ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΙΑ
ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου
ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Μέ ἀφορμή τήν μεγάλη Θεομητορική Ἑορτή τῆς Πανσέπτου Κοιμήσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, κατατίθενται στό κείμενο αὐτό κάποιες θέσεις σχετικά μέ τήν ἐκλογή τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας, τήν ἐλεύθερη ἀνταπόκρισή της στό θεῖο θέλημα καί τή συνεργία της στό ὕψιστο γεγονός τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, διά τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ἐπίσης ἀναλύεται θεολογικά, τό ζήτημα τοῦ προορισμοῦ, τῆς θείας προγνώσεως καί τῆς ἀνθρωπίνης συνεργίας, πού εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν ἐν Χριστῷ σωτηρίᾳ. Καί τοῦτο διότι κατά καιρούς διατυπώνονται λανθασμένες γνῶμες καί ἄστοχες θεωρήσεις περί τά τοιαῦτα, καί ἕνεκα αὐτοῦ, θεωροῦμε ὅτι πρέπει νά γνωρίζουμε οἱ Ὀρθόδοξοι τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, σχετικά μέ τήν ἔννοια τῆς «συνεργίας» στήν σωτηρία, ὅπως ἐπίσης, νά γνωρίζουμε πῶς ἐκλαμβάνεται ὀρθοδόξως ὁ προορισμός, ὑπό ποῖες προϋποθέσεις ὁ Θεός προορίζει καί ἐκλέγει καί πῶς συνδέεται ἡ πρόγνωση τοῦ Θεοῦ μέ τόν προορισμό. Εἶναι, βεβαίως, τά ἀνωτέρω, μεγάλα ζητήματα καί ἀπαιτοῦν διά μακρῶν ἀνάπτυξη, ἀλλά ἐδῶ θά γίνουν κάποιες ἀναλύσεις καί τοποθετήσεις σύντομες, κατά τό δυνατόν, σέ συσχέτιση φυσικά μέ τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τήν «αἰτίαν τῆς σωτηρίας ἡμῶν».
Α) ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΕΚΛΟΓΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΙΑΣ
Στήν Ὀρθόδοξη Θεολογία καί σωτηριολογία, ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελοῦν τούς δύο παράγοντες τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας καί θεώσεως, ἡ ὁποία συντελεῖται μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Θεός εἶναι ὁ Ἐνεργῶν καί ὁ ἄνθρωπος ὁ συνεργῶν, ἐκεῖνος πού δέχεται τήν παρεχομένη Χάρη τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Λεκτέον ὅτι στά πλαίσια τῆς Θεολογίας, ἡ λέξη «Χάρις» δηλώνει τή συγκεκριμένη φυσική καί οὐσιώδη ἐκείνη ἐνέργεια τῆς θεότητας, πού ὅταν γίνεται μεθεκτή, θεώνει χαρισματικῶς τούς μετόχους της[1].Ἡ δογματική αὐτή ἀλήθεια καί διδασκαλία περί τῶν δύο παραγόντων τῆς σωτηρίας διακηρύσσεται στήν Ἁγία Γραφή καί τήν Πατερική Παράδοση. Οἱ Ἀνατολικοί Πατέρες τονίζουν τήν πραγματικότητα, ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἔργο καί δωρεά τῆς θείας Χάριτος, πού προϋποθέτει ὅμως καί τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, ἀπόκριση καί ἀνταπόκριση, ἤ ἀκριβέστερα, τήν ἐν ἐλευθερίᾳ συνεργία(=συνενέργεια-συνεργασία) τοῦ ἀνθρώπου, γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ τῆς σωτηρίας.
Χωρίς την οἰκείωση τῆς Χάριτος δέν πραγματώνεται ἡ σωτηρία, δηλ. ἡ ἕνωση μέ τόν Θεό. Ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος θά ὑπογραμμίσει μέ ἔμφαση, ὅτι ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος δέν μᾶς ρώτησε γιά νά μᾶς δημιουργήσει, δέν μπορεῖ νά μᾶς σώσει χωρίς τή θέλησή μας. «Ὁ πλάσας σε ἄνευ σοῦ, οὐ δύναται ἄνευ σοῦ σῶσαί σε». Ὁ Οἰκουμενικός Διδάσκαλος Χρυσόστομος συναφῶς θά γράψει, ὅτι «βουλομένων, οὐ τυραννουμένων ἐστιν ἡσωτηρία». Καί ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, συναφῶς θά τονίσει στά ποιήματά του, ὅτι «τό πᾶν προαίρεσις· Θεός γάρ οὐκ ἄκοντα σώζει βίᾳ»[2].
Κάθε ἐκλογή τοῦ Θεοῦ νοεῖται ὄχι ὡς μία παθητική πράξη μεθέξεως, ἀλλ᾿ ὡς «συνεργία», δηλ. συνεργασία τοῦ καλοῦντος μέ τόν κληθέντα, ὅπως θά ὑπογραμμίσει σέ ἕνα πολύ σπουδαῖο κείμενό του ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας. Τό «κατά πρόθεσιν»τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, σημαίνει «κατά βούλησιν», διότι χωρίς τή θέληση τοῦ ἀνθρώπου δέν μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ ἡ σωτηρία. «Συνεργεῖ μέν ἅπαντα πρός τό ἀγαθόν τοῖς ἀγαπῶσι Θεόν, τοῖς κατά πρόθεσιν κλητοῖς οὖσι. Κατά πρόθεσιν δέ ἄρα τίνων; Τί δ᾿ ἄν νοοῖτο τό, κατά πρόθεσιν; Οὐκοῦν τό, κατά πρόθεσιν, εἴην ἄν τό κατάβούλησιν. Κέκληνται δή οὖν οἱ περί ὧν ὁ λόγος κατά βούλησίν τινων· πότερονδή τοῦ κεκληκότος, ἤ καί αὐτῶν τῶν κεκλημένων; Οὐκοῦν ἅπασα μέν ἔφεσις πρόςδικαιοσύνην ἡμᾶς ἀποφέρουσα, γένοιτ᾿ ἄν ἡμῖν παρά τοῦ Θεοῦ καί Πατρός. Ἔφη γάρ που ὁ Χριστός·<Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ Πατήρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν> (Ἰωάν.4, 44). Πλήν ἔν γε τούτοις οὐκ ἄν τις ἁμάρτοιτοῦ πρέποντος λέγων, ὡς κλητοί γεγόνασί τινές κατά πρόθεσιν, τήν τε τοῦ κεκληκότος καί τήν ἑαυτῶν»[3].
Β) Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΩΣ ΚΟΡΥΦΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΣΥΝΕΡΓΙΑΣ
Στό πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου φαίνεται πλήρως, μᾶλλον κορυφώνεται ἡ συνεργία στὸν ἀγῶνα τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τῆς ἁμαρτίας. Καθώς θεολογεῖ ὁ ἱερός Καβάσιλας, ἡ δύναμη κατὰ τῆς ἁμαρτίας προπτωτικά ἦταν ἐγγενήςστὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τῆς Θεοτόκου Μαρίας, κανένας ἐκ τῶν ἀνθρώπωνδὲν ἦταν σὲ θέση νὰ ἐνεργοποιήσει αὐτὴ τὴ δύναμη. Τὸ κακό ἔμοιαζε ταυτόσημο πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση καί φαινόταν ὅτι ἡ φύση αὐτή κινδύνευε νά ἐξαφανιστεῖ κάτω ἀπὸτὴν παραμόρφωση τῆς ἁμαρτίας. Μόνη ἡ Θεοτόκος ἐπέδειξε τὴν δοσμένη κατὰ τῆς ἁμαρτίας δύναμη σὲ ὅλη της τὴν πληρότητα, διότι αὐτή ἀγωνίστηκε κατὰ τοῦ κακοῦ καί κατόρθωσε νά μείνει ἀνέγγιχτη ἀπὸ αὐτὸ. Πῶς ἔγινε αὐτό ἐφικτό; Ἔγινε «ἔρωτι Θεοῦ καί ρώμη λογισμοῦ καί γνώμης εὐθύτητι καί φρονήματος μεγέθει», ὅπως θα γράψει ὁ Ν. Καβάσιλας[4].Ἔφθασε ἐκεῖ ἡ Παρθένος Μαρία, λόγω τῆς γνώμης καί τοῦ μεγέθους τοῦ φρονήματός της, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φανερωθεῖ σ᾿ αὐτὴν ἡ ἀκεραιότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ὅπως ἀκριβῶς εἴχε πλασθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ αὐτό ἦταν ἀπαραίτητο, ὥστε ὁ Θεὸς νὰ προσθέσει ἀκινησία πρὸς τὸ κακό, γιὰ νὰ μπορέσει ὁ Ἴδιος νὰ ὁλοκληρώσει τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Στὸ σημεῖο αὐτό συναντοῦμε τὰ βασικά χαρακτηριστικά τοῦ θεολογικοῦ ἀνθρωπισμοῦ , δηλ. τό πώς ὅλα τὰ μέρη τῆς ψυχῆς κινοῦνται διὰ τοῦ προσωπικοῦ θελήματος τῆς Παρθένου Μαρίας[5].
Εἶναι γεγονός, ὅτι ὁ Ἅγιος Θεὸς φανερώθηκε μέσῳ τῆς Παρθένου διὰ τῆς εἰκόνας Του. Ἡ Θεοτόκος Μαρία εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία «βοήθησε», ὥστε ὁ Θεὸς νὰ δείξει τὴ χρηστότητά Του. Ἡ «βοήθεια» τῆς Ἀειπαρθένου ἑδράζεται στὴν ἐπίγνωση τῆς συνεργίας καὶ στὴν ἀκεραιότητα τῆς θείας εἰκόνας στὸν ἄνθρωπο, μιά εἰκόνα ἡ ὁποία συνίσταται ἀκριβῶς στὴν ἐλευθερία. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη νὰ ἀσκήσει τὴν ἐλευθερία του, γιὰ νὰ ἀνοιχθεῖ στὸν Θεὸ, ὥστεἘκεῖνος μὲ τὴ σειρά του νὰ ἐκφράσει τὴν ἀγαθότητά του. Ὁ Θεὸς χρειάζεται τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ ἀσκήσει τὴ χρηστότητά του πάνω στὴν κτίση μὲ τὸν ὀρθό τρόπο, δηλαδή ἐλεύθερα. Συνεργία λοιπόν σημαίνει ἐλευθερία τόσο γιά τὸν ἄνθρωπο ὅσο καὶ γιὰ τὸν Θεὸ[6].Ἡ ὑψίστη, κατ᾿ ἄνθρωπο, συνεργία, ἐκφράσθηκε πλήρως ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, ἡ ὁποία ἀπάντησε συνεργιστικά στή λυτρωτική κλήση τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος ἐκ τῆς Παρθένου, γιά νά θεωθεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό, «ἵνα τῇ πρός τό θεῖον ἀνακράσει συναποθεωθεῖ τό ἀνθρώπινον»[7].
Γ) ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚΛΟΓΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΜΑΡΙΑΣ
ἝναςὝμνος, ἀναφερόμενος στήν ἑορτή τοῦ Γενεθλίου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, κάνει λόγο γιά προορισμό τῆς Παναγίας («ἡ προορισθεῖσα Παντάνασσα») καί γιά ἐκλογή της ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, στό νά καταστεῖ Μητέρα τοῦ Κτίστου, κατοικητήριο τῆς θεότητος, σκεῦος ἐκλεκτό τῆς Χάριτος, «θεολάξευτον ἄγαλμα», σύμφωνα μέ μία ὡραία διατύπωση τοῦ Μ. Φωτίου[8], «ἁγιασμοῦ πρυτανεῖον», ὅπως τήν προσαγορεύουν οἱ ἱεροί συγγραφεῖς. Στήν Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ Θεοτόκος Μαρία ὑμνεῖται ὡς «προωρισμένη καί προεκλελεγμένη πρό πασῶν τῶν γενεῶν». Καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός θά γράψει, ὅτι ἡ Θεομήτωρ εἶναι πραγματικά «ἐκ γενεῶν ἀρχαίων ἐκλελεγμένη, τῇ προωρισμένῃ βουλῇ καί εὐδοκία τοῦ Θεοῦ Πατρός».[9]
Οἱ Ἅγιοι καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς, ὅταν ἀναφέρονται στήν ἐκλογή τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας, τονίζουν ἐμφατικά, τόν προαιώνιο, ἀλλά καί μοναδικό της χαρακτῆρα, καθότι μόνη αὐτή ἡ εὐλογημένη ὕπαρξη, ὡς σκοπός τῆς δημιουργίας, («ὁ σκοπός ὁ προεπινοηθείς τῶν αἰώνων», σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης)[10], ἀποτελεῖ τήν πρό αἰώνων καί ἐξ ὅλων τῶν γενεῶν ἐκλεγμένη γυναίκα γιά τή διακονία τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως[11]. Ἡ Θεοτόκος Μαρία ἐξελέγη προαιωνίως, προκειμένου νά καταστεῖ τό ἐργαστήριο τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων, θείας καί ἀνθρωπίνης, στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Τήν πραγματικότητα αὐτή ἐκφράζει ἄριστα ἡ Ἐκκλησία μας ἐμμελῶς, σέ ἕνα Θεομητορικό Δοξαστικό, ὅπου ψάλλουμε, ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶναι «ὁ βασιλικός θάλαμος, ἐν ᾦ τό παράδοξον τῆς ἀπορρήτου ἑνώσεως, τῶν συνελθουσῶν ἐπί Χριστοῦ φύσεων, ἐτελεσιουργήθη μυστήριον»[12].
Ἐξελέγη καί προωρίσθη «πρό πάντων τῶν αἰώνων» ἡ Ἁγνή Παρθένος, προκειμένου νά καταστεῖ (σύμφωνα μέ τήν προαίρεσή της ὅπως θά δειχθεῖ στά ἑπόμενα), τό ἔμψυχο σκεῦος τῆς Σαρκώσεως καί φυσικῆς εἰσόδου τοῦ Προαιωνίου Λόγου στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ὥστε μέ τή δική τηςσυγκατάθεση νά ἀποτελέσει ἐν χρόνῳ τήν ὑπάκουη ἀνταπόκριση τῆς ἀνθρωπότητας στή σωτήριο κλήση τοῦ Θεοῦ, γιά τή σωτηρία της καί τήν ἀνακαίνιση τοῦ σύμπαντοςκόσμου. Καί αὐτή ἡ ἐκλογή τῆς Θεοτόκου, καθώς παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, εἶναι μοναδική ὡς πρός τήν ἀποστολή της ἐν σχέσει πρός τήν ἐκλογή τῶν ἄλλων γυναικῶν (Σάρρας, Ρεβέκκας, Ἄννης, ἀλλά ἀκόμη καί αὐτῆς τῆς μητέρας της, ἁγίας Ἄννης[13]). Καί τοῦτο, διότι, ναί μέν αὐτές οἱ ἐκλεγμένες γυναῖκες ἦσαν δίκαιες, ὡς προμήτορες τῆς Παρθένου, ἀλλά μόνο αὐτή ὑπῆρξε ἡ καθαρή γῆ ἐντός τῆς ὁποίας κρυβόταν ὅ,τι εὐγενέστερο διέθετε τό ἀνθρώπινο γένος, ὥστε νά λάβει ὁ Θεός Λόγος τήν ἀνθρώπινη φύση Του μέσα στήν «παρθενικήν ὑπεράγιον» μήτρα της[14].
Πῶς ἑρμηνεύεται, τελικά, αὐτός ὁ προορισμός καί ἡ ἐκλογή τῆς Θεοτόκου ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ; Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σέ μία ἐπιστολή του λέει ὅτι ὁ Θεός, «οὕς προέγνω καί προώρισε…οὕς δέ προώρισε, τούτους καί ἐκάλεσε∙ οὕς ἐκάλεσε τούτους καί ἐδικαίωσεν∙οὕς δέ ἐδικαίωσε, τούτους καί ἐδόξασε»[15].Οἱ προορισθέντες καί κληθέντες ὑπό τοῦ Θεοῦ, κατά τό ἀνωτέρω χωρίο, εἶναι «κατά πρόθεσιν κλητοί», δηλαδή, εἶναι κλητοί καί προωρισμένοι λόγῳ τῆς δικῆς τους προαιρέσεως τήν ὁποία γνωρίζει καί βλέπει ὁ Παντέφορος ὀφθαλμός!
Κατά ταῦτα, ὁ προορισμός στηρίζεται πάντοτε στήν πρόγνωση τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά καταργεῖται ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾿ αὐτό καί τονίζει ἕνας ἑρμηνευτής, ὁ Θεοδώρητος, ὅπως καί ἄλλοι, ὅτι ὁ Θεός «οὐχ ἁπλῶς προώρισεν, ἀλλά προγνούς προώρισεν», δηλαδή προώρισε ἐπειδή γνώριζε. Καί αὐτό σημαίνει ὅτι «προγινώσκει τούς ἀξίους τῆς κλήσεως, εἶθ᾿ οὕτως προορίζει», ὅπως σημειώνει ἄλλος ἑρμηνευτής, ὁ Θεοφύλακτος, διότι «προτέρα ἡ πρόγνωσις, εἶτα ὁ προορισμός». Σχετικά δέ, μέ τόν προορισμόν τῆς Θεοτόκου Μαρίας, ὁ ὁποῖος προέχεται ἀπό τήν πρόγνωση τοῦ Θεοῦ ὅτι αὐτή θά γίνει ἄξια τῆς ἀγάπης Του, ὁ ἱερός Δαμασκηνός θά γράψει: «προγνούς ὁ τῶν ὅλων Θεός ἀξίαν, ἠγάπησε καί ἀγαπήσας προώρισεν»[16].
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, θά διδάξει, ὅτι ὁ Κύριός μας «τούς διαφόρους περί ἡμᾶς τῆς Προνοίας τρόπους τοῖς ἡμῖν ἐγνωσμένοις πάθεσι διαπλάττει»[17]. Ἀργότερα, τόν ὄγδοο αἰῶνα ὁ πατήρ τῆς Δογματικῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, θά γράψει ὅτι ὁ Θεός «πάντα μέν προγινώσκει, οὐ πάντα δέπροορίζει∙ προγινώσκει γάρ καί τά ἐφ᾿ ἡμῖν, οὐ προορίζει δέ αὐτά»[18]. Γνωρίζει ὁ Θεός αὐτά τά ὁποῖα θα διαπράξουμε κατά τή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου μας, ἀλλά δέν τά ἐμποδίζει. Δέν θέλει νά γίνεται ἡ ἁμαρτία, ἀλλά καί δέν ἐξαναγκάζει τήν ἀρετή. «Οὐ γάρ θέλει τήν κακίαν γενέσθαι, οὐδέ βιάζεται τήν ἀρετήν»[19]. Ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, ἀναφερόμενος στό ζήτημα τοῦ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου, θά γράψει ὅτι ὁ Θεός προορίζει ἀϊδίως (προαιωνίως) ὅλους τούς ἀνθρώπους «εἰς αἰώνιον τέλος». Ἀϊδίως μέν, διότι τίποτε δέν λαμβάνει χώρα στόν Θεό ἐν χρόνῳ, ὅλους δέ τούς ἀνθρώπους, διότι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι διαθέτουν λογική καί ἀθάνατη (κατά Χάριν) ψυχή. Τούς προορίζει δέ, «εἰς αἰώνιοντέλος» διότι ὁ ἄνθρωπος ζεῖ αἰωνίως. Καί τούς μέν προορίζει «εἰς αἰώνιον ζωήν», τούς δε, «εἰς κόλασιν αἰώνιον», ἀλλά αὐτόπραγματοποιεῖται σύμφωνα μέ τήν προαίρεσητοῦ ἀνθρώπου. Ἡ προαίρεση σώζει καί ἡ προαίρεση κολάζει, ἀφοῦ «τό δῶρον τῆς προαιρέσεως, ᾧπερ ἰδίως ἡ τῶν ἀνθρώπων φύσις γνωρίζεται, οἱ μέν ἐπί τό βέλτιον, οἱ δ᾿ ἐπί τό χεῖρον κέχρηνται τῶν ἐχόντων»[20].
Μποροῦμε ἐν προκειμένῳ νά φαντασθοῦμε ὁποία ἡ προαίρεση τῆς «προεκλελεγμένης πρό πασῶν τῶν γενεῶν», ἐκείνης, την ὁποία περίμεναν οἱ αἰῶνες νά ἔρθει στή γῆ καί συναγωνίζονταν ποιός θά τήν ὑποδεχθεῖ, ὅπωςἐκφράζει ἡ ποιητική διάνοια τῶν ὑμνητῶν της[21]! Ἡ Παρθένος Μαρία, ἐν προκειμένῳ, δέχτηκε χάρη λόγῳ τῆς ἁγιότητος καὶ τῶν προσευχῶν τῶν γονέων της. Ἕνεκα τῶν προσευχῶν τῶν γεννητόρων της καλλιεργήθηκε ἡἀκεραιότητα τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεώς της πρὸς τὸν Θεὸ. Ἔτσι ἡ σύλληψή της ἦταν ἄμωμη, ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τῆς μηχανικῆς ἀπουσίας τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς τελείας ἀφοσιώσεως τῶν γονέων της πρὸς τὸν Θεὸ, ἡ ὁποία ἐγκαινίασε τὴν τελική κατάργηση τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου, διὰ τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως στὸν Κύριο τοῦ παντός. Ταυτόχρονα, διὰ τῆς ἀγαπητικῆς της ἐλευθερίας ἔφθασε σὲ μιά θεία ἀγάπη, ἡ ὁποία ἀνάλωσε κάθε ἄλλη ἀνθρώπινη ἐπιθυμία καί ἔφθασε σὲ «κατοχή Θεοῦ»[22],καί «τήν χάριν εἵλκυσε»[23]. Καί, σύμφωνα μέ μία ἐκπληκτική καί ἀνθρωποπρεπῆ διατύπωση τοῦ Ν. Καβάσιλα, ἡ Παρθένος Μαρία ἔστρεψε τό βλέμα τοῦ Θεοῦ πρός αὐτήν, «τοῦ Θεοῦ πρός ἑαυτήν στρέφει τόν ὀφθαλμόν»[24], καί τότε «τῇ παρ᾿ αὐτῆς ὥρα καλήν τήν κοινήν ἀπέδειξε φύσιν», δηλαδή «ἔδειξε» στόν Κύριο, ὅτι εἶναι καλή τελικά ἡ ἀνθρώπινη φύση, «καί εἶλε τόν ἀπαθῆ», εἵλκυσε τόν Θεό, νά σκηνώσει ἐντός της. Γι᾿ αὐτό καί ἡ «κινύρα τοῦ Πνεύματος», ὁ χαριτώνυμος Ἰωάννης, θά τήν ἐξυμνήσει περιπαθῶς, γράφοντας ὅτι εἶναι ὄντως ἡ τῶν «ἁγίων ἁγιωτέρα, καί ἱερῶν ἱερωτέρα, και ὁσίων ὁσιωτέρα»[25].
Δ) ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟ ΣΤΗΝ ΘΕΟΤΟΚΟ
Ἀξίζει νά ὑπογραμμισθεῖ, ὅτι ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀξιοποίησε ὅσο κανείς ἄλλος τό δοθέν ἐκ τῆς δημιουργίας ἀνθρώπινο αὐτεξούσιο, καί τό ἔστρεψε πρός τόν Θεό διά τῆς καλῆς χρησεώς του. Καί εἶναι γνωστό, ὅτι χωρίς τό αὐτεξούσιο δέν εἴμαστε εἰκόνες Θεοῦ, ὅπως ὑπογραμμίζει κυρίως ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Ἀκριβῶς διά τοῦ αὐτεξουσίου της«προεκαθάρθη» ὑπό τοῦ Πνεύματος, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος[26],προκειμένου νά γεννήσει τόν Ἐνανθρωπήσαντα Λόγο. Ὁπότε καταρρίπτεται κάθε ἔννοια ἀσπίλου συλλήψεως τῆς δυτικῆς Μαριολατρείας (καί τῆς ἀκολουθούσης ἐνσωμάτου μεταστάσεως), ἡ ὁποία ἔννοια καί θεωρία ἐξαιρεῖ τή Θεοτόκο ἀπό τήν κοινή ἀνθρώπινη φύση καί καταργεῖ τό αὐτεξούσιο καί τήν συνεργία, διά τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἑνωθεῖ κατά Χάριν μέ τόν Τριαδικό Θεό.
Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Πάνσοφος Θεός, δημιουργώντας τόν ἄνθρωπο κατ᾿ εἰκόνα Του, θεμελίωσε τό αὐτεξούσιο πάνω σέ μιά πραγματικότητα, ἡ ὁποία παρέχει σ᾿ αὐτό τό αὐτεξούσιο προϋποθέσεις ἀποφασιστικῆς σημασίας γιά τήν περαιτέρω τελειωτική πορεία τοῦ ἀνθρώπου[27].Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἕνα ἐργαλεῖο τοῦ Θεοῦ πού ἀπηχεῖ ὅ,τι τοῦ ἐμφυσᾷ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, οὔτε εἶναι ἕνα καλάμι μέσῳ τοῦ ὁποίου φθάνει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ στόν πλησίον, ὅπως πρέσβευε ὁ Λούθηρος[28].Ὁ προορισμός, ἑπομένως, δέν νοεῖται χωρίς τή λειτουργία τοῦ αὐτεξουσίου τοῦ ἀνθρώπου, τό ὁποῖο ἔλαβε ἀπό τόν Θεό εὐθύς ἀμέσως ἀπό τῆς δημιουργίας του. Πάντοτε ὁ προορισμός συνδέεται μέ τό αὐτεξούσιο, τό ὁποῖο ποτέ δέν παραβιάζει ὁ Δημιουργός! Ὁ Ἰούδας λ.χ. μέ τή θέλησή του ἔγινε προδότης τοῦ Χριστοῦ, λόγῳ κακῆς χρήσεως τοῦ αὐτεξουσίου του, λόγῳ τῆς κακῆς του προαιρέσως∙ δέν ἀναγκάστηκε ἀπό κάποιον, οὔτε τόν προώρισε ὁ Θεός γιά τήν ἀπώλεια, ἀλλά βεβαίως τό προγνώριζε ὁ Θεός. «Οὐκ ἐπεί προώρισται παρέδωκεν, ἀλλ᾿ ἐπεί παρέδωκε προώρισται», σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Ἡ πρόγνωση τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι προσδιοριστική τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἐξέλιξής του, οὔτε βουλητικά δεσμευτική, ὅπως δέν εἶναι προσδιοριστική καί δεσμευτική ἡ πρόγνωση τοῦ γιατροῦ γιά τήν καλή ἤ ἄσχημη ἐξέλιξη τῆς καταστάσεως τοῦ ἀσθενοῦς. Ὁ καθένας, λοιπόν, προορίζεται, ἀνάλογα μέ τή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του, ἤ πρός σωτηρία, ἤ πρός τήν ἀπώλεια, χωρίς νά ἐπεμβαίνει στή θέλησή του ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἁπλῶς ἐπίσταται ὡς Παντογνώστης τά πάντα «πρόγενέσεως αὐτῶν».
Αὐτή τήν ὀρθόδοξη περί ἐκλογῆς καί προορισμοῦ διδασκαλία τή συναντοῦμε καί μέσα στήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπου φαίνεται ὅτι ὁ Θεός προορίζει τούς Ἁγίους στήν κατά Χάριν θέωση καί ὁμοίωση μαζί Του, σύμφωνα μέ τή δική τους προαίρεση, τήν ὁποία Ἐκεῖνος γνωρίζει, ὄχι ἁπλῶς πρίν ἀπό τή γέννησή τους, ἀλλά ἀπό καταβολῆς κόσμου. Στόν Ἑσπερινό λ.χ. τῆς ἑορτῆς τοῦ Προφήτου Ἱερεμίου (Μηναῖο Μαΐου, α΄) ἀναφέρονται τά ἑξῆς: «Κύριε, σύ πρό τοῦ πλασθῆναι προέγνως Ἱερεμίαν τόν ἔνδοξον, καί πρό τοῦ τεχθῆναι ἐκμήτρας, ὑποφήτην καθηγίασας, ὡς προειδώς ἀληθῶς, τῆς γνώμης τό ἐλεύθερον». Ἀνάλογες φράσεις ὑπάρχουν καί στήν ἀκολουθία τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου καί σέ ἄλλους Ἁγίους. Αὐτά φρονεῖ περί τοῦ προορισμοῦ ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ[29]. Ἄν αὐτά ἰσχύουν γιά τούς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, πολύ περισσότερο ἰσχύουν γι᾿αὐτήν πού ὀνομάζεται «Παναγία» καί βρίσκεται ἀξιολογικά πάνω ἀπό ὅλους τούς Ἁγίους στήν κορυφή τῆς κλίμακος τῶν ἀρετῶν. Γι᾿ αὐτό καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός γράφει σχετικά μέ τόν προορισμό τῆς Θεοτόκου: «Σέ προγνούς ὁ τῶν ὅλων Θεός ἀξίαν ἠγάπησε, καί ἀγαπήσας προώρισε καί ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν χρόνων εἰς τό εἶναι παρήγαγε, καί Θεοτόκον Μητέρα καί τιθηνόν τοῦ οἰκείου Υἱοῦ καί Λόγου ἀνέδειξε»[30].
Κατά ταῦτα, ἡ Θεοτόκος ἔγινε Μητέρα Ἑκείνου ποὺ ἦταν ἄξια νὰ γίνει μητέρα, θά γράψει πάλι ὁ ἱερός Καβάσιλας. «Μήτηρ ὑπῆρξεν οὐ γενέσθαι μήτηρ δίκαιον ἦν»[31]. Πρόκειται γιά μιά συγκλονιστική διατύπωση! Ἐπιτούτοις σημειώνεται, ὅτι ἡ Σάρκωση ἔπρεπε νὰ συντελεσθεῖ ἀκόμη καὶ γιὰ χάρη τῆς Παρθένου, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ γίνει ὅπως τῆς ἁρμόζει Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Σὲ αὐτὴν τὴν παράδοξη «ἰσότητα» μεταξύ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου θεμελιώνεται ἐκεῖνο ποὺ ὀνομάζεται «διαλογική ἁμοιβαιότητα[32], κάτι τὸ ὁποῖο φαίνεται νά εἶναι τὸ ἀντίθετο ὁποιαδήποτε ἀνθρωπολογικῆς παθητικότητας. Ὁ Θεὸς φαίνεται ὅτι θεωρεῖ τὸν ἄνθρωπο ὡς ἴσο του καὶ δίδεται ὁλοκληρωτικά στὸν ἄνθρωπο ἀντὶ ἁπλῶς νὰ τὸν διατάζει καὶ νὰ ὑπαγορεύει τὴν ὕπαρξή του μέσῳ ὁποιουδήποτε ἀπολύτου προορισμοῦ. Αὐτὸ τὸ γεγονός θεωρεῖ τήν Θεοτόκο ὡς εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας καὶ προεικόνιση τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἡ Θεοτόκος εἶναι ὁ τόπος, πού ἀρχικά λαμβάνει χώρα ἡ ὑποστατική ἔνωση μεταξύ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου[33].
Ε) ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ
Ἡ Παρθένος Μαρία, σύμφωνα με ἀνάλυση τοῦ καθηγητοῦ π. Ν. Λουδοβίκου, ἄσκησε τὸ ὁμοούσιο ὅλων τῶν κτισμάτων, προεικονίζοντας τὴν τέλεια ὁμοουσιότητα τοῦ Χριστοῦ μὲ ὅλη τὴν κτίση γιὰ τὴ σωτήριο οἰκονομία. «Ὁμοούσιο εἶναι ἡ οὐσία τῆς θείας ζωῆς ποὺ μεταφέρεται ἀναλογικά στὴν ἐν Χριστῷ δημιουργία, ὡς ἡ οὐσία τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας»[34].Ἐπιπλέον, σύμφωνα μέ τόν ἀνωτέρω καθηγητή, ἡ Παρθένος, ἀπὸ τοὺς πρὸ τῶν αἰώνων ἀνθρώπους, μόνη αὐτὴ κατοίκησε στὸ θυσιαστήριο καὶ προσέφερε τὸν ἑαυτό της ὡς καθαρτήρια καί προπαρασκευαστική θυσία γιὰ λογαριασμό ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους πρὶνἀπὸ τὸ μεγάλο θαῦμα. Ἡ «θυσία» τῆς Θεοτόκου ἦταν νὰ ἑνοποιήσει τὶς προσευχές τῶν ἀνθρώπων στὴ δικὴ της ἐπιθυμία καὶ προσευχή, κενώνοντας τὸν ἑαυτό της διὰ μιᾶς κενωτικῆς ἀπεικονίσεως τῆς ἀπολύτου κενώσεως τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸν Σταυρό, προτυπώνοντας ἔτσι τὴ χριστολογική ὁμοούσια σύναξη ὅλων τῶν ὄντων στὴν Ἐκκλησία. Ἠ πνευματική δόξα τῆς Θεοτόκου συνίσταται στὸ ὅτι ξεκίνησε μέσα στὴν ἀγαπῶσα ἐλευθερία της ὡς ἄνθρωπος καί προσέφερε ὅλη τὴν κτίση ἐν αὐτῇ πρὸς αὐτὸν, πρᾶγμα ποὺ ἐπέτρεψε στὴν ἐλεύθερη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νὰ ἀνταποκριθεῖ διὰ τῆς Σαρκώσεως ἐκπληρώνοντας τὸ ἔργο αὐτὸ, ὥστε νὰ μποροῦν ὅλα νὰ ἀνακεφαλαιωθοῦν ἐν Χριστῶ, ὁ ὁποῖος ἔτσι μεταφέρει ἀναλογικά τή θεία ὁμοουσιότητα στὴ δημιουργία[35].
Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Θεοτόκος Μαρία «μεταφέρει» (κουβαλάει, ὅπως θά λέγαμε, μέ μιά λαϊκή διατύπωση) τό ὁμοούσιο στή δημιουργία, ὅσο ἦταν ἐφικτό νά τό «μεταφέρει» ἕνας ἄνθρωπος. Καί αὐτό τό γεγονός θά προξενήσει τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, γιά νά ὁλοκληρώσει τό ἔργο αὐτό θεοπρεπῶς, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Αὐτή ἡ «μεταφορά» τοῦ ὁμοουσίου ἀπό τήν Ἁγία Τριάδα, ὅπου ὑπάρχει κατά φύσιν, στά ἀνθρώπινα, εἶναι ἡ πραγμάτωση τοῦ «ἵνα πάντες ἕν ὦσι»[36]. Ἡ Θεοτόκος τό ἑτοιμάζει καί ὁ Χριστός τό τελειοποιεῖ. Ἡ Θεοτόκος τό ἐπιχειρεῖ κατ᾿ ἄνθρωπον. Ἡ προαίρεσή της ἐνεργεῖ αὐτήν τήν ἑνότητα τῶν πάντων, προσφέροντας τά πάντα ἑνοποιημένα μέσα στήν πρσευχή της καί ἔπειτα ἔρχεται ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ὁ Ἔνσαρκος καί πραγματοποιεῖ τό ὁμοούσιο μέ τήν Ἐκκλησία, πού εἶναι ἀκριβῶς αὐτό τό «ἵνα πάντες ἕν ὧσιν».
Ἰδού ἡ μεγάλη προσφορά τῆς Θεοτόκου Μαρίας! Αὐτήν τήν ὄντως ἐκλεκτήν, τήν «μόνην καθαράν καί ἀκήρατον» Παρθένον, ἡ ὁποία εἶναι ἕνας ὁλόκληρος ὠκεανός Θεολογίας, τιμᾶ ἰδιαζόντως τό γένος τῶν εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ὑμνῶντας «ἐν μεθέξει ψυχῆς» τήν Πάνσεπτο Κοίμησή της, ὅπου «μετέστη πρός τήν Ζωήν, Μήτηρ ὑπάρχουσατῆς Ζωῆς»[37]. Μέ τήν Κοίμησή της, ἡ Ὑπεραγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, «τόν χοῦν ἀποδύεται, καί τό ἀπό γενέσεως ἀποτίθεται κάλυμμα, καί τῇ γῇτό συγγενές ἀποδίδωσιν», ὅπως θά ἀποδώσει ὁ ποιητής, ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης[38], πλήν ὅμως, σύμφωνα μέ τήν Παράδοσή μας, «τάφοςκαί νέκρωσις οὐκ ἐκράτησε» αὐτήν ἡ ὁποία ἀποτελεῖ γιά ὅλους τούς Ὀρθοδόξους «τήν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον καί προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα»[39].
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2022
[1]Γρηγορίουτοῦ Παλαμᾶ, Κεφάλαια φυσικά, 93, PG 150,1188Β. Βλ. Δ. Τσελεγγίδη, Χάρη καί ἐλευθερία κατά τήν πατερικήπαράδοση τοῦ ΙΔ΄ αἰώνα, ἐκδ. Πουναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 22. Κατά ταῦτα,ἡ λεγομένη «θεοποιός Χάρις» ἔχεισωτηριολογική σημασία καί δέν πρέπει νά ταυτίζεται μέ ἄλλες ἐνέργειες τοῦ τριαδικοῦΘεοῦ, ὅπως λ. χ. ἡ ζωοποιός, ἤ ἡ οὐσιοποιός, ἤ ἡ σοφοποιός κ.λπ.
[2]Ὁ Χριστός πάσχων,ΕΠΕ 8,64.
[3]ΚυρίλλουἈλεξανδρείας, Πρός Ρωμαίους, PG 74, 828ΑΒ.
[4]ἩΝ. Καβάσιλα, Ἡ Θεομήτωρ, Κείμενο,μετάφραση, εἰσαγωγή, σχόλια, Π. Νέλλας, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι1989, σελ. 66.
[5]Πρωτοπρ.ΝικολάουΛουδοβίκου, «Ἀσκώντας τό ὁμοούσιο: Ἡ Θεοτόκος καί Ἀειπαρθένος Μαρία μεταξύ Συνεργίας καί Σοφίας κατά τόν Ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα καί τόν Σέργιο Μπουλγάκωφ καί σέ μιά μεταμοντέρνα προοπτική»,Μετάφραση ἀπό τά Ἀγγλικά, Περιοδικό"Ἀναλογία", σ. 500.
[6]ὅπ.π.σελ. 502.
[7]ἉγίουΓρηγορίου Νύσσης, Περί τελειότητος, PG 46, 280 AB.
[8]Βλ.Μ. Φωτίου, Ὁμιλία δευτέρα εἰς τόν Εὐαγγελισμόν.
[9]Βλ.Ὁμιλία Α΄εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, PG 96,701 D.
[10]Εἰς τήν Κοίμησιν,PG 97, 1092.
[11]Βλ.πρωτοπρ. Εὐαγγέλου Πριγκιπάκη, Ἡ Θεοτόκοςκαί τό μυστήριο τῆς Θείας Οἰονομίας κατά τόν ἅγιο Άνδρέα Κρήτης, ἔκδ. ἹερᾶςΜονῆς Τ. Προδρόμου Ἀτάλης Μπαλή, Ρέθυμνο 2011, σελ. 199.
[12]Βλ.Δοξαστικόν Ἀποστίχων, Ἑσπερινοῦ τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, Μηναῖον Σεπτεμβρίου.
[13]«<Μή φοβοῦ Μαριάμ· εὗρες χάριν παρά τῷ Θεῷ>.Χάριν ἥν οὐκ ἐδέξαντο Σάρρα, ἥν οὐκ ἔγνω Ρεβέκκα, καί Ραχήλ οὐκ ἐγνώρισεν.<Εὗρες χάριν> ἧς ἡ ἐξάκουστος οὐκ ἠξίωται Ἄννα, οὔτε Φενάννα, ἡ ταύτης ἀντιθετος».Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν, Ε΄, PG 97, 905 B.
[14]Εἰς τήν ἁγίαν Γέννησιν,Δ΄, PG 97, 877 B, βλ. ὅπ.π. Ἡ Θεοτόκος καί τό μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας κατά τόν ἅγιο ἈνδρέαΚρήτης, σελ. 201.
[15]Ρωμ.8, 28-30.
[16]Λόγος, Λόγος εἰς τό Γενέσιον, 7, ΕΠΕ 9,196.
[17]PG. 90, 269 D.
[18]Βλ. Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως,Κείμενο, μετάφραση, εἰσαγωγή, σχόλια Ν. Ματσούκας, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη1989, σελ. 202.
[19]ὅπ.π.
[20]Βλ.Μ. Φαράντου, Περί θείας προνοίας καίπροορισμοῦ κατά τήν διδασκαλίαν Γενναδίου τοῦ Σχολαρίου, Ἀθῆναι 1966, σελ.91, ὅπου καί οἱ παραπομπές στά ἔργα τοῦ Γενναδίου.
[21]«Ἡμιλλῶντο οἱ αἰῶνες ποῖος τῇ Σῇ ἐγκαυχήσεταιγεννήσει, ἀλλ᾿ ἐνίκα τῶν αἰώνων τήν ἄμιλλαν ἡ προορισμένη Βουλή τοῦ Θεοῦ, τοῦτούς αἰῶνας ποιήσαντος καί γεγόνασιν οἱ ἔσχατοι πρῶτοι τήν Σήν εὐμοιροίσαντεςγέννησιν». Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ,Λόγος Εἰς τό Γενέσιον, 7. ἔκδ. P. Voulet,SC 80, 1961.
[22]Πρωτ.Ν. Λουδοβίκου, «Ἀσκώντας τό ὁμοούσιο»,ὅπ.π. σσ. 502-503.
[23]Ἠ Θεομήτωρ,σελ. 72.
[24]Ἡ Θεομήτωρ,σελ. σελ.124.
[25]Βλ.Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Λόγος Β΄ Εἰςτήν Κοίμησιν, PG.96, 729 A.
[26]Εἰς τά Θεοφάνεια,PG 36, 325.
[27]Βλ.Δ. Τσελεγγίδη, Χάρη καί ἐλευθερία, σελ.41.
[28]Δ.Τσελεγγίδη, Ἡ σωτηριολογία τοῦ Λουθήρου,ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1999 (Ἀνατύπωση), σελ. 214.[29]Ἀντίθετα,στή Δύση, ἰσχύει ὁ λεγόμενος «ἀπόλυτος προορισμός», πού δογματοποιήθηκε ὡςδιδασκαλία καί ἐκφράστηκε ἀπό τούς Παπικούς θεολόγους (Θωμᾶ Ἀκινάτη κ.ἄ.) καί ἀπότούς Προτεστάντες Λούθηρο καί Καλβίνο. Σύμφωνα μέ τή θεωρία αὐτή, κάποιοι ἐκ τῶνἀνθρώπων εἶναι προορισμένοι γιά τήν αἰώνια ζωή καί κάποιοι ἄλλοι γιά τήν ἀπώλεια,κατά τήν κρίση τοῦ Θεοῦ, ἀνεξάρτητα ἀπό τή δική τους ἀξία ἤ ἀπαξία. Ὁ ἀπόλυτοςπροορισμός, δέχεται πώς ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία εἶναι προορισμένη νά ἐπιτελέσειτό ἀγαθό καί ὅπως ὁ σκηνοθέτης ρυθμίζει τήν πορεία ἑνός ἔργου καί τήν ἐκτελοῦν ἐλεύθερατά πρόσωπα πού μετέχουν σ᾿ αὐτό, ἔτσι καί ὁ Θεός, ἀφοῦ προόρισε τούς μέν γιά τήσωτηρία καί τούς δέ γιά τήν ἀπώλεια, ἔβαλε στήν ἱστορία, στό θέατρο τῆς δόξηςτοῦ Θεοῦ, τόν καθένα νά παίξει τό ρόλο του. Δέν ὑφίσταται, βεβαίως, ἡ ἄσκησηκατά τῶν πειρασμῶν, ὁ δέ Διάβολος θεωρεῖται τιμωρό ὅργανο τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωποςπροσέβαλε τή δικαιική τάξη τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν ἱκανοποίηση τῆς θείαςδικαιοσύνης, ὁ ἀπόλυτος προορισμός βρῆκε τήν πιό καλή βάση καίτεκμηρίωση. Μέ τήν ἱκανοποίηση δηλαδή ἔληξε τό δρᾶμα τῆς σωτηρίας. Ὅληἡ ὑπόθεση τακτοποιήθηκε καί ἀπό δῶ καί πέρα, κατά προορισμό μποροῦν οἱ ἄνθρωποινά μετέχουν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτές εἶναι οἱ δυτικές διαστρεβλώσεις τῆςΘεολογίας.
[30]Λόγοςεἰς τό Γενέσιον, 7, ΕΠΕ 9, 196.
[31]Ἡ Θεομήτωρ,σελ. 154.
[32]Τήνἀνωτέρω φράση διατύπωσε πρῶτος ὁ καθηγητής π. Ν. Λουδοβῖκος.
[33]π.Ν. Λουδοβίκου, «Ἀσκώντας τό ὁμοούσιο», ὅπ.π. σσ. 503-504.
[34]π.Ν. Λουδοβίκου, «Ἀσκώντας τό ὁμοούσιο», σελ. 505.
[35]ὅπ.π.σσ. 504-505. Σημαντικά στοιχεῖα περί τοῦ ὁμοουσίου στό ἀνθρώπινο ἐπίπεδοπαρέχει ὁ καθηγητής π. Ν. Λουδοβῖκος στό βιβλίο του, Ἡ ἀποφατική ἐκκλησιολογία τοῦ Ὁμοουσίου, ὅπου ἀναλυει τίς ἔννοιες αὐτές,μέσα ἀπό κείμενα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ.
[36]Ἰω.17, 1ζ΄, 21. Ἡ ἀνωτέρω φράση τοῦ Κυρίου ἀπό τήν Ἀρχιερατική Του προσευχή δένσημαίνει φυσικά κάποια ἐκκλησιαστική ἐξωτερική,ἄχρωμη, ἀδογμάτιστη ἑνότητα, ὅπως λέγουν κάποιοι νεωτεριστές ἀθεολόγητοι θεολόγοι,διαστρέφοντας τά Κυριακά λόγια. Δέν πρόκειται περί μιᾶς μελλοντικῆς ἑνώσεως Ἐκκλησιῶν,ὡσάν νά ὑπάρχουν πολλές Ἐκκλησίες πού ἴδρυσε ὁ Χριστός, ἀλλά περί τῆς ἑνότητοςτῶν πιστῶν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι στό πλαίσιο τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, ὥστε νά «θεωροῦν» τήν Δόξαν τοῦ Θεοῦ, «ἵνα θεωρῶσι τήν δόξαν τήν ἐμήν», ὅπωςλέγει στή συνέχεια τό Ἀποστολικό κείμενο.
[37]Βλ.Ἀπολυτίκιον τῆς Ἑορτῆς.
[38]Εἰς τήν Κοίμησιν,PG 97, 1080 D.
[39]Βλ.Κοντάκιον Ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου