Δυστυχῶς, ὁ νέος Ἰσραὴλ τῆς χάριτος καὶ τῆς εὐλογίας ἀφοῦ «ἔφαγεν καὶ ἐνεπλήσθη, ἀπελάκτισεν ὁ ἠγαπημένος λαὸς τοῦ Θεοῦ, διότι ἐλιπάνθη, ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη» (Δευτ. 32, 15). Καὶ ἀπέστη ἐκ τοῦ Σωτῆρος αὐτοῦ Θεοῦ λέγων: «Ἀπόστα ἀφ᾽ ἡμῶν ὁδούς σου εἰδέναι οὐ βουλόμεθα» (Ἰώβ 21, 14). Οὕτω περιῆλθεν εἰς ἠθικὴν ἐξαχρείωσιν καὶ χαλάρωσιν, ἐφ᾽ ὅσον οἱ ἄρχοντες ἡμῶν ἐψήφισαν νόμους βδελυροὺς ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ Θεοῦ. Ὡς τὸν πολιτικὸν γάμον, τὴν νομιμοποίησιν τῶν ἀμβλώσεων, τὴν ἐλευθέραν συμβίωσιν τοῦ αὐτοῦ φύλου, τὸν «γάμον» τῶν ὁμοφυλοφίλων, τὴν ὑποβάθμισιν καὶ περιφρόνησιν τῆς πατροπαραδότου ἀρχαίας γλώσσης, τὴν προαιρετικότητα τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, τὴν ἀνέγερσιν μουσουλμανικοῦ τεμένους (παραθεωροῦντες τὸ τάμα τοῦ Ἔθνους), τὴν κατασκευὴν ἀποτεφροτικῶν κλιβάνων κ.ἄ.
Ο π. Θεόδωρος Ζήσης γράφει:
Αφού οι Επίσκοποι μνημονεύουν τόν Πατριάρχη καί επομένως υπόκεινται καί αυτοί στόν κανόνα: “ο κοινωνών ακοινωνήτω, ακοινώνητος έσται”· καί εγώ μνημονεύω τόν Επίσκοπό μου, ο οποίος μνημονεύει τόν Πατριάρχη, ο οποίος κοινωνεί μέ τόν Πάπα· καί εσείς οι λαϊκοί έρχεστε από μένα, ο οποίος μνημονεύω τόν Επίσκοπο καί κοινωνάτε καί μέ αποδέχεστε. Επομένως, μία σειρά –αυτή η σειρά τού παραπτώματος πού αρχίζει από τόν Πατριάρχη, αρχίζει σιγά-σιγά σάν συγκοινωνούν δοχείον, νά φθάνει σάν ευθύνη μέχρις εμάς!
Αλλά ποιός από τόν κόσμο τά ξέρει αυτά; Οι περισσότεροι από τούς λαϊκούς, θά πούν: “Μά, αφού τό κάνει ο
Πατριάρχης, αφού τό κάνει ο Πάπας, τί φταίω εγώ;”. Φταίς κι εσύ! Δέν δικαιολογείται
η άγνοια...
Είμαστε όλοι υπεύθυνοι. Δέν είναι μόνον υπεύθυνος ο Πατριάρχης. Δέν είναι μόνον υπεύθυνος ο
Επίσκοπος ο οποίος σιωπά καί η οποία σιωπή είναι τρίτο είδος αθεΐας. Είμαστε υπεύθυνοι καί εμείς οι Πρεσβύτεροι καί μαζί μέ εμάς,
είστε καί σείς οι λαϊκοί, πού έρχεστε μαζί μέ μάς καί δέν μάς λέτε: “Φεύγουμε εμείς”.
Τη Α΄ (1η) Αυγούστου, μνήμη των Αγίων επτά Μαρτύρων Μακκαβαίων
ΑΒΕΙΜ, ΑΝΤΟΝΙΟΥ, ΓΟΥΡΙΟΥ, ΕΛΕΑΖΑΡΟΥ, ΕΥΣΕΒΩΝΑ, ΑΧΕΙΜ και ΜΑΡΚΕΛΟΥ, της μητρός αυτών ΣΟΛΟΜΟΝΗΣ και του διδασκάλου αυτών ΕΛΕΑΖΑΡΟΥ.
Ελεάζαρος ο ευσεβέστατος διδάσκαλος και οι επτά Μακκαβαίοι μαθηταί αυτού Αβείρ, Αντώνιος, Γουρίας, Ελεάζαρος, Ευσεβωνάς, Αχείμ (Εν δε τω χειρογράφω Συναξαριστή γράφεται Ευλάλου· εν άλλω δε Συναξαριστή γράφεται Μάρκου.) και Μάρκελλος και η μήτηρ αυτών Σολομονή ήκμασαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Αντιόχου, υιού Σελεύκου, εν έτει από μεν κτίσεως κόσμου ετκη΄ (5328), προ Χριστού δε ρογ΄ (173). Αναγκασθέντες δε οι Άγιοι ούτοι υπό του βασιλέως Αντιόχου (όστις εξώντωσε και ηχμαλώτισεν άπαν το γένος των Εβραίων) να αρνηθώσι τας συνηθείας και διατάξεις τας παραδεδομένας υπό του νόμου και των προγόνων των, τρώγοντες χοιρινά κρέατα, δεν επείσυησαν εις τούτο, φυλάττοντες την παραγγελίαν του θείου νόμου την λέγουσαν· «Τον υν, ότι διχηλεί οπλήν τούτο, και ονυχίζει όνυχας οπλής, και τούτο ουκ ανάγει μηρυκισμόν, ακάθαρτον τούτο υμίν· από των κρεάτων αυτών ου φάγεσθε και των θνησιμαίων αυτών ουχ άψεσθε, ακάθαρτα ταύτα υμίν» (Λευϊτ. ια: 7- 8 ).
Είναι χαρακτηριστικό αυτό που είπε ο Κολοκοτρώνης, μιλώντας στην Πνύκα σε νέους, στις 8 Οκτωβρίου 1833:
«Αφού ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι πίστεψαν στο Ευαγγέλιό Του και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό, τι ημπορούσαν, διά να αλλάξει ο λαός την πίστη του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ’ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος τον Σταυρό του έκαμε. Παιδιά μου! Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να τη στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ Πατρίδος».
Βασικὲς ὀρθόδοξες ἐκκλησιολογικὲς ἀρχὲς
Ὁ Οἰκουμενισμός, ἐκκινώντας ἀπὸ προσπάθειες προσεγγίσεως τῶν «χριστιανῶν» σὲ πρακτικὰ θέματα στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ., ἐξελίχθηκε σὲ προσπάθεια ἐξωτερικῆς συγκολλήσεως τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὶς λοιπὲς «ὁμολογίες», χωρὶς τὴν ἀποδοχὴ ἀπὸ ἐκεῖνες τῆς μόνης ἀναλλοίωτης καὶ παραδοσιακῆς, τῆς ὀρθόδοξης, διδασκαλίας, ἀλλὰ μέσῳ ἐλαχιστοποιήσεως τῆς σημασίας («μινιμαλισμοῦ»), τῆς ἀποσιωπήσεως καὶ παρερμηνείας τῶν ἱ. δογμάτων ἀπὸ ὅλες τὶς διαλεγόμενες πλευρές. Ἐκκινώντας στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ., ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ οἱ αἱρετικοὶ (ἑτερόδοξοι ) ὀνομάστηκαν σὲ ἐπίσημα ὀρθόδοξα ἐκκλησιαστικὰ κείμενα «Ἐκκλησίες» (τὸ 1903 καὶ κυρίως τὸ 1920), ἡ δογματικὴ παρέκκλιση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μεταξὺ ἄλλων φοβερῶν πτώσεων ὁδήγησε σταδιακῶς στὴν ἀπὸ μέρους ἐπιφανῶν ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ θεολόγων (α) ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας μὲ τοὺς παπικούς («ἄρση τῶν ἀναθεμάτων») τὸ 1965, (β) μερικὴ ἀποδοχὴ τῶν ἑτεροδόξων τελετῶν βαπτίσματος, εὐχαριστίας καὶ ἱερωσύνης («Κείμενον Β.Ε.Μ.», Λίμα τοῦ Περοῦ 1982, (γ) διαπίστωση δῆθεν χριστολογικῆς συμφωνίας μὲ τοὺς μονοφυσίτες-μονοθελῆτες (Β΄Κοινή Δήλωση, Chambésy 1990) - ἡ ὁποία σημαίνει τὴν ἀπόρριψη τῆς συμπαγοῦς ὀρθοδόξου χριστολογίας 15 αἰώνων, Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ πληθύος Ἁγίων Πατέρων, (ε) διαπίστωση ὅτι ὁ παπισμὸς εἶναι ὄχι αἵρεση, ἀλλὰ «ἀδελφὴ Ἐκκλησία» μὲ ἔγκυρα μυστήρια (Κείμενον Balamand 1993) κ.ἄ. Χειρότερο ὅλων εἶναι (στ) τὸ ἐκκλησιολογικὸ κείμενο τῆς Θ΄ Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε. στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε (Βραζιλία, 2006) · ἐκεῖ ἡ πλειονότης τῶν ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων ἀρνήθηκε ἰδιότητες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τὶς ὁποῖες ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἐκεῖνες τῆς «Μιᾶς» (δηλ. σὲ ἑνότητα πίστεως) καὶ τῆς «Καθολικῆς», ἐπειδὴ συμφώνησαν ὅτι κανένα μέλος τοῦ Π.Σ.Ε. δὲν ἀποτελεῖ καθ’ ἑαυτὸ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία (§6) καὶ ὅτι εἶναι θεμιτὴ ἡ ὕπαρξη ποικιλίας δογμάτων ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας (§5). Αὐτὸ εἶναι ποὺ λίγο ἀργότερα οἱ οἰκουμενιστὲς ὀνόμασαν «ἑνότητα μέσα στὴ (δογματικὴ) διαφορετικότητα» , “unity in diversity”, ἔνα σύνθημα παρμένο ἀπὸ τὰ βουδιστικὰ κινήματα τῆς New Age, δηλαδὴ μιὰ «περιεκτικότητα» (“comprehensiveness”) ἀντίθετη μὲ τὴν ἁγιοπατερικὴ «ἀποκλειστικότητα» (“exclusiveness”).