Τη ΚΒ΄ (22α) του μηνός Αυγούστου, η σύναξις της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών ΘΕΟΤΟΚΟΥ εν τω Πυρσώ της Ευρυτανίας.

Εις τα μέρη της ποτέ μεν περιφήμου, νυν δε τεταπεινωμένης Ελλάδος (Ο συγγραφεύς της παρούσης διηγήσεως ονομάζει την Ελλάδα τεταπεινωμένην, διότι την εποχήν καθ’ ην συνέγραφε την διήγησιν ταύτην η νυν ελευθέρα Ελλάς ήτο υπό την δουλείαν των Οθωμανών.), κατά την Επαρχίαν του Λιτζάς και Αγράφων είναι όρος μέγα και υψηλόν, το οποίον ονομάζεται Όρθρυς, διότι από το ύψος, το οποίον έχει, ορθρίζει, ήτοι βλέπει τον ερχομόν της ημέρας και του ηλίου πρωτύτερα από όλα τα άλλα βουνά της Στερεάς Ελλάδος. Προς τα δυτικά μέρη και νότια του όρους τούτου ευρίσκονται και άλλα όρη, τα οποία είναι τόσον δύσβατα, όσον δεν ημπορεί να παραστήση ο λόγος, από αυτά δε εξέρχονται οι δεξιοί κλώνοι και αρχαί του Αχελώου ποταμού. Μέσον των ορέων τούτων, εις τους πλέον βαθυτάτους και δυσαναβάτους τόπους, ευρίσκεται η Ιερά Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου της Προυσιωτίσσης.

Η Μονή αύτη περισφίγγεται εξόχως κάτωθεν μεν υπό ενός βαθυτάτου χάους, άνωθεν δε υπό φοβερωτάτου και αβάτου σπηλαίου, του οποίου το Καθολικόν, ήτοι η Εκκλησία, είναι μέσα εις το σπήλαιον με θόλον και ωραιοτάτη, αφιερωμένη εις μνήμην της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Εν ταύτη ευρίσκεται και μέρος εκ της αγίας Κάρας του Αγίου Ιερομάρτυρος Κλήμεντος Επισκόπου Αγκύρας μετά και άλλων αγίων λειψάνων, και μέρος του Τιμίου Ξύλου. Εις δε τα αριστερά αυτής πλάγια, εις το ενδότατον σπήλαιον, είναι το Παρεκκλήσιον της Προυσιωτίσσης, εικονογραφημένον και με τέμπλον ωραίον, εις το οποίον ευρίσκεται έως της σήμερον η θαυματουργός εκείνη και εις την θέαν ωραιοτάτη Εικών της Θεοτόκου. Η οποία, εις τον καιρόν της Εικονομαχίας Θεοφίλου, ήλθεν από την περιφανεστάτην πόλιν της Προύσης, ως θέλετε ακούσει παρέμπροσθεν, ήτις, τη αληθεία, τόσον είναι χαριτωμένη και σεβασμία, ώστε είναι αδύνατον να την ατενίση τις κατά πρόσωπον και να μη θαυμάση και δειλιάση. Έμπροσθεν δε αυτής κρέμανται τρία κανδήλια ακοίμητα, έχουσι δε οι πατέρες ένα αδελφόν πνευματικόν προσμονάριον εις αυτήν πάντοτε. Περί ταύτης της Προυσιωτίσσης θείας Εικόνος φέρεται λόγος παλαιός, ότι είναι εξ εκείνων, τας οποίας ο Άγιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Λουκάς εζωγράφησε· διότι και αν δεν είναι από τας τρεις εκείνας, όπου επήγεν ο θείος Λουκάς έμπροσθεν εις την Παναγίαν προ της αγίας της Μεταστάσεως, λέγεται όμως ότι είναι μία από εκείνας οπού μετά τον θάνατον και Μετάστασιν αυτής ο Άγιος εζωγράφησε. Διότι όχι μόνον τρεις και μόνας εις όλην του την ζωήν ο θείος ούτος Απόστολος εζωγράφησεν, ως τινες λέγουσιν, αλλά τρεις εζωγράφησε ζώσης της Θεοτόκου και τας επήγε να ιδή αν της αρέσουν, τας δε άλλας ύστερον, ως αναφέρει και ο Βίος του. Επειδή άπρεπον ήτο εις αυτόν, όταν η Κυρία Θεοτόκος τας εδέχθη και τας ηυλόγησε, να αμελήση το θεάρεστον αυτό έργον και να μη κάμη και άλλας. Πλην αν και δεν είναι τόσον βέβαιον, ότι είναι και αύτη μία εκ των του Αποστόλου, τι προς τούτο; Άρα μόνον εις εκείνας εδόθη η χάρις; Ημείς βλέπομεν και τόσας άλλας, μη ούσας του Λουκά, και θαυματουργούν. Και αύτη λοιπόν, και αν δεν είναι μία εκ των εκείνου, δεν μας βλάπτει, ουδέ ολιγοστεύει την πίστιν μας και ευλάβειαν προς αυτήν. Επειδή ημείς βλέπομεν τα άπειρα θαύματα, οπού δι’ αυτής καθ’ εκάστην ενεργούνται εις τους μετά πίστεως προσερχομένους, διότι δαιμονιζόμενοι θεραπεύονται, τυφλοί αναβλέπουσι, χωλοί περιπατούσι, και πολλαί στείραι γυναίκες τεκνογόνοι έγιναν και γίνονται, τα οποία αδύνατον είναι εις ημάς να περιγράψωμεν ενταύθα· αναφέρονται δε ταύτα εις την ιδιατέραν αυτής φυλλάδα· ημείς δε να είπωμεν μόνον τα περί της Θεομητορικής αυτής Εικόνος, πότε, από που και πως εις την Ελλάδα ήλθε, και διατί ονομάζεται το Μοναστήριόν της Πυρσός, και πάλιν διατί Προυσός, διότι και με τα δύο ταύτα ονόματα ονομάζεται το Μοναστήριον αυτό· η δε Σεπτή Εικών, με το δεύτερον μάλιστα επεκράτησε να λέγεται, ήτοι Προυσιώτισσα. Με ουχί δε ολίγα θαύματα εκπλήξεως άξια περιέβαλε τα ονόματα ταύτα, ως θέλομεν είπει προϊόντος του λόγου. Ταύτα λοιπόν θέλομεν διηγηθή σαφέστατα, όσα δηλαδή ανέγνωμεν εν τη παλαιά μεμβραϊνη ιστορία τη διαλαμβανούση τον ερχομόν της θείας αυτής Εικόνος. Τον καιρόν οπού εβασίλευεν ο εικονομάχος Θεόφιλος ή, μάλλον ειπείν, μισόχριστος, εκίνησε μέγαν διωγμόν κατά των αγίων Εικόνων και έστειλε και ορισμούς βασιλικούς εις πάσαν πόλιν και χώραν, προστάσσων τους ορθοδόξους με πολλούς φοβερισμούς βασάνων και εξορίας να καταβιβάσουν τας αγίας Εικόνας και να τας κατακαύσουν. Και όσοι μεν επείθοντο εις το βασιλικόν και ασεβές τούτο πρόσταγμα, έπαιρναν αξίας και τιμάς παρ’ αυτού· όσοι δε δεν ήθελον να καταφρονήσουν τας αγίας Εικόνας, ως ζηλωταί της Ορθοδοξίας, ούτοι, αν είχον και το πλέον μεγαλύτερον αξίωμα, κατεβιβάζοντο από την τιμήν εκείνην και αξίαν, και με καταισχύνην μεγάλην εξωρίζοντο. Κατ’ εκείνον τον καιρόν, ήτοι κατά τους ωκθ΄ (829) χρόνους από Χριστού Γεννήσεως, ευρίσκετο η θαυματουργός αύτη Εικών της Θεοτόκου εις μίαν Εκκλησίαν της περιφήμου πόλεως Προύσης, άπειρα θαύματα επιτελούσα· και ως εν τη βασιλευούση είχον οι βασιλείς υπέρτιμον την Εκκλησίαν της Αγίας Σοφίας, ούτω και εν τη Προύση οι άρχοντες αυτής και μεγιστάνες είχον την Εκκλησίαν, εις την οποίαν ευρίσκετο αύτη η αγία Εικών. Ευθύς λοιπόν ως έφθασεν ο ορισμός του βασιλέως και εκεί εις την Προύσαν, ένας θεοσεβέστατος νέος, υιός μεγάλου τινός άρχοντος της βασιλικής αυλής, ζήλω θείω κινούμενος, βλέπων τα καθ’ εκάστην γινόμενα θαύματα παρά της θεομητορικής ταύτης Εικόνος, δεν ηθέλησε να υπακούση εις το βασιλικόν πρόσταγμα και να καταφρονήση τας αγίας Εικόνας. Ούτος λοιπόν ο καλός νέος επήρε ταύτην την σεβασμίαν Εικόνα της Θεοτόκου, και φεύγει εις τα μέρη της Ελλάδος, επειδή εκεί ημπορούσεν οπωσδήποτε να ησυχάση, ως όντα πλέον ήσυχα ελείνα τα μέρη από τους αιρεσιάρχας· και τούτο, πως είναι αληθινόν, μας βεβαιώνει και η χήρα εκείνη, η οποία είχε την αγίαν Εικόνα της Πορταϊτίσσης, ήτις, όταν της εζήτησαν την Εικόνα οι βασιλικοί άνθρωποι εκεί εις την Νίκαιαν, επρόσταξε τον μονογενή αυτής υιόν να φύγη εις την Ορθόδοξον Ελλάδα και όχι εις άλλο μέρος. Κατερχόμενος λοιπόν ο ρηθείς νέος με την θείαν Εικόνα έως την Καλλίπολιν (οις κρίμασι Κύριος μόνον οίδεν ο τα πάντα προγινώσκων) έχασε την αγίαν ταύτην Εικόνα. Όθεν ο ευλογημένος εκείνος νέος εθρήνει, εκόπτετο, ωδύρετο και έλεγε με μεγάλους αναστεναγμούς· «Οίμοι! Οίμοι! Αλλοίμονον εις εμέ τον ταλαίπωρον, ότι δια τας αμαρτίας μου με εγκατέλιπεν η Κυρία μου Θεοτόκος και έκρυψε την αγίαν της Εικόνα απ’ εμού, και που την έθεσε δεν γνωρίζω». Τοιουτοτρόπως λοιπόν θρηνών και χύνων άφθονα δάκρυα διέτριψεν εκεί ο νέος ούτος ημέρας ικανάς, έλεγε δε εις τον εαυτόν του, ότι «Αν και η Κυρία μου Θεοτόκος ηθέλησε μοναχή της να φυλάξη αβλαβή την αγίαν της Εικόνα, έστω, εγώ όμως οπίσω δεν απέρχομαι, διότι δεν ημπορώ πλέον να βλέπω τους εχθρούς και διώκτας της Αγίας μου Εκκλησίας και των αγίων Εικόνων». Με τοιούτους δε λογισμούς ανεχώρησεν εκείθεν, και ελθών κατώκησεν εις την νέαν Πάτραν, εις την οποίαν και Εκκλησίαν ωκοδόμησε της Αγίας Σοφίας, αντ’ εκείνης της εν Κωνσταντινουπόλει, προς παρηγορίαν της αυτού ξενητείας. Αλλά ακούσατε και την εύρεσιν της αγίας ταύτης Εικόνος πως έγινεν ύστερον, και πως ο ίδιος εκείνος νέος πάλιν την απήλαυσε καθώς εποθούσε η ψυχή του. Εκεί όπου είναι τώρα το Μοναστήριον της Προυσιωτίσσης ταύτης αγίας Εικόνος, πρωτύτερα ήτο ο τόπος ούτος παντελώς άβατος και ανώνυμος, αλλ’ ούτε δρόμον τινά είχε δια το δύσβατον του τόπου. Ο δρόμος δε εκ της Στερεάς Ελλάδος προς την Αιτωλίαν ήτο μέσω του γειτονεύοντος χωρίου του Αγίου Δημητρίου και του όρους Αρακύνθου. Αλλ’ ούτε χωρίον ήτο εκεί τότε, εκτός μικράς τινος κατοικίας ποιμένων τινών προς το ανατολικόν μέρος, και άλλης ομοίως προς το δυτικόν, το μεν Πλατάνι, το δε Πατρικάδα ονομαζόμενα, διότι τη αληθεία εις αυτά τα μέρη δε ήτο ο τόπος ούτε δια χωρία, ούτε δια ανθρώπους, αλλ’ ούτε σχεδόν δια ζώα ήμερα, όμως από τας καταδρομάς τας οποίας κατά καιρούς ελάμβανον οι Χριστιανοί, τόσον από τα έθνη και τους βασιλείς, όσον και από τους αιρεσιάρχας της Εκκλησίας, έφευγον και εκρύπτοντο εις αυτά τα όρη και ούτως εκατοίκησαν τινές, ως είπομεν· αλλ’ επί το προκείμενον επανέλθωμεν. Ένα παιδίον ενός των ρηθέντων ποιμένων εφύλαττε τας αίγας του πατρός του, νύκτα δε τινα κοιμώμενον αντίπερα του σπηλαίου, όπου είναι τώρα το Μοναστήριον, δηλαδή εκεί όπου τώρα είναι το κοιμητήριον του Μοναστηρίου, εξαίφνης ακούει όπισθεν αυτού, εις τον άβατον αυτόν τόπον του σπηλαίου, γλυκεράς τινας ωδάς και πραείας φωνάς· όθεν από τον φόβον του εξύπνησε, και περιστρέφων το βλέμμα του εδώ και εκεί, ω του θαύματος! Βλέπει ένα φως, ως στύλον φωτεινόν, το οποίον έστεκεν από το ιερόν αυτό σπήλαιον έως τον ουρανόν. Και πρώτον μεν εστοχάσθη, μήπως είναι αυτό, το οποίον λέγομεν ουράνιον τόξον ή ίριδα· τούτο δε, το οποίον εστοχάσθη, ήτο περισσότερον Θεού οικονομία, δια να μην πάθη κακόν τι από τον φόβον του. Έπειτα πάλιν έλεγεν εις τον εαυτόν του, ότι αν το φαινόμενον είναι το συνηθισμένον ουράνιον τόξον, πρέπει να είναι καμαρωτόν, και όχι τόσον φωτεινόν, αλλ’ αυτό στέκει όρθιον από την γην έως εις τον ουρανόν με τόσην λαμπρότητα, και εκείνο μάλιστα το βλέπομεν οπόταν βρέχη, σήμερον όμως δεν έβρεξεν, αλλά και τώρα να οπού είναι ξαστεριά. Ούτω λοιπόν φεύγει έντρομον το παιδίον εκείνο από εκεί, και πηγαίνει εις τον πατέρα του και του λέγει τα οραθέντα. Ο δε πατήρ αυτού, νομίσας ταύτα ψεύδη, έλεγε του παιδαρίου του, ότι με το να φοβήται και από την σκιάν του, δια τούτο τα παθαίνει αυτά, αλλά δεν είναι τίποτε, και να μη φοβήται, το δε παιδίον αντέλεγεν εις αυτόν και τα οραθέντα εβεβαίωνε. Την ακόλουθον νύκτα επήρε το παιδίον ο Χριστιανός εκείνος, και επήγεν εις τον ίδιον τόπον να ιδή, αν είναι αληθή τα λεγόμενα· όθεν βλέπει οφθαλμοφανώς όσα και το παιδίον του είδε πρότερον, πλην ως άνθρωπος και αυτός εδειλίασε, και δεν επήγεν ευθύς να ιδή τι είναι εκεί εις το σπήλαιον, αλλ’ έφυγε δρομαίως με τον παίδα αυτού. Την άλλην ημέραν επήρε μεθ’ εαυτού και άλλους τινάς, και πρώτον μεν εστοχάσθησαν και είδον οφθαλμοφανώς το όραμα τούτο άπαντες. Έπειτα δε επήγαν προς εκείνο το μέρος ερευνώντες, εκεί δε, ω του μεγίστου μυστηρίου! Βλέπουσι την αγίαν Εικόνα εις ένα μέρος του σπηλαίου φεγγοβολούσαν και εξαστράπτουσαν. Όθεν προσκυνήσαντες αυτήν και ευφρανθέντες επί τω τοιούτω θησαυρώ, έστειλαν και έφεραν εργαλεία, και ήνοιξαν τον τόπον με σκοπόν να την έχουν εκεί πάντοτε προς παρηγορίαν των. Έφερον δε εκεί εις την Θεοτόκον κηρία και θυμιάματα καθ’ εκάστην ημέραν και την επροσκυνούσαν, ως έπρεπεν, έχοντες εις αυτήν πολλήν ευλάβειαν. Τίνι δε τρόπω ήλθεν αύτη εκεί, τούτο γινώσκει μόνος εκείνος, ο οποίος εις μίαν στιγμήν επήγε και τον Αββακούμ από τα Ιεροσόλυμα εις την Βαβυλώνα, όπου ήτο ο Δανιήλ, και πάλιν έφερεν αυτόν οπίσω. Τούτο είναι λοιπόν το πρώτιστον και μέγιστον θαύμα, το οποίον έδειξεν η Κυρία Θεοτόκος, και εφανερώθη η αγία Εικών, από το θαύμα δε τούτο εστάθη να ονομάζεται έως την σήμερον το Μοναστήριον αυτό Πυρσός, ήτοι λαμπάδα, και φως, δια το φως και τον πύρινον στύλον, ο οποίος εφάνη. Το δε Προυσός πάλιν όνομα οπού λέγεται, ορθώς έχει και τούτο· διότι έλαβε και ταύτην την επωνυμίαν, επειδή ήτο η Εικών πρότερον εις την Προύσαν, εξ ης και ήλθεν ενταύθα, ως είρηται, όθεν ως εκ της Προύσης λέγεται Προυσός. Μετ’ ολίγας ημέρας από λόγον εις λόγον ηκούσθη το γεγονός εις όλα τα πέριξ, τόσον ώστε έφθασε και εις την ακοήν του προειρημένου άρχοντος από τον οποίον εχάθη πρωτύτερα η αγία Εικών. Ούτος ως ήκουσεν, ότι με ένα τοιούτον ουράνιον στύλον ευρέθη μία Εικών της Θεοτόκου, δεν έχασε καιρόν, αλλ’ ευθύς επήρε τους δούλους του και τρέχει προς εκείνα τα μέρη, ζητών το ποθούμενον. Όθεν μετά δύο ημέρας έφθασεν εκεί, και ως είδε την αγίαν Εικόνα, ευθύς την ανεγνώρισε, και πίπτων κατά γης την επροσκύνησε, και εν αγαλλιάσει καρδίας κατησπάζετο αυτήν· έπειτα φιλοδωρήσας τους χωρικούς εκείνους ποιμένας δια την εύρεσιν, και ευχαριστήσας αυτούς, έλαβε την αγίαν Εικόνα και επέστρεψε δια τας Πάτρας. Οι δε ευλογημένοι εκείνοι ποιμένες, όσον εχάρησαν πρωτύτερα εν τη ευρέσει της θείας Εικόνος (ως ποτε οι προ αυτών εν τη γεννήσει του Ιησού), άλλο τόσον ελυπήθησαν τότε δια την υστέρησιν του τοιούτου θησαυρού και κατά του άρχοντος αδημονούσαν και εγόγγυζον. Ο δε έλεγε εις αυτούς· «Ω αδελφοί μου, μη γογγύζετε κατ’ εμού, διότι δεν έχετε κανένα δίκαιον· αφ’ ενός μεν διότι η ιερά αύτη Εικών είναι ιδική μου, και δια την εύρεσίν της ιδού οπού σας εφιλοδώρησα· αφ’ ετέρου δε διότι ο τόπος ούτος, και αν θέλω να κάμω Εκκλησίαν, δεν είναι ούτε δι’ Εκκλησίαν κατάλληλος, ούτε δια συνάξεις προσκυνητών επιτήδειος». Με τοιαύτα λόγια άφησεν αυτούς εκεί λυπημένους, αυτός δε επήρε την αγίαν Εικόνα και ανεχώρησεν, ως ανωτέρω είπομεν. Ερχόμενος δε έως εις υψηλόν τι σημείον της οδού, εκεί όπου είναι τώρα ερειπωμένον τι παρεκκλήσιον της Θεοτόκου, εκουράσθησαν όλοι. Όθεν έβαλον εντός αυτού την αγίαν Εικόνα και εκάθησαν να αναπαυθούν ολίγον· εκεί δε απεκοιμήθησαν, και αναστάντες δεν εύρον την αγίαν Εικόνα. Όθεν έβαλε κατά νουν ο άρχων, ότι οι χωρικοί εκείνοι ποιμένες τον παρηκολούθησαν και την έκλεψαν, ευθύς όθεν στρέφουσιν οπίσω τάχιστα. Ερχόμενος δε έως εις ένα τόπον στενόν, πλησίον του ποταμού, ήκουσε φωνήν, ήτις έλεγεν εις αυτόν· «Ω νεανία, σωθείης, ύπαγε εν ειρήνη και μη κοπιάζης, διότι εγώ καλλίτερα αναπαύομαι εδώ εις τους στενούς αυτούς τόπους με ανθρώπους χωρικούς και ποιμένας, παρά με πολιτικούς αιρεσιάρχας· ει δε και θέλης να μείνης μετ’ εμού, ελθέ εκεί όπου με εύρες, και τούτο θέλει σου είναι καλόν και ωφέλιμον». Ταύτην την φωνήν ουδείς άλλος ήκουσε πλην αυτού μόνου. Όθεν τους μεν αυτού δούλους ηλευθέρωσε και απέστειλεν εις τα ίδια, αυτός δε, παραιτήσας τα εν τω κόσμω άπαντα, επήρεν ένα δούλον του, όστις θεληματικώς τον ηκολούθησε, και επέστρεψεν εις τον Πυρσόν, ένθα ευρών την αγίαν Εικόνα εν τω ιδίω σπηλαίω, εγνώρισεν, ότι εκεί είναι θέλημα της Κυρίας Θεοτόκου δια να κατοικήση και αυτός. Όθεν ετοιμάσας έκτισε το παρεκκλήσιον της αγίας Εικόνος έσωθεν του σπηλαίου, εκεί δε πλησίον ησύχασε και αυτός ομού με τον δούλον του γενόμενοι αμφότεροι Μοναχοί, μετωνομάσθησαν δε ο μεν άρχων Διονύσιος, ο δε δούλος αυτού Τιμόθεος. Μετά ταύτα, ως λέγουσιν, έκτισε και εν κελλίον αντίπερα της Μονής· τούτο δε το έκαμε δια να ησυχάζη εκεί, επειδή εντός της Μονής, με το να έρχωνται πολλοί, του έδιδαν ταραχήν. Ούτω λοιπόν θεαρέστως πολιτευθείς ο ευλογημένος ούτος άρχων ανεπαύθη εν Κυρίω· και το μεν σώμα αυτού ετάφη παρά του μαθητού αυτού Τιμοθέου ένδοθεν του Ναού, τον οποίον αυτός ωκοδόμησεν, η δε μακαρία αυτού ψυχή απήλθεν εις τας ουρανίους μονάς. Αλλ’ επειδή, όσον το δυνατόν, διηγήθημεν έως εδώ τα περί της ελεύσεως και ευρέσεως της αγίας Εικόνος, και της αρχής του Μοναστηρίου, θέλομεν τώρα διηγηθή και δύο ή τρία από τα παλαιά θαυμάσια, τα οποία κατά καιρούς ηκολούθησαν, συνεργούσης της θείας χάριτος δια μέσου της θεομητορικής αυτής Εικόνος. Διότι αδύνατον είναι να παραθέσωμεν ενταύθα όλα, αφού μόνον τα διασωθέντα αποτελούν βιβλίον ολόκληρον. Η δε Θεοτόκος δεν παύει θαυματουργούσα. Ταύτα δε ακούοντες ας ευχαριστήσωμεν την Κυρίαν ημών Θεοτόκον, διότι ποιεί τοιαύτα τεράστια και υπερφυή θαυμάσια, και εις ημάς τους ογδοήτας ταλαιπώρους εις τους εσχάτους τούτους χρόνους, απού μόνον το όνομα έχομεν ως Χριστιανοί, τα δε έργα μας δεν διαφέρουσιν από τα των ασεβών και απίστων. Μίαν φοράν, από αμέλειαν του κανδηλανάπτου, ήναψεν η Εκκλησία της Μονής ταύτης του Προυσού χωρίς να το καταλάβουν οι πατέρες να ευγάλουν τίποτε από μέσα, αλλά ουδέ αυτήν την αγίαν Εικόνα της Θεοτόκου. Όταν δε είδαν και εκατάλαβαν την πυρκαϊάν, δεν ημπόρεσαν πλέον να εισέλθουν, διότι το πυρ περιεκύκλωσεν όλον τον Ναόν, οι δε πατέρες έκλαιον και ωδύροντο, και το περισσότερον εθρηνούσαν δια την αγίαν Εικόνα και την Βιβλιοθήκην· τόσον δε εκάη η Εκκλησία του καθολικού, ώστε δεν έμεινεν εις αυτήν ούτε ξύλον, ούτε βιβλίον, ούτε άλλο τίποτε, πλην πέτραι μόνον. Όταν δε κατέπαυσε το πυρ (ω του θαύματος!), βλέπουν την αγίαν Εικόνα και έστεκεν επάνω εις την αγίαν Τράπεζαν του έσωθεν αυτής Παρεκκλησίου, χωρίς να βλαφθή τελείως από το πυρ. Όθεν εδόξασαν τον Θεόν και την Δέσποιναν Θεοτόκον, διότι εφύλαξεν αβλαβή την αγίαν της Εικόνα και το Παρεκκλήσιόν της. Την πυρκαϊάν δε ταύτην την μαρτυρεί και το ιερώτατον αυτό σπήλαιον, το οποίον στέκεται καταμαυρισμένον από το πυρ έως σήμερον. Ακούσατε δε και έτερον θαυμάσιον. Άνωθεν του τρούλλου της Εκκλησίας ταύτης ήτο πέτρα μεγαλωτάτη, κολλημένη ως ένα σώμα με το σπήλαιον, την οποίαν εσκέπαζεν ένας μεγάλος κισσός, όστις ήτο εκεί και την είχε περιπεπλεγμένην, ύστερον δε ο μεν κισσός εξηράνθη, η δε πέτρα έμεινε γυμνή. Μετά ταύτα έγινεν ένας σεισμός, και τότε ήνοιξε η πέτρα εκείνη, και ήτο ετοίμη να πέση και να χαλάση όλην την Εκκλησίαν. Βλέποντες δε οι πατέρες της Μονής τον τοιούτον κίνδυνον της Εκκλησίας, και μη δυνάμενοι να ποιήσωσιν άλλο τι, έψαλαν Παράκλησιν εις την Παναγίαν με πίστιν και ζέσιν καρδίας, ούτω δε έρριψαν όλην των την ελπίδα εις την Θεοτόκον και εκοιμήθησαν· το δε πρωϊ (ω των θαυμασίων σου, Δέσποινα!) βλέπουσι την πέτραν εκείνην ερριμμένην κάυωθεν της Εκκλησίας εκεί όπου οι τάφοι των Ιερομονάχων, χωρίς να εγγίξη τελείως εις τον Ναόν, εδόξασαν δε τότε τον Θεόν και την Πανάχραντον Θεοτόκον· ο δε τόπος εκείνος του σπηλαίου, όστις είχε την πέτραν, μόνος του φωνάζει και κηρύττει το θαύμα τούτο εις τους ορώντας έως την σήμερον. Τα δύο ταύτα θαυμάσια είναι παλαιότατα· ανεκαινίσθη δε το πυρποληθέν Καθολικόν από κτίσεως κόσμου εν 7095 ήτοι εν έτει 1587 κατά δε το 1754 έτος από Χριστού αύθις ανεκαινίσθη υπό του τότε Ηγουμένου Πελαγίου. Αλλ’ ας έλθωμεν και εις έτερον θαυμάσιον. Εις το δεξιόν μέρος της Εκκλησίας υπάρχει χάος φοβερώτατον, το οποίον καταλήγει κάτωθεν εις βαθύτατον λάκκον, εις αυτό δε το χάος όχι μόνον να πέση τις δεν μένει πλέον εις αυτόν ούτε σώμα, ούτε πνεύμα, αλλά και να πλησιάση και να ατενίση μόνον τα κάτωθεν, δεν υποφέρει τον φόβον και φεύγει οπίσω όλως έντρομος. Μίαν φοράν λοιπόν, κατά την ημέραν, κατά την οποίαν γίνεται Σύναξις της αυτής Μονής, έτυχε να στέκη εκεί πλησίον γυνή τις Ιερέως, ήτις εβαστούσε και το μικρόν της βρέφος εις τας χείρας· από δε το πλήθος του λαού εμποδισθείσα εκρημνίσθη εις εκείνο το θανατηφόρον χάος ομού με το βρέφος, και κατήντησεν έως κάτω εις τον λάκκον. Ως είδε δε ο λαός τούτο, άπαντες ελυπήθησαν, έπειτα έτρεξαν από άλλο μέρος οι συγγενείς της γυναικός, και εις Ιερομόναχος, δια να εύρουν καν τα λείψανα της τε γυναικός και του παιδίου να τα κηδεύσουν ως έπρεπεν. Αλλά (ευχαριστούμεν σε, Θεοτόκε), ως ήλθαν εις τον λάκκον (ω του θαύματος!) βλέπουσιν την νομιζομένην νεκράν καθημένην επάνω εις μίαν πέτραν και θηλάζουσαν το βρέφος αυτής, χωρίς να έχη υποστή ούτε παραμικράν βλάβην ούτε αυτή ούτε το βρέφος. Παραλαβόντες όθεν αυτήν ήλθον επάνω εις την Μονήν· ερωτωμένη δε πως εφυλάχθη αβλαβής, έλεγεν· «Ως έπεσα κάτω εις τον κρημνόν, άλλο δεν επρόφθασα να είπω, ειμί τούτο: «Παναγία μου Προυσιώτισσα, βοήθησόν μοι». Η δε Κυρία Θεοτόκος με εφύλαξε, καθώς βλέπετε, και εμέ και το τέκνον μου». Αναρίθμητα, ποικίλα και καταπληκτικά είναι τα θαύματα τα οποία έκαμε και εξακολουθεί καθημερινώς να κάμνη η Παναγία Προυσιώτισσα εις όσους με πίστιν και ευλάβειαν προστρέχουν να την προσκυνήσουν και εις όσους μεταφέρουν τον νουν των εις Αυτήν, όπου της γης και αν ευρίσκωνται. Εις Αυτήν όθεν ας προσφεύγωμεν πάντες οι εν ανάγκαις, ότι αυτή ως Μήτηρ Θεού δύναται όσα θέλει και βούλεται. Αυτής αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου