Η όψη του Χαράγματος εις την Κοινωνία -- Χαράλαμπος Β. Κατσιβαρδάς Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω

Είναι  πρόδηλο ότι βιώνουμε πρωτόγνωρες καταστάσεις, ενός νεοπαγούς ολοκληρωτισμού εξ αφορμής της δημόσιας υγείας με αποτέλεσμα να συνθλίβεται παν ψήγμα της ανθρωπίνης αξίας το οποίο προστατεύεται από τον Νομικό μας Πολιτισμό.

Σήμερον όλο τον νομοθετικό πλαίσιο καταλύεται χάριν της δημόσιας υγείας, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να καθίσταται έρμαιο του παντοδύναμου Κράτους το οποίο έχει καταλύσει παν ψήγμα νομιμότητας.

Η αθέατη πραγματικότητα επιτίθεται με το πρωτοφανές Υγειονομικό “Άουζβιτς,” Κοινωνικό “Απαρχάιντ” όπου διαχωρίζει τους ανθρώπους και τους επιτρέπει να αναπτύσσουν την προσωπικότητά τους, αποκλειστικά και μόνον μέσω των πιστοποιητικών υγειονομικών φρονημάτων καίτοι τούτο αντιβαίνει εις ένα πλέγμα διατάξεων, το πλέον όμως κραυγαλέο είναι ότι οι Κύριοι οι οποίοι κόπτονται περί της υγείας μας, περιάπτονται του ακαταδιώκτου δια το οποίο διαμαρτυρόμαστε σφόδρα ως εξής :

Καταρχάς η ψήφιση περί της αφέσεως της ποινικής ευθύνης των μελών της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του Κορωνοιού COVID-19, της Επιτροπής Αντιμετώπισης Εκτάκτων Συμβάντων Δημόσιας Υγείας από Λοιμογόνους Παράγοντες της Επιτροπής Εμβολιασμών, οι οποίοι εφεξής δεν ευθύνονται, δεν διώκονται και δεν εξετάζονται για γνώμη που διατύπωσαν ή ψήφο που έδωσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο λειτουργίας των ως άνω Επιτροπών. Δίωξη επιτρέπεται μόνο για συκοφαντική δυσφήμιση ή εξύβριση.

Πρόκειται για το άρθρο 4, της επίμαχης τροπολογίας προσθήκης του Σχεδίου Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης «Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων» όπου το άρθρο 32ο του Ν. 4771/2021 (Α’ 16) αντικαθίσταται με βάσει τα ως άνω προρρηθέντα, υπογεγραμμένο υπό των Υπουργών Οικονομίας και Υγείας.

Η ως άνω, διάταξη, αποτελεί βραδυφλεγή βόμβα εις τα θεμέλια του Δημοκρατικού μας Πολιτεύματος αναγνωρίζοντας συλλήβδην προληπτική ασυλία προς τους «πρωταγωνιστές» της Πανδημίας με ό,τι τούτο συνεπάγεται της δημόσιας υγείας, των πλημμελειών (ιατρικών και διοικητικών) ως προς την διαχείριση αυτής, με αποτέλεσμα δηλαδή, να αμνηστεύεται εκ των προτέρων και να καθαγιάζεται ως αυθεντικά ανεπίδεκτη, ποινικής διερεύνησης οιαδήποτε τυχόν μη ορθή λήψη αποφάσεως, η οποία αντικειμενικά δεν επέφερε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα αλλά ενδεχομένως να αποτέλεσε γενεσιουργό αιτία, πολλαπλών άστοχων ενεργειών και παραλείψεων ως προς την ιταμή διαχείριση της περιλάλητης πανδημίας.

Η θέσπιση της ποινικής ανευθυνότητας συνεπάγεται εις το διηνεκές ατιμωρησία των πρωταγωνιστών διαχείρισης της πανδημίας και πηδαλιουχήσεως της κοινωνίας περί της λήψεως των προσηκόντων κατά το δοκούν μέτρων, δηλαδή, εν άλλοις λόγοις, η διάταξη αυτή, απαλλάσσει τα μέλη, κατά τρόπο πρόδηλα αντισυνταγματικό διότι παραβιάζει το άρθρο 4 του Συντάγματος  σύμφωνα με το οποίο  "οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου", καθόσον με το ακαταδίωκτο και επί δολίων πράξεων ή παραλείψεών τους επέρχεται αδικαιολόγητη ευνοϊκή μεταχείριση υπέρ αυτών και μη εφαρμογή των ελληνικών ποινικών νόμων υπέρ της συγκεκριμένης κατηγορίας, ως υπαλλήλων εν ευρεία εννοία, έναντι άλλων κατηγοριών υπαλλήλων, δοθέντος ότι η άνω διάταξη του Συντάγματος κατοχυρώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών.

 Είναι γεγονός, ότι ο νομοθέτης μπορεί να προβαίνει σε διαφορετική ρύθμιση, όταν τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, για τους οποίους είναι δυνατό να κάμπτεται νομοθετικώς η προεκτεθείσα αρχή της ισότητας των πολιτών έναντι του νόμου (Ολ. Α.Π. 4/2012, 11/2008, 3/2006, 38/2005).

Τούτο, όμως, δεν μπορεί να ισχύσει στην περίπτωση τελέσεως εκ δόλου αξιόποινων πράξεων παρά οιουδήποτε, αφού επί τέτοιου είδους πράξεων δεν είναι νοητή ύπαρξη λόγων γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, που να δικαιολογούν συνταγματικώς τη διαφορετική ρύθμιση με τη θέσπιση ακαταδιώκτου υπέρ των ανωτέρω προσώπων κατά την εκφορά γνώμης ή διενέργεια πράξεως, που ανάγονται στα καθήκοντά τους

Έτι  περαιτέρω και συμπληρωματικώς προς την εθνική νομοθεσία λειτουργεί και η ευρωπαϊκή και ειδικότερα το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ που καθιερώνει την αρχή της ισότητας και απαγορεύει τις διακρίσεις ορίζοντας ότι «η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα, περιουσίας,  γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως».

Ειδικότερα, στόχος της ευρωπαϊκής νομοθεσίας κατά των διακρίσεων είναι να εξασφαλίσει σε όλα τα άτομα ισότιμες και δίκαιες προοπτικές πρόσβασης στις ευκαιρίες που παρουσι­άζονται στην κοινωνία.

Μάλιστα, αυτή η νομοθεσία δεν παρουσιάζει μόνο μια μονόπλευρη διάσταση αξιώνοντας την απαγόρευση των διακρίσεων στις σχέσεις κράτους πολίτη, αλλά ταυτόχρονα τριτενεργεί και στις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών.

 Εξειδικεύοντας παρατηρούμε ότι η απαγόρευση των διακρίσεων αναλύεται ως εξής :

Προβλέπει ότι τα πρόσωπα που βρίσκονται σε όμοιες καταστάσεις πρέπει να τυγχάνουν όμοιας μεταχείρισης και να μην υφίστανται δυσμενέστερη μετα­χείριση λόγω κάποιου ιδιαίτερου «προστατευόμενου» χαρακτηριστικού το οποίο διαθέτουν. Αυτές είναι οι «άμεσες» διακρίσεις που υπόκεινται σε ένα γενικό κριτήριο αντικειμενικής αιτι­ολόγησης. Ειδικότερα το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι «[…] διαφορετική μεταχείριση ατόμων που βρίσκονται σε σχετικά όμοιες κα­ταστάσεις […] μπορεί να θεωρηθεί διάκριση εάν στερείται αντικειμενικής και εύλογης αιτιολογίας, με άλλα λόγια εάν δεν επιδιώκει την επίτευξη ενός θε­μιτού σκοπού ή εάν δεν υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκεται να επιτευχθεί».

Περαιτέρω βάσει των ως άνω συνάγεται  ότι δεν συναινούμε προς την υποβολή εαυτόν, εις οιαδήποτε μορφή ιατρικής πράξεως, δια την οποία στερούμεθα ειδικής – υγειονομικώς υπεύθυνης, σφαιρικής, πλουραλιστικής- και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως έδει εκ της Πολιτείας, η οποία θίγει κατάφωρα την αξιοπρέπεια μας, ήτοι προσβάλλει βάναυσα και ιταμώς την προσωπικότητά μας, ως προς όλες τις πτυχές της, κατ’ άρθρο 57 του Α.Κ καθώς και του άρθρου 11 παράγραφος 3 του Κώδικα Ιατρικής δεοντολογίας, Ν. 3418/2005, κατά τούτου λοιπόν, ειδικότερα δε, αρνούμαι ενσυνειδήτως,  να υποβληθώ εξαναγκαστικά και καθ’ οιονδήποτε τρόπο, εις τον εμβολιασμό, δια του οποίου εξαρτάται απρόσκοπτα η εκπλήρωση των καθηκόντων μας

Περαιτέρω φρονούμε, ότι η ως άνω, καθόλα αναιτιολόγητη και συλλήβδην υποχρεωτική επιβολή, υποχρεωτικού εβμολιασμού του επίμαχου ιού, καθίσταται, προδήλως έκνομη, καταδήλως καταχρηστική κατ’ άρθρο 281 του Α.Κ., και ασφαλώς αντισυνταγματική, προσκρούοντας σφόδρα εις το άρθρο 25 του Συντάγματος απόρροια του Κράτους Δικαίου, περί της απολύτου αναγκαιότητας και προσφορότητας του ως άνω υγειονομικού, μέτρου εν σχέσει προς την εκπλήρωση των εργασιακών μου καθηκόντων.

Εν ταυτώ δε θίγεται ο πυρήνας του θεμελιώδους δικαιώματος περί του αναπαλλοτρίωτου δικαιώματος ελεύθερης αυτοδιάθεσης της προσωπικότητάς μας και την εξ’ αυτής συναγόμενη ελευθερία εκδηλώσεως της αυτόνομης αποφάσεως περί της υγείας μου κατόπιν ορθής πληροφορήσεως και επουδενί είμεθα υποχρεωμένοι, να συναινέσουμε περί της υγείας μας (δοθέντος ότι δεν σχετίζεται οργανικά με την εκπλήρωση των καθηκόντων μας), υπό το καθεστώς άσκησης παράνομης βίας προς το πρόσωπο μας, υπό την έννοια της στανικής, καταναγκαστικής και αντιδημοκρατικής επιβολής, μίας έκφανσης ιατρικής πράξεως, υπό την απειλή ιδιαζόντως επαχθούς ποινής, ήτοι της περικοπής της μισθοδοσίας μας, εν είδει πειθαρχικού παραπτώματος αλλά εισέτι και την εσχάτων των ποινών την απάνθρωπη απολύσεώς μας.

Το Κράτος δηλαδή, αδιαφανώς, διχάζει την κοινωνία και με ολοκληρωτικές και άκρως αντιδημοκρατικές πρακτικές, αλλά ουδαμώς, ουδόλως και ποσώς επιστημονικές, εκβιάζει και απειλεί απερίφραστα τους πολίτες, συνδέοντας την επιβολή του εμβολιασμού με την εργασία, ήτοι το μέσο βιοπορισμού των πολιτών, ισοπεδωτικά, δίχως να λαμβάνει υπόψιν τα ιδιαίτερα ιατρικά χαρακτηριστικά ουδενός εκ των πολιτών, προκρίνοντας ένα νεοπαγές «Απαρτχάιντ», ένα υγειονομικό «Άουσβιτς», επαναφέροντας τον παρωχημένο θεσμό των πιστοποιητικών φρονημάτων, εξελιγμένο με αποκλειστικό γνώμονα την υγεία.

Το στίγμα του σκεπτικιστή περί των εμβολίων, ως μίασμα, αντιφρονών, δεκτικό μη προστασίας και εν δυνάμει υπαίτιο δια την διασπορά μας ευρίσκει σφόδρα αντίθετους, διότι αντίκειται εις την αρχή της ισότιμης μεταχειρίσεως καταλύοντας παν ψήγμα Νομικού Πολιτισμού.

Η ως άνω επιλήψιμη καταναγκαστική πράξη, της κρατικής επέμβασης εις την σφαίρα του ιδιωτικού μας και δη εις τον ζωτικό και ευαίσθητο τομέα της υγείας μας, συναρτώντας την άτοπα, με το καθήκον εκπλήρωσης των υπηρεσιακών εν γένει καθηκόντων μας, μας ευρίσκει διαρρήδην  αντίθετους και επαγόμαστε ακολούθως, εν τω πλαισίω, της ενεστώσας αναφοράς-δηλώσεως, ίνα παραθέσουμε συνοπτικώς το πλέγμα των οικείων διατάξεων, επί του οποίου ερείδονται οι εύλογες, σύννομες, έλλογες και λυσιτελείς ενστάσεις μας.

Εν κατακλείδι, ο Νομικός αγώνας δια την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ενδημεί αμείωτος συν Θεώ, το γε νυν έχον, ελπίς και προσευχή.

Χαράλαμπος Β. Κατσιβαρδάς

Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω

www.katsivardas-dimitriadou.gr

6944-938836

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου