ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΝΙΠΤΗΡΑ

«Είτα βάλλει ύδωρ εις τον Νιπτήρα, και ήρξατο νίπτειν τους πόδας των μαθητών, και εκμάσσειν τω λεντίω, ω ην διεζωσμένος» (Ιωάν. ιγ: 5)                                                                                                                                                                   

«Εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού» (Ιωάν. γ: 5). Βλέπω την αρχήν των θαυμάτων του Δεσπότου σου και γίνεται από τούτο· «Εις των στρατιωτών λόγχη αυτού την πλευράν ένυξε, και ευθέως εξήλθεν αίμα και ύδωρ» (Ιωάν. ιθ: 34). Αν ατενίσω εις τον ουρανόν, βλέπω επ’ αυτού το ύδωρ, αν εισέλθω δια της διανοίας εις τον Παράδεισον, τον βλέπω να ποτίζη όλην την γην με τέσσαρας μεγάλους ποταμούς. Αίτια όλα ταύτα, δια να καυχάσαι συ, ω άνθρωπε, ότι ηξιώθης να έχης εις την εκδούλευσίν σου τοιούτον θαυμαστόν στοιχείον. Αλλ’ ας παύσωσιν όλα τα άλλα εγκώμια απέναντι εις τούτο το τέρας, το παράδοξον και απόρρητον έργον, το οποίον ο υπερύμνητός μας Ιησούς ηθέλησε να τελέση με το ύδωρ. Παύουν έως εδώ όλα τα άλλα προτερήματα του ύδατος, αλλά και αυτός ο νους σκοτίζεται και η γλώσσα πιάνεται, εις το να φανερώση το ακατανόητον τούτο έργον, το οποίον ο Βασιλεύς των αιώνων ηθέλησε να τελειώση με το ύδωρ.

Και λοιπόν ευχαριστήσου να μάθης, ότι με τούτο το ύδωρ γράφεται επάνω εις τους πόδας των Μαθητών η άπειρος αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπον και η θηριώδης αχαριστία αυτού προς τον Θεόν, και πρόσεχε δια να βεβαιωθής τούτο. Φωνάζει ο υψιπέτης Ιωάννης, να στρέψωμεν τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν, δια να ίδωμεν σημείον μέγα, όπου εφάνη· «Και σημείον μέγα ώφθη εν τω ουρανώ» (Αποκ. ιβ:1). Αλλ’ ας ίδωμεν τι να είναι άραγε αυτό το μέγα σημείον· «Γυνή περιβεβλημένη τον ήλιον, και η σελήνη υποκάτω των ποδών αυτής». Τούτο, ναι, σημείον! Τούτο τέρας! Τούτο παράδοξον θέαμα! Πως εφάνη δεδοξασμένη τόσον πολλά γυνή, να φέρη πέριξ αυτής αντί δια φορέματα τον ήλιον, υποκάτω δε των ποδών αυτής την σελήνην; Και όμως ας φωνάξωμεν ημείς σήμερον, ας προσκαλέσωμεν, όχι μόνον τον ουρανόν, αλλά και την γην, όχι Αγγέλους, αλλά και ανθρώπους, όχι μόνον σοφούς, αλλά και ασόφους, όχι πιστούς, αλλά και απίστους, πάντας ομού ας καλέσωμεν να ίδωσι τούτο το μέγα σημείον, το οποίον ώφθη εις την γην. Διότι τούτο είναι σημείον πολλά μεγαλύτερον από εκείνο, το οποίον είδεν ο ηγαπημένος Ιωάννης. Εκεί η σελήνη υποκάτω των ποδών μιάς γυναικός, αλλ’ εδώ ο νοητός Ήλιος της δικαιοσύνης Θεός, πίπτει υποκάτω από τους πόδας ενός δούλου, ενός αποστάτου, ενός αχαρίστου, ενός προδότου. Εις τους πόδας τοιούτου δούλου γονατίζει, κύπτει ο βασιλεύς των αιώνων Θεός, κρατεί εις τας χείρας την λεκάνην με το ύδωρ, διεζωσμένος με το λέντιον, πρόθυμος και να πλύνη και να φιλήση εκείνους τους ακαθάρτους πόδας, όπου ετοιμάζονται δια να τον προδώσωσι. Τούτο δεν είναι σημείον ανήκουστον; Τούτο δεν είναι θέαμα, όπου ποτέ δεν εφάνη, ούτε ηκούσθη ποτέ εν τη γη; Τούτο δεν είναι σημείον μιάς ασυγκρίτου αγάπης; Κάλλιστα είπε τούτο εις από τους παλαιούς θεολόγους· «Ω πολυΰμνητε Ιησού, ω Μονογενές Υιέ του προανάρχου Πατρός, που σε έφερε; Που σε κατήντησεν; Εις ποίον βάθος ταπεινότητος σε κατεβίβασεν η θερμή και άσβεστος αγάπη των ανθρώπων; ΄Οπου και φύσει Θεός και φύσει μονάρχης του παντός και κατά φύσιν Δεσπότης ων, και σχήματι και έργω τα των δούλων πληροίς»! Ω σημείον αγάπης! Ω και τι χαρακτήρες αληθινοί του θείου έρωτος φαίνονται σήμερον μέσα εις τούτον τον ιερόν Νιπτήρα! Ήλθεν εις κάποιαν ανάγκην ο βασιλεύς Ιωσαφάτ και δια τούτο εζήτει να εύρη Προφήτην τινά, ή δια να παρηγορήση την ανάγκην του, ή δια να ιατρεύση την λύπην του. Έρχεται εις δούλος του και του λέγει· «Ώδε (έστιν) Ελισσαιέ, υιός Σαφάτ, ος επέχεεν ύδωρ επί χείρας Ηλιού» (Δ΄ Βασ. γ: 11)· Στέκεται εδώ ο Θεοδώρητος με μεγάλην απορίαν και λέγει· «Ανίσως και ήτο εις τον Ελισσαιέ τόση δόξα μεγάλη, τόσον όνομα, τόση τιμή, το ότι ηξιώθη να χύση νερόν εις τας χείρας του Ηλιού να νίπτεται, ακολουθεί, ότι είχον εις μεγάλην υπόληψιν αγιότητος τον Ηλίαν και δια τούτο ετίμων και είχον δι’ Αγίους ακόμη και εκείνους, όπου έχυναν ύδωρ εις τας χείρας του Ηλιού. Επειδή δε τούτο είναι αληθές, πόση δόξα, πόση τιμή, πόσον καύχημα νομίζεις να εδόθη εις τους Αποστόλους και, δια μέσου εκείνων, εις όλον τον ευσεβή λαόν, επειδή ηξιώθη να χύση ύδωρ όχι εις τας χείρας αυτού, αλλά να πλύνη, να σφογγίση και να φιλήση τους πόδας του, όχι Προφήτης, όχι κανείς Ελισσαίος υιός Σαφάτ, αλλ’ ο Μονογενής Υιός του προανάρχου Πατρός, ο χαρακτήρ της υποστάσεως του Πατρός; Τούτο το προτέρημα, αύτη η ευεργεσία, τούτο το σημείον της αγάπης έχει καμμίαν σύγκρισιν; Ευρίσκεις καμμίαν ομοιότητα με τούτο επάνω εις το πρόσωπον της γης; Ο Ελισσαίος ονομαστός, ένδοξος και έντιμος, επειδή έχυνε νερόν εις τας χείρας του Ηλιού· πόσω μάλλον ο Ηλίας, πόσον περισσότερον οι Αποστολικοί πόδες, και γενικώς όλος ο ευσεβής λαός; Ναι! Σημείον τούτο ακροτάτης αγάπης του παναγάθου Θεού και μάλιστα όταν στοχασθής πόσα άλλα είναι κεκρυμμένα μέσα εις τούτο το νίψιμον, το οποίον κάμνει σήμερον η ενυπόστατος Σοφία του Πατρός. Ήσουν, ναι, συ, ω άνθρωπε, εχθρευμένος με τον Θεόν, διωγμένος ως αποστάτης, μισητός ως αχάριστος δούλος και αντί να πέμψης συ πρέσβεις, να βάλης μεσίτας δια να ειρηνεύσης, να αγαπηθής με τον ιδικόν σου Βασιλέα, καθόσον από την παντοδυναμίαν εκείνου κρέμαται όλον το είναι σου, από την σοφίαν και πρόνοιαν αυτού όλη η ύπαρξίς σου, από τα πλούτη εκείνου όλη η ιδική σου τιμή, πέμπει Εκείνος, ο ανενδεής Θεός, πρέσβεις και μεσίτας, δια να ειρηνεύση με σε, τον δούλον. Τούτο και μόνον έφθανε να σου δώση αφορμήν να γνωρίσης το άπειρον πέλαγος της αγάπης του Θεού, το οποίον έχει προς σε· πλην αυτός δια περισσοτέραν πληροφορίαν σου, δια να γνωρίσης πόσον τιμά την ιδικήν σου αγάπην, πόσον ορέγεται την πρώτην σου δόξαν, κύπτει, κλίνει, φιλεί σήμερον τους πόδας εκείνων, οι οποίοι μέλλουν να εξέλθωσι, δια να ζητήσωσι σε, το απολωλός πρόβατον, πλύνει τους πόδας εκείνων, όπου μελλουν να κοπιάσωσι, δια να προσκαλέσωσι σε να έλθης εις την αγάπην του ουρανίου Πατρός, και με το στόμα του μεγαλοφωνοτάτου Ησαΐου σου προεκήρυξεν αυτό, λέγων· «Ως ωραίοι οι πόδες των ευαγγελιζομένων ειρήνην» (Ρωμ. ι: 15, Ησ. νβ: 7). Τούτο δεν είναι σημείον της ακροτάτης αγάπης του Θεού εις ημάς; Ακόμη μάθε αυτό καλλίτερον· γνωρίζεις, ότι αφού συ έφυγες από την βασιλικήν αυλήν, έπεσες εις μύρια άτοπα. Εμόλυνες τους πόδας, δηλαδή την ζωήν σου, με πολλήν και διάφορον λάσπην της αμαρτίας, ότι έγινες όλος διόλου ένα απόρριμια, ένα σίκχαμα, ως εκ τούτου δεν ήσουν άξιος δια να ανέβης εις εκείνην την λαμπροτάτην αυλήν της πρώτης σου αξίας. Δια να μάθης δε, ότι «ουκ Άγγελος, ουκ άνθρωπος, αλλ’ αυτός ο Κύριος έσωσεν ημάς», πλύνει σήμερον τους πόδας εκείνους, όπου πατούσι την γην, τους καταβυθισμένους μέσα εις την λάσπην των αμαρτιών, δια να έχης παρρησίαν. Τούτο δεν είναι χαρακτήρ μιας ακροτάτης αγάπης; Άκουσε όμως τούτο έτι σαφέστερον. Δεν γνωρίζεις, ότι δια μέσου της κακής εκείνης συμβουλής του όφεως εχύθη το δηλητήριον της αμαρτίας εις όλον το ανθρώπινον γένος και ως εκ τούτου έλαβεν ο εχθρός σου το δικαίωμα να σε πτερνίζη δια δόλου και να σε οδηγή εις τα ιδικά του θελήματα με διαφόρους τρόπους τόσον, ώστε πολλάκις να θέλης και να μη δύνασαι να περιπατής εις την οδόν της αρετής; Επιθυμούσα λοιπόν η άπειρος αγάπη του Θεού να σε ελευθερώση από εκείνο το δέσιμον, να σου εκβάλη εκείνην την αδυναμίαν, να σου πλύνη εκείνο το δηλητήριον του ψυχοφθόρου όφεως, πλύνει σήμερον τους πόδας των Μαθητών· σημεία ταύτα της ακροτάτης αγάπης του Θεού εις ημάς. Το έργον τούτο του Κυρίου στοχαζόμενος ο ιερός Αυγουστίνος, και αποθαυμάζων αφ’ ενός μεν το χρυσούν αποτέλεσμα του ιερού Νιπτήρος, αφ’ ετέρου δε θεωρών το βασιλικόν αξίωμα του Χριστού, το ύψος της Θεότητος και ως να εδειλίαζεν ο νους του, πως να δεχθή, πως να συγχωρήση το γεγονός, ότι τοιούτον βασιλικόν αξίωμα ήλθεν εις τόσην ταπείνωσιν, παλαίων επί ώραν πολλήν με τον νουν του και ως βεβυθισμένος μέσα εις τοιαύτας θεωρίας, τέλος εκβάλλει φωνήν εκπλήξεως λέγων· «Τι καινόν, τι νεοφανές πράγμα φαίνεται εις σε, ω ψυχή του Αυγουστίνου, ανίσως και βάλλει ύδωρ εις τον Νιπτήρα σήμερον εκείνος, όστις ετοιμάζεται αύριον να χύση και το Αίμα Του επάνω εις την γην; Τι παράδοξον να πλύνη με ύδωρ σήμερον την ακαθαρσίαν των αμαρτωλών, δι’ εξαγοράν των οποίων μέλλει να δώση την ιδίαν Του ζωήν; Τι ξένον, ανίσως και εκμάσσει δια του λεντίου, με το οποίον ήτο διεζωσμένος, εκείνος όστις με την ιδίαν Του Σάρκα εστερέωσε τα ίχνη των Ευαγγελιστών; Δεν είναι παράδοξον, όχι, δεν είναι. Ανίσως και αποθέτει τα ιμάτια αυτού εκείνος, τον οποίον η αγάπη η ιδική μας εξέδυσε. Ας γυμνωθή λοιπόν, ίνα δια της ιδίας του ευσπλαγχνίας ημάς ενδύση· ας ζωσθή με το λέντιον, ίνα ημάς δι’ αυτού την αθανασίαν ζώση· ας νίψη όχι μόνον τους πόδας, αλλά και την κεφαλήν, δια να ελευθερώση τους φίλους του όχι μόνον από τα σωματικά πάθη, αλλά και από τας πονηράς φαντασίας του νοός. Πλύνε, ναι, νίψε, γλυκύτατέ μου Ιησού, όλην Σου την Εκκλησίαν, δια να γνωρίση την θερμήν Σου αγάπην, δια να καταλάβη και απ’ αυτό το νίψιμον, καθώς και από άλλα πολλά, το άπειρον πέλαγος του ελέους Σου. Νίψε, καθάρισε, νοητέ Νυμφίε των ψυχών, και ταύτην την ιδικήν Σου αισθητήν νύμφην, την ψυχήν μου, δια να δύναται να λέγη μαζί με την νοητήν νύμφην, την Εκκλησίαν Σου, εις όσας φοράς ήθελε βαλθή ο πονηρός όφις να την παρακινή εις τα πρώτα και συνηθισμένα της πάθη· «Εξεδυσάμην τον χιτώνα μου, πως ενδύσομαι αυτόν»; (Άσμ. ε: 3). Με ενέδυσεν ο νοητός Νυμφίος μου βασιλεύς, μέσα εις τον Νιπτήρα Του, το καθαρόν ένδυμα της αθωότητος και πως πάλιν να ενδυθώ εκείνο το πικρόν της παρακοής και καταδίκης; Ένιψε τους πόδας μου, πως να μολύνω και πάλιν αυτούς; Έπλυνεν ο νοητός μου Νυμφίος τον μολυσμόν της πρώτης αισχύνης μου και πως πάλιν να πέσω εις τον ίδιον εμετόν; Ω λόγια άξια να τα έχη πάσα ψυχή, πάσα νύμφη του ουρανίου Βασιλέως πάντοτε εις την ψυχήν και εις το στόμα, δια να αποδιώκη, δια να κατατροπώνη τας προσβολάς του εχθρού της δαίμονος! Ω χρυσά αποτελέσματα του ιερού Νιπτήρος, δια να δώσωσιν αφορμήν εις ένα έκαστον να εννοήση την ακατανόητον αγάπην του ουρανίου Βασιλέως Θεού, δια την οποίαν επεθύμουν να εύρισκα παράδειγμα τι να την ομοιώσω και δεν ευρίσκω παντάπασι. Διότι αι αγάπαι των ανθρώπων, όσαι εστάθησαν από κτίσεως κόσμου μέχρι του νυν, ανίσως καθ’ υπόθεσιν και ενωθώσιν όλαι εις μίαν, αντιπαραβαλλόμεναι προς τον θείον έρωτα, έχουσι τόσην ομοίωσιν, όσην έχει η σκιά του πράγματος με αυτό το πράγμα. Τόσον διαφορετική, τόσον ασύγκριτος, τόσον μεγάλη, τόσον άπειρος είναι η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπον, ώστε να φαίνηται σκιά και μηδέν η αγάπη της μητρός προς τους παίδας, και αυτών προς την μητέρα. Σιωπώ τας άλλας φιλικάς διαθέσεις, αίτινες είναι ομολογουμένως εμπορικαί· ένα μόνον παράδειγμα ευρίσκω, τον ήλιον, όστις δύναται να δώση κάποιαν ομοίωσιν με τας πολλάς και αδιακόπους ευεργεσίας, τας οποίας δίδει εις τα κτίσματα· πλην και αυτόν δεν δύναμαι να τον συγκρίνω με τοιούτον αχανές πέλαγος της αγάπης του Θεού, δεδομένου ότι και αυτός ακόμη, τι άλλο είναι, παρά μία ακτίς  της θείας εκείνης αγάπης; Όστις δεν καταπείθεται εις τόσα και τόσα φανερά αποτελέσματα του θείου έρωτος, ας στρέψη όπου θέλει τους οφθαλμούς, είτε εις τον ουρανόν, είτε εις την γην, πάντοθεν ζωντανά ευρίσκει τα αποτελέσματα της θείας αγάπης. Απ’ εκεί βλέπει τόσους φωτισμούς, τόσας απορροίας, τόσας δυνάμεις, όπου κηρύττουσι το μεγαλείον της θείας αγάπης· απ’ εδώ τόσα φυτά, τόσα μέταλλα, τόσα βότανα, τόσα ζώα, τόση καρποφορία, όλα όσα συμβάλλουσιν εις υγείαν, εις τροφήν, εις ευζωΐαν, εις υπηρεσίαν, εις ανάπαυσιν τούτου του αχαρίστου ανθρώπου. Και όμως από το άλλο μέρος, αν στοχασθής, δεν ευρίσκεις άλλο κτίσμα τόσον αχάριστον, τόσον ανυπότακτον εις τον Θεόν και πλάστην, ως τον άνθρωπον, καθώς τον μαρτυρεί η πρώτη αχαριστία, η πρώτη ανυποταξία του Πρωτοπλάστου Αδάμ. Και μετά ταύτα παρανομίαι, ασέβειαι και αι καθημεριναί του ανθρώπου αμαρτίαι, κήρυκες όλα ταύτα της σκληρογνωμοσύνης και αχαριστίας του ανθρώπου προς τον Θεόν. Επάνω δε όλων, η σημερινή σκληρότης του απανθρώπου Ιούδα, ο οποίος, δια να αφήσω τας άλλας ευεργεσίας, όσας εδοκίμασεν η θηριώδης εκείνου ψυχή από την αγάπην του θείου αυτού Διδασκάλου, και με όλον ότι τόσον αυθαδώς προεκαθέσθη σήμερον και πρώτος από όλους ενίφθη τους πόδας από τας βασιλικάς εκείνας και παντοδυνάμους χείρας, πλην ουδεμίαν μεταβολήν εις το καλόν δεν έκαμεν η θηριώδης εκείνη και απάνθρωπος ψυχή, αλλά έπραξε παρόμοια με την συκήν, δια την οποίαν γράφει ο Θεόφραστος, ότι μόνη αυτή, έξω από την ιδιότητα των άλλων φυτών, ποτιζομένη γεννά τους καρπούς αχρείους εκεί όπου τα άλλα φυτά, όταν ποτίζωνται, περισσότερον και ταχύτερον καρποφορούσι. Η δε συκή όλον το εναντίον κάμνει. Τοιούτος εφάνη και ο Ιούδας, του οποίου τους πόδας ως ρίζαν συκής και επότισε και έπλυνεν ο πολυΰμνητός μας Ιησούς σήμερον. Αυτός, αντί να γεννήση καρπούς ευχαριστίας, γεννά τους ακανθηφόρους τοιούτους της προδοσίας. Ω κακία ανίατος· ω σκληρογνωμοσύνη ασύγκριτος. Γράφει ο θεόπτης Μωϋσής (Γεν. β: 10 – 14), ότι εξέρχονται από τον Παράδεισον τέσσαρες μεγάλοι ποταμοί, οι οποίοι μολονότι και ποτίζουσιν όλην την γην, πλην πρώτον ποτίζουσιν τον τόπον, τον καλούμενον Ασούρ, τον οποίον κατοικούσιν οι πλέον αχάριστοι και ανυπότακτοι εις τον Θεόν άνθρωποι· δια να γνωρίσης και εξ αυτού αφ’ ενός μεν την ασύγκριτον αγάπην του Θεού, όστις δια της ευεργεσίας φροντίζει να νικήση την κακίαν του ανθρώπου, αφ’ ετέρου δε να μάθης την σκληρογνωμοσύνην του ιδίου ανθρώπου, και παρ’ όλας τας ευεργεσίας γίνεται χειρότερος, καθώς το βλέπεις οφθαλμοφανώς σήμερον και από τον όντως νοητόν Παράδεισον, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, από του Οποίου τας χείρας εκπηγάζων ο ποταμός ούτος του Ιερού Νιπτήρος πλύνει, τιμά πρώτα τον προδότην  και θανάσιμον εχθρόν του Ιούδαν· και όμως τι προς τούτο; Όσον ο φιλάνθρωπος εκείνος Δεσπότης επιδιώκει να φανερώση με τα χαρίσματα το πέλαγος της αγάπης του, τόσον ο Ιούδας ούτος, με την μελέτην της προδοσίας, διακηρύττει την σκληρογνωμοσύνην της ανθρωπίνης φύσεως. Απαριθμεί δε ο Προφήτης Μωϋσής, με πολλήν συντομίαν τας πολλάς και μεγάλας ευεργεσίας του Αγίου Σαβαώθ, όσας έκαμεν εις το αχάριστον γένος του Ισραήλ· μετά δε ταύτα, ως να έβλεπεν έμπροσθέν του με τον προφητικόν του οφθαλμόν την σκληρογνωμοσύνην και απανθρωπίαν του ανθρωπίνου γένους, εκβάλλει φωνήν κατά του Ισραήλ, πολλά ονειδιστικήν, λέγων· «Έφαγεν Ιακώβ και ενεπλήσθη και απελάκτισεν ο ηγαπημένος, ελιπάνθη, επαχύνθη, επλατύνθη και εγκατέλιπε τον Θεόν, τον ποιήσαντα αυτόν» (Δευτ. λβ: 15). Ωσάν να λέγη· έχομεν συνήθειαν οι άνθρωποι να αλείφωμεν τα σκληρά και ούτω να γίνωνται απαλά και ευκολομεταχείριστα. Τούτον τον τρόπον μετεχειρίσθη και η άπειρος σοφία του Θεού, ήλειψε με πολλάς και διαφόρους ευεργεσίας τον Ισραήλ, όστις ήτο κατάξηρος τόσους και τόσους χρόνους υποκάτω από τον βαρύτατον ζυγόν της τυραννίδος του Φαραώ, πλην αντί να απαλυνθή, αντί να γίνη ευγνώμων και υπήκοος προς τον ευεργέτην και μεγαλόδωρον Θεόν, σκληρύνεται όχι μόνον περισσότερον, αλλά και παντάπασιν αποστατεί, φεύγει από την υποταγήν του ελευθερώσαντος Θεού. «Ελιπάνθη, επαχύνθη, επλατύνθη και εγκατέλιπε τον Θεόν, τον ποιήσαντα αυτόν» (Δευτ. λβ: 15). Ούτως η μοχθηρά φύσις, ευεργετουμένη, γίνεται. Τούτο φανερώνει και η σημερινή σκληρότης του Ιούδα, η οποία και ηλείφθη και επλύθη από τας Δεσποτικάς χείρας και το πλέον μεγαλύτερον και ανήκουστον, εφιλήθη από το Πανάγιον εκείνο στόμα του παντοδυνάμου Θεού. Ίσως και αν δεν ηδύνατο η σιδηρά αυτού καρδία να απαλυνθή από εκείνο το πλύσιμον, από εκείνο το νίψιμον, τουλάχιστον να απαλυνθή και να επιστρέψη καμπτομένη από την θερμότητα της απείρου αγάπης, η οποία έβγαινε μέσα από τα πανάγια εκείνα χείλη,τα οποία τον εφίλησαν. Και όμως καμμίαν μεταβολήν δεν είδε, παντάπασιν δεν απαλύνθη εκείνη η λιθίνη καρδία, αλλά μάλιστα εις το χείρον κατήντησεν. Υπάρχει άραγε τις όστις ακούων την τόσην αγάπην του Δεσπότου να μη την θαυμάση; Υπάρχει άραγε τις, όστις ακούων την τόσην σκληρογνωμοσύνην, την τόσην απανθρωπίαν του Ιούδα, να μην την μισήση; Να μη την βδελυχθή; Ή να θέλη να είναι μαθητής του, να είναι μιμητής της τοιαύτης ασεβείας, της τοιαύτης σκληρογνωμοσύνης εκείνου; Υπάρχει άραγε και από ημάς τις, όστις φαίνεται τόσον σκληρός, όστις να μη δύναται να απαλυνθή, ούτε να υποταχθή εις τους θείους νόμους; Ανίσως είναι και άλλος δεν το γνωρίζω, πλην είναι βέβαια μαθηταί της σκληρογνωμοσύνης του Ιούδα, ακόλουθοι τοιούτου προδότου, εκείνοι οι οποίοι ετοιμάζονται σήμερον να μεταλάβωσιν τον πραότατον εκείνον Δεσπότην, προτού γνωρίσωσιν αφ’ ενός μεν την ιδικήν των αναξιότητα, αφ’ ετέρου δε το ύψος και την τιμήν του Παναγίου εκείνου Σώματος και Αίματος, είναι μαθηταί αυτού του Ιούδα. Διότι καθώς εκείνος δεν εγνώρισε τίνα πωλεί, τίνος χείρες του ένιψαν τους πόδας, τοιουτοτρόπως και αυτοί, μη διακρίνοντες το Πανάγιον εκείνο Σώμα και Αίμα, το μεταλαμβάνουσι χωρίς κάθαρσιν από των αμαρτιών. Δεν εγνώρισεν ο Ιούδας, ότι Αυτός, όστις του νίπτει τους πόδας, είναι ο καθήμενος επί των Χερουβίμ· και δια τούτο ηθέλησε να τον προδώση με τόσην ολίγην τιμήν. Ούτε γνωρίζει ο μνησίκακος, ο αδιάλλακτος, ο υπερήφανος, ο αμετανόητος αυτός, ότι ο άρτος και ο οίνος είναι το τεθεωμένον και Πανάγιον Σώμα της ενυποστάτου Σοφίας του Πατρός, και δια τούτο το καταφρονεί και ή το μεταλαμβάνει αναξίως ή αφήνει τον καιρόν και περνά, δια να μη ζητήση συγχώρησιν, δια να μη κάμη διαλλαγήν, δια να μη φανή ότι ταπεινώνεται εις τον εχθρόν του. Ω ασέβεια, ω Ιουδαϊκή αχαριστία, κατά της οποίας ως άλλος τις κεραυνός επιπίπτει ο ιερός Χρυσόστομος, λέγων· «Ο καθήμενος επί των Χερουβίμ τους πόδας ένιψε του προδότου, συ δε, άνθρωπε, γη ων και σποδός και τέφρα, επαίρει σεαυτόν και μέγα φρονείς; Και πόσης ουκ αν είης άξιος γεέννης»; Δηλαδή ο καθήμενος επί των Χερουβίμ νίπτει τους πόδας του προδότου, δια να σύρη εις την αγάπην Του τον προδότην και συ, άνθρωπε, δεν καταδέχεσαι να ειρηνεύσης με τον εχθρόν σου, δια να αξιωθής να έλθη μέσα εις την καρδίαν σου ο καθήμενος επί των Χερουβίμ; Και πως δεν είσαι άξιος της μελλούσης γεέννης, εφ’ όσον προτιμάς την ιδικήν σου υπερηφάνειαν περισσότερον από την κοινωνίαν και την παρουσίαν και τον αγιασμόν τοιούτου Δεσπότου; Λοιπόν, ω ηγαπημένοι μου, δια να φύγωμεν την Ιουδαϊκήν αχαριστίαν, δια να φανώμεν ότι εγνωρίσαμεν σήμερον το άπειρον πέλαγος της αγάπης του Θεού, ας έλθωμεν εις ταύτην την μυστικήν τράπεζαν με την μετάνοιαν, με την κάθαρσιν, με τον αγιασμόν, με την πραότητα, την οποίαν μας διδάσκει σήμερον ο μυστηριώδης ούτος Νιπτήρ. Προ του Δείπνου έπλυνεν ο Δεσπότης τους πόδας των Μαθητών, δια να μάθης και συ να πλύνης με τα δάκρυα της μετανοίας την ψυχήν και τότε να μεταλαμβάνης του Μυστικού τούτου Δείπνου. Αυτό το ίδιον σε διδάσκει και ο παλαιός Νόμος, δια τούτο επρόσταζε τους ιερείς και τους λαϊκούς να πλύνωσι πρότερον τους πόδας και τότε να εισέρχωνται μέσα εις τον Ναόν. Τούτο υπαινίσσετο και ο Μωϋσής, όταν με γυμνούς πόδας ήλθεν εις την βάτον. Τούτο εσυμβόλιζον και οι ιερείς των Αιγυπτίων, όταν εθυσίαζον όχι με δερμάτινα υποδήματα, αλλ’ εκ παπύρου κατεσκευασμένα. Τούτο ηννόουν και οι παλαιοί Ρωμαίοι, όταν εγύμνωνον τους πόδας από δερμάτινα υποδήματα. Όλαι αυταί αι παλαιαί ιστορίαι σε αναγκάζουσι πρώτον να εκδυθής την νέκρωσιν της αμαρτίας και κατόπιν να εγγίζης εις το πυρ της Θεότητος, το οποίον μυστικώς λάμπει και αχωρίστως κατοικεί μέσα εις αυτήν την Ιεράν Κοινωνίαν. Ας έλθωμεν λοιπόν, αγαπητοί αδελφοί, όλοι ως Μαθηταί και όχι ως προδόται, ως φίλοι και όχι ως εχθροί, ως ευγνώμονες δούλοι και όχι ως αχάριστοι. Μαθηταί επί πλέον της ταπεινοφροσύνης, της καθαρότητος, της ανυποκρίτου αγάπης, της συμπαθητικής γνώμης του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και όχι ως μαθηταί της σκληρογνωμοσύνης, της υπερηφανίας, της αχαριστίας του προδότου Ιούδα, από του οποίου την καταδίκην, την μανίαν, την ασέβειαν, την σκληρότητα, ρύσαι ημάς Συ, ο φιλάνθρωπος Δεσπότης, και αξίωσον μεταλαβείν των Αχράντων Σου Μυστηρίων αξίως και ευγνωμόνως, εις αρραβώνα της μελλούσης ζωής· ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν τη αφάτω Σου ευσπλαγχνία και Χάριτι, ίνα δοξάζηται το Πανάγιόν Σου όνομα εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν. Τη αφάτω Σου ευσπλαγχνία, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου