ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

ΟΤΙ Η ΠΡΟΘΥΜΙΑ ΤΗΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΤΑ ΔΕΥΤΕΡΕΙΑ ΤΩΝ ΑΝΔΡΩΝ ΕΙΣ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ                    

Και λίαν πρωϊ της μιάς Σαββάτων, έρχονται επί το μνημείον, ανατείλαντος του ηλίου (Μάρκ. ιστ: 2).        

Πέλαγος αληθινά αδιεξίτηλον τα έργα σου, Κύριε, άβυσσος πολλή τα κρίματά σου. Δεν είναι πολλαί ημέραι, αφ’ ου αποχαιρετών τους Μαθητάς, τους εστερέωνες εις την αγάπην Σου με την μυστηριώδη Διαθήκην Σου, την οποίαν τους παρέδωκες εις τον καιρόν του Πάθους Σου και δια της οποίας τους έδωσες το προνόμιον, την κληρονομίαν, να είναι μύσται και Μαθηταί των απορρήτων Σου. Τους έδωσες εκεί ταύτην την καλήν παρηγορίαν το να μη είναι δούλοι Σου, επειδή ο δούλος δεν γνωρίζει τι ποιεί ο κύριός του. Συ όμως τους απεκάλυψας όλα τα απόκρυφα του Πατρός Σου. Ταύτα τα προνόμια είναι γεγραμμένα εις την Διαθήκην Σου· όθεν εις τον αιώνα τον άπαντα είναι ανεξάλειπτα. Αλλά σήμερον, όταν ακούω από τους ιδίους Ευαγγελιστάς, ότι πρώται αι γυναίκες ηξιώθησαν να ακούσωσι της Αναστάσεώς Σου το Μυστήριον, πρώται να ίδωσι τον Τάφον ανεωγμένον, πρώται να αξιωθώσιν αγγελικής οπτασίας, πρώται να ελευθερωθώσιν από εκείνον τον φόβον, όστις κατεκυρίευε τας καρδίας πάντων, αυτά πως δύναμαι να τα συμβιβάσω με τας υποσχέσεις της Διαθήκης Σου;

Αυτά πως δύναμαι να τα είπω, ότι δεν είναι εναντία εκείνων τα οποία τους υπεσχέθης, ότι να είναι Μαθηταί των απορρήτων Σου; Πως λοιπόν τους παραγγέλλεις με τας γυναίκας την Ανάστασίν Σου; Μου λύει ταύτην την δυσκολίαν ο παλαιός και μέγας πατήρ Αυγουστίνος, ονομάζων τον Θεόν κάτοπτρον άσπιλον της αληθείας, εντός του οποίου φαίνεται έκαστος καθώς είναι. Κατά το μέτρον της προθυμίας του δοκιμάζει του Θεού το έλεος· κατά τον βαθμόν της αγάπης του βλέπει τον αντεραστήν Θεόν· ό,τι πρόσωπον του δεικνύεις, τοιούτον τον δοκιμάζεις. Σε ευεργετεί ως φίλον, όταν πλησιάζης με καρδίαν φίλου· τον βλέπεις κριτήν απαραίτητον, όταν του δεικνύεις πρόσωπον εχθρού· «οίος οφθήση, τοιούτος σοι οφθήσεται, ως γλυκύς προς τον γλυκύν, ταχύς προς τον σπουδαίον». Λίαν πρωί έδραμον αι γυναίκες προς το μνημείον και δια τούτο ταχύτερον ευαγγελίζονται της Αναστάσεως το μυστήριον· εσπούδασεν η προθυμία των γυναικών να υπερβή την προθυμίαν των ανδρών. Και πως λοιπόν δεν ήτο πρέπον να μη φανώσιν εις αυτάς πρότερον της χαράς τα μηνύματα; Πως ήτο δίκαιον να μη σπουδάση η αγάπη του Χριστού, να κάμη την απόδειξιν και με το έργον των λόγων εκείνων, τους οποίους είπεν· «Εγώ τους εμέ φιλούντας αγαπώ» (Παρ. η: 17), «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν» (Ματθ. ζ: 7), και να μη φανή πρώτος εις τας γυναίκας ο ειπών· «Θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιήσει και της δεήσεως αυτών επακούσεται» (Ψαλμ. ρμδ: 19). Πως να μη χαροποιήση πρώτον εκείνας, αι οποίαι τον ηγάπησαν επί πλέον από τας καρδίας των πρώτων; «Ου γαρ εστι προσωποληψία παρά τω Θεώ» (Ρωμ. β: 11), ουδέ «τροπής αποσκίασμα» (Ιακ. α: 17). Λοιπόν ας απολαύσωσι πρώται της Αναστάσεως την χαράν εκείναι, αι οποίαι εδοκίμασαν και του Πάθους την πικρότητα. Ας γίνωσι μηνυταί της Αναστάσεως εκείναι, αι οποίαι και το ποτήριον του θανάτου πρώται είδον του Κυρίου· και το περισσότερον δια να γνωρίσης συ, ω ακροατά, ότι η προθυμία της ασθενείας των γυναικών δεν έχει τα δευτερεία από των ανδρών εις τα έργα της αρετής· και τούτο ας είναι αντικείμενον του σημερινού μου λόγου. Δια να γίνη η Σκηνή του Μαρτυρίου κατά την προσταγήν του Θεού λαμπρά και ένδοξος, προστάζει ο θεόπτης Μωϋσής τους Ισραηλίτας να φέρη έκαστος από εκείνα τα οποία του ευρίσκονται. Μαρτυρεί δε η θεία Γραφή, ότι τότε έσπευσαν, αλλά προέλαβον αι γυναίκες τους άνδρας (καθώς ερμηνεύει περίφημός τις εις την εξήγησιν της θείας Γραφής) και έφερον ενώτια και δακτυλίους και περιδέραια και παν σκεύος χρυσούν (Εξ. λε: 22). Προέτρεχον αι γυναίκες από τους άνδρας, έδειξαν την προθυμίαν, την οποίαν έχει αυτό το γένος εις τα θεοσεβή έργα και όχι απλώς με λόγια ψιλά, ή με κόπους και ιδρώτας του σώματος, αλλά και με όλον τον πλούτον. Διότι τίνων ήσαν τα ενώτια και τα δακτύλια τα οποία προσεκόμισαν ει μη γυναικών; Και λοιπόν ποία αμφιβολία απομένει, ότι δεν είναι προθυμότεραι εις τα θεοσεβή έργα από τους άνδρας; Ποίος δεν το ομολογεί, ότι προτιμότερον το έχουσιν αι άλλαι γυναίκες να κοπώσι τα δάκτυλα παρά να γυμνωθώσιν από τα δακτυλίδια; Να στερηθώσι τα ώτα, παρά τον χρυσόν των ωτίων, εκείναι αι οποίαι δεν ήκουσαν την αληθινήν στολήν των γυναικών; Και όμως ιδού όπου το μαρτυρεί η Γραφή, ότι με αυτά τα ενώτια και δακτυλίδια έδειξαν την προθυμίαν, την οποίαν έχουσιν εις τα θεοσεβή έργα αι της αληθείας μαθήτριαι. Τούτο το ίδιον λάμπει και απ’ αυτό του ηλίου το φως σαφέστερον. Φαίνεται εις το τριακοστόν τέταρτον κεφάλαιον της Εξόδου, ότι ο Θεός προσέταξε τον Μωϋσήν, τρις του χρόνου να παρουσιάζεται ενώπιον του Θεού το γένος του Ισραήλ· «τρεις καιρούς του ενιαυτού οφθήσεται παν αρσενικόν σου ενώπιον Κυρίου του Θεού» (Εξ. κγ: 17). Παραπονείται ο χορός των εξηγητών εις ταύτην την απόφασιν λέγων προς τον Θεόν· «Ω Πάτερ φιλόστοργε, ω Θεέ απροσωπόληπτε, τους άνδρας προσκαλείς εις το θυσιαστήριόν σου και τας γυναίκας αφήνεις; Αποσιωπάς εκείνο το γένος, ως να μη σε ενδιαφέρη δια την σωτηρίαν των; Δεν γνωρίζεις ότι έχουσι δύναμιν να σε δουλεύωσι καθώς και οι άνδρες; Δεν γνωρίζεις ότι εις την ιδικήν σου παντοδυναμίαν κρέμαται η σύστασις αυτών, καθώς και των ανδρών; Λανθάνει την όντως σοφίαν Σου, ότι από την ιδικήν Σου πρόνοιαν προέρχεται και η κυβέρνησις αυτών; Τίνος ένεκεν λοιπόν δεν προστάζεις να είναι και αυταί εις τα έργα της προσευχής ομού με τους άνδρας; Πως αποκλείεις αυτάς έξω της λατρείας, την οποίαν χρεωστούσιν εις Σε όλα τα κτίσματα; Αλλά γνωρίζω, Κύριε, γνωρίζω, τίνος ένεκεν απεσιώπησας τας γυναίκας εις αυτήν την δημοσίαν προσευχήν, καταλαμβάνω το αίτιον το οποίον εγγράφως δεν προστάζεις, να παρίστανται και αυταί τρις του έτους ενώπιόν Σου. διότι προθυμοτέρας γνωρίζεις αυτάς εις τα θεοσεβή έργα. Ως καρδιογνώστης είσαι βέβαιος, ότι δεν αναμένουσιν εντολήν, δια να δείξωσι την προθυμίαν των εις εκείνο το οποίον είναι πρόθυμοι και χωρίς να τας βιάση η εντολή. Όθεν κελεύεις· «Παν αρσενικόν οφθήσεται ενώπιόν μου» (ένθ. ανωτ. )· επειδή αι γυναίκες και προτού να τας καλέσω έρχονται, και προτού να ορίσω εις αυτάς τον καιρόν, φαίνονται ενώπιόν μου. Αμάρτυρος ήθελε φανή αύτη η γνώμη εις τους σκληρογνώμονας και ολιγοπίστους, εάν ο Ευαγγελικός Προφήτης δεν έγραφε· «Γυναίκες ερχόμεναι από θέας δεύτε, ου γαρ λαός εστιν έχων σύνεσιν» (Ησ. κγ: 11). Ο μυστολέκτης Κύριλλος, ο οξύνους Ωριγένης και ο ελλόγιμος Προκόπιος, οι επαινεμένοι εξηγηταί του ρητού τούτου λέγουσι· «Δεύτε γυναίκες, αι προλαβούσαι την αποστολικήν προθυμίαν εις τον Τάφον, και δια τούτο αξιωθείσαι της θείας οπτασίας, ελάτε, εξορίσατε από τας καρδίας των Μαθητών το σκότος της δειλίας. Ελάτε, μηνύσατε εις αυτούς την έλευσιν του Κυρίου. Γενήτε διδάσκαλοι εκείνων, οίτινες μέλλουσι να μαθητεύσωσι την οικουμένην. Δότε φως εις εκείνους οι οποίοι ετοιμάζονται να διαχύσωσιν εις άπαν το πρόσωπον της γης του αληθινού Φωτός την αλήθειαν. Δείξατε εις αυτούς πόση η διαφορά της μεγαλοψυχίας, της προθυμίας, της τόλμης, ήτις κατοικεί εις τας καρδίας των γυναικών από των ανδρών. Ας μάθωσιν από την ιδικήν σας προθυμίαν, πόσος φόβος τους κυριεύει. Και δια τούτο εις καιρόν καθ’ ον εκείνοι εζήτησαν τους πλέον σκοτεινούς και αποκρύφους τόπους δια να κρυφθώσιν, σεις εδράμετε εις τον Τάφον, ούτε εχθρών επιδρομήν ούτε την λύσσαν των Φαρισαίων ούτε τας απειλάς των Γραμματέων ψηφήσατε. Το σκότος σάς εφάνη φως, τους αρματωμένους στρατιώτας ενομίσατε συνοδίτας και τας απειλάς των αρχιερέων συμβοηθούς εις το να μυρίσητε το δεσποτικόν σώμα· «δεύτε από θέας γυναίκες» (ένθ. ανωτ.). Εις τον ίδιον σκοπόν του Προφήτου αποβλέπων και ο Άγγελος έλεγεν· «Είπατε τοις Μαθηταίς και τω Πέτρω» (Μάρκ. ιστ: 7). Αξία θεωρίας και η προσθήκη του Πέτρου. Συνηγμένους γράφει πάντας τους Μαθητάς ο επιστήθιος. Λοιπόν εκείνο το οποίον έμελλον να ακούσωσιν οι άλλοι, ήθελεν ακούσει και ο Πέτρος· ποία λοιπόν η ανάγκη να προσθέση· «Είπατε και τω Πέτρω»; (ένθ. ανωτ.). Έδειξεν εις τον δείπνον άκαιρον μεγαλοψυχίαν πολλήν ο Πέτρος, υπεσχέθη ότι δεν θέλει αφήσει ουδέν εξ όσων πρέπει να έχη ο πιστός μαθητής και με υπόσχεσιν να χάση και αυτήν την ζωήν· «Καν δέη με συν σοι αποθανείν» (Ματθ. κστ: 35). Ήλθεν όμως καιρό; Και δεν ετήρησεν αυτά τα οποία υπεσχέθη, αλλά πίπτει ο τόσος μέγας ανδριάς της μεγαλορρημοσύνης με το φύσημα μιας ασθενούς παιδίσκης. Λοιπόν προσθέτει ο Άγγελος εις τας Μυροφόρους· «Είπατε και τω Πέτρω», εις εκείνον τον μεγαλόψυχον, εις εκείνον τον μεγαλορρήμονα, εις εκείνον τον ποτέ ηνδρειωμένον, τον σταθερόν και αμετακίνητον, που είναι αι πρώται σου υποσχέσεις; Τι έγιναν αι αμετακίνητοι εκείναι δυνάμεις σου; Πως έπεσες εις το έργον ο τόσος πολύς εις τους λόγους; Μάθε εξ ημών, πόση είναι η προθυμία της γυναικείας φύσεως εις τα καλά έργα και πόση η των ανδρών. Των γυναικών την καλήν βουλήν δεν ηδυνήθη να την εμποδίση ούτε η ασθένεια της γυναικείας φύσεως, ούτε η δυσφημία η οποία ακολουθεί εις όσας περιπατούσι την νύκτα, ούτε ο κοινός φόβος, όστις εκράτει τότε όλους τους φίλους του Χριστού, ούτε η έχθρα της συναγωγής, ούτε η μέθη των στρατιωτών, ούτε το αξίωμα του Πιλάτου, ούτε η βαρεία βουλή των αρχιερέων, ούτε ο επικείμενος μέγας λίθος εις το μνήμα. Πάντα τα δύσκολα έδειξεν η προθυμία των γυναικών εύκολα. Τους κινδύνους εθεώρησαν κέρδος, τας ζημίας αμοιβήν. Όλην την μεγάλην προθυμίαν των ανδρών έσβεσε μία μικρά απειλή παιδίσκης. Απ’ αυτό μάθετε το μυστήριον εκείνο το οποίον ο Φίλων ο Ιουδαίος έχει δι’ απόκρυφον. Τίνος ένεκεν αι αρεταί όλαι, πίστις, ελπίς, αγάπη, ανδρεία και αι λοιπαί με θηλυκόν όνομα ονομάζονται; Ότι δηλαδή εις την απόκτησιν αυτών προθυμότεραι από τους άνδρας είναι αι γυναίκες. Δια τούτο λίαν πρωί έρχονται προς το μνημείον, αντί οδηγού, αντί φύλακος, αντί σκέπης, τον προς τον Κύριον έχουσαι έρωτα. Καλώς λοιπόν οι ζωγράφοι με πτέρυγας τον ζωγραφίζουσι και πτέρυγας όχι απλώς, αλλά πτέρυγας πυρός δια την οξύτητα. Διότι πάντα διέρχεται και πάντων κατατολμά ο έρως. Βραδύτητα δεν γνωρίζει και μάλιστα εις τα θεία· όθεν έρχονται λίαν πρωί αφόβως, διότι «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α΄ Ιωάν. δ: 18). Εδώ ήθελον να σημαδεύσης, ή να είπω καλλίτερα, να θαυμάσης την καλήν προθυμίαν των γυναικών, την οποίαν έδειξαν εις την υπηρεσίαν του Κυρίου, αλλά και την πρόνοιαν Αυτού και την συνεργούσαν Χάριν, η οποία πάντοτε ακολουθεί εις την καλήν προαίρεσιν των ανθρώπων. Μίαν μεγάλην δυσκολίαν προέβαλεν εκείνος όστις έχει συνήθειαν να σπέρνη πάντοτε δυσκολίας και εμπόδια εις την οδόν της αρετής· «Τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον»; (Μάρκ. ιστ: 3). Ο των ζιζανίων σπορεύς έρριψε τον σπόρον του εις τον δρόμον των Μυροφόρων, αλλ’ εφάνη ματαία και αυτή η δυσκολία, επειδή η θεία Πρόνοια προέφθασε να αποκυλίση τον λίθον· όθεν ελθούσαι «εύρον τον λίθον αποκεκυλισμένον από του μνημείου» (Λουκ. κδ:2). Έχει τοιαύτην συνήθειαν η θεία δύναμις να προλαμβάνη την ασθένειαν εκείνων, οίτινες ελπίζουσιν εις αυτήν. Tούτο το ίδιον κηρύττει η ανδραγαθία της Ιουδήθ· ήλθεν αυτή με απόφασιν καλήν να θανατώση τον εχθρόν του Θεού Ολοφέρνην και να ελευθερώση το γένος του Ισραήλ από τον έσχατον εκείνον κίνδυνον. Πλην ήλθε δια να εκτελέση τοιαύτην σφαγήν άνευ άρματος, άνευ μαχαίρας, άνευ ουδενός άλλου τοιούτου όπλου και της δίδει ο Θεός την μάχαιραν του Ολοφέρνους εις το προσκεφάλαιον του Ολοφέρνους. Τούτο το ίδιον κηρύττει και η περιβόητος νίκη του Δαβίδ· ήλπισεν επί Κύριον να θανατώση τον Γολιάθ, να άρη το όνειδος εξ υιών Ισραήλ και άρματος συνεργού εις τοιούτον τέλος ουδενός εφρόντισεν. Όθεν η θεία πρόνοια του έδειξε την σπάθην του Γολιάθ, δια ν’ αφαιρέση την κεφαλήν του Γολιάθ. Το ευρίσκεις γεγραμμένον εις τους Βίους των Πατέρων, ότι απεστάλη τις των πρακτικών φιλοσόφων να διαπεράση τον Ιορδάνην και εις βοήθειαν ουδενός εφρόντισεν, ούτε σχεδίας, ούτε πλοίου και δια τούτο προφθάνει η συντρέχουσα εις τα καλά θεία δύναμις. Προστάζει αύτη το ανήμερον ζώον, τον κροκόδειλον και αυτός κλίνει την ράχιν εις το χείλος του ποταμού και γίνεται ζωντανόν πλοίον διαπεράσαν τον Ασκητήν. Αύτη η θεία δύναμις έλυσε και την δυσκολίαν της θύρας ήτις εφάνη εις τας Μυροφόρους· «Τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ του μνημείου»; (Μάρκ. ιστ: 3) δια να θαυμάζης και την πρόνοιαν του Θεού και την προθυμίαν εις τα καλά της γυναικείας φύσεως. Ταύτην ότι παρέστησαν αρκούντως τα άνωθεν ειρημένα, δεν αμφιβάλλω, πλην εκείνο το οποίον γράφεται εις το ακροτελευταίον της προ Ρωμαίους Επιστολής, ότι δηλαδή εγράφη από Κόρινθον δια Φοίβης της Διακόνου της εν Κεγχρεαίς Εκκλησίας· τούτο τίνος δεν εκπλήττει τον νουν; Τούτο τίνα δεν καταπείθει να γνωρίση της γυναικείας φύσεως την προθυμίαν την προς τα καλά; Ποίος δεν το ομολογεί; Πως δεν ευρίσκεται άλλο μεγαλύτερον επιχείρημα εις το να φανερώση αυτό το οποίον λέγω; Ο Παύλος, ταυτόν ειπείν το στόμα του Χριστού, το σκεύος της εκλογής, προτιμά την Φοίβην από τους πιστούς όλους εκείνου του καιρού, εμπιστεύεται εις τας χείρας αυτής την προς Ρωμαίους επιστολήν, διότι εγνώρισε την προθυμίαν και σπουδήν αυτής εις τοιαύτην υπηρεσίαν, ότι υπερβαίνει των ανδρών και τις έχει πρόσωπον να μοι είπη ότι δεν είναι ούτω; Μάθε περισσότερον και εκείνο το οποίον βιάζει ακόμη και τα αναίσθητα να υπογράψωσιν εις αυτλην την αλήθειαν. Παραδίδεται ο Κύριος μέσα εις τον κήπον και φεύγουσιν οι Μαθηταί, σύρεται εις το κριτήριον, κατηγορείται, συκοφαντείται φανερά, και ουδένα ευρίσκει βοηθόν. Υπέρ πάντων πάσχει και ουδένα ευρίσκει να τον συμπονέση. Αποφασίζεται τέλος πάντων δια να θανατωθή και ούτε από τα αποστολικά στήθη ευρέθη τις να φωνάξη εις το κριτήριον του Πιλάτου. Άδικον γίνεται εις ένα τοιούτον δίκαιον να καταδικασθή εις θάνατον. Ούτε από όσους ευηργέτησεν, από τόσους δαιμονισμένους, από τόσους τυφλούς, από τόσους κωφούς, από τόσους νεκρούς, τους οποίους ανέστησεν, από τόσους πεινασμένους, τους οποίους εχόρτασε, δεν ευρέθη τις να φωνάξη μέσα εις το κριτήριον· «Τι πράττεις, ω Πιλάτε; Τι είναι αυτή η απόφασις, την οποίαν εκδίδεις κατά του Ιησού και γράφεις ν’ αποθάνη; Αυτό αν γίνη, έβγαλες το Φως του κόσμου από τον κόσμον, ετύφλωσες τον ουρανόν. Αυτό αν γίνη, εχάθη από τον κόσμον η συγχώρησις των αμαρτωλών, ο μισθαποδότης των δικαίων, ο βοηθός των μετανοούντων, η παράκλησις των χηρών, ο κοινός ιατρός όλου του κόσμου. Συλλογίσου τι πράττεις, ω Πιλάτε! Αν αποθάνη ο Ιησούς, δεν θα έχουν πλέον οι ασθενείς τον ιατρόν των· δεν ευρίσκουσι πλέον αι χήραι άλλον να αναστήση τους υιούς των, χάνουν οι πεινασμένοι τον τροφέα των, οι μαθηταί τον διδάσκαλόν των, η Παρθένος της παρθενίας τον καρπόν». Ουδείς εφάνη να είπη τοιούτον λόγον, αλλ’ πάντων σιωπώντων εις την καταδίκην του υπέρ πάντων πάσχοντος, μία μόνη γυνή φαίνεται βοηθός του Χριστού, συνήγορος του δικαίου. Και εις καιρόν κατά τον οποίον ο ανήρ αποφασίζει, εναντιούται η γυνή. Αυτής μόνης η φωνή ακούεται μέσα εις το κριτήριον· «Μηδέν σοι και τω δικαίω εκείνω» (Ματθ. κζ: 19). Εις καιρόν καθ’ ον δεν ευρίσκεται ανήρ να ευσπλαγχνισθή τον άδικον θάνατον του Ιησού, ευσπλαγχνίζεται η γυνή. Ανάγνωσον όλην την θείαν Γραφήν και δεν θέλεις εύρει τινά ούτω φανερώς να εμεσίτευσε δια να μη αποθάνη ο Χριστός. Μόνην την γυναίκα ευρίσκεις, η οποία τον θέλει δια να ζη. Αυτή και με όλον ότι ευεργεσίαν τινά δεν εγνώρισεν από τας χείρας του Χριστού, όμως και μεσιτεύει εις τον άνδρα να αναθεωρήση την κρίσιν και τον φοβερίζει με τα ενύπνια, τα οποία είδεν. Ω θαύμα μέγα, ω παράδοξον πράγμα! Και τις να μη κηρύξη τοις πάσι της γυναικείας φύσεως την προθυμίαν εις τα καλά; Αν εξετάσης βαθύτερον μέσα εις αυτήν την προθυμίαν της γυναικός, θέλει εύρει και μυστήριον τι, δια το οποίον μεσιτεύει η γυνή εις τον άνδρα να μη δώση θάνατον εις τον Χριστόν. Είναι δε τούτο, ότι η γυνή πρώτη εγέννησε την αιτίαν του θανάτου εις τον Χριστόν. Όθεν τώρα αγωνίζεται να φυλάξη την ζωήν Του και ως μη γνωρίζουσα τότε τι έπραξε, ζητεί τώρα με ό,τι τρόπον δύναται να ζη Εκείνος, όστις δια γυναικός τον ημέτερον υπήλθε θάνατον. Τούτο το ίδιον συνέβη και εις τους Προφήτας. Τους εθανάτωσαν οι Ιουδαίοι, αλλ’ οι μεταγενέστεροι παρακινούμενοι από ευλάβειαν ιάτρευον την αδικίαν των προπατόρων αυτών, οικοδομούντες τους τάφους των Προφητών και με τα σημεία της μνήμης εδείκνυον ως να έδιδον εις τους αποθανόντας την ζωήν. Σκληρά και ανυπότακτος εφάνη η πρώτη γυνή εις τον Θεόν, αλλά με την διαδοχήν των χρόνων έγινεν ημερωτέρα και πλέον ευλαβής εις Αυτόν. Όθεν ζητεί τον Υιόν Του να ζη και πέμπει εις τον κριτήν πρέσβεις να μετατρέψωσιν εις το φιλανθρωπότερον την γνώμην του, εκείνην την οποίαν με τας κραυγάς οι άνθρωποι εβίαζον εις το απανθρωπότερον. Ώστε αποβλέποντες εις την της γυναικός προθυμίαν, την οποίαν είχεν αύτη δια να ζη ο Χριστός και εις την αγριότητα της γνώμης των ανδρών ηθέλομεν είπει, ότι το πραιτώριον ήτο μία παλαίστρα εις την οποίαν επάλαιε η της γυναικείας φύσεως και ανδρείας προθυμία. Και κατά μεν το φαινόμενον ενίκησεν η σκληρότης των ανδρών, παραδούσα τον Χριστόν εις θάνατον· κατά το κρυπτόν όμως και νοούμενον υπερνικά η προθυμία της γυναικός, επειδή μόνη προς τόσους πολλούς αντέλεγεν. Τα ίδια μυστήρια ευρίσκεις και εις τα μύρα των Αγίων Μυροφόρων Γυναικών, τας οποίας εορτάζει σήμερον η Εκκλησία. Εικόνα δια της πράξεώς των ταύτης παρέχουσιν αύται της μετανοούσης Εύας, επειδή έρχονται λίαν πρωί όχι μόνον να μυρίσωσιν, αλλά και να κλαύσωσιν Εκείνον τον οποίον εθανάτωσεν η αμαρτία της Εύας. Και ωσάν να μη έκλαυσεν η παλαιά Εύα αρκούντως εκείνην την παρακοήν, έρχεται τώρα να την κλαύση με το πρόσωπον των μεταγενεστέρων. Έρχονται λίαν πρωί εις τον Τάφον της Ζωής, εκείνο το γένος το οποίον έτρεξεν εις τον θάνατον. Έρχονται μετά πολλής μεγαλοψυχίας να κλαύσωσιν Εκείνον τον οποίον άφησαν οι άνδρες όχι μόνον εις τον κήπον, αλλά και εις τον Σταυρόν. Έρχονται λίαν πρωί να μυρίσωσι το Σώμα Εκείνου, τον οποίον με πολλήν αναισχυντίαν, ή να είπω καλλίτερα αθεϊαν, και έπτυσαν και επλήγωσαν οι άνδρες. Ω αξιέπαινον έργον, όπερ εποιήσατε, μακάριαι Γυναίκες! Ω ευλογημένοι οφθαλμοί, οίτινες δι’ Εκείνον εκλαύσατε! Ω παντός μαργαρίτου πολυτιμότερα δάκρυα, άπερ επάνω εις τον Τάφον του Κυρίου ημών εχύθητε! Ω πανάγιοι οφθαλμοί εκείνων των Μυροφόρων, οίτινες ηξιώθητε να ίδετε τον Βασιλέα της δόξης, όχι μόνον κρεμάμενον επί του Σταυρού, κράζοντα, την κεφαλήν κλίνοντα, τω ληστή συγχωρούντα, τη Μητρί συνομιλούντα, αλλά και εκ του Τάφου αναστάντα! Ω μακάριοι και τρισόλβιοι οφθαλμοί των Αγίων εκείνων Γυναικών. Διότι εάν και πρέπει να πιστεύωμεν εις τους φιλοσόφους, οι οποίοι λέγουσιν, ότι η όρασις κατ’ εκπομπήν ενεργεί, εισδεχομένη τα ινδάλματα των ορατών, ακολουθεί ότι οι οφθαλμοί των Μυροφόρων βλέποντες τον εσταυρωμένον Ιησούν επί του Σταυρού, έγιναν ως εις μυστικός Τάφος του Ιησού και πάλιν βλέποντες Αυτόν αναστάντα έγιναν ως θρόνος θριαμβευτικός της ιδικής Του Αναστάσεως. Και τούτου του αξιώματος τι άλλο μακαριώτερον; Τι άλλο ενδοξότερον; Τι άλλο ισχυρότερον εις βεβαίωσιν του προκειμένου; Λοιπόν περιττόν είναι ό,τι άλλο επιχείρημα ήθελον σκεφθή να μεταχειρισθώ εγώ εις βεβαίωσιν, ότι η προθυμία της γυναικείας φύσεως εις τα καλά υπερβαίνει την τοιαύτην των ανδρών. Περιττόν είναι να διηγώμαι εις πλάτος και την μεγαλοψυχίαν και την σοφίαν της γυναικός Ιαήλ και πως εθανάτωσε τον Σισάραν, στρατηγόν των αλλοφύλων (Κρ. δ: 17-21), τον οποίον και ο Δαβίδ ενθυμείται εις τους ψαλμούς του, λέγων· «Ποίησον αυτοίς ως τη Μαδιάμ και τω Σισάρα» (Ψαλμ. πβ:10). Οκτακόσια άρματα σιδηρά είχεν ούτος και πλήθος άπειρον στρατού. Τούτον εφοβήθη ο λαός των Ιουδαίων, είδε το νέφος του στρατού και έφριξεν, αλλ’ όχι και η γυνή Ιαήλ. Δια τούτο και εδέχθη αυτόν εις τον οίκον της. Ζητεί ύδωρ και του δίδει γάλα. Πρόσεξε όμως να γνωρίσης την σοφίαν της γυναικός. Καταψυκτικόν το γάλα και σύρει εις ύπνον. Αποκοιμίζει λοιπόν τον Σισάραν η γυνή και λαμβάνει εις χείρας πάσσαλον και σφύραν. Βλέπε και εδώ την σοφίαν της γυναικός. Δεν έλαβεν εις τας χείρας της ξίφος ή μάχαιραν μήπως, εάν εκείνος εξυπνήση, γνωρίση το στρατήγημα. Λαμβάνει τον πάσσαλον, γυναικείον τούτο επιτήδευμα και δι’ αυτού, εφ’ όσον τον εύρε κοιμώμενον, του τρυπά τον κρόταφον πέρα και πέρα. «Ον ουχ υπέστησαν άνδρες, γυνή εστρατήγησε», λέγει ο ιερός Χρυσόστομος. Αποσιωπώ και τον θάνατον του Αβιμέλεχ, εκείνου όστις με άσπλαγχνον χείρα εθανάτωσε τους εβδομήκοντα αδελφούς αυτού και δια τούτο υπέταξεν εις τα προστάγματά του όλον τον λαόν, αλλ’ όχι και την γυναικείαν φύσιν. Δια τούτο καθ’ ον καιρόν πάντες εμούδιασαν από την θεωρίαν τόσης αιματοχυσίας, μία μεγαλόψυχος γυνή συντρίβει το κρανίον του τυράννου με μίαν μυλόπετραν και δίδει την ελευθερίαν εις όλον το γένος της. Άκαιρον, πλην όμως εις την υπόθεσιν αρμόδιον και εκείνο το οποίον γράφει μεταξύ των μεγαλοψυχιών των γυναικών ο πολυμαθής Πλούταρχος. Ας το διηγηθή όμως άλλος κατά πλάτος· τόσον μόνον σας ενθυμίζω εγώ, ότι οι Λακεδαιμόνιοι εφυλάκισαν πολλούς από τους άνδρας τους κατοικούντας Λήμνον και Ιμβρον, τους εφύλαττον δε δια θάνατον και ουδεμία ελπίς σωτηρίας εφαίνετο δι’ αυτούς, ούτε από φίλους, ούτε από γείτονας. Έρχονται όμως αι γυναίκες των φυλακισμένων ανδρών, πείθουσι τους φύλακας με δάκρυα και παρακλήσεις να ανοίξωσι την θύραν της φυλακής τόσον μόνον, ώστε να δώσωσι τον τελευταίον ασπασμόν εις τους άνδρας των. Ανοίγεται η θύρα, εισέρχονται αι γυναίκες, ενδύονται τα φορέματα των ανδρών, με τα ιδικά των ενδύουσι τους άνδρας αυτών και τους στέλλουσιν έξω εις σχήμα γυναικών, απέμειναν δε εκείναι εις την φυλακήν με απόφασιν να δοκιμάσωσι πάντα θάνατον. Ποίος των ανδρών μετεχειρίσθη ποτέ τοιαύτην μέθοδον εις ελευθερίαν της γυναικός; Λοιπόν αναμφίβολον είναι ότι η γυναικεία φύσις προθυμοτέρα είναι εις το καλόν από την των ανδρών πάντοτε. Ταύτα λέγων ενεθυμήθην εκείνο όπερ αναγινώσκω εις το Ευαγγελιστήν Λουκάν· «Ο υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης»; (Λουκ. ιη: 8). Άραγε αν θελήση τις όχι με τον λύχνον του Διογένους, αλλά με το φως του Ευαγγελίου να ερευνήση, τάχα ευρίσκει τοιαύτην γυναίκα, δεν λέγω γυναίκας, όχι πολλάς, όχι, αλλά τουλάχιστον μίαν, τόσον πρόθυμον, μεγαλόψυχον εις την αρετήν, εις κατόρθωσιν του Ευαγγελίου, εις την αγάπην του εσταυρωμένου μας Ιησού; Ευρίσκεται άραγε τοιούτον στήθος γυναικείον καθαρόν και ελεύθερον, ως εκείνο των Μυροφόρων, δια να δυνηθή να χωρέση τον έρωτα του Υιού του Θεού; Ευρίσκονται άραγε τοιούτοι οφθαλμοί άξιοι, δια να χύσωσι δάκρυα εις τιμήν τοιούτου Δεσπότου; Μεγάλον καύχημα θα το είχον αν και ήτο έστω και μία από τας σημερινάς γυναίκας να ομοιάζη εις τας χείρας εκείνων των Μυροφόρων, αι οποίαι να έχωσι τοιαύτην ελευθερίαν να βαστάσωσι μύρα, δια να μυρίσωσι του Πλάστου το Σώμα. Ήθελα να ήτο όχι μία, αλλ’ όλαι· πλην δεν θέλω να είπω ότι αμφιβάλλω αν ευρίσκηται έστω και μία, ήτις να έχη την καθαρότητα των οφθαλμών και του στήθους των Μυροφόρων, επειδή εις τον σημερινόν καιρόν βλέπω να είναι ταύτα γεμάτα, δεν λέγω από έρωτας σατανικούς, αλλ’ από υπερηφάνειαν, από κενοδοξίαν, από φιλαρχίαν, από μίαν λύσσαν, πως να φανή η μία καλλιτέρα από την άλλην, πως να καταφρονήση η μία την άλλην, ποίαν κατάκρισιν να πλάση η μία κατά της άλλης. Τοιούτον στήθος είναι άξιον δια να δεχθή έρωτα του Χριστού; Είναι άξιον δια να το είπω ότι ομοιάζει με τα στήθη των Μυροφόρων; Ας ίδωμεν τα άλλα μέλη, τας χείρας ή την κεφαλήν. Αλλά και αυτά αν θελήσω να μετρήσω εν προς εν εις ποία έργα τα μεταχειρίζονται, με ποία εργόχειρα τα στολίζουσιν, ήθελα παραστήσει ενώπιόν σας όχι κεφαλήν και χείρας Χριστιανής, αλλ’ εκείνης της μυθολογουμένης Ύδρας. Ήθελα δείξει κεφαλήν Γοργόνης, ήθελα παραστήσει είδωλον πεπλασμένον, με χρυσόν, με άργυρον, με πάσαν διαβολικήν μέθοδον εις καταισχύνην και εντροπήν της κεφαλής της Εκκλησίας, του Χριστού. Τοιαύτα μεταμεμορφωμένα πρόσωπα, τοιαύτα πεπλασμένα είδωλα είναι άξια να είπης, ότι ομοιάζουσι με τα καθαρά και άπλαστα εκείνα πρόσωπα των Μυροφόρων; Ας είναι, δεν ομοιάζουσιν εις τα έξω, ας εξετάσωμεν τα έσω· τα δάκρυα, τα οποία προέρχονται εκ της καρδίας. Αυτήν λοιπόν την πηγήν των δακρύων, ας ίδωμεν αν είναι από το γένος των Μυροφόρων. Ναι, είναι· ομοιάζουν εις την εμπιστοσύνην και αγάπην την οποίαν έχουν εις τους άνδρας. Πως όμως; Εις ότι περισσότερον ζητούσι τους πλουσίους, παρά τους εναρέτους· περισσότερον τους ευτυχείς παρά τους δυστυχείς, με άλλον οφθαλμόν τον βλέπουν, όταν έρχηται με τας χείρας πλήρεις, παρ’ όταν έρχηται με κενάς. Ομοιάζουσι  κατά την ευλάβειαν, κατά την πίστιν και κατά την θεοσέβειαν. Δια τούτο πρώτον καθαρίζουσι την καρδίαν με τα δάκρυα της μετανοίας. Με την αληθή εξομολόγησιν, πρώτον στολίζουσι τας χείρας με τα δώρα της ελεημοσύνης, πρώτον ζητούσι συγχώρησιν από εκείνας τας οποίας εκακολόγησαν και ύστερον έρχονται εις την ιεράν Κοινωνίαν. Όνειρον βλέπεις, άνθρωπε; Φοβούμαι μήπως και θέλει μοι είπη τις.  Διότι εδώ τοιαύτην καρδίαν γυναικός δεν ευρίσκεις. Αλλά και η εξομολόγησίς των είναι ψευδής, τα μεγαλύτερα κρύπτουσι, εις τα παραμικρά προφασίζονται, αγάπην και διαλλαγήν εις τους εχθρούς ποτέ αληθινήν δεν έχουν· η ετοιμασία δια να μεταλάβωσιν άλλο δεν είναι, παρά τα λουτρά, τα νιψίματα, τα κοσμήματα και παν άλλο από όσα φέρουσι χαράν εις τον υπερήφανον διάβολον και καταφρόνησιν εις τον εκουσίως υπέρ ημών πτωχεύσαντα Θεόν. Αφήνω να διηγώμαι, ότι εκάστης η καρδία είναι εν κέντρον του φθόνου, μία έδρα της υπερηφανείας, μία κάμινος της ζηλοτυπίας. Από τοιαύτην καρδίαν, είναι δίκαιον να το είπω, ότι θέλουσι τρέξει ποτέ δάκρυα μετανοίας; Από τοιαύτην καρδίαν υπάρχει ελπίς ότι θέλει φυτρώσει ποτέ ζωή ευαγγελική, προθυμία εις το καλόν, ανδρεία και γενναιότης εναντίον της αμαρτίας; Μη γένοιτο· από τοιαύτην καρδίαν φυτρώνουσι πόλεμοι και μάχαι καθημεριναί εντός της οικίας, ύβρεις και καταφρονήσεις εις τους γείτονας, έρωτες και επιθυμίαι σατανικαί, προδοσίαι της τιμής του ανδρός. Λοιπόν ας ίδωμεν τι εκέρδησαν αι προ ημών, όσαι είχον τοιαύτην καρδίαν και τι εκέρδησαν αυταί αι σημεριναί Μυροφόροι. Τούτων το όνομα κηρύττεται και δοξάζεται εν ουρανώ και εν γη και δοξασθήσεται περισσότερον εν τη ημέρα της Κρίσεως και λάμψουσιν ως ο ήλιος εκείνα τα δακρυσμένα πρόσωπα, εκείνα τα ενδύματα τα πτωχικά. Εκείνων δε των πλουσίων, των χρυσοφορεμένων, αίτινες έλαμπον εις τους Ναούς με τους μαργαρίτας, με διαφόρους στολάς, έσβυσαν τα ονόματα, κατεβυθίσθησαν εις τον Άδην. Και αν ήτο η καταδίκη μόνον τοιαύτη, είχε παρηγορίαν, αλλά καταισχυνθήσονται εν ημέρα Κρίσεως, καθώς το Πνεύμα το Άγιον δια Ησαϊου του Προφήτου λέγει· «Τάδε λέγει Κύριος· ανθ’ ων υψώθησαν αι θυγατέρες Σιών· και επορεύθησαν υψηλώ τραχήλω και νεύμασιν οφθαλμών… και ταπεινώσει ο Θεός αρχούσας θυγατέρας Σιών· και Κύριος ανακαλύψει…. Τον κόσμον του προσώπου αυτών… και έσται αντί οσμής ηδείας κονιορτός… και αντί ζώνης, σχοινίω ζώσει… και καταλειφθήση μόνη και εις την γην εδαφισθήση» (Ης. γ: 16 – 26). Τούτο είναι το τέλος, τούτο το κέρδος της πολλής τρυφής, του καλλωπισμού και της άλλης ματαιότητος. Έως πότε λοιπόν θα κλείωμεν τους οφθαλμούς εις την αλήθειαν; Έως πότε θα βλέπωμεν εις την γην; Ακόμη δεν ήλθε καιρός να ίδωμεν και τον ουρανόν; Ναι, έφθασεν. Ας μιμηθώμεν τας Μυροφόρους, ας δράμωμεν εις τον Χριστόν, αντί μύρων τας αρετάς κρατούντες. Ας πλύνωμεν την πρώτην καταφρόνησιν της ψυχής με το αληθινόν μύρον των δακρύων. Ας σχίσωμεν τα χειρόγραφα των προτέρων αμαρτημάτων με μίαν κατάνυξιν, με μίαν αληθή μετάνοιαν, με μίαν ζωντανήν εξομολόγησιν, ίνα αξιωθώμεν του ελέους, του οποίου ηξιώθησαν αύται αι Μυροφόροι Γυναίκες, τη αφάτω ευσπλαγχνία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των Αγίων Μυροφόρων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου