1. Ἀπαγορευμένη καὶ ἐπιτρεπόμενη ἀποτείχιση
Τὸν τελευταῖο καιρὸ γίνεται συχνὰ λόγος γιὰ «ἀποτείχιση»
καὶ «ἀποτειχισμένους» πιστούς, μὲ συχνὴ ἐπίσης καὶ μᾶλλον σκόπιμη παρανόηση τοῦ
ἐννοιολογικοῦ περιεχομένου αὐτῶν τῶν λέξεων. Τὸ οὐσιαστικὸ ἀποτείχισις παράγεται ἀπὸ τὸ ρῆμα ἀποτειχίζω, τὸ ὁποῖο σύμφωνα μὲ τὰ Λεξικὰ σημαίνει: ὀχυρώνω, ἀποκλείω διὰ τείχους, ἐγείρω μεσότοιχον. Ἑπομένως καὶ ἡ λέξη «ἀποτείχισις» σημαίνει: ἀποκλεισμὸς διὰ τείχους, ὀχύρωσις. Τὸ δὲ
τεῖχος ποὺ ὑψώνει κανεὶς γιὰ νὰ ἀμυνθεῖ καλεῖται ἀποτείχισμα.
Εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ χρήση τῆς λέξεως ἀποτείχιση προϋποθέτει ὅτι ὑπάρχει κάποιος κίνδυνος, κάποιος ἐχθρός, γιὰ τὴν προφύλαξη ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὑψώνει κανεὶς ἕνα τεῖχος. Στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα ἡ ἔννοια αὐτὴ τῆς ἀποτειχίσεως φραστικὰ εἰσάγεται ἀπὸ τὸν 15ο κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπὶ Μ. Φωτίου (861), ὅπου εἶναι σαφέστατο καὶ ἡλίου φαεινότερο ποιός εἶναι ὁ κίνδυνος ποὺ ἐπιβάλλει τὴν ἀποτείχιση. Αὐτὸς εἶναι ἡ αἵρεση καὶ οἱ αἱρετικοὶ ἐπίσκοποι.