Η αδιάλειπτη ιερατική Λειτουργία του ανθρώπινου νου -- του αειμνήστου Ιωάννου Κορναράκη Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών

Ο ανθρώπινος νους λειτουργεί αδιάλειπτα! Αυτό είναι ίσως το βασικότερο χαρακτηριστικό του. Μπορεί βέβαια, ορισμένες φορές, να μη λειτουργεί σωστά. Οι παραισθήσεις και οι ψευδαισθήσεις είναι στο … αίμα του! Είναι τα αναπόφευκτα κάτοπτρα της υπάρξεως που του θολώνουν το οπτικό πεδίο και τον παραπλανούν, όχι σπάνια, αθεράπευτα. Όμως λειτουργεί!

Αν σταματήσει ο νους να λειτουργεί, βρισκόμαστε σε περίπτωση ψυχικού θανάτου που πλέον παραδίδει το πρόβλημα αυτό (της μη λειτουργίας του νου) στη ψυχιατρική δεοντολογία. Σ’ αυτή την περίπτωση αντιμετωπίζουμε μια δυσάρεστη εξαίρεση.

Κατά κανόνα, λοιπόν, ο ανθρώπινος νους λειτουργεί αδιάλειπτα. Αυτό το γεγονός για τη χριστιανική αυτοσυνειδησία σημαίνει αδιάλειπτη νοητική ιερατική λειτουργία!

Πράγματι! Αν θέσουμε τη σκοπιμότητα της λειτουργίας του νου κάτω από το πρίσμα των προοπτικών της χριστιανικής ανθρωπολογίας, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα, Ότι ο νους είναι το εκφραστικότερο όργανο της εικόνας του Θεού στον άνθρωπο. Έχει λοιπόν η λειτουργία του θρησκευτική ποιότητα. Λειτουργεί για να πραγματοποιεί την υπαρξιακή συνέπεια του «κατ’ εικόνα», δηλ. το «καθ’ ομοίωσιν»! Γι’ αυτό, όπως είπαμε, στα περισσότερα νηπτικά πατερικά κείμενα, ο νους θεωρείται ως ο χώρος του «ναού του Θεού» ή το όργανο μιας αδιάλειπτης ιερατικής διακονίας.

Πριν όμως φθάσει κανείς στο νηπτικό πατερικό χώρο, για να δει εκεί πιο διαυγείς διαφάνειες της ιερατικής λειτουργίας του νου, ανακαλύπτει την αφετηρία του προβλήματος της θρησκευτικής ποιότητος του νου στον ευαγγελικό χώρο. Ο λόγος του απ. Παύλου είναι σαφής και διαφανής·

«Αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε τούτο γαρ θέλημα Θεού εν Χριστώ Ιησού εις ημάς… Αυτός δε ο Θεός της ειρήνης αγιάσαι υμάς ολοτελείς, και ολόκληρον υμών το πνεύμα και η ψυχή και το σώμα αμέμπτως εν τη παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χρίστου τηρηθείη» (Α΄ Θεσ. 5, 17-18, 23).

(«Αδιαλείπτως και συνεχώς να επικοινωνείτε με τον Θεό με την προσευχή και την ευλαβή διάθεση. Για κάθε τι να ευχαριστείτε το Θεό. Διότι τούτο είναι θέλημα του Θεού, που μας το δίδαξε ο Ιησούς Χριστός για να σας το κηρύξουμε. Είθε δε αυτός ο Θεός, από τον οποίον πηγάζει η πραγματική ειρήνη, να σας αγιάσει ολοκλήρους και ολόκληρος ο νους σας και η ψυχή και το σώμα σας είθε να διαφυλαχτούν άμεμπτα κατά την παρουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού»).

Το Παύλειο αυτό κείμενο είναι από τα πιο σημαντικά ευαγγελικά κείμενα που έχουν άμεση σχέση με την υπαρξιακή προβληματική της ανθρώπινης ζωής. Στη συνείδηση του αποστόλου η αδιάλειπτη προσευχή είναι η πιο άμεση υπαρξιακή λειτουργικότητα του χριστιανού ανθρώπου που διεργάζεται συνεχώς την καθολική «καλήν αλλοίωσίν» του, σύμφωνα με το «θέλημα του Θεού εν Χριστώ Ιησού». Όμως είναι αλήθεια ότι ο αποστολικός λόγος φαίνεται βαρύς και δύσκολος και τελικά ηχεί σαν μια ουτοπική παιδαγωγική προσταγή στο νου του λογοκρατούμενου χριστιανού.

«Αδιαλείπτως προσεύχεσθε»! Δεν συμφωνείτε (θα μας έλεγε ο χριστιανός αυτός) ότι πρόκειται για μια υπερβολή που (σαν τέτοια) είναι καταδικασμένη στην … ευγενή παραθεώρηση;

Τί θα ειπεί «αδιαλείπτως προσεύχεσθε»; Μια τέτοια προτροπή στον ανθρώπινο νου δεν είναι ανεδαφική, αφού ο νους αυτός έχει μια μόνο δυνατότητα λειτουργικής προοπτικής; Μ’ άλλα λόγια, μπορεί ο νους να είναι το κύριο και άμεσο όργανο της επαφής του ανθρώπου με την άμεση πραγματικότητα και συγχρόνως να προσεύχεται; Δεν ζητάμε με την παύλειο προτροπή δύο ποιοτικά αντίθετες λειτουργικές διακονίες του νου; Μια μ’ ένα προσανατολισμό υπερβατικό («στα ουράνια») και μια μ’ ένα ενθοκοσμικό («στα γήινα»);

Ο λογοκρατούμενος χριστιανός άνθρωπος φρονεί, όπως είναι φυσικό, ότι ο νους μια μόνο λειτουργική ποιότητα μπορεί να εκφράζει ή σ’ ένα από τους δύο (τόσο αντίθετους!) προσανατολισμούς να αποβλέπει. Ή θα «ενδημεί» στα ουράνια ή θα διαλέγεται με τα επίγεια. Πώς λοιπόν ο απόστολος δίνει μια τέτοια προτροπή που ολοφάνερα έχει μέσα της το δικαιολογητικό της αθετήσεώς της; Απλούστατα ο απόστολος δεν είναι … λογοκρατούμενος! Ο νους του δεν λειτουργεί σύμφωνα με τους φυσικούς κανόνες της εγκόσμιας λογικής. Ο απόστολος έχει «νουν Κυρίου» και επομένως η προοπτική της ανθρώπινης ζωής που έχει ενώπιον του είναι προοπτική όχι του «νυν αιώνος» άλλα ενός «άλλου αιώνος». Ο απόστολος ομιλεί τη γλώσσα της υπαρξιακής προοπτικής που θέλει τον άνθρωπο καθολικά δοσμένο στο Θεό. Η ευχή του «να σας αγιάσει ο Θεός ολοτελείς, και ολόκληρος ο νους σας και η ψυχή και το σώμα σας να διαφυλαχθούν άμεμπτα κατά την παρουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού», είναι ευχή καθολικής καλής αλλοιώσεως του ανθρώπου. Το αδιάλειπτο λειτουργικό στοιχείο της υπάρξεως ζευγαρώνεται εδώ υπαρξιακά με την καθολική ανακαίνιση σε «καινόν άνθρωπον», τον «κατά Θεόν κτισθέντα εν δικαιοσύνη και οσιότητι της αληθείας» (Εφ. 4, 24). Για τον απόστολο χωρίς την αδιάλειπτη ιερατική λειτουργία του νου δεν μπορούμε να έχουμε πνευματική ολοκληρία.

Ο απόστολος λοιπόν δεν παραλογίζεται! Δεν απαιτεί διάσπαση του νου σε δύο διαμετρικά αντίθετες λειτουργικές προοπτικές. Αντίθετα, ζητάει την εναρμόνιση της λειτουργίας του νου με τη ροή της υπάρξεως. Η δ δραστική δυναμική του νου να διεισδύσει στη ροή αυτή, να κυριαρχήσει στον άμεσο λειτουργικό της δυναμισμό και να τον υποτάξει στις υπαρξιακές απαιτήσεις του «καθ’ ομοίωσιν»! Αυτό ζητά ο απόστολος. Και ομολογουμένως ένα τέτοιο έργο του νου μόνο ως ιερατική λειτουργία μπορεί να νοηθεί.

Εφ’ όσον δηλ. η «ιερατική λειτουργία» είναι μια λειτουργία θυσίας και εφ’ όσον το βαθύτερο νοηματικό σπέρμα της λέξεως θυσία υπονοεί, στους θρησκευτικούς χώρους, μια μυστική διαδικασία αλλαγής, η ιερατική λειτουργία του νου είναι πραγμάτωση του ζευγαρώματος της αδιάλειπτης προσευχής με την καθημερινή και «ανά πάσαν στιγμήν» εκφραζόμενη ροή της υπάρξεως.

Εξ’ άλλου ας δοθεί, ακόμη, μια ιδιαίτερη έμφαση στην ιδέα ότι το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» δεν απευθύνεται πρωτίστως στους μοναχούς και τους ερημίτες. Κάθε άλλο! Ο απ. Παύλος παραδίδει την προτροπή αυτή στον άνθρωπο που ζει μέσα στον κόσμο. Σ’ εκείνο που αγωνίζεται για το καθημερινό του ψωμί. Σ’ αυτόν που μπλεγμένος «ταις του βίου πραγματείαις» αντιμετωπίζει άμεσα και ζωτικά προβλήματα της υπάρξεως. Ο απόστολος ξέρει…τί κάνει και τί λέει. Μένει πιστός και συνεπής στην προοπτική της «εν Χριστώ Ιησού» καλής αλλοιώσεως.

Αυτή η τελευταία ιδέα πρέπει να αποσυνδέσει το πνεύμα μας από τις σχετικές επιδράσεις που δέχεται τα τελευταία αυτά χρόνια από το χώρο της μοναχικής ζωής και πολιτείας. Η προβολή δηλ. της νήψεως, με όργανο την αδιάλειπτη προσευχή, από το χώρο αυτό, διευκολύνει ορισμένους χριστιανούς να δραπετεύουν εύκολα από το πεδίο της αποστολικής νοοτροπίας στο έδαφος ενός ενδοκοσμικού σκεπτικού. Γιατί σκέπτονται• «Φυσικά οι μοναχοί και οι ερημίτες έχουν μια μόνο απασχόληση· την προσευχή. Εμείς όμως που ζούμε μέσα σ’ αυτό τον κόσμο της συγχύσεως και του άγχους, του παραλογισμού και της σχιζοφρενικής αλλοτριώσεως, δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε και να παραδεχθούμε μια τέτοια προοπτική σαν μια βιώσιμη αποστολική διδαχή στην καθημερινή πραγματικότητα. Έτσι το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε»…εγκλείεται σε μοναστήρι με την υποχρέωση να μονάσει. Να γίνει πνευματική λειτουργία της μοναχικής και ασκητικής συνειδήσεως. Όσο για μας τους εγκόσμιους χριστιανούς, στις πιο πολλές περιπτώσεις, μένουμε πιστοί (όσο μπορούμε) στη λειτουργία της Κυριακής και στη θρησκευτική έξαρση της Μ. Παρασκευής και των Χριστουγέννων!

Δεν είναι όμως δύσκολο να συμβιβάσει κανείς τα πράγματα. Η λύση δηλ. του προβλήματος της άμεσης σχέσεως του «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» με τη ροή της υπάρξεως, στην καθολική της λειτουργικότητα, βρίσκεται στις διαστάσεις της έννοιας της προσευχής που ζητάει ο απόστολος. Ποιό είναι το αποστολικό πνεύμα του «προσεύχεσθε»;

Η βασική έννοια της λέξεως προσευχή είναι βέβαια ο διάλογος με το Θεό. Ο διάλογος αυτός, συνήθως, εννοείται ως διάλογος δοξολογίας, ικεσίας και ευχαριστίας. Με την έννοια αυτή προσευχή σημαίνει να περιορίζεις το διάλογο αυτό σε λόγια εκφραστικά πάντοτε της σχέσεώς σου με το Θεό. Ο απόστολος όμως δεν ζητάει μόνο …λόγια. Ζητάει ένα άπλωμα της λειτουργίας του νου στον απέραντο χώρο της παρουσίας Του με λόγια αλλά και με την καθολική-υπαρκτική του αφοσίωση σ’ Αυτόν!

Ας θυμηθούμε και πάλι το· «εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν». Κατά τον απόστολο, ο κάθε άνθρωπος, ιδιαίτερα όμως ο ενσυνείδητος χριστιανός, έχει επίγνωση αυτής της υπαρκτικής θέσεώς του μέσα στη χάρη και την παρουσία του Θεού. Γι’ αυτό δίνει μια γενική αρχή ανθρώπινης συμπεριφοράς- «και παν ό, τ ι εάν ποιήτε, εκ ψυχής εργάζεσθε, ως τω Κυρίω και ουκ ανθρώτιοις, ειδότες ότι από Κυρίου απολήψεσθε την ανταπόδοσιν της κληρονομιάς• τω γαρ Κυρίω Χριστώ δουλεύετε» (Κολοσ. 3, 23).

Η φράση· «και πάν ό, τ ι εάν ποιήτε…» είναι συμπερασματική. Αφού δηλ. ο απ. Παύλος εκθέτει τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις των συζύγων μεταξύ τους, των τέκνων έναντι των γονέων, των γονέων έναντι των τέκνων και των δούλων έναντι των κυρίων τους, συμπεριλαμβάνει τις υπολειπόμενες (και παραλειπόμενες) υπαρκτικές καταστάσεις στην απεραντοσύνη μιας μονόλεκτης εννοίας. Το «π α ν» είναι η συνολική ζωή του ανθρώπου. Όχι μόνο οι διαπροσωπικές σχέσεις, όπου, ομολογουμένως, συσσωρεύονται τα κρισιμότερα υπαρξιακά (άμεσα) προβλήματα, αλλά και κάθε άλλη κατάσταση ή μορφή διαλόγου του ανθρώπου με τις προκλήσεις και τους λοιπούς προβληματισμούς της υπάρξεως. Σ’ όλες αυτές τις υπαρκτικές διαφάνειες ο χριστιανός άνθρωπος «δουλεύει τω Κυρίω». Οι άμεσοι και καθημερινοί προβληματισμοί παρέχουν το «εν Χριστώ Ιησού» μεροκάματο στο χριστιανό αυτόν, ο οποίος, εφ’ όσον έχει συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα αυτή, εργάζεται το μεροκάματο αυτό «ως τω Κυρίω και ουκ ανθρώποις».

Η αποστολική προτροπή «ως τω Κυρίω» και η καταληκτική συμπερασματική έννοια της «τω γαρ Κυρίω Χριστώ δουλεύετε» μας δίνει μια διάσταση και μια προοπτική της προσευχής που υπερβαίνουν τα στενά όρια της δοξολογικής, ικετήριας και ευχαριστιακής προσευχής που γνωρίζει ο μέσος τύπος του συμβατικού χριστιανού. Ο χριστιανός αυτός ξέρει ότι προσευχή θα πει να κλειστείς στο «ταμιείον» σου και εκεί να μιλήσεις με το Θεό. Για τον απόστολο Παύλο ο διάλογος της προσευχής («αδιαλείπτως προσεύχεσθε») απλώνεται στα όρια της καθολικής υπάρξεως του ανθρώπου. Σε κάθε στιγμή ο χριστιανός «δουλεύει τω Κυρίω Χριστώ». Αυτό σημαίνει κάθε στιγμή προσευχή, αδιάλειπτη προσευχή!

Η αδιάλειπτη αυτή προσευχή, ως δράση, κίνηση και ζωή του ανθρώπου «εν Αυτώ» (τω Θεώ») είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητα του νου σε διαλογικές εμπειρίες με το Θεό. Μια τέτοια εμπειρία παρουσιάζει ο όσιος Νικόδημος και μας βοηθά να καταλάβουμε την παραφραστική απόδοση του «αδιαλείπτως προσεύχεσθε», που παραθέσαμε πιο πάνω, με τη συμπληρωματική έννοια: «και με ευλαβή διάθεσιν».

 

Κατά τον όσιο Νικόδημο: «Τινές δε λέγουν, ότι Νοερά Προσευχή λέγεται ακόμη και όταν ο άνθρωπος, αφού συγκεντρώση όλας τας νοεράς δυνάμεις της ψυχής του μέσα εις την καρδίαν, χωρίς να λαλήση ρήμα, ούτε με τον προφορικόν, ούτε με τον ενδιάθετον λόγον, με μόνον τον νουν νοεί και στοχάζεται αμεταθέτως, πως είναι ο Θεός παρών έμπροσθεν του· και πως αυτός παραστέκεται εις αυτόν πότε με φόβον και θάμβος, ωσάν ένας κατάδικος· πότε με πίστιν ζωντανήν διά να λάβη την βοήθειαν αυτού, και πότε με αγάπην και χαράν διά να τον δουλεύη παντοτεινά. Και τούτο είναι εκείνο που έλεγεν ο Δαβίδ: «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιον μου διά παντός» (Ψαλμ. 15, 8)».

Ο ζωντανός χριστιανός («τω πνεύματι ζέων τω Κυρίω δουλεύων») διαλέγεται «ανά πάσαν στιγμήν» με το Θεό. Τον βλέπει μπροστά του «διά παντός»! Οι οποιεσδήποτε άμεσες εμπειρίες της υπάρξεως είναι πεδία διαλόγου του χριστιανού αυτού με το Θεό. Ο νους του δουλεύει «τω Κυρίω» «αδιαλείπτως»!

Η προτροπή λοιπόν του απ. Παύλου «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» δεν είναι ουτοπική. Δεν είναι ασυμβίβαστη με τη λειτουργικότητα του νου και τη σχέση αυτής της λειτουργικότητας με την άμεση καθημερινή πραγματικότητα. Γιατί εξ άλλου η φαινομενική διάσπαση σε καθαρώς νοητική λειτουργικότητα και προσευχητική δραστηριότητα του νου γεφυρώνεται χαρισματικώς από το όλο μυστήριο της «Θείας Λειτουργίας της υπάρξεως». Η διακονία του νου, ως «Ιερατική λειτουργία», συνδυάζει δημιουργικώς τις δυο αυτές όψεις του με τη συνεργία πάντοτε των αγιοπνευματικών ενεργειών. Έτσι το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» δεν είναι ακατόρθωτο. Αντίθετα είναι κατορθωτό και, σαν άμεση και συνεχής πραγματικότητα, εκφράζει την πεμπτουσία της αυθεντικής υπάρξεως μέσα στα πλαίσια πάντοτε της χαρισματικής (ιερατικής) ενέργειας του ανθρώπινου νου.

Η φυσιολογική και επομένως υπαρξιακώς δυνατή λειτουργία του ανθρώπινου νου είναι όντως αυτή: Η διακονία του στην πραγμάτωση του «αδιαλείπτως προσεύχεσθε». Μόνο που τη δυνατότητα αυτή αντλεί από ένα Όνομα· «το υπέρ παν όνομα», το όνομα του Ιησού!

(Ι. Κορναράκη, «Η Θεία Λειτουργία της υπάρξεως», εκδ. Αφών Κυριακίδη –Θεσ/νίκη, σ. 104-112)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου