Η ΠΑΡΑΔΟΞΟΛΟΓΙΑ -- Του Φώτη Κόντογλου

Και η πνευματική παραμόρφωση

Πολλοί άνθρωποι σήμερα δεν νοιάζουνται για την ουσία της ζωής, για το μυστήριό της και για την άβυσσο που βρίσκεται μέσα στην ψυχή του ανθρώπου, αλλά καταγίνουνται με κάποια πράγματα ξώπετσα κι αλαφρά, για να ξεχάσουνε τον εαυτό τους. Κάνουνε λοιπόν ένα σωρό ανόητα καμώματα, που δεν έχουνε καμιά σοβαρότητα, για να επιδειχτούνε στους άλλους και για να βγούνε – ας είναι και για μια στιγμή – από την αφάνεια που τους πνίγει. Περισσότερο από τους άλλους, όσοι περνάνε για ανθρώποι της πνευματικής ζωής, επιδίδουνται στις παραδοξολογίες, και στο ποιος να πει, να γράψει ή να ζωγραφίσει κάποιες παραξενοφαντασίες.

Η αρρώστια αυτή δεν είναι καινούργια, μα στον καιρό μας φούντωσε. Την κουβαλάνε σε μας, σαν να ΄ναι γρίπη, κάποιοι που έρχονται απ’ έξω, από το εξωτερικό.

Είναι οι λεγόμενοι εκκεντρικοί, που όλα τους είναι σκηνοθετημένα και προμελετημένα με προσποιημένη αφέλεια, για να κάνουνε εντύπωση σε μας που ζούμε στις… «υπανάπτυκτες χώρες», κρυφά από τον Θεό. Αυτοί είναι οι μοντέρνοι, μπαλόνια φουσκωμένα με μολεμένον ευρωπαϊκό αγέρα, γεμάτοι επιπολαιότητα, και λένε όλοι τους τις ίδιες στερεότυπες ανοησίες, με την ιδέα πως είναι τα πιο πρωτότυπα και πρωτόφαντα πράγματα, «νεφέλαι άνυδροι υπό ανέμων περιφερόμεναι, δένδρα άκαρπα δις αποθανόντα», κατά τον απόστολον Ιούδα. Οι λαϊκοί άνθρωποι, όποιοι και να ΄ναι, έχουνε απάνωτους, τις περισσότερες φορές, σαν φτάξουνε σε μια ηλικία, κάποια σοβαρότητα. Μα τούτοι οι «διανοούμενοι», όπως τους λένε, «οι άνθρωποι του κόσμου, οι κοσμοπολίτες», που ΄ναι τόσο σαχλοί κι αποκρουστικοί, δεν έχουνε καν αυτή τη σοβαρότητα της ηλικίας. Ίσια-ίσια, όσο γερνάνε, τόσο πιο ανόητοι γίνουνται, θέλοντας να δείξουνε πως το πνεύμα τους είναι γεμάτο σφρίγος, κι η συζήτησή τους δροσερή, τόσο δροσερή μάλιστα, που ν΄ ανατριχιάζεις, σαν να βρίσκεσαι μέσα σε ψυγείο! Για τους τέτοιους είναι που λέγει ο σοφός Σειράχ: «Τρία εμίσησεν η ψυχή μου. Πτωχόν υπερήφανον, και πλούσιον ψεύστην, και γέροντα μοιχόν, ελαττούμενον συνέσει». Γιατί, οι περισσότεροι από τους ανθρώπους έχουνε μια αρρωστιάρικη ερωτομανία, κι αυτή είναι η πηγή απ’ όπου αναβρύζει κάθε λογής ανοησία. Τις περισσότερες φορές αυτοί οι τύποι, που συχνάζουνε στις κοσμικές συγκεντρώσεις, είναι πολύξεροι και πολυδιαβασμένοι στα φράγκικα, και κάνουνε επίδειξη για τα πολλά που ξέρουνε, μα η συνομιλία τους είναι ανάλατη, δίχως ουσία. Αυτοί κάνουνε όλο «πνεύμα», κι είναι τόσο ανάλατο, που χρειάζεται μεγάλη υπομονή για να μη φύγει κανένας, αν τύχει να βρεθεί ανάμεσα στο ακροατήριό τους. Την ώρα που κανένας τέτοιος βρίσκεται στον κολοφώνα της ευφράδειας και της θριαμβευτικής παραδοξολογίας, εσύ κουνάς το κεφάλι σου και θυμάσαι πάλι κάποια άλλα λόγια του Σειράχ, που λέγει: «Πένθος νεκρού επτά ημέραι, μωρού δε και ασεβούς πάσαι αι ημέραι της ζωής αυτού. Υπέρ μόλυβδον τι βαρυνθήσεται; Και τι αυτώ όνομα, αλλ’ ή μωρός;». Από τέτοιους μωρολόγους και ξιπασμένους ταχυδακτυλουργούς γεμίσανε κι οι τέχνες, η λογοτεχνία, η ζωγραφική, κι οι άλλες. Σήμερα οι περισσότεροι καλλιτέχνες είναι κάποιοι μικρόμυαλοι, που δεν έχουνε τίποτα να εκφράσουνε, μα ωστόσο κράζουνε πως συγκλονίζουνται από «αγωνίες ανέκφραστες», από «σεισμούς ψυχικούς», από «κραδασμούς του υποσυνείδητου» (ανάθεμα σε κείνον τον γεροβρουκόλακα, τον Φρόυντ), από «συμπλέγματα», από «ηρωικές αντιλήψεις της ζωής» κ.ά. Κι όλα αυτά, δίχως πίστη καμιά σε τίποτα, που το καυχιούνται κι όλας, γιατί η απιστία είναι το πιο σίγουρο σημάδι για να περάσει κανένας για σπουδαίο μυαλό, κι ας είναι γεμάτο μικρολογίες κι απίστευτες τρέλες. Και πάλι καλά, αν υπάρχουνε και μωρολογίες μέσα σ’ ένα σημερινό βιβλίο ή σε μια ζωγραφιά. Τις περισσότερες, όμως, φορές δεν υπάρχει τίποτα άλλο από παλαβά λόγια, γραμμένα σαν τους χρησμούς της Πυθίας, ή μουτζούρες από μπογιές. Δόθηκε πια συχωροχάρτι να κάνει ο καθένας ό,τι κατεβαίνει στο ξερό του, εν ονόματι της «ελευθερίας»! Καταργήθηκε η πνευματική τάξη. Ο καθένας γίνεται τεχνίτης σαν από μαγεία, δίχως να ξέρει τίποτα. Ίσια-ίσια, τότε είναι πιο σπουδαίος. Γεμίσανε, λοιπόν, τον κόσμο με τέτοια ελεεινά πράγματα αυτοί οι σημερινοί ουρανοκατέβατοι τεχνίτες, που ντρέπεται ένας άνθρωπος και να τα δει μοναχά, όχι να μιλήσει γι’ αυτά. Και κοντά σ’ αυτούς βγαίνουνε και κάποιοι άλλοι χασομέρηδες που λέγονται «κριτικοί», κι αυτοί εξηγάνε βαθυστόχαστα εκείνα τα αριστουργήματα. Τούτη η πνευματική πανούκλα άπλωσε από τη μια άκρη του κόσμου ως την άλλη, κι οι άνθρωποι αρρωστήσανε βαριά, και δεν ξέρουνε πια τι κάνουνε και τι λένε, πιο είναι το καλό και πιο είναι το κακό. Για όλα αμφιβάλλουνε, και μοναχά για τις ψευτιές είναι σίγουροι πως είναι αλήθειες. Μια φριχτή σκλαβιά έπεσε πάνω στην ανθρωπότητα και την έδεσε πιστάγκωνα. Ο διάβολος σάστισε τους ανθρώπους, έσβησε το άσβηστο καντήλι που είχανε μέσα τους και που τους οδηγούσε στην αλήθεια, και τους κατάντησε ένα κοπάδι από τρελά ζώα. «Άνθρωπος εν τιμή ων, ου συνήκεν. Παρεσυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς».

***

Δυστυχισμένε άνθρωπε! Από άρχοντας που ήσουνα, κατάντησες να φυλάγεις χοίρους και να τρως ξυλοκέρατα μαζί τους. Έπεσε από την τιμημένη κεφαλή σου το χρυσό στεφάνι. Αντί τη βασιλική τη στράτα που πορευόσουνα, πήρες τις κακοτράχαλες γιδόστρατες, που σε πάνε στον χαμό σου. Αρνήθηκες τον ήλιο κι αγάπησες το σκοτάδι. Άραγε θα νιώσεις τίποτα από τα παρακάτω λόγια κάποιου αρχαίου σοφού, ή παραμορφώθηκε η ψυχή σου ολότελα και δεν θα καταλάβεις τίποτα; «Και τώρα – λέγει η σοφία στον άνθρωπο – άκουσέ με, γυιέ μου. Μακάριος είναι ο άνθρωπος που θα μ’ ακούσει και που θα φυλάξει τους δρόμους μου. Αγρύπνα κάθε μέρα κοντά στην πόρτα μου. Γιατί από κει βγαίνει η ζωή. Όσοι όμως με καταφρονούνε αδικούνε τις δικές τους τις ψυχές, κι όσοι με μισούνε αγαπάνε τον θάνατο». Κι αλλού γράφει αυτός ο σοφός: «Ο άνθρωπος μπορεί να πορεύεται σ’ έναν δρόμο που θαρρεί πως είναι σωστός, μα τον βγάζει στο τέλος στον πάτο του Άδη». «Ο Θεός ανοίγει κακοτράχαλους δρόμους στους πονηρούς». «Κύριε, μάταια λόγια και ψεύτικα· ξεμάκρυνέ τα από μένα». «Τέκνο μου, αγάπησε την παιδεία από τώρα που είσαι νέος, και στα γεράματά σου θα νιώσεις την ανάπαυσή της και την ευφροσύνη της. Γι’ αυτό αγάπα να ακούς λόγια καλά κι αληθινά, κι ανάμεσα στους γεροντότερους κοίταξε ποιος είναι πιο σοφός, και κόλλησε κοντά του. Αν δεις έναν τέτοιο άνθρωπο, από το γλυκοχάραγμα πήγαινε στην πόρτα του, και τα σκαλοπάτια του ας τριφτούνε από τις πολλές φορές που θα τ’ ανεβούνε τα πόδια σου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου