός λοιπόν
που είναι μακριά από τον κόσμο, παρουσιάζεται καλύτερα ως Άσαρκος Θεός, Αυτός
που δεν τον βλέπει κανείς, είναι ο Απρόσιτος και ο Αδιαίρετος Τριαδικός Θεός.
Ωστόσο αυτό γίνεται μόνο λεκτικά χωρίς να είναι διαφορετικός ή άλλος ή πολλοί
Θεοί. Ο κοσμικός και ο Απρόσιτος Θεός, είναι ο ίδιος Θεός.
«καὶ οὐδεὶς
ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ
οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὢν ἐν τῷ οὐρανῷ». (Ιω. 3, 13).
«Ὅλος ἦν ἐν
τοῖς κάτω, καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν, ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος· συγκατάβασις γὰρ
θεϊκή, οὐ μετάβασις δὲ τοπικὴ γέγονε· καὶ τόκος ἐκ Παρθένου θεολήπτου, ἀκουούσης
ταῦτα·...» (15ος οίκος των Χαιρετισμών).
«Ὁ
Παλαιὸς τῶν ἡµερῶν παιδίον γέγονεν» (Μ.Ἀθανάσιος, Εἰς τὴν γέννησιν τοῦ Χριστοῦ,
1 ΒΕΠ 36,225.20).
Άρα ο Χριστός είναι ο Θεός με τις δύο φύσεις και Αυτός συνεχίζει να
έχει όλη την Θεολογία. Επιπλέον δεν περιλαμβάνει ούτε έχει κάποιο λάθος ή
εξαίρεση, αν πούμε ότι ο Χριστός είναι ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη και Αυτός που
ήρθε στον κόσμο, αφού όλος ο Θεός και η Θεότητα βρίσκεται σε Αυτόν. Επιπλέον
Αυτός ήρθε κοντά μας και μόνο Αυτόν γνωρίσαμε και έτσι σε Αυτόν και
Χριστολογικά μπορούμε να κατανοήσουμε τα λόγια του ευαγγελίου: «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε
πώποτε» (Ιωάννης 1:18). Το "Θεός" λέχθηκε για την Θεϊκή Φύση,
αναφέρεται στο Πρόσωπο του Χριστού.
Για τις δύο
φύσεις του Χριστού μας μιλάει ο αετός της Θεολογίας, στην αρχή της Α΄ επιστολής
Του. Δεν αναφέρεται σε δύο χωριστά πρόσωπα του Θεού (Πατέρας - Υιός), ούτε σε
ετερούσια Πρόσωπα (Πατέρας - Χριστός) και ούτε βέβαια θα μπορούσε να αναφερθεί
στο Τριαδικό Θεό χωρίς να μιλήσει για το Άγιο Πνεύμα (γιατί όμως η Ερμηνεία
συναινεί ΠΑΝΤΑ με την απουσία του τρίτου
και παραμελημένου Προσώπου;;; Ποιοι είναι αυτοί που θέλουν περιφρονημένη την
ύπαρξη του Αγίου Πνεύματος;;;). Έτσι
στην Καινή Διαθήκη ο Χριστός που λέει ότι εγώ και ο Πατήρ μου είμαστε ένα, με
αυτά τα λόγια αναφέρει τρεις Αλήθειες: Μας λέει ότι οι δύο Φύσεις Του (Πατέρας
- Υιός) είναι ένα Πρόσωπο. Επίσης μας λέει ότι Αυτός είναι Πλήρης και Όλος ο
Θεός (είναι ενωμένοι οι δύο σε ένα). Επιπλέον μας λέει ότι τα Πρόσωπα του Θεού
είναι Ομοούσια.
«Ἄκουε, Ἰσραήλ· Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστι». (Δευτ. 6,4).
«ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἕν ἐσμεν». Ιω. 10,30
«καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί»
(Ιω. 17, 21).
Τα Δόγματα της Εκκλησίας έρχονται από τον Χριστό και αναφέρονται στον
Χριστό. Υπάρχουν δύο κύρια Δόγματα της
Εκκλησίας. Το ένα αναφέρεται στις δύο φύσεις και στο ένα Πρόσωπο του Χριστού.
Το άλλο αναφέρεται στα Τρία Πρόσωπα του Θεού και σε μία Ουσία. Τα Ευαγγέλια
Θεολογούν για την Χριστολογία και την Τριαδική Μονάδα του Θεού. Το πρώτο μας
διδάσκει ότι δεν πιστεύουμε σε είδωλο ή σε σύμβολο, δεν προσκυνάμε φθαρτό
Πρόσωπο που χάθηκε, αλλά στον Ζωντανό Θεό που γνωρίζουμε, που βιώνουμε
εμπειρικά, από τα μυστήρια και με την καθαρότητα: «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ,
ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». (Ματθ. 5,8). Το Δεύτερο μας ξεκαθαρίζει ότι η
Θεότητα του Χριστού είναι Ομοούσια, Απρόσιτη και Αδιαίρετη. Ο Ιωάννης μας λέει:
«Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε». (Ιωάννης 1:18).
Συμπερασματικά η
Τριαδολογία δεν είναι κάτι ξεχωριστό από την Χριστολογία. Ταυτόχρονα με την
Τριαδολογία είναι και η ερμηνεία της μίας και Θεϊκής Φύσης του Χριστού. Μέσα
από τον Λόγο και "διά" Αυτού, γνωρίσαμε την ύπαρξη του Πατέρα και του
Αγίου Πνεύματος. Τα ευαγγέλια λοιπόν δεν αναφέρονται σε μια ανύπαρκτη Δυάδα
(Πατήρ - Υιός), και αυτό το λέμε αφού εμείς πιστεύουμε σε Αγία Τριάδα.
Αναφέρονται σε μια άλλη Δυάδα. Σε Σαρκωμένο και σε Άσαρκο Θεό, σε Αυτόν που θα
δουν οι καθαροί και σε Αυτόν που παραμένει Απερίγραπτος, στον Θεό που ήρθε
κοντά μας και σε Αυτόν που δεν έφυγε καθόλου από τον ουρανό:
«Ὅ ἧν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν
τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου
τῆς ζωῆς· καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν
τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα
καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν· ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καὶ ὑμεῖς
κοινωνίαν ἔχητε μεθ᾿ ἡμῶν· καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ». (Α Ιω. 1,1-3).
Για την απιστία και την ανωριμότητα των Ιουδαίων ο Κύριος μίλησε
σκιώδες και καλυμμένα για την Θεότητα Του. Αυτοί γνώριζαν μόνο τον Πατέρα. Η
Θεολογία την ονόμασε Πατέρα όπως επίσης την Πεντηκοστή ονόμασε την Θεότητα Του,
Άγιο Πνεύμα. Επιπλέον ο Κύριος την έλεγε Πατέρα για να μας δείξει την
ταπεινότητα Του. Μας έλεγε εκείνος με έστειλε και Εκείνος του ανακοινώνει τις
αποφάσεις για να δείξει έτσι το μείζον της Θεϊκής έναντι της ανθρώπινης Φύσεως.
Τον έλεγε Πατέρα για να δείξει και το Ομοούσιο Του με τον Υιό. Έτσι λοιπόν
Αυτός που εμφανίστηκε, κρίνει, ανασταίνει και τρέφει τους ανθρώπους είναι ο
Χριστός. Ο Πατέρας είναι η Θεότητα που έχει το Θεϊκό Θέλημα και τη Δωρεά της
Σωτηρίας:
εἶπον οὖν
πρὸς αὐτόν· Κύριε, πάντοτε δὸς ἡμῖν τὸν ἄρτον τοῦτον. εἶπε δὲ αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ
εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μὴ πεινάσῃ, καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ
οὐ μὴ διψήσῃ πώποτε. ἀλλ᾿ εἶπον ὑμῖν ὅτι
καὶ ἑωράκατέ με καὶ οὐ πιστεύετε. Πᾶν ὃ
δίδωσί μοι ὁ πατήρ, πρὸς ἐμὲ ἥξει, καὶ τὸν ἐρχόμενον πρός με οὐ μὴ ἐκβάλω
ἔξω· ὅτι καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με. τοῦτο
δέ ἐστι τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με
πατρός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκέ μοι
μὴ ἀπολέσω ἐξ αὐτοῦ, ἀλλὰ ἀναστήσω αὐτὸ ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. τοῦτο δέ ἐστι
τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με, ἵνα πᾶς ὁ θεωρῶν τὸν υἱὸν καὶ πιστεύων εἰς αὐτὸν ἔχῃ
ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἀναστήσω αὐτὸν ἐγὼ
τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. Ἐγόγγυζον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι εἶπεν, ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ καταβὰς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ,
καὶ ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ υἱὸς Ἰωσήφ, οὗ ἡμεῖς οἴδαμεν τὸν πατέρα καὶ
τὴν μητέρα; πῶς οὖν λέγει οὗτος ὅτι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβέβηκα; ἀπεκρίθη οὖν ὁ Ἰησοῦς
καὶ εἶπεν αὐτοῖς· μὴ γογγύζετε μετ᾿ ἀλλήλων. οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν
μὴ ὁ πατὴρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. ἔστι γεγραμμένον ἐν τοῖς
προφήταις· καὶ ἔσονται πάντες διδακτοὶ Θεοῦ. πᾶς ὁ ἀκούων παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ μαθὼν ἔρχεται πρός με· οὐχ ὅτι
τὸν πατέρα τις ἑώρακεν, εἰ μὴ ὁ ὢν
παρὰ τοῦ Θεοῦ, οὗτος ἑώρακε τὸν πατέρα. ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἔχει ζωὴν αἰώνιον. ἐγώ εἰμι
ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς. οἱ πατέρες ὑμῶν ἔφαγον τὸ μάννα ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἀπέθανον·
οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνων, ἵνα τις ἐξ αὐτοῦ φάγῃ καὶ μὴ ἀποθάνῃ.
(Ιω. 6,34-50).
Με το όνομα "Πατρός" δεν υποχρεώνεται η αναφορά στα
Υποστατικά ιδιώματα, δηλαδή το όνομα "Πατέρας" δεν ενδιαφέρεται πάντα
να διακρίνει τον Θεό που έχει την Αρχή στην Γέννηση και την Εκπόρευση, από τον
Θεό που αεί Γεννάται και από τον Θεό που αεί Εκπορεύεται. Αυτή η ερμηνεία πάλι
δεν δικαιολογεί την απουσία του ονόματος του Αγίου Πνεύματος, αφού δεν
αναφέρεται μαζί με τις άλλες δύο υποστάσεις. Μάλιστα αυτή η ερμηνεία περιφρονεί
την παρουσία του Αγίου Πνεύματος και έτσι προδίδει την διαδρομή από την οποία
προέρχεται.
Αντίθετα τα κείμενα αναφέρονται σε μία άλλη δυάδα. Στον Άσαρκο Θεό,
δηλαδή στον Ομοούσιο Θεό του ουρανού και στον Θεό που Σαρκώθηκε. Η διήγηση στο
δυαδικό Θεό δεν ερμηνεύεται με δύο Υποστάσεις, ούτε με τοπική παράσταση, δηλαδή
δήθεν ο Υιός είναι δίπλα στον Πατέρα. Εντούτοις έτσι ερμηνεύεται στην Ορθοδοξία
το Ομοούσιο, δηλαδή οι Υποστάσεις είναι Αδιαίρετες, ως προς τον Θεό και την
Θεότητα Τους. Ο Υιός είναι η μία Φύση που ενώθηκε στο σώμα του υιού της
Παναγίας και ταυτόχρονα ο Υιός είναι Όλος ο Θεός. Ο Υιός είναι Αδιαίρετος με
τον Πατέρα (κατά το Θεός και την Θεότητα). Έτσι έχουμε τον Θεό που εμφανίστηκε,
εικονίζεται και Προσκυνιέται. Επίσης έχουμε τον Θεό ως Απρόσιτο Πατέρα, που
είναι Απερίγραπτος και για αυτό τον λόγο, δηλαδή επειδή είναι μακριά από κάθε
υλική ή νοητή προσέγγιση, λέγεται ότι είναι στους ουρανούς, ενώ στην
πραγματικότητα είναι παντού και πανταχού παρόν.
Πολλές φορές ειπώθηκε ότι Πατέρας ονομάζεται ο Θεός ή η Θεότητα Του
Τριαδικού Θεού. Αυτό δεν καταργεί και δεν αμφισβητεί ότι η ονομασία
"Πατέρας" αναφέρεται στην Υπόσταση του Θεού στις περιπτώσεις που
εισέρχεται το υποστατικό Του ιδίωμα. Την ερμηνεία των κειμένων με αυτήν την
Αλήθεια, μας την δίνει η Αληθινή Θεολογία. Αφού κατανοηθεί ο λόγος και η
διαφοροποίηση των υπάρξεων, έρχεται στη συνέχεια η ορθή ερμηνεία τους. Η
Εκκλησία δεν χρησιμοποιεί φιλοσοφική ή λεξιλογική, δηλαδή σχολαστική ερμηνεία.
Αντίθετα πρώτα βιώνει και μετά ερμηνεύει τις Γραφές
Στην συνέχεια θα παρασταθεί ένα κείμενο για να προσεγγισθεί και
πρακτικά η ερμηνεία αυτή που λέχθηκε. Για να φανεί η εφαρμογή αυτής της
Αλήθειας, θα αντικατασταθεί η λέξη Πατέρας με την λέξη Θεός. Αυτό θα γίνει σε
ένα κείμενο του ευαγγελίου ως παράδειγμα. Επιλέχτηκε να γίνει στο κείμενο του
Ιωάννη που αναφέρεται στον διάλογο του Κυρίου με τον Θωμά και τον Φίλιππο. Όταν
το κείμενο αυτό διαβαστεί με την λέξη "Θεός" αντί του
"Πατρός" τότε θα κατανοηθεί αμέσως η υψηλή ερμηνεία του χωρίου:
«Λέγει αὐτῷ
Θωμᾶς· Κύριε, οὐκ οἴδαμεν ποῦ ὑπάγεις· καὶ πῶς δυνάμεθα τὴν ὁδὸν εἰδέναι; λέγει
αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν
πατέρα (σ.δ. Θεό) εἰ μὴ δι᾿ ἐμοῦ. εἰ ἐγνώκειτέ με, καὶ τὸν πατέρα μου (σ.δ. Θεό) ἐγνώκειτε ἄν. καὶ ἀπ᾿ ἄρτι γινώσκετε αὐτὸν (σ.δ. Θεό) καὶ ἑωράκατε αὐτόν
(σ.δ. Θεό). Λέγει αὐτῷ
Φίλιππος· Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα
(σ.δ. Θεό) καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν.
λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τοσοῦτον χρόνον μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με,
Φίλιππε; ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα
(σ.δ. Θεό)· καὶ πῶς σὺ
λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα (σ.δ.
Θεό); οὐ πιστεύεις ὅτι ἐγὼ ἐν
τῷ πατρὶ (σ.δ. Θεό) καὶ ὁ πατὴρ
(σ.δ. Θεός) ἐν ἐμοί ἐστι; τὰ ῥήματα
ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ οὐ λαλῶ· ὁ δὲ πατὴρ
(σ.δ. Θεός) ὁ ἐν ἐμοὶ μένων αὐτὸς
ποιεῖ τὰ ἔργα. πιστεύετέ μοι ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ
(σ.δ. Θεό) καὶ ὁ πατὴρ (σ.δ. Θεός) ἐν ἐμοί· εἰ δὲ μή, διὰ τὰ ἔργα αὐτὰ πιστεύετέ μοι».
(Ιω. 14, 5-11)
Για να κατανοηθεί καλύτερα αυτός ο διττός Θεός, δηλαδή ο Απρόσιτος
Θεός του ουρανού και ο Προσιτός στην γη, αρκεί να αναφερθούμε στο πως τον
προσέγγισε και στο πως τον σεβάστηκε ως Απρόσιτο, η Βασίλισσα των κτισμάτων.
Δεν αναφερόμαστε σε κάποιον άγγελο ή Αρχάγγελο, αλλά στην Παναγία. Πράγματι, αν
κάποιος είχε την εξουσία να δει πιο "καθαρά" ή με περισσότερη
διάκριση το "είναι" του Χριστού, αυτός δεν μπορεί να είναι άλλος από
την Τιμιότερη όλων. Από την μητέρα του Ζωοδότη Χριστού και όλων μας. Αυτή όμως
που μετά τον Χριστό είχε όλη την Θεολογία, ποτέ δεν τόλμησε όταν απευθυνόταν
στον υιό της, να τον αποκαλέσει και Υιό του Θεού. Δεν τον διέκρινε ή δεν τον
ξεχώριζε από τον Όλο Θεό. Γνώριζε ότι ο Υιός του Θεού είναι ενωμένος στο
Πρόσωπο του Χριστού, ωστόσο τον αποκαλούσε με σεβασμό στην Τριαδική Μονάδα, ως
Θεό της.
Ἀπόστολοι ἐκ
περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε, Γεθσημανῆ τῷ χωρίῳ, κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα, καὶ σύ, Υἱὲ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ
μου τὸ πνεῦμα.
Σταύρος
Ασλανίδης.
Ευχαριστώ
ΑπάντησηΔιαγραφή