Εγκώμιον εις τον μέγαν Προφήτην Ιερεμίαν.

«Εγκωμιαζομενου δικαίου ευφρανθήσονται λαοί» (Παρ. κθ:2)                                                         

Νόμος είναι μεταξύ των ευγενεστέρων και δικαιοτέρων ανθρώπων να σέβωνται περισσότερον όλων και φιλικώς να συμπεριφέρωνται προς εκείνους, οίτινες διετήρησαν το της φιλίας αυτών δείγμα αμόλυντον και αγνόν υπέρ των φίλων και όταν ακόμη ούτοι περιέπεσαν εις δυσκόλους περιστάσεις και πειρασμούς. Δια του νόμου τούτου νομίζω, ότι πρέπει να τιμάται και Αυτός ο της Δικαιοσύνης Θεός, περισσότερον παντός άλλου, διότι άπασαν την δικαιοσύνην ενομοθέτησε δια τους ανθρώπους. Εάν δε καιροί πονηροί και στενοχωρίαι δοκιμάζουσι τους προς τον Θεόν φίλους, τίνες άλλοι θα ηδύναντο τάχα να κριθώσιν ως περισσότερον φίλοι προς τον Θεόν, εκτός των παλαιών Αγίων Προφητών, οίτινες έζησαν εις εποχήν, κατά την οποίαν τα έργα της ευσεβείας καθ’ ολοκληρίαν απεπνίγοντο και πάντες οι άνθρωποι, οι μεν δεν εγνώριζον ουδέ ότι υπάρχει Θεός, οι δε, θαυμάζοντες φάσματα τινά και σκοτεινά απεικονίσματα δαιμονίων, εσύροντο όπισθεν της πεπλανημένης αυτών διανοίας.

Μόνος λάτρης και πιστός προς τον πράγματι υπάρχοντα Θεόν ενομίζετο τότε ο περιβόητος Ισραήλ, αλλά και ούτος ουχί όλος ουδέ πάντοτε, εις πάντα τόπον και δια παντός τρόπου, επειδή και αυτός συχνά, αναμεμιγμένος με τα γειτονικά έθνη και με τα ανοσιουργήματα εκείνων συγκυλιόμενος, καθίστατο εμπόδιον εις τους προτιμώντας να γίνωσιν ευσεβείς. Πως, λοιπόν, τότε, δεν θα ήθελον κριθή περισσότερον πάντων φίλτατοι προς τον Θεόν οι αντισταθέντες προς την θεομάχον και δύσπιστον συναγωγήν, αυτοί οι το ρήμα του Θεού αληθώς φέροντες εις το στόμα και ελέγχοντες των τε υπερηφανευομένων την πλάνην και του λαού την άγνοιαν και παρανόησιν, οι αντιπαραταχθέντες μέχρις αίματος υπέρ της δόξης του πέμψαντος αυτούς; Τοιούτοι φίλοι του Θεού υπήρξαν ο μέγας εκείνος Μωϋσής και ο Ηλίας. Τοιούτοι ο Σαμουήλ και ο Ησαϊας και έκαστος των μεγάλων Προφητών. Μεθ’ απάντων δε τούτων ούτως επολιτεύθη και ο θαυμάσιος Ιερεμίας. Ο Ιερεμίας, ο πιστός πράγματι και μέγας φίλος του Θεού, τόσον μέγας, όσον και μεγαλυτέραν την υπέρ Αυτού πίστιν και την αγάπην απέδειξε. Τούτον τον θαυμαστόν Ιερεμίαν, κατά την σημερινήν και κατ’ έτος τελουμένην εορτήν του, θέλομεν επαινέσει κατά την αξίαν της αρετής του και θέλομεν κατακοσμήσει την ιεράν αυτού κεφαλήν, ως δια στεφάνων εξ ανθέων, δια λόγων, και ως μέγαν του Θεού φίλον εξ αγνής διαθέσεως θέλομεν τιμήσει αυτόν, έχοντες υπ’ όψιν, ότι δια μέσου τούτου και της προς αυτόν πλήρους τιμής τιμώμεν εν συνεχεία τον απειροτέλειον Θεόν. Διότι, εάν αληθώς ο πραγματικός φίλος άλλος εαυτός μας, κατά την παροιμίαν, καθίσταται, ο τιμών γνωσίως τον ένα εκ των φίλων και τον έτερον θέλει τιμά. Θέλομεν επαινέσει ουχί δια των εξωτερικών τύπων, αλλά ακολουθούντες και εις την προκειμένην περίπτωσιν τον νόμον του Πνεύματος. Διότι δεν θα ήτο δίκαιον ουδέ ευσεβές τους Αγίους και φίλους του Θεού να γνωρίσωμεν από την κατ’ ανθρώπους διαγωγήν και να παραβλέψωμεν την μεγάλην αυτών αρετήν και την προς τον Θεόν εξοικείωσιν, ουδέ να επαινέσωμεν την κατά το σώμα λαμπρότητα και ευγένειαν, συλλέγοντες εγκώμια και γεγονότα εκ του εγκοσμίου βίου αυτών. Διότι, καθ’ άπαντα τον καιρόν της εν τω κόσμω ζωής αυτών, υπέρ της του Θεού δόξης εργαζόμενοι, ηυδοκίμησαν και εκ τούτου του έργου αυτών πρέπει να καθίστανται γνωστοί εις τους αγαπώντας αυτούς, ημείς δε εντεύθεν να λαμβάνωμεν αφορμήν, ίνα ευσεβώς επαινέσωμεν τούτους. Ότι μεν λοιπόν ο ιερεύς Χελκίας εκ πόλεως Αναθώθ ήτο πατήρ του μακαριωτάτου των Προφητών Ιερεμίου, περί αυτού γράφουσα αναφέρει η Αγία Γραφή (Ιερ. α:1). Δια δε την άλλην πολιτείαν του και την κατά σάρκα ευγένειαν του γένους του, ούτε αυτός εδίδαξεν, ούτε ημείς θέλομεν πραγματευθή. Διότι εκ μήτρας μητρός ηγιάσθη και δια σπέρματος ανδρός, κατά τον της φύσεως νόμον, εβρεφουργήθη κατά το σώμα, δια Πνεύματος δε Αγίου κατά την ψυχήν δημιουργούμενος και εκ της κοιλίας αυτής ως σκεύος ελέους Θεού πλασσόμενος, ως Προφήτης των εθνών προωρίζετο και προπαρεσκευάζετο. Και πρώτος αυτός εμυσταγωγήθη παρά του Θεού, εξ αρχής προς Αυτόν αφιερωθείς και δια της ιδικής του ιεράς φωνής εδίδαξεν ημάς. Κατά μεν λοιπόν την πρώτην και δευτέραν αυτού ηλικίαν ο ιερώτατος νεανίας, αγένειος ων, εις άνδρα καθίστατο. Κατά την ηλικίαν ταύτην, ότε μάλιστα τους νέους πολιορκούσι και αναφλέγουσιν αι επιθυμίαι και παν ό,τι προσβάλλει τας αισθήσεις καταπτοεί αυτούς και ηδονικόν φαίνεται, εξογκούται δε η ψυχή και υπό του τυφώνος της νεότητος περιδινουμένη, εις ασχημοσύνην, ως επί το πλείστον, προχωρεί. Ούτος ο λογισμός, όταν ο νέος είναι ακόμη ασταθής και αστήρικτος, τον ωθεί συνήθως εις το να πράττη, δια της ακρασίας, εκείνο το οποίον νομίζει και ουχί το πράγματι καλόν. Εις την ηλικίαν λοιπόν ταύτην ηξιώθη ο Ιερεμίας της μεγάλης και θείας εκείνης συγκαταβάσεως, του να ιδή τον Θεόν. Και βλέπει τον Κύριον, τον Θεόν του Ισραήλ, και της φωνής Αυτού του Παντοκράτορος ακούει σαφώς. Αλλ’ ούτε δια σωματικής οράσεως είδεν, ούτε δια της αισθήσεως ήκουσε. Διότι, εάν υπεράνω πάσης νοεράς αισθήσεως και, αληθώς, και πάσης αγγελικής οράσεως, ο Θεός Λόγος κατά την θεωρίαν και την γνώσιν υπερουσίως υπέρκειται, πολύ περισσότερον της σωματικής αισθήσεως απείρως υπεραίρεται. Ορατός δε καθίσταται τυπούμενος δια του ηγεμονικού, του Παντουργού δηλαδή Πνεύματος. Και τούτο ουχί διότι έχει την φύσιν ως το ορατόν. Διότι είναι άϋλος. Αλλ’ ως έχων την δύναμιν να βλέπη, διότι είναι φιλάνθρωπος. Ούτω και περιβάλλεται την των ανθρώπων μορφήν ο Υπεράνθρωπος, ούτω και εις την νοεράν των Αγίων θεωρίαν προσπίπτει, ουχί δηλαδή δια του όγκου του σώματος, ουχί δια του βάρους, ουχί αποτυπούμενος, αλλά μόνον δια της αϋλου μορφής εμφανιζόμενος, της πραγματικής ή φωταυγούς, ζωντανήν δε τινα αυστηράν και θεοπρεπή λαλιάν φθεγγόμενος, εις τον καταξιούμενον μυστικώς και νοερώς αντηχούσαν, ήτις και την βουλήν του Υψίστου ερμηνεύει, ανεξερεύνητος δε εις τους αμυήτους και όλως διόλου ανήκουστος καθισταμένη. Τοιαύτης δε ομού οράσεως και ακροάσεως της του Θεού φωνής ηξιώθη ο θεηγόρος, νέος ακόμη ων, λεγούσης προς αυτόν· «Προ του με πλάσαι σε εν κοιλία επίσταμαί σε, και προ του σε εξελθείν εκ μήτρας ηγίακά σε, Προφήτην εις έθνη τέθεικά σε» (Ιερεμ. α:5). Ω της προγνώσεως! Εγνώρισεν ο των όλων Πλάστης άπαντα τα προ της γεννήσεώς του μέλλοντα να συμβούν. Εγνώρισε την φύσιν των αισθητών οία πρέπει να γίνη δι’ Αυτού και δι’ οπόσων ιδιοτήτων πρέπει να διαφέρη. Εγνώρισε την ουσίαν των νοητών και των υπέρ την αίσθησιν και το πολυειδές της δυνάμεως. Προείδεν ομοίως και πάντα τα λογικά και αυτοκυβερνώμενα και ουχί απλώς τας ουσίας αυτών, ήτοι τας μορφάς προενόησεν, αλλά και ενός εκάστου την αυθόρμητον ροπήν προς το κακόν ή το καλόν προνοήσας, διαχωρίζει από της μήτρας τους αμαρτωλούς, ως από κοιλίας μητρός πεπλανημένους και εκουσίως προτιμώντας τα ψευδή. Ουχί δε συν τω χρόνω και δια της πείρας εννοεί το προσφιλές και αγαπητόν εις Αυτόν ο γνωρίζων τα πάντα προ της υπάρξεως αυτών. Ο προ των αιώνων γνωρίζων υπερουσίως τον νουν των ανθρώπων! Πριν ή πλάση ένα έκαστον των Προφητών και ένα έκαστον των Αγίων, εγνώριζε να αγιάζη αυτούς δια της Αυτού οικονομίας, επειδή καλώς εγνώριζε την της διανοίας εκάστου προς το καλόν εκουσίαν ορμήν, χάριν της οποίας και το Πνεύμα της Χάριτος της αυτοκυριάρχου ταύτης ροπής αναλόγως παραχωρεί. Ούτω τον Μωϋσήν εκ μήτρας της μητρός του ώρισεν εις την ιδικήν Του διακονίαν. Κατ’ αυτόν τον τρόπον ηγίασε τον Σαμουήλ. Ούτω καθηγίασε πάντα Προφήτην και Απόστολον, πάντας τους Μάρτυρας και πάντας τους χορούς των Ιερέων και των Αγίων. Καθώς κατ’ ακρίβειαν προέβλεψε δια του οφθαλμού και δι’ απταίστου προγνώσεως απεφάσισε. Τούτους, τους το καλόν μεν εξ ιδίων των εκλέξαντας, απορρίψαντας δε το κακόν. Κατ’ αυτόν τον τρόπον προορίζει και προσκαλεί δικαίως πάντας, απονέμων δικαιοσύνην και δοξάζων. Ουχί δε δια προσωποληψίας, καθώς τινες νομίζουσιν, εκείνον τον οποίον θέλει ελεεί, εκείνον δε τον οποίον δεν θέλει αποπέμπει, αλλά δι’ απολύτου δικαιοσύνης, εκείνον μεν τον οποίον προείδεν, ότι δι’ εθελουσίας ορμής μέλλει να προτιμήση το αγαθόν δια της γνησίας του διαθέσεως, τούτον, αξίως προκαταρτιζόμενον, προορίζει ίνα τιμηθή. Εκείνον δε δια τον οποίον ήθελε προβλέψει ότι, δυστροπών κατά την γνώμην και σκληρυνόμενος, την εκπαίδευσιν αποφεύγει, τρεπόμενος προς τα κακά έργα, εν απολύτω δικαιοσύνη από κοιλίας μητρός αποξενώνει, δι’ αδιαπτώτου γνώσεως του μέλλοντος προαποφασίζων την κρίσιν του αμαρτήματος. Κατ’ αυτόν τον τρόπον εγνώρισε και τον Ιερεμίαν. Κατά την διάθεσιν της αγαθοφυούς καρδίας προτιμήσαντα και μετά φιλοπονίας εκλέξαντα το αληθώς καλόν, το δε κακόν και το ολέθριον ότι μέλλει να απωθήση και να αποστραφή. Δια τούτο και ευθύς ως επλάσθη εν τη κοιλία επεσκίασεν αυτόν δια της Χάριτος Αυτού και την φύσιν μετά της πλάσεως συνεργάσας, ως σπάργανον πρώτον προσφέρει τον άνωθεν αγιασμόν εντός αυτού παρασκευάσας ούτω αυτόν δια την της προφητείας διακονίαν. Ο μεν λοιπόν Κύριος, εξ αρχής παρακολουθών αυτόν δια της κηδεμονικής Του προνοίας και οδηγών αυτόν εις την συμπλήρωσιν της ηλικίας και εις την τελειοποίησιν των αρετών, Αυτός πρώτος δια της θείας Του φωνής ενεθάρρυνεν. Αλλ’ ας ακούσωμεν και της του μακαρίου Ιερεμίου λαλιάς. Ούτος λέγει: «Ο Ων, Δέσποτα Κύριε, ιδού ουκ επίσταμαι λαλείν, ότι νεώτερος εγώ ειμί» (Ιερεμ. α:6). Πράγματι ο λόγος ούτος είναι μεστός ευλαβείας, οξυνοίας και συνέσεως. Διότι δια τριών ονομάτων και τούτων εντιμοτάτων και όσον το δυνατόν επιτυχών, προσφωνεί τον Θεόν, τον υπέρ παν όνομα. Διότι, το μεν Ων, εμφαντικώς, ως προς την υπερούσιον απέδωσεν αρχήν της Ουσίας. Αι δε άλλαι ονομασίαι, Δέσποτα, Κύριε, την Παντοδύναμον κυριότητα και την κατά των όλων εξουσίαν δηλούσιν, ηρέμως δε και το της Τριάδος μυστήριον υπαινίσσεται. Ο Ων, Δέσποτα Κύριε· ιδού, δεν γνωρίζω να ομιλώ, διότι είμαι νεώτερος· δεν αγνοώ, λέγει, την ιδικήν μου φύσιν· γνωρίζω ότι Συ μόνος κυρίαρχος και πράγματι υπάρχεις. Και ότι Συ πράγματι υπάρχων, ως μόνος, όλην τη κτίσιν, παν το υπάρχων περιέλαβες εν Σεαυτώ. Εγώ δε τίποτε δεν είμαι, διότι η νεότης και η ανοησία ματαιότης είναι κατά την Γραφήν. Διότι Συ είσαι Δεσπότης και Κύριος του παντός, εγώ δε γνωρίζω την ιδικήν μου αμάθειαν και ανυπαρξίαν. Βλέπεις ευγνωμοσύνην υπηρέτου; Βλέπεις της διανοίας την καθαρότητα; Δεν κρίνει τον εαυτόν του ικανόν δια την διακονίαν ταύτην. Διότι από πάσαν υπερηφάνειαν καθαρίζει τον νουν. Δια τούτο μετ’ ευγνωμοσύνης δοξάζει τον δωρήσαντα την διακονίαν ταύτην, εαυτόν δε κατηγορεί. Αλλά τι ελάλησε προς αυτόν ο Ων; Μη λέγε, είπεν ο Κύριος, ότι νεώτερος εγώ είμαι· διότι προς όλους εκείνους, προς τους οποίους θέλω σε αποστείλει, θέλεις πορευθή και δια πάντα, όσα σου δίδω εντολήν, θέλεις λαλήσει. Μη φοβηθής από προσώπου αυτών, διότι μετά σου ευρίσκομαι, ίνα σε προστατεύσω, λέγει Κύριος. Μη προφασίζεσαι άγνοιαν, ουδέ να προβάλλης την νεότητά σου, διότι ουδεμία πρόφασις θα σου χρησιμεύση δια να παραιτηθής. Διότι εγώ είμαι μετά σου. Διότι καλώς εννοών το ράθυμον της νεότητος, δια λόγων θέλω σε εμπνεύσει, τον φόβον σου θέλω λύσει, πληρών σε δε προθυμίας, πάντα επιτιθέμενον ενοχλητικώς κατά σου θέλω απομακρύνει. Ουχί εις μακράν προθεσμίαν θέλει πραγματοποιηθή η αγγελία μου αύτη. Ουχί μακράν ευρίσκεται η ανταπόδοσις του αγαθού. Συγχρόνως δε με τον λόγον της επαγγελίας εξέτεινεν ο Κύριος την χείρα Αυτού και είπε προς με: «Ιδού δέδωκα τους λόγους μου εις το στόμα σου· ιδού καθέστακά σε σήμερον επί έθνη και επί βασιλείας, εκριζούν, και κατασκάπτειν, και απολλύειν, και ανοικοδομείν, και καταφυτεύειν» (Ιερεμ. α:10). Οποία δε είναι η χειρ του Κυρίου; Η του Πνεύματος δύναμις, ήτις και Θεού δάκτυλος ονομάζεται. Οποία δε η αφή; Αυτή αύτη η απολαυή, η μετέπειτα ενέργεια του Πνεύματος, εξ ου πηγάζουσιν άπαντες οι της προφητείας λόγοι. Και η επί τα έθνη και τας βασιλείας εξουσία και κατάστασις, ώστε τας μεν να εκριζώνη και καταστρέφη, όσαι εκ τούτων είναι παράνομοι και προς τον Θεόν ανευλαβείς, τας δε να ανοικοδομή και να καταφυτεύη, όσαι δηλαδή βασιλείαι είναι κατάλληλοι προς την του Θεού πίστιν και έτοιμαι να υποδεχθώσι την αλήθειαν και την δικαιοσύνην Αυτού. Ούτος λοιπόν ο ιερός Ιερεμίας, ιδών τον Θεόν του Ισραήλ και παρ’ Εκείνου φωτισθείς, ως αρχήν δε, ήτοι ως πηγήν της αυτού προφητείας δεχθείς την οπτασίαν, κατά τον ίδιον τρόπον ηρμήνευε τους επομένους οραματισμούς του Θεού. Η το πρώτον δηλαδή εγγίσασα το θεόληπτον στόμα, πάντοτε εις τούτο ήτο παρούσα και τας συμπτωματικάς των πραγμάτων αιτίας, των βασιλευόντων τας αδικίας, των λαών τας παρεκτροπάς και παρανομίας και τας διαμαρτυρίας και τους ελέγχους μετατρέπουσα, ουχί μόνον δια λόγων, αλλά και δια ποικίλων συμβόλων, εξ εκείνων τα οποία μεταχειρίζεται ως ενεργά παραδείγματα της εις τους λόγους περιεχομένης αληθείας. Ούτως είδε βακτηρίαν εκ ξύλου καρυάς, διότι αφυπνίσεως δηλωτικόν είναι τούτο το ξύλον, εμφαίνουσαν την του Θεού επαγρύπνησιν επί των ιδίων Αυτού λόγων. Άλλοτε είδεν επίσης λέβητα υποκαιόμενον και το εαυτού πρόσωπον εστραμμένον προς Βορράν. Διότι από του σημείου του Βορρά θέλουσι κατακαή τα κακά των κατοικούντων επί την γην. Και τώρα προστάσσει τούτον να εγερθή και να κατέλθη εις τον οίκον του κεραμέως. Και τον εις τας παλάμας αυτού πλασσόμενον πηλόν και από του ενός αγγείου ευθύς εις έτερον διασκευαζόμενον παραγγέλλει να λάβη ως σύμβολον των εθνών. Διότι, όπως ο πηλός διαπλάσσεται εις τας χείρας του κεραμέως κατά την αρέσκειαν αυτού, και πλάσσεται εις δοχείον, και συντρίβεται και πάλιν εις άλλο αναπλάσσεται ούτως είμεθα και ημείς εις χείρας του Θεού. Μήπως, του λέγει να είπη προς τους Ισραηλίτας, δεν ημπορώ και εγώ να κάμω εις σας, ό,τι κάμει ο κεραμοποιός; Ναι διότι ιδού όλοι σεις είσθε εις τας χείρας μου, όπως είναι ο πηλός εις χείρας του κεραμοποιού· εάν δεν μετανοήσετε μεγάλως θα τιμωρηθήτε. Άλλοτε δε προστάσσει πάλιν αυτόν, αφού λάβη σκεύος εξ οστράκου, να μεταβή εις Ιερουσαλήμ, να σταθή εις ένα τόπον και εκεί να καλέση πλησίον του τους επιφανεστέρους εκ των πρεσβυτέρων και Ιερέων. Αφού δε καταμαρτυρήση κατ’ αυτών τας ασεβείας των, το σκεύος τούτο να συντρίψη προ των οφθαλμών πάντων και να είπη ταύτα: Όπως, δηλαδή, το σκεύος συντρίβεται, ούτω και ο λαός ούτος, η πόλις Ιερουσαλήμ και οι οίκοι των βασιλέων θέλουσιν αφανισθή και κατασυντριβή. Άλλοτε πάλιν, άλλην συμβολικήν προφητείαν δι’ αυτού ο Θεός εξαπέστειλε. Κάποτε δε επί βιβλίου γράψας την πανωλεθρίαν της πόλεως και απάσας τας συμφοράς, όσας έμελλε να υποστή το έθνος εκείνο, εκ στόματος δε Θεού γράψας απέστειλε δια του Βαρούχ προς τον βασιλέα Ιωακείμ, ανακαλών τούτον εις επιστροφήν και μετάνοιαν. Τού δε βασιλέως Ιωακείμ ρίψαντος τούτο εις το πυρ, άλλο διετάχθη να γράψη, την ιδίαν απειλήν περιέχον και έτι μεγαλυτέραν. Άλλοτε πάλιν τους παίδας Ιωναδάβ υιού Ρηχά, αφού επότιζε δι’ οίνου, διεφώτιζεν. Επειδή δε εκείνοι, τερπόμενοι εν τω οίνω, δεν έστεργον να εγκαταλείψουν την πατρικήν παράδοσιν, δικαίαν αφορμήν εκ τούτου έλαβεν, ίνα ελέγξη τον λαόν, διότι ούτοι, την μεν πατρικήν εντολήν, και ταύτην ίσως ουχί αναγκαίαν, διεφύλαττον, ηθέτουν δε την Δεσποτικήν και σωτήριον βουλήν, συνεχώς ταύτην περιφρονούντες. Πάλιν δε τα εις τους Ελαμίτας μέλλοντα να συμβώσι προείπεν. Ως επίσης και τα κατά της Βαβυλώνος απειλούμενα ανήγγειλεν. Αλλά και τα κατά τους αλλοφύλους, τα κατά της Ιδουμαίας, τα κατά τους υιούς Αμμών, τα της Κηδάρ, τα της Δαμασκού, τα της Μωάβ και γενικώς όσα συνέβησαν κατά πάντων των εθνών, άπαντα προείπε. Προς τούτοις δε και τα κατά Ισραήλ και Ιούδα. Δια τούτο δε και συλληφθείς ο μακαριώτατος, υπό των απίστων, επί πολλάς ημέρας κατεκρατείτο φρουρούμενος εις την αυλήν της φυλακής του οίκου του βασιλέως Σεδεκίου. Αλλά και οι Χαλδαίοι, κατά την πρόρρησιν Ιερεμίου, περιεχαράκωσαν την Ιερουσαλήμ. Παρέμενε δε η πόλις εις τον τρόμον και τον αποκλεισμόν, φρικτώς κατατυραννουμένη υπό του λιμού. Οι δε οπαδοί των έργων της κακίας και της ασεβείας δεν μετεστρέφοντο. Τόσον δε ηρνήθησαν να ευσπλαγχνισθούν τον δίκαιον και τόσον ησέβησαν κατ’ αυτού, ώστε και εκ της φυλακής παραλαβόντες αυτόν, τον κατεκρήμνισαν εντός λάκκου πλήρους βορβόρου. Ούτως η κακία αυτών, εξερεθισθείσα, ως δηλητηριώδης έχιδνα εξήμεσεν ιόν θανατηφόρον. Και δεν έπαυσε να δεικνύη εις τούτους ότι κατατρίβονται εις έργα αδικίας και ότι είναι ανάγκη να υποταχθώσιν εις τον Θεόν της Δικαιοσύνης, προτού εξαγγείλη την απειληθείσαν ερήμωσιν. Ούτος λοιπόν ο θείος Ιερεμίας, κατά το ρήμα του Θεού διακονών, άπαντα τα προς την αλήθειαν εξήγγειλεν, ως Προφήτης της αληθείας. Και πάντας προέτρεπε προς την αλήθειαν και εμαρτύρει, πρώτον μεν να απέχωσιν από τας ασεβείς θυσίας, εις μόνον δε τον νόμον του Θεού και τας παραδοθείσας εντολάς α υποτάσσωνται. Επειδή δε δεν ήθελον να προσέξουν εις αυτά και απορρίψαντες απ’ αυτών πάντα χαλινόν, εξετράπησαν ομαδικώς προς πάσαν παρανομίαν, επέσυρον κατ’ αυτών την απειλήν του Θεού, εκφρασθείσαν δια του Αγίου τούτου Προφήτου, επολιόρκησαν δε τούτους οι εχθροί και σφοδρώς περιέσφιγγον αυτούς τα δεινά. Τότε συνεβούλευσε τούτους ο μακάριος Προφήτης δια ρήματος Θεού να αυτομολήσουν προς τους Χαλδαίους και να διασώσουν ούτω εαυτούς και την πόλιν, αλλ’ αυτοί αναισθητούντες και ακαταλογίστως εξυβρίσαντες την θείαν βουλήν επέσυρον επ’ αυτών την πραγματοποίησιν της απειλής. Και διαρρήγνυται μεν κατά μέρος το τείχος, απομονούται δε η πόλις, ώστε άλλοι μεν να σωθώσι δια της φυγής μετά του Σεδεκίου, άλλοι δε να συλληφθώσιν εντός αυτής. Αλλ’ ούτε ο Σεδεκίας κατώρθωσε να σωθή δια της φυγής. Διότι τον συνέλαβον και εξώρυξαν τους οφθαλμούς του, ως η πρόρρησις εξήγγειλεν. Άπαντες δε οι απειθούντες έλαβον ποινήν αξίαν της απειθείας των. Ο δε δίκαιος Ιερεμίας, προ των εχθρών διασωθείς και των δεσμών απολυτρωθείς, αφέθη ελεύθερος να ζήση όπου θέλει. Αφού δε οι βάρβαροι περιεποιήθησαν αυτόν δια λαμπρών τιμών και δώρων, τον απηλευθέρωσαν. Ούτω και εν τη δυστυχία εγνώριζε να τιμά την αρετήν και ούτω γνωρίζει ο Κύριος να απολυτρώνη τους ευσεβείς εκ του πειρασμού, κατά το ρητόν. Τους δε αδίκους να κρατή εν τιμωρία δια την ημέραν της Κρίσεως (Β΄ Πέτρου β:9). Τι δε έπραξε τότε και πως εφέρθη ο άνθρωπος του Θεού; Μήπως επροτίμησε την απώλειαν αυτού εις τας ηδονάς των αισθήσεων; Ή μετ’ αδιαφορίας ηνέχθη το συμβάν; Ή μήπως κατετρίβετο, υπολογίζων ολιγώτερον εκείνων οίτινες υπέστησαν ταύτην την τιμωρίαν; Ουδόλως. Αλλ’ όσον πάντων των ομογενών του υπερείχε κατά την προς τον πλησίον αγάπην και εις πάσας τας αρετάς, τόσον βαθύτερον και συμπαθέστερον αισθανθείς την πανωλεθρίαν εθρήνει την ασέβειαν και την διαφθοράν αυτών. Ακόμη δε εθρήνει την αιχμαλωσίαν και την ατιμοτάτην εν Βαβυλώνι μεταγωγήν. Και όχι μόνον τότε, όταν το πάθημα ήτο πρόσφατον και ακόμη εσπάραττεν ή υπέφερεν εκ της πείνης περιέθαλπε τας αισθήσεις της καρδίας και, μετά ταύτα, παρέδωσεν εις λήθην την συμφοράν. Ουδέ μέχρι της διαρκείας της ζωής του ζητεί ύδωρ δια την κεφαλήν του και πηγήν δακρύων δια τους οφθαλμούς του και θρηνεί, δυστυχούντα, τον Ισραήλ, μετά δε του τέλους του συγκαταπαύει και τον θρήνον. Αλλά περιγράψας τον θρήνον και τα παθήματα του Ισραήλ εις πολύστιχον βιβλίον και ως εις λιθίνην ή αδαμαντίνην στήλην μετά φιλοπονίας χαράξας την θλιβεράν εκείνην εικόνα, δεν επέτρεψεν εις τον χρόνον να παραβλάψη ταύτην και να εξαφανισθή αύτη εις τους βυθούς της λήθης. Και το΄το ήτο απόδειξις της άνωθεν ροπής και τούτου του Αγίου Πνεύματος επιταγή. Αφ’ ενός μεν να μνημονεύση το φιλάδελφον και συμπαθές τούτου, αφ’ ετέρου δε την δικαίαν κατά των αδίκων ποινήν, εξυμνών την απρόσκλητον κρίσιν. Διότι αυτός μεν, ως φιλόστοργος Πατήρ, υπέρ των απαχθέντων και υπέρ των εγκαταλειφθέντων πονών κατά τα σπλάγχνα και συμμεριζόμενος την τούτων συμφοράν, προς όλους, όσον ηδύνατο ωφέλιμον και σωτήριον εαυτόν παρείχε. Προς τους μεν γράφων επιστολάς, νουθετών και παρακαλών να μη λησμονήσωσιν ουδέποτε τον Θεόν των Πατέρων, ουδέ παραμελούντες τα πάτρια έθιμα και τους νόμους και λησμονούντες τον μόνον ζώντα Θεόν να υποπέσωσιν εις τους δαίμονας και θεούς των Χαλδαίων, αλλά δια πολλών συλλογισμών έπειθε τούτους, ότι δεν είναι οι θεοί των Χαλδαίων θεοί, ουδέ αξίως καλούσι τούτους ούτω και λατρεύουσι, λόγω της αψύχου και ακινήτου ύλης εις την οποίαν υποτάσσονται και εκ του ότι ουδεμία εις ημάς προσφέρεται παρ’ αυτών ευεργεσία, αναλύων ούτω και την τούτων ματαιότητα και παρακινών τούτους απεκάλυψεν, ειπών ότι περί τα εβδομήκοντα έτη θέλει διαρκέσει, αλλά και την μετά ταύτα επάνοδον αυτών προεξήγγειλε, την οποίαν, μετά των άλλων, ο χρόνος επηλήθευσε. Προς εκείνους λοιπόν τοιαύτα διεμήνυεν. Εις τους εγκαταλειφθέντας δε και παραμένοντας εις Ιουδαίαν, ως και εις τον βασιλέα των Βαβυλωνίων, δια φωνής Κυρίου προέτρεπε να κατέλθουν εις Αίγυπτον, επειδή δεν ηδύνατο να πείση τους ασεβείς, δια της βίας δε, αλλ’ όμως κατήλθε μετ’ αυτών και αυτός εις Αίγυπτον, ένεκα της στοργής αυτού προς τους ομοφύλους, μάλλον δε ελκόμενος υπό του Αγίου Πνεύματος του οδηγούντος αυτόν, όπου δε ωμίλει πλείστα επροφήτευε ως δια στόματος Θεού. Πλείστα δε θαυμαστά σημεία απεκάλυψεν, όχι μόνον εις τον λαόν του Ισραήλ, αλλά και εις του Αιγυπτίους και δια προσευχής απεμάκρυνε την υπό των κροκοδείλων προκαλουμένην καταστροφήν. Μάλιστα δε και εις τους ιερείς των Αιγυπτίων έδειξε σημείον και τον χρόνον ώρισε, καθ’ ον θα κατέπιπτον οι θεοί των, ότε ήθελον ιδεί Παρθένον γαλουχούσαν θεοειδές Βρέφος. Ότε δε, αφού ήλθεν ήδη εις βαθύτατον γήρας και αφού κάλλιστα και θεοφιλέστατα ετέλεσεν ο μακαριώτατος την διακονίαν αυτού, έπρεπε να απέλθη προς τον Θεόν, εδίδασκεν, ενουθέτει και καθωδήγει πάντα άνθρωπον εις την ευθείαν οδόν. Πάντας δε παρεκάλει να προσκυνούν τον όντως όντα και ζώντα Θεόν και των ειδώλων την πλάνην απεμάκρυνε και από την προς ταύτα μανίαν, ήτοι δεισιδαιμονίαν, τον ανθρώπινον λογισμόν ανεχαίτιζεν όσον ήτο εις αυτόν δυνατόν. Αλλ’ αίφνης μιαροί τινές και κάκιστοι άνθρωποι, εξεγερθέντες εις Τάφνας δια λίθων κατέχωσαν αυτόν και ούτω ανέπεμψαν αυτόν δώρον δεκτόν προς τον Θεόν. Ούτος ο τρόπος της του Προφήτου Ιερεμίου τελειώσεως. Και τούτο το πολύτιμον έπαθλον απέλαβεν, αντί των μακρών αυτού κόπων, των ποικίλων οραματισμών και των προρρήσεων αυτού. Το να αποθάνη δηλαδή υπέρ της ευσεβείας, με την ελπίδα της αιωνίου ζωής και της εν Χριστώ Ιησού αναστάσεως. Αλλ’ ω συμπαθέστατε και πάντων των Προφητών αγαθώτατε, ο αληθώς αγαπήσας τον Θεόν και τον πλησίον, ως Εκείνος παρήγγειλεν, ουχί δε δια μόνου του λόγου και της γλώσσης, αλλά δι’ έργου και αληθείας την αγάπην σου αποδείξας, ο υπέρ του Θεού κατελεγχόμενος και τους ομοφύλους ως εχθρούς αποστρεφόμενος, υπέρ τούτων δε πάλιν τον Θεόν εκτενώς εξευμενίζων και επί τοσούτον αφοσιούμενος εις τας ικεσίας, παρακαλών τον Δίκαιον να αποστρέψη τον θυμόν Αυτού, ώστε πολλάκις να σου παραγγείλη να μη προσεύχεσαι υπέρ αυτών, διότι παρανομούσι, πέραν της συγγνώμης και της φιλανθρωπίας. Ω φίλε Κυρίου πιστότατε και Πάτερ του Ισραήλ φιλοτεκνότατε και χρηστότατε, ο πάντοτε θυσιάζων την ψυχήν σου υπέρ του φίλου και πάντοτε τους καρπούς της σωτηρίας επιθυμών, ο συγγνώμην δίδων εις τους εξυβρίζοντάς σε και ανεχόμενος τους κακολογούντας σε, τους δυστυχούντας συμπαθών, πάντοτε δε δεόμενος και τον φόβον του Θεού πάντοτε υπενθυμίζων, ούτω δε νομίμως αθλών υπό της δεξιάς του Θεού στεφανούμενος, δέχθητι την πτωχήν ταύτην προσλαλιάν και, ως συμπαθής, παρακλητικήν προσευχήν τω Θεώ προσάγαγε, όπως, ελευθερούμενοι από πάσης κακίας του αιώνος τούτου, μετά χαράς προσεγγίσωμεν την του Θεού χρηστότητα, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου