Μη προσευξώμεθα φαρισαϊκώς, αδελφοί· ο γαρ υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ταπεινωθώμεν εναντίον του Θεού, τελωνικώς δια νηστείας κράζοντες·Ιλάσθητι ημίν ο Θεός, τοις αμαρτωλοίς.
Παντοκράτορ Κύριε, οίδα, πόσα δύνανται τα δάκρυα· Εζεκίαν γαρ εκ των πυλών του θανάτου ανήγαγον, την αμαρτωλόν εκ των χρονίων πταισμάτων ερρύσαντο, τον δε Τελώνην, υπέρ τον Φαρισαίον εδικαίωσαν, και δέομαι, συν αυτοίς αριθμήσας, ελέησόν με.
Βεβαρημένων των οφθαλμών μου εκ των ανομιών μου, ου δύναμαι ατενίσαι, και ιδείν τον αιθέρα του ουρανού, αλλά δέξαι με ως τον Τελώνην, μετανοούντα Σωτήρ, και ελέησόν με.
Το περιεχόμενον της παραβολής του Τελώνου και του Φαρισαίου αποτελεί κάτι σαν προγύμνασμα και προετοιμασία, γι’ αυτούς που θέλουν να πλησιάσουν την ιερά ταπείνωση, που περιέχεται σε όλες τις αρετές, επάνω στις οποίες στηρίζεται πράγματι η Βασιλεία των ουρανών, και να απέχουν από την θεομίσητον αλαζονείαν, η οποία αποτρέπει τον άνθρωπον από κάθε φιλόχριστον αρετή.
Ποίος λοιπόν δεν θα ποθήση να μιμηθή τον τελώνην και την επιστροφήν και την μετάνοιάν του, και δεν θα αποστραφή την έπαρση του Φαρισαίου, αφού η μεν ταπείνωσις συνδέεται με τον Χριστόν, η δε αλαζονεία με τον υπερήφανον δαίμονα;