«Κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἦταν ἕνας ἄνθρωπος καὶ ἐλέγετο Μωϋσῆς. Αὐτὸς ἀπὸ μικρὸν παιδίον ὁποὺ ἦτον, ἔλαβε δύο χαρίσματα εἰς τὴν καρδίαν του· ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς του. ῞Ωστε πρέπει καὶ ἡμεῖς οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ νὰ ἔχωμεν αὐτὰς τὰς δύο ἀγάπας, καὶ αὕτη εἶνε ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου· «Αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς». ᾿Ακούετε, ἀδελφοί μου, τὶ λέγει ὁ Χριστός; ῞Οτι καθὼς ἐγὼ ὑβρίσθηκα, ἐδάρηκα, ἐπείνασα, ἐδείψασα, καὶ ἐσταυρώθηκα, καὶ ἔχυσα τὸ αἷμα μου διὰ τὴν ἀγάπην σας, διὰ νὰ σᾶς ἐλευθερώσω ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου, ἔτσι πρέπει καὶ σεῖς ν᾿ ἀγαπᾶτε τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἀδελφούς σας, καί, ἄν τύχη καὶ ἀνάγκη, νὰ χύνετε καὶ τὸ αἷμα σας. ῾Η τελεία ἀγάπη εἶνε νὰ πωλήσης ὅλα σου τὰ πράγματα καὶ νὰ δώσης ἐλεημοσύνην, καὶ σὺ νὰ πωληθῆς σκλάβος, καὶ ὅσα παίρνεις νὰ τὰ δίδης ἐλεημοσύνην. Εἰς τὴν ἀνατολὴν ἦταν ἕνας Δεσπότης, τοῦ ἐπῆραν ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν του ἑκατὸν σκλάβους, ἐπώλησεν ὅλα του τὰ πράγματα καὶ τοὺς ἐξεσκλάβωσεν. ῞Ενα παιδὶ μιᾶς χήρας ἀπέμεινε σκλαβωμένο. Τὶ κάμνει ὁ Δεσπότης; Ξυρίζεται καὶ πηγαίνει καὶ παρακαλεῖ τὸν ἀφέντη, ὁποὺ εἶχε τὸ παιδί, νὰ τὸ ἐλευθερώση, καὶ νὰ κρατήση ἐκεῖνον σκλάβον, ὅπως καὶ ἐγένετο. Καὶ ἐπερνοῦσε μεγάλην σκληραγωγίαν, ἕως ὁποὺ διὰ τὴν ὑπομονή του τὸν ἠξίωσεν ὁ Θεὸς καὶ ἔκαμε θαύματα. ῞Υστερα τὸν ἠλευθέρωσεν ὁ ἀφέντης του καὶ πάλιν ἔγινεν ἀρχιερεύς. Αὐτὴν τὴν ἀγάπην θέλει ὁ Θεὸς νὰ ἔχωμεν καὶ ἡμεῖς. Εὑρίσκεται κανένας νὰ ἔχη αὐτὴν τὴν ἀγάπην; ῎Οχι! Μὴ πωλεῖσαι σύ, πώλησον μόνον τὰ πράγματά σου καὶ δός τα ἐλεημοσύνην. Δὲν δύνασαι νὰ τὸ κάμης; Δόσε τὸ ἥμισυ, τὸ τρίτον, ἤ τὸ τέταρτον. Δὲν δύνασαι καὶ τοῦτο; Μὴ παίρνης τὸ ψωμὶ τοῦ ἀδελφοῦ σου, μὴ τὸν κατατρέχης, μὴ τὸν συκοφαντῆς. Πῶς θέλομεν νὰ σωθῶμεν, ἀδελφοί μου; Τὸ ἕνα μᾶς φαίνεται βαρύ, τὸ ἄλλο πικρόν. ῾Ο Θεὸς εἶνε εὔσπλαγχνος, ναί! ἀλλ᾿ εἶνε καὶ δίκαιος· ἔχει καὶ ράβδον σιδηρᾶν. Λοιπὸν ἄν θέλωμεν νὰ σωθῶμεν, πρέπει νὰ ἔχωμεν τὴν ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς μας».
Τη ΙΕ΄ (15η) Ιουλίου, του Αγίου και Ισαποστόλου βασιλέως των Ρώσων ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΥ του εκχριστιανίσαντος την Ρωσίαν εν ειρήνη τελειωθέντος.
Βλαδίμηρος ο Ισαπόστολος Άγιος της Ρωσικής Εκκλησίας και ηγεμών της Ρωσίας ήτο υιός του ηγεμόνος του Κιέβου Σβιατοσλάβ, γεννηθείς κατά το έτος 949. Η μήτηρ του εκαλείτο Μαλούσα, ήτο δε πρότερον οικονόμος της μητρός του Σβιατοσλάβ Αγίας βασιλίσης Όλγας, ήτις ησπάσθη πρώτη τον Χριστιανισμόν εν Ρωσία και ωδήγησε πολλούς ειε την ευσέβειαν. Ο Βλαδίμηρος μετά τον θάνατον του πατρός του κατεδιώχθη υπό των αδελφών του Γιαροπόλσκ και Ολιέγ και κατέφυγεν εις Σουηδίαν, βραδύτερον όμως κατανικήσας αυτούς κατέλαβε τον θρόνον του Κιέβου. Κατά την εποχήν εκείνην ο Βλαδίμηρος ήτο ακόμη ειδωλολάτρης, διότι και ο πατήρ του ελάτρευεν έως τέλους τα είδωλα, μη ακολουθήσας εις την πίστιν του Χριστού την μητέρα του Όλγαν, έλαβε δε πολλάς συζύγους, εκ των οποίων απέκτησε δώδεκα υιούς και ένδεκα θυγατέρας. Ούτος προτού να γίνη ακόμη Χριστιανός ανήγειρεν επί του λόφου του Κιέβου παρά την όχθην του Δνειπέρου μέγα είδωλον του Περούν, τον οποίον ελάτρευον ως θεόν της βροντής και αστραπής, όστις ήτο και ο κύριος θεός των Σλαύων, εις τον οποίον, όπως αναφέρουν τα αρχαία Ρωσικά χρονικά, εγίνοντο ανθρώπιναι θυσίαι.
Στον Κανόνα Α΄ της 7ης Οικουμενικής Συνόδου διαβάζουμε:
«Ημείς τοιγαρούν πατρώοις νόμοις επόμενοι παρά του ενός Πνεύματος λαβόντες χάριν ακαινοτομήτως και αμειώτως πάντα τα της Εκκλησίας εφυλάξαμεν, καθώς αι Άγιαι Οικουμενικαί εξ Σύνοδοι παραδεδώκασι και όσα είασαν τιμάσθαι εν τη Καθολική Εκκλησία αποδεχόμεθα δίχα πάσης αμφιβολίας».
Όσοι Ορθόδοξοι ζητούν την εφαρμογή του 15ου κανόνας της Α-Β Συνόδου, δεν είναι ούτε πλανεμένοι, ούτε εκτός Εκκλησίας, ούτε ανυπάκουοι.
«Τέκνα υπακοής εσμέν και εγκαυχώμεθα εν προσώπω της Μητρός
τη παραδόσει της Καθολικής Εκκλησίας».
(Κανών Α΄ της 7ης Οικουμενικής Συνόδου)