Στόν κόσμο μας τόν σύγχρονο, τόν πολιτισμένο, τόν ἀνεπτυγμένο, στόν κόσμο μας τοῦ εὐδαιμονισμοῦ καί τῆς καλοζωίας, πού τρέμει γιά τίς συνέπειες τῆς οἰκονομικῆς κρίσης, διότι ὅλοι νοιάζονται πῶς νά περάσουν πιό καλά, κι ὅλα τάσσονται νʼ αὐξήσουν τήν ζωή, σʼ αὐτόν τόν κόσμο πού μανιακά ζητᾶ νά ζήση, πλανιέται ἔντονη μιά μυρωδιά θανάτου, κινεῖται ἀνεμπόδιστα ἡ εἰκόνα τοῦ χαμοῦ. Παρ᾿ ὅλα τά νοσοκομεῖα καί τά ἰατρεῖα μας, τά θεραπευτήρια καί τίς κλινικές μας, παρ᾿ ὅλα τά σχολεῖα καί τίς σχολές μας, συντελεῖται μία φοβερή καταστροφή, πού τίποτε δέν τήν ἀναχαιτίζει. Εἶναι ὁπωσδήποτε ὁ θάνατος γνωστό καί ἀναπόφευκτο –γιʼ αὐτό παραδεκτό– συμβάν, πού σφραγίζει αὐτή τήν ζωή ἀμείλικτα. Ποτίζει τόν ἄνθρωπο μέ τήν λύπη καί τόν ντύνει μέ τό πένθος. Ἀλλά ἀποσιωποῦμε τόν θάνατο. Προσπαθοῦμε νά τόν ξεχάσουμε, τόν βάζουμε ὅσο πιό μακριά μποροῦμε, καί ἐφησυχάζουμε. Δέν μιλῶ γιά τόν θάνατο τοῦ σώματος, πού παραμένει ἐν γνώσει μας ἀγνοούμενος κι ὅμως παρών στήν συνείδηση ὅλων, ἀλλά μιλῶ γιά ἕναν ἄλλο θάνατο, πού κυοφορεῖται στήν ὕπαρξή μας, γιά τόν αἰώνιο θάνατο. Τοῦτον τόν θάνατο δέν τόν φέρνει ἡ φθορά τοῦ σώματος οὔτε ἡ ἀρρώστια οὔτε ἡ βιαιοπραγία. Ἔρχεται κόβοντας τό νῆμα τῆς ζωῆς, πού συνδέει τήν ψυχή μέ τόν Θεό, διώχνοντας τήν πνοή τοῦ Πνεύματος, πού δίνεται κατά χάριν, ἀποσυνθέτοντας τόν πνευματικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά μή αἰσθάνεται καί νά μή ἔχει ἐπαφή μέ τήν πηγή τῆς αἰώνιας ζωῆς, τόν Κύριο. Εἶναι ὁ θάνατος, πού προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία, τά παραπτώματα καί οἱ παραβάσεις, στίς ὁποῖες μᾶς ἕλκει ὁ πονηρός καί ἑλκόμαστε κι ἐμεῖς δοῦλοι στίς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας καί στούς λογισμούς τῆς διανοίας (πρβλ Ἐφ 2, 3· Κλ 2, 13· Ἰα 1, 14–15).
Δέν ἔχει τήν ἀδυσώπητη καί ἄφευκτη ἐπιβολή πάνω σέ ὅλους ὅπως ὁ θάνατος ὁ σωματικός, λίγοι ὅμως ξεφεύγουν ἀπό τήν κυριαρχία του. Μόνο ἐκεῖνοι, πού ἐπανασυνδέουν ἀδιάκοπα τούς δεσμούς τους μέ τόν Ἀναστημένο Χριστό μένοντας μέσα στήν Ἐκκλησία του, πού πιάνουν κάθε φορά, μέ τήν πίστη ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Σωτήρας, τό χέρι Του καί βιάζουν ἀκάματα μέ τήν μετάνοια τόν ἑαυτό τους νά ἀκολουθήσει τόν δρόμο Του, μόνο ἐκεῖνοι σώζονται. Ταπεινωμένοι καί ταπεινοί προσέρχονται στηριγμένοι στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τρῶνε τό Σῶμα Του καί πίνουν τό Αἷμα Του, καί ζοῦν. Κι ὅμως δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος, πού δέν θά ἤθελε νά λυτρωθεῖ ἀπό αὐτόν τόν θάνατο, πού δέν τόν ἀπεχθάνεται καί δέν τόν φοβᾶται περισσότερο καί ἀπό τόν ἄλλο, τοῦ σώματος. Μᾶς τό μαρτυρεῖ ἡ ἱστορία, μᾶς τό βεβαιώνει ἡ ἐμπειρία. Ἕνας Ζακχαῖος καί μιά Σαμαρείτιδα καταθέτουν ὅτι μπορεῖ κανείς νά θυσιάσει ὅλα του τά πλούτη, πού μέ τέχνη τά μάζεψε καί μέ πόθο τά λάτρεψε, γιά νά σωθεῖ· μπορεῖ κανείς νά ἀρνηθεῖ τίς ἀκόρεστες ἡδονές καί τίς ἐλεύθερες χαρές, γιά νά γνωρίσει καί νʼ ἀπολαύσει τόν Σωτήρα. Ἀλλά κι ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς μας κι ἡ ἀναζήτηση τῆς σκέψεώς μας, αὐτό φωνάζουν· θέλουμε τήν ζωή τοῦ Ἀναστημένου, τῆς ἀναστάσεως τήν ζωή, μιά ζωή ἀναστημένη ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἀλλά κι ὁ Θεός, πού στά χέρια Του κρατᾶ τήν Ἀνάσταση, θέλει κι αὐτός «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. 2, 4). Κανέναν δέν προκρίνει, κανέναν δέν ἀπορρίπτει. Ἀρκεῖ ὁ καθένας νά δηλώσει τόν πόθο του γιά σωτηρία, νά δείξει τήν ἐπιθυμία του γιά ἀναστημένη ζωή. Διότι ἔχει τοῦτο τό παράδοξο ὁ Θεός· δέν σώζει μέ τήν ἄπειρη παντοδυναμία Του, ἀλλά μέ τήν ἄμετρη συγκατάβασή Του, μέ τήν συμπάθεια καί τήν συνεργασία. Προσφέρει ὁ ἄνθρωπος πίστη, χαρίζει ὁ Θεός ἔλεος· δείχνει ὁ ἄνθρωπος μετάνοια, δίνει ὁ Θεός χάρη. Ἐκεῖνοι, πού δέν σώζονται ἐν τέλει, εἶναι ὅσοι μόνοι τους ἀποφάσισαν νά μή σωθοῦν, ὅσοι ἐν γνώσει τους προτιμοῦν νά αὐτοκτονήσουν πνευματικά. Εἶναι οἱ «υἱοί τῆς ἀπωλείας», ὅπως ὀνομάζει ὁ Κύριος τόν Ἰούδα (Ἰω 17, 12), στούς ὁποίους ἡ ἀπώλεια ἔγινε συνειδητή ἐπιλογή καί χαρακτηριστικό γνώρισμα. Μένουν «αὐτοκατάκριτοι», ὅπως λέει ὁ Παῦλος (Ττ 3, 11), καθώς οἱ ἴδιοι καταδικάζουν τόν ἑαυτό τους. Γιʼ αὐτό κανείς δέν μπορεῖ νά τούς σώσει. Ὄχι διότι δέν θέλουν νά σωθοῦν –εἶναι προεξοφλημένο ὅτι θέλουν– ἀλλά διότι δέν διαλέγουν τελικά τή σωτηρία. Φοβοῦνται νά πορευθοῦν τόν δρόμο τῆς μετάνοιας, πού φέρνει πρός τά ἐκεῖ καί ἀρέσκονται νά περπατοῦν τόν δρόμο τῆς ἁμαρτίας. Ἔχουν κάνει θεό τους τόν ἑαυτό τους καί δέν μποροῦν νά δεχθοῦν Θεό τόν Κύριο, δέν ἔχουν λόγο νά τόν ἀκούσουν οὔτε δύναμη νά τόν ὑπακούσουν. Ἔτσι ψάχνουν καί βρίσκουν θρησκεῖες καί πιστεύω, πού ἀμνηστεύουν τήν ἁμαρτία τους, κολακεύουν τή φιλαυτία τους, ἐνῶ συγχρόνως ἱκανοποιοῦν καί τήν θρησκευτική τους ἀνάγκη, πουλώντας ψευδαισθήσεις σωτηρίας. Μέσα σʼ ὅλα αὐτά ὅμως ζῆ ἀκατάβλητος ὁ πνευματικός θάνατος, πού βάζει τήν σφραγίδα του παντοῦ. Ὁ κόσμος πεθαίνει. Ἀλλά τό πιό μεγάλο δυστύχημα εἶναι ὅτι πεθαίνει ἐπίσης καί ὁ «χριστιανικός» κόσμος. Νεκρούς δέν βρίσκεις μόνο μέσα στούς χώρους, ὅπου κυβερνᾶ ὁ ἄρχοντας τοῦ αἰῶνος τούτου· νεκρούς βρίσκεις, καί πολλούς, καί μέσα στόν χριστιανικό κύκλο. Εἴμαστε οἱ χριστιανοί, πού ἀρνούμαστε τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, πού δέν ἀξιοποιοῦμε τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού βολευόμαστε καί δέν ἀγωνιζόμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἐμεῖς πού ξεχαστήκαμε, κι ἐνῶ πήραμε τό χρῖσμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέν φροντίζουμε γιά τήν ἀνανέωση, δέν νοιαζόμαστε γιά τήν αὔξηση καί χάνουμε πνεῦμα, σβήνουμε σιγά–σιγά, πεθαίνουμε κι ἐμεῖς χωρίς νά τό καταλάβουμε. Ἀλλά ὁ Χριστός ζῆ, ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει, ὁ Πατέρας ἔχει βγεῖ στόν δρόμο μέ ἀνοιχτή τήν ἀγκαλιά Του καί μᾶς περιμένει –τούς χαμένους– στήν στροφή. Ὅσο μᾶς δίνει τήν ζωή στό σῶμα, ὑπάρχει ἐλπίδα γιά τήν αἰωνιότητα. Ἀκόμη κι ἄν εἴμαστε παιδιά αὐτοῦ τοῦ κόσμου, πού ψυχορραγεῖ ἀλλά κι ἄν δέν εἴμαστε δικοί του μᾶς τραβᾶ ὅμως μέ τό θανατερό του χέρι, μποροῦμε νά σωθοῦμε, μποροῦμε νά ἐλευθερωθοῦμε καί νά ζήσουμε, ἄν τό θελήσουμε, σάν παιδιά τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός ζητᾶ νά μᾶς κεράσει μέ τήν χαρά Του, τῆς λυτρώσεως, νά μᾶς γεμίσει μέ τήν ἀγάπη Του, τῆς προσφορᾶς. Μποροῦμε ν᾽ἀπολαύσουμε τά δῶρα Του χωρίς ἀμφιβολία καί χωρίς περιορισμό, φθάνει νά πάρουμε τήν ἀπόφαση νά Τοῦ ποῦμε· «Θέλω νά σωθῶ μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ!». «Ἀντιλαβοῦ, σῶσον, ἐλέησον, καί διαφύλαξον ἡμᾶς, ὁ Θεός, τῇ σῇ χάριτι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου