Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΝΗΠΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΩΣ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ* --- Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ

Στό πλαίσιο τῆς ἐµψυχούµενης ἀπό τίς ἡσυχαστικές πρακτικές παράδοσης εἶναι δυνατόν νά ἑρµηνευθεῖ  ἒγκυρα ἡ ἐθνική, κοινωνική, πολιτιστική, ἀλλά καί πολιτική ἱστορία τῆς Ἑλληνορθοδοξίας. Ἡ «Βυζαντινή» καί «Μεταβυζαντινή» διάρκεια δέν µπορεῖ νά ἀποτιµηθεῖ σωστά χωρίς γνώση τῆς πατερικῆς Θεολογίας, πού δέν εἶναι ἂσαρκη, στοχαστική-διανοητική θεολόγηση, ἀλλά καρπός εὒχυµος τῆς ἡσυχαστικῆς πράξης, ὡς ἂσκησης. 

1. Ὁ Ἡσυχασµός συνιστᾶ τήν πεµπτουσία τῆς ρωµαίικης (ὀρθοδόξου) παραδόσεως, ταυτιζόµενος µέ αὐτό πού περικλείει καί ἐκφράζει ὁ ὃρος Ὀρθοδοξία1 . Ὀρθοδοξία ἒξω ἀπό τήν ἡσυχαστική παράδοση εἶναι ἀδιανόητη καί ἀνύπαρκτη. Ἡ Ἡσυχαστική, ἐξ ἂλλου, πράξη εἶναι ἡ «λυδία λίθος» γιά τήν ἀναγνώριση τῆς αὐθεντικῆς χριστιανικότητος. Δέν ὑπάρχει Ἃγιος ἒξω ἀπό τήν ἡσυχαστική πράξη, ὃπως περίτρανα ἀποδεικνύει ἡ  ὑµνογραφία τῆς Ἐκκλησίας µας. Πρέπει δέ νά ἀποσαφηνισθεῖ, ὃτι ὁ Ἡσυχασµός νοεῖται κυρίως ὡς πορεία πρός τήν θέωση καί ἐµπειρία θεώσεως καί δευτερευόντως ὡς (θεολογική) καταγραφή αὐτῆς τῆς µεθόδου καί ἐµπειρίας.

Τά κείµενα, ἐξ ἂλλου, στήν Ὀρθοδοξία, τήν αὐθεντική   χριστιανικότητα, ἀκολουθοῦν τήν πράξη καί τήν περιγράφουν, ἀλλά ποτέ δέν τήν ὑποκαθιστοῦν. Οἱ «διάδοχοι» τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαµᾶ δέν βρίσκονται στήν ἀκαδηµαϊκή θεολόγηση, ἀλλά στήν ἀσκητική συνέχειά του. «Ὁ Ἡσυχασµός, ὡς ἀσκητική θεραπευτική ἀγωγή, ἦτο ἡ καρδία τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τήν ἐποχήν τῶν Ἀποστόλων καί ἐκυριάρχει εἰς ὃλην τήν Ρωµαϊκήν βασιλείαν, Ἀνατολήν καί Δύσιν»2 . Αὐτή εἶναι ἡ ὑπεύθυνη διαπίστωση ἑνός ἐκ τῶν ἐγκυροτέρων ἐρευνητῶν τοῦ Ἡσυχασµοῦ καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαµᾶ, τοῦ π. Ἰω. Ρωµανίδη. Σ’ αὐτό ἀκριβῶς τό πλαίσιο, µπορεῖ νά ἀποτιµηθεῖ ὀρθά καί ἡ συµβολή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ3 . Ἀποτελῶν συνέχειαν τῶν ἀρχαίων Πατέρων, τῆς ἑνιαίας καί ἀδιάτµητης πατερικῆς παραδόσεως, «ἐξέφρασε –κατά τόν σεβαστόν Γέροντα π. Θεόκλητον Διονυσιάτην- τό αἰώνιον πνεῦµα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀνανεώνοντας ἐµπειρίας της, τά βιώµατά της, τήν διδασκαλίαν της καί τάς ἐπαγγελίας της4 ». Συνέβαλε, ἒτσι, ἀποφασιστικά στή διάσωση τῆς καθόλου ταυτότητός της5 . 

2. Εἶναι, βέβαια, γεγονός, ὃτι οἱ συνέπειες τῶν ἰδεολογικῶν ἐρίδων τοῦ 14ου αἰῶνος, πνευµατικῶν καί κοινωνικῶν, ἀποδυνάµωσαν αἰσθητά τήν συρρικνωµένη ἢδη ἀπό τόν 130 αἰ. αὐτοκρατορία, ἀφήνοντάς την ἀθωράκιστη στίς ἐπεκτατικές διαθέσεις τῶν γειτόνων της καί κυρίως τῶν Ὀθωµανῶν. Ἡ αὐτοκρατορία βάδιζε νοµοτελειακά πρός τήν δύση της, καταντώντας βαθµιαῖα ἓνα θλιβερό λείψανο τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ της6 . Ἐνῶ ὃµως οἱ ἐµφύλιοι σπαραγµοί, τά κοινωνικά ρήγµατα καί οἱ ἐχθρικές προσβολές ἐξασθένιζαν προοδευτικά τήν αὐτοκρατορία, οἱ πνευµατικές δυνάµεις τοῦ Γένους, ἀναβαπτιζόµενες διαρκῶς στήν ἡσυχαστική πατερική παράδοση, ἀπέτρεψαν τόν κίνδυνο νά µεταβληθεῖ ἡ Ρωµανία (Βυζάντιο) σέ φραγκικό προτεκτοράτο, ἐνῶ παράλληλα διέσωσαν τήν ἀνεξάντλητη πηγή τῶν πνευµατικῶν δυνάµεων, τῆς ρωµαλαιότητας καί τοῦ ψυχικοῦ δυναµισµοῦ της µέσα στήν µακρόσυρτη δουλεία. Μετά τή λατινική (1204) καί τήν ὀθωµανική (1453) ἃλωση, αὐτό πού ἐθίγη ἦταν, κυρίως, τό πολιτικό µέρος τῆς ζωῆς τοῦ Γένους, ὂχι ὃµως καί τό πνευµατικό. Ἀπόλυτο κέντρο τῆς Ρωµηοσύνης παρέµεινε ὁ θεούµενος, ὁ ὁποῖος µπορεῖ νά φθάσει στήν θέωση «εἰς ὁποιανδήποτε ἐποχήν ἢ κατάστασιν, κρατικήν ἢ πολιτικήν»7 . Οἱ Ἃγιοι τῆς περιόδου τῆς δουλείας καί τά ἱερά λείψανα, ὃπως τῶν ἁγίων Γερασίµου καί Διονυσίου, στίς ἑνετοκρατούµενες µάλιστα περιοχές, εἶναι ἡ ἰσχυροτέρα –καί κατά τόν Εὐγένιο τόν Βούλγαρη8 – διαβεβαίωση, ὃτι ἡ πνευµατική ἀκµή τοῦ Γένους δέν ἒσβησε κατά τήν δουλεία, οὒτε ἐπιτεύχθηκε ἡ ἀλλοτρίωσή του, καί µάλιστα σέ περιοχές πολύ εὐνοϊκές πρός αὐτή τήν κατεύθυνση, ὃπως οἱ λατινοκρατούµενες. Ἡ ἡσυχαστική πνευµατικότητα µέ κέντρο τό Ἃγιον Ὂρος διαπότιζε τή συλλογική συνείδηση τοῦ Γένους, ἀφήνοντας ἐδῶ καί ἐκεῖ τούς εὐχύµους καρπούς τῆς παρουσίας, λειτουργικότητας καί δυνάµεώς της. «Ἡ ἡσυχαστική πατερική παράδοσις παρέµεινεν [...] ἡ µεγαλυτέρα πνευµατική δύναµις τοῦ Γένους»10. Ἒτσι ἐξηγεῖται τό γεγονός, ὃτι ἓνας ἀκαδηµαϊκός -µέ τά σηµερινά κριτήρια-θεολόγος, ὁ Ληξουριώτης Βικέντιος Δαµοδός (1700-1754)11 ζώντας στήν παράδοση, πού εἰσήγαγε στήν Κεφαλονιά (1560) ὁ ἃγιος Γεράσιµος, στήν ὀγκώδη ἐπιστηµονική δογµατική του ὑποστηρίζει, ἒναντι δυτικῶν καί ἡµετέρων δυτικοφρόνων, τήν θεολογία τοῦ  Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ, θεωρώντας την αὐθεντική Ὀρθοδοξία12. Ὁ Δαµοδός ὁδήγησε ἒτσι, στόν π. Ἰωάννη Ρωµανίδη καί τούς ὁµόφρονές του καί ὂχι στίς σχολαστικές «αὐθεντίες» τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν µας. Συµφωνῶ πλήρως µέ τόν Ἃγιον Ναυπάκτου, ὃταν ὑποστηρίζει ὃτι, «ὁ ἡσυχαστικός τρόπος ζωῆς κράτησε τό Γένος µέ τήν ἐθνική καί ὀρθόδοξη συνείδηση καί ἀνέδειξε τούς µάρτυρας καί ὁµολογητάς τῆς πίστεως· αὐτός δηµιούργησε τίς ὀργανωµένες Κοινότητες καί τούς Συνεταιρισµούς, αὐτός διεφύλαξε τήν ἐσωτερική ψυχική ἐλευθερία καί αὐτός δηµιούργησε τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Εἶναι γνωστόν, ὃπως ὑποστηρίχθηκε ἀπό µελετητές, ὃτι ὃλοι οἱ ἣρωες τῆς Ἐπαναστάσεως ἦταν διαµορφωµένοι βάσει τῆς Ρωµαίικης παραδόσεως καί δέν διαπνέονταν ἀπό τόν δυτικό διαφωτισµό. Στήν παράδοση τοῦ Γένους εἲχαµε δικό µας φωτισµό,τόν φωτισµό τοῦ νοός, ὃπως τόν εἶπε καί ἐξέφρασε ὁ ἃγιος Νικόδηµος ὁ ἁγιορείτης, ὁ Μακρυγιάννης κ.ἂ.»13. Ὁ Ἡσυχασµός, ὡς ὑπαρκτή Ὀρθοδοξία, διαµόρφωσε τή συνείδηση τοῦ Γένους, τό φρόνηµά του, πραγµατούµενο δηµιουργικά σ’ ὅλη τήν ἱστορική διάρκειά του. Τό Γένος ἐπέζησε µέ τή διάσωση τῆς πατερικῆς θεραπευτικῆς, πού σωζόµενη στήν πληρότητά της στά πρόσωπα τῶν Ἁγίων, ἂρδευε ἀκατάπαυστα τή συλλογική συνείδηση στήν πλατειά λαϊκή βάση, µέσω τῶν συλλογικά ἀποδεκτῶν, ἒστω καί πληµµελῶς, πρακτικῶν της. Ὁ Ἡσυχασµός εἶναι ἡ ὑπαρκτή Ὀρθοδοξία ὡς τρόπος ὑπάρξεως καί δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἀξία ἢ ἀπαξία κάποιων ἐκπροσώπων τῆς Ἡγεσίας, Ἐκκλησιαστικῆς καί Πολιτικῆς. Μέσα ὃµως ἀπό ἀλλοτριωµένους «Ἡγέτες» περνᾶ συνεχῶς ἡ (ἀλλοτριωµένη) Δύση στήν «καθ᾽ ἡµᾶς  Ἀνατολή» καί καθηµερινά διευρύνεται τό χάσµα µεταξύ πατερικότητας καί ἀντιπατερικότητας ἢ οἰκουµενιστικῆς «µεταπατερικότητας». 

3. Ἡ ἐµµονή ὃµως στήν ἡσυχαστική παράδοση καθόρισε, περαιτέρω, τίς στάσεις ἀπέναντι στή χριστιανική, ἀλλ’ ὂχι πλέον ὀρθόδοξη, Δύση, ἀλλά καί στήν ἑλληνική ἀρχαιότητα, ἢ µᾶλλον στά ἀνησυχητικά φαινόµενα στροφῆς σ’ αὐτήν, ὡς ἀρχαιολατρίας. Μέσω τῆς ἀντιπαραβολῆς τῆς ἀνατολικῆς παραδόσεως µέ τήν δυτική ἒγινε κατανοητό ὃτι ἡ Δύση ὂχι µόνο δέν ἦταν πλέον ὁµόψυχη τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά ἀπειλοῦσε καί αὐτή τήν ἱστορική ὓπαρξή της. Τόν 14ο αἰώνα ἒλαβε χώρα ἡ πρώτη σέ βάθος ἀντιπαράθεση Ἀνατολῆς- Δύσεως στό χῶρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς-θεολογικῆς παραδόσεως. Γιά πρώτη φορά δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά τεκµηριωθεῖ ἡ ριζική διαφοροποίησή τους καί τό ἀσύµπωτο µεταξύ τους. Ἀπεδείχθη, ὃτι εἶχε διαµορφωθεῖ στή Δύση µιά ἀλλοτριωµένη χριστιανοσύνη, ὑποστασιοποιούµενη σέ ἓνα πολιτισµό στούς ἀντίποδες τῆς ρωµαίικης Ἀνατολῆς. Ἡ νοοτροπία, πού ἐνσάρκωνε ὁ Βαρλαάµ, κορυφώθηκε στόν ἂγγλο ἱστορικό Γίββωνα (1737-1794), πού ἐξέφρασε µέ κλασικό τρόπο τή συνείδηση τῆς Δύσεως γιά τή Ρωµαίικη Ἀνατολή καί προετοίµασε, µαζί µέ τόν ρατσιοναλιστή παπικό ἐκκλησιαστικό ἱστορικό Mosheim (18ος αί.)15, τόν Ἀδαµάντιο Κοραῆ ὡς πατριάρχη τῶν ἡµετέρων δυτικιζόντων. Τό ἐσωτερικό φῶς τῶν Ἡσυχαστῶν ἦταν γιά τόν Γίββωνα «προϊόν µιᾶς κακόγουστης ἰδιοτροπίας· δηµιουργία ἑνός κενοῦ στοµάχου καί ἑνός κούφιου µυαλοῦ». Ὁ Ἡσυχασµός εἶναι γι’ αὐτόν ἡ κορύφωση «τῶν θρησκευτικῶν ἀνοησιῶν τῶν Γραικῶν»16. Αὐτές οἱ προκαταλήψεις , παγιωµένες στήν εὐρωπαϊκή συλλογική συνείδηση µέσω τῆς παιδείας διαµορφώνουν ἒκτοτε τή δυτική στάση ἒναντι τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, καί ἰδιαίτερα ἒναντι τοῦ Ἑλληνισµοῦ ὣς σήµερα. Ἀπό τήν ἂλλη πλευρά, ἡ ἑλληνικότητα, πού ἐνσάρκωναν οἱ σχολαστικοί τοῦ Βυζαντίου, ὃπως ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς (διεκήρυττε    ἀπροκάλυπτα ὃτι εἶναι «Ἓλλην»), διαφοροποιόταν διαµετρικά ἀπό τήν ἑλληνικότητα, ὃπως αὐτή ἀφοµοιώθηκε µέσα στήν πατερικότητα καί συνιστᾶ τήν φυσική συνέχεια τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας, µέσα ὃµως ἀπό τήν πατερική σύνθεση ἑλληνικότητας καί χριστιανικότητας, πού ὁδήγησε στήν πολιτιστική πραγµατικότητα τῆς Ρωµηοσύνης17. \

4. Ὁ Ἡσυχασµός θά διαδραµατίσει, ἐξ ἂλλου, σηµαντικό ἑνωτικό ρόλο στά ταραγµένα πολιτιστικά καί διασπασµένα λόγω τῶν περιπετειῶν τους Βαλκάνια. Οἱ Ἡσυχαστές θά µετακινοῦνται ἐλεύθερα σ’ ὃλη τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ἀπό τόπο σέ τόπο, ὑπερβαίνοντας τίς ἐθνικές διαφορές, πού µετά τό 1204 ἂρχισαν νά τονίζονται εἰς βάρος τῆς ἑνότητας στό ἐκκλησιαστικό σῶµα. Ἀπό τόν µεγάλο ρωµαιοκαθολικό ἁγιολόγο Fr. Halkin ἒγινε λόγος γιά µία «Διεθνῆ τοῦ Ἡσυχασµοῦ». Ἡ ἑνότητα τοῦ Γένους, στή βαλκανική διάθλασή της, ἀπειλήθηκε, ἀλλά καί περιστασιακά καταλύθηκε, ἀπό τήν παράταξη τῶν ἀντιησυχαστῶν, «λατινελλήνων» (κατά τόν ἃγιο Γρηγόριο Παλαµᾶ) καί «γραικολατίνων» (κατά τόν ἃγιο Μάρκο Εὐγενικό), οἱ ὁποῖοι ταυτίσθηκαν µέ τήν φραγκολατινική µεταφυσική, συνεχίζοντας τόν πνευµατικό δυϊσµό τῆς «βυζαντινῆς» λογιοσύνης, πού ἐνσάρκωσαν προγραµµατικά ὁ Ψελλός καί ὁ Ἰταλός. Οἱ δυτικίζοντες ἀντιησυχαστές θεωροῦσαν παρακµή τό γεγονός, ὃτι ἡ Ἀνατολή δέν εἶχε σχολαστική θεολογία καί ἐµερίµνησαν γιά τήν εἰσαγωγή της στή ζωή καί τήν παιδεία τοῦ Γένους18. Ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ Ἡσυχασµοῦ καί ἡ στροφή στή µεταφυσική θεολόγηση ἀλλοτρίωσε προοδευτικά τήν ταυτότητα τοῦ Γένους, τό ὁποῖο µετά τήν ἳδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, ἀπελευθερώθηκε µέν ἀπό τή δουλεία τῆς «Τουρκίας», ἀλλά ὂχι καί ἀπό ἐκείνη τῆς «Φραγκίας». Κατά τόν π. Ρωµανίδη «µέ τήν ἐκδίωξιν τῶν ἡσυχαστῶν ἀπό τήν ἰδεολογίαν τοῦ Νεοελληνισµοῦ καί τήν ἐπικράτησιν τοῦ Κοραϊσµοῦ, ἡ κάθαρσις ἀντικατεστάθη µέ τήν ἠθικήν καί ὁ φωτισµός µέ τήν κατήχησιν». Ἒτσι, «οἱ ἡσυχασταί πνευµατικοί Πατέρες ἀντικατεστάθησαν ἀπό ἠθικολογοῦντες ὀργανωτές κατηχητικῶν σχολείων, πού ἐφόρτωσαν τήν νεολαίαν µέ ἠθικόν σύστηµα, πού µόνον ὑποκριτής ἠµπορεῖ νά δώση τήν ἐντύπωσιν ὃτι ἐφαρµόζεται.Ἒτσι καί οἱ βίοι τῶν Ἁγίων κατήντησαν ἐν πολλοῖς εἶδος µυθολογίας»19. Ὁ Ἡσυχασµός ἐκτοπίσθηκε ἀπό τόν µεταφυσικό στοχασµό καί τόν δογµατισµό στό χῶρο τῆς θεολογήσεως, ἀλλά καί ἀπό τόν εὐσεβισµό στό χῶρο τῆς λαϊκῆς θρησκευτικότητος. Τά µοναστήρια ἒχασαν, ἒτσι, τό ἀληθινό θεραπευτικό νόηµά τους, ὑποκαθιστάµενα ἀπό κοσµικά ἱεραποστολικά σχήµατα, µέ τό αἲτηµα νά µεταβληθοῦν καί αὐτά σέ κέντρα δράσεως διά κοινωφελεῖς σκοπούς. Ἡ ἒκδοση τῶν ἒργων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαµᾶ, ὑπό τήν διεύθυνση τοῦ ἀειµνήστου καθηγητοῦ Παν. Χρήστου, καί ἡ ἐπιστηµονική, ἀλλά καί βαθύτατα παραδοσιακή προσέγγιση τοῦ Ἡσυχασµοῦ ἀπό ἁγιορεῖτες, ὃπως ὁ µακαριστός π. Θεόκλητος Διονυσιάτης καί Θεολόγους, µέ πρωτοπόρους τόν π. Ἰωάννη Ρωµανίδη καί τόν Σεβασµιώτατον Μητροπολίτην Ναυπάκτου καί ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεο, συνέβαλαν στήν ἐπανακάλυψη τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, τῶν πατερικῶν δηλαδή θεµελίων µας. «Σήµερα περισσότερο ἀπό κάθε ἂλλη φορά, συνειδητοποιοῦµε τή µεγάλη ἀξία τῆς Ρωµαίικης-ἡσυχαστικῆς παραδόσεως»20. Ὁ σύγχρονος ἂνθρωπος ἀναζητεῖ θεραπεία ἀπό τά ψυχολογικά καί ὑπαρξιακά προβλήµατά του. Ἡ προσφορά, συνεπῶς, µιᾶς ἰδεολογικοποιηµένης ἢ θρησκειοποιηµένης «Ὀρθοδοξίας» περιπλέκει µᾶλλον τά προβλήµατα, ἀντί νά τά ἐπιλύει, καθιστώντας τήν Ὀρθοδοξία ἀποκρουστική καί ἂχρηστη. «Ἡ ἡσυχαστική µας παράδοση θεραπεύει, ἀντίθετα, τόν πυρήνα τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου»21. Καταλήγω, συνεπῶς, ταυτιζόµενος καί στό σηµεῖο αὐτό µέ τόν Ἃγιο Ναυπάκτου: «Ὁ Ἡσυχασµός, ὃπως τόν ἐξέφρασε ὁ ἃγιος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς καί τόν διεφύλαξε ὡς κόρην ὀφθαλµοῦ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εἶναι ἡ ζωή τοῦ σύγχρονου κόσµου»22. Συγχαρητήρια γιά τήν συµπλήρωση εἰκοσαετίας θεοφιλοῦς ποιµαντορίας, Ἃγιε Ναυπάκτου. Εἰς πολλά ἒτη, Δέσποτα!

* Ἀνακοίνωση στὸ Συνέδριο (3.10.2015) τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου διὰ τὴν συμπλήρωση εἰκοσαετίας ἀπὸ τὴν ἐνθρόνιση τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Ἱεροθέου.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Βλ. π. Ἰ.Σ. Ρωμανίδου, Ἐκκλησιαστικαί Σύνοδοι καί Πολιτισμός, Θεολογία τ. 66 (1995) 646-680 {καί ἀγγλιστί στόν τ. 63 (1992) 421-450}. Πρβλ. τοῦ Ἰδίου, Ἡ θρησκεία εἶναι νευροβιολογική ἀσθένεια, ἡ δέ Ὀρθοδοξία ἡ θεραπεία της, στόν τόμο Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνισμός, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κουτλουμουσίου, Β΄ Τόμος,1996, σ. 67-87. 2. π. Ἰ.Σ. Ρωμανίδου, Ρωμαῖοι ἢ Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἒργα, 1: Ὑπέρ τῶν Ἱερῶς ἡσυχαζόντων. Τριάς Α΄. Θεσσαλονίκη 1984, σ. 12. 3. Πρβλ. π. Ἰ.Σ. Ρωμανίδου, στό ἲδιο, σ. 32. 4. Ἀθωνικά Ἂνθη, 1(1962) σ. 79 (=Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ Ἃγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς). 5. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Ὀρθόδοξος καί Εὐρωπαϊκός πολιτισμός, Μεγέθη ἀλληλοσυμπληρούμενα ἢ ἀλληλοαποκλειόμενα; Ἀθῆναι 1996. 6. Πρόχειρα στοῦ Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Ἑλληνισμός Μαχόμενος, Ἀθήνα 1995 (ἐδῶ: σ.13-40: Ἡσυχαστές καί Ζηλωτές. Πνευματική ἀκμή καί κοινωνική κρίση στόν βυζαντινό 14ο αἰώνα). 7. π. Ἰ.Σ. Ρωμανίδου, Ρωμαῖοι ἢ Ρωμηοί Πατέρες..., σ. 32. 8. Βλ. Ἐπιστολή Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως πρός Πέτρον Κλαίρκιον. Περί τῶν μετά τό σχίσμα Ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν γινομένων ἐν αὐτῇ θαυμάτων. Ἀθήνησιν 1844. 9. Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Σ. Βλάχου (Μητροπολίτου              Ναυπάτου),Ὁ Ἃγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ἁγιορείτης, Λεβαδειά 1992. Καί κατά τόν π. Ἰ. Ρωμανίδη (Ρωμαῖοι ἢ Ρωμηοί Πατέρες, σ. 31: «ἡ  θεραπευτική ἀγωγή τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως μετεφέρθη ἀπό τήν κοσμικήν Ἐνορίαν, ὃπου ἐξησθένισεν, εἰς τήν μοναστικήν Ἐνορίαν [...] . Ὁ Μοναχισμός ἒγινεν εἶδος ἰατρικῆς Σχολῆς, ὃπου ἐσπούδαζαν τήν ἀποστολικήν θεραπευτικήν οἱ ὑποψήφιοι ἐπίσκοποι. Παράλληλα τό ἒργον κάθε κοσμικῆς ἐνορίας ἦτο νά μιμηθῇ τήν μοναστικήν ἐνορίαν κατά δύναμιν». 10. π. Ἰ. Σ. Ρωμανίδου, Ρωμαῖοι ἢ Ρωμηοί Πατέρες, σ. 80. 11. Βασιλικῆς Μπόμπου-Σταμάτη, Ὁ Βικέντιος Δαμοδός. Βιογραφία-Ἐργογραφία, Ἀθήνα 19982 (μέ πλούσια βιβλιογραφία). π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Βικεντίου Δαμοδοῦ , Θεολογία Δογματική κατά Συντομίαν, ἢ τε Συνταγμάτιον Θεολογικόν, Εἰσαγωγή-Κριτική Ἒκδοση-Σχόλια ὑπό ... , Ἱερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, 2008. 12. Βικεντίου Δαμοδοῦ, Δογματική, τ. Α1 . Προλεγόμενα-Κριτική Ἒκδοση, π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός - Βαρβάρα Καλογεροπούλου-Μεταλληνοῦ, Συνεργάτης Ἰω. Ν. Τσέλιος, Ἱερά Μονή Βατοπαιδίου, 2013. 13. Ὃπ. π., σ. 244/45. 14. «Οἱ Νεομάρτυρες τῆς Τουρκοκρατίας ἀπέδειξαν ἐπανειλημμένως, ὃτι ἡ δύναμις αὐτή (=τοῦ φωτισμοῦ) τοῦ προσευχομένου Ἁγίου Πνεύματος μέσα εἰς τήν καρδίαν τοῦ πιστοῦ ἦτο πολύ μεγαλυτέρα ἀπό τά χειρότερα βασανιστήρια, πού ἠμποροῦσαν οἱ Τοῦρκοι νά ἐπινοήσουν» (π. Ἰ.Σ. Ρωμανίδου,Ρωμαῖοι ἢ Ρωμηοί Πατέρες,σ. 26). 15. Iohann Lorenz Mosheim (1694-1755), δημιουρ- γός τῆς καλουμένης «πραγματικῆς» ἱστορίας,, [RGG3 , 4 (1960)1157/8 (M. Schmidt) καί LTK 7(1962) 656/7 (P. Meinhold) 16. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Ἑλληνισμός μαχόμενος, ὃπ. π., σ. 23. 17. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνικότητα, Ἀθήνα 19922 , σ. 13 ἑ.ἑ. Πρέπει νά δηλωθεῖ, ὃτι οἱ ἐκπρόσωποι τῶν ἀρχαιολατρικῶν τάσεων τῆς ἐποχῆς μας, ὃπως γνωρίζω ἀπό τούς δημοσίους διαλόγους μαζί τους, «δέχονται» τόν Βαρλαάμ ὡς ἐκπρόσωπο μιᾶς δῆθεν «ἑλληνιζούσης» παραδόσεως, ἐνῶ ἀπορρίπτουν τόν Παλαμᾶ, ὡς «ἀνθέλληνα» (=ἀπήχηση τῆς θέσεως τοῦ ἀειμνήστου π. Ἰ. Μάϊεντορφ) ἀνεξάρτητα, βέβαια, ἀπό τήν θεολογία ἀμφοτέρων, πού φυσικά τήν ἀπορρίπτουν. 18. Ἀκριβῶς γιά τήν ὀρθόδοξη ἑνότητα εἶναι ἀνάγκη νά ἀναθεωρηθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας ὁ ἀναθεματισμός τοῦ Ἡσυχασμοῦ στό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Μα- ξίμου τοῦ Ἁγιορείτου ( ἢ Γραικοῦ), ἒστω καί ἂν ἒγινε (1988) ἡ ἐκκλησιαστική διακήρυξη τῆς ἁγιότητός του, ὡς καί ἡ ἀπάλειψη τοῦ κατά τοῦ Βαρλαάμ ἀναθέματος, πού ἒγινε ἐπί Αἰκατερίνης τῆς Β΄ (18ος αἰ.). 19. Ρωμαῖοι ἢ Ρωμηοί Πατέρες, σ. 25. 20. Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Βλάχου, Ὁ ἃγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, σ. 245. 21. Στό ἲδιο. 22. Στό ἲδιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου