ΟΙ ΟΣΙΟΙ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΗΜΩΝ ΟΙ ΕΝ ΤΩ ΑΓΙΩ ΟΡΕΙ ΤΟΥ ΑΘΩΝΟΣ ΔΙΑΛΑΜΨΑΝΤΕΣ

«Των Οσίων Πατέρων ο χορός, εκ διαφόρων Πατρίδων ορμηθείς, και το Όρος οικήσας, το παρά φύσιν διέφυγε, το κατά φύσιν διέσωσε και εις το υπέρ φύσιν ανελήλυθε…». (Από την Υμνογραφίαν των).

Η πλέον περιεκτική εορτή, ως ουσία και έκφρασις του Αγιορειτικού Μοναχισμού, είναι αναμφιβόλως η τελουμένη μετ’ εξαιρετικής λαμπρότητος, κατά το βυζαντινόν τυπικόν, εορτή των Αγιορειτών Πατέρων, την επομένην Κυριακήν της των αγίων Πάντων. Η εορτή περιλαμβάνει πάντας τους γνωστούς Αγιορείτας αγίους, ως και τους δια την πολλήν ταπείνωσιν και άλλους λόγους αφανείς παραμείναντας, προ του «νέφους» των οποίων ασφαλώς θα μείνωμεν εκστατικοί εν τη Ημέρα εκείνη τη μεγάλη και επιφανεί του Κυρίου. Ο Παναγιορειτικός εορτασμός των δι’ αγρυπνίας ανά τας Ι. Μονάς του Άθωνος, τα Κελλία και ασκητήρια, τελείται δια της πνευματικωτάτης ασματικής Ακολουθίας, την οποίαν, ως θεόληπτος και ομότροπος των εγκωμιαζομένων, συνέταξεν εκδημών προς Θεόν τω πνεύματι ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Οι δε ερημίται αγρυπνούντες, προσεύχονται και γεραίρουν τους θείους Πατέρας δια κομβοσχοινίου εν σιγή πολλή, εν κατανύξει και δάκρυσιν. Η τόσον με το πνεύμα του Αγίου Όρους και την μακραίωνα ιστορίαν του συνδεομένη εορτή των Αγιορειτών Αγίων, καθιερώθη κατά τα τέλη του 19 ου αιώνος υπό της Ι. Κοινότητος των Μονών του Αγίου Όρους. Η Ι. Κοινότης ανέθηκε τω αγίω Νικοδήμω τω Αγιορείτη την συγγραφήν της Ι. Ακολουθίας και εγκωμιαστικού λόγου μετά βραχυτάτου εις έκαστον άγιον βιογραφικού υπομνήματος. Οι γνωστοί μέχρι τότε άγιοι είναι Όσιοι, Οσιομάρτυρες, Ομολογηταί και Ιεράρχαι. Διο και υμνούνται αι νηστείαι, αι προσευχαί, αι αγρυπνίαι, το χαρούμενον πένθος των Οσίων, τιμάται το με δεύτερον βάπτισμα ισοδυναμούν αίμα του μαρτυρίου των Οσιομαρτύρων, όπερ «δευτέροις ρύποις ου μολύνεται». Εξαίρεται η υπομονή εν ταις βασάνοις των Ομολογητών και μεγαλύνεται των αγίων Ιεραρχών η αγάπη προς την Ορθόδοξον Εκκλησίαν.

Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο περισσότερον παντός άλλου εισδύσας εις το έξοχον τούτο μόρφωμα της ιδιαζούσης Ορθοδόξου ευσεβείας και κατανοήσας βαθέως τα ιδεώδη και τους υψηλούς σκοπούς του, αιτιολογεί την ύπαρξιν του μοναστικού τούτου κέντρου, εκ της επαγγελίας της Θεοτόκου Παρθένου, προς τον πρώτον οικιστήν του Άθωνος άγιον Πέτρον τον Αθωνίτην. Ελθών ο άγιος ούτος περί τον όγδοον αιώνα κατόπιν αποκαλύψεως της Παναγίας και κατοικήσας εις τας δυσπροσίτους και υλομανούσας εκ της πυκνής βλαστήσεως παρυφάς του Άθωνος, έλαβε παρ’ Αυτής την κάτωθι υπόσχεσιν, ως την διέσωσεν ο εν αγίοις Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Έστιν Όρος επ’ Ευρώπης κάλλιστον ομού και μέγιστον, προς Λιβύην τετραμμένον, επί πολύ της θαλάσσης είσω προϊόν· τούτο της γης απάσης απολεξαμένη, τω μοναχικώ πρέπον καταγώγιον, προσκληρώσαι διέγνων έγωγε… Και άγιον τουντεύθεν κεκλήσεται· και των επ΄ αυτού δε των προς τον κοινόν ανθρώποις πολέμιον αγώνα επαναιρουμένων, προπολεμήσω δια βίου παντός· και πάντως έσομαι τούτοις άμαχος σύμμαχος, των πρακτέων υφηγητής, των μη πρακτέων ερμηνευτής, κηδεμών, ιατρός, τροφεύς· ην άρα βούλει τροφήν τε και ιατρείαν, όση τε προς το σώμα τείνει και τούτο συνιστά τε και λυσιτελεί· και όση το πνεύμα διανιστά τε και ρώννυσι, και μη του καλού διαπεσείν συγχωρεί· συστήσω δ’ άρα τω Υιώ και Θεώ μου, οις αν γένηται καλώς καταλύσαι τούδε τον βίον των αυτοίς ημαρτημένων τελείαν εξαιτησαμένη παρ’ αυτού την άφεσιν». Η ανά το Βυζάντιον διαδραμούσα φήμη του Άθωνος, ως κηδεμονευομένου υπό της Βασιλίσσης των Ουρανών, ηλέκτρισε τα πλήθη, αξιωματούχους και βασιλείς ακόμη. Και ήλθον να περιβληθούν το αγγελικόν σχήμα των Μοναχών και να εγκαταβιώσουν εις το αγιώτερον Όρος του κόσμου δια βίου παντός. Ήτο επόμενον, όπως το Άγιον Όρος εφελκύση έκτοτε το ευλαβές ενδιαφέρον των φιλομονάχων αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Ακριβώς περί τα μέσα του ΙΑ΄ αιώνος, ο Αλέξιος ο Κομνηνός έγραφε προς τους Αγιορείτας, οι οποίοι εν τω μεταξύ είχον ανεγείρει, βασιλικοίς αναλώμασι, μεγαλοπρεπείς Μονάς και πλήθος μονυδρίων: «Πατέρες, άγιοι, οι το Άγιον Όρος κατοικούντες. Οίδατε ότι καθάπερ η Κωνσταντινούπολις και η βασίλισσα των πόλεων επάνω πάντων εστίν, ούτω το Βασιλικώτατον και θείον Όρος εις τα της οικουμένης όρη. Και το ημέτερον φως και το άλας υμείς εστε. Και ούτως έχομεν και ούτω πιστεύομεν. Και ου μόνον οι Βασιλείς Χριστιανών, αλλά και αυτά τα έθνη, τα γύρωθεν Ημών κατοικούντα, συν ημίν και αυτά επισεμνύνονται και αγάλλονται μεθ’ ημών, δια την υπεράνθρωπον υμών πολιτείαν. Από Θεού χαίρετε και υπέρ του Κράτους της Βασιλείας Ημών εύχεσθε και υπέρ όλου του κόσμου. Αι δε τέλειαι και άγιαι ευχαί υμών χαρισθείησαν Ημίν και βοηθείτωσαν Ημίν εν καιρώ εξόδου». Εντεύθεν ο Ορθόδοξος Μοναχισμός ήρχισε να αναπτύσσηται συνεχίζων με συνέπειαν την παράδοσιν κατά τας παλαιγενείς αρχάς του, αίτινες εβιώθησαν επί επτά περίπου αιώνας, εις τας ερήμους της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης, της Κωνσταντινουπόλεως, της Μ. Ασίας και της Συρίας. Το δε ιδιάζον πνεύμα του Ανατολικού Μοναχισμού, εύρεν, εν τω προσώπω εκλεκτών Αγιορειτών, σπουδαίους θεωρητικούς, ιδία κατά τον δέκατον τέταρτον αιώνα, εις τας Ησυχαστικάς έριδας του Αγίου Όρους, αίτινες επί δεκαετίαν συνετάραξαν την Κωνσταντινούπολιν, εξ αφορμής του διασυρμού, ον υφίστατο η μοναστική πνευματικότης, υπό του εκ Καλαβρίας Μοναχού Βαρλαάμ. Ο Βαρλαάμ επηρεασμένος από το Αριστοτελικόν πνεύμα, δια του οποίου είναι εμπεποτισμένη η Δυτική Θεολογία, δεν ηδύνατο να εννοήση, ότι εκτός της ακαταλήπτου θείας ουσίας, λειτουργούν και αϊδιοι άκτιστοι ενέργειαι, αίτινες αποκαλύπτονται εις τας αγίας ψυχάς και τα κεκαθαρμένα πνεύματα, και ότι το Θαβώριον φως ήτο χάρις άκτιστος, επί της οποίας ο άνθρωπος εν Χριστώ έχει μετοχήν εν τη γη έτι ων μετά σαρκός. Εις αλλεπαλλήλους Συνόδους εν Κωνσταντινουπόλει εύρε δικαίωσιν η θεωρία των Αγιορειτών, ως βιούντων τας χάριτας του Ησυχασμού, υπό το γενικόν όνομα του οποίου είναι γνωστή η ατέρμων αυτή θεολογική έρις. Κατά την διάρκειαν των Συνόδων εν τω Παλατίω, όπου προήδρευσαν διαδοχικώς τρεις Βυζαντινοί Βασιλείς, Ανδρόνικος ο Παλαιολόγος, Ιωάννης ο Καντακουζηνός – ο μετέπειτα δια του αγίου και αγγελικού σχήματος μετονομασθείς Ιωάσαφ εν Αγίω Όρει – και Ιωάννης ο Παλαιολόγος, διεκρίθησαν ως μεγάλαι θεολογικαί μορφαί, Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο και πρωταγωνιστής κατά των κακοδοξιών του Βαρλαάμ και των συν αυτώ, Θεόληπτος ο Φιλαδελφείας, Φιλόθεος ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και άλλοι, άπαντες Αγιορείται. Η σημασία της θεολογικής ταύτης έριδος είναι τεραστία, ως στενώς συνδεομένη με την μυστικήν και αποκαλυπτικήν Θεολογίαν των Ανατολικών Πατέρων. Και οι Αγιορείται, έχοντες υπέρ αυτών την υψηλήν εμπειρίαν της μοναστικής πνευματικότητος, απεδείχθησαν ακαταίσχυντοι απολογηταί της καθ’ ημάς Θεολογίας, παραδώσαντες μίαν πλουσιωτάτην γραμματείαν εις την Εκκλησίαν και ανυπολογίστου αξίας θεολογικά κεφάλαια. Το καλύψαν όλον σχεδόν τον ΙΔ΄ αιώνα θέμα του Ησυχασμού, κατά τον οποίον ενηρθρώθησαν κατά τρόπον σαφή αι μηδέποτε έως τότε διατυπωθείσαι συστηματικώς θεολογικαί θέσεις της Ορθοδόξου θεολογίας, επέτρεψεν εν ταυτώ, όπως εξαρθή η εξάρτησις της Θεολογίας ημών εκ της υπό του Μοναχισμού επιδιωκομένης καθαρότητος της καρδίας και ελλάμψεως του νοός, πράγμα, όπερ προσέδωκεν εις το Άγιον Όρος ιδιαιτέραν τινά αίγλην.

Ομολογουμένως ο Άθως αποτελεί τον πλέον κατάλληλον χώρον αναπτύξεως του Μοναχισμού εις όλας του τας μορφάς, ως Μοναστηριακού, Κελλιωτικού, Σκητιωτικού και Ερημιτικού. Και η υπόσχεσις της Παναγίας Παρθένου, η Οποία το προστατεύει, με μητρικήν στοργήν, ως Όρους «καλλίστου ομού και μεγίστου», ενέχει όλως ιδιαιτέραν σημασίαν, ως προς την καταλληλότητα δια την εγκαταβίωσιν αρνησικόσμων μοναχών. Τούτο πιστοποιείται, άλλως τε, εκ της επί χίλια έτη ιστορικού βίου ανθήσεώς του, ως Μοναστικού Κέντρου και εκ των εκατοντάδων αγίων, τους οποίους ανέδειξε, και οίτινες δια των θεοπειθών προσευχών των, άλλοι δια των ιερών αιμάτων των, άλλοι δια την καλήν ομολογίαν των και άλλοι δια της Θεολογίας των, προσέφερον ανυπολογίστους υπηρεσίας εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, ιδίως εις κρισιμωτάτας περιόδους του βίου της. Η δε ασκητική ζωή των και γενικώς η δράσις των, αποτελούν στοιχεία τα οποία, με Πατερικήν βαρύτητα και αυθεντικότητα, συνθέτουν το διάγραμμα τόσον της φύσεως και ουσίας του Ανατολικού Μοναχισμού, όσον και της αποστολής του εν τη στρατευομένη Εκκλησία, εν θέμα, τοσούτον σοβαρόν, όσον και αντιλεγόμενον εν τη εποχή μας. Η αγιότης, αποτελούσα υπερτάτην ηθικήν αξίαν, ουδέποτε εκπίπτει. Είναι αυτοδύναμος πραγματικότης, συγκεντρούσα περί εαυτήν απάσας τας εφέσεις του ανθρώπου, ως κατορθώματος απαιτούντος υπερανθρώπους προσπαθείας, και αξιούντος τον άνθρωπον της, όσον ενδέχεται τη ανθρωπίνη φύσει, κατά χάριν ομοιώσεως μετά του Θεού. Εντεύθεν το κέντρον του βάρους, εν τη εκτιμήσει του προσανατολισμού του Αγίου Όρους, πίπτει επί της αγιότητος του βίου, εις ην πάντοτε παρεχώρησε το προβάδισμα και η οποία συνιστά την δικαίωσιν του «αναχωρητισμού». Άλλως τε, αίτημα εκ των ων ουκ άνευ εν τω χριστιανισμώ αποτελεί η αγιότης. Δια τούτο και η ιστορία της Εκκλησίας, κατά την επίγειον αυτής στρατείαν, είναι γνωστή ως ιστορία αγιότητος, περιλαμβάνουσα τους αγώνας των τέκνων της προς αγιασμόν, «ου άνευ, ουδείς όψεται τον Κύριον». Όθεν και το νόημα της εορτής των Αγιορειτών Πατέρων είναι αυτή η έξαρσις της δι’ ιδρώτων και μόχθων ασκητικών συν τη χάριτι του Χριστού επιτυγχανομένης αγιότητος. Θα ήτο πολύ ωφέλιμον να ενωτίζετο η καθ’ ημάς γενεά το μήνυμα του ασκητισμού, και οιονεί να επανευηγγελίζετο με το γνήσιον πνεύμα της Παραδόσεως της Εκκλησίας, την οποίαν εδημιούργησαν οι άγιοι Πατέρες και κατέλιπον ημίν ως μοναδικήν χριστιανικήν οδόν, ίνα «επακολουθήσωμεν τοις ίχνεσιν αυτών». Και η οδός αυτή χαρακτηρίζεται, δια το «α δ ι ά λ ε ι π τ ο ν» της «προσευχής» την «τήξιν του σώματος», τας «παννυχίους στάσεις», το «αείρυτον δάκρυον», εξ ων γεννώνται ο φόβος του Θεού και η θεία αγάπη, ης άνευ καθιστάμεθα «κύμβαλα αλαλάζοντα και χαλκοί ηχούντες».

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου