Τὸ μυστήριο τῆς ἀνομίας ἤδη ἐνεργεῖται --- Τοῦ πρεσβυτέρου Εὐσταθίου Κολλᾶ, Ὀρθοδόξου Θεολόγου – Ἐκκλησιαστικοῦ Συνηγόρου,

Στὴν ἐπίσκεψή του στὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης, (52 μ.Χ.), ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, μεταξὺ τῶν πολλῶν ἄλλων, μίλησε στοὺς Θεσσαλονικεῖς καὶ γιὰ τὸν Αἰφνίδιο δεύτερο ἔνδοξο ἐρχομὸ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία Του, ὅπου θὰ κριθοῦν πάντα τὰ Ἔθνη, ζῶντες καὶ νεκροί (Ματθ. 25, 31-33).

Ὅμως, ὅταν ἔφυγε, οἱ Θεσσαλονικεῖς παρεξήγησαν τὰ λεγόμενά του, περὶ τοῦ αἰφνιδίου τῆς Δευτέρας ἐνδόξου Παρουσίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ κατάντησαν σὲ ἀργία καὶ ἀταξία. Σταμάτησαν νὰ ἐργάζονται, καὶ περίμεναν, ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμή, τὸν ἐρχομὸ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ὁ Ἀπ. Παῦλος, ἀναγκάζεται νὰ ἀποστείλει δεύτερη ἐπιστολή του, πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς, γιὰ νὰ τοὺς ἐνημερώσει γιὰ τὸ θέμα αὐτό, τονίζοντάς τους, μὲ κατηγορηματικότητα ὅτι ἡ ἔλευση αὐτὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ θὰ εἶναι μὲν αἰφνίδια, ἀλλὰ θὰ προηγηθοῦν αὐτῆς ὡρισμένα συγκεκριμένα σημεῖα.

 Καὶ αὐτὰ τὰ σημεῖα (=αἱρέσεις) ὁ Παῦλος τὰ χαρακτηρίζει ὡς «μυστήριον (= μυστικὸν) ἀνομίας, τὸ ὁποῖον ἤδη ἐνεργεῖται» (Β΄ Θεσ. 2, 6-7).

 

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, λοιπόν, μὲ τὴ λέξη Σημεῖα, ἐννοεῖ τὶς διάφορες ΑΙΡΕΣΕΙΣ, ποὺ θὰ δημιουργηθοῦν: Γιὰ τὸ Θεανδρικὸ Πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ τὴν οὐράνια Διδασκαλία Του. Καὶ πράγματι, μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μας, ἄρχισαν αὐτὲς οἱ αἱρέσεις γύρω ἀπὸ τὸ Θεανδρικό Του πρόσωπο καὶ τὴν οὐράνια Διδασκαλία Του ἀλλὰ καὶ ὁ πόλεμος κατὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, κατὰ τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ ἡ καταπάτηση τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων τῆς κατὰ Ἀνατολὰς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.

Ἰδιαίτερα στὶς ἡμέρες μας, «τὸ μυστήριον αὐτὸ τῆς ἀνομίας», ἐνεργεῖται, ἀναφανδόν, καὶ μάλιστα ἀπὸ Ταγοὺς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας μὲ ὁδηγό τους τὸ αἱρετίζον Φανάρι! Οἱ αἱρέσεις, ἐπὶ τῶν ὡς ἄνω ἀναφερθέντων, ἔχουν γενικευθεῖ. Τὸ «μυστήριον τῆς ἀνομίας» ὀργιάζει σὲ βάρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Ἐκείνου, τῆς κατὰ Ἀνατολὰς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, «ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ αἵματος τοῦ ἰδίου» (Πράξ. 20, 28).

Ἀμφισβητεῖται ἡ ἱστορικότητα τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας Του! Παραποιεῖται ἀσύστολα ἡ οὐράνια Διδασκαλία Του! Ἡ Θεολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διασύρεται καὶ οἱ παραχαράξεις τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων, τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, καταπατοῦνται ἢ καὶ ἀγνοοῦνται ἀκόμη, ὅλως ἀσύστολα καὶ μάλιστα, (ποῖος θὰ τὸ περίμενε!) ἀπὸ ἀναξίους τῆς ἀποστολῆς τους Ταγοὺς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας!

ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ: Τὸ σατανικὸ καὶ καταχθόνιο αὐτὸ σχέδιο εἰς βάρος τοῦ Ὀρθόδοξου Χριστιανισμοῦ, τῆς κατὰ Ἀνατολὰς Ἐκκλησίας, ἄρχισε μετὰ τὸ ΣΧΙΣΜΑ τοῦ 1054 μ.Χ. ὅτε Ἀποκόπηκε – Ἀφορίστηκε ὁ Δυτικὸς Χριστιανισμὸς ὑπὸ τὸν Πάπα, ὡς ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ, ἀπὸ τὴν ΜΟΝΗ πλέον Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπὶ τῆς γῆς, τοῦ κατὰ Ἀνατολὰς Ὀρθόδοξου Χριστιανισμοῦ. Τὸ Σχίσμα αὐτὸ διήρκεσε μέχρι τὴν νεώτερη περίοδο (1948 – 1972), ὅταν δειλὰ – δειλὰ ἄρχισε μιὰ προσπάθεια προσέγγισης τοῦ Φαναρίου μὲ τὸ αἱρετικὸ Βατικανό, μὲ τὴν ἐντελῶς ἀδικαιολόγητη ἄρση τοῦ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ. Μετὰ τὴν ἄρση αὐτὴ τοῦ Σχίσματος, συνέβησαν μερικὲς κινήσεις ἐντυπωσιασμοῦ, ἀλλὰ σταμάτησαν, διότι οἱ κινήσεις αὐτὲς τοῦ Φαναρίου, ἑρμηνεύτηκαν, ἀπὸ Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, ὡς «Προτεσταντισμός», (Θ.Η.Ε. τομ. Α΄ σελ. 602- 606).

Ἔκτοτε καὶ μέχρι τὸ 1991, ὑπῆρξε μὲν μιὰ περίοδος σιωπῆς, ἀλλὰ στὸ διάστημα αὐτό, μὲ μυστικὲς ὑπόγειες διαδρομές, ὀργανώθηκε τὸ Σατανικὸ σχέδιο τῆς ἐξαφάνισης τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἐπ᾽ ὠφελείᾳ τοῦ αἱρετικοῦ Βατικανοῦ, μὲ δράστη τὸ ἀπρόσεκτο Φανάρι.

Ὁ ἐκλεγεὶς νέος Πατριάρχης τοῦ Φαναρίου (τέλη τοῦ 1991), ἀμέσως μετὰ τὴν ἐκλογή του, ὅλως ἔξαφνα καὶ ἀναφανδόν, ἄρχισε τὴν ἐφαρμογὴ αὐτοῦ τοῦ σχεδίου, μὲ στενὲς ἀρχικὰ ἐπαφὲς μὲ τὸ αἱρετικὸ Βατικανό, καὶ παρότι γιὰ τὶς ἐνέργειές του αὐτὲς ὑπῆρξαν σθεναρὲς ἀντιδράσεις ἐκ μέρους Ὀρθόδοξων Θεολόγων, Θεολογικῶν κύκλων, καὶ πιστῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐν τούτοις οἱ ἀδίστακτες αὐτὲς ἀλληλοεπισκέψεις συνεχίστηκαν, καὶ κατέληξαν στὸ ποθούμενον, ὡς φαίνεται, ἀποτέλεσμα τοῦ Σατανικοῦ σχεδίου.

Ἤτοι: Σὲ συμπροσευχές, ἐνῶ ταυτόχρονα ἑτοιμάζετο, ὑπούλως, τὸ σχέδιο ξηλώματος τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν ἕνωση καὶ ὑποταγή, τῆς κατὰ Ἀνατολὰς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στὸ αἱρετικὸ Βατικανό, μέσῳ δῆθεν ἑνός, ὅλως τυπικοῦ, διαλόγου, ἢ μᾶλλον Μονολόγου, γιατί ἡ ΕΝΩΣΗ εἶχε ἤδη, μυστικά, προαποφασιστεῖ.

Ἰδοὺ τί ἀκριβῶς, ἀναφέρει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» ἕνας τιτουλάριος Μητροπολίτης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας: «Στὴν Ἑλλάδα βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ πολὺ λεπτὴ κατάσταση, διότι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καὶ οἱ Μητροπολίτες ἐπιθυμοῦν νὰ ἔχουν μιὰ σημαντικὴ συνεργασία μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, οἱ πιστοὶ δὲν εἶναι προετοιμασμένοι στὴν προοπτικὴ τοῦ διαλόγου…

Αὐτὸ γιὰ μᾶς εἶναι ἡ μεγάλη πρόκληση νὰ προετοιμάσουμε τὸν κόσμο, νὰ τὸν διαπαιδαγωγήσουμε, γιὰ νὰ μὴ ἀντιδράσει ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὶς προκαταλήψεις καὶ πληροφορίες, ποὺ δὲν ἀνταποκρίνονται στὰ γεγονότα… Εἶναι σημαντικὸ νὰ κατανοηθεῖ ὅτι ἔχουμε ἀνάγκη χρόνου, ἐλπίζω ὄχι ὑπερβολικοῦ, γιὰ νὰ σχηματίσουμε τὴ συνείδηση τοῦ κόσμου». (ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ 1-2-2002 – Ἱ. Παρακαταθήκη Μάϊος – Ἰούνιος 2011).

 Ἕνας ἄλλος Ἱερωμένος, διδάκτορας μάλιστα τῆς Θεολογίας, ποὺ συμμετεῖχε σὲ διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιο/Καθολικούς, στὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης, ἐδήλωσε, καὶ αὐτὸς «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ»: «Ἀφοῦ οἱ δύο Ἐκκλησίες ἀναγνωρίσανε ἡ μία τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ εὐχαριστιακὴ ὑπόσταση τῆς ἄλλης – ὅτι ἀποτελοῦνε δύο κακῶς χωρισμένα κομμάτια τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, νὰ προχωρήσουμε στὴν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητας, καὶ νὰ συνεχίσουμε τὸν διάλογο μετά. Θὰ ἦταν πιὸ γόνιμο. Ἄλλωστε διαφορὲς ἔχουμε καὶ μεταξύ μας οἱ ὀρθόδοξοι».

ΟΜΩΣ, τὸν χορὸ στὴν ἐκστρατεία αὐτή, κατὰ τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς τὸν ἔσυρε, τὸ Φανάρι, ὅταν «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», ἐξύβρισε χυδαιότατα, τοὺς Οἰκουμενικοὺς Ἁγίους Πατέρας. Καὶ τὸν χορὸ αὐτὸ τὸν συνέχισαν καὶ τὸν συνεχίζουν εἰσέτι τὰ γιουσουφάκια τοῦ Φαναρίου καὶ ἐκεῖθεν.

Ἰδοὺ ἡ ὑβριστικὴ δήλωση τοῦ Φαναρίου σὲ βάρος τῶν Οἰκουμενικῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας: «Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τὴν διάσπασιν, προπάτορες ἡμῶν ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως, καὶ εὑρίσκονται ἤδη εἰς χεῖρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ. Αἰτούμεθα ὑπὲρ αὐτῶν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὀφείλομεν ἐνώπιον Αὐτοῦ, ὅπως ἐπανορθώσωμεν τὰ σφάλματα ἐκείνων». (Περιοδικὸν «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ» τοῦ Πατριαρχείου, τεῦχος 563 σελ. 6, πρβλ. ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, τεῦχος 461/16-12-1998). (Ἄπαγε τῆς βλασφημίας).

ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ Στὴ συνέχεια, τὸ τελείωμα τῆς σώζουσας Ὀρθοδόξου πίστεώς μας, τὸ ἀνέλαβαν, (ποῖος θὰ τὸ περίμενε!) ἱερατικὰ καὶ μὴ μέλη «αὐτοκατάκριτα», γιουσουφάκια τοῦ αἱρετίζοντος, Φαναρίου.

1) Ἐπίσκοπος ἐκπρόσωπος μάλιστα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὸν δῆθεν διάλογο, «μὴ εἰδὼς ἃ λέγει », ἀποδέχτηκε «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» ὅτι: «Ἡ Ἐκκλησία μετὰ τὸ 1054, εἶναι πλέον διηρημένη. Δηλαδή, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, τοῦτο σημαίνει ὅτι ἀπὸ τὸ 1054 καὶ μετά, δὲν ἔχει σωθεῖ, οὔτε καὶ εἰσέτι σώζεται κανένας. Καὶ ἐρωτᾶται:Ὅταν λειτουργεῖ αὐτὸς ὁ κύριος, «παίζει θέατρο;», (Ἄπαγε τῆς βλασφημίας). Δηλαδή, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος, στὸν ἔστω ὑποτυπώδη αὐτὸ διάλογο, «ἔχει στείλει ἐκεῖ τὸ λύκο νὰ φυλάξει τὰ πρόβατα;». Καὶ ὁ λύκος αὐτός, δυστυχῶς, παραμένει εἰσέτι καὶ σήμερα σὲ αὐτὸν τόν, ὄχι πλέον Διάλογο, ἀλλὰ ΜΟΝΟΛΟΓΟ τοῦ Βατικανοῦ!

2) Θεολόγος καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἀμφισβητεῖ τὴν ἱστορικότητα τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος μας Θεάνθρωπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐρωτηθείς σὲ μεσημβρινὴ τηλεοπτικὴ ἐκπομπή, ἂν ὁ Χριστὸς εἶναι ἱστορικὸ πρόσωπο ἀπάντησε: «Αὐτὸ δὲν εἶναι σίγουρο, οἱ ἀποδείξεις ποὺ ὑπάρχουν εἶναι χλωμές, ἀλλὰ σημασία ἔχει νὰ πιστεύουμε ὅτι ὑπῆρξε, ὅπως οἱ ἀδελφοὶ Καραμαζὼφ τοῦ Ντοστογιέφσκι!». Βαβαὶ – Βαβαί! Αὐτὴ τὴ βλασφημία κατὰ τοῦ Θεανδρικοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μόνον ὁ Ἀντίχριστος θὰ τὴν ἔκανε, γιὰ νὰ προβάλλει τὸν ἑαυτόν του ὡς τὸν ἀληθινὸ Μεσσία.

3) Ὁ αὐτὸς Πανεπιστημιακὸς Θεολόγος Καθηγητὴς ἔθεσε στὸ περιθώριο καὶ τὴν οὐράνια Διδασκαλία τοῦ Θεάνθρωπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἀναφερόμενος στὴν διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν δηλώνει σὲ ἄρθρο του: «Τὸ καίριο καὶ κύριο θέμα τοῦ θρησκευτικοῦ μαθήματος δὲν εἶναι νὰ κάνει τὰ παιδιά μας νὰ πιστεύουν, ἀφοῦ κανένας ποτὲ δὲν πίστεψε ἀπὸ βιβλία καὶ διδαχές, ἀλλὰ ἀπὸ βιώματα καὶ προσωπικὲς ἐμπειρίες!». Δηλαδὴ αὐτὸς ὁ Καθηγητής, καὶ μάλιστα Πανεπιστημιακός, ὡς δάσκαλος τί θὰ κάνει ἀκριβῶς; Θὰ «πυγμαχεῖ γρονθοκοπώντας τὸν ἀέρα – ἀγωνιζόμενος στὰ κούφια;» (A΄ Κορ. 9, 26).

4) Γιὰ τὴν ἐξαφάνιση τῆς Θεολογίας τῶν Οἰκουμενικῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου κατὰ Ἀνατολὰς Ἐκκλησίας μας, πέραν τῆς ὡς ἄνω ὕβρεως ἀπὸ τὸ αἱρετίζον Φανάρι, (ἔνθ’ ἀν.), ἐφευρέθηκε καὶ ἡ σατανικὴ φόρμουλα τῆς «Μεταπατερικῆς Θεολογίας», προάγγελος τῆς Παγκοσμιοποίησης!

 5) Ἡ βαρβαρότητα τῆς καταπάτησης ἢ καὶ ἄγνοιας ἀκόμη τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων ἔχει γενικευθεῖ καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ἀπὸ ἀδέσποτους καὶ ἀδίστακτους Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι τοὺς ἔχουν καταντήσει λάστιχο στὰ χέρια τους, ποὺ ὁ καθένας τὸ τεντώνει στὰ μέτρα του!

6) Γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ δαιμονικὰ τεχνάσματα καὶ τὶς παραθεολογίες ἀνάξιων τῆς ἀποστολῆς τους Ἱερωμένων καὶ Ταγῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ὁ Ὀρθόδοξος πιστὸς λαὸς «ὁ φρουρὸς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας» μὲ ἱερὴ ἀγανάκτηση καὶ οὐρανομήκεις φωνὲς ἀπαντᾶ: ΟΧΙ, χίλιες φορὲς ΟΧΙ, σὲ τετελεσμένες καὶ ἀντορθόδοξες ἐνέργειες καὶ πράξεις τοῦ αἱρετίζοντος Φαναρίου, καὶ τῶν ἀκολούθων του, σὲ βάρος τοῦ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΦΡΟΝΗΜΑΤΟΣ τῆς κατὰ Ἀνατολάς, Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.

7) Ὡστόσο ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μὲ κεφαλή της τὸν Θεάνθρωπο Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ «ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ αἵματος τοῦ ἰδίου», κατέχει καὶ κηρύττει ΤΗΝ ΠΑΣΑΝ ΑΛΗΘΕΙΑΝ, «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάν. 14, 6). Συνεπῶς, τότε καὶ μόνον τότε θὰ ἀποδεχθεῖ, ἡ Μόνη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς, τὸν διάλογο μὲ τὸ αἱρετικὸ Βατικανό, (καὶ ποτὲ δὲν θὰ χρησιμοποιήσει τὸν διάλογο, γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴν ἀλήθεια τῶν ὅσων διδάσκει), ὅπως τοῦτο διατείνεται κακῶς – κάκιστα τὸ ἀδιάφορο Φανάρι, ὅταν ὑποδεχόμενο τὸν αἱρεσιάρχη καὶ ἀβάπτιστο Πάπα στὸ Φανάρι ἐδήλωσε: «Ἡ ἀλήθεια δὲν φοβεῖται τὸν διάλογον, ἀλλὰ ἀντιθέτως χρησιμοποιεῖ αὐτὸν ὡς μέσον, διὰ νὰ γίνει ἀποδεκτὴ καὶ ἀπ᾽ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι διὰ διαφόρους λόγους ἀφίστανται αὐτῆς».

 

ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ:

 1) Λοιπὸν μόνον τότε θὰ ἀποδεχτεῖ τὸν διάλογο ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, μὲ τὸ αἱρετικὸ Βατικανὸ καὶ τοὺς ἄλλους αἱρετικούς, ὅταν οἱ ἐρωτῶντες ἀπώτερο σκοπὸ θὰ ἔχουν «ΤΟΥ ΓΝΩΝΑΙ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ», μὲ σκοπὸ νὰ γίνουν μέλη Της καὶ νὰ σωθοῦν, «ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται». Ὁ διάλογος αὐτός, ποὺ ἐπιδιώκει τὸ αἱρετικὸ Βατικανό, ἐκ τῶν πραγμάτων ἀποδεικνύεται ὅτι ἐπιδιώκει νὰ ἐπιβάλλει τίς αἱρετικές του δοξασίες καὶ θέσεις, καὶ τοῦτο συνέβη τότε μὲ τοὺς Οἰκουμενικοὺς Ἁγίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ προσέτι συμβαίνει καὶ σήμερα, ἀρκεῖ νὰ δοῦμε, τί ἀκριβῶς συνέβη καὶ συμβαίνει στὶς Ἀνατολικὲς χῶρες, ἀπὸ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, μετὰ τὴν πτώση τοῦ Σοσιαλισμοῦ…

2) Διάλογος μὲ τὸν Πάπα ἔγινε δεκάκις (1081– 1453), καὶ μάλιστα μὲ τὴν παρουσία καὶ Βυζαντινῶν Βασιλέων, (ΘΗΕ τόμ. Ε΄ σελ. 505- 518), πάνω σὲ συγκεκριμένη βάση, ἀπὸ τοὺς Πνευματοκίνητους Οἰκουμενικοὺς Ἁγίους Πατέρας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, καὶ ἔκλεισε «ἑρμητικὰ» γιὰ τὸν αἱρεσιάρχη ἀβάπτιστο Πάπα, γιατί παρέμενε, καὶ παραμένει εἰσέτι, στὶς θανάσιμες αἱρετικὲς δοξασίες του. «Ἀμετανόητος, καὶ Δόλιος».

 3) Ὡστόσο, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεάνθρωπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ κατὰ Ἀνατολὰς Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, συνεχίζει ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, νὰ κηρύττει, ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΚΕΙΝΟΥ, καὶ «ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω». Κηρύττει, καὶ θὰ κηρύττει ἀναμένοντας ὅλους ἐκείνους, ποὺ μὲ ἐνδιαφέρον καὶ διάλογο μόνον ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ καὶ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ, θέλουν νὰ μάθουν τὴν μόνη σώζουσα οὐράνια Εὐαγγελικὴ ἀλήθεια, καὶ νὰ γίνουν πιστὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του.

4) ΣΥΝΕΠΩΣ, ὁ διάλογος ἐν προκειμένῳ, μὲ τὸ αἱρετικὸ Βατικανὸ καὶ τοὺς ἄλλους αἱρετικοὺς ὀφείλει νὰ εἶναι Διάλογος Εἰλικρινοῦς Μετανοίας καὶ Ἐπιστροφῆς. Ἂς ζητήσει λοιπὸν τὸ αἱρετικὸ Βατικανὸ καὶ οἱ ἄλλοι αἱρετικοί (καὶ ὄχι νὰ τοὺς παρακαλέσουμε), αὐτὸν τὸν Διάλογο τῆς εἰλικρινοῦς Μετανοίας καὶ Ἐπιστροφῆς, καὶ τότε ἡ Ἐκκλησία Ἐκείνου, τῆς κατὰ Ἀνατολὰς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς, καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀνάλογα μὲ τὴν εἰλικρίνειά τους, θὰ πράξει τὸ καθῆκον Της. Ἡ Ὀρθόδοξη λοιπὸν Ἐκκλησία, καὶ μόνον αὐτή, θὰ κρίνει καὶ θὰ ὁρίσει τὶς προϋποθέσεις καὶ τοὺς ὅρους τῆς βάσης, ποὺ θὰ τεθοῦν στὴν τράπεζα αὐτοῦ τοῦ Διαλόγου, καὶ ποὺ δὲν εἶναι ἄλλοι, παρὰ οἱ γνωστοὶ ἐκεῖνοι ἀπαράβατοι ὅροι τῆς ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ, μὲ τοὺς ὁποίους, πρὶν ἀπὸ τὴν ἀποσκίρτησή τους, ἀγωνιζόμαστε μαζί, καὶ ἀντιμετωπίζαμε νικηφόρα, τοὺς διῶκτες, Νέρωνας καὶ Καλιγούλας, καὶ τὶς διάφορες ψυχοκτόνες αἱρέσεις, ποὺ ἐμφανίζονταν.

Ὡς ἐκ τούτου συνάγεται ἀβίαστα ὅτι, γιὰ νὰ πᾶμε μπροστά, στὸν Διάλογο Μετανοίας καὶ Ἐπιστροφῆς μὲ τὸ αἱρετικὸ Βατικανό, καὶ τοὺς ὅποιους ἄλλους αἱρετικούς, θὰ πρέπει, νὰ γυρίσουνε πολὺ πίσω. Τότε ποὺ «ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ, (δοξάζαμε μαζί, μὲ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται), τὸ πάντιμον καὶ μεγαλοπρεπὲς Ὄνομα, τῆς Τριαδικῆς Μονοκρατορίας, ἤτοι: τοῦ Πατρός, καὶ Υἱοῦ, καὶ Ἁγίου Πνεύματος».

Καὶ ΠΡΟΣΟΧΗ! Βεβαίως ΝΑΙ στὸν Διάλογο μόνον Μετανοίας καὶ Ἐπιστροφῆς, μὲ τὸ αἱρετικὸ Βατικανὸ καὶ τοὺς ὅποιους ἄλλους αἱρετικούς, ἀλλὰ χωρὶς νὰ διασαλευθεῖ, ποσῶς, τὸ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.

 

 Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 2001 6 Δεκεμβρίου 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου