ΟΤΙ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΕΥΕΡΓΕΤΑΙ ΙΔΙΚΟΙ ΜΑΣ ΕΞΑΙΡΕΤΟΙ, ΚΑΙ
ΟΤΙ ΑΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΕΥΡΕΘΩΣΙΝ ΑΛΛΟΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΙ.
Ο δεχόμενος υμάς εμέ δέχεται· και ο εμέ δεχόμενος, δέχεται τον αποστείλαντά
με (Ματθ. ι: 40).
Παράδοξον πράγμα ήθελε φανή και ματαιοπονία φανερά, ο
αμαθής να επιμελήται τάχα, δια να εγκωμιάση μέσα εις τον ιδικόν του πτωχικόν
αγρόν ένα, τον οποίον ενεκωμίασαν όλοι οι σοφοί μέσα εις Ακαδημίας και θέατρα.
Ο δούλος να ζητή, πως να εύρη τρόπους δια να φανή ότι δοξάζει τον ιδικόν του
βασιλέα και να τιμά μέσα εις την ιδικήν του πολλά ταπεινήν δουλείαν εκείνον τον
οποίον εδόξασεν η φήμη με τόσας νίκας των εχθρών εις τα τετραπέρατα της γης και
εις τους ουρανούς με την μαρτυρίαν των επαινετών και βασιλικών του έργων. Το
ίδιον παράδοξον, η αυτή ματαιοπονία ήθελεν είπει άλλος, ότι ακολουθεί εις
εκείνον, όστις προσπαθεί δια να εγκωμιάση και δια να δοξάση τον χορόν των
Αγίων, λέγων ούτω· «Τι φαντάζεσαι να πράξης, συ δούλε ταπεινέ και πτωχότατε
άνθρωπε; Να δοξάσης εκείνους τους οποίους εστεφάνωσεν η Αγία Τριάς εις τους
ουρανούς; Να τιμήσης τάχα με λόγους εκείνους τους οποίους ετίμησεν ο Βασιλεύς
των αιώνων δια να τους έχη όχι μόνον φίλους, αλλά και αδελφούς; Εκείνους
φαντάζεσαι να τιμήσης, τους οποίους άμα εχωρίσθησαν από τούτο το θνητόν σώμα,
Άγγελοι προϋπήντησαν, Αρχάγγελοι περιεκύκλωσαν, και όλαι αι Άγιαι Δυνάμεις των
ουρανών, πανταχόθεν συντρέξασαι, άλλος επαινεί τα τραύματα αυτών, άλλος δοξάζει
την μεγαλοψυχίαν, άλλος υμνεί την ανδρείαν και απλώς ειπείν όλοι με μεγάλας
ευφημίας, και τοιαύτας δοξολογίας δεξιωθέντες τους Αγίους τους έφερον μέχρι του
Δεσποτικού θρόνου και τοιούτους φαντάζεσαι συ, ο σκώληξ της γης, ο δούλος των
παθών να τιμήσης;