Εἰσαγωγή θεολογική στόν θεσμόν τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς. --- π. Νικόλαος Δημαράς

Ἡ δαφύλαξη τῆς ἱερωσύνης, ὡς πηγῆς τῆς χάριτος καί τῆς εὐλογίας στήν Ἐκκλησίαν. Δέν εἶναι μία νομικιστική θεώρηση ἀνάδειξης καί ἐπαλήθευσης τῆς ἁλυσίδας τῶν διαδοχικῶν χειροθεσιῶν ἡ Ἀποστολική Διαδοχή. Ἡ Διαδοχή ὡς ἀδιάσπαστοι κρίκοι μιᾶς ἁλυσίδας ἐπισκοπικῶν χειροθεσιῶν μπορεῖ νά ἀποδεικνύεται ἀπό χειρόγραφα καί καταλόγους μιᾶς Ἐκκλησίας, ὅτι ὄντως φτάνει, χωρίς καμμίαν διακοπήν, ἀπό τούς σημερινούς ἐπισκόπους μέχρι τούς Ἁγίους Ἀποστόλους. Μιά τέτοια διαδοχήν μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ, ὅτι ἔχει καί ὁ δυσεβής καί αἱρετικός Πάπας. Δέν ἀρκεῖ νά ὑπάρχουν μόνον ὁ χειροθετῶν, ὁ χειροθετούμενος καί ἡ σχετική τελετουργική πράξη! Ἐξυπακούεται, βέβαια, ὅτι πρέπει νά ὑπάρχει ἡ ἀδιάσπαστη ἁλυσίδα τῶν ἐπισκοπικῶν χειροθεσιῶν ἀπό τόν προηγούμενον ἐπίσκοπον στόν ἑπόμενον, πού ἀνάγουν τήν ἀρχήν τους στούς Ἁγίους Ἀποστόλους. Χωρίς, ὅμως, νά ὑπάρχει τό παραδιδόμενον, ἡ πνευματική παρακαταθήκη στήν διάσταση τῆς ὀρθόδοξης καθολικότητάς της, ὅπως τήν βίωσε καί τήν προσδιόρισε διαχρονικά ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, μέ τήν ὁμολογίαν, τήν ἄσκηση, τόν ἀγῶνα καί τήν ὀρθόδοξη μυστηριακή ζωή τῆς χάριτος καί τῆς ἀληθείας, σύμφωνα μέ τήν Ἀποστολικήν Παράδοση, Ἀποστολική Διαδοχή δέν ὑπάρχει! Τό παραδιδόμενον καί μεταβιβαζόμενον εἶναι ἡ πολύτιμη παρακαταθήκη τῆς καθολικῆς διαχρονικά καί διατοπικά ἀσκητικῆς, ὁμολογιακῆς καί μυστηριακῆς ἐμπειρίας τῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας! Εἶναι ὁ θησαυρός ὁ ἀτίμητος τῆς δωρεᾶς τοῦ Παναγίου Πνεύματος, πού διαφυλάσσεται ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ στό πνευματικόν θησαυροφυλάκιον τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας! Εἶναι ἡ Ἀποστολική Πίστη, ἡ Ὀρθόδοξη πνευματική ἐμπειρία καί ζωή! Ἀποστολική διαδοχή καί Ἀποστολική Πίστη συγκροτοῦν τήν Ἀποστολικήν Παράδοση. Πνευματική Παρακαταθήκη εἶναι ἡ ἐσωτερική μυστική μνήμη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί ἡ ἐμπειρία τῆς Χάριτος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ πνευματική αὐτή ἐμπειρία καί ἡ Χάρις ἀποκτήθηκε μέ τήν μετοχήν στήν ἀλήθειαν καί στήν ὁμολογίαν τῆς Πίστεως, τόσον τοῦ χειροτονοῦντος ὅσον καί τοῦ χειροτονομένου. Πιστοποιεῖται μέ τήν συμμετοχήν τοῦ βασιλείου ἱερατεύματος καί τοῦ κλήρου ὡς ἀληθής στήν ἐκλογήν τοῦ Ἐπισκόπου, ὅτι ὁ χειροτονούμενος εἶναι ὄντως μέτοχος αὐτῆς τῆς θεοπτικῆς ἐμπειρίας τῆς Χάριτος. Ἡ πνευματική κατάσταση τῶν μελλόντων ἐπισκόπων μαρτυρεῖται μέ τήν ἄσκητικήν τους ζωήν καί τήν ἐγκράτειαν, μέ τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπην καί τήν θυσιαστικήν προσ-φοράν, ἐνεργουμένου σ’ αὐτούς, πρό τῆς χειροτονίας τους, τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί συνεχιζόμενου κατά τήν διακονίαν τους, μετά τήν χειροτονίαν τους. 2 Ὡς πνευματική παρακαταθήκη ὁρίζεται ἡ μετοχή στό μυστήριον τοῦ Σταυροῦ, πού ἐνεργεῖται ἤδη στήν Παλαιάν Διαθήκην, ἀλλά φανερώνεται πλήρως στήν Καινήν, μετά τόν δοξασμόν τοῦ Κυρίου μας μέ τήν Σταύρωση καί τήν τριήμερη Ἀνάστασή Του! Εἶναι ἡ μετοχή στήν θέαν τοῦ ἀκτίστου φωτός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας ἡ πνευματική παρακαταθήκη, πού δηλοποιεῖ ὡς Προφήτην τόν Ἐπίσκοπον, ὡς ἀληθῆ διάδοχον τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Αὐτή ἠ μυστική ἀντίληψη τῆς μυστηριακῆς ἐμπειρίας καί τῆς πνευματικῆς γνώσης, ἀλλά καί ἡ ἐπίγνωση τῆς καθολικότητας τοῦ μυστηρίου τῆς συνέχειας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί τῆς Παραδόσεως ἐν ἁγίῳ Πνεύματι στό πρόσωπον τοῦ Ἐπισκόπου, εἶναι ἡ βασικότερη προϋπόθεση γιά τήν ἐκλογήν ἑνός προσώπου ὡς διαδόχου τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων! Μετοχήν στήν θέαν τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ ἐν δόξῃ καί ἀντίληψη τῆς μυστηριακῆς ἐμπειρίας τοῦ πνευματικοῦ πυρός τῆς Πεντηκοστῆς εἶχαν οἱ Ἀπό-στολοι, ἔχουν οἱ Ἅγιοι καί οἱ διάδοχοι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ Προφῆτες, ὅπως τούς ἱεραρχεῖ ὁ Μέγας Παῦλος! Ὁ ἐπίσκοπος ὡς θεόπτης Τοιαύτην ἐμπειρίαν τῆς θέας τοῦ Χριστοῦ μας ἀναστημένου εἶχαν οἱ ἅγιοι καί θαυματουργοί Νικόλαοι καί Σπυρίδωνες, χωρίς νά ἔχουν τήν θύραθεν σοφίαν. Θεωρίαν Θεοῦ καί παράλληλα θεολογικήν ἐπιστημονικήν γνώση εἶχαν οἱ Γρηγόριοι οἱ Θεολόγοι καί οἱ Βασίλειοι, οἱ Χρυσόστομοι, οἱ Ἀνατόλιοι καί οἱ Ταράσιοι, οἱ Φώτιοι καί οἱ Μᾶρκοι οἱ Εὐγενικοί, οἱ Μελέτιοι Πηγάδες καί οἱ Νεκτάριοι Πενταπόλεως. Στούς ἔσχατους δέ καιρούς ὁ Ἰωάννης Μαξίμοβιτς καί ὁ Μέγας Φιλάρετος τῆς Ρωσσικῆς Διασπορᾶς καί ὁ ἅγιος πρώην Φλωρίνης, ἅγιοι πού ἔφτασαν μέχρις ἡμῶν. Τοιοῦτοι ὀφείλουν νά εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι. Ἡ γνώση καί ἡ ἐπίγνωση, ὡστόσον, τῆς καθολικότητας τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς θεόπνευστης Βίβλου καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῶν Οἰκουμενικῶν καί Πανορθοδόξων Συνόδων, πού τήν διασφαλίζουν, ἀποκτᾶται ἀπό τούς πολλούς, πού μέλλουν νά χειροτονηθοῦν πρωτίστως μέν μέ τήν ἀσκητικοπνευματικήν ζωήν, ἀλλά δευτερευόντως καί μέ τήν σπουδήν τῆς Θεολογικῆς Ἐπιστήμης καί τήν συστηματικήν σέ βάθος μελέτην τῶν Πατέρων καί τῶν Πρακτικῶν καί ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Οἱ Ἐπίσκοποι ὀφείλουν νά εἶναι γνῶστες καί ἑρμηνευτές τῆς ἀπκεκαλυμμένης ἀλήθειας, γιά νά μποροῦν νά διδάσκουν τό ποίμνιόν τους, ὅπως ὁρίζουν οἱ Ἱεροί Κανόνες!1 Ἡ Ἐκκλησιαστική Παράδοση, σεβόμενη τούς Ἱερούς Κανόνες ἐξ ἀρχῆς ἵδρυσεν Σχολές, Ἀκαδημίες Μονές καί σ’ αὐτές σπούδαζαν οἱ μέλλοντες νά ἱερωθοῦν. Τέτοιες σχολές ἦσαν ἡ Μαγναύρα, ἡ Μονή Στουδίου, ἡ Χάλκη, ἡ Ἀθωνιάδα, ἡ Θεολογική Ἀθηνῶν καί πολλές ἄλλες πανεπιστημιακές σχολές στήν συνέχειαν. Ἀλλά καί ἡ Πολιτεία ζητοῦσεν ἐξ ἀρχῆς γιά τούς Ἀρχιερεῖς, νά εἶναι κάτοχοι τοιούτων πτυχίων, γιά νά ἀποκτοῦν Ἐκκλησιαστικήν συνείδηση, ὅπως δίδασκεν καί ὁ ἀείμνηστος Ποιμενάρχης μας 1 Β΄ Ἱερός Κανόνας τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς καί ΚΔ΄ Κανόνας τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου. 3 ἅγιος πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος. Καί γιαὐτόν τόν λόγον δέν προέβη σέ χειροτονίες Ἀρχιερέων, παρά τίς πιέσεις πού ὑφίστατο.2 Ἡ καθολικότητα, ἡ ἀποστολικότητα καί ἡ ἁγιότητα στήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς χειροτονίας, δέν πιστοποιοῦνται, ἑπομένως, νομικά ἤ ρητορικά μέ τήν ἁπλῆν βεβαίωση μιᾶς συμμαρτυρίας, ἑνός χειροτονητήριου λόγου καί τήν χειροθεσίαν. Πιστοποιοῦνται οὐσιαστικά καί μυστηριακά μέ τήν συμμετοχήν τοῦ βασιλείου ἱερατεύματος, τοῦ ἔθνους τοῦ ἁγίου, τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τόσον κατά τήν ἐκλογήν τοῦ Ἐπισκόπου, ὅσον καί κατά τήν χειροτονίαν του ὡς διαδόχου τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, πού ἔχει τελειωθεῖ σέ δεύτερον στάδιον ἀπό τήν ψῆφον καί τήν χειροτονίαν ἀπό τό σύνολον τῶν Ἐπισκόπων! Ἡ Ἀποστολική Διαδοχή, ἑπομένως, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίαν δέν ἐννοεῖται οὔτε ἐμφανίζεται μόνον ὡς μία στεῖρα ἁλυσίδα σειρᾶς ἐπισκόπων, ὡς διαδοχή ἐπισκοπικῶν χειροθεσιῶν ἀπό τόν ἕνα ἐπίσκοπον στόν ἄλλον, πού φθάνει μέχρι τούς Ἀποστόλους. Ἡ Ἀποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐξαντλεῖται μέ τό ἀδιάσπαστον αὐτῆς τῆς διαδοχῆς ἀπό τούς Ἀποστόλους μέχρι σήμερα. Ἡ Ἀποστολική Διαδοχή δέν εἶναι δυνατόν νά χωριστεῖ ἀπό τήν Ἀποστολικήν Παράδοση. Ἡ ἀδιάσπαστη διαδοχή τῶν χειροθεσιῶν ἀπό τούς Ἀποστόλους στούς Ἐπισκόπους μέχρι σήμερα λειτουργεῖ ὡς τό ὄχημα τῆς μετάδοσης τῆς Ἀποστολικῆς Παράδοσης, τῆς παρακαταθήκης τῆς Ὁμολογίας τῆς ὀρθῆς Πίστεως καί τῆς ἀσκητικοπνευματικῆς ζωῆς. Ἡ Ἀποστολική Παράδοση περιφρουρεῖ τούς Ἱερούς Κανόνες, τούς Ὅρους καί τά Σύμβολα τῶν Οἰκουμενικῶν καί τῶν Πανορθοδόξων Συνόδων, πού ἐκφράζουν, καί ἐξασφαλίζουν τό ἀδιάσπαστον ρεῦμα τῆς ὀρθόδοξης πνευματικῆς ζωῆς, ἡ ὁποία ξεκινάει ἀπό τό Ὑπερῶον καί φθάνει μέχρις ἡμῶν. Ἡ Ἀποστολική Παράδοση Ἡ Ἀποστολική Παράδοση, δέν εἶναι μία ἱστορική ἀνάμνηση, οὔτε πιστότητα στήν Παράδοση σημαίνει ἁπλά μίαν πεισματικήν ἐμμονήν σέ ὅ,τι εἶναι ἀρχαῖον. Ἡ Παράδοση δέν εἶναι Ἐκκλησιαστική ἀρχαιολογία, ἀλλά πνευματική ζωή. Εἶναι ἡ ἐσωτερική μυστική καί ζῶσα μνήμη τῆς Ἐκκλησίας, πού ἐκφράζεται ρητά ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες, τούς Ὅρους καί τά Σύμβολα. Ἡ Ἐκκλησία ὡς τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἑρμηνεύει τά Σύμβολα καί ἐφαρμόζει τούς Κανονες ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, μέ τούς θεόπτες ἁγίους Πατέρες καί τούς ἀγωνιζομένους ἐκείνους ὁμολογητές τῆς Πίστεως καί Πατέρες πού ἔχουν θεωρίαν καί μετοχήν στήν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Ἡ πιστότητα, στήν Ἀποστολικήν Παράδοση δέν εἶναι πιστότητα στήν ἀρχαιότητα, ἀλλά εἶναι ἕνας ζωντανός δεσμός μέ ὅλην τήν πληρότητα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ἡ πληρότητα στήν Παράδοση σημαίνει συμμετοχήν στήν Πεντηκοστήν, σημαίνει ὁλοκλήρωση τῆς Πεντη- 2 Σταύρου Καραμήτσου-Γαμβρούλια, Αἱ χειροτονίαι τῶν Γ.Ο.Χ. ἀπό κανονικῆς ἐπόψεως, μέ ἐπιμέλειαν π. Νικολάου Δημαρᾶ Δρος Ν., Ἀθῆναι 1997, σελ. 46-48 4 κοστῆς –«ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» (Ἰωάν.16:13). Ἡ Παράδοση εἶναι μία προοδευτική καί ὁδηγητική ἀρχή -ἡ ἀρχή τῆς ζωῆς καί τῆς πνευματικῆς ἀναπτύξεως. Οἱ Ἀποστολικοί χρόνοι δέν εἶναι ἁπλά ἕνα ἀντικειμενικόν ὑπόδειγμα γιά μίμηση καί ἐπανάληψη, ἀλλά εἶναι μία αἰωνίως ἀνανεούμενη πηγή ἤ ἐμπειρία καί ζωή μέσα στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, στό φῶς τῆς Πεντηκοστῆς. Παράδοση εἶναι ἡ ἐξουσία νά διδάσκει κανείς, νά ὁμολογεῖ, νά δίνει μαρτυρίαν καί νά κηρύσσει, στηριζόμενος στό βάθος τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία παραμένει πάντα ἡ ἴδια καί ἀναλλοίωτη. Αὐτή ἡ ἐξουσία τοῦ διδάσκειν περιλαμβάνεται στήν Ἀποστολικήν Διαδοχήν καί στηρίζεται σ’ αὐτήν. Ἡ ἐξουσία τοῦ διδάσκειν παρέχεται ἀκριβῶς στούς Ἐπισκόπους. Εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν ἀποστολική ἐξουσία. Βέβαια ἡ ἱεραρχία διδάσκει ὡς ὄργανον τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως, δεσμεύεται ἀπό τήν συναίνεση τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι τόσον ἀπό τήν ἄποψη τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου, ὅσον ἀπό τήν ἄποψη τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί μαρτυρίας. Καί ὄχι μόνον τό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, ἀλλά καί ἡ ἱερατική δικαιοδοσία εἶναι ἐνεργούμενα μέσα στήν Χάρη τῆς ἀλήθειας τῆς ζωοποιοῦ Παραδόσεως καί τῆς συνέχειας τῆς ἐσωτερικῆς καί μυστικῆς μνήμης τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἱερατική δικαιοδοσία εἶναι ἀναπόσπαστα συνδεδεμένη μέ ἕνα ἐπί μέρους σῶμα μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως, χωρίς αὐτήν τήν δικαιοδοσίαν, δηλ. στηριζόμενος ὁ ἐπίσκοπος μόνον στήν αὐτάρκειαν τοῦ ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ δέν μπορεῖ νά χειροτονήσει ἄλλον ἐπίσκοπον ἔγκυρα ἐν ἁγίῳ Πνεύματι καί κατά Θεόν, χωρίς τήν ἐκλογήν τοῦ μέλλοντος νά χειροτονηθεῖ καί ἀπό τόν λαόν πού θά ποιμάνει. Μία τέτοια χειροτονία εἶναι ὄχι μόνον ἄθεσμη, κατά τήν Ἁγίαν Δ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, ἀλλά εἶναι καί μυστηριακά ἐλλιπής. Κάθε παράβαση τῆς ζῶσας Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων σημαίνει καί ἀπώλειαν τῆς χάριτος, δηλ. σημαίνει ἀπομόνωση, ἀλλοτρίωση, ἀπόρριψη, παραμέληση τῆς μυστηριακῆς ὑποστάσεως τῆς Ἐκκλησίας, στένεμα τῆς ἀντιλήψεως περί Αὐτῆς, καί τελικά μείωση τῆς ἀγάπης! Γιατί, ἀκριβῶς, ἡ Ἀποστολική Διαδοχή καθιερώθηκε γιά χάρη τῆς ἑνότητας καί καθολικότητας καί δέν πρέπει ποτέ νά γίνει μέσον χωρισμοῦ καί διαίρεσης. Ἐπειδή αὐτή ἡ συσσωρευμένη γνώση καί ἐμπειρία τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας παραθεωρήθηκε, καί κυριάρχησε ἡ νομικιστική θεώρηση τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς καί ἔλλειπαν οἱ οὐσιαστικές προϋποθέσεις της, σύμφωνα μέ ὅσα ἀναλύθηκαν μέχρι τώρα, γιαυτό συνέβησαν σχίσματα στόν χῶρον τῆς ἀγωνιζομένης Ὀρθοδοξίας. Ἡ ἱεραρχία ἀποκτᾶ τά διδακτικά της δικαιώματα ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὡς χάρισμα Ἀληθείας, σύμφωνα μέ τόν Ἅγιον Εἰρηναῖον, κατά τό μυστήριον τῆς χειροτονίας. Ὡστόσον ὁ ἐπίσκοπος ἔχει τήν ἐξουσίαν νά διδάσκει μόνον μέσα στήν Ἐκκλησίαν, μόνον μέσα στήν καθολικότητα 5 τοῦ λαοῦ του καί τοῦ ποιμνίου του πού τόν ἐξέλεξεν. Παίρνει, βέβαια, τήν ἐξουσίαν καί ἁρμοδιότητα νά διδάσκει ἀπό τόν ἵδιον τόν Χριστόν μας, στήν διακονίαν τῆς διδασκαλίας τοῦ Ὁποίου συμμετέχει διά μέσου τῆς χάριτος τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς. Ἀλλά ἡ ἐξουσία νά εἶναι ἡ καρδιά τοῦ λαοῦ του, δίνεται σ’ αὐτόν ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τόν λαόν καί τόν κλῆρον, καί ἑπομένως καί ὁ λαός ἔχει δικαίωμα καί καθῆκον νά μαρτυρεῖ, νά συναινεῖ ἀλλά καί νά ἀρνεῖται τήν συναίνεσή του, στήν ἀναζήτηση τῆς πλήρους ὁμοφωνίας καί τῆς πληρότητας τῆς καθολικότητας. Ἐάν δέ ὁ ἐπίσκοπος παρεκκλίνει ἀπό τό καθολικόν δόγμα καί δέν ἐκφράζει τήν καθολικήν πίστη καί ἐμπειρίαν, ὁ λαός τόν καθαιρεῖ, ἀποδεικνύοντας αὐτόν ὡς ψευδεπίσκοπον καί ψευδοδιδάσκαλον, ἀποτειχίζοντάς τον καί διακόπτοντας τήν κοινωνίαν μαζί του, κατά τόν ιε΄ τῆς ΑΒ΄ Συνόδου!3 Μέ βάση αὐτές τίς θεολογικές ἀρχές εἶναι δυνατόν νά προχωρήσουμε καί νά δοῦμε τήν Ἀποστολικήν Διαδοχήν στήν πραγματικήν της θεολογικήν καί πνευματικήν της διάσταση, παίρνοντας ὡς βάση τίς ἀρχές καί τούς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τήν διαχρονικήν συνείδηση τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Χειροτονεῖται, ἑπομένως, ὡς Ἐπίσκοπος, διάδοχος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὁ Προφήτης4 , ἐκεῖνος πού μετέχει στήν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει θέαν Θεοῦ, ὁ Θεόπτης! Ἐκεῖνος πού πέρασεν ἀπό τό στάδιον τῆς κάθαρσης καί ἔφτασεν τοὔλάχιστον στό στάδιον τοῦ φωτισμοῦ καί, εἰ δυνατόν, στήν θέαν τῆς Δόξης τοῦ Θεοῦ, τῆς θεώσεως! 3 «Οἱ γάρ δι’ αἵρεσίν τινα παρά τῶν Ἁγίων Συνόδων, ἤ Πατέρων, κατεγνωσμένην, τήν πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος, καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλσίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι.» Βλ. ἑρμηνείαν τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, Πηδάλιον,ἀκριβής ἀνατύπωσις τῆς γ΄ ἐκδόσεως τοῦ 1864, Θεσσαλονίκη, 1982, σελ. 358. Βλ. καί 31ον Ἀποστολικόν, Πηδάλιον, σελ. 32, χωρισμός ἀποτείχιση ἀπό τοῦ ἐπισκόπου πού «σφάλλει φανερά ἤ εἰς τήν εὐσέβειαν ἤ εἰς τήν δικαιοσύνην: ταυτόν εἰπεῖν, χωρίς νά γνωρίσῃ αὐτόν πώς εἶναι φανερά, ἤ αἱρετικός, ἤ ἄδικος…» κατά τόν Ἅγιον Νικόδημον. 4 ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α΄, ΙΔ´: «Διώκετε τὴν ἀγάπην· ζηλοῦτε δὲ τὰ πνευματικά, μᾶλλον δὲ ἵνα προφητεύητε. 2 ὁ γὰρ λαλῶν γλώσσῃ οὐκ ἀνθρώποις λαλεῖ, ἀλλὰ τῷ Θεῷ· οὐδεὶς γὰρ ἀκούει, πνεύματι δὲ λαλεῖ μυστήρια· 3 ὁ δὲ προφητεύων ἀνθρώποις λαλεῖ οἰκοδομὴν καὶ παράκλησιν καὶ παραμυθίαν. 4 ὁ λαλῶν γλώσσῃ ἑαυτὸν οἰκοδομεῖ, ὁ δὲ προφητεύων ἐκκλησίαν οἰκοδομεῖ. 5 θέλω δὲ πάντας ὑμᾶς λαλεῖν γλώσσαις, μᾶλλον δὲ ἵνα προφητεύητε· μείζων γὰρ ὁ προφητεύων ἢ ὁ λαλῶν γλώσσαις, ἐκτὸς εἰ μὴ διερμηνεύῃ, ἵνα ἡ ἐκκλησία οἰκοδομὴν λάβῃ.» 6 Οἱ Ἅγιοι Φιλάρετος, Νέας Ὑόρκης καί Ἀνδρέας, Νέου Ντιβέγιεβο Αὐτοί πού ἔχουν ἀξιωθεῖ τῆς θέας τοῦ Θεοῦ, ἤ τοὔλάχιστον βρίσκονται στό στάδιον τοῦ φωτισμοῦ ἀναγνωρίζονται ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐκλεγόμενοι ἀπό τόν λαόν τοῦ Θεοῦ, τό βασίλειον ἱεράτευμα, πού θά ποιμάνουν. Ἔχουν, πρῶτον, τό σύμψηφον τοῦ λαοῦ καί δεύτερον τοῦ κλήρου καί τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκολουθεῖ ἡ χειροτονία τους ὡς Ἐπισκόπων καί ἡ ἐγκατάστασή τους στήν ἐπισκοπήν γιά τήν ὁποίαν ἐξελέγησαν. Ἐπίσκοποι, κατά τά ἐκτεθέντα, ὀφείλει νά γίνονται ἐκεῖνοι πού συμμετέχουν στήν πληρότητα τῆς Πεντηκοστῆς. Ἐκεῖνοι πού εἶναι ἀληθινοί θεολόγοι μέ τήν οὐσιαστικήν ἔννοιαν τοῦ ὅρου, ἐκεῖνοι πού ἔχουν θέαν Θεοῦ, πού δέν θέτουν θεμέλιον τῆς θεολογίας τους καί τῆς διδασκαλίας τους κάποιαν μεταφυσικήν σκέψη ἤ κάποιον φιλοσοφικόν στοχασμόν περί Θεοῦ, ἀλλά εἶναι ἐκφραστές τῆς ἀσκητικῆς καί θεοπτικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή, ἀκριβῶς, γνωρίζουμε, ὅτι «Θεόν φράσαι ἀδύνατον, νοῆσαι δέ ἀδυνατότερον» κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Θεολόγον. Ἀπόστολος εἶναι ὁ ἑωρακώς τόν Χριστόν ἀναστημένον ἐν δόξῃ καί ὁ διάδοχός του εἶναι ὁ Προφήτης, ὁ ἔχων θέαν Θεοῦ, ὁ ἐπίσκοπος μέ τήν πνευματικήν καί τήν πλήρη θεολογικήν ἔννοιαν, πού εἶναι φορέας τῆς ὁλότητας τῆς Παραδόσεως, τῆς Ὀρθόδοξης Πίστεως καί τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἐπίσκοπος ὡς θεολόγος Ὁ Θεούμενος, ἤ ὁ βρισκόμενος τοὔλάχιστον στό στάδιον τοῦ θείου φωτισμοῦ δέν ἔχει κωλύματα ἱερωσύνης, ἀλλά δέν ἔχει καί κωλύματα, λόγῳ ἐλλείψεως θεμελιωδῶν θεολογικῶν γνώσεων καί ἀρχῶν τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, ὅπως τίς διατύπωσαν οἱ Πατέρες καί οἱ μεγάλοι Θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας: Ὅτι, τό κακόν δέν προέρχεται ἀπό τόν Θεόν. Ὅτι τό προπατορικόν ἁμάρτημα δέν συνίσταται στήν κληρονομίαν τῆς ἐνοχῆς τῶν Πρτοπλάστων. 7 Ὅτι δέν ἐπλήγη ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ μέ τήν παρακοήν τῶν Πρωτοπλάστων. Ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι τιμωρός, δέν ἐκδικεῖται, δέν ὀργίζεται καί δέν εἶναι ἐχθρός τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὅτι δέν εἶναι ὁ Θεός δέν δημιουργός τοῦ θανάτου. Ὅτι δέν ἱκανοποιεῖται ὁ Θεός οὔτε μέ δῶρα, οὔτε μέ τά ἔργα τῆς πεπτωκυίας ἀνθρωπίνης φύσεως, μέ τά ὁποῖα δῆθεν ἀποκαθίσταται ἡ τρωθεῖσα ἀπό τήν ἀποστασίαν δικαιοσύνην του. Ὅτι ἀντίκειται στήν φύσιν τοῦ Θεοῦ ἡ δημιουργία τῆς κολάσεως. Ὅτι δέν ὑπάρχει καθαρτήριον πῦρ. Ὅτι στήν παλιγεννεσίαν θά ἀποκατασταθεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύσις, ἀλλά ὄχι καί ἡ θέληση. Ὅτι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ Χριστοποίησή του, μέ τήν μετοχήν στήν δόξαν τοῦ Χριστοῦ. Ὅτι ἡ ἀκαδημαϊκή θεολογική σκέψη τοῦ 19ου καί τῶν ἀρχῶν μέχρι καί τῶν μέσων τοῦ 20ου αἰῶνα ἦταν βαθιά ἐπηρεασμένη ἀπό τήν Παπικήν θεολογίαν. Ἡ Νεστοριανική αἵρεση τῶν δύο ἁγιοτήτων τοῦ Χριστοῦ Ὄχι τόσον ὁ Ἀνδροῦτσος ὅσον, κυρίως, ὁ Τρεμπέλας ὑπῆρξαν θιασῶτες τῆς σχολαστικῆς θεολογίας τῶν Δυτικῶν. Ὁ Ἀνδροῦτσος ἦταν, βασικά, ἀντίθετος στόν Αὐγουστῖνον καί στόν Ἀκυνάτην. Ὡστόσον, πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅτι ὁ Ἀνδροῦτσος ἤδη, τό 1930. καταβαράθρωσε τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος μέ γνωμάτευσή του ὑπέρ τῆς «ὀρθοδοξίας» τοῦ Τρεμπέλα, μέ τήν ὁποίαν ἡ Ἑλλαδική Ἐκκλησία υἱοθέτησε συνοδικά τόν Νεστοριανισμόν, προκειμένου νά περισώσει τήν ὑπόληψη τοῦ Τρεμπέλα, ὥστε νά μήν καταδικαστεῖ ὡς αἱρετικός γιά τό δόγμα τῆς διπλῆς ἁγιότητας τοῦ Χριστοῦ 5 . Ὁ Τρεμπέλας κατηγορήθηκε γιά Νεστοριανισμόν ἀπό τούς Σωτήριον Κυριαζόπουλον καί Ἰωάννην Ἀρνέλον, οἱ ὁποῖοι κατέθεσαν ἔγγραφη μήνυση στήν Ἱεράν Σύνοδον, πού ζήτησε γνωμάτευση τοῦ Ἀνδρούτσου. Αὐτός κάλυψε τόν Τρεμπέλαν καί ἡ Σύνοδος ἀπέρριψεν τίς ὀρθές κατηγορίες ἐναντίον του. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδας οὐδέποτε ἀπέπτυσε τήν Νεστοριανικήν αὐτήν κακοδοξίαν, πού συνοδικά υἱοθετήθηκεν τό 1930. Ἀποτελεῖ μέχρι σήμερα τήν μοναδικήν «ὀρθόδοξη» ἐκκλησίαν»; πού υἱοθέτησε πλήρως Νεστοριανικήν διδασκαλίαν, μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, χωρίς αὐτή νά ἀναιρεθεῖ. Συγκεκριμένα, ὁ καθηγητὴς Παναγιώτης Τρεμπέλας τὸν περασμένον αἰῶνα δίδαξε τὴν αἵρεση, ὅτι ὁ Χριστὸς κατώρθωσε νὰ μὴν ἁμαρτήσει κατόπιν σκληροῦ ἀγῶνα! Δηλ. δέχονταν ὕπαρξη δύο ἁγιοτήτων στὸ Χριστὸν 6. Εἶναι αὐτὸ ποὺ δέχονταν καὶ ὁ Ν. Καζαντζάκης, γιὰ τοὺς "πειρασμοὺς" τοῦ Χριστοῦ! Τὴν κακοδοξίαν αὐτὴν τῶν «δύο ἁγιοτήτων» τοῦ Κυρίου κατήγγειλαν στὴν Σύνοδον τοῦ Νέου Ἡμερολογίου τὸ 1929 οἱ ἀνωτέρω Θεολόγοι. Ἡ Σύνοδος ἀνέθεσε στὸν καθηγητὴν Χρῆστον Ἀνδροῦτσον, νὰ μελετήσει τὴν καταγγελίαν, ὁ ὁποῖος ὑπέβαλεν σ’ αὐτὴν τὴν ἀπὸ 22 Μαΐου 1930 ἔκθεση, στὴν ὁποίαν μεταξὺ ἄλλων ἔλεγε: 5 Π. Τρεμπέλα, Ἰησοῦς ἀπό Ναζαρέτ, Ἀθῆνα 1928, ἐκδ. «Ζωή», σελ. 116-164 καί ἰδιαίτερα σελ. 134. 6 Π. Τρεμπέλα, Ἰησοῦς, ὁ ἀπὸ Ναζαρέτ, Ἀθῆνα, σελ. 134 καί 254. Βλ. Ἰδίου, Ἡ ἠθικὴ τελειότης τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸ ἀνθρώπινον, Ἀθῆναι 1930. 8 «Ἡ διάκρισις διπλῆς ἁγιότητος ἐν τῷ Ἰησοῦ Χριστῷ, θείας καὶ ἀνθρωπίνης, ἧς ἔχεται ὁ Π. Τρεμπέλας, οὐδὲν ἔχει τὸ δογματικῶς ἐπιλήψιμον. Ἀποδεχόμενοι οἱ πιστοὶ δύο θελήσεις ἐν τῷ Ἰησοῦ Χριστῷ, εἴμεθα ἠναγκασμένοι νὰ συναποδεχθῶμεν καὶ δύο ἁγιότητας, τὴν θείαν καὶ τὴν καθαρῶς ἀνθρωπίνην, διότι ἡ ἁγιότης οὖσα ἠθικὴ ἰδιότης ἀναφέρεται κυρίως καὶ κατ’ ἐξοχὴν εἰς τὴν θέλησιν. Ἀποδεχόμενοι δὲ ἐξ ἴσου τὸ ὑπὸ τῆς ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου διατυπωθὲν δόγμα, ὅτι ἐν τῇ ὑποστατικῇ ἑνώσει τῶν δύο φύσεων ἡ σὰρξ τοῦ Κυρίου θεουμένη λαμβάνει δῶρα ἐξ αὐτῆς, (τῆς ὑποστατικὴς ἑνώσεως), ἐννοοῦμεν φυσικῶς τὰ δῶρα τὰ προσιτὰ τῇ πεπερασμένῃ φύσει μέχρι τοῦ ὑψίστου καὶ ἐφικτοῦ βαθμοῦ ἐξικνούμενα, οὐχὶ δὲ καὶ θείας ἰδιότητας, δι’ ὧν αὕτη ἐξίσταται τῆς οἰκείας φύσεως. Ἡ ἁγιότης τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀνθρώπου δὲν δύναται νὰ ἐξισωθῆ πρὸς τὴν θείαν ἁγιότητα καὶ πηγὴν παντὸς ἀγαθοῦ... Οἱ περὶ τὰ θεολογικὰ ἀσχολούμενοι γινώσκουσιν, ὅτι οὐδεμία θεία ἰδιότης δύναται νὰ μεταδοθῆ εἰς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν αὐτήν, γιὰ τὸν ἁπλούστατον λόγον, διότι αὕτη μὲν εἶναι ἄπειρος, ἡ δὲ ἀνθρωπίνη φύσις πεπερασμένη...» Ἡ Σύνοδος τῆς κρατικῆς Ἐκκλησίας ἀποδέχτηκε τὴν κακόδοξη Ἔκθεση τοῦ καθηγητῆ Χρήστου Ἀνδρούτσου! Ἔτσι, κατέστη ἡ ἴδια αἱρετική!7 Ἀλλά, καὶ τὸ 1970, ποὺ ἡ Σύνοδος ὁλόκληρης τῆς Ἱεραρχίας τῆς Νεοημερολογίτικης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀφόρισε τὴν γνωστὴν Ἡγουμένην τῆς Κοζάνης Μαγδαληνήν, στὸ ἀφοριστικὸν ἔγγραφόν της, λέγει γιὰ τὴν Μαγδαληνὴν, ὅτι «....μονοφυσιτισμὸν ἐνόσησεν καὶ μονοθελητισμὸν καὶ μονοενεργητισμόν, μίαν αἰρετιζόντως ἐπὶ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας, Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἀντεισαγαγοῦσαν ἁγιότητα καὶ μίαν θέλησιν καὶ μίαν ἐνέργειαν». Ὑποστηρίζει, δηλ ἡ Ἱεραρχία τῆς Νεοημερολογίτικης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅτι δῆθεν ἡ Μαγδαληνὴ «ἀντεισήγαγεν» τὴν «μίαν ἁγιότητα» τοῦ Χριστοῦ! Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέχονταν τάχα πάντοτε τίς «δύο ἁγιότητες» τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἦρθε τώρα ἡ Ἡγουμένη Μαγδαληνή, καὶ «ἀντεισήγαγεν» τὴν «μίαν ἁγιότητα»! Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι μεγάλο ψέμμα! Ποτὲ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν δέχτηκε τὴν κακοδοξίαν αὐτὴν τῶν «δύο ἁγιοτήτων» τοῦ Χριστοῦ! Κανένας ἀπό τοὺς ἁγίους Πατέρες δὲν δίδαξεν κάτι τέτοιο! Ἀπεναντίας, μὲ τὰ ὅσα διδάσκουν, δέχονται τὴν «μίαν ἁγιότητά» Του! Καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι Μονοφυσιτισμός, ὅπως κακόδοξα διδάσκει ἡ Σύνοδος τοῦ Νέου Ἡμερολογίου. Ἡ κακοδοξία αὐτὴ ὑποστηρίχτηκε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1930 ἀπὸ τὴν Νέοημερολογίτικη Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τοὺς δύο καθηγητὲς τῆς θεολογίας! Ἡ Ὀρθόδοξή μας Ἐκκλησία, τό 1998 (29.09), ὑπό τόν ἀείμνηστον Ἀρχιεπίσκοπόν μας Χρυσόστομον τόν Β΄, ἀναθεμάτισεν τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλά καί ἐκφώνησε τό ἀνάθεμα: «τοῖς λέγουσι, ὅτι ὁ Χριστός εἶχεν δύο ἁγιότητας, θείαν τε καί ἀνθρωπίνην, καί ὅτι προέκοπτε ἡ ἀνθρωπίνη ἁγιότης Αὐτοῦ, ἀνάθεμα». 7 Σωτ. Κυριαζοπούλου, Οἱ αἱρετικοί, Ἀθῆναι 1934, σ.140. Καὶ «Ὀρθόδοξος Τύπος», 1.3.76! 9 Ἡ ληστρική ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης Ἡ ληστρική ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης δέν κατέγνωσε οὐδεμίαν ὑφισταμένην αἵρεση στίς μέρες μας, παραβιάζουσα προδήλως τόν λζ΄ Κανόνα τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων: «Δεύτερον τοῦ ἔτους σύνοδος γινέσθω, τῶν ἐπισκόπων καί ἀνακρινέτωσαν ἀλλήλως τά δόγματα τῆς εὐσεβείας καί τάς ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικάς ἀντιλογίας διαλυέτωσαν», πού ἔχει Οἰκουμενικήν ἐπικύρωση ἀπό τόν β΄ τῆς Ἕκτης καί τόν α΄ τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς. Κείμενον - διακήρυξη, μέ τό ὁποῖον λεπτομερῶς καί θεολογικά ἐξαντλητικά κατάδικάζουμε ὡς Ἕνωση Ὀρθοδόξων Ἐπιστημόνων καί ὡς τοπική Ἐκκλησία τῆς Πάτρας, ἀλλά καί ταυτόχρονα ἀναθεματίζουμε τίς ἀντίθετες πρός τά δόγματα καί τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας μας ἀποφάσεις τῆς ληστρικῆς ψευδοσυνόδου τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης, αἰτούμενοι καί τήν ἐκ μέρους τῆς Ἱερᾶς μας Συνόδου καταδίκην καί τόν ἀναθεματισμόν ὅλων τῶν ἀθέσμως καί ληστρικῶς ἀποφασισθέντων στήν ψευδο- «πανορθόδοξη» αὐτήν Σύνοδον. Στήν ἀπόφαση αὐτήν ὁδηγηθήκαμε, νομιμοποιούμενοι καί πνευματικῶς ὑποχρεούμενοι ἀπό τήν ἀπόφαση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τό 1848, καθότι κατά τούς Πατέρες μας: «παρ᾽ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν ποτὲ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ». Ὑποχρεούμαστε καί νομιμοποιούμαστε νά καταδικά-σουμε καί νά ἀναθεματίσουμε τίς ἀποφάσεις τῆς ληστρικῆς αὐτῆς Συνόδου, κατὰ τὴν Ε΄ Οἰκουμενικήν καὶ τὸν Ὅρον της, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖον, ἐάν δέν τό κάνουμε, εἴμαστε καὶ ἡμεῖς ὑπὸ ἀνάθεμα. Ὅπως εἶναι γνωστόν τοῖς πᾶσιν, δέν ἐπαφίεται τὸ δικαίωμα τῆς καταδίκης καὶ τοῦ ἀναθεματισμοῦ κάθε αἱρέσεως καὶ ἑτεροδιδασκαλίας μόνον στοὺς Ἀρχιερεῖς, ἀλλὰ ἐπιβάλλεται ὡς ὑποχρέωση σὲ ὅλους τούς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων καὶ πάντοτε, καὶ δὴ στοὺς ἱερεῖς, στούς κανονικούς καὶ στοὺς δοκοῦντας εἶναί τι, κατὰ τὸν Μέγαν Ὁμολογητὴν Θεόδωρον τόν Στουδίτην. Πόσον μᾶλλον αὐτὸ ἐπιβάλλεται ὡς ὑποχρέωση μετά ἀπὸ ἑκατὸν χρόνια Καινοτομίας καὶ βλασφημίας κατὰ τοῦ Παναγίου Πνεύματος, κατὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας καὶ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεώς μας. Πολύ περισσότερον ἔχουμε δικαίωμα, ἅμα καί ὑποχρέ-ωση ἀναθεματισμοῦ κάθε αἱρέσεως καί δή τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μετά τίς καταδικαστικές ἀποφάσεις 10 -τῆς Συνόδου τοῦ Μεγάλου Μητροπολίτου καί Ἁγίου Φιλαρέτου, τό 1983 στό Μόντρεαλ τοῦ Καναδᾶ, -μετά τήν καταδίκην τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὑπό τῆς Ἱερᾶς μας Συνόδου, τό 1998 ὑπό τόν μακαριστόν Ἀρχιεπίσκοπόν μας κυρόν Χρυσόστομον τόν Β΄, καί -μετά τήν ἀντίστοιχη καταδίκην τῆς Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας ὑπό τόν Μητροπολίτην Βλάσιον. Ἡ διδασκαλία τοῦ μεγάλου Ἁγίου μας Ἰωάννη τοῦ Μαξίμοβιτς εἶναι γιά τό θέμα μας, ἐπίσης, καταλυτική: Στούς ἔσχατους καιρούς κάθε πιστός Ὀρθόδοξος χριστιανός εἶναι ὑπεύθυνος γιά ὅλην τήν Ἐκκλησίαν!!! Πόσον μᾶλλον, ὅταν ὁ Οἰκουμενιστής «πατριάρχης» Βαρθολομαῖος μέ τούς συνυπογράψαντες τά ἄθεσμα ἀποφασισθέντα ἐν Κολυμπαρίῳ τῆς Κρήτης τά ἐπιβάλλει μέ ἐγκύκλιόν του ὡς ὑποχρεωτικά καί δεσμευτικά γιά ὅλη τήν Ὀρθοδοξίαν, ἀκόμη καί γι' αὐτούς ... πού δέν τά ὑπέγραψαν καί ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐκκλησιοποιήθηκε καί διακηρύ-χθηκε συνοδικά καί πανορθοδόξως. Ἐφ’ ὅσον ἐπανεμφανίζονται δημόσια οἱ διάφοροι αἱρε-τικοί Νεοημερολογίτες καί Οἰκουμενιστές καί λαμβάνουν καί πάλιν ἀποφάσεις, πού θίγουν τήν Ἱερή Παράδοση, τήν διδασκαλίαν καί τά δόγματα τῆς φιλτάτης Ὀρθοδοξίας μας, ὀφείλουμε, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλίαν τῶν ἁγίων Πατέρων μας, τήν πράξη καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁσάκις ἐμφανίζεται ἡ ἑτεροδιδασκαλία νά τήν καταδικάζουμε. Ὅσες φορές δηλαδή ἐμφανίζεται ἡ ἑτεροδιδασκαλία πού συνιστᾶ αἵρεση, ὀφείλουμε νά τήν καταδικάζουμε. Νά τήν στιγματίζουμε καί νά ἀναθεματίζουμε ὄχι μόνον τήν ἑτεροδιδασκαλίαν, ἀλλά καί τούς κηρύσσοντες αἱρετικά. Μέ τόν τρόπον αὐτόν: -διαφυλάσσουμε τήν ἅπαξ τοῖς ἁγίοις παραδοθεῖσαν Πί-στιν -προστατεύουμε τήν Ἐκκλησίαν μας καί τό ποίμνιόν μας, -ἀφυπνίζουμε ἐκείνους πού μένουν ἀκόμη σέ κοινωνίαν μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές, Λατινόφρονες καί Νεοημερολογίτες, καί -ἐμεῖς δέν ἀναθεματιζόμαστε ἀπό τήν Ε΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, πρᾶγμα πού θά συνέβαινε, ἐάν δέν ἀναθεματίζαμε τά ἀθέσμως ἀποφασισθέντα (καί στή συνέχειαν καί τούς αἱρε-τικούς κατά τό γράμμα καί τό πνεῦμα τῆς Συνόδου). Ἐφ’ ὅσον δέ κατά τήν Οἰκουμενικήν αὐτήν Σύνοδον ἐπιβάλλεται τό ἀνάθεμα, ἐπιβάλλεται καί κατά πᾶσας τάς Οἰκουμενικάς Συνόδους (κατά τόν πολύν Ἅγιον Ταράσιον)! Δέν εἶναι δηλ. ὀρθή ἡ θέση, πού ἀδοκίμως ὑποστηρίζεται ἀπό κάποιους, ὅτι ἐπειδή ἔχει ἤδη καταδικαστεῖ ὁ Οἰκουμενισμός τό 1998, τάχα δέν συντρέχει λόγος νά ξανα-καταδικαστεῖ αὐτός, παρά τό γεγονός, ὅτι γιά πρώτην φοράν ὁ Οἰκουμενισμός διακηρύσσεται παγκοσμίως σέ τέτοια ἔκταση ἀπό φερόμενη ὡς πανορθόδοξη σύνοδον πού ἐκκλησιοποιεῖ θεσμικά καί συνοδικά τήν αἵρεση. Ὁσάκις δηλ. τελεῖται ἔγκλημα, αὐτό ὀφείλει νά κατάδικάζεται. Ἐάν, γιά παράδειγμα, κάποιος τελέσει μία ποινικά κολάσιμη πράξη καί καταδικαστεῖ, καί κάποιος ἄλλος τελέσει τό ἴδιον ἔγκλημα ἀργότερα, δέν πρέπει τάχα, νά καταδικαστεῖ καί ὁ δεύτερος, ἐπειδή ἤδη ... καταδικάστηκε ὁ πρῶτος (;) καί μάλιστα, ὅταν διαδοχικῶς καί κατ’ ἐπανάληψιν τελοῦνται τά ἴδια ἤ παρόμοια ἐγκλήματα ὑπό τῶν διαδόχων τῶν πρώτων κατά-δικασθέντων, οὗτοι δέν θά καταδικάζονται, ἐπειδή καταδικάσθηκαν ἄλλοι πρίν ἀπό αὐτούς πού τέλεσαν τά ἴδια ἐγκλήματα ; ... Πόσον μᾶλλον ἀπαιτεῖται ὑπό πάντων τῶν Ἀρχιερέων μας, τῶν ἱερέων μας, τῶν μοναχῶν καί σύμπαντος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί νέα καταδίκη καί ἀναθεματισμός τῶν αἱρετικῶν, πού διαστρέφουν καί πάλιν τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν τά διακυβευόμενα μεγέθη τῆς Παρακαταθήκης τῆς Πίστεως, τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως εἶναι ἀσυγκρίτως πολυτιμότερα, ὡς θέματα ζωῆς αἰωνίου γιά μᾶς τούς ἰδίους, τά τέκνα μας καί τίς ἐπερχόμενες γενεές! Ἀπαιτεῖται, λοιπόν, πάντοτε, παντοῦ καί ὑπό πάντων ἡ καταδίκη, ὅπως ἐπιβεβαιώνεται, ἀπό τίς συνεχόμενες συνόδους, πού καταδίκασαν καί ἀναθεμάτισαν, 11 γιά παράδειγμα, τοὔλά-χιστον δεκαεπτά φορές τούς Παπικούς, (Λατίνους-Φράγκους), τό 867, τό 879, τό 1009, τό 1014 τό 1054 καί τοὔλάχιστον ἄλλες δώδεκα φορές, ὅπως ἀποδεικνύεται στό κείμενον τῆς Ἑνώσεως Ὀρθοδόξων Ἐπιστημονων τῆς Πάτρας, (πού δημοσιεύεται στή συνέχειαν). Δέν ἀρκοῦσε μόνον μία φορά ἡ καταδίκη τους; Γιατί ἐπανέρχονταν συνεχῶς οἱ θεοφόροι Πατέρες μας, παρά τίς ἐπανειλημμένες προηγούμενες καταδίκες τῶν Λατίνων; Ἡ ἀποτείχισή μας ἀπό τούς ψευδοδιδασκάλους καί ψευδοποιμένες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία εἶναι δικαίωμα, ἅμα καί ὑποχρέωση, πού παρέχεται σέ ὅλους τούς πιστούς ἀνεξαι-ρέτως, κανονικούς καί λαϊκούς, κατά τόν ιε΄ Ἱερόν Κανόνα τῆς ΑΒ΄ ἐπί Μεγάλου Φωτίου Συνόδου, ἤ μᾶλλον ἡ ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων, (ὑπό πάντων δηλ. τῶν κανονικῶν καί τῶν λαϊκῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος), θέση ἐκτός τῆς Ἐκκλη-σίας τῶν αἱρετικῶν τῆς «ἐκκλησίας» τῶν πονηρευομένων, κατά τόν Μέγαν Μάξιμον -ἀσφαλίζει μέν ἡμᾶς, -ἀλλά δέν εἶναι ὁλοκληρωμένη, -ἄν δέν ἀφυπνίσουμε καί ἄλλους -μέ τό κήρυγμα, -τόν προφορικόν καί -τόν γραπτόν λόγον, -μέ τήν γνωστοποίηση μέ κάθε μέσον συνεχῶς καί ἀδιαλείπτως τῶν θέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καί τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, -ἀλλά καί μέ τόν στιγματισμόν, μέ τήν συνεχόμενη καί ἐπαναλαμβανόμενη, ὅταν παρουσιάζεται ἡ αἵρεση καί πάλιν, καταδίκη καί τόν ἀναθεματισμόν τῆς ἑτεροδιδασκαλίας καί τῆς κηρυσσομένης αἱρέσεως, γιά τήν προστασία ἡμῶν καί τοῦ ποι-μνίου μας. Αὐτό ὀφείλει νά γίνεται ὄχι μόνον σέ ἀτομικόν ἐπίπεδον, ἀλλά καί συλλογικά, εὐκαίρως ἀκαίρως, ὑπό πάντων τῶν Ὀρθοδόξων, κατά τόν λόγον τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ὑπό τῶν Μοναστηρίων καί τῶν Ἐνοριῶν καί τοῦ συνόλου τῶν πιστῶν, δηλ. τοῦ Σώματος τῶν τῆς Ἐκκλησίας ὑπό πάντων δηλ. τῶν κανονικῶν τε καί τῶν λαϊκῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, . Συμπερασματικά: ἐάν ὁ λόγος εἶναι περί πίστεως, μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, «ἐσύ μήν πεῖς, ὅτι εἶσαι φτωχός καί δέν εἶσαι πλούσιος, ὅτι εἶσαι πρόβατον καί ὄχι ποιμένας. Οἱ λίθοι κεκράξονται, καί σύ σιωπηλός καί ἄφροντις;» Ἡ Ἁγία Στ΄ καί ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀναθεμα-τίζουν καί καταδικάζουν ὅλους τούς αἱρετικούς, ἀποφαινόμενες: «Ὅλοις τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα. Πᾶσιν τοῖς ἀντι-ποιουμένοις τά τῶν αἱρετικῶν, ἀνάθεμα˙ αὕτη ἡ πίστις τῶν Χριστιανῶν»! Καί ἐμεῖς ὡς τέκνα ὑπακοῆς, ἐπαναλαμβάνουμε ἁπλά, αὐτὰ τὰ ὁποῖα οἱ θεοφόροι Πατέρες πρῶτοι ἐξεφώνησαν, ὅταν, στὴν ἁγίαν Ζ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, ἐκφωνοῦν τὸ ἀνάθεμα καί γιὰ ὅλα τὰ πραχθησόμενα μετὰ τὴν ἁγίαν Ζ΄ Οἰκουμενικὴν καὶ πού εἶναι παρὰ τὴν ὑποτύπωσιν καὶ τὴν διδα-σκαλίαν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων. 12 Ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος κάνει διάγνωση τῆς ἤδη ἐπελθούσης σήψεως καί τῆς αὐτοαποκοπῆς τῶν αἱρετικῶν ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, τούς ὁποίους καί ἀναθεματίζει. (Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας, Τριώδιον, σελ. 146, ἔκδ. β΄ Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐν Ἀθήναις, 1993. Βλ. καί Ἰω. Ρωμανίδη, Δογματική, τόμος Β΄): "τοῖς οὖν ἀνεπιστρόφως τῇ πλάνῃ ταύτῃ κατεχομένοις, καί πρός πάντα λόγον θεῖον καί πνευματικήν διδασκαλίαν τά ὦτα βεβυσμένοις, ὡς ἤδη, λοιπόν, σεσηπόσι καί τοῦ κοινοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἀποτεμοῦσιν ἑαυτούς, ἀνάθεμα". Ἡ ληστρική ψευδοπανορθόδοξος Σύνοδος στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης καί οἱ συνοδικά διατυπωμένες αἱρετικές της διακηρύξεις Γιὰ ἐμᾶς τοὺς Γνησίους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς ἡ ἐκφώνηση τῶν ἀναθεμάτων γιὰ τὶς ἐτεροδιδασκαλίες καὶ τὶς αἱρέσεις δὲν εἶναι κάτι ξένο, καθότι κατ’ ἔτος ἐκφωνοῦμε τὰ ἀναθέματα κατά τῶν αἱρέσεων καί τῶν αἱρετικῶν, διαβάζοντας τὸ Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας μας, τὴν Κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐκεῖ, κατὰ τὴν προσταγὴν τῶν Πατέρων μας, ἀνα-θεματίζουμε ὅλους τούς αἱρετικοὺς διὰ μέσου τῶν αἰώνων μαζὶ μὲ τὸν πιστὸν λαόν μας, ποὺ ἐπικυρώνει τὶς 13 ἐκφωνήσεις τοῦ Ἀρχιερέως ἤ τοῦ ἱερέως, ἀπαντῶντας ὁμοφώνως: ἀνάθεμα, ἀνάθεμα, ἀνάθεμα. α. Δικαιούμαστε οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀναθεματίζουμε τίς ἀναφυόμενες αἱρέσεις ἤ αἱρέσεις πού ἐπανεμφανίζονται καί πού εἶναι καταδικασμένες στό παρελθόν; Στὴν περίπτωση τοῦ συνταχθέντος καί κατωτέρω παρατιθεμένου κειμένου γιά τήν καταδίκην καί τόν ἀναθεματισμόν τῶν ἀποφάσεων τῆς ληστρικῆς ψευδοσυνόδου τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης τό 2016, ὡς τέκνα ὑπακοῆς, ἐπαναλαμβάνουμε ἁπλά, αὐτὰ τὰ ὁποῖα οἱ θεοφόροι Πατέρες πρῶτοι ἐξεφώνησαν, ὅταν στὴν ἁγίαν Ζ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον ἐκφωνοῦν τὸ ἀνάθεμα γιὰ ὅλα τὰ πραχθησόμενα μετὰ τὴν ἁγίαν Ζ΄ Οἰκουμενικὴν καὶ πού εἶναι παρὰ τὴν ὑποτύπωσιν καὶ τὴν διδασκαλίαν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων. Συμφωνοῦμε μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, ὅτι ἤδη οἱ αἱρετικοὶ, Λατινόφρονες καί Οἰκουμενιστές, κατάραν ἐνεδύσαντο ὡς ἱμάτιον καὶ ὅτι βλασφημοῦν εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, κηρύσσοντας μὲ τὶς ἐτεροδιδασκαλίες τους, ὅτι τό Πανάγιον Πνεῦμα δὲν ἔλαλησεν ἀρτίως ἐν ταῖς Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις καὶ ἐν ταῖς διδασκαλίαις τῶν θεοφόρων Πατέρων μας, ἀναθέτοντας οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς εἰς ἡμᾶς, στόν πιστόν λαόν τοῦ Θεοῦ, στούς φύλακες καί ὑπερασπιστές τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ δικαίωμα αὐτὸ μὲ τήν Παν-ορθόδοξη ἀπόφανσή τους τὸ 18488. Καὶ ἂν δὲν τὸ κάνουμε, δηλ. νά καταδικάσουμε καί νά ἀναθεματίσουμε τίς ἀποφάσεις τῆς ληστρικῆς Συνόδου, κατὰ τὴν Ε΄ Οἰκουμενικήν καὶ τὸν Ὅρον της, εἴμαστε καὶ ἡμεῖς ὑπὸ ἀνάθεμα. Δὲν ἐπαφίεται τὸ δικαίωμα τῆς καταδίκης καὶ τοῦ ἀναθέματος κάθε αἱρέσεως καὶ ἐτεροδιδασκαλίας μόνον στοὺς Ἀρχιερεῖς, ἀλλὰ ἐπιβάλλεται ὡς ὑποχρέωση σὲ ὅλους τούς πιστοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ πάντοτε, καὶ δὴ στοὺς ἱερεῖς καὶ στοὺς δοκοῦντας εἶναί τι, κατὰ τὸν Μέγαν Ὁμολογητὴν Θεόδωρον τόν Στουδίτην. Πόσον μᾶλλον αὐτὸ ἐπιβάλλεται ὡς ὑποχρέωση μετά ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια Καινοτομίας καὶ βλασφημίας κατὰ τοῦ Παναγίου Πνεύματος, κατὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας καὶ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεώς μας. Πολύ περισσότερον ἔχουμε τό δικαίωμα ἀναθεματισμοῦ κάθε αἱρέσεως καί δή τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μετά τίς καταδικαστικές ἀποφάσεις τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου τό 1983 στό Μόντρεαλ τοῦ Καναδᾶ, μετά τήν καταδίκην τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὑπό τῆς Ἱερᾶς 8 «Ἅπαντες οὔν οἱ νεωτερίζοντες ἢ αἱρέσει ἢ σχίσματι, ἑκουσίως ἐνεδύθησαν, κατὰ τὸν ψαλμωδόν, "κατάραν ὡς ἱμάτιον" (Ψαλμ. ρη’,18), κἄν τε Πάπαι κἄν τε Πατριάρχαι, κἄν τε Κληρικοί, κἄν τε Λαϊκοὶ ἔτυχον εἶναι "κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ, ἀνάθεμα ἔστω, εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ᾽ ὃ παρελάβετε". Οὕτω φρονοῦντες οἱ Πατέρες ἡμῶν καὶ ὑπακούοντες εἰς τοὺς ψυχοσωτηρίους λόγους τοῦ Παύλου ἐστάθησαν σταθεροὶ καὶ ἑδραῖοι εἰς τὴν ἐκ διαδοχῆς παραδοθεῖσαν αὐτοῖς πίστιν καὶ διέσωσαν αὐτὴν ἄτρεπτον καὶ ἄχραντον διὰ μέσου τοσούτων αἱρέσεων, καὶ παρέδωκαν αὐτὴν εἰς ἡμᾶς εἰλικρινῆ καὶ ἀνόθευτον, ὡς ἐξῆλθεν ἄδολος ἀπὸ τοῦ στόματος τῶν πρώτων ὑπηρετῶν τοῦ Λόγου· οὕτω φρονοῦντες καὶ ἡμεῖς, ἄδολον, ὡς παρελάβομεν, μετοχετεύσομεν αὐτὴν εἰς τὰς ἐπερχομένας γενεάς, μηδὲν παραμείβοντες, ἵνα ὦσι κακεῖνοι ὡς καὶ ἡμεῖς εὐπαρουσίαστοι καὶ ἀκαταίσχυντοι, λαλοῦντες περὶ τῆς τῶν προγόνων ἡμῶν πίστεως... (17) ...Ἔπειτα παρ᾽ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν ποτὲ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ.» 14 μας Συνόδου τό 1998 ὑπό τόν μακαριστόν Ἀρχιεπίσκοπόν μας κυρόν Χρυσόστομον τόν Β΄ καί μετά τήν ἀντίστοιχη καταδίκην τῆς Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας ὑπό τόν Μητροπολίτην Βλάσιον. Ἡ διδασκαλία τοῦ μεγάλου Ἁγίου μας Ἰωάννη τοῦ Μαξίμοβιτς εἶναι γιά τό θέμα μας, ἐπίσης, καταλυτική: Στούς ἔσχατους καιρούς κάθε πιστός Ὀρθόδοξος χριστιανός εἶναι ὑπεύθυνος γιά ὅλην τήν Ἐκκλησίαν!!! Πόσον μᾶλλον ὅταν ὁ Οἰκουμενιστής «πατριάρχης» Βαρθολομαῖος μέ τούς συνυπογράψαντες τά ἄθεσμα ἀποφασισθέντα ἐν Κολυμπαρίῳ τῆς Κρήτης τά ἐπιβάλλει μέ ἐγκύκλιόν του ὡς ὑποχρεωτικά καί δεσμευτικά γιά ὅλη τήν Ὀρθοδοξία, ἀκόμη καί γι' αὐτούς ... πού δέν τά ὑπέγραψαν. β. Ὑπάρχει ἀνάγκη νά γίνει ἡ καταδίκη καί ὁ ἀναθεματισμός καί πάλιν αὐτῶν, ἀπό τούς ὁποίους ἔχουμε ἀποτειχισθεῖ καί τούς θεωροῦμε ἐκτός Ἐκκλησίας; Στό ἐρώτημα αὐτό πρέπει νά σημειωθοῦν τά ἑξῆς: Ἐφ’ ὅσον ἐπανεμφανίζονται δημόσια οἱ διάφοροι αἱρετικοί καί λαμβάνουν ἀποφάσεις πού θίγουν τήν Ἱερή Παράδοση, τήν διδασκαλίαν καί τά δόγματα τῆς φιλτάτης Ὀρθοδοξίας μας, ὀφείλουμε, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων μας, τήν πράξη καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁσάκις ἐμφανίζεται ἡ ἑτεροδιδασκαλία νά τήν καταδικάζουμε. Ὅσες φορές δηλ. ἐμφανίζεται ἡ ἑτεροδιδασκαλία πού συνιστᾶ αἵρεση, ὀφείλουμε νά τήν καταδικάζουμε. Νά τήν στιγματίζουμε καί νά ἀναθεματίζουμε ὄχι μόνον τήν ἑτεροδιδασκαλίαν, (ἀλλά καί τούς κηρύσσοντες αἱρετικά). Μέ τόν τρόπον αὐτόν προστατεύουμε τήν Ἐκκλησίαν μας, τό ποίμνιόν μας, ἀλλά καί ἀφυπνί-ζουμε ἐκείνους πού μένουν ἀκόμη σέ κοινωνίαν μέ τούς αἱρετικούς. Ὁσάκις δηλ. τελεῖται ἔγκλημα, αὐτό πρέπει νά κατάδικάζεται. Ἐάν, γιά παράδειγμα, κάποιος τελέσει μία ποινικά κολάσιμη πράξη καί καταδικαστεῖ, καί κάποιος ἄλλος τελέσει τό ἴδιο ἔγκλημα ἀργότερα δέν πρέπει τάχα νά καταδικαστεῖ καί ὁ δεύτερος, ἐπειδή ἤδη ... καταδικάστηκε ὁ πρῶτος; (!) Πόσον μᾶλλον ἀπαιτεῖται ὑπό πάντων καί νέα καταδίκη καί ἀναθεματισμός τῶν αἱρετικῶν πού διαστρέφουν τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν τά διακυβευόμενα μεγέθη τῆς Παρακαταθήκης τῆς Πίστεως καί τῶν δογμάτων εἶναι ἀσυγκρίτως πολυτιμότερα ὡς θέματα ζωῆς αἰωνίου! Ἀπαιτεῖται, λοιπόν, πάντοτε ἡ καταδίκη, ὅπως ἐπιβεβαιώνεται, ἀπό τίς συνεχόμενες συνόδους πού καταδίκασαν, γιά παράδειγμα, τοὔλάχιστον δεκαεπτά φορές τούς Παπικούς (Λατί-νους-Φράγκους, τό 867, τό 879, τό 1009, τό 1014, τό 1054 καί στήν συνέχειαν ἄλλες δώδεκα φορές). Δέν ἀρκοῦσε μόνον μία φορά ἡ καταδίκη τους; Γιατί ἐπανέρχονταν συνεχῶς οἱ θεοφόροι Πατέρες μας, παρά τίς συνεχόμενες προηγούμενες καταδίκες τους; Ἡ ἀποτείχισή μας, ἡ ὁποία εἶναι δικαίωμα πού παρέχεται σέ ὅλους τούς πιστούς ἀνεξαιρέτως, κατά τόν ιε΄ τῆς ΑΒ΄ ἐπί Μεγάλου Φωτίου Συνόδου ἤ μᾶλλον ἡ ἀποτείχιση, δηλ. ἡ θέση ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας τῶν αἱρετικῶν, ὑπό πάντων, τῶν Κανονικῶν καί τῶν λαϊκῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀσφαλίζει μέν ἡμᾶς, ἀλλά δέν εἶναι ὁλοκληρωμένη, -ἄν δέν ἀφυπνίσουμε καί ἄλλους μέ τό κήρυγμα, τόν προφορικόν καί τόν γραπτόν λόγον, μέ τήν γνωστοποίηση μέ κάθε μέσον συνεχῶς καί ἀδιαλείπτως τῶν θέσεων τῆς Ἐκκλησίας μας καί τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, -ἀλλά καί μέ τόν στιγματισμόν τῆς ἑτεροδιδασκαλίας καί τῆς κηρυσσομένης αἱρέσεως. Αὐτό ὀφείλει νά γίνεται ὄχι μόνον σέ ἀτομικό ἐπίπεδο, ἀλλά καί συλλογικά, εὐκαίρως - ἀκαίρως, ὑπό πάντων τῶν Ὀρθοδόξων, κατά τόν λόγον τοῦ Ἀποστόλου καί τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων Μοναστηρίων καί τῶν Ἐνοριῶν συλλογικά, καί ὅλων τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας. Συμπερασματικά: ἐάν ὁ λόγος εἶναι περί πίστεως, μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἐσύ μήν πεῖς, ὅτι εἶσαι φτωχός καί δέν εἶσαι πλούσιος, ὅτι εἶσαι πρόβατο καί ὄχι ποιμένας. Οἱ λίθοι κεκράξονται, καί σύ σιωπηλός καί ἄφροντις; 15 Τά τεκμήρια τῆς προδοτικῆς ψευδοσυνόδου τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης Μέ τόν ὅρον «Οἰκουμενισμός» ἐννοεῖται ἡ παναίρεση, ἡ ὁποία ἐπιδιώκει μία τεχνητή, ἐξωτερική, ἕνωση διαφορετικῶν θρησκευτικῶν πίστεων, ὄχι μέ ἐπιστροφήν τῶν αἱρετικῶν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίαν, τήν μόνην Ἐκκλησίαν, ἀλλά μέ ἀμοιβαῖες θεολογικές ὑποχωρήσεις, τόσον τῆς Ὀρθοδοξίας ὅσον καί τῶν «χριστιανῶν» αἱρετικῶν ἤ, στήν πράξη ἤδη, καί τῶν ἀλλο-θρήσκων, ὥστε νά μειωθοῦν ὅλοι σέ ἕνα – τό κατά δύναμιν – κοινά ἀποδεκτόν παρονομαστήν θρησκευτικῆς πίστεως ἤ πρακτικῆς. Ἡ αἵρεση αὐτή ἐπικαλύπτεται μέ τήν πρόφαση τῶν «θεολογικῶν διαλόγων», τῶν οὐνιτικῶν συλλείτουργων, τῶν κοινῶν μυστηριακῶν τελετῶν παγκοσμίως καί τῶν συμπροσ-ευχῶν μέ τούς προαιωνίους αἱρετικούς. Ὀφείλει πρωτίστως νά γίνει ξεκάθαρο, ὅτι «αἵρεση» συνίσταται στήν ἐντός τοῦ χώρου τοῦ Χριστιανισμοῦ παραμικρή ἔστω ἀπόκλιση ἀπό τά Ὀρθόδοξα Δόγματα, καί ὄχι, ὅπως λένε οἱ Οἰκουμενιστές (π.χ. ὁ «μητροπολίτης» Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας), στήν ἀπόκλιση μόνον ἀπό τά βασικά δόγματα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως (τοῦ «Πιστεύω»). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός διδάσκει, ὅτι «ὅποιος δέν πιστεύει ὅπως ἡ Παράδοση τῆς Καθολικῆς [δηλ. Ὀρθοδόξου] Ἐκκλησίας εἶναι ἄπιστος»9 , ἐνῷ καί ὁ Βυζαντινός Νομικός Κώδικας συνοψίζοντας τήν κοινήν ἀντίληψη αὐτή ὅλων τῶν Ἁγίων Πατέρων διακηρύσσει, ὅτι «εἶναι αἱρετικός αὐτός πού παρεκκλίνει ἔστω καί λίγο ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Πίστη10 .  Ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης ἀποδέχθηκε τόν ὅρον «Ἐκκλησία» γιά τούς αἱρετικούς. Ἡ ἐκκλησιοποίηση τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Τό ἐπίμαχον κείμενον τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου, («Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»), ὀνομάζει τίς χριστιανικές αἱρέσεις «Ἐκκλησίες»: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, πού δέν εὑρίσκονται σέ κοινωνίαν μέ αὐτήν» (παρ. § 6). Αὐτό ἔρχεται σέ εὐθεῖαν ἀντίθεση μέ τό Σύμβολον τῆς Πίστεως, ὅπου ὁμολογεῖται ἡ πίστη μας «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν»· στό «Πιστεύω» θεωρεῖται αὐτονόητο, σέ συνάρτηση μέ τήν Ἁγίαν Γραφήν καί τήν Ἱερή μας Παράδοση, ὅτι στήν Μίαν Ἐκκλησίαν μας αὐτή ὑπάρχει «ἕνας Κύριος, μία Πίστη, ἕνα Βάπτισμα» (Πρός Ἐφεσίους 4, 5). Ἀντιθέτως, αὐτοί τούς ὁποίους τό Κολυμπάρι ὀνόμασε «Ἐκκλησίες» (Μονοφυσῖτες, Παπικοί, Προτεστάντες κ.ἄ.) ἔχουν δόγματα κατά-δικασμένα ὡς αἱρετικά ἐπί αἰῶνες ἀπό τήν Ἐκκλησίαν μας, ἀπό τό 451 ἕως τό 879 καί ἕως τό 1895, (ἄρα δέν ἔχουμε «μία πίστη», τήν ἴδια – γι’ αὐτό ἄλλωστε λέγονται καί ἑτερόδοξοι, «ἑτέρου δόγματος»). Ἔχουν ἀκόμη καί ἄλλες φοβερές διαστρεβλώσεις τῆς Πίστεως καί τῆς Παραδόσεως, ὅπως διαφορετικόν τρόπον «βαπτίσματος»-ράντισμα, δῆθεν νοητήν ἐπιφοίτηση κ.ἄ. 9 PG 94, 1128a. 10 Ράλλη-Ποτλῆ, Α΄ 261. 16 Ἀπό τούς Οἰκουμενιστές προβλήθηκε ἡ δικαιολογία, ὅτι ἡ λέξη αὐτή («Ἐκκλησία») εἶναι ἐδῶ «προσφώνηση εὐγενείας» ἤ «τεχνικός ὅρος» καί δέν ἔχει τήν κυριολεκτικήν της σημασίαν. Ὅμως αὐτό εἶναι ἀναληθές; Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἐπισήμαναν, ὅτι πρέπει νά ἀναζητᾶμε τό νόημα πού κρύβουν οἱ αἱρετικοί πίσω ἀπό μία διφορούμενη ἤ ἐπιφανειακῶς σωστήν ὁρολογία 11 . Οἱ ὑπόλοιπες ἀποφάσεις τοῦ Κολυμπαρίου, ὅπως θά ἀποδείξουμε στήν θεολογικήν ἀνάλυσή μας, δείχνουν, ὅτι τά μέλη τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου πιστεύουν, ὅτι στίς αἱρέσεις ἐνεργεῖται ἡ σωτηρία· συνεπῶς δέν τίς θεωροῦν αἱρέσεις, ἀλλά «Ἐκκλησίαν», ἔστω καί «διαφορετικήν» ἤ «κάπως ἐλλιπῆ». Ἐπίσης, ἀκόμη καί ἄν δεχθοῦμε, ὅτι ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» χρησιμοποιήθηκε ὡς «προσφώνηση εὐγενείας» ἤ «τεχνικός ὅρος», καταχρηστικῶς, καί πάλιν αὐτό ἀποδεικνύει αἱρετικόν φρόνημα, διότι οἱ Ἅγιοι Πατέρες προειδοποιοῦν, ὅτι οἱ αἱρετικοί προσπαθοῦν νά «θολώνουν» τήν ὁρολογίαν, ἐνῷ οἱ Ὀρθόδοξοι προσπαθοῦν πάντοτε νά τήν διαλευκαίνουν καί νά τήν κάνουν «μονοσήμαντη», ὥστε νά μή ξεγελῶνται οἱ ἀκατάρτιστοι12.  Τό Κολυμπάρι ἀποδέχθηκε τήν «Δήλωση τοῦ Τορόντο» Στό ἐπίμαχον κείμενον τοῦ Κολυμπαρίου («Σχέσεις…») ἀναφέρεται ὀνομαστικά καί ἐπαινετικά ἡ «Δήλωση τοῦ Τορόντο», ἕνα κείμενον πού συμφωνήθηκε τό 1950 ἀπό τούς Ὀρθοδόξους καί τά ὑπόλοιπα μέλη τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» (τοῦ ΠΣΕ, -τοῦ Σατανᾶ-, πού ἱδρύθηκε τό 1948, ὅπου συμμετέχουν Ὀρθόδοξοι, Προτεστάντες καί Μονοφυσίτες). Λέγεται στό κείμενον τοῦ Κολυμπαρίου (παρ. § 19) ὅτι: «Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες-μέλη […] ἔχουν βαθειά τήν πεποίθηση, ὅτι οἱ ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto […] εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας γιά τήν Ὀρθόδοξη συμμετοχήν στό Συμβούλιον», δηλ. στό ΠΣΕ. Στήν «Δήλωση τοῦ Τορόντο», λέγεται μεταξύ ἄλλων πλανῶν, ὅτι: «Οἱ Ἐκκλησίες-μέλη ἀναγνωρίζουν, ὅτι τό νά ἀποτελεῖ κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιό περιεκτικόν ἀπό τό νά ἀποτελεῖ μέλος τῆς δικῆς του Ἐκκλησίας» (κεφ. 4, § 3). Συνεπῶς, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν περιορίζεται ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά ὑπάρχει «Ἐκκλησία» (δηλ. σωτηρία!) καί ἐκτός Ὀρθοδοξίας, στόν χῶρον τῆς αἱρέσεως, σύμφωνα μέ τήν «Δήλωση τοῦ Τορόντο».  Τό Κολυμπάρι ἐπικύρωσε τίς αἱρέσεις τῶν Συνάξεων Πόρτο Ἀλέγκρε, Πουσάν, Μπαλαμάντ κ.ἄ. Τό Κολυμπάρι, μέσῳ τοῦ ἰδίου παραπάνω κειμένου («Σχέσεις…»), ἐπαινεῖ τούς μέχρι τώρα θεολογικούς διαλόγους Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, διότι λ.χ. «ἐκτιμᾷ θετικῶς τά θεο-λογικά κείμενα πού ἐκδόθηκαν ἀπό αὐτήν [τήν σχετικήν Ἐπιτροπήν τοῦ ΠΣΕ…], τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀξιόλογον βῆμα στήν Οἰκουμενικήν Κίνηση γιά τήν προσέγγιση τῶν Χριστιανῶν» (παρ. § 21). 11 Μ. Ἀθανάσιος, PG 25, 545c, 560ab. 12 Μ. Ἀθανάσιος, PG 25, 561a & PG 26, 773d-776a. 17 Ἡ ἔμμεση αὐτή ἐπικύρωση, ἀκόμη καί ἄν δέν κατονομάζει τίς εἰδικότερες θέσεις τῶν κειμένων αὐτῶν, ὅμως τά ἐπικυρώνει συλλογικῶς. Ἄλλωστε, μή ξεχνᾶμε, ὅτι οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι Πενθέκτη (β΄ Κανών) καί Ἑβδόμη (α΄ Κανών) ἔδωσαν οἰκουμενικόν κῦρος στούς ἱερούς Κανόνες τῶν Τοπικῶν Συνόδων, χωρίς νά ἀναφέρονται λεπτομερῶς σέ αὐτούς. Μιά προσεκτική ματιά δείχνει, τί ἀπαράδεκτα καί αἱρε-τικά ἔχουν γραφεῖ, δυστυχῶς, στά σημαντικότερα ἀπό τά κείμενα τῶν «Θεολογικῶν Διαλόγων». Τό κείμενον τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε (ΠΣΕ, Βραζιλία, 2006) λέγει (παρ. §§ 6-7), ὅτι «Κάθε Ἐκκλησία [εἴτε ἡ Ὀρθόδοξη εἴτε οἱ προτεσταντικές κ.λπ. τοῦ ΠΣΕ] εἶναι ἡ Καθολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὄχι ὁλόκληρη. Κάθε Ἐκκλησία ἐκπληρώνει τήν Καθολικότητά της, ὅταν εὑρίσκεται σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες […] Ὁ ἕνας χωρίς τόν ἄλλον εἴμαστε πτωχευμένοι», καί ὅτι (§5) «ἐνδέχεται νά ὑπάρχουν νόμιμα διαφορετικές διατυπώσεις τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας», δηλαδή δέν βλάπτει ἡ διαφοροποίηση τῶν δογμάτων! Τό κείμενον τοῦ Πουσάν, (ΠΣΕ, Νότιος Κορέα, 2013), λέγει μεταξύ πολλῶν ἄλλων πλανῶν, ὅτι «μετανοοῦμε γιά τίς διαιρέσεις μεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν μας καί ἐντός αὐτῶν», οἱ ὁποῖες ὑπονομεύουν «τή μαρτυρία μας γιά τό εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (παρ. § 14). Μέ ἄλλα λόγια, μετανοοῦμε πού οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἔσωσαν ἀπό τίς αἱρέσεις, ἀποκόπτοντάς τις ἀπό τήν Ἐκκλησίαν! Ἡ Συμφωνία τοῦ Balamand, (Λίβανος, 1993), μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν Παπικῶν, λέγει (παρ. §§ 13-14) ὅτι: «Καί ἀπό τίς δύο πλευρές ἀναγνωρίζεται, ὅτι αὐτό πού ὁ Χριστός ἐμπιστεύθηκε στήν Ἐκκλησία Του […] δέν μπορεῖ νά θεωρεῖται σάν ἰδιοκτησία τῆς μιᾶς μόνον ἀπό τίς Ἐκκλησίες μας. Στά πλαίσια αὐτά εἶναι προφανές, ὅτι κάθε εἴδους ἀναβαπτισμός ἀποκλείεται». Ἐπίσης, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη καί ἡ Καθολική Ἐκκλησία ἀναγνωρίζονται ἀμοιβαία ὡς “ἀδελφές Ἐκκλησίες”, ὑπεύ-θυνες ἀπό κοινοῦ γιά τήν διατήρηση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ στήν πιστότητα πρός τό Θεῖο Σχέδιο, πολύ ἰδιαίτερα δέ σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν ἑνότητα»· ἀλλοῦ διακηρύσσεται (παρ. § 30) ὅτι «οἱ εὐθῦνες γιά τόν χωρισμόν εἶναι μοιρασμένες» μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν! Παρά ταῦτα, ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου (ὡς μιά «καθώς πρέπει» (“decent”) αἱρετική Σύνοδος) διακήρυξε παραπλανη-τικῶς, ὅτι «οἱ διάλογοι πού διεξάγονται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οὐδέποτε σήμαιναν, οὔτε σημαίνουν καί δέν πρόκειται νά σημάνουν ποτέ ὁποιονδήποτε συμβιβασμό σέ ζητήματα πίστεως. Οἱ διάλογοι αὐτοί εἶναι μαρτυρία περί τῆς Ὀρθοδοξίας» (!) (Ἐγκύκλιος, VII, § 20) Ἐάν ὅλα τά ἀνωτέρω δέν εἶναι συμβιβασμός καί προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, τότε, τί εἶναι συμβιβασμός καί τί προδοσία;  Ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ἀρνήθηκε τήν ἱεραποστολήν μας στούς αἱρετικούς Στό ἴδιο κείμενον τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου, γράφεται, ὅτι οἱ διάλογοι διεξάγονται, ἐνῷ ταυτοχρόνως «ἀποκλείεται κάθε πράξη προσηλυτισμοῦ, οὐνίας ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνέργειας ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ» (παρ. § 23). 18 Ἄς προσεχθεῖ ἐδῶ, ὅτι δέν γίνεται λόγος περί «βιαίου προσηλυτισμοῦ» (“forcible conversion”), ἄρα ἐννοεῖται καί ἡ ἁπλῆ προσπάθειά μας νά φέρουμε κάποιον στήν Ὀρθοδοξίαν. Μάλιστα, ἡ προσθήκη τῆς φράσεως «κάθε ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ», καθιστᾷ καταφανές, ὅτι ἀπαρνούμαστε γενικῶς τό καθῆκον νά ὁδηγοῦμε τούς ἄλλους στήν Ὀρθοδοξίαν, ἐπικρί-νοντας τίς αἱρέσεις τους κ.λπ.! Ἀντιθέτως, οἱ θεόπνευστοι ἱεροί Κανόνες ἐπιτάσσουν, ὅτι ὅποιος Ἐπίσκοπος δέν προσπαθεῖ νά μεταστρέψει τούς αἱρετικούς στήν Ὀρθοδοξίαν πρέπει νά τιμωρεῖται (Κανόνες Καρθαγένης ρλα΄ καί ρλβ΄).  Ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ἀρνήθηκε τήν ὀρθόδοξη ἀντιρρητικήν θεολογίαν τῆς τελευταίας χιλιετίας Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ Στῦλος γεγονώς Ὀρθοδοξίας, θε-ωρεῖ προβληματικήν ὁποιανδήποτε Σύνοδον δέν συντελεῖ στήν ἐπίλυση εἴτε κάποιου ἐπείγοντος λειτουργικοῦ θέματος εἴτε κάποιας αἱρέσεως, καί προσθέτει: «Οἱ σύνοδοι, ὅμως, πού τώρα ὑποκινοῦνται ἀπό αὐτούς, ποιά εὔλογη αἰτία ἔχουν; Ἄν μέν ἔχει προκύψει κάποια ἄλλη νεότερη αἵρεση […] νά ποῦν, ποιές εἶναι οἱ ἐπινοήσεις στήν ὁρολογία καί ποιοί οἱ εἰσαγωγεῖς της»13 . Ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου δέν εἶχε οὔτε τήν ἀγάπη οὔτε τήν φώτιση, γιά νά ἐπιλύσει τό Νεοημερολογιτικό πρόβλημα· καί δέν καταδίκασε τίς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ἤ πολύ περισσότερον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος τίς περιλαμβάνει καί τίς ἀθωώνει ὅλες.· Δέν ἐπικύρωσε οὔτε δέχθηκε ὡς 8η καί 9η Οἰκουμενικές τίς σχετικές προ-ηγηθεῖσες Συνόδους τοῦ 879-880 καί τῶν μέσων τοῦ 14ου αἰῶνος (Ἡσυχαστικές). Ταιριάζει σχετικῶς τό τοῦ Μ. Ἀθανασίου: «Αὐτοί πού ἀπαξιώνουν τήν Σύνοδον πού ἔγινε ἐναντίον της [τῆς αἱρέσεως], δηλαδή ἐκείνην τῆς Νικαίας, τί ἄλλο θέλουν ἀπό τό νά ἐπικρατήσουν τά φρονήματα τοῦ [αἱρετικοῦ] Ἀρείου; Γιά ποιό ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἄξιοι, λοιπόν, παρά νά καλοῦνται Ἀρειανοί καί νά ἔχουν τό ἴδιον ἐπιτίμιο μέ ἐκείνους;»14 Ἑπομένως, καί στήν ἐποχήν του, ὅπως καί σήμερα, οἱ αἱρετικοί δέν ἐπιδίωκαν τήν καταδίκην τῆς Ὀρθοδόξου Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, ἀλλά τήν σιωπηλήν προσπέραση-ἀντικατάστασή της καί τοῦ Συμβόλου της ἀπό ἄλλην, αἱρετικήν, σύνοδον καί ἀπό διφορούμενο σύμβολο πίστεως15. Καί ἐδῶ ἀντιστοίχως, ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ὄχι μόνον ἀπέφυγε ἐπιμελῶς νά καταδικάσει τίς πρόσφατες αἱρέσεις, ἀλλά ἐπιπλέον τίς ὀνόμασε καί «ἐκκλησίες», καί ἔτσι διαρρήδην ἀποδεικνύεται ἐξ ἴσου αἱρετική, ἀφοῦ ἐκκλησιοποίησε συνοδικά τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ! Ἀναλυτικότερα: Τονίζεται ἀπό διάφορους λεγόμενους συντηρητικούς Νεοημερολογίτες, ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῆς λεγομένης ἀντιπροσωπείας τῆς «ἐκκλησίας» τῆς Ἑλλάδος στήν λεγομένην «Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον», στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης, καί ἀπό ἐμᾶς βεβαίως, εἶναι ἀποφάσεις ληστρικῆς Συνόδου. Ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς φερομένης ὡς «ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», τονίζουν διάφοροι λεγόμενοι «συντηρητικοί» ἐπίσκοποι, ἦταν ἐντολοδόχος τοῦ «σώματος τῆς 13 PG 26, 689a. 14 PG 26, 1032a. 15 Μ. Ἀθανάσιος, PG 25,549a-c & 26, 808d 19 Ἱεραρχίας» καί ὄφειλε μέχρι τό τέλος νά καταθέσει τήν ἐντολήν πού πῆρε, χωρίς καμμίαν παθογένειαν. Δέν εἶχε καμμίαν ἐξουσιοδότηση νά μεταβάλει τό περιεχόμενον τῆς ἐντολῆς καί οἱ αἰτιολογίες πού ἀκούσθηκαν, ὅτι δῆθεν οἱ παρόντες στήν Σύνοδον ψήφισαν καί ὅτι ἔπρεπε νά συνταχθοῦν μέ τήν ὁμοφωνίαν τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι χωρίς ἔρεισμα, διότι ἀφ’ ἑνός ἡ ἀντιπροσωπεία ἀσφαλῶς ψήφισεν, ἀλλά ὄφειλε νά ψηφίσει ἐντός καί μόνον τῆς ἐντολῆς πού εἶχεν, καί ἀφ’ ἑτέρου, διότι μία Ἐκκλησία μποροῦσε νά ὑποβάλει πρόταση, γιά τήν διόρθωση τῶν ψηφισθέντων ἀπό τούς Προκαθημένους κειμένων καί ἄν δέν γινόταν δεκτή, καταγραφόταν στά Πρακτικά, μή θεωρουμένης τῆς προτάσεως ὡς δια-σπαζούσης τήν ὁμοφωνίαν (Ἀντορθόδοξον σκεπτικόν καί αἱρετικόν, χωρίς καμμίαν ἀμφιβολίαν…) Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἀποδέχεται στό κείμενον «Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» τόν ὅρον «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες», ἐπειδή ὁ ὅρος εἶναι ἀντιφατικός καί ἀπαράδεκτος θεολογικά, διότι, ἄν μιλᾶμε περί Ἐκκλησίας, αὐτή δέν μπορεῖ νά εἶναι ἑτερόδοξη καί ἄν μιλᾶμε περί ἑτεροδόξου αὐτή δέν μπορεῖ νά εἶναι Ἐκκλησία, μέ τήν θεολογικήν ἔννοιαν τοῦ ὅρου. Ὁ ὁρισμός τῆς Ἐκκλησίας μᾶς δίνεται ἀπό τόν ἴδιον τόν Δομήτορά Της μέ τό ἀψευδέστατο στόμα Του, τόν οὐρανοβάμονα θεῖον Παῦλον, ὁ ὁποῖος στήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολήν του (Α΄ 17-23) μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι: «ἵνα ὁ Θεὸς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ πατὴρ τῆς δόξης, δῴη ὑμῖν πνεῦμα σοφίας καὶ ἀποκαλύψεως ἐν ἐπιγνώσει αὐτοῦ, πεφωτισμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας ὑμῶν, εἰς τὸ εἰδέναι ὑμᾶς τίς ἐστιν ἡ ἐλπὶς τῆς κλήσεως αὐτοῦ, καὶ τίς ὁ πλοῦτος τῆς δόξης τῆς κληρονομίας αὐτοῦ ἐν τοῖς ἁγίοις, καὶ τί τὸ ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς τοὺς πιστεύοντας κατὰ τὴν ἐνέργειαν τοῦ κράτους τῆς ἰσχῦος αὐτοῦ, Ἣν ἐνήργησεν ἐν τῷ Χριστῷ ἐγείρας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν, καὶ ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως καὶ κυριότητος καὶ παντὸς ὀνόματος ὀνομαζομένου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ μέλλοντι· καὶ πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ, καὶ αὐτὸν ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ, τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου». Συνεπῶς εἶναι ἀδύνατη ἡ ὕπαρξη ἑτεροδόξου ἐκκλη-σίας, ὅπως εἶναι ἀδύνατη ἡ ὕπαρξη ἑτεροδόξου Χριστοῦ. Εἶναι παραλογισμός νά ἔχεται ἀληθείας ταυτόχρονα ἡ πίστη, πού τό στόμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, μᾶς παραδίδει, ὅτι «ἐν τῷ ἅδῃ οὐκ ἔστι μετάνοια», σχολιάζοντας τήν παραβολήν τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου καί ἡ ὕπαρξη ἑνός ἄλλου σώματος Χριστοῦ μέ κεφαλήν τόν Ἴδιον, πού διδάσκει ἀκριβῶς τά ἀντίθετα, ὅπως τῆς Παπικῆς Συναγωγῆς, πού στήν κατήχησή της 16 μέ τίτλον: «Ὁ τελικός ἐξαγνισμός ἤ τό καθαρτήριον» διαστροφικά τονίζει, ὅτι: «Ὅσοι πεθαίνουν χωρίς νά ἔχουν ἐξαγνιστεῖ ὑποβάλλονται μετά τόν θάνατόν τους σέ ἕνα ἐξαγνισμόν, γιά νά εἰσέλθουν στήν χαράν τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτόν τόν τελικόν ἐξαγνισμόν ἡ ἐκκλησία τόν ὀνομάζει καθαρτήριον». Γιά νά συμβιβάσει τά ἀσυμβίβαστα ἡ «ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος» ὑπέβαλε τήν πρόταση, πού τελικά ἔγινε δεκτή, ὅτι δέν ἀναγνωρίζει μέν τήν ὕπαρξη ἑτεροδόξων «Ἐκκλησιῶν», ἀλλά τήν ἱστορικήν ὀνομασία ἑτεροδόξων «Ἐκκλησιῶν» πρᾶγμα παντελῶς παράδοξο καί παράλογο, διότι ὀνομασία ἔχει μόνο κάτι πού ὑπάρχει ἐν χώρῳ καί χρόνῳ. Ἑπομένως, ἡ παραδοχή τῆς ὀνομασίας καί ὄχι τῆς ὑπάρξεως, προσπαθεῖ νά συμβιβάσει τά ἀσυμβίβαστα, φαιδροποιῶντας τά πράγματα. Εἶναι ἀπαράδεκτο νά ὀνομάζεται «Ἁγία καί Μεγάλη» μία ληστρική Σύνοδος καί εἶναι φαιδρό νά ὀνομάζεται -«Ἁγία», ἀφοῦ δέν ἦταν ἑπομένη τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί λοιπῶν Συνόδων, ὅπως δηλώθηκε ἀκόμη καί ἀπό τόν Οἰκουμενιστή «Ἀλβανίας» Ἀναστάσιο (!), χωρίς νά διαφοροποιηθεῖ κανείς, καί πού οὐδεμία δογματική ἤ κανονική ἐνασχόληση εἶχε, -καί «Μεγάλη», ἐφ’ ὅσον δέν ἐκπροσωπήθηκαν πάνω ἀπό 200.000.000 ὁμοδόξων Ὀρθοδόξων (150 Πατρ. Μόσχας, 30 Πατρ. Γεωργίας, 20 Πατρ. Βουλγαρίας καί Πατρ. Ἀντιοχείας). 16 Ἔκδοση Βατικανοῦ-Κάκτου 1996, σελ. 332. 20 Ἡ ληστρική ψευδοσύνοδος δέν κατέγνωσε οὐδεμίαν ὑφισταμένην αἵρεση στίς μέρες μας, παραβιάζουσα προδήλως τόν λζ΄ Κανόνα τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων: «Δεύτερον τοῦ ἔτους σύνοδος γινέσθω, τῶν ἐπισκόπων καί ἀνακρινέτωσαν ἀλλήλως τά δόγματα τῆς εὐσεβείας καί τάς ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικάς ἀντιλογίας διαλυέτωσαν», πού ἔχει Οἰκουμενικήν ἐπικύρωση ἀπό τόν β΄ τῆς Ἕκτης καί τόν α΄ τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς. Δέν ἀπετίμησε, ἐπίσης, ἄν καί ἔλαβε σχετικήν ἀπόφαση, τούς διεξαχθέντες μέ τούς αἱρετικούς «ἑτεροδόξους» θεολογικούς διαλόγους, ὅπως μέ τούς ΠαλαιοκαθολικούςΠαπικούς, τούς Ἀντιχαλκηδονίους-Μονοφυσίτες, τούς Προτεστάντες Ἀγγλικανούς καί τούς Λουθηρανούς. Οἱ διάλογοι αὐτοί χαρακτηρίστηκαν ὀρθά, (ἀκόμη καί ἀπό τόν Λατινόφρονα «Μεσσηνίας» Χ. Σαββᾶτο), ὅτι ἔχουν μεταλλαχθεῖ ἀπό διάλογος «Ἐκκλησιῶν» σέ Ἀκαδημαϊκόν διάλογον. (Βλ. Ἐκθεσις περί τῆς γενομένης 14ης Γεν. Συνελεύσεως Μεικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τοῦ διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξου καί Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας). Κάποιες ἰσχνές τροποποιήσεις ἔγιναν, ἀλλά οἱ Σύνοδοι τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δέν γίνονται, γιά τήν ἀπόδειξη τῆς ἑνότητάς Της, ὅπως ἀπαραδέκτως δηλώθηκε, γιά τήν ὁποίαν ὑπεραρκοῦν τό κοινόν ποτήριον, (συλλείτουργο), τά Δίπτυχα, τά Εἰρηνικά Γράμματα καί ἡ ταυτότητα τῶν κανονικῶν ποινῶν. Οἱ Σύνοδοι τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γίνονται, γιά τήν κατάγνωση τῶν ὑφισταμένων αἱρέσεων ἐν τόπῳ καί χρόνῳ καί τόν συντονισμό τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν Ὀρθοπραξία μέ τήν πρόβλεψη ἱερῶν Κανονικῶν διατάξεων καί τόν ἀναθεματισμό τῶν αἱρέσεων καί τῶν αἱρετικῶν. Ἡ Ἱ. Μονή Ὁσ. Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους παρατηρεῖ, βεβαίως, ὅτι: «Σέ ἀρκετά σημεῖα τῶν κειμένων προστέθηκε περί τῶν μή Ὀρθοδόξων ὁ προσδιορισμός «ἑτεροδόξων», ὥστε νά φαίνεται ἡ ἀπόκλισίς των ἀπό τήν Ὀρθόδοξον ἀποστολική Πίοτιν. Στήν παραγρ. 21 (τοῦ κειμένου «Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον») λέγεται καθαρά, ὅτι «αἱ μή Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι παρεξέκλιναν ἐκ τῆς ἀληθοῦς πίστεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας». Στό θέμα τῶν διαχριοτιανικῶν διαλόγων προστέθηκε διάταξη νά γίνονται περιοδικές ἀξιολογήσεις τους. Γιατί, ὅμως, δέν ἀξιολογήθηκαν ὀρθοδόξως οἱ μέχρι σήμερα ἄκαρποι διεξαχθέντες καί διεξαγόμενοι δια-χριστιανικοί διάλογοι εἶναι προφανές: Γιά νά μήν θιγοῦν οἱ αἱρετικοί Παπικοί, Μονοφυσίτες καί Προτεστάντες! Στό ζήτημα τῆς ἀπαράδεκτης συμμετοχῆς στό Π.Σ.Ε., (Παγκόσμιο Συμβούλιο τοῦ Σατανᾶ), διευκρινίσθηκε, ὅτι ἀποβλέπει στήν προώθηση (μόνον) τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καί τῆς συνεργασίας ἐπί τῶν μειζόνων κοινωνικοπολιτικῶν προκλήσεων, ἀλλά καί μόνον ἡ συμμετοχή σ’ αὐτό τό συνονθύλευμα τῶν αἱρέσεων, πού κεφαλήν του ἔχει τόν Σατανᾶ, αἵρει τήν ὑπόσταση μιᾶς Ἐκκλησίας ὡς Ἐκκλησίας. Ἡ οὐνία συμπεριλήφθηκε μέν στίς ἀπαράδεκτες ἐνέργειες ἤ μεθόδους προσεγγίσεως τῶν χριστιανῶν, χωρίς, ὅμως, νά καταδικαστεῖ καί νά στηλιτευτεῖ ἡ Παπική θρησκευτική κοινωνία, πού ἔχει ἀναγάγει σέ θεσμόν Κανονικοῦ Δικαίου τήν μέθοδον αὐτήν καί χωρίς νά ἀναθεματισθοῦν οἱ Οὐνίτες. Ἀπό τήν πρώτη παράγραφο τοῦ κεφ. Β΄ τοῦ προσυνοδικοῦ κειμένου «Ἡ Ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ», ἀπαλείφθηκε ἡ περσοναλιστική ἀναφορά στόν ἄνθρωπον «ὡς κοινωνίαν προσώπων ἀντανακλώντων κατά χάριν διά τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν τῶν θείων προσώπων»... Στό ζήτημα τῶν ἀπαράδεκτων μικτῶν γάμων μέ ἑτερόδοξους ἀποφεύχθηκε ἡ ρητή ἀναφορά καί δέσμευση τῆς Συνόδου, γιά ἱερολόγησή τους, πού ἀπαγορεύεται, σύμφωνα μέ τήν καθολικῆς ἰσχῦος διάταξη τοῦ 72ου Κανόνα τῆς Πενθέκτης, καί ἴσχυσε «ἡ δυνατότητα ἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας»!!!, πρᾶγμα ἀντορθόδοξο καί ἀναιρετικό τῆς κοινωνίας εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τοῦ ὀρθοδόξου γάμου. 21 Ἔγινε μέν ἀναφορά (στήν Ἐγκύκλιο τῆς ψευδοσυνόδου) στίς μεγάλες, «καθολικοῦ κύρους», Συνόδους ἐπί ἁγίου Φωτίου (879) καί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ (1351), στίς ὁποῖες καταδικάζονται αἱρετικά δόγματα, ὅπως τό Φιλόκβε, τό παπικό πρωτεῖο καί ἡ κτιστή Χάρις, ἀλλά χωρίς νά ἀναγνωρισθῆ ἡ Οἰκουμενική τους περιωπή, ἐνῶ ἡ Σύνοδος τοῦ Ἁγίου Μεγάλου Φωτίου μέ τήν αὐτοσυνειδησία Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναγνώρισε ὡς Ζ΄ Οἰκουμενικήν τήν Σύνοδον τοῦ 787 καί οἱ δογματικοί ὅροι τῆς Συνόδου τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τό 1351, συμπεριελήφθησαν στό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας μας καί στίς μεταγενέστερες, πού ἀνέτρεψαν τίς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας καί ἀπεκήρυξαν τίς βλάσφημες Προτεσταντικές δοξασίες. Ἡ σύνοδος, ἄν ἦταν Ὀρθόδοξη, ὄφειλε νά διορθώσει ἐπαρκῶς τά προσυνοδικά κείμενα. Ὄφειλε νά ξαναγράψει τό ἀντορθόδοξο κείμενο περί τῶν σχέσεων μέ τούς ἑτεροδόξους πού ἔπρεπε νά τούς στιγματίσει ὡς αἱρετικούς καί νά καθορίσει σαφεῖς ἐκκλησιολογικές ἀρχές στούς θεολογικούς διάλογους, νά αὐτοπροσδιοριστεῖ, δηλαδή, ὡς ἡ Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἀποκηρύξει τό Φράγγικο ἡμερολόγιο καί ἐπιστρέψει στήν Πατρώα εὐσέβεια, ἑνούμενη μέ τούς ἀγωνιζομένους Ὁρθοδόξους τοῦ Πατρίου Ἑορτολογίου καί νά ἀναθεματίσει τόν Οἰκουμενισμό καί τούς παναιρετικούς Φράγγους, τούς Μονοφυσίτες καί τούς βλάσφημους Προτεστάντες. Ὄφειλε νά ἀποκηρύξει τόν ψευδεπίσκοπο καί μασῶνο Ἀθηναγόρα, νά καταδικάσει τήν ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας-ἀναθεμάτων τό 196517 καί τίς ψευδενώσεις μέ τούς αἱρετικούς Παπικούς, ὅπως καί νά 17 Στό βιβλίον τοῦ Ἀθ. Σακαρέλλου «Ἔγινε ἡ Ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν», ἀναφέρεται τό Γαλλικόν κείμενον τῆς συμφωνίας «Κοινή Δήλωσις» τοῦ 1965, ὅπου στήν παράγραφον 4 τῆς συμφωνίας χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη excommunication, αὐτό σημαίνει, ὅτι μέ τήν συμφωνίαν αὐτήν ἔχει ἀρθεῖ ἡ «ἀκοινωνησία», τό «σχίσμα», δηλαδή μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, σέ ἀντίθεση μέ τήν ἐπίσημη ἑλληνική μετάφραση, πού ὁμιλεῖ, δῆθεν, γιά ἄρση Ἀναθεμάτων, πρός καθησυχασμόν τῶν Ὀρθοδόξων. Ἡ ἕνωση, δυστυχῶς, ἔχει γίνει, ἁπλά πραγματώνεται καί παρουσιάζεται, τοπικά καί χρονικά, σταδιακά, ἀνάλογα μέ τίς ἀντιδράσεις. Καί γιά νά μήν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι ἡ Γαλλική λέξη excommunication σημαίνει «ἀκοινωνησία» τοῦτο ἀποδεικνύεται καί ἀπό τό ἴδιον τό Γαλλικόν κείμενον τῆς συμφωνίας, πού χρησιμοποιήθηκε δύο φορές ἡ ἔκφραση la communion ecclesiastique καί σημαίνει «ἐκκλησιαστική κοινωνία», ὅπως ὀρθά ἀποδίδεται ἀπό τήν ἐπίσημη ἑλληνική μετάφραση καί ὄχι ὡς «ἐκκλησιαστικόν ἀνάθεμα». Στήν πραγματικότητα, λοιπόν, ἡ κοινή δήλωση τό 1965, στό Γαλλικόν κείμενον, ὁμιλεῖ γιά ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας καί ὄχι γιά «ἁπλῆ ἄρση τοῦ Ἀναθέματος» μεταξύ τῶν «ἐκκλησιῶν». Τό γεγονός αὐτό ἐξηγεῖ ὅλα τά μεταγενέστερα γεγονότα, ὅπως συμπροσευχές, οὐνιτικά συλλείτουργα, μετάδοση τῆς Θείας Κοινωνίας σέ παπικούς λαϊκούς σέ τόπους, πού δέν ὑπῆρχε ἀξιόλογη ἀντίδραση, νεώτερες κοινές δηλώσεις καί συμφωνίες, 22 ἀναθεματίσει ὅσους ὑπέγραψαν τήν Βελμένδιο ἔνωση καί τήν ψευδένωση τοῦ Σαμπεζύ μέ τούς Μονοφυσίτες.18 μνημόσυνον τοῦ ὀνόματος τοῦ Πάπα Ρώμης στήν Ἁγίαν Πρόθεση, γεγονός πού παραδέχθηκε, ὅτι ἔπραττε ὁ ἴδιος ὁ ἀναθεματισμένος Ἀθηναγόρας, μνημόνευση δημόσια τοῦ Πάπα στό Φανάρι στήν τελευταίαν του ἐπίσημη ἐπίσκεψη καί ἄλλες παρόμοιες πράξεις. Καί σέ ὅλα αὐτά πρωτοστατοῦσε τό Φανάρι καί ἀκολουθοῦσαν μέ παρόμοιες πράξεις καί ἄλλες τοπικές Ἐκκλησίες. Αὐτό ἀποτελεῖ, ἐκ τῶν πραγμάτων, ἕνωση καί ἔμπρακτη ἐφαρμογή ὄχι ἁπλά τῆς ἄρσεως τοῦ Ὁριστικοῦ Σχίσματος, ἀλλά ἄρση καί τῆς Ἀκοινωνησίας. Ἡ ἕνωση ἐφαρμόζεται σταδιακά, τοπικά καί χρονικά, ὅπως ὀρθά ἐπισημάνθηκε, ἀνάλογα μέ τίς ἀντιδράσεις, καί κάποια κατάλληλη στιγμή θά καταστεῖ ἡ ἕνωση πλήρης, ἐπισφραγίζοντας τό ἤδη ὑφιστάμενον ἀπό ἐτῶν πραγματικόν καθεστώς. (Ἀπόσπασμα ἀπό ἄρθρο τῆς Φιλορθοδόξου Ἑνώσεως «Κοσμᾶς Φλαμιάτος»). Ἡ Κοινή δήλωση τοῦ Πάπα Παύλου ΣΤ΄ καί τοῦ (σ.σ. ψευδο)-Πατριάρχου Ἀθηναγόρου στά Γαλλικά: http://www.vatican.va/…/rc_pc_chrstuni_doc_19650107_athenag… «Οἱ «New York Times» μετέδωσαν τήν ἀπό κοινοῦ ἀγγελίαν τοῦ Βατικανοῦ καί τοῦ Φαναρίου τῆς 7ης Δεκεμβρίου 1965 διά τήν ἄρσιν τοῦ excommunicatio -(τῆς ἀκοινωνησίας τοῦ Λατινικοῦ κειμένου)- εἰς τήν πρώτην σελίδα, ὡς τό τέλος τοῦ σχίσματος τοῦ 1054 καί ὡς τήν ἐπανέναρξιν τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας, πού εἶχε τότε δῆθεν διακοπεῖ. Φαίνεται πλέον σαφῶς, ὅτι τό Ἑλληνικόν κείμενον, πού ἀναγγέλει τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ἦτο τεχνηέντως παραπλανητικόν.Φαίνεται εἶχε σκοπόν νά ἀμβλύνη ἐνδεχομένας ἀρνητικάς ἀντιδράσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν». (Πατρός Ἰω. Ρωμανίδου, «Ὀρθόδοξος καί Βατικάνειος συμφωνία περί Οὐνίας», http://www.romanity.org/…/rom.e.14.orthodoxi_kai_vatikania_… 2. Βλ. γιά παράδειγμα καί τήν ἑνωτικήν μέ τούς αἱρετικούς Μονοφυσίτες Ἐγκύκλιο τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ἀντιοχείας πρός τό ὁποῖο εἶναι κοινωνικά ὅλα τά πατριαρχεῖα καί ἡ «Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος»: Ἡ Ἁγία Σύνοδος τῆς Ἀντιοχείας ἀπεφάσισεν τά ἑξῆς: 1. Τόν πλήρη καί ἀμοιβαῖον σεβασμόν τῶν δύο ἐκκλησιῶν ὡς πρός τό τελετουργικόν των, τήν πνευματικότητα, τήν κληρονομίαν καί τούς ἁγίους πατέρας καί τήν πλήρη προστασίαν τῶν λειτουργικῶν πράξεων καί τῆς Ἀντιοχείας καί τῆς Συρίας. 2. Τήν ἐνσωμάτωσιν τῶν πατέρων καί τῶν δύο ἐκκλησιῶν καί τῆς παραδόσεώς των γενικῶς εἰς τά χριστιανικά ἐπιμορφωτικά προγράμματα καί τήν θεολογίαν καθηγητῶν καί μαθητῶν. 23 3. Τήν ἀποφυγήν τοῦ νά δέχωνται μέλη μιᾶς ἐκκλησίας εἰς τήν ἄλλην, ὅποιοι καί ἄν εἶναι οἱ λὀγοι. 4. Τήν διοργάνωσιν συνάξεων τῶν δύο Συνόδων ὁποτεδήποτε ὑπάρξει ἀνάγκη. 5. Νά παραμείνει κάθε Ἐκκλησία ὡς σημεῖον ἀναφορᾶς διά τά μέλη της εἰς θέματα ἀφορῶντα γάμον, διαζύγιον, υἱοθεσίαν κλπ. 6. Ἐάν δύο ἐπίσκοποι δύο διαφορετικῶν ἐκκλησιῶν συναντηθοῦν διά πνευματικήν τελετήν, θά προῒσταται ἐκεῖνος πού θά ἔχει τό μεγαλύτερον ποίμνιον. Ἀλλά, ἄν εἶναι εἰς τό μυστήριον τοῦ γάμου, θά προῒσταται ὁ ἐπίσκοπος τῆς ἐκκλησίας τοῦ νυμφίου. 7. Ὅ,τι ἔχει ἀναφερθῆ προηγουμένως δέν ἰσχύει κατά τόν συνεορτασμόν Ἐπισκόπων εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν. 8. Ὅ,τι ἔχει λεχθῆ εἰς τό ὑπ’ ἀριθμ. 6 ἄρθρον, ἰσχύει διά τούς κληρικούς καί τῶν δύο ἐκκλησιῶν. 9. Ἐάν ἕνας ἱερεύς μιᾶς ἐκ τῶν δύο ἐκκλησιῶν τύχη νά εἶναι εἰς κάποιαν περιοχήν, θά τελέση τά θεῖα μυστήρια διά τά μέλη καί τῶν δύο ἐκκλησιῶν, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς Θείας Λειτουργίας καί τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου. Ὁ ἴδιος ἱερεύς θά κρατήση ἀνεξάρτητον ἀρχεῖον καί διά τάς δύο ἐκκλησίας καί θά μεταφέρη τήν καταγραφήν τῶν μελῶν τῆς ἀδελφῆς ἐκκλησίας εἰς τήν πνευματικήν της ἐξουσίαν. 10. Ἐάν δύο ἱερεῖς καί τῶν δύο ἐκκλησιῶν τύχη νά εὐρίσκωνται εἰς κάποιαν κοινότητα, θά ἐναλλάσσονται, καί εἰς περί-πτωσιν συνεορτασμοῦ θά προῒσταται ἐκεῖνος μέ τό μεγαλύτερον ποίμνιον. 11. Ἐάν ἐπίσκοπος ἀπό μίαν ἐκκλησίαν καί ἕνας ἱερεύς ἀπό τήν ἀδελφήν Ἐκκλησίαν τύχη νά συνεορτάζουν, θά προῒσταται, ὅπως εἶναι φυσικόν, ὁ ἐπίσκοπος, ἀκόμη καί ἄν εὑρίσκεται εἰς τήν κοινότητα τοῦ ἱερέως, ἐφ’ ὅσον θά ὑπάρχουν λαϊκοί καί ἀπό τάς δύο ἐκκλησίας. 12. Χειροτονίαι εἰς τούς βαθμούς τής ἱερωσύνης γίνονται ἀπό τήν πνευματικήν ἀρχήν τῶν ὑποψηφίων εἰς κάθε ἐκκλησίαν, κατά προτίμησιν, μέ τήν παρουσίαν ἀδελφῶν ἀπό τήν ἄλλην ἀδελφήν Ἐκκλησίαν. 13. Ἀνάδοχοι καί μάρτυρες γάμου ἐπιτρέπεται νά ἐπιλέγωνται ἀπό τά μέλη καί τῶν δύο ἐκκλησιῶν χωρίς διάκρισιν. 14. Εἰς ὅλας τάς κοινάς ἑορτάς θά προῒσταται ὁ ἀρχαιότερος τῇ τάξει ἱερεύς. 15. Ὅλοι οἱ ὀργανισμοί τῶν δύο Ἐκκλησιῶν θά συνεργάζωνται εἰς ὅλα τά θέματα, μορφωτικά, παιδείαν καί κοινωνικά διά τήν ἀνάπτυξιν τοῦ ἀδελφικοῦ πνεύματος. Σᾶς ὑποσχόμεθα, μέ αὐτήν τήν εὐκαιρίαν, ὅτι θά συνεχίσωμεν νά ἐνισχύωμεν τήν σχέσιν 24 Τά κείμενα τῆς ληστρικῆς συνόδου ἔμειναν ἐπίτηδες ἀσαφῆ καί ἀμφίσημα. Ἀπό τήν προσεκτική μελέτη τοῦ ἐπιμάχου 6ου κειμένου διαπιστώνουμε πολλά σημεῖα, στά ὁποῖα ἡ ἀσάφεια δίνει σκόπιμα τήν δυνατότητα διαφορετικῆς ἑρμηνείας του, γιά νά μήν δυσαρεστηθοῦν οἱ παρευρισκόμενοι (ἀπαραδέκτως) ὡς παρατηρητές αἱρετικοί: 1. Γίνεται ἀναφορά σέ ἑτερόδοξες χριστιανικές «ἐκκλησίες», πού δέν βρίσκονται σέ κοινωνία μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (βλ. παραγρ. 6), καί, ἐπίσης, δέν τίθεται ὡς βάση ἡ ἀλήθεια, ἡ πίστη καί παράδοση τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῆς ἀναζητήσεως τῆς ἑνότητας τῶν Χριστιανῶν (βλ. παραγρ. 5), ἑνῶ ἐπίσης ἀπαράδεκτα δέν τονίζεται, ὅτι ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε διασπάστηκε καί ὅτι παραμένει ἡ Μία καί Ἁγία. 2. Δέν περιγράφεται ἡ ἀποστολική ἀλήθεια, πίστη καί παράδοση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί δέν ἀντιδιαστέλλεται ἀπό τήν ἑτεροδοξία-κακοδοξία τῶν «ἑτεροδόξων χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν» μέ συγκεκριμένα στοιχεῖα τῆς δισχιλιετοῦς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τόν τρόπον αὐτόν δέν ὁριοθετεῖται σαφῶς ἡ Ἐκκλησία ἀπό τίς αἱρέσεις, πού σφετερίζονται τήν ἀποστολικήν ἀλήθειαν, εἴτε αὐτές ἀποδέχονται τίς τρεῖς πρῶτες Οἰκουμενικές Συνόδους, (οἱ Μονοφυσίτες), εἴτε ἔχουν συγκαλέσει εἴκοσι μία ψευδοσυνόδους!!! (οἱ Παπικοί), εἴτε ἀρνοῦνται νά ἀναγνωρίσουν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τήν ὅλην ἀποστολικήν πίστη (οἱ παναιρετικοί καί βλάσφημοι τῆς Παναγίας μας καί τοῦ Χριστοῦ μας Προτεστάντες). Ἐπειδή, λοιπόν, οἱ Οἰκουμενιστές τίς ὀνομάζουν «ἑτερόδοξες χριστιανικές ἐκκλησίες» χωρίς νά προσδιορίζουν σαφῶς τήν ἑτεροδοξία τους καί τίς αἱρέσεις τους, πού τίς ἔχουν ὁδηγήσει ἐκτός Ἐκκλησίας, δηλ. στήν αἵρεση καί στήν ἀπώλεια, εὔκολα περνάει ἡ ἀντορθόδοξη θεωρία καί ἡ κακόδοξη ἀντίληψη, -ὅτι Ὀρθόδοξοι καί Παπικοί βρίσκονται τάχα πλέον ὑπό καθεστώς, ὄχι τετελεσμένου σχίσματος καί ὅτι οἱ Παπικοί δέν εἶναι αἱρετικοί -καί μέ τούς Παπικούς δέν βρίσκονται οἱ Οἰκουμενιστές σέ νεκροφόρο καί θανάσιμο ἐναγκαλισμό μέ τίς ἀντικανονικές συμπροσευχές, τά οὐνιτικά συλλείτουργα τήν διακοινωνία καί τά κοινά ἀνακοινωθέντα, -ἀλλά δῆθεν σέ διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ἀκοινωνησίας, ἄρση τῆς ὁποίας, ὅμως, ἔγινε τό 1965, ἀπό τόν αἱρεσιάρχην Ἀθηναγόραν καί ἀπό τήν ψευδοσύνοδον τῆς Πόλης, πού ἐπικυρώθηκε στό Μπάλαμαντ καί στήν συνέχειαν στήν Ραβένναν, ἀλλά καί μέ τήν κρυφήν καί φανερήν διακοινωνίαν ἐπικυρώνεται καθημερινά μέ τά οὐνιτικά συλλείτουργα τῶν Λατινοφρόνων καί τῶν Οἰκουμενιστῶν σέ κάθε περίσταση. Αὐτή ἡ θεωρία, πού ἔχει κερδίσει καί Ὀρθοδόξους θεολόγους, διαστρεβλώνει τήν ἔννοιαν τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, στήν ὁποίαν συμπεριλαμβάνει Ὀρθοδόξους καί Παπικούς, παρά τίς ἀβυσαλέες δογματικές διαφορές, καθώς καί τήν ἔννοιαν τῆς ἑτεροδοξίας, τήν ὁποίαν ἀντιλαμβάνεται ὡς διαφορετικήν τάχα διατύπωση τῆς ἴδιας ἀποστολικῆς πίστεως! Ἡ ἀσφαλής διεξαγωγή διαχριστιανικῶν διαλόγων χρειάζεται ἕνα καταστατικῆς ἰσχῦος κείμενο, πού νά ἀποτυπώνει μέ σαφήνειαν τήν διαφοροποίηση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τήν αἵρεση, καί τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τίς αἱρετικές ψευδοεκκλησίες, ὅπως εἶναι ἡ Ὁμολογία Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας μας στήν Σύνάξη τῶν ἐκπροσώπων της (Ἑλλάδος, Ρωσσικῆς Διασπορᾶς, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Σερβίας, Ἰταλίας καί Βορείου καί Νοτίου Ἀμερικῆς, στήν Ἀθῆνα τό 2016). Ἡ μορφή τῶν Ἱερῶν Κανόνων α΄ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί α΄ καί β΄ τῆς Πενθέκτης μπορεῖ, ἐπίσης, νά ἀποτελεῖ γιά ὅλους τούς Ὀρθοδόξους τό παράδειγμα. μας μέ τήν ἀδελφήν Ἐκκλησίαν καί ὅλας τάς ἄλλας Ἐκκλησίας, μέ σκοπόν νά γίνωμεν ὅλοι μία κοινότητα κάτω ἀπό ἕνα Ποιμένα. 25 3) Στήν παραγρ. 20 ἔχουν ἐπισημανθεῖ ἐλλείψεις, οἱ ὁποῖες ἀφήνουν χῶρον στήν καταδικασμένην ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «βαπτισματικήν θεολογίαν» καί στήν ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητας στούς αἱρετικούς!!! 4) Εἶναι ἐντελῶς ἀπαράδεκτη ἡ παραγρ. 23, πού τονίζει, ὅτι ὁ διάλογος πρέπει νά συνοδεύεται «διά πράξεων ἀμοιβαίας κατανοήσεως καί ἀγάπης». Δέν διευκρινίζεται μέχρι ποῦ ἐπιτρέπεται νά φθάσουν οἱ πράξεις αὐτές καί βάσει, ποίων Ἱερῶν Κανόνων, ὥστε νά ἐκδηλώνεται μέν ἡ ψυχική μας εὐγένεια καί τό ποιμαντικό μας ἐνδιαφέρον γιά τήν σωτηρία τῶν αἱρετικῶν μέ τήν ἐπιστροφή τους στήν Καθολική Ἐκκλησία καί νά διασφαλίζεται ταυτόχρονα ἡ Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογική συνείδησις. Ὄφειλε, δηλαδή, μέ τήν ἀπόφασή της, ἄν ἤθελε νά λέγεται Ὀρθόδοξη Σύνοδος, νά καταδικαστοῦν ἀπερίφραστα μέ σαφεῖς καί ρητές διατάξεις Κανόνων οἱ συμπροσευχές μέ τούς αἱρετικούς, οἱ λειτουργικοί ἀσπασμοί, τά οὐνιτικά συλλείτουργα καί οἱ διαθρησκειακές συμπροσευχές, πού ἐμφανίζουν τούς αἱρετικούς Παπικούς, Μονοφυσίτες καί Προτεστάντες ὡς «ἐκκλησία» μέ αὐθεντικόν Βάπτισμα, Ἱερωσύνην καί σώζουσα Χάρη, καί μέ τόν τρόπον αὐτόν ἀνατρέπουν καί ἀκυρώνουν στήν πράξη τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. 5) Στήν παραγρ. 11 λέγεται, ὅτι διάλογοι οἱ ὁποῖοι δέν ἐπιτυγχάνουν συμφωνία ἐπί ἑνός θέματος, δέν διακόπτονται. Ἀντίθετα, καταγραφομένης τῆς θεολογικῆς διαφωνίας, συνεχίζονται. Ἡ Ἐκκλησία δέν διαλέγεται μέ τούς αἱρετικούς, ἀλλά διδάσκει καί ὁδηγεῖ στούς κόλπους Της τούς πεπλανημένους καί τούς ἀφισταμένους τῆς σωζούσης ἀληθείας. Οἱ ἄκαρποι διάλογοι συντελοῦν στό νά ἀμβλύνεται ἡ δογματική εὐαισθησία τῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων, πού μετέχουν σέ αὐτούς, καθώς καί τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος. Ἡ Οὐνία στήν παρά-γραφο 23 εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν ἐκκλησιολογικόν πρόβλημα, πού ἔπρεπε νά καταδικαστεῖ ἀπερίφραστα καί νά ἀναθεματισθοῦν οἱ Οὐνίτες κατά τά ἀνωτέρω, πρᾶγμα τό ὁποῖον δέν ἔγινεν καί θά ἑρμηνεύεται πλέον τό πρόβλημα τῆς Οὐνίας, ὡς πρακτικός ἀνταγωνισμός καί ὄχι ὡς ἐκκλησιολογική ἐκτροπή πού ἀκυρώνει τήν σωτηρίαν. Ὡς πρός τούς μεικτούς γάμους ὀφείλει νά καταδικαστεῖ ἡ ἀπαράδεκτη «ἐφαρμογή τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας» ἡ ὁποία δέν ἀφορᾶ μόνον τούς μεικτούς γάμους ἀλλά - ΑΟΡΙΣΤΑ - «τά κωλύματα γάμου»! Τό κείμενον τό ἀναφέρει ξεκάθαρα: «5. Περί τῶν μεικτῶν γάμων Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων καί μή Χριστιανῶν ἤχθη εἰς τήν ἀπόφασιν, ὅπως: i) ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων κωλύεται κατά κανονικήν ἀκρί-βειαν (Κανών 72 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Συνόδου). ii) Ἡ δυνατότης ἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας ὡς πρός τά κωλύματα γάμου δέον ὅπως ἀντιμετωπίζεται ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἑκάστης αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, συμφώνως πρός τάς ἀρχάς τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἐν πνεύματι ποιμαντικῆς διακρίσεως, ἐπί τῷ σκοπῷ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. iii) ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μετά μή χριστιανῶν κωλύεται ἀπολύτως κατά κανονικήν ἀκρίβειαν. Βάσει, λοιπόν, αὐτῆς τῆς σατανικῆς ἐμπνεύσεως φράσεως (5 ii), μέ τήν «ἐφαρμογή τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας» ἀναιροῦνται ὅλες οἱ προηγούμενες ἀποφάσεις τοῦ κειμένου καί ἀνοίγει ἡ πόρτα πρός τούς γάμους ὁμοφυλοφίλων, γάμους μετ’ ἀλλοθρήσκων κ.ἄ., (ἀφοῦ μόνον κατ’ ἀκρίβειαν τοιοῦτος γάμος ἀπαγορεύεται στήν ὑποπ. 5iii !!!). 6) Οἱ παραγρ. 4, 5 καί 6 καθιερώνουν τήν συμμετοχήν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στούς ἀπαράδεκτους ἀπό Ὀρθόδόξου πλευρᾶς λεγομένους διαχριστιανικούς διάλογους καί στήν Οἰκουμενικήν Κίνηση καί μάλιστα μέ τήν ἀπαράδεκτη διαβεβαίωση, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος συμμετοχή εἰς τήν κίνησιν (σ.σ. τήν Οἰκουμενιστικήν δηλαδή!!!) πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος μετά τῶν ἄλλων Χριστιανῶν ἐν τῇ Μιᾷ, Ἁγίᾳ, Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ… ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καί παραδόσεως ἐντός νέων ἱστορικῶν συνθηκῶν» (παραγρ. 4). 26 Τό ἐρώτημα εἶναι μέ ποιές ἐκκλησιολογικές ἀρχές ἔχουμε διασφαλίσει τήν συμμετοχήν τῶν Ὀρθοδόξων στούς σημερινούς διαχριστιανικούς διάλογους, ὥστε αὐτή νά εἶναι συνεπής πρός τήν ἀποστολικήν πίστη καί παράδοση. Καί στίς σημερινές ἱστορικές συνθῆκες, ὅπως καί στίς παλαιότερες (Λατινοκρατία τοῦ 13ου αἰῶνος, Propaganda Fidei τοῦ 16ου-18ου αἰῶνος), τό ἀσφαλές κριτήριον Ὀρθοδόξου διαλόγου, (τῆς διδασκαλίας μᾶλλον πρός τούς ἐκτός Αὐτῆς), εἶναι νά διατηρεῖται ἀναλλοίωτη ἡ ἐκκλησιολογική ταυτότητα τῶν Ὀρθοδόξων καί νά παρουσιάζεται πάντοτε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἔχουσα τήν ἀποστολήν τοῦ διδασκάλου καί τοῦ ὀφθαλμοῦ τῆς ἀνθρωπότητας κατά τόν Ἅγιον Νεκτάριον. Κάποτε ἐπρόκειτο γιά ἄρνηση νά ὑποταχθοῦμε στήν ἐξουσίαν τοῦ Πάπα. Κατόπιν ἐπρόκειτο γιά ἄρνηση τῆς Οὐνίας, δηλαδή νά μνημονεύουμε τόν Πάπαν ὡς Κεφαλήν τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα πρόκειται γιά ἄρνηση νά «ἀλληλοαναγνωρισθοῦμε ὡς Ἐκκλησίες», ὅπως θέλει ἡ παναιρετική Οἰκουμενική Κίνηση τοῦ 20οῦ αἰῶνα καί ἡ αἵρεση τῆς λεγεῶνας τῶν αἱρέσεων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (κατά τόν πατέρα Ἰουστῖνο τόν Πόποβιτς). Δέν διακηρύσσεται καθόλου στό ψευδοσυνοδικόν κείμενον, ὅτι οὐδεμία ἄλλη χριστιανική κοινότητα εἶναι Ἐκκλησία μέ τήν δογματικήν ἔννοιαν τοῦ ὅρου, παρά μόνον ἡ Ὀρθόδοξη. Δέν ἐπιτεύχθηκε οὔτε προσυνοδικῶς οὔτε στήν ψευδοσύνοδον νά περιληφθεῖ στήν παραγρ. 1 τοῦ 6ου κειμένου ἡ ἔννοια τῆς μοναδικότητας τῆς Ἐκκλησίας κατά τά ἀνωτέρω ἀναπτυχθέντα. Ἡ ἀπουσία, ὅμως, τῆς ἔννοιας αὐτῆς συνιστᾶ πολύ σημαντικήν καί σκόπιμη ἔλλειψη, πού ταυτίζεται μέ ὑποχώρηση καί προδοσίαν τῆς φιλτάτης Ὀρθοδοξίας. Ἡ μετακίνηση τῆς παπικῆς ἐκκλησιολογίας ἀπό τήν ἀντίληψη τῆς «ἀποκλειστικότητος», (πρό τῆς Β΄ Βατικανῆς), στήν σύγχρονη ἀντίληψη τοῦ Συντάγματος Lumen Gentium, ὅτι ἡ Ρωμαιοκαθολική «substitit» εἰς τήν Μίαν Ἁγίαν (ἀνήκει, ἐνυπάρχει, ὄχι ὅτι εἶναι ἡ Ἐκκλησία), ὑποδηλώνει ἕνα κίνδυνον πού ὀφείλουν οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀποφεύγουν πάντοτε, τονίζοντας τήν ἔννοιαν τῆς μοναδικότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς ὅλης καί μόνης Ἐκκλησίας. Οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στά οἰκουμενικά συνέδρια, ὅταν κατέθεταν κοινήν Δήλωση, ἐτόνιζαν τήν μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς ὅλης καί μόνης Μίας Ἁγίας. Π.χ. στήν Λούνδη τό 1952: «Αὕτη εἶναι ἡ ὅλη καί μόνη Ἐκκλησία, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἐντολοδόχος τῶν Ἀποστόλων. Οὕτως αὕτη μόνη δύναται νά καθορίζει τήν πίστιν. Καί εἴμεθα βέβαιοι, ὅτι τοῦτο εἶναι ἀπόδειξις τῆς μοναδικότητός της». Ἐνώπιον τῶν Ὀρθοδόξων καί αὐτός ὁ παναιρετικός Βαρθολομαῖος δήλωσε στό Πρωτᾶτον τήν 21η Ὀκτωβρίου 2008: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι αὐτή μόνη ἡ Μία Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία». Ὑπάρχει μία προφανής ἀναντιστοιχία ἀνάμεσα στήν διακήρυξη: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία… οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία» (παραγρ. 1), καί στά πεπραγμένα τῶν προδοτικῶν θεολογικῶν διαλόγων. Ἀπό τήν ἐποχήν πού πρωτοσυντάχθηκε αὐτή ἡ διατύπωση (στήν Γ΄ Προσυνοδικήν Πανορθόδοξη Διάσκεψη τοῦ 1986) μέχρι σήμερα, καί παρότι εἶχε τονισθῆ ἀπό τότε, ὅτι ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δίδεται «ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καί πίστεώς της», ἔχουν γίνει «θεολογικές» προδοτικές συμ-φωνίες, οἱ ὁποῖες δέν ἑδράζονται στήν ἀποστολικήν πίστη καί παράδοση. Τέτοιες εἶναι: -ἡ προδοτική συμφωνία τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων καί Μονοφυστιῶν ἐπί τῆς Χριστολογίας (1989, 1990, Σαμπεζύ καί ἡ ἑνωτική μέ τούς Μονοφυσίτες Ἐγκύκλιος τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας), -ἡ προδοτική συμφωνία ἐπί τῆς ἐκκλησιολογίας στό Μπαλαμάντ τό 1993, ἡ ὁποία συνόψιζε τίς συμφωνίες τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν στό Μόναχο τό 1982, στό Μπάρι τό 1986 καί στό 27 Νέο Βάλαμο τό 1988, πού ἀφοροῦσαν τόν ἐκκλησιαστικόν χαρακτῆρα ἀμφο-τέρων τῶν πλευρῶν δηλ. τήν ἀποστολικήν πίοτη, τήν ἀποστολικήν διαδοχήν καί τά αὐθεντικά μυστήρια, καί -ἡ προδοτική συμφωνία στήν Ραβένναν τό 2007, γιά τήν ὕπαρξη δῆθεν πρωτείου ἑνός ἐπισκόπου ἐπί παγκοσμίου ἐπιπέδου, (πού προετοιμάζει τήν ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου). Τό συνοδικόν κείμενο γίνεται ἀσαφέστερον μέ τήν ρητήν διαβεβαίωση τῆς Ἐγκυκλίου, ὅτι οἱ «ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διεξαγόμενοι διάλογοι οὐδέποτε ἐσήμαιναν, οὔτε σημαίνουν καί δέν πρόκειται νά σημάνουν ποτέ οἱονδήποτε συμβιβασμόν εἰς ζητήματα πίστεως». Ἐάν οἱ ἀνωτέρω θεολογικές «συμφωνίες» δέν εἶναι «συμβιβασμός εἰς ζητήματα πίστεως», τότε, τί εἶναι συμβιβασμός καί ποιός εἶναι ὁ «δογματικός μινιμαλισμός» πού ἀπορρίπτεται μέ τήν διατύπωση τῆς Ἐγκυκλίου στήν παρ. 20; «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀπεδέχθη τόν θεολογικόν μινιμαλισμόν ἤ τήν ἀμφισβήτησιν τῆς δογματικῆς παραδόσεως καί τοῦ εὐαγγελικοῦ ἤθους της»! Ἀπό τίς ἀνωτέρω ἐπισημάνσεις συνάγεται, ὅτι τό κείμενον τῶν σχέσεων πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον προσανατολίζεται πρός συνοδικήν κατοχύρωση τῆς γραμμῆς τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων τῆς τελευταίας πεντηκονταετίας, χωρίς τίς ἀπαραίτητες βάσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας. Οἱ ἀστοχίες κατά τούς διαχριοτιανικούς διάλογους καί οἱ προδοτικές «συμφωνίες» τοῦ παρελθόντος δέν εὐνοοῦν μίαν θετικήν ἀπάντηση. Χρειαζόταν τώρα, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλην φοράν ἕνα κείμενο μέ ἁγιοπατερική πνοή, τό ὁποῖον δέν θά ἄφηνε περιθώρια στόν Προτεσταντικόν Οἰκουμενισμόν (θεωρία τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν») καί τόν Παπικόν τοιοῦτον, τῶν «δύο πνευμόνων», γιά ἀναγνώριση ἑτεροδόξου βαπτίσματος καί ἱερωσύνης, γιά κοινήν δῆθεν χριστολογικήν πίστη μέ τούς Μονοφυσίτες, γιά τήν ἀποδοχήν τῆς Βατικανείου «Clarification», γιά συνυπογραφήν εἰδικῶν κειμένων περί Ἐκκλησίας τοῦ τμήματος «Πίστις» καί «Τάξις» τοῦ Π.Σ. τοῦ Σατανᾶ, καί σχετικές δῆθεν «ἐθιμοτυπικές ἐκκλησιαστικές» ἐκδηλώσεις πού τά ἐπιβεβαιώνουν. Ἕνα τέτοιο κείμενον θά στόχευε στήν ἐπιστροφήν τῶν ἑτερόδοξωναἱρετικῶν στήν Ἐκκλησίαν. Θά ἔδειχνε, ὅτι δέν ἀναγνωρίζεται ἐν τῇ πράξει στίς ἑτερόδοξες – αἱρετικές «ἐκκλησίες» ἐκκλησιαστικότητα, ὅτι τάχα εἶναι ἐκκλησίες μέ τήν θεολογικήν ἔννοιαν τοῦ ὅρου, ἀφήνοντας τούς αἱρετικούς στίς πλάνες τους. Τό συνοδικόν κείμενον περί τῶν σχέσεων μέ τούς ἑτεροδόξους - αἱρετικούς παρουσιάζει ἐσκεμμένα ἔλλειμμα ἐκκλησιολογικῆς ἀκριβείας. Ἀναπόφευκτα αὐτό θά φανεῖ κατά τίς μελλοντικές οἰκουμενικές ἐπαφές μέ τίς θεήλατες συμπροσευχές καί τά οὐνιτικά συλλείτουργα τοῦ κ. Βαρθολομαίου. Σέ αὐτές θά ἐφαρμοσθεῖ πρακτικά τό πνεῦμα τοῦ κειμένου. Οἱ διαχριστιανικοί διάλογοι ὀφείλουν νά γίνονται μέ βάση τήν καθαρή Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογίαν, ὅπου ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπέχει θέση διδασκάλου καί ὀφθαλμοῦ τῆς ἀνθρωπότητας. Τά κεκτημένα, ὡστόσο, προδοτικά κείμενα, οἱ συμπροσευχές καί ἡ κοινή λατρεία μέ τούς αἱρετικούς στό παρελθόν, οὕτως ἤ ἄλλως καταμαρτυροῦν παρεκκλίσεις ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλη-σιολογίαν. Οἱ λειτουργικοί ἀσπασμοί, οἱ συμπροσευχές, οἱ εὐλογίες Ὀρθοδόξου ποιμνίου ἀπό αἱρετικούς ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες, οἱ κοινές ἐκδηλώσεις Ὀρθοδόξων καί 28 ἑτεροδόξων προκαθημένων καί κληρικῶν, μέ τίς ὁποῖες ἀμβλύνεται τό Ὀρθόδοξον κριτήριον καί προωθεῖται στήν πράξη ὁ λαϊκός Οἰκουμενισμός δέν καταδικάσθηκαν καί θά συνεχισθοῦν μέ βάση καί τίς ἀποφάσεις τῆς ληστρικῆς αὐτῆς συνόδου. Οἱ θεολογικές μελέτες, τά θεολογικά ἐπιστημονικά συν-έδρια, καί ὅ,τι ἄλλο στόν ἀκαδημαϊκό χῶρο προωθεῖ τούς διαχριστιανικούς διάλογους πρός τήν πλευράν τοῦ συγκρη-τιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχουν «ἀξιοποιηθεῖ κατάλληλα» ἀπό ἐκκλησιαστικούς φορεῖς. Ὡς παραδείγματα νά ἀναφερθοῦν, ἡ θεολογική παραγωγή πού ἐπί χρόνια ἐμφανίζει τούς Μονοφυσῖτες ὡς Ὀρθοδόξους στήν Χριστολογικήν τους διδασκαλίαν, ἡ περιβόητη παπική «Clarification», πού ἐξισώνει τό Φιλιόκβε μέ τήν ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί οἱ θεολογικές μελέτες πού ὑποστηρίζουν ὡς ἔγκυρο τό βάπτισμα τῶν ἑτερόδοξων-αἱρετικῶν. Τά προσυνοδικά κείμενα ἦσαν φορτισμένα μέ τήν γνωστή προϊστορίαν τους καί τίς ἐλλείψεις τους. Προϋπέθεταν καί ἀντανακλοῦσαν τήν ἱστορίαν τῶν διαχριστιανικῶν θεολογικῶν διαλόγων, ἀποφάσεων καί συμφωνιῶν. Δέν ἦταν σωστόν νά ἑρμηνευθοῦν καθ’ ἑαυτά καί ἀφ’ ἑαυτῶν. Ἡ ληστρική αὐτή σύνοδος βελτίωσε κάπως τά προσυνοδικά κείμενα. Τά τελικά, ὅμως, συνοδικά κείμενα παρουσιάζουν ἀκόμη σκόπιμες ἀσάφειες. Δέν πῆραν «καθολική μορφή», μέ τήν ὁποίαν θά μποροῦσαν νά συντελέσουν στήν «καθολικήν ἑνότητα» τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἀποκτήσουν τήν ἀναμενόμενη «καθολικήν ἰσχύ». Οἱ προσδοκίες ἀπό τήν σύνοδο αὐτή, βεβαίως, καί δέν ἐκπληρώθηκαν, παρά τίς βελτιώσεις τῶν προσυνοδικῶν κειμένων. Οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου ὡς ὀρθόδοξες ἀποφάνσεις θά ἔπρεπε νά συμφωνοῦν μέ τό Συνοδικόν της Ὀρθοδοξίας, στό ὁποῖο θά ἦταν σκόπιμο καί δυνατόν νά περιληφθοῦν. Ἐπιπροσθέτως τίθεται ἕνα μεῖζον θέμα, τό οὐσιῶδες δηλ. ζήτημα πού εἶναι οἱ πεποιθήσεις τῶν καινοτόμων ἀρχιερέων τῶν φαινομένων ὡς ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν, -ὅτι ἡ ἀληθής πίστη δέν ἀποτελεῖ ἀπόλυτη προϋπόθεση γιά τήν μετοχή στήν ἄκτιστη χάρη τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, -ὅτι ἡ ἑτεροδοξία κέκτηται ἀληθές βάπτισμα, μυστηριακή δομή, ἀποστολική διαδοχή καί ἱερωσύνη καί ἑπομένως καί ἡ αἵρεση εἶναι καί αὐτή «ὁδός πρός σωτηρίαν». Οἱ θέσεις, ὅμως, αὐτές ἀνατρέπουν πλήρως τήν θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων 2000 χρόνων καί ἀποτελοῦν καθαρή ὑποβολή τοῦ δαιμονικοῦ περιπαίγματος πρός ἀνατροπήν τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. «Δέν ὑπῆρξε ποτέ διαίρεσις τῆς Ἐκκλησίας, καί δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξη, πλήν ὑπῆρξε καί θά ὑπάρξη ἔκπτωσις ἐκ τῆς Ἐκκλησίας, κατά τόν τρόπον, πού πίπτουν 29 τά ξερά καί ἄγονα κλήματα ἀπό τήν Θεανθρωπίνην καί αἰωνίως Ζῶσαν Ἄμπελον, πού εἶναι ὁ Κύριος Ἰησούς Χριστός (Ἰω. 13, 16)».19 Ἑπομένως, οἱ συγκεκριμένοι Οἰκουμενιστές ἐμφοροῦνται ἀπό τήν αἵρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἀποτελοῦν ἀπόλυτο κίνδυνο γιά τό Ἐκκλησιαστικόν σῶμα, ἀλλά καί τραγικόν ἄλλοθι γιά τήν ἐμμονήν τῶν κακοδόξων στήν αἵρεσή τους. Σέ καμμία, λοιπόν, περίπτωση δέν μποροῦμε νά ἔχουμε κοινωνία μέ ἐμφορουμένους ἀπό τέτοιες κακοδοξίες, γιατί διακινδυνεύεται ἡ σωτηρία τοῦ ποιμνίου μας καί καταπατᾶμε τούς ὅρκους τῆς ἱερωσύνης μας καί τῆς Ὁμολογίας τοῦ βαπτίσματός μας. Ἑπομένως, ὀρθῶς καί ἀποδεδειγμένα ἡ λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» θά πρέπει νά θεωρηθεῖ ὡς ληστρική καί ψευδοορθόδοξη καί τήν καταδικάζουμε ἐκκλησιαστικά ὡς τέτοια, τόσο σέ τοπικό ἐπίπεδο, ὅσο καί πανορθοδόξως, μέχρι νά συγκληθεῖ μία ὄντως Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, πού θά θεραπεύσει ἀστάθειες καί ἀσάφειες, καταδικάζουσα τήν παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐπανεισάγουσα τό αἰώνιον Ἑορτολόγιον τῆς Ἐκκλησίας σέ ὅλες τίς ἀνά τόν κόσμον Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί διακηρύσσουσα παγκο-σμίως, ὅτι ἡ μόνη ὁδός σωτηρίας καί μετοχῆς στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἀδιαιρέτου Μιᾶς, Ἁγίας, Καθο-λικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁ Μέγας Φώτιος στόν λόγον του «Περί τῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος μυσταγωγίας» ἀναφέρει τά ἑξῆς:

3 σχόλια:

  1. https://drive.google.com/file/d/1Y1PWmdQ4Dq7ZlWVNAxwK2Ixjjmp1o6UV/view?usp=share_link

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ούτε Αποστολική Διαδοχή ούτε Αποστολική Πίστη έχουν οι Ακακιοφλωρινικοί.

    Ο Ακάκιος Παπάς, το 1961, μετέβη στην Αμερική και χειροτονήθηκε από ένα Παλαιοημερολογίτη και ένα Νεοημερολογίτη,ο οποίος ,μέχρι τέλους της ζωής του,ηρνείτο ότι πήρε μέρος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ὅπως ὅλοι οἱ αἱρετικοί, ἔτσι καί ὁ κ. ΧΣ δέν ἀφήνει καμμίαν εὐκαιρίαν νά διαλαλήσῃ τήν αἵρεσίν του καί νά παραστήσῃ τόν ἱερο-εξεταστήν, ποῖος εἶναι ἐντός καί ποῖος ἐκτός Ἐκκλησίας! Δέν βλέπει ὁ δυστυχής ὅτι πρωτίστως ὁ ἴδιος εἶναι ὑπόδικος ἐνώπιον Ὀρθοδόξου Συνόδου δι' αἵρεσιν καί σχίσμα! Ὦ τῆς πνευματικῆς τυφλώσεως! Ἰδού ποῦ ὁδηγεῖ ὁ Σατανᾶς τά θύματά του!

    ΑπάντησηΔιαγραφή