Ένας γέροντας άγιος και ασκητής παρεκάλεσε μία φορά τον Κύριο να του διδάξη ποιά είναι η κρίση του. Διότι, είπε, βλέπω άλλοτε μεν ανθρώπους δικαίους και ευλαβείς να βρίσκωνται σε μεγάλη φτώχεια και δυστυχία. Άλλοτε πάλι βλέπω άδικους και αμαρτωλούς να είναι σε μεγάλο πλούτο και ανάπαυση. Άλλοτε πάλι πολλοί δίκαιοι και ευλαβείς να αδικούνται και να βασανίζωνται άδικα, πολλοί δε άδικοι και άξιοι θανάτου αμαρτωλοί και παράνομοι να ζουν και να πλουτίζουν. Τότε άκουσε φωνή που του έλεγε.
Μη
ζητάς εκείνα τα οποία δεν φτάνει ο νους και γνώση σου, μήτε να ερευνάς τα
απόκρυφα. Διότι οι κρίσεις του Θεού είναι άβυσσος και βάθος μέγα και πολύ. Πλην
όμως επειδή ζήτησες να μάθης κατέβα στον κόσμο και κάθισε στο τάδε μέρος και πρόσεχε
εκείνα που θα δης, για να καταλάβης μικρό μέρος από τις κρίσεις του Θεού και να
γνωρίσης πως είναι ανεξερεύνητη και ανεξιχνίαστη η προνοητική των πάντων του
Θεού διακυβέρνηση.
Πράγματι, ο γέροντας πήγε και κρύφτηκε κάτω από ένα δένδρο, όπου μπροστά του υπήρχε ένας πλατύς δρόμος και περνούσαν πολλοί άνθρωποι.