Νομικοί Διαξιφισμοί περί της υποχρεωτικότητας του εμβολίου -- Χαράλαμπος Β. Κατσιβαρδάς Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω

H αντιδημοκρατική αυτή πολιτική, επιβολής προς τον υποχρεωτικό εμβολιασμό, αντιβαίνει προδήλως εις το άρθρο 2 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», καθώς επίσης και το άρθρο 120 παράγραφος 2 το οποίο αναφέρει τα εξής: «ο σεβασμός (υπακοή, πίστη) στο Σύνταγμα και στους Νόμους που συμφωνούν με αυτό καθώς και η αφοσίωση στην Πατρίδα και την Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων»

Εις επίρρωση των ως άνω, καθίσταται πασίδηλο και κατάδηλο ότι δια των ως άνω παράνομων βίαιων πράξεων (επιβολής ελέγχων), ασκήσεως ψυχικής βίας, εκφοβισμού και παραπληροφόρησης, καταλύεται σφόδρα το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού και η ακώλυτη ελευθερία αποφάσεως σχετικώς με την διάθεση της εν γένει υγείας και του σώματος μου, πράγμα το οποίο κατακρημνίζει εκκωφαντικά το άρθρο 5 παρ. 2 και 5, το άρθρο 7 παρ. 2 του άρθρο 2 παρ. 1, το άρθρο 25 του Συντάγματος καθώς επίσης και ομοίως, το άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής, Συμβάσεως των δικαιωμάτων Ανθρώπου αλλά και «Το δικαίωμα εις την προσωπική Ελευθερία και Ασφάλεια» καθώς και την Σύμβαση για τα Ανθρώπινα δικαιώματα και την Βιοϊατρική του Συμβουλίου της Ευρώπης η οποία έχει κυρωθεί με το Ν. 2619/1998, οι οποίοι έχουν υπερνομοθετική ισχύ κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος και διαλαμβάνει εις το άρθρο 5 «Επέμβαση σε θέματα υγείας μπορεί να υπάρξει αφού το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του, κατόπιν της προηγούμενης σχετικής ενημέρωσής του».

Περαιτέρω, συμπληρωματικώς παραβιάζεται, ο Ν. 2251/1994 περί προστασίας του Καταναλωτή, ο Ν. 3418/2005 Κώδικας Ιατρικής δεοντολογίας (άρθρο 12 παρ. 1) «ο Ιατρός δεν επιτρέπεται να προβεί στην εκτέλεση oποιασδήποτε ιατρικής πράξεως, χωρίς την προηγούμενη συναίνεση του ασθενούς», και το Π.δ 216/2001 Κώδικας Νοσηλευτικής δεοντολογίας, τα οποία αναγνωρίζουν το ανθρώπινο πρόσωπο, ως αυτόνομη προσωπικότητα, υποκείμενο δικαίου ως προς την πληροφόρηση, αξιολόγηση και συναίνεση έναντι οιασδήποτε επιχειρούμενης επί της υγείας του Ιατρικής πράξεως αυτής καθ’ αυτήν, δοθέντος ότι το φυσικό πρόσωπο, ως λήπτης παροχής υγείας ως προς τις τυχόν Ιατρικές πράξεις, έχει σαφώς αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα, ενδελεχούς και εμπεριστατωμένης πληροφόρησης, αξιολόγησης των ιατρικών πληροφοριών, ίνα εν τέλει συναινέσει έναντι οιασδήποτε ιατρικής πράξεως.

Ωσαύτως ο σεβασμός προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια του λήπτη υπηρεσιών υγείας καθώς και το αναφαίρετο δικαίωμα προς την φυσική και ψυχική του ακεραιότητα, η προστασία της ιδιωτικής ζωής του σχετικώς προς τις ιατρικές πληροφορίες, -Ιατρικό απόρρητο- ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα καθώς και η αξία και αξιοπρέπεια του ασθενούς ενώπιον του θανάτου και του πόνου, λογίζονται ιδιαζόντως καίρια και σημαντικά δεδομένα προς κατά τον Νόμο διαφύλαξη και προς προστασία από την Πολιτεία.

Ο πυρήνας του δικαιώματος της υγείας, επιβάλλει την Πολιτεία να απέχει από οιαδήποτε πράξη ή παράλειψη καθίσταται ικανή και πρόσφορη αφενός να προκαλέσει βλάβη προς την σωματική, διανοητική, ψυχική ευεξία του ανθρώπου, και αφετέρου να περιορίσει το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα ως μείζονα έκφανση της προσωπικότητας του ανθρώπου ως αυτόνομου υποκείμενου δικαίου, τουτέστιν, να λαμβάνει απερίσπαστα και ανεξάρτητα αποφάσεις δια την υγεία του.

Ως εκ τούτου το ίδιο το κράτος οφείλει να, προστατεύει το δικαίωμα εις την υγεία του πολίτη δια των προαναφερθέντων διατάξεων τόσον δια των προ- παρατιθέμενων διατάξεων, έναντι προσβολών από το δημόσιο όσο και δια της επενέργειας του ως Κράτος, έναντι των προσβολών από μη κρατικά αλλά ιδιωτικά υποκείμενα, διασφαλίζοντας την ακώλυτη και αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος εις την υγεία των πολιτών, λαμβάνοντας τα κατάλληλα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 25 του Συντάγματος περί της αρχής της αναλογικότητας και του άρθρου 2 παρ. 1 περί της αξίας του ανθρώπου, με κράτιστο εν γένει υπέρτερο γνώμονα το αξία και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.

Περαιτέρω και ισχυροποιητικώς, δυνάμει της Διακηρύξεως της Λισσαβώνας που εκδόθηκε από την Παγκόσμια Ιατρική Ένωση, ορίζεται ότι ο ασθενής, αφού ενημερωθεί για την κατάσταση της υγείας του, έχει το δικαίωμα να συμφωνήσει με την θεραπεία που του προτείνεται ή να διαφωνήσει με αυτήν και να μην την αποδεχτεί και ως εκ τούτου κατοχυρώνεται ρητώς το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του ασθενούς ως απόρροια της ανθρώπινης υποστάσεώς του, σύμφωνα με το οποίο μπορεί να αποφασίζει ο ίδιος αποκλειστικά για την υγεία του.

Επιπροσθέτως συμφώνως με τον Κώδικα της Νυρεμβέργης που περιλαμβάνει ένα σύνολο Αρχών και Κανόνων ηθικής Ιατρικής δεοντολογίας (μεταξύ των οποίων την αρχή της ενημερωμένης συναίνεσης του ασθενούς, την απουσία του εξαναγκασμού), αναγνωρίζεται ρητώς ως πρώτος κανόνας ότι «η εθελοντική ενημερωμένη συναίνεση του ανθρωπίνου υποκειμένου είναι απολύτως ουσιώδης, όπου έχει γίνει σήμερον παγκοσμίως δεκτός και έχει ενσωματωθεί και στο άρθρο 7 του Διεθνούς Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα («Ειδικότερα, απαγορεύεται η υποβολή προσώπου χωρίς την συγκατάθεση του σε ιατρικό ή επιστημονικό πείραμα») και έχει κυρωθεί από την Ελληνική Πολιτεία, με τον Νόμο 2462/1997 συμφώνως με την διαδικασία του άρθρου 28 παράγραφος 1 του Συντάγματος και έχει αποκτήσει υπερνομοθετική ισχύ.

Ως εκ τούτου λοιπόν κάθε κρατική επιδίωξη άμεση ή έμμεση υποβολή του υποχρεωτικού εξαναγκασμού σε διαγνωστικά τεστ ή σε εμβολιασμό για την αντιμετώπιση της ασθένειας που προξενεί ο κορωνοιός SARS-COV-2, κείται προδήλως εκτός του Νομικού μας πολιτισμού και παραβιάζει απροκάλυπτα τις αρχές και το Ευρωπαϊκό πλαίσιο Δικαίου, τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, των Διεθνών Συμβάσεων και Συμφώνων, του Κώδικα της Νυρεμβέργης, εξ αυτού του λόγου, δέον όπως εκληφθεί ως απάνθρωπη μεταχείριση και ψυχικός βασανισμός του ανθρώπινου προσώπου.

Εξάλλου εις επίρρωση της ως άνω επιχειρηματολογίας κοινοποιώ τον κανονισμό ΕΕ 2021/1953 του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14η Ιουνίου ο οποίος κανονισμός συνιστά ευρωπαϊκό νόμο, τυγχάνει υπερεθνικής ισχύος και είναι ΑΜΕΣΑ δεσμευτικός, υπέρκειται δε της εθνικής νομοθεσίας :  

(36) Είναι αναγκαίο να αποτρέπονται οι διακρίσεις, άμεσες ή έμμεσες, σε βάρος των προσώπων που δεν έχουν εμβολιαστεί, για παράδειγμα για ιατρικούς λόγους, επειδή δεν ανήκουν στην ομάδα-στόχο για την οποία χορηγείται ή επιτρέπεται επί του παρόντος το εμβόλιο κατά του COVID-19, όπως τα παιδιά, ή επειδή δεν είχαν ακόμη τη δυνατότητα να εμβολιαστούν ή επέλεξαν να μην το πράξουν. Κατά συνέπεια, η κατοχή πιστοποιητικού εμβολιασμού, ή η κατοχή πιστοποιητικού εμβολιασμού που αναφέρει εμβόλιο κατά του COVID-19, δεν θα πρέπει να αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας ή για τη χρήση διασυνοριακών υπηρεσιών μεταφοράς επιβατών, για παράδειγμα υπηρεσιών αεροπορικής ή σιδηροδρομικής μεταφοράς ή μεταφοράς με λεωφορείο ή πορθμείο ή με οποιοδήποτε άλλο μεταφορικό μέσο. Επιπλέον ο παρών κανονισμός δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι θεσπίζει δικαίωμα ή υποχρέωση εμβολιασμού.

 (37) Πολλά κράτη μέλη απαιτούν από τα πρόσωπα που ταξιδεύουν προς την επικράτειά τους να υποβληθούν σε διαγνωστικό έλεγχο για τον SARS-CoV-2 πριν ή μετά την άφιξή τους. Στην αρχή της πανδημίας, τα κράτη μέλη βασίζονταν συνήθως στον διαγνωστικό έλεγχο της αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης με αντίστροφη μεταγραφή (RT-PCR), έναν έλεγχο ενίσχυσης νουκλεϊκών οξέων (NAAT) για τη διάγνωση του COVID-19 που θεωρείται από τον ΠΟΥ και το ECDC ως η πιο αξιόπιστη μεθοδολογία διαγνωστικού ελέγχου για τον εντοπισμό κρουσμάτων και επαφών. Στην πορεία της πανδημίας, έχει καταστεί διαθέσιμη μια νέα γενιά ταχύτερων και φθηνότερων διαγνωστικών ελέγχων στην αγορά της Ένωσης, οι αποκαλούμενοι ταχείς έλεγχοι αντιγόνων, που ανιχνεύουν την παρουσία ιικών πρωτεϊνών (αντιγόνων) με σκοπό την ανίχνευση εν εξελίξει λοίμωξης από τον SARS-CoV-2. Η σύσταση (ΕΕ) 2020/1743 της Επιτροπής (12) καθορίζει κατευθυντήριες γραμμές για τα κράτη μέλη όσον αφορά τη χρήση τέτοιων ταχέων ελέγχων αντιγόνων.

(38) Η σύσταση του Συμβουλίου της 21ης Ιανουαρίου 2021 (13) ορίζει κοινό πλαίσιο για τη χρήση και την επικύρωση ταχέων διαγνωστικών ελέγχων αντιγόνων και την αμοιβαία αναγνώριση αποτελεσμάτων διαγνωστικών ελέγχων του COVID-19 στην Ένωση και προβλέπει την κατάρτιση κοινού καταλόγου ταχέων διαγνωστικών ελέγχων αντιγόνων για τον COVID-19. Στη βάση της εν λόγω σύστασης, η Επιτροπή Υγειονομικής Ασφάλειας συμφώνησε, στις 18 Φεβρουαρίου 2021, σε κοινό κατάλογο ταχέων διαγνωστικών ελέγχων αντιγόνων για τον COVID-19, σε μια δέσμη ταχέων διαγνωστικών ελέγχων αντιγόνων τα αποτελέσματα των οποίων θα αναγνωρίζονται αμοιβαία από τα κράτη μέλη και σε ένα κοινό τυποποιημένο σύνολο δεδομένων που πρέπει να περιλαμβάνεται στα πιστοποιητικά διαγνωστικού ελέγχου για COVID-19. 

Εν κατακλείδι,  ο Νομικός αγών, ενδημεί και συνεχίζει ακάθεκτος.

 

Χαράλαμπος  Β. Κατσιβαρδάς

Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου