Ο Ιησούς μπροστά στον Πιλάτο ακούει την άδικη κατηγορία των Ιουδαίων και σιωπά. Ο ηγεμόνας, ενώ πείθεται για την αθωότητα του Ιησού, προτείνει την ανταλλαγή του με τον ληστή Βαραββά. Αποτυγχάνει και νίβοντας τα χέρια του τον παραδίδει στους σταυρωτές του λέγοντας: «Αθώός ειμι από του αίματος του δικαίου τούτου· υμείς όψεσθε». Και αυτοί επίμονα κραυγάζουν: «Το αίμα αυτού εφ΄ ημάς και επί τα τέκνα ημών» (Ματθ. 27: 24-25). Η φράση αυτή έμελλε να αποδειχθεί προφητεία, που εκπληρώθηκε παράδοξα κατά διττό τρόπο. Το αίμα του Ιησού Χριστού πέφτει πάνω στους ανθρώπους και, ανάλογα με τη στάση τους απέναντί του, γίνεται γι΄ αυτούς κατάρα ή ευλογία, καταδίκη ή λύτρωση. Όπως ακριβώς το πρόσωπο του Ιησού Χριστού είναι ο λίθος ο ακρογωνιαίος, που όσοι πέφτουν πάνω του συντρίβονται στα πέταυρα του άδη ή εκτοξεύονται στα ύψη του ουρανού, όπως όλος ο Κύριός μας είναι το αντιλεγόμενο σημείο, που ελέγχει και κρίνει τον άνθρωπο απέναντι στην υπόθεση της πίστεως και της σωτηρίας, έτσι και το αίμα του Χριστού σταθμίζει τη ζωή μας για τη λύτρωση ή όχι. Στην περίπτωση που ταπεινά το δεχόμαστε, είναι το «λύτρον» και ζούμε τη λυτρωτική του δύναμη. Στην αντίθετη, ταυτίζεται με την καταδίκη και τον αιώνιο χαμό μας.
ΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΑΣ
«Χαίρε κυοφορούσα οδηγόν πλανωμένοις»
(Χαίρε Παναγία που κυοφορείς τον οδηγό σ’ αυτούς που πλανώνται)
1. Η αμαρτία ως εκτροπή από το θέλημα του Θεού οδήγησε τον άνθρωπο στην πλάνη:
να μην μπορεί να προσανατολιστεί σωστά, να μην μπορεί να σχετισθεί ορθά με τον
συνάνθρωπό του, με τον εαυτό του, με την ίδια τη φύση. Κι αυτό γιατί διαγράφοντας
ο άνθρωπος το φως της ζωής του, τον Πατέρα και Δημιουργό του, οδηγείται στο
σκοτάδι της άγνοιας: στον σκοτασμό του νου, με αποτέλεσμα αντί του Κτίστη να λατρεύει
τα κτίσματα, αντί της αγάπης να εχθρεύεται τον συνάνθρωπο, αντί της συναίσθησης
των κτιστών ορίων του να καυχάται και να υπερηφανεύεται, αντί της αίσθησης της
διακριτικής βασιλικής εξουσίας του να φοβάται ως δούλος και αυτήν τη φύση.
Τη ΙΖ΄ (17η) Απριλίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΜΑΚΑΡΙΟΥ Αρχιεπισκόπου Κορίνθου του εν τη νήσω Χίω ασκήσαντος και εν αυτή οσίως εν έτει αωε΄ (1805) τελευτήσαντος και προς Κύριον μεταστάντος.
Μακάριος ο εν Αγίοις Αγιώτατος Πατήρ ημών, ο της Κορίνθου Αρχιεπίσκοπος και της νήσου Χίου το καύχημα, το της αρετής ακροθίνιον, ο εν τοις εσχάτοις καιροίς διαλάμψας, εορτάζεται σήμερον, Οσιώτατοι Πατέρες και αδελφοί ευλαβέστατοι, του οποίου τον Βίον συνέγραψεν ο ρητορικώτατος κάλαμος του πνευματικού αυτού τέκνου και μεγάλου διδασκάλου Αθανασίου του Παρίου, διο εντείνατε την προσοχήν σας, ίνα ακούσητε Βίον γλυκύτατον νέου μεγάλου Αγίου από τοιούτον μέγαν διδάσκαλον γεγραμμένον και μεγάλως θέλετε πνευματικώς ευφρανθή. Eπαινετή βέβαια και λίαν θαυμαστή εστάθη πάντοτε και πανταχού, ως θεός και θεοποιός η ευλογημένη αρετή. Ποίος δεν γνωρίζει τούτο; Και ποίος δεν το ομολογεί; Είναι τούτο γεγονός αναμφισβήτητον. Αλλά, παρακαλώ, ας μη φανή παράδοξον εις κανένα αυτό, το οποίον έρχομαι να είπω.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Οι Ορθόδοξοι της Αντιοχείας επί Ευζωΐου
Το 360 επίσημος Επίσκοπος Αντιοχείας, στη θέση του εξορισθέντος Αγίου Μελετίου,
τοποθετήθηκε ο Ευζώιος. Ο Ευζώιος ήταν αρειανόφρονας γι' αυτό και οι Ορθόδοξοι "διαχωρισθέντες
ἀπὸ τοὺς κακοδόξους, συνηθροίζοντο εἰς τὴν Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν κειμένην ἐν τῇ
καλουμένη Παλαιᾷ" (Μελετίου Αθηνών, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος α΄,
Βιέννη, 1783, σελ. 349). Χωρίσθηκαν δηλαδή όχι μόνο από τον Ευζώιο, αλλά και
από τους συν αυτώ και εκκλησιαζόντουσαν στην παλιά πόλη της Αντιόχειας, σε έναν
ναό που είχαν κτίσει οι Απόστολοι. Όπως γράφει ο ιστορικός: "χωρισθέντες
ἀπὸ τὴν Ἀρειανικὴν συμμορίαν, τὰς θείας ἐτέλουν λειτουργίας ἐν τῇ καλουμένῃ Παλαιᾷ"
(στο ίδιο, σελ. 379).
Οι Ορθόδοξοι της Κωνσταντινουπόλεως από το 350 έως το 379
Το 350 επίσημος Επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, στη θέση του εξορισθέντος Αγίου Παύλου, τοποθετήθηκε ο Μακεδόνιος, ο οποίος ήταν Πνευματομάχος.
"ΔΩΡΕΑ ΟΡΓΑΝΩΝ ΣΩΜΑΤΟΣ: ΘΕΑΡΕΣΤΗ ΠΡΑΞΗ Ή ΕΓΚΛΗΜΑ; Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ" -- Με τον ιατρό κ. Κυπριανό Χριστοδουλίδη
-------------------------
« Οὐ σιωπήσωμέν ποτε, Θεοτόκε, τὰς δυναστείας Σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι·
εἰ μὴ γὰρ Σὺ προΐστασο πρεσβεύουσα, τίς ἡμᾶς ἐῤῥύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων; Τίς
δὲ διεφύλαξεν ἕως νῦν ἐλευθέρους; Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ Σοῦ· Σοὺς γὰρ δούλους
σῴζεις ἀεί, ἐκ παντοίων δεινῶν. »
Μέ μικρή προσθήκη είναι καί τό επισυναπτόμενο στόν σύνδεσμο που ακολουθεί https://kyprianoscy.blogspot.com/2021/04/blog-post_16.html
Ἔχουν κάνει τὴν ἕνωση μὲ τοὺς παπικοὺς καὶ μᾶς «δουλεύουν ψιλὸ γαζὶ» οἱ «δικοί» μας οἰκουμενιστές!
ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ τὸ ἄκρως διαφωτιστικὸ ἄρθρο τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου μὲ τίτλο: «Διάλογος Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν» καὶ δὲν πιστεύαμε στὰ μάτια μας γιὰ μία πελωρίων διαστάσεων «λεπτομέρεια», τὴν ὁποία μᾶς κρύβανε ἐπιμελῶς οἱ οἰκουμενιστὲς ἐδῶ καὶ σαράντα χρόνια. Ὁ Σεβασμιώτατος παραθέτει ἀπόσπασμα ἀπὸ σύγγραμμα τοῦ καθηγητῆ κ. Α. Παπαδόπουλου, ὁ ὁποῖος ἀπέδειξε πώς, ὅταν ἔγινε ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων μεταξὺ Ἀθηναγόρα καὶ Πάπα τὸ 1965, χρησιμοποιήθηκε διαφορετικὴ ὁρολογία στὴν ἑλληνικὴ μετάφραση ἀπὸ ἐκείνη τοῦ πρωτοτύπου, ποὺ προορίζονταν γιὰ τοὺς παπικούς. «Τὸ κείμενο τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων ἔχει τὸν ὅρο excommunication, ὁ ὁποῖος στὴν ἐπίσημη μετάφραση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μεταφράζεται ὡς "ἀναθέματα". Τὸ κείμενο, δηλαδή, μιλοῦσε γιὰ "ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας". Οἱ New York Times μετέδωσαν τὴν ἀπὸ κοινοῦ ἀγγελία τοῦ Βατικανοῦ καὶ τοῦ Φαναρίου τῆς 7ης Δεκεμβρίου 1965 διά τὴν ἄρση τοῦ excommunication (τῆς ἀκοινωνησίας τοῦ Λατινικοῦ κειμένου) εἰς τὴν πρώτη σελίδα, ὡς τὸ τέλος τοῦ σχίσματος τοῦ 1054 καὶ ὡς τὴν ἐπανάληψη τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας, ποὺ εἶχε τότε διακοπεῖ. Φαίνεται πλέον σαφῶς ὅτι τὸ Ἑλληνικὸ κείμενο, ποὺ ἀναγγέλλει τὴν "ἄρση τῶν ἀναθεμάτων" ἦτο τεχνηέντως παραπλανητικόν. Φαίνεται ὅτι εἶχε σκοπὸν νὰ ἀμβλύνη ἐνδεχομένας ἀρνητικὰς ἀντιδράσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας"» (Ἱστολ. Δόγμα). Μὲ ἄλλα λόγια, ἐνῶ οἱ δύο πλευρὲς συνυπέγραψαν τὴν ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας, ἤτοι: ἀποκατέστησαν τὴν μυστηριακὴ ἕνωση καὶ σὲ μᾶς «πλάσαραν» τὴν δῆθεν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων! Ἂν ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα τότε ἔχουν κάνει τὴν ἕνωση μὲ τοὺς παπικοὺς καὶ μᾶς «δουλεύουν ψιλὸ γαζὶ» οἱ «δικοί» μας οἰκουμενιστές!
(Ο.Τ. 2045)