Ομιλία εις την Κυριακή της Σαμαρείτιδας -- ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΚΕΡΑΜΕΩΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΤΑΥΡΟΜΕΝΙΟΥ

Σήμερα, χωρίς προλόγους ας δούμε νοερά τον Σωτήρα να πορεύεται από την Ιερουσαλήμ στη Γαλιλαία και έξω από το κύριο έργο Του να φέρνει τη σωτηρία στη Σαμαρείτιδα. Διότι έργο Του βέβαια ήταν γι’ αυτόν η σωτηρία των Ισραηλιτών (Ματθ. ιε΄ 24) προς τους οποίους και ήλθε, αλλά επειδή εκείνοι έδειξαν απείθεια, βγαίνοντας από αυτούς έρχεται στη Σαμάρεια δίνοντας αυτό το σημάδι, ότι από την Ιερουσαλήμ θα κηρυχθεί σε όλα τα έθνη το Ευαγγέλιο. Ο Κύριος βέβαια πήγαινε προς την Γαλιλαία, επειδή όμως έπρεπε να περάσει μέσα από την Σαμάρεια, το πέρασμά Του από αυτήν δεν το αφήνει χωρίς κέρδος, και μάλλον εάν πρέπει να αποβλέπουμε στην αλήθεια, πρέπει να πούμε πως η συζήτηση της Σαμαρείτιδας με τον Σωτήρα δεν έγινε τυχαία, αλλά Αυτός που όλα τα τακτοποιεί για το συμφέρον των ανθρώπων, προβλέποντας τη σωτηρία να έρχεται στους Σαμαρείτες, περνά από αυτόν τον δρόμο. Διότι ήταν πιο σωστό να πήγαινε ευθεία μέσω της Ιεριχώ προς την Γαλιλαία. Είναι όμως φανερό ότι ήθελε να περάσει μέσα από τη Σαμάρεια. Και έφτασε αυτή την ώρα κατά την οποία η γυναίκα θα ερχόταν στην πηγή να πάρει νερό. Και για το από πού προέρχονται οι Σαμαρείτες και τι σημαίνει το όνομά τους και για ποιο λόγο θεωρούσαν το δικό τους όρος άξιο για να προσκυνούν και να λατρεύουν και γιατί οι Ιουδαίοι τους θεωρούσαν μιασμένους, θα τα διηγηθώ συνθέτοντας από τις Άγιες Γραφές σύντομο λόγο.

Αυτό το όρος, τον παλιό καιρό, πριν ο Άγιος Αβραάμ να ανέβει στη γη της επαγγελίας, το απέκτησε ο Ζαμβρή από τον Χαναναίο Σεμίρ, και οικοδομώντας το αυτό, το ονόμασε Σομόρ από τον Σεμήρ και την πόλη Σαμάρεια. Μετά, λοιπόν, από τον Δαβίδ και τον Σολομώντα, όταν διαιρέθηκαν τα βασίλεια, αυτοί που βασίλευσαν στη Σαμάρεια, πέφτοντας στην ειδωλολατρεία αυτοί και οι υπήκοοί τους, αιχμαλωτίσθηκαν από τους Χαλδαίους και σφαγιάσθηκαν και η χώρα Σαμάρεια κατοικήθηκε από Βαβυλωνίους. Διότι ο βασιλιάς των Ασσυρίων, όταν κατέκτησε αυτούς τους τόπους και όταν είδε τη χώρα μεγάλη και με άφθονη βοσκή και πολλά τρεχούμενα νερά και να παράγει όλους τους καρπούς και πολλά γεννήματα, μετακίνησε τους ντόπιους και έφερε να κατοικήσουν σ’ αυτήν Χαλδαίοι. Οι Χαλδαίοι, όμως, την παραχώρηση που τους έγινε από τον Θεό την απέδωσαν στους δικούς τους ψεύτικους θεούς που σέβονταν, και κατηγόρησαν ως αδύναμο τον Θεό των Εβραίων και Τον περιγελούσαν βρίζοντάς Τον αδιάντροπα. Δείχνοντας, λοιπόν, ο Θεός ότι ήταν ικανός να αμυνθεί για το έθνος Του και ότι για την ασέβεια του επέτρεψε την άλωση, αφήνει εναντίον των Χαλδαίων επιδρομή λιονταριών τα οποία κατέστρεφαν συνεχώς τους βαρβάρους. Και όταν έγινε μεγάλη καταστροφή και το κακό ήταν ανυπόφορο, το γνωστοποίησαν στον βασιλιά τους. Και αυτός αμέσως κάλεσε πίσω τους ιερείς των Εβραίων που ήταν στην αιχμαλωσία και ρωτούσε για την αιτία της επιδρομής των θηρίων. Κι εκείνοι του είπαν: Βασιλιά, ο Θεός αυτού του τόπου είναι ζηλότυπος και παντοδύναμος και δεν ανέχεται να βλέπει τον τόπο Του να μιαίνεται με θυσίες ψεύτικων θεών. Εάν πείσθηκες, λοιπόν, μετακίνησε τη θρησκεία των κατοίκων προς την λατρεία Εκείνου. Πείθεται ο Ασσύριος, και χωρίς καθυστέρηση στέλνει στη Σαμάρεια τον ιερέα Έσδρα, τον σοφό στα θεία, ενάρετο στον τρόπο, ασύγκριτο στην αρετή, για να μυήσει τους εκεί κατοίκους στη λατρεία των Εβραίων. Αυτό βέβαια όταν το άκουσαν οι μιαροί ιερείς, που προέρχονταν από τέσσερα έθνη, επειδή φοβήθηκαν να μην καταστραφούν τα είδωλα των θεών τους από τον Έσδρα, τα έκρυψαν σε σπηλιά του όρους, πείθοντας τους Σαμαρείτες πως σ’ όποιον τόπο κι αν κάποιος ζει, να προσέρχεται και να προσκυνά στο όρος και να επικαλείται τον Θεό, διότι δήθεν ο Θεός έχει την κατοικία του στο όρος. Δηλαδή, παραβλέποντας την πατρική τους πίστη, προτίμησαν τη λατρεία των Εβραίων με τις προτροπές του Έσδρα, χωρίς όμως να δεχτούν όλα της πίστης των Ιουδαίων, αλλά δέχτηκαν μόνο την Πεντάτευχο και περιφρόνησαν τα υπόλοιπα βιβλία, και έτσι έγιναν μισοευσεβείς. Λέει, λοιπόν, γι’ αυτούς η Γραφή: «Τα έθνη αυτά παρέμειναν στην τήρηση του νόμου του Θεού, αλλά προσκυνούσαν και τα είδωλα» (Δ΄ Βασ. ιζ΄ 41), υποδηλώνοντας την προσκύνηση του όρους. Γι’ αυτόν τον λόγο οι Ισραηλίτες αισθάνονταν απέχθεια γι’ αυτούς και τους αποστρέφονταν ως μιαρούς. Αλλά ο Χριστός που προσέλαβε την απαρχή όλης της ανθρώπινης φύσεως, την ντύθηκε ολόκληρη, και σ’ αυτήν υπήρχε και το μέρος κάθε έθνους Ιουδαίου, Σαμαρείτη και Έλληνα, δεν αρνήθηκε να μεταδώσει και σ’ αυτούς τη χάρη. Και πρώτα συλλαμβάνει στην πίστη τη γυναίκα, αρχίζοντας από αυτό το γένος των γυναικών από το οποίο από την αρχή έφτασε το κακό.
«Έρχεται, λοιπόν, σε μια πόλη της Σαμάρειας που λέγεται Συχάρ» (Ιω. δ΄ 5). Όσα μέρη περιλάμβανε η γύρω από το όρος περιοχή, και η περιοχή των φυλάκων που είχαν σταλεί εκεί, ονομαζόταν Σαμάρεια, διότι οι Χαλδαίοι ονομάζουν Σαμαρείτες τους φύλακες. Και υπήρχαν διάφορες πόλεις της Σαμάρειας, μία από τις οποίες ήταν αυτή που ονομαζόταν Συχάρ, όνομα που μεταφράζεται σκιασμός, και νομίζω σήμαινε προφητικά τη χάρη του Πνεύματος η οποία προσκλήθηκε και την επισκίασε.
«Κοντά στο χωράφι που είχε δώσει ο Ιακώβ στον γιό του Ιωσήφ» (Ιω. δ΄ 6). Θα είναι ίσως δυσκολονόητος ο λόγος σε όσους δεν διαβάζουν με προσοχή το βιβλίο της Γενέσεως. Θα προσπαθήσω, όμως, και την ιστορία που αναφέρεται σ’ αυτό, όπως συνηθίζω, να την αφηγηθώ με συντομία. Όταν ο Φαραώ τοποθέτησε επιστάτη στο βασίλειό του τον Ιωσήφ (Γεν. μστ΄ 5), κατεβαίνοντας ο Ιακώβ με όλη του την οικογένεια στην Αίγυπτο και φτάνοντας προς το τέλος της ζωής του και αφήνοντας στους γιούς του τις τελευταίες παραγγελίες και τη διαθήκη του, αυτό το χωράφι κατ’ εξαίρεση το έδωσε στον Ιωσήφ. Διότι βλέποντας προφητικά με οξυδέρκεια το μέλλον, γνώριζε την επιστροφή των απογόνων του στην Παλαιστίνη, και ότι θα κατοικηθεί πάλι η γη από τους Εβραίους και θα μοιραστεί στις φυλές τους. Και αν προγνώρισε και αυτό, ότι η πηγή που ήταν κοντά στο χωράφι θα γίνει αιτία σωτηρίας και σύμβολο του βαπτίσματος που κάνει τέλειο τον άνθρωπο και για τον λόγο αυτό έδωσε κληρονομιά αυτό το χωράφι στον πιο σώφρονα από τους γιούς του, δεν έχω κάτι να πω, ούτε βέβαια να δείξω απιστία. Βέβαια οι βαπτιζόμενοι έχουν ανάγκη από σωφροσύνη και καθαρότητα. Γι’ αυτό και ο Κύριος φανέρωσε την πολυγαμία της Σαμαρείτιδας, η οποία με λερωμένα χέρια έβγαζε νερό από το πηγάδι του σώφρονα Ιωσήφ.
«Εκεί βρισκόταν το πηγάδι του Ιακώβ. Ο Ιησούς, κουρασμένος από την πεζοπορία, κάθισε έτσι κοντά στο πηγάδι. Ήταν γύρω στο μεσημέρι» (Ιω. δ΄ 6). Πρόσεξε την ακρίβεια και τη συντομία των λέξεων, πως με λίγα λόγια παρουσίασε την εγκράτεια του Κυρίου και τη λιτότητα και τη φιλοσοφία. Διότι με το «κουρασμένος» φαίνεται η πεζοπορία και το έντονο βάδισμα. Και με το να πει «κάθισε έτσι» φαίνεται ότι χωρίς φροντίδα ξάπλωσε στη γη και ότι κάθισε χωρίς επιτήδευση. Αλλά και η αναφορά της ώρας παρουσιάζει την εγκράτεια την γύρω από την τροφή. Διότι ήταν νηστικός μέχρι τη μέση της ημέρας και αυτά πεζοπορώντας και θερμαινόμενος από τον ήλιο. Όμως και κάτι άλλο θέλει να φανερώσει η αναφορά της ώρας. Διότι, την ώρα κατά την οποία η Εύα έπινε το δηλητήριο της παρακοής, αυτήν την ίδια ώρα η απόγονος της Εύας, η Σαμαρείτιδα, λάμβανε τη συγχώρηση της αμαρτίας.
«Έρχεται τότε μια γυναίκα από τη Σαμάρεια να βγάλει νερό» (Ιω. δ΄ 7). Πρόσεξε, λοιπόν, πως λέγονται μαζί τα παλιά και τα νέα, και αναδεικνύονται τύποι των τύπων. Διότι και η ένωση του Ισαάκ με τη Ρεβέκκα, η οποία εικόνιζε την Εκκλησία, είχε την αρχή της στο πηγάδι. Και εδώ και η σωτηρία των Σαμαρειτών με τη μεσολάβηση γυναίκας προέρχεται από το πηγάδι. Και εκεί βέβαια ήταν ο προξενητής δούλος, εδώ όμως είναι ο Ίδιος ο Νυμφίος που μέσω της Σαμαρείτιδας αυτής αρραβωνίζεται ολόκληρη την ανθρώπινη φύση στο βάπτισμα.
«Ο Ιησούς της λέει. Δός μου να πιώ. Οι μαθητές Του είχαν πάει στην πόλη να αγοράσουν τρόφιμα» (Ιω. δ΄ 7-8). Τι απερίγραπτη αλήθεια που είναι η συγκατάβαση του Θεού Λόγου! Αυτός που δημιούργησε με μόνο ένα νεύμα Του όλη την κτίση, Αυτός για τον Οποίον η προφητική αποκάλυψη λέει, «ο Προαιώνιος Θεός δεν θα πεινάσει, ούτε θα κοπιάσει» (Ης. ξ΄ 28), Αυτός ο Ίδιος οδοιπορεί και κοπιάζει και ανέχεται την πείνα και τη δίψα και ζητά νερό από γυναίκα. Διότι, έτσι όπως τρώει μαζί με τελώνες και δεν παραιτήθηκε, ούτε αρνήθηκε να κάνει διάλογο με την πόρνη, έκανε όπως κάνουν οι άριστοι από τους γιατρούς, οι οποίοι συνεχώς επισκέπτονται όσους έχουν πυρετό, χωρίς αυτοί να δέχονται στον εαυτό τους την αρρώστια. Και δείχνει αμέσως και από την πρώτη συζήτηση πόσο διψά τη δική μας σωτηρία και αυτό ζητά και από εμάς. Αξιοπρόσεκτα όμως και ο Ευαγγελιστής αναφέρεται στην απουσία των μαθητών. Διότι, αν ήταν παρόντες αυτοί, θα ζητούσαν και το νερό. Αλλά ο Χριστός προβλέποντας τι θα γίνει, αφού όλους τους απομάκρυνε, μόνος με μόνη, συγκαταβαίνοντας, κάνει διάλογο.
 «Του λέει η γυναίκα. Εσύ είσαι Ιουδαίος και εγώ Σαμαρείτιδα. Πως μπορείς και ζητάς να σου δώσω νερό να πιεις;» (Ιω. δ΄ 9). Θαύμασε την ενέργεια της δυνάμεως του Χριστού. Γιατί η γυναίκα, αφού δέχτηκε τον εσωτερικό φωτισμό στον νου, από τον πρώτο κιόλας λόγο του Χριστού Τον θεωρεί ανώτερον της φύσεως των πραγμάτων και ζητά να μάθει κάτι γι’ αυτά που αγνοεί. Διότι ούτε Του έδωσε να πιεί, ούτε όμως το αρνήθηκε, αλλά από την ομιλία και την ενδυμασία, συμπεραίνοντας πως είναι Ιουδαίος, προσπαθεί να μάθει πως Αυτός δεν τηρεί την ιουδαϊκή παράδοση. Όμως ο Κύριος δεν λύνει την απορία αποκαλυπτικά και δεν λέει ότι, δεν βρίσκομαι κάτω από τον νόμο, γιατί είμαι νομοδότης και Θεός. Αυτό βέβαια δεν το λέει, όμως πλαγίως και κάπως ήρεμα την ανεβάζει προς τις υψηλές έννοιες και της λέει: «Αν ήξερες ποιος είναι Αυτός που σου λέει, δός μου να πιώ, τότε εσύ θα Του ζητούσες τη δωρεά του Θεού, και Εκείνος θα σου έδινε ζωντανό νερό» (Ιώ. δ΄ 10). Εάν ήξερες, λέει, ότι είναι Θεός Αυτός που συνομιλεί μαζί σου, και είχες πεισθεί και ποιές δωρεές Αυτός προσφέρει στους καλόγνωμους, τότε εσύ αρπάζοντας την ευκαιρία θα ζητούσες το νερό της σωτηρίας, στ’ αλήθεια τη ζωντανή χάρη του Πνεύματος, επειδή ζωντανό νερό συνήθιζε να ονομάζει το Πνεύμα. Διότι διδάσκοντας και δημόσια έτσι έλεγε για το Πνεύμα: «Μέσα από εκείνον που πιστεύει σ’ Εμένα, καθώς λέει η Γραφή, ποτάμια ζωντανό νερό θα τρέξουν» (Ιω. ζ΄ 38). Και το Άγιο Πνεύμα παρομοιάζεται με νερό, επειδή είναι καθαρό, και δίνει μεγάλη αναψυχή σ’ όσους Το αποδέχονται. Και όπως το νερό διαιρείται σε διάφορα συστήματα, έτσι και το Πνεύμα συνηθίζει να μοιράζεται στους πιστούς με διάφορες ενέργειες. Και λέγεται «ζών», επειδή αναβλύζει και κινείται και κατεργάζεται ευκίνητη την ψυχή.
«Του λέει η γυναίκα: Κύριε, Εσύ δεν έχεις ούτε κουβά, και το πηγάδι είναι βαθύ. Από πού, λοιπόν, το έχεις το τρεχούμενο νερό;» (Ιω. δ΄ 11). Η διάνοια της γυναίκας πετούσε ακόμη χαμηλά και δεν ελάφρωσε από τον υψηλό λόγο. Διότι νόμιζε πως Αυτός λέει για νερό που αναβλύζει αδιάκοπα και τρέχει συνέχεια, και δεν είναι όπως τα νερά των λάκκων και των πηγαδιών και τα στάσιμα. Πλην όμως ο λόγος έχει κάποιο κρυμμένο νόημα, που το βρίσκουν εκείνοι που ανακαλύπτουν τα βάθη του Πνεύματος. Πηγάδι, λοιπόν, είναι η Αγία Γραφή, γιατί πηγάζει τη γνώση όπως το νερό. Και βάθος αυτού του πηγαδιού είναι οι μυστηριώδεις αλληγορίες. Κουβάς πάλι είναι η μελέτη και μάθηση των γραμμάτων. Διότι, όπως ο κουβάς, ανεβάζοντας ένα μικρό μέρος του νερού, αφήνει το πολύ νερό ανεξάντλητο, έτσι είναι και η μάθηση με τη γνώση. Παρέχοντας σε όσους μαθαίνουν μερική γνώση, κάνει ατελή τη μύηση. Αυτήν, λοιπόν, τη μάθηση, που προέρχεται από τη μελέτη, δεν την έχει ο Κύριος, γιατί Αυτός είναι αυτοσοφία, και δεν έχει ανάγκη μέσω των γραμμάτων να αποκτήσει σοφία και μάθηση. Έλεγαν, βέβαια, και οι Ιουδαίοι: «Πως Αυτός ξέρει γράμματα, χωρίς να έχει σπουδάσει;» (Ιω. ζ΄ 15). Γι’ αυτό η Σαμαρείτιδα λέει: «Εσύ δεν έχεις κουβά.»
«Αυτό το πηγάδι μας το χάρισε ο προπάτοράς μας ο Ιακώβ. Ήπιε από αυτό ο ίδιος και οι γιοί του και τα ζωντανά του. Μήπως Εσύ είσαι ανώτερος από αυτόν;» (Ιωάν. δ΄ 12). Επειδή το γένος του Ιακώβ ήταν επίσημο, γι’ αυτό, αν και ήταν Σαμαρείτιδα, εισάγει τον εαυτό της στην ισραηλιτική καλή γενιά και ονομάζει τον Ιακώβ πατέρα και τοποθετείται κοντά στην έννοια του νοήματος. Και θαυμάζει για την υπόσχεση, αμφιβάλλει όμως στη γνώμη. Διότι αυτό που λέει, αυτό είναι και η αλήθεια. Εάν έχεις τέτοιου είδους ποτό, τόσο πολύ διαφορετικό από αυτό το νερό, φαίνεται πως είσαι κάποιος μεγαλύτερος από τον Ιακώβ. Γιατί εκείνος, αν και ήταν έτσι φημισμένος, δεν είχε άλλη καλύτερη από αυτή την πηγή, αλλά ο ίδιος και οι απόγονοί του και τα ζωντανά του χρησιμοποιούσαν αυτό το νερό. Και σύμφωνα με τον μεταφορικό λόγο, πηγάδι πρέπει να εννοηθεί η Αγία Γραφή και Ιακώβ ο θεωρητικός νους και παιδιά του Ιακώβ που πίνουν από το πηγάδι, είναι το θεωρητικό μέρος της ψυχής το οποίο ποτίζεται από τη γνώση. Ζωντανά πάλι είναι οι ορμές που προέρχονται από τον θυμό και την επιθυμία όταν μας χρησιμεύουν στην αρετή. Ο θυμός είναι καλό κτήνος, όταν γίνεται υποζύγιο στον λογισμό. Τέτοιο κτήνος είναι και η επιθυμία, όταν διαθέτει τα νώτα της και ανεβάζει την ψυχή, όταν αυτή σηκώνεται προς το ύψος.
«Ο Ιησούς της απάντησε: Όποιος πίνει από αυτό το νερό θα διψάσει πάλι. Όποιος όμως πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ, δεν θα διψάσει ποτέ, αλλά το νερό που θα του δώσω θα γίνει μέσα του μια πηγή που θα αναβλύζει νερό αιώνιας ζωής» (Ιω. δ΄ 13-14). Κάνοντας σύγκριση δείχνει την υπεροχή και λέει: Αυτό εδώ το νερό του πηγαδιού, εάν κανείς το πίνει όταν διψά, βρίσκει πρόσκαιρα την ανακούφιση της δίψας, όμως μετά διψά πάλι. Το πνευματικό ποτό, όμως, απαλλάσσει αιώνια από τη δίψα. Φαίνεται όμως πως παρουσιάζει και το πόσο μικρότερος είναι ο σκιώδης νόμος από τη χάρη του Πνεύματος. Διότι ο μεν ένας χρειαζόταν τη συνεχή μελέτη και τη συνεχή ανάγνωση των γραμμένων, σαν τη δίψα που διώχνει την ανάμνηση με τη λησμονιά. Όμως το Πνεύμα της σοφίας, όταν γεμίσει την ψυχή με τη θεία γνώση, την τελειοποιεί σε πολλαπλή και γόνιμη πηγή, κάνοντάς την να αναβλύζει τρεχούμενα νερά. Αυτό το έδειξε και η παραβολή των ταλάντων που πλήθυνε τα πέντε και τα δύο (Ματθ. κε΄ 14-30) και σημαίνει ο λόγος την αύξηση των πνευματικών χαρισμάτων.
«Του λέει η γυναίκα: Κύριε, δός μου αυτό το νερό για να μη διψώ και ούτε να έρχομαι ως εδώ για να το παίρνω» (Ιω. δ΄ 15). Καθόλου δεν πλησιάζει στο νόημα των λεγομένων η γυναίκα. Σκέφτεται ακόμη το αισθητό νερό, και πιστεύει πως το νερό που λέει ο Χριστός έχει τέτοια δύναμη, και ζητά να το λάβει για να μην έρχεται στο πηγάδι να παίρνει. «Τότε ο Ιησούς της είπε: Πήγαινε φώναξε τον άνδρα σου» (Ιω. δ΄ 16). Γνώριζε βέβαια ο Χριστός ότι δεν ήταν νόμιμος ο άνδρας της, αλλά δεν θέλει να την ελέγξει φανερά, γιατί ο έλεγχος είναι ανυπόφορος, αλλά προχωρεί τον λόγο, ώστε από μόνο του να γίνει φανερό το γεγονός. Διότι, όταν εκείνη είπε, «Δεν έχω άνδρα», χωρίς πίεση ακολούθησε το προφητικό: «Σωστά είπες “δεν έχω άνδρα”, γιατί είχες πέντε άνδρες, κι αυτός που μαζί του τώρα ζεις, δεν είναι άνδρας σου» (Ιω. δ΄ 17-18). Εκείνη από ντροπή προσπαθούσε να κρύψει τον λαθραίο συγκοιμώμενο, ο Ιησούς όμως φανερώνει αμέσως τα κρυμμένα, και συγκαταλέγει και αυτόν στον αριθμό αυτών που άσεμνα από παλιά ήλθαν σε επικοινωνία μαζί της, και βέβαια το κάνει ελαφρά, και έτσι ώστε να μη φανεί πως κοροϊδεύει το αισχρό γεγονός. Διότι δεν είπε: Είχες πέντε μοιχούς, ή εραστές, ή υβριστές της κλίνης σου, αλλά λέγοντας άνδρες, με πλάγιο τρόπο ελέγχει την πολυγαμία και την άσεμνη πράξη. Γιατί ούτε και τους προηγούμενους άνδρες της τους είχε νόμιμα. Στη συνήθειά της, λοιπόν, κάνει τον έλεγχο της πολυγαμίας, διεγείροντάς την σε ανάμνηση και ονειδίζοντάς την πλαγίως, πως και με εκείνους τους πέντε είχε επικοινωνία με κακή φήμη. Εκτός του ότι φαίνεται αλληγορικά πως φανερώνει με τον λόγο και τη συνήθεια των Σαμαρειτών, οι οποίοι πήραν, σαν να είναι πέντε άνδρες, την Πεντάτευχο του Μωυσή, και επρόκειτο ως έκτο να δεχτούν τον νόμο του Ευαγγελίου, τον οποίον ποτέ μέχρι τώρα δεν δέχτηκαν με την πίστη. Γι’ αυτό λέει: «Αυτός που τώρα μαζί του μιλάς, δεν είναι άνδρας σου», επειδή ακόμη δεν πίστεψες σ’ Αυτόν. Και επειδή η Σαμαρείτιδα εικόνιζε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, πρέπει να εννοηθούν ως πέντε άνδρες και οι πέντε νόμοι που από την αρχή δόθηκαν στους ανθρώπους από τον Δημιουργό: Ο νόμος που δόθηκε στον παράδεισο, ο νόμος μετά την παρακοή, αυτός που δόθηκε στον Νώε μετά τον κατακλυσμό, τέταρτος ο νόμος της περιτομής και πέμπτος ο γραπτός. Αλλά αποβάλλοντας αυτούς με τον νόμο της ασέβειας, που ήταν σαν μοιχός, φθειρόταν μαζί του. Γεγονός το οποίο βέβαια και οι φωνές των προφητών αλληγορικά κατηγορούν. Ο Ιερεμίας, λοιπόν, λέει: «Το πρόσωπό σου έγινε –αναιδές- σαν της πόρνης» (Ιερ. γ΄ 3). Και ο Ωσηέ: «Ντύθηκε τα ιμάτιά της και ακολούθησε τους εραστές της» (Ωσ. β΄ 15). Και ο Ναούμ: «Πόρνη ωραία και χαριτωμένη, πουλούσε στα έθνη την διαφθορά της πορνείας της» (Ναούμ γ΄ 4). Ο νόμος, λοιπόν, της ασέβειας δεν ήταν άνδρας της φύσεως των ανθρώπων. Διότι επρόκειτο η ανθρώπινη φύση να νυμφευθεί τον Χριστό, την οποία και οδηγεί προς Αυτόν ο Παύλος λέγοντας τα εξής: «Σας αρραβώνιασα με έναν άνδρα –τον Χριστό- για να σας παρουσιάσω σ’ Αυτόν σαν αγνή παρθένο» (Β΄ Κορ. ια΄ 2). Αλλά ας επανέλθουμε στην ιστορία.
«Του λέει η γυναίκα: Κύριε, βλέπω ότι Εσύ είσαι προφήτης» (Ιω. δ΄ 19). Ακούγοντας έτσι με σαφήνεια ότι αποκαλύφθηκαν τα όσα έκανε στα κρυφά και τα όσα δεν γνώριζε ούτε η πόλη, δεν μαζεύτηκε κοκκινίζοντας, ούτε ξεστόμισε κάτι απρεπές και αδιάντροπο. Αλλά με το να ομολογήσει ότι Αυτός είναι προφήτης, φάνηκε πως συμφώνησε με τον λόγο Του και πως Αυτός πράττει διαφορετικά από το έθνος της. Διότι οι Σαμαρείτες δεν παραδέχτηκαν προφήτες. Μετά ρωτά για δόγματα, σαν να κοιλοπονά γι’ αυτά πιο πριν.
«Οι προπάτορές μας λάτρεψαν τον Θεό σ’ αυτό το όρος. Εσείς όμως λέτε ότι στα Ιεροσόλυμα βρίσκεται ο τόπος όπου πρέπει κανείς να λατρεύει» (Ιω. δ΄ 20). Οι μεν Ιουδαίοι, δεχόμενοι κατά γράμμα τους λόγους των Προφητών, θεωρούσαν ότι μόνο στα Ιεροσόλυμα έπρεπε να λατρεύεται ο Θεός. Οι Σαμαρείτες πάλι στο όρος του Γαριζίν, στο οποίο ήταν κρυμμένα τα είδωλα, όπως είπαμε στα προηγούμενα. Αυτή, λοιπόν, την ερώτηση, επειδή είχε αμφιβολία, την παρουσιάζει στον Κύριο. Και τι λέει ο Σωτήρας;
«Πίστεψέ με, γυναίκα, είναι κοντά ο καιρός που δεν θα λατρεύεται τον Πατέρα ούτε σ’ αυτό το όρος, ούτε στα Ιεροσόλυμα» (Ιω. δ΄ 21). Καιρό ονομάζει τον δικό Του ερχομό, κατά τον οποίο οι αληθινοί προσκυνητές όχι σε ξεχωρισμένο τόπο, αλλά από παντού θα προσφέρουν τη λατρεία στον Θεό που βρίσκεται παντού.

«Εσείς οι Σαμαρείτες λατρεύετε αυτό που δεν ξέρετε. Εμείς όμως λατρεύουμε αυτό που ξέρουμε» (Ιω. δ΄ 22). Ίσως όμως να θορυβήσει μερικούς από τους ακροατές η προσκύνηση να λέγεται για τον Χριστό, επειδή αναφέρει τον εαυτό Του μαζί με τους προσκυνητές. Δεν είναι όμως κόπος στους ευσεβείς που θέλουν να εκλαμβάνονται αυτά τα λόγια όπως αρμόζει στον Θεό. Λέει «προσκυνούμε» βέβαια, γιατί ανέλαβε την ανθρώπινη φύση που προσκυνά και οικειοποιήθηκε τον δικό μας τρόπο. Προσκυνείται όμως πάλι ο Ίδιος ως Θεός. Όμως δεν πρέπει να διαιρούμε Αυτόν που προσκυνείται και λέει πως προσκυνά, σε άνθρωπο και Θεό ιδιαιτέρως, σύμφωνα με την ασέβεια του Νεστορίου. Διότι ένας είναι στην υπόσταση, καθώς μένουν σ’ Αυτόν ξεχωριστές οι δύο φύσεις. «Η σωτηρία έρχεται στον κόσμο από τους Ιουδαίους» (Ιω. δ΄ 22). Διότι αληθινά η γνώση για τον Θεό και η φυγή της ευσέβειας έχει την αρχή στους Ιουδαίους. Και με πιο μυστικό τρόπο σωτηρία ονόμασε τον Εαυτό Του, όπως λέει το όνομά Του. Διότι, σωτηρία σημαίνει το «Ιησούς». Η σωτηρία, λοιπόν, ο Χριστός, ήλθε κατά σάρκα από τους Ιουδαίους. «Ο Θεός είναι πνεύμα. Και αυτοί που Τον λατρεύουν, πρέπει να Τον λατρεύουν με τη δύναμη του Πνεύματος, που φανερώνει την αλήθεια» (Ιω. δ΄ 24). Μ’ αυτά υπαινίχθηκε την πράξη και τη θεωρία τα οποία κάνουν τέλεια την ψυχή. Και με το μεν «πνεύμα» φανέρωσε το πρακτικό μέρος. Διότι λέει: «Οι αμαρτωλές επιθυμίες είναι αντίθετες με το Πνεύμα και φυσικά το Πνεύμα είναι αντίθετο με τις αμαρτωλές επιθυμίες» (Γαλ. ε΄ 17). Με το «εν αληθεία» πάλι, φανερώνει την αληθινή κατανόηση των διδασκαλιών. Λοιπόν, με την πράξη και την αλήθεια γίνεται η αληθινή προσκύνηση. Ή, επειδή το σκιώδες γράμμα του νόμου οδηγεί στον θάνατο, ενώ το πνεύμα δίνει ζωή (Β΄ Κορ. γ΄ 6), έβαλε σε αντίθεση το πνεύμα στο γράμμα και τη σκιά στην αλήθεια. Λοιπόν, δεν είναι τοπική η λατρεία για εμάς τους πιστούς, όπως στους Ιουδαίους και τους Σαμαρείτες, αλλά πνευματική. Διότι ο Θεός είναι πνεύμα και δεν έχει όρια. «Και αυτοί που Τον λατρεύουν, οφείλουν να Τον λατρεύουν πνευματικά».
«Του λέει η γυναίκα: Ξέρω ότι θα έλθει ο Μεσσίας, δηλαδή ο Χριστός» (Ιω. δ΄ 25). Πρόσεξε ότι και οι Σαμαρείτες περίμεναν την παρουσία του Χριστού, ακούγοντας από τον Μωϋσή ότι «ο Κύριος θα αναδείξει από τους αδελφούς σας προφήτη σαν εμένα» (Δευτ. ιη΄ 15). Εισάγει, λοιπόν, η γυναίκα και τον λόγο γι’ αυτά, θέλοντας ίσως να μάθει τον χρόνο της παρουσίας του Μεσσία, και ακούγοντας πως «εγώ είμαι», πλέον δεν πολυασχολείται, και γιατί πίστεψε και γιατί περιορίστηκε με τον ερχομό των μαθητών. Αλλά αφήνοντας και το νερό και το σκοινί, φεύγει κηρύττοντας προς την πόλη. Οι μαθητές πάλι απόρησαν για τη συγκατάβαση και ταπείνωση του Σωτήρα, διότι δεν αρνήθηκε να κάνει διάλογο με γυναίκα. Όμως γνωρίζοντας ότι δεν κάνει τίποτε χωρίς σχέδιο που αρμόζει στον Θεό, δεν πολυασχολούνται για τον τρόπο της συζητήσεως, αλλά παραθέτοντας αυτά που αγόρασαν Τον προτρέπουν να φάει. Αυτός όμως προβλέποντας την ημερότητα των Σαμαρειτών ως τροφή Του και θεωρώντας την ευπείθειά τους προς Εκείνον λέει: «Εγώ έχω να φάω τροφή που εσείς δεν τη ξέρετε» (Ιω. δ΄ 32). Και καθώς αυτοί παραξενεύονται για τον λόγο Του και απορούν μήπως από κάπου μεταφέρθηκε σ’ Αυτόν με παράδοξο τρόπο τροφή, όπως ακριβώς εκείνη που μετέφερε στον Δανιήλ ο Αββακούμ και στον Ηλία τα όρνεα (Βηλ και Δράκων 33 εξ., Γ΄ Βας. ιζ΄ 6), αποσαφηνίζει το αίνιγμα: «Δική μου τροφή είναι να εκτελώ το θέλημα Εκείνου που με έστειλε» (Ιω. δ΄ 34). Έτσι έκαμνε και τροφή και ευχαρίστηση την υπακοή αυτών που θα άκουγαν το κήρυγμά Του. Και σχεδόν δείχνει με το δάχτυλό Του τους Σαμαρείτες, που όλοι μαζί έρχονταν σαν αγέλη. Διότι τόσο πολύ τους αναπτέρωσαν τα λόγια της γυναίκας. Και λέει: «Σηκώστε τα μάτια σας και κοιτάξτε τα χωράφια. Είναι λευκά από τα ώριμα στάχια, έτοιμα κιόλας για τον θερισμό» (Ιω. δ΄ 35). Θερισμό ονομάζει τις ψυχές που είναι έτοιμες να δεχτούν το δρεπάνι του Ευαγγελίου, που θερίζει την κακία, την οποία δεν έσπειρε ο Θεός. Και συγκεντρώνει σε ένα τη φύση που δεν διασκόρπισε. Και λέγοντας ότι «σας έστειλα να θερίσετε καρπό, για τον οποίο εσείς δεν κοπιάσατε» (Ιω. δ΄ 38), υπαινίχθηκε ότι κόπιασαν οι προφήτες. Διότι οι προφήτες ήταν που πρώτοι έσπειραν τους σπόρους της θεογνωσίας. Θα είναι, λοιπόν, λέει, σ’ εσάς εύκολο το κήρυγμα και δεν υπάρχει κόπος στο δρεπάνι του λόγου στο να θερίζει έτοιμα σπαρτά. Και είναι η χαρά και για τους δύο, και για τους προφήτες που έσπειραν και για εσάς που συγκεντρώνετε τους καρπούς. Αλλά ο λόγος της ιστορίας του Ευαγγελίου ας φτάσει στο τέλος και ας λεχθεί η πνευματική θεωρία που περιέχει.
Ότι, λοιπόν, η Σαμαρείτιδα ήταν τύπος της φύσεως των ανθρώπων, το είπαμε στα προηγούμενα. Διότι και αυτή κάποτε κατοικούσε στο όρος της απαθείας, ανεβαίνοντας στα θεία νοήματα. Όμως, αφού δέχτηκε με ευχαρίστηση τη συμβουλή του φιδιού, οδηγείται αιχμάλωτη στη Βαβυλώνα, στη σύγχυση δηλαδή της αμαρτίας, αφού αποκτηνώθηκε με τις παράλογες ορμές, και αντί για τα θεία νοήματα στο όρος του νου, εισήγαγε την ασέβεια σαν το πλήθος των Χαλδαίων, η οποία ασέβεια προξένησε σ’ αυτήν τη φθορά από τα λιοντάρια. Πρέπει να εννοηθούν βέβαια πληγές των λιονταριών οι διάφορες συμφορές που ήλθαν κατά καιρούς στους ανθρώπους, κατακλυσμοί νερών, συγχύσεις γλωσσών, βροχή φωτιάς, οι οποίες βέβαια μέχρι τότε μοιράστηκαν στην ανθρώπινη φύση, μέχρι που η Μωσαϊκή νομοθεσία απέκρουσε την ασέβεια. Όμως δεν καθάρισε πολύ καλά τη φύση. Διότι ακόμη προσκυνούσε στο όρος, στο οποίο είχαν κρυφτεί τα είδωλα, στην Αστάρτη και στον Χαμώς, και ήταν προσκολλημένη στη δάμαλη. Όταν όμως Αυτός, ο Κανόνας του Πατέρα και Λόγος, οδοιπόρησε από την αγκαλιά του Πατέρα και ήλθε μέχρι τη δική μας εσχατιά, βρήκε έναν εύκολο δρόμο σωτηρίας, το να καθίσει κοντά στη πηγή του βαπτίσματος, η οποία λέγεται και πηγή του υποσκελιστή Ιακώβ, γιατί υποσκελίζει και πνίγει τον νοητό Ησαύ και από αυτήν την πηγή δίνει στους ανθρώπους το ζωντανό νερό του Πνεύματος. Είθε όμως κι εμείς να γίνουμε οπαδοί της πιστής Σαμαρείτιδας και να μη συμφωνήσουμε βέβαια στην άλογη συγκατοίκηση με τις αισθήσεις, με τις οποίες ως πέντε άνδρες από τη γέννησή μας συγκατοικούμε, ανασύροντας όμως και τον πλάνο λογισμό ως έκτο συγκάτοικο, που καταλερώνει την κλίνη της ψυχής και συγχρόνως να αντλούμε το νερό των δακρύων, από το οποίο δροσίζεται και ο νους μας ο Ιακώβ, και οι ευσεβείς λογισμοί που γεννιούνται από αυτόν, και τα κτήνη του, εννοώ η επιθυμία και ο θυμός. Εάν αντλήσουμε αυτό το νερό των ματιών, θα παρουσιαστεί πνευματικά ο Λόγος του Θεού διψώντας τη σωτηρία μας και θα μας χορηγήσει τις βροχές των πνευματικών δωρεών, διότι σ’ Αυτόν αρμόζει κάθε τιμή και δοξολογία. τώρα και πάντοτε και στους ατέλειωτους αιώνες.
Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου