ΛΟΓΟΣ Α΄ Εις την Κοίμησιν της Υπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας. (Δαμασκηνού του Στουδίτου)

Τρεις καταστάσεις υπάρχουν των ανθρώπων όλων, ευλογημένοι Χριστιανοί, ως το λέγουν τα βιβλία μας· πρώτη μεν είναι των ανθρώπων εκείνων, οίτινες χωρίς άλλο τι, άμα επινοήσωσι το αγαθόν, το πράττουσιν· ως ο Αβραάμ, καθώς το μαρτυρούν αι θείαι Γραφαί ότι χωρίς να ακούση διδαχήν, έπραξε το καλόν. Που να ακούση διδαχήν ο Αβραάμ αφού ο πατήρ του, ο Θάρρας, και το γένος του όλον ήσαν ειδωλολάτραι; Τι δε λέγω το γένος του; Ο κόσμος ολόκληρος ελάτρευε τότε τα είδωλα, αλλ’ αυτός, ως έχων αγίαν ψυχήν, καθό έτοιμος να κάμη το καλόν, βλέπων τον ουρανόν πλήρη αστέρων, επίστευσεν απ’ αυτό εις τον Θεόν, και εμίσησε τα είδωλα του πατρός, σκεφθείς νοερώς, ότι εάν οι αστέρες, η σελήνη και ο ήλιος είναι τόσον λαμπρά και ωραιότατα τω όντι ποιήματα, πόσον μάλλον είναι εκείνος, όστις έπλασεν αυτά. Συλλογισθείς είτα ο Αβραάμ ως φρονιμώτατος, ότι ο πατήρ του και το γένος του όλον προσκυνεί τα είδωλα, και λέγουν, ότι αυτά είναι θεοί, διελογίσθη καθ’ εαυτόν και είπε·

«Πως τα είδωλα αυτά, αφού είναι ξύλα και λίθοι κωφά και αναίσθητα, πως ηδυνήθησαν αυτά τα είδωλα και εποίησαν τον ουρανόν και τους αστέρας; Πως τα ξύλα και οι λίθοι θα έκαμνον τοιαύτα πράγματα; Αλλά πρέπει να υπάρχη τις Θεός, όστις εποίησεν αυτά τα ωραία κτίσματα, τον οποίον ημείς οι άνθρωποι, επειδή θα είναι λαμπρός και ωραίος, δεν δυνάμεθα να τον ίδωμεν· εις αυτόν τον Θεόν πρέπει να πιστεύωμεν οι άνθρωποι, εγώ δε από του νυν εις αυτόν θα πιστεύω». Ταύτα όχι μόνον διελογίσθη απλώς ο Πατριάρχης Αβραάμ, αλλά και τα ετελείωσε, διότι η καρδία του, ήτις ηννόησε το καλόν, παρευθύς και εις το τέλος ηγάπα να το κατορθώνη, ως και το κατώρθωσεν. Αλλά δια τούτο και ο Θεός ηύξησε το γένος του, επλήθυνε το σπέρμα του, ηυλόγησε την γενεάν του· δια τούτο και από Άβραμ, όπερ σημαίνει πατήρ ενός παιδίου, τον ωνόμασεν ο Θεός Αβραάμ, δηλαδή πατέρα πολλών εθνών. Τις τον εδίδαξε να γίνη τόσον ελεήμων και φιλόξενος; Ουδείς· αλλά μόνον αφ’ εαυτού εδιδάχθη. Να είπωμεν, ότι πρότερον ήσαν άλλοι τοιούτοι και εμιμήθη εκείνους; Κανείς όμως δεν ήτο προ του Αβραάμ φιλόξενος ως αυτός, ή τουλάχιστον ημείς ουδένα ηκούσαμεν τοιούτον φιλόξενον άνθρωπον, αλλ’ αυτός ο Αβραάμ ήτο αφ’ εαυτού τοιούτος. Ηκούσαμεν ότι και ο Σηθ ο υιός του Αδάμ ήτο αγαθός άνθρωπος, αλλά εκείνος ήτο δεδιδαγμένος από τον πατέρα του τον Αδάμ και την μητέρα του την Εύαν. Αυτός δε ο Αβραάμ ποτέ λόγον Θεού ή διδαχήν δεν ήκουσεν, αλλά μόνος του επενόησε το καλόν. Αύτη είναι η πρώτη κατάστασις των ανθρώπων. Δευτέρα κατάστασις των ανθρώπων είναι εκείνων, οίτινες δεν δύνανται μόνοι των να εννοήσωσι το καλόν, αλλά χρειάζονται διδάσκαλον να τους διδάξη, όταν δε το ακούσωσι, το δέχονται με πάσαν προθυμίαν, και το κάμνουν παρευθύς· όπως όλοι σχεδόν οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, και πρώτον οι Απόστολοι, οίτινες ήσαν άνθρωποι αγράμματοι και ιδιώται και δεν εγνώριζαν την αλήθειαν, καθώς την έμαθον ύστερον, διότι πρότερον δεν είχον οδηγόν τινα ή διδάσκαλον εις το αγαθόν, ως τον Χριστόν, τον οποίον εύρον ύστερον, αλλ’ όσον μεν ήτο έργον γνώμης αγαθής και θεαρέστου, εκείνο και έκαμαν· το δε τέλειον των καλών έργων ακόμη δεν το είχον ακούσει. Όταν όμως ήλθεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, και τους εδίδαξε, και τους καθωδήγησε, και τους έδειξε την αλήθειαν, τότε, ως καλόγνωμοι και καλοπροαίρετοι άνθρωποι όπου ήσαν, παρευθύς έλαβον το καλόν και το κατώρθωσαν· και όχι μόνον αυτοί, αλλά και όσοι εγένοντο διάδοχοί των μετά ταύτα, διότι ουδέ εκείνοι εγνώριζον τέλειον αγαθόν, επειδή άλλοι ήσαν παίδες Ελλήνων, άλλοι Εβραίων, και άλλοι από διάφορα πεπλανημένα γένη· όθεν δεν εγνώριζαν ποίον είναι το θέλημα του αληθινού Θεού· ως δε το ήκουσαν από τους Αποστόλους και από τους διαδόχους των, παρευθύς άλλοι μεν εγένοντο Μάρτυρες, άλλοι ασκηταί, άλλοι ομολογηταί, άλλοι δίκαιοι, άλλοι διδάσκαλοι και Αρχιερείς, άλλοι εις ό,τι μέτρον έφθασαν και ήρεσαν προς τον Θεόν. Αύτη είναι, ευλογημένοι Χριστιανοί, η Δευτέρα κατάστασις των ανθρώπων. Τρίτη δε κατάστασις των ανθρώπων είναι εκείνων, οίτινες ούτε από τον εαυτόν των εννοούν το αγαθόν, ούτε και από άλλον εάν το ακούσωσι το κάμνουν, ως πολλοί την σήμερον· και πρώτος ο Ιούδας, όστις ήτο και αυτός εις από τους Αποστόλους, αλλ’ ως κακόγνωμος και κακοπροαίρετος άνθρωπος όπου ήτο ο μιαρός, δεν ωφελήθη τίποτε, διότι ούτε από τον εαυτόν του ηννόησε το αγαθόν, ούτε αφού το ήκουσεν από το στόμα του Χριστού το έκαμνεν. Είθε εις την τρίτην ταύτην τάξιν ουδείς των Χριστιανών να καταταχθή. Εάν δε εις την πρώτην τάξιν δεν φθάσωμεν, αλλά καν εις την δευτέραν ας είμεθα· διότι και ο Χριστός τοιούτους μας θέλει να είμεθα· διότι και η Βασιλεία των ουρανών τοιούτους ανθρώπους δέχεται· ότι και η πανήγυρις και αι εορταί των Αγίων τοιούτους ανθρώπους χρειάζινται. Όστις όθεν είναι από την πρώτην τάξιν, ανάγκην διδαχής δεν έχει, διότι ο Χριστός είναι εντός της καρδίας του και του διδάσκει την αλήθειαν· όστις δε πάλιν είναι από την τρίτην τάξιν, ουδέ αυτός έχει ανάγκην διδαχής, διότι όσα και εάν είπη τις εις επήκοόν του είναι εις μάτην, διότι ο διάβολος είναι εγκάτοικος εις την καρδίαν του και δεν τον αφήνει να κάμη το καλόν. Εκείνος δε όστις ευρίσκεται εις την δευτέραν τάξιν, ο τοιούτος έχει ανάγκην διδαχής και αγαπά να ακούη το καλόν· τοιούτους ανθρώπους όστις διδάσκει έχει και μισθόν εκ Θεού, ως το λέγει και ο Προφήτης «Μακάριοι οι λαλούντες εις ώτα ακουόντων». Οι τοιούτοι άνθρωποι είναι μακάριοι, ως το λέγει και το ιερόν Ευαγγέλιον· «Μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν». Εις τους ανθρώπους αυτούς φέρει καρπόν η διδαχή, δι’ αυτούς κηρύττεται ο λόγος του Θεού, δια τους τοιούτους γίνονται αι εορταί και αι πανηγύρεις. Όθεν εάν τις, εξ όσων σήμερον συνήχθητε δια να εορτάσητε την εορτήν της Παναγίας, είναι από την πρώτην τάξιν, ας μας συμπαθήση, όπου δεν φθάνομεν εις τα μέτρα του· ει δε είναι τις από την τρίτην τάξιν, ας μη εμπαίξη τους λόγους μας και τας αγίας εορτάς μας· ότι φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος· ότι αυτός είναι εξεταστής όχι μόνον των έργων του ανθρώπου, αλλά και των λογισμών και ενθυμήσεων· δια τούτο ή ας διορθώση τον εαυτόν του ή ας λείπη από τας εορτάς μας τας αγίας. Ημείς δε οι υπήκοοι δούλοι του Χριστού ας εορτάζωμεν τας πανηγύρεις μας τας τιμίας, δια να λάβωμεν και μισθόν από τους εορταζομένους Αγίους. Όλαι μεν αι εορταί των Αγίων άγιαι και τίμιαι είναι, και οι ευσεβείς Χριστιανοί εις όλας ευφραινόμεθα και χαίρομεν, ως το λέγει και ο σοφός Σολομών. «Εγκωμιαζομένου δικαίου, ευφρανθήσονται λαοί»· αλλ’ εις τας Δεσποτικάς και Θεομητορικάς εορτάς περισσότερον χαίρομεν οι ορθόδοξοι Χριστιανοί, ότι αι βασιλικαί πανηγύρεις έχουν και περισσοτέρας δορυφορίας, ότι των δούλων αι τιμαί ολιγώτερον έχουσι τον έπαινον, αι δε βασιλικαί τιμαί πάσαν τιμήν και δόξαν υπερβαίνουσιν, διότι έκαστος άνθρωπος οφείλει τότε να πανηγυρίζη, να χαίρη, να ευφραίνεται, και να κάμνη όσα είναι άξια βασιλικής πανηγύρεως. Τοιαύτην εορτήν έχομεν και τοιαύτην ημέραν βασιλικήν εορτάζομεν σήμερον, ευλογημένοι Χριστιανοί, διότι της Μητρός του αθανάτου Βασιλέως, της Κυρίας Θεοτόκου, της Βασιλίδος των ουρανών, της μόνης Παρθένου μητρός την Μετάστασιν εορτάζομεν. Τις είδεν ή τις ήκουσε μητέρα, ήτις να είναι παρθένος; Ή παρθένον, να γίνη μήτηρ; Αλλ’ αυτή και μήτηρ έγινε του Βασιλέως ημών Ιησού Χριστού και παρθένος άφθορος έμεινε, και παμμήτωρ όλων των Χριστιανών. Αυτής την πανήγυριν εορτάζομεν, ήτις είναι και η τελευταία των εορτών της Θεομήτορος· δια τούτο χρεωστούμεν και με περισσοτέραν ευλάβειαν να την εορτάσωμεν. Αλλά τάξις είναι, όταν ο βασιλεύς θέλη να τιμήση άνθρωπον τινα, ορίζει κήρυκα και κηρύττει, ότι ο βασιλεύς τιμά σήμερον τον δείνα άνθρωπον· ομοίως και εγώ, ως κήρυξ είμαι της σημερινής πανηγύρεως· δια τούτο χρεωστώ τα όσα έχει η Παναγία δια τιμήν της, όλα να τα είπω· και πρώτον ας είπωμεν με ποία ονόματα την ονομάζουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας και πάλιν όχι όλα, αλλ’ όσα μας επιτρέψη το στενόν του καιρού. Η Κυρία Θεοτόκος ονομάζεται Βάτος· άκουε και την μαρτυρίαν από στόματος του Προφήτου Μωϋσέως, όστις είπεν εις το Σινά όρος, όταν είδε την βάτον, ήτις εφλέγετο και δεν εκαίετο· «Καταβάς όψομαι το όραμα το μέγα τούτο, ότι η βάτος καίεται και ου κατακαίεται». Ονομάζεται Ράβδος· άκουε την μαρτυρίαν εκ του Προφήτου Ησαϊου· «Εξελεύσεται ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί»· λέγεται Ρίζα· ο αυτός Προφήτης μαρτυρεί λέγων· «Και έσται η ρίζα του Ιεσσαί, και ανιστάμενος εξ αυτής άρχων εθνών». Λέγεται Γη Αγία· και άκουε πάλιν και αυτήν την μαρτυρίαν από στόματος του Θεού προς τον Μωϋσήν· «Μωϋσή! Μωϋσή! Μη εγγίσης ώδε, λύσον το υπόδημα εκ των ποδών σου· ο γαρ τόπος εφ’ ον έστηκας, γη Αγία εστί». Λέγει και ο Προφήτης Δαβίδ· «Και εξουθένωσαν Γην επιθυμητήν»· και πάλιν ο αυτός· «Αλήθεια εκ της γης ανέτειλε, και δικαιοσύνη εκ του ουρανού διέκυψεν»· Αλήθειαν μεν την Παναγίαν ονομάζει ο Προφήτης, δια την αληθινήν παρθενίαν της, ότι και προ τόκου, και εν τόκω, και μετά τόκον αληθώς παρθένος ήτο· δικαιοσύνην δε τον Χριστόν ονομάζει, ότι είναι δικαιοκρίτης· και ότι μεν η Παρθένος Μαρία ήτο από την γην, ως άνθρωπος, ο Χριστός δε από τους ουρανούς, όχι ως άνθρωπος, αλλ’ ως Θεός, τούτο και ο θεσπέσιος Παύλος μαρτυρεί λέγων· «Ο πρώτος άνθρωπος», ήτοι ο Αδάμ, «εκ γης χοϊκός, ο δεύτερος», ήτοι ο Χριστός, «εξ ουρανού». Ο Προφήτης Αββακούμ την ονομάζει Θαιμάν, λέγων· «Ο Θεός από Θαιμάν ήξει». Λέγεται Όρος· ο αυτός Προφήτης διαρρήδην μαρτυρεί· «Και ο άγιος εξ όρους κατασκίου δασέος»· και ο Δανιήλ προς τον Ναβουχοδονόσορα· «Εθεώρεις, βασιλεύ, ότι ετμήθη λίθος εξ όρους άνευ χειρός»· και ο Δαβίδ· «Το όρος ο ηυδόκησεν ο Θεός κατοικείν εν αυτώ». Λέγεται Ελαία· ο Προφήτης Δαβίδ μαρτυρεί ως εκ προσώπου της Παναγίας, και λέγει· «Εγώ δε ωσεί ελαία κατάκαρπος εν τω οίκω του Θεού ήλπισα επί το έλεος αυτού». Κιβωτός, κατά την μαρτυρίαν πάλιν του αυτού Προφήτου, την λέγουσαν· «Ανάστηθι, Κύριε, εις την ανάπαυσίν σου, συ και η κιβωτός του αγιάσματός σου». Λέγεται Θρόνος, και άκουε την μαρτυρίαν εκ στόματος του Προφήτου Ησαϊου· «Είδον τον Κύριον καθήμενον επί θρόνου υψηλού και επηρμένου». Λέγεται Πύλη και μαρτυρεί ο Προφήτης Ιεζεκιήλ· «Η πύλη αύτη κεκλεισμένη άσται, ουκ ανοιχθήσεται, ου μη διέλθη τις δι’ αυτής». Αλλού πάλιν η Θεοτόκος λέγεται Σιών, ως μαρτυρεί ο Προφήτης· «Ήξει εκ Σιών ο ρυόμενος, και αποστρέψει ασεβείας από Ιακώβ» και πάλιν ο Προφήτης Δαβίδ· «Εξελέξατο Κύριος την Σιών, ηρετίσατο αυτήν εις κατοικίαν εαυτώ». Λέγεται Μήτηρ· άκουσον του Προφήτου Δαβίδ μαρτυρούντος· «Μήτηρ Σιών ερεί άνθρωπος». Και του Ευαγγελίου· «Και πόθεν μοι τούτο, ίνα έλθη η Μήτηρ του Κυρίου μου προς με»; Λέγεται Φορείον, ήτοι βαστακτήριον· και άκουσον του Άσματος των Ασμάτων· «Φορείον εποίησεν εαυτώ ο βασιλεύς Σολομών από ξύλου του Λιβάνου». Λέγεται Κλίνη· άκουσον την μαρτυρίαν πάλιν εξ αυτού του βιβλίου· «Ιδού η κλίνη Σολομών, εξήκοντα δυνατοί κύκλω από δυνατών Ισραήλ». Λέγεται Κεφαλή· και μαρτυρεί ο Προφήτης Ιεζεκιήλ λέγων· «Και ιδού χειρ εκτεταμένη προς με, και εν αυτή κεφαλή». Λέγεται Βιβλίον· ο Ησαϊας το μαρτυρεί· «Και έσται μετά τα ρήματα ταύτα, ως οι λόγοι του βιβλίου του εσφραγισμένου». Λέγεται Τόμος· ο Προφήτης Ησαϊας το μαρτυρεί. «Και είπε Κύριος προς με· λάβε σαυτώ τόμον καινόν». Λέγεται Λαβίς· ο αυτός μαρτυρεί εμφαντορικώτατα· «Και απεστάλη προς με εν των Σεραφείμ, και είχεν εν τη χειρί αυτού Λαβίδα, και εν αυτή άνθραξ». Λέγεται Παρθένος· ο αυτός Προφήτης μαρτυρεί· «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί λήψεται, και τέξεται Υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Εμμανουήλ». Λέγεται Προφήτις, ως ο αυτός μαρτυρεί· «Και προσήλθον προς την προφήτιν, και εν γαστρί έλαβεν». Λέγεται Βασίλισσα· άκουσον την μαρτυρίαν εκ του Προφήτου Δαβίδ· «Παρέστη η Βασίλισσα εκ δεξιών σου». Λέγεται Πλησίον· άκουσον του Άσματος των Ασμάτων· «Όλη καλή η πλησίον μου, όλη καλή, και μώμος ουκ έστιν εν σοι· ανάστα η πλησίον μου, και ελθέ προς με». Λέγεται Νύμφη· η αυτή Βίβλος μαρτυρεί· «Δεύρο από Λιβάνου νύμφη». Λέγεται Αδελφή· η αυτή Βίβλος μαρτυρεί· «Τι εκωλύθησαν οι οφθαλμοί σου αδελφή μου, νύμφη»; Λέγεται και Κήπος και Πηγή· η αυτή Βίβλος το μαρτυρεί και αυτό λέγουσα· «Κήπος κεκλεισμένος, Πηγή εσφραγισμένη». Λέγεται Θυγάτηρ· άκουσον του Δαβίδ· «Άκουσον, θύγατερ, και ίδε, και κλίνον το ους σου, και επιλάθου του λαού σου, και του οίκου του πατρός σου» και του Σολομώντος λέγοντος εις τας Παροιμίας· «Πολλαί θυγατέρες εποίησαν δύναμιν, συ δε υπέρκεισαι και υπερήρας πάσας». Λέγεται Μεμνηστευμένη· και άκουε του κατά Λουκάν Ευαγγελίου· «Τω μηνί τω έκτω απεστάλη Άγγελος Γαβριήλ από Θεού εις πόλιν της Γαλιλαίας, η όνομα Ναζαρέτ, προς Παρθένον μεμνηστευμένην ανδρί, ω όνομα Ιωσήφ». Λέγεται Νεφέλη· και μαρτυρεί ο Προφήτης Ησαϊας· «Ιδού ο Κύριος κάθηται επί νεφέλης κούφης, και ήξει εις Αίγυπτον». Λέγεται Όρασις, ως το μαρτυρεί ο Προφήτης Ιεζεκιήλ. «Είδον όρασιν πυρός, και το φέγγος αυτού κύκλω, ως όρασις τόξου». Και πάλιν ο αυτός· «Αύτη η όρασις ομοιώματος δόξης Κυρίου». Λέγεται Ήλεκτρον, ο αυτός το μαρτυρεί· «Και είδον ως όψιν ηλέκτρου όρασιν πυρός». Λέγεται Αλλοίωσις· το μαρτυρεί ο Προφήτης Δαβίδ λέγων· «Αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου». Λέγεται Ημέρα και Νυξ· ο αυτός Προφήτης το μαρτυρεί· «Ημέρα τη ημέρα ερεύγεται ρήμα και νυξ νυκτί αναγγέλλει γνώσιν». Και πάλιν αλλαχού Ουρανόν την ονομάζει ο Προφήτης Δαβίδ, λέγων· «Εξ ουρανού επέβλεψεν ο Κύριος» και «ο ουρανός του νου τω Κυρίω, την δε γην έδωκε τοις υιοίς των ανθρώπων». Την λέγει και Ανατολήν και άκουε αυτού· «Αι βασιλείαι της γης άσατε τω Θεώ, ψάλατε τω Κυρίω τω επιβεβηκότι επί τον ουρανόν του ουρανού, κατά ανατολάς». Την ονομάζει και Δύσιν, λέγων· «Οδοποιήσατε τω επιβεβηκότι εκ δυσμών». Λέγεται Ήλιος· ο αυτός Προφήτης το μαρτυρεί και αυτό· «Εν τω ηλίω έθετο το σκήνωμα αυτού». Λέγεται Πόλις· ο αυτός Προφήτης Δαβίδ το μαρτυρεί· «Δεδοξασμένα ελαλήθη περί σου η πόλις του Θεού»· και πάλιν· «Του ποταμού τα ορμήματα ευφραίνουσι την πόλιν του Θεού». Λέγεται Πλίνθος· το μαρτυρεί ο Προφήτης Ιεζεκιήλ λέγων· «Υιέ ανθρώπου, λάβε σεαυτώ πλίνθον καινήν». Λέγεται Τόπος· το μαρτυρεί ο Πατριάρχης Ιακώβ, λέγων· «Ως φοβερός ο τόπος ούτος»· και ο Προφήτης Ιεζεκιήλ· «Και ανέλαβον πνεύμα, και ήκουσα κατόπισθέν μου φωνής σεισμού μεγάλου λεγούσης: «Ευλογημένη η δόξα Κυρίου εκ του τόπου αυτού»· και o Δαβίδ· «Ου δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου, και τοις βλεφάροις μου νυσταγμόν, έως ου εύρω τόπον τω Κυρίω». Λέγεται Πόκος· και το μαρτυρεί ο αυτός Δαβίδ· «Καταβήσεται ως υετός επί πόκον, και ωσεί σταγών η στάζουσα επί την γην». Λέγεται Γυνή· και το μαρτυρεί το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον· «Ευλογημένη συ εν γυναιξί, και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου». Και ο Απόστολος Παύλος· «Ότε δε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον»· λέγεται Μακαρία· και το μαρτυρεί το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον· «Και μακαρία η πιστεύσασα, ότι έσται τελείωσις τοις λελαλημένοις αυτή παρά Κυρίου»· και πάλιν αλλού· «Μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε, και μαστοί ους εθήλασας». Λέγεται Μαριάμ το καθολικόν της όνομα, ως το μαρτυρεί το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, όταν έλεγεν ο Γαβριήλ προς αυτήν· «Μη φοβού, Μαριάμ, εύρες γαρ χάριν παρά τω Θεώ». Αλλά αυτά μεν τα ονόματα και τας μαρτυρίας των ονομάτων τα είπα, ευλογημένοι Χριστιανοί, δια να ακούσητε και να μάθητε, ότι από την πολλήν καθαρότητα και αγιότητα αυτής, ει τι καλόν και άγιον όνομα την ονομάση τις, της πρέπει και της αρμόζει, διότι είναι αγιωτάτη από όλους τους Αγίους, διότι τιμιωτάτη είναι από όλους τους τιμίους, επαινετωτάτη είναι από όλους τους επαινετούς, θαυμαστοτάτη είναι από όλους τους θαυμαστούς· τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος έχει, και τα πρωτεία των ποιημάτων όλων ως δοχείον της Αγίας Τριάδος, της Βασιλίσσης των ποιημάτων. Αλλ’ ημείς οι ευσεβείς Χριστιανοί, αν και άλλο άξιον εορτής έργον δεν έχομεν, αλλά καν υμνήσωμεν μετά των Αγγέλων, ας δοξάσωμεν μετά των Αποστόλων της αγίας ημέρας την δύναμιν. Τι δε είναι η εορτή μας; Τέλος είναι πανηγύρεων και των εορτών όλων, ευλογημένοι Χριστιανοί· διότι καθώς ο Ευαγγελισμός ήτο αρχή, ούτω η σημερινή εορτή είναι τέλος· επειδή η Κυρία Θεοτόκος και αρχή και τέλος είναι της σωτηρίας των ανθρώπων· και όσον μεν ήτο σωματικώς επί της γης, αρχήν είχε του μυστηρίου το κεφάλαιον, όταν δε μετεστάθη εκ της γης, ετελειώθη η άρρητος βουλή του Θεού, και πέρας έλαβε το απ’ αιώνος βούλημα του Θεού. Πολλοί των ανθρώπων την σημερινήν ημέραν την έχουσι λύπης ημέραν και δακρύων αιτίαν, ότι απήλθεν από της γης η Κυρία Θεοτόκος, εγώ δε ευφροσύνης ημέραν την έχω, διότι όσον μεν ήτο εις την γην, μόνον η Γεθσημανή το χωρίον την είχεν· όταν δε μετεστάθη, όλος ο κόσμος την απέκτησε βοηθόν και επιτηρητήν· ότι από της γης μετέβη εις τον ουρανόν, από της φθοράς εις την αφθαρσίαν, από της λύπης εις την χαράν, από τα φθαρτά εις τα άφθαρτα, από όλα τα θλιβερά εις τα χαροποιά και ευφρόσυνα· δια τούτο χαίρω, δια τούτο ευφραίνομαι και προθυμούμαι να διηγηθώ της ημέρας την υπόθεσιν, ίνα ίδητε και σεις ότι δεν είναι λύπης αιτία η σημερινή εορτή μας, αλλά μάλλον χαράς και αγαλλιάσεως, και ακούσατε. Η Κυρία Θεοτόκος πεντήκοντα εννέα ετών ήτο, όταν έμελλε να αποθάνη· και πως; Μάθετέ το. Η Παναγία, όταν επήγεν εις το Ιερόν, ήτο τριών ετών και έκαμε και εις το ιερόν δώδεκα έτη, και έως να γεννήση τον Χριστόν παρήλθεν άλλο εν έτος· έκαμε και με τον Χριστόν τριάντα δύο έτη, έζησε και μετά ταύτα ένδεκα, όπου είναι όλα έτη πεντήκοντα εννέα. Όταν έφθασε τοσούτων ετών η Παναγία, πρότερον από τρεις ημέρας της Κοιμήσεώς της εφάνη ο Αρχάγγελος Γαβριήλ με κλάδον φοίνικος εις την χείρα, και λέγει εις αυτήν· «Γίνωσκε, Κυρία Θεοτόκε, ότι μετά τρεις ημέρας μέλλεις να μετατεθής από την γην εις τους ουρανούς· δια τούτο ευτρέπισον σεαυτήν, ετοίμασε τα επιτάφιά σου, και περίμενε την κοίμησίν σου, ότι έρχεται ο Υιός σου να παραλάβη την αγίαν σου ψυχήν». Ως ήκουσεν η Παναγία, παρευθύς εσηκώθη και ανέβη εις το όρος των Ελαιών, εκεί όπου ανελήφθη ο Υιός της, τα δε δένδρα του όρους εκείνου όλα (θαύμα παράδοξον!) έπεσαν και την προσεκύνησαν· αυτή δε ύψωσε τας χείρας της εις τον Θεόν, και ηύχετο ούτω· «Υιέ μου μονογενές και ηγαπημένε, όστις κατεδέχθης να έλθης επί της γης, να σαρκωθής από τα αίματά μου, Συ παράλαβέ με και εις την Βασιλείαν σου· αρκεί μοι ο χωρισμός σου· αρκεί μοι η στέρησίς σου, Υιέ μου· ως θέλεις, ούτω και ποίησον». «Όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός»· αυτό λέγω και εγώ, εκεί όπου είσαι Συ, Υιέ μου ηγαπημένε, εκεί αξίωσόν με να έλθω, ότι η καρδία μου είναι τεθλιμμένη δια την αγάπην σου. Τοιούτους λόγους είπεν η Παναγία, και κατέβη από το όρος εκείνο, και επέστρεψεν εις τον οίκον της εις το χωρίον Γεθσημανή· είχε δε δύο φορέματα, εκ των οποίων το μεν εν εφόρει, το δε έτερον το εχάρισεν εις πτωχήν γειτόνισσαν, η οποία ήτο εκεί πλησίον. Ο δε Απόστολος Πέτρος και Ιωάννης ο Θεολόγος ήσαν εκεί πλησίον κηρύττοντες, διότι ακόμη δεν είχον μεταβή μακράν. Επειδή ο μεν Πέτρος είχε πολλήν πίστιν εις την Κυρίαν Θεοτόκον, ο δε Ιωάννης ήτο ως υιός αυτής υιοθετημένος και δεν επήγαιναν μακράν, δια να υπηρετούν την Παναγίαν. Την τρίτην ημέραν, εκεί όπου εδίδασκον, παρευθύς σύννεφον τους ήρπασε και τους έφερεν εις Γεθσημανή, εις τον οίκον της Παναγίας· ομοίως και τους άλλους Αποστόλους όλους. Τότε ήτο και ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος, και ο διδάσκαλός του Ιερόθεος, και ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος και αυτούς νεφέλη τους ήρπασε και τους εσύναξεν όλους εις την Γεθσημανή. Η δε Παναγία, ως τους είδε, παρευθύς εχάρη, και τους λέγει· «Καθίσατε, τέκνα μου, να σας αποχαιρετήσω, ότι σήμερον υπάγω εις τον Υιόν μου τον ηγαπημένον· διότι ο Άγγελος Γαβριήλ, όστις μοι ευηγγελίσατο την σύλληψιν του Υιού μου, πάλιν ήλθε και μοι έδωκε τον κλάδον τούτον του φοίνικος, και μοι είπε· «Χαίρε, Θεοτόκε, γίνωσκε ότι μετά τρεις ημέρας μετατίθεσαι από την γην εις τα ουράνια». Δια τούτο ευχαριστώ τον Υιόν μου και Θεόν, ότι σας εσύναξεν όλους εις το τέλος να σας ίδω». Καθώς ήκουσαν ταύτα οι Απόστολοι όλοι έκλαυσαν μεγάλως. Απεκρίθη δε δακρυρροών ο Ιωάννης και της λέγει· «Κυρία Θεοτόκε και μήτηρ μου, ο Υιός σου ο ηγαπημένος ήτο με ημάς, μας άφησε δε να έχωμεν Σε, τώρα μας αφήνεις και Συ; Αλλά τίνα θα έχωμεν ημείς οι ωνειδισμένοι Απόστολοι από όλα τα έθνη δια παρηγορίαν; Τις θα μας διδάσκη και θα μας καθοδηγή; Τίνα θα βλέπωμεν ημείς εις την γην να παρηγορούμεθα, εάν Συ μας αφήσης»; Τότε λέγει η Παναγία προς αυτούς και αυτή κλαίουσα· «Μη λυπείσθε, τέκνα μου, διότι κάμνετε και εμέ να λυπούμαι, επειδή σας βλέπω όπου κλαίετε· μη έχετε λύπην δια τον θάνατόν μου· εάν και από την γην μετατίθεμαι, ω φίλοι του Υιού μου, αλλά δεν θα χωρισθώ από σας, μηδέ από όλους όσοι με επικαλούνται, αλλ’ εγώ θα είμαι πρέσβυς και μεσίτρια εις τον ηγαπημένον μου Υιόν δι’ όλον το Χριστιανικόν γένος· μόνον σεις μη κλαίετε, αλλά ενταφιάσατέ με καθώς με ευρίσκετε και με βλέπετε». Απεκρίθη ο Απόστολος Παύλος δακρυρροών, και λέγει προς την Παναγίαν· «Κυρία Θεοτόκε, εγώ τον ηγαπημένον σου Υιόν τον Χριστόν δεν τον είδον σωματικώς εις την γην, αλλά βλέπων Σε ήτο ως να έβλεπον και τον Υιόν σου· τώρα με αφήνεις και Συ; Αλλά τις θα με παρηγορή εις τους πειρασμούς τους οποίους υφίσταμαι; Τις θα με λυπηθή εις τους ονειδισμούς; Ποίον θα έχω εγώ ο ταπεινός δια παρηγορίαν των θλίψεών μου και των πειρασμών»; Του λέγει η Παναγία· «Παύλε, φίλε του ηγαπημένου μου Υιού και εμού, ο Υιός μου και η χάρις μου θα παρηγορή και σε και τους άλλους μαθητάς». Τότε και ο Πέτρος εκ των κλαυθμών ήνοιξε το στόμα του και λέγει προς την Παναγίαν· «Κυρία Θεοτόκε, αληθώς μέλλεις να αποθάνης; Εγώ τι έμενον πλησίον εδώ, και δεν επήγαινον μακράν; Ούτως  εθάρρουν εγώ και δεν ανεχώρουν μακράν να μη ίδω τον θάνατόν σου και καίεται η καρδία μου; Ενόμιζα ότι θα σε έβλεπον να με παρηγορής τον γέροντα, και τώρα με αφήνεις και συ; Δεν φθάνει εις ημάς ο σωματικός χωρισμός του Υιού σου, αλλά θέλεις να μας αφήσης και συ Παναγία»; Η δε Παναγία του λέγει· «Ηγαπημένε μου Πέτρε, μη λυπήσαι τίποτε· ως με είχατε εις την γην σωματικά, ούτω χάριτι του Χριστού μου θα με έχετε και νοητόν βοηθόν και παρηγορίαν σας από την σήμερον· αλλά συ είσαι γεροντότερος από όλους τους φίλους μου, Πέτρε, δια τούτο τώρα δι’ ολίγας ημέρας παρηγόρησε τους νεωτέρους, στήριξον τους αδυνάτους, να μη λυπούνται εις τον θάνατόν μου». Απεκρίθησαν οι λοιποί Απόστολοι και λέγουν προς την Παναγίαν· «Συ μεν, Κυρία Θεοτόκε, γινώσκομεν ότι μετατίθεσαι εις τους ουρανούς· τουλάχιστον άφησέ μας λόγον τινά και παρηγορίαν εκ του αγίου σου στόματος, να ενθυμούμεθα ημείς οι δούλοι σου». Η δε Κυρία Θεοτόκος τους λέγει· «Τέκνα μου ηγαπημένα, ακούσατε λόγον σύντομον και διδαχήν μικράν από το στόμα μου, επειδή τούτο θέλετε και ζητείτε. Βλέπετε, τέκνα μου, τον κόσμον τούτον; Ως πανήγυρις είναι· ο δε Θεός είναι ως Βασιλεύς· σεις δε οι δούλοι του ηγαπημένου μου Υιού είσθε ως έμποροι· λοιπόν ακούσατε την παραβολήν ταύτην. Ήτο Βασιλεύς τις μέγας και ισχυρός, όστις είχε δύο δούλους, ήκουσε δε ότι εις τον δείνα τόπον γίνεται μεγάλη πανήγυρις, και κάμνουσιν οι άνθρωποι μεγάλην πραγματείαν και υπάρχει εκεί μέγα κέρδος. Καλεί τότε τους δύο δούλους του, και λέγει προς αυτούς· «Λάβετε βίον πολύν και υπάγετε εις τον δείνα τόπον, όπου γίνεται η πανήγυρις, εμπορεύθητε εκεί, και μετά ένα μήνα πάλιν να έλθητε· όστις δε βραδύνει περισσότερον, να αποτέμνεται η κεφαλή του». Έλαβον οι δύο υπηρέται εκείνοι τα χρήματα, και απήλθον εις την πανήγυριν· και ο μεν εις, ως ανόητος και μωρός, δεν ηγόρασε πράγματα, τα οποία ήσαν χρήσιμα εις τον βασιλέα, και να επανέλθη γρήγορα, αλλά ηγόρασε οίκους και εργαστήρια και αγρούς, και όσα ο βασιλεύς δεν εχρειάζετο, ούτε κέρδος του έδιδον. Έως ότου δε να σπείρη ο δούλος τους αγρούς, και να επιδιορθώση τα εργαστήρια και τους οίκους, όπου ήσαν χαλασμένα, παρήλθον τρεις και τέσσαρες μήνες. Ο δε άλλος, ως φρονιμώτερος που ήτο, ηγόρασεν αδάμαντας και πολυτίμους λίθους, και επέστρεψεν εις τον βασιλέα· ο δε βασιλεύς τον ετίμησε και τον εδόξασεν, επειδή εφάνη πιστός· τον δε άλλον απέστειλε διαταγήν και τον απεκεφάλισαν ως εχθρόν και εναντίον του βασιλέως». «Ομοίως είσθε και σεις όλοι οι Απόστολοι του Υιού μου. Σας έστειλεν ο Υιός μου ο ηγαπημένος να υπάγετε εις τον κόσμον ως έμποροι, να κερδήσετε τας ψυχάς των πεπλανημένων ανθρώπων, όσοι ήκουσαν το όνομά Του. Όστις από σας, φίλοι μου και τέκνα μου, φανή φίλος του διδασκάλου του και Υιού μου, θα τον τιμήση και Εκείνος εις την Βασιλείαν του· όστις δε δεν εκτελέση τας εντολάς του διδασκάλου του, ο ίδιος γινώσκει τι θα πάθη. Δια τούτο, τέκνα μου ηγαπημένα, υπάγετε να κηρύξετε, να φωτίσετε, να καθοδηγήσετε τον πεπλανημένον κόσμον, δια να τον κερδήσετε και να τον οδηγήσετε εις την Βασιλείαν του Υιού μου. Μη φοβείσθε από τους βασιλείς, οι οποίοι δύνανται μόνον το σώμα σας να βλάψουν, όχι όμως και την ψυχήν σας· αλλά φοβείσθε από τον Θεόν όστις δύναται και το σώμα σας και την ψυχήν σας να βλάψη, όπως σας το έλεγεν ο Υιός μου. Έχετε αγάπην και ειρήνην μετ’ αλλήλων, και χαίρετε και ευφραίνεσθε ότι πολύς ο μισθός σας εις την Βασιλείαν των ουρανών. Αν και εγώ, φίλοι μου, υπάγω εις την Βασιλείαν του Υιού και Θεού μου, αλλά πάντοτε θα είμαι μαζί σας, θα σας ενισχύω και θα σας παρηγορώ εις τας θλίψεις σας». Ταύτα είπεν η Θεοτόκος εις τους Αποστόλους, και άλλα περισσότερα· παρευθύς δε έκλεισε τους αγίους αυτής οφθαλμούς ειπούσα μεγάλη τη φωνή· «Υιέ μου, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου»· και εκοιμήθη. Εδέχθη δε την αγίαν της ψυχήν ο Υιός της εις τας χείρας Του. Εζήτησε τότε η Παναγία από τον Υιόν της να υπάγη εις τον Άδην να ίδη τους τόπους όπου επήγεν Εκείνος να ελευθερώση τους Προπάτορας και την εισήκουσεν. Άγγελοι δε φωτεινοί επήραν την αγίαν της ψυχήν, και την ωδήγησαν όπου ήθελε μόνη της η ψυχή, ως μαρτυρεί τούτο ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός εις το Τροπάριον της τετάρτης ωδής σήμερον λέγων· «Θάμβος ην θεάσασθαι τον ουρανόν του παμβασιλέως τον έμψυχον, τους κενεώνας υπερχόμενον της γης»· ήτοι θαύμα και έκπληξις ήτο να ίδη τις της Παναγίας την ψυχήν πως περιεπάτει εις τα κατώτατα της γης, δηλαδή εις τον Άδην. Και η μεν ψυχή της επήγεν εις τον Άδην, ως το εζήτησε, το δε άγιον και θεοδόχον σώμα της συνέστειλαν οι Μαθηταί, και το επήραν εις τους ώμους των, να το φέρουν εις τον τάφον· και από μεν το εν μέρος εκράτει ο Θεολόγος Ιωάννης, από δε το έτερον ο Πέτρος, από δε το τρίτον μέρος εκράτει ο Ιάκωβος ο αδελφός του Ιωάννου, από δε το τέταρτον ο Παύλος, οι δε λοιποί Απόστολοι και Αρχιερείς επορεύοντο ψάλλοντες και υμνούντες· οι φθονεροί δε Ιουδαίοι ακούοντες την υμνωδίαν των Αγγέλων και των Αποστόλων και βλέποντες την πολλήν παρρησίαν, εφθόνησαν· ποιήσαντες δε βουλήν απεφάσισαν να υπάγουν να κρημνίσουν τον κράββατον της Παναγίας με το άγιον αυτής και παναμώμητον σώμα. Εφώρμησαν λοιπόν όλοι εις το μέσον των Αποστόλων, αλλά παρευθύς ετυφλώθησαν· ένας δε εξ αυτών, ως τολμηρότερος, ετόλμησε να αρπάση τον κράββατον, Άγγελος όμως Κυρίου έκοψε τας χείρας του αοράτως. Τότε, ως εγνώρισαν οι Ιουδαίοι το θαύμα, μετενόησαν και προσέπεσαν εις τους Αποστόλους ζητούντες σωτηρίαν. Οι δε Απόστολοι ως είδον, ότι μετανοούσιν, έλαβον τον κλάδον εκείνον του φοίνικος, και ήγγισαν εις τα πρόσωπα των τυφλωθέντων Ιουδαίων και του αποκεκομμένου τας χείρας, με την βοήθειαν δε της Παναγίας ιατρεύθησαν άπαντες. Όταν έφθασαν εις τον τάφον, απέθεσαν το άγιον λείψανον δια να το αποχαιρετήσουν οι εκεί παρευρεθέντες, τότε δε ήρχισεν εις άκαστος να αποχαιρετά την Παναγίαν και να λέγη εγκώμια προς αυτήν, όλοι δε είπον διάφορα εγκώμια. Ο Ιερόθεος είπε τοιαύτα εγκώμια τα οποία όχι εγώ, όστις είμαι άνθρωπος αμαρτωλός και θνητός δεν δύναμαι να είπω, αλλά τολμώ ειπείν ουδέ αυτοί οι Άγγελοι δεν ήθελον δυνηθή να τα είπωσι καταλεπτώς, καθώς τα είπεν εκείνος. Εις δε τα εγκώμια των άλλων Αποστόλων ο Απόστολος Παύλος επροτιμάτο, και αυτός ήρχιζε· και το μαρτυρεί ο Δαμασκηνός Ιωάννης εις το τροπάριον της πέμπτης ωδής σήμερον, λέγων· «Το σκεύος διέπρεπε της εκλογής, τοις ύμνοις σου, όλως εξιστάμενος, Παρθένε» και ούτω καθ’ εξής· ήτοι, ο Απόστολος Παύλος, όστις ωνομάζετο σκεύος εκλογής, ήτοι της εκλογής του Θεού, αυτός διέπρεπεν εις τους ύμνους της Παναγίας. Αλλά των Αποστόλων καταλεπτώς τα εγκώμια και τους επιταφίους λόγους δύσκολον είναι να τους επαναλάβωμεν· όμως τόσον θα είπωμεν, όσον ούτε οι έχοντες γνώσεις να μας βαρυνθούν ως πολυλόγους, ούτε οι αμαθείς να ζημιωθούν μη ακούσαντες αυτά, ολίγα δε μόνον εκ των εγκωμίων εκείνων θα είπωμεν δι’ ενθύμησιν. «Ω θαύμα των ποτέ θαυμάτων, τα οποία είδον οι άνθρωποι! Η Βασίλισσα του παντός πως άπνους τίθεται; Η Μήτηρ του Ιησού πως απέθανε; Συ είσαι, Παρθένε, το κήρυγμα των Προφητών· Συ είσαι το κήρυγμα το ιδικόν μας· Σε προσκυνούσιν οι άνθρωποι· Σε δοξάζουσιν οι Άγιοι. Χαίρε λοιπόν Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά Σου, και δια Σου μεθ’ ημών. Μετά του Γαβριήλ Σε υμνούμεν, μετά των Αγγέλων Σε δοξάζομεν, μετά των Προφητών Σε εγκωμιάζομεν, ότι Σε εκήρυττον οι Προφήται, δια Σε επροφήτευσαν άπαντες· ο Αββακούμ Σε είδεν ως όρος σύνδεδρον, ότι Συ είσαι εσκεπασμένη από τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος· ο Δανιήλ Σε εθεώρησεν ως όρος και αυτός, από το οποίον όρος χωρίς σποράν ανδρός εγεννήθη ο στερεός και ισχυρός Βασιλεύς, ο Χριστός· Σε είδεν ο δίκαιος Ιακώβ ως κλίμακα, από την γέννησίν Σου ο μεν Θεός κατέβη και συνέφαγε και συνέπιε με ημάς, ημείς δε οι δούλοι Αυτού μέλλει να αναβώμεν εις τους ουρανούς. Αλλά και Συ ιδού, ότι αναβαίνεις πρωτύτερα από ημάς. Χαίρε, Παρθένε, ότι ο Γεδεών πόκον Σε είδεν, ο Δαβίδ Παρθένον και Θυγατέρα και Βασίλισσαν· ο Ησαϊας Μητέρα του Θεού Σε ονομάζει· ο Ιεζεκιήλ Πύλην, και όλοι οι Προφήται Σε ενεκωμίασαν». «Ημείς δε τι να Σε ονομάσωμεν, Παρθένε; Παράδεισον; Σοι πρέπει, ότι Συ εβλάστησας το άνθος της αφθαρσίας, τον Χριστόν, όστις ευωδίασε τας ψυχάς των ανθρώπων. Παρθένον; Και αληθώς Παρθένος είσαι, ότι χωρίς σποράν ανδρός εγέννησας τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ότι και προ του τόκου Παρθένος ήσο, και εν τόκω Παρθένος ευρέθης, και μετά τόκον πάλιν Παρθένος έμεινας. Να σε ονομάσωμεν Μητέρα; Σοι πρέπει και αυτό· ότι Μήτηρ έγινες του Βασιλέως των όλων Χριστού. Να σε είπωμεν Ουρανόν; Σοι πρέπει και αυτό, ότι ανέτειλας τον Ήλιον της δικαιοσύνης. Χαίρε λοιπόν, Παρθένε, και ύπαγε εις την κατάπαυσιν του Υιού σου· πορεύου εις τα σκηνώματα τα ηγαπημένα σοι· ύπαγε εις τον ητοιμασμένον σοι τόπον και ενθυμού και ημάς και το γένος μας όλον, Κυρία Θεοτόκε· ότι και ημείς και Συ, Παρθένε, από εν γένος του Αδάμ είμεθα· δια τούτο μεσίτευε, δια τούτο παρακάλει τον Υιόν σου, τον οποίον εβάστασας και εθήλασας, να μας βοηθήση εις το κήρυγμα, και μετά ταύτα να μας αξιώση να απολαύσωμεν τας ελπίδας μας. Ύπαγε, Παρθένε, από την γην εις τον ουρανόν· από την φθοράν εις την αφθαρσίαν· από την λύπην του κόσμου τούτου εις την χαράν της Βασιλείας των ουρανών· από την φθαρτήν γην εις τον άφθαρτον ουρανόν· ύπαγε, Παρθένε, εις το φως το ουράνιον, εις τους ύμνους των Αγγέλων, εις τας δοξολογίας των απ’ αιώνος Αγίων. Ύπαγε, Παρθένε, εις τον τόπον του Υιού σου, εις την Βασιλείαν του, εις την εξουσίαν του· υμνήσατε Άγγελοι, δοξάσατε Προφήται, επαινέσατε Αρχάγγελοι του Βασιλέως την Μητέρα, του φωτός την λυχνίαν, του ουρανού την πλατυτέραν, του στερεώματος την υψηλοτέραν, την προστασίαν των Χριστιανών και μεσίτριαν του γένους ημών». Με τοιαύτα και τοσαύτα εγκώμια απεχαιρέτησαν και ησπάσθησαν το σώμα της Παναγίας οι Άγιοι Απόστολοι και οι λοιποί παρευρεθέντες και κατόπιν έθαψαν αυτό εις τον τάφον, όστις ήτο προητοιμασμένος. Τρεις ημέρας και τρεις νύκτας έμενον οι Απόστολοι γύρωθεν εις τον τάφον, και ετήρουν τον τόπον από την αγάπην, την οποίαν είχον προς την Παναγίαν. Θωμάς δε ο Απόστολος, ευδοκία Θεού, ως και εις την Ανάστασιν του Κυρίου, ούτω ουδέ τότε ευρέθη εκεί. Εις δε την τρίτην ημέραν και αυτόν νεφέλη εξαίφνης ήρπασε και μετήγαγεν επάνω εις τον τάφον της Παναγίας, ένθα υπήντησε την Παναγίαν άνωθεν του τάφου της, ενώ μεθίστατο σύσσωμος εις τους ουρανούς, και ως την είδεν έκραξε· «Παναγία, Παναγία, που υπάγεις»; Και η Παναγία του λέγει· «Δέξου αυτό, φίλε μοι». Απεζώσθη τότε η Παναγία, και του έδωκε την αγίαν ζώνην της, με την οποίαν ήτο εζωσμένη· και την μεν Παναγίαν πλέον δεν την είδε, μόνον επήγεν εις τους άλλους Μαθητάς και τους εύρε καθημένους και φυλάττοντας τον τάφον της Παναγίας· τότε εκάθισε και εκείνος, συλλυπούμενος ότι δεν ευρέθη να ίδη και αυτός τον θάνατον της Παναγίας, ως οι άλλοι Απόστολοι και έλεγεν· «Όλοι μας ενός διδασκάλου είμεθα μαθηταί, όλοι μας εν κήρυγμα κηρύττομεν, όλοι μας ενός Κυρίου, του Χριστού, είμεθα δούλοι· διατί σεις κατηξιώθητε και είδετε τον θάνατον της Παναγίας και εγώ δεν ευρέθην; Μήπως εγώ δεν είμαι Απόστολος; Μήπως δεν αρέσκει εις τον Θεόν το κήρυγμά μου; Αλλά σας παρακαλώ, συμμαθηταί μου, ανοίξατε τον τάφον, καν νεκρόν να ίδω το σώμα της· έστω και τώρα εις το τέλος να το ασπασθώ και να το αποχαιρετήσω και εγώ». Υπήκουσαν λοιπόν οι Απόστολοι εις τον Θωμάν, και ήνοιξαν τον τάφον της Παναγίας, να ίδωσι το σώμα της, αλλά τίποτε δεν ευρέθη, διότι μετέστη έκτοτε. Και πως; Το σώμα εκείνο, ευλογημένοι Χριστιανοί, άφθαρτον κατέστη και αθάνατον, ως και η Αγία Σαρξ του Κυρίου, ως πάντες οι άνθρωποι μέλλομεν να αφθαρτισθώμεν εις την δευτέραν παρουσίαν του Χριστού· απέθανε μεν και θαύμα δεν είναι, ότι και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ως άνθρωπος απέθανεν· ηφθαρτίσθη δε, ως και ο Υιός της, το σώμα εκείνο, όπερ μέλλουσιν οι δίκαιοι να λάβωσιν εις την καθολικήν ανάστασιν, αυτό τούτο έλαβε πρωτύτερα η Παναγία προ της ημέρας εκείνης. Εις πίστωσιν δε περισσοτέραν, μίαν ημέραν εφάνη η Παναγία εις την τράπεζαν των Αποστόλων τοιουτοτρόπως. Οι Απόστολοι, μετά την Ανάληψιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, είχον συνήθειαν, όταν ήθελον να φάγωσιν, άφηναν τόπον κενόν εις την τράπεζαν δια τον Χριστόν· έκοπτον δε τεμάχιον άρτου τετράγωνον, και το έθετον επάνω της τραπέζης εις μοίραν Χριστού· μετά δε το φαγητόν ηγείρετο εις εξ αυτών και ελάμβανε το τεμάχιον εκείνο με τας δύο του χείρας, το ύψωνε και έλεγε· «Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδος – Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθει ημίν». Κατόπιν ελάμβανον ολίγον από το τεμάχιον εκείνο και έτρωγον όλοι όσοι ευρίσκοντο εις την τράπεζαν. Κατ’ εκείνας λοιπόν τας ημέρας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εκάθισαν οι Απόστολοι ως εις παρηγορίαν να φάγωσιν, έκοψαν δε και τον άρτον εκείνον κατά την συνήθειαν· όταν δε ήθελον να είπωσι «Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθει ημίν», παρευθύς εφάνη η Παναγία επάνωθέν των λαμπροφορούσα και τους είπε· «Χαίρετε, ότι μεθ’ ημών ειμί πάσας τας ημέρας»· ως δε την είδον εβόησαν· «Παναγία Θεοτόκε, βοήθει ημίν» · τότε δε εγνώρισαν ότι ζωντανή είναι και σύσσωμος εις τους ουρανούς μετά του Υιού της. Αυτήν την εορτήν εορτάζομεν, ευλογημένοι Χριστιανοί, αυτήν πανηγυρίζομεν. Δια τούτο ας πανηγυρίζωμεν· ας εορτάζωμεν όχι ως είναι των εθνών αι συνήθειαι, αλλ’ ως αρέσκει εις τον Χριστόν και την σήμερον εορταζομένην Παναγίαν, όχι με θυσίας ελληνικάς, ή με χορούς, όχι με μέθας και αργολογίας, όχι με παίγνια και άσματα, και με όσα χαίρει ο δαίμων, όταν τα κάμνωμεν, όχι με κακάς δαπάνας και πολυφαγίας, αλλά με ευχαριστίας, με δοξολογίας, με καθαράν καρδίαν, με όσα χαίρει και δοξάζεται η Παναγία· με τοιαύτα ας εορτάζωμεν δια να έχωμεν και θάρρος προς την Παναγίαν να λέγωμεν· «Κυρία Θεοτόκε, Βασίλισσα, τιμή και δόξα των Χριστιανών, υψηλοτέρα των ουρανών και καθαρωτέρα του ηλίου, Παρθένε πανύμνητε και ακήρατε, ελπίς των αμαρτωλών και λιμήν γαληνέ των χειμαζομένων υπό των αμαρτιών, βλέψον εις τον λαόν σου, ίδε εις την κληρονομίαν σου, πρόβατα είμεθα της μάνδρας του Υιού σου άκακα και πεπλανημένα, λοιπόν φύλαξον ημάς, λύτρωσον ημάς από του νοητού λύκου, από του διαβόλου τας χείρας, διότι Σε έχομεν μεσίτιν, προστάτιν, βοηθόν, εις Σε έχομεν τας ελπίδας μας, αμαρτωλοί είμεθα και τρέχομεν εις την βοήθειάν σου· μη μας αποδιώξης, μη μας οργισθής. Βλέπεις, Παρθένε, τους πειρασμούς, βλέπεις τα κακά τα οποία συνέβησαν εις ημάς, δια τούτο ενθυμήσου την συγγένειαν, την οποίαν έχομεν· ότι όλοι μας από εν γένος είμεθα, και ημείς και συ, Θεοτόκε· μεσίτευε, παρακάλεσε τον Υιόν σου, τον οποίον εσωμάτωσας, τον οποίον εβάστασας, τον οποίον εθήλασας, δια να μας σπλαγχνισθή, να μας φιλανθρωπευθή, εδώ μεν να περάσωμεν ζωήν αβλαβή και ακίνδυνον, εκεί δε να μας αξιώση της αιωνίου του Βασιλείας. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν τη Ση μεσιτεία, εν Χριστώ τω Θεώ ημών, ω πρέπει δόξα, τιμή και μεγαλοπρέπεια εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου