Ο πεινασμένος οδοιπόρος

Η μονή των Ιβήρων είναι πολύ φιλόξενο μοναστήρι. Αυτό αποδίδεται και στο ακόλουθο περιστατικό: 

Ένας φτωχός εργάτης, κουρασμένος από το δρόμο έφτασε το μεσημέρι πεινασμένος στην πύλη της μονής. Ζήτησε μόνο λίγο ψωμί από τον πορτάρη, γιατί βιαζόταν να συνεχίσει την πορεία του. 
Ο πορτάρης, άγνωστο γιατί, δεν του έδωσε οπότε ο φτωχός αναστέναξε βαθιά και έφυγε νηστικός.
 
Ανεβαίνοντας προς τις Καρυές, σταμάτησε για λίγο στη σκιά ενός δέντρου. Λυπημένος και κουρασμένος καθώς ήταν, ξάπλωσε καταγής.
 
Ξαφνικά ακούει βήματα να πλησιάζουν. Ανασηκώνεται και βλέπει μπροστά του μια γυναίκα με ένα βρέφος στην αγκαλιά. Με ύφος συμπαθητικό και φωνή γλυκιά τον ερωτά:
 
- Τι έχεις; Μήπως είσαι άρρωστος;
 

Ἡ παρακάτω διήγηση τοῦ Ἀββᾶ Μακαρίου καταπλήσσει τοὺς πάντες,

γιατί ἀναφέρεται σὲ κάποιο µοναχὸ ποὺ κατηγορήθηκε ἄδικα καὶ ὄχι µόνο σήκωσε ἀδιαµαρτύρητα τὴν φοβερὴ συκοφαντία, ὄχι µόνο ἄντεξε τὴν προσβολὴ καὶ δέχθηκε ἀγόγγυστα τὶς συνέπειες, ἀλλά, ἀντίθετα, ἔφτασε σὲ τέτοιο µέτρο ταπεινοφροσύνης ποὺ δὲν ἄντεξε τὴν ἀναγνώριση τῆς ἀδικίας ἀπὸ τοὺς συκοφάντες του καὶ φυσικὰ τὴν ἀθῴωσή του. «Ὅταν ἤµουν νεώτερος καὶ ζοῦσα στὸ κελλί µου στὴν Αἴγυπτο, µὲ πῆραν καὶ µὲ ἔκαναν κληρικὸ στὴν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ. Μὴ θέλοντας, ὡστόσο, νὰ ἀποδεχθῶ τὴ θέση αὐτὴ καὶ τὸ ὑψηλὸ ἀξίωµα, ἔφυγα καὶ πῆγα σὲ ἄλλον τόπο. Ἐκεῖ ἐρχόταν ἕνας εὐλαβὴς λαϊκός, ἔπαιρνε τὸ ἐργόχειρό µου καὶ µ’ ἐξυπηρετοῦσε. Ὅµως συνέβη κάποτε, ἀπὸ διαβολικὸ πειρασµό, κάποια κοπέλλα τοῦ χωριοῦ νὰ πέσει στὸ ἁµάρτηµα τῆς πορνείας. Ὅταν ἔµεινε ἡ κοπέλλα ἔγκυος, ἄρχισαν νὰ τὴ ρωτοῦν: - Ποιὸς τὸ ἔκαµε αὐτό: Καὶ ἐκείνη ἀπαντοῦσε - Ὁ ἀναχωρητής. Βγῆκαν τότε οἱ χωριανοὶ καὶ µὲ συνέλαβαν, καὶ ἀφοῦ κρέµασαν ἀπὸ τὸ λαιµό µου τσουκάλια καπνισµένα καὶ σπασµένα χερούλια ἀπὸ χύτρες, µὲ τριγυρνοῦσαν σὲ ὅλο τὸ χωριό, παντοῦ, χτυπώντας µε καὶ λέγοντας: Αὐτὸς ὁ µοναχὸς διέφθειρε τὴν κοπέλλα µας! Πᾶρτε τὸν, πᾶρτε τον! Καὶ µὲ χτύπησαν τόσο πολύ, ποὺ παρὰ λίγο νὰ πέσω νεκρός! Τότε ἦρθε ἕνας Γέροντας καὶ τοὺς εἶπε: -Ὥς πότε θὰ χτυπᾶτε ἀνελέητα τὸν ξένο µοναχό; Ὁ εὐλαβὴς κοσµικός, ποὺ µὲ ἐξυπηρετοῦσε παίρνοντας τὸ ἐργόχειρό µου, ἀκολουθοῦσε κ’ ἐκεῖνος ντροπιασµένος, γιατί τὸν ἔβριζαν κι αὐτόν, λέγοντάς του: 

-Νά, αὐτὸς εἶναι ὁ ἀναχωρητὴς, γιὰ τὸν ὁποῖο ἐσὺ µᾶς µιλοῦσες. Βλέπεις τί ἔκαµε! Καὶ τότε, οἱ γονεῖς τῆς κοπέλλας εἶπαν: 

-∆ὲν θὰ τὸν ἀφήσουµε νὰ φύγει, ἂν δὲν βάλει κάποιον ἐγγυητὴ ὅτι θὰ τὴν τρέφει. Καὶ τότε, εἶπα στὸν φίλο µου τὸν διακονητὴ νὰ ἐγγυηθεῖ ἐκεῖνος γιὰ µένα. Κ’ ἐπιστρέφοντας στὸ κελλί µου ἔδωκα σ’ αὐτὸν ὅλα τὰ ζεµπίλια ποὺ εἶχα πλέξει, λέγοντάς του: 

------------------------

Ο/Η Δημήτριος Χατζηνικολάου είπε...

Ὄντως, καταπληκτική ἱστορία! Ἄν ἤμουν ἐγώ στήν θέσιν τοῦ συκοφαντημένου μοναχοῦ, θά ὑπέβαλα μήνυσιν διά συκοφαντικήν δυσφήμησιν καί θά ζητοῦσα νά γίνουν ὅλα τά σχετικά tests (DNA τοῦ παιδιοῦ κ.λπ.)

Τη ΙΑ΄ (11η) του Αυγούστου, μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος ΕΥΠΛΟΥ του Διακόνου.

Εύπλος ο ένδοξος Μάρτυς και Διάκονος ήκμασεν επί βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει 296, καταγόμενος εκ Κατάνης της εν τη Επαρχία της Σικελίας. Διαβληθείς δε ούτος εις τον άρχοντα Καλβιασιανόν, και μη πεισθείς να αρνηθή τον Χριστόν, πρώτον μεν εδέθη τας χείρας, τους πόδας και τα γόνατα, είτα δε εκρεμάσθη εις ξύλον ορθόν και εξεσχίσθη με σιδηρούς όνυχας. Ελθούσα δε εις αυτόν θεϊκή τις φωνή τον ενεδυνάμωσε. Μετά ταύτα συνέτριψαν τας κνήμας του με σιδηράς σφύρας, και έρριψαν αυτόν εν τη φυλακή, εκεί δε ευρισκόμενος ο Άγιος δια μόνης της προσευχής του έκαμε να αναβλύση πηγή ύδατος, ούτω δε εξήγαγον αυτόν εκ της φυλακής. Ύστερον πάλιν τον εφυλάκισαν, και με σιδηρούς και πεπυρωμένους όνυχας κατεπλήγωσαν τα ώτα του· τελευταίον δε απέκοψαν την αγίαν του κεφαλήν και ούτως έλαβε παρά Κυρίου τον του μαρτυρίου άφθαρτον στέφανον.

Ἡ τέλεια συντριβὴ τοῦ ἐγωϊσµοῦ ἀνέδειξε τὸν ὑποτακτικὸ Ζαχαρία ἀνώτερο πνευµατικὰ ἀπὸ τὸν Γέροντά του Μωϋσῆ :

«Ὁ ἀββὰς Μωϋσῆς εἶπε στὸν Ἀββᾶ Ζαχαρία:                                                              

-Πές µου, τί νὰ κάµω; Ἐκεῖνος, µόλις ἄκουσε αὐτὸ τὸ λόγο, ἔκαµε ἐδαφιαία µετάνοια καί, πέφτοντας στὰ πόδια του, λέγει:                                                             

Ἐσὺ ρωτᾶς ἐµένα, πάτερ; Καὶ τοῦ λέει ὁ Γέροντας:                                                    

-Πίστεψέ µε Ζαχαρία: εἶδα τὸ ἅγιο Πνεῦµα νὰ κατεβαίνει ἐπάνω σου, καὶ γι’ αὐτὸ ἀναγκάζοµαι καὶ σὲ ρωτῶ. Τότε ὁ ἀββὰς Ζαχαρίας ἔβγαλε τὸ κουκούλιο ἀπὸ τὸ κεφάλι του, τὸ ἔβαλε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του καί, ἀφοῦ τὸ τσαλαπάτησε εἶπε:      

-Ἂν δὲν συντριβεῖ ὁ ἄνθρωπος µὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, δὲν µπορεῖ νὰ γίνει µοναχός!

Διηγοῦνται γιὰ κάποιον Γέροντα, ὅτι νήστεψε ἐπὶ ἑβδοµήντα ἑβδοµάδες, τρώγοντας µονάχα µία φορά τὴν ἑβδοµάδα.

Προσευχόταν λοιπὸν στὸ Θεὸ νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὴν ἑρµηνεία ἑνὸς ρητοῦ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, µὰ ὁ Θεὸς δὲν τοῦ τὸ φανέρωνε. Τότε λέει µέσα του: «τόσος κόπος καὶ δὲν ἔφερε κανένα ἀποτέλεσµα. Θὰ πάω, λοιπόν, στὸν ἀδελφό µου νὰ τὸν ρωτήσω», ἀλλά, καθὼς βγῆκε ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του κ’ ἔκλεισε γιὰ νὰ φύγει, στάλθηκε ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέει:                                                                                                                           

-Οἱ ἑβδοµήντα ἑβδοµάδες ποὺ νήστεψες δὲν ἄγγιξαν τὸ Θεό· ὅταν ὅµως ταπείνωσες τὸν ἑαυτό σου κι’ εἶπες νὰ πᾶς νὰ ρωτήσεις τὸν ἀδελφό σου, τότε ὁ Θεὸς µὲ ἔστειλε νὰ σὲ πληροφορήσω γιὰ τὴν ἑρµηνεία τοῦ ρητοῦ ποὺ ζήτησες. Καὶ ἀφοῦ τὸν πληροφόρησε γι’ αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε, ἔφυγε ἀπὸ κοντά του.