ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ -- ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΠΙΣΤΕΩΣ

Ήχος εκ του ουρανού κατέρχεται και γλώσσαι ωσεί πυρός διαμερίζονται· αι γλώσσαι κάθηνται επί ένα έκαστον των Μαθητών, οι δε Μαθηταί πληρούνται Πνεύματος Αγίου. Εμφανίζει δε το Πνεύμα το Άγιον την ενέργειαν Αυτού δια της πολυγλώσσου ομιλίας των Μαθητών, η οποία προεξένησε θάμβος και έκστασιν εις τους ακούοντας και προσείλκυσεν εξ αυτών πολλούς προς την εις Χριστόν πίστιν. Ταύτα εκήρυξε σήμερον η αναγνωσθείσα Πράξις των Αποστόλων. Ταύτα δε, ως παραστατικά της καταβάσεως του Παναγίου Πνεύματος, αναβιβάζουν τον νουν ημών εις τα ύψη εκείνα, εκ των οποίων Αυτό κατήλθε και υπερυψούσιν έως του θρόνου της μεγαλωσύνης εν τοις υψηλοίς (Εβρ. α: 3). Εκεί λοιπόν αναβιβάζω τον νουν μου και κλίνω μετ’ ευλαβείας τα γόνατα, ανοίγω δε τους οφθαλμούς της Πίστεως.

Διο βλέπω εκεί μίαν τρισυπόστατον αρχήν υπεράρχιον, άναρχον, ατελεύτητον, απαθεστάτην, πανυπεράγαθον, παντοδύναμον, δημιουργόν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων· τον Πατέρα, αρχήν και πηγήν και γεννήτορα του Υιού, αρχήν και πηγήν και προβολέα του Πνεύματος· εκ μιάς ρίζης του Πατρός δύο βλαστούς, τον Υιόν και το Πνεύμα, έχοντας πάντα όσα έχει ο Πατήρ, πλην του αγεννήτου και ανεκπορεύτου, διότι μόνος ο Πατήρ αγέννητος και ανεκπόρευτος, ο δε Υιός και το Πνεύμα εκ μόνου του Πατρός, ο μεν γεννητός, το δε εκπορευτόν, βλαστοί συνάναρχοι, συναϊδιοι, ομοούσιοι, ομοδύναμοι, δημιουργοί, συμπαντοκράτορες, συμπροσκυνούμενοι με τον Πατέρα και συλλατρευόμενοι, διότι εις Θεός, μία ουσία των τριών, μία φύσις, μία δύναμις, μία ενέργεια, μία θεότης, Θεός ο Πατήρ, Θεός ο Υιός, Θεός το Πνεύμα το Άγιον, εις δε μόνος Θεός τρισυπόστατος. Αλλά πως, λέγεις, εν και τρία; Πως δε εν ο Πατήρ, ο Υιός και το Πνεύμα, σαρκούται δε ο Υιός και μένει άσαρκος ο Πατήρ και το Πνεύμα; Πως εν τα τρία, μόνον δε το Πνεύμα πέμπεται και κάθηται επί ένα έκαστον των Μαθητών και πληροί αυτούς της θείας Αυτού Χάριτος; Εγώ είπα, ότι, ανοίξας τους οφθαλμούς της Πίστεώς μου, είδον ταύτα, συ δε ζητείς από εμέ το πως; Εγώ επίστευσα εις τους λόγους των Αγίων Προφητών και εις των θεηγόρων Αποστόλων το κήρυγμα, «Επίστευσα διό ελάλησα» (Ψαλμ. ριε: 1), συ δε ζητείς παρ’ εμού απόδειξιν; Ως φαίνεται, δεν διακρίνεις ότι άλλο είναι η πίστις και άλλο η απόδειξις· η πίστις ούτε τον νουν αναγκάζει ούτε την θέλησιν βιάζει. Όθεν, αφού ακούσης τον λόγον της πίστεως, πράττεις ό,τι θέλεις, ή πιστεύεις και σώζεσαι ή απιστείς και καταδικάζεσαι· η απόδειξις αναγκάζει τον νουν ίνα πεισθή και επομένως αρπάζει την εξουσίαν της θελήσεως· δια τούτο, μετά την απόδειξιν, καν θέλης καν μη θέλης, πείθεσαι· δια τούτον δε τον λόγον και οι πειθόμενοι υπό της αποδείξεως ουδένα μισθόν λαμβάνουν παρά Θεού. Ποίον μισθόν λαμβάνει όστις ή μετά την γεωμετρικήν απόδειξιν καταπεισθή ότι αι τρεις γωνίαι παντός τριγώνου είναι ίσαι με δύο ορθάς, ή μετά την αστρονομικήν ότι η του ηλίου έκλειψις είναι παρεμβολή της σελήνης μεταξύ ηλίου και γης ή μετά την φυσικήν, ότι πάντα τα σώματα φέρονται προς το κέντρον της γης ή μετά την ιστορικήν ότι ο Αύγουστος εμονάρχησεν εις την Ρώμην ή μετά την ηθικήν ότι πάντες οι άνθρωποι είναι επιρρεπείς επί τα πονηρά; Ουδένα μισθόν λαμβάνεις περί των τοιούτων πληροφοριών. Επειδή δε τα πιστευόμενα ως υπερφυή και υπερούσια δεν επιδέχονται υλικάς αποδείξεις, δια τούτο, όστις πιστεύση, εκείνος γίνεται μακάριος· «Μακάριοι οι μη ιδόμτες και πιστεύσαντες» (Ιωάν. κ: 29). Μακάριοι, επειδή όχι αναγκαστικώς, αλλ’ εθελουσίως επίστευσαν. Εάν η απόδειξις με έπειθε να πιστεύσω, επίστευον αναγκαστικώς και όχι προαιρετικώς. Όθεν ουδένα μισθόν ελάμβανον δια την πίστιν μου. Αλλά πως δύναμαι, λέγεις, να πιστεύσω όσα φαίνονται αντίθετα εις την διάκρισιν του νοός μου; Τρία και εν, τούτο εις τον νουν μου δεν χωρεί· πιστεύω ότι δεν χωρεί, διότι ούτε μικρόν σκεύος χωρεί την θάλασσαν. Ο νους σου είναι πολύ μικρός, ενώ η θεότης είναι άπειρος και επομένως δεν χωρεί εις τον νουν σου· αλλά τι συμπεραίνεις εκ τούτου; Συμπεραίνεις, ότι δεν υπάρχει Θεός τρισυπόστατος, επειδή δεν χωρεί εις τον νουν σου; Λοιπόν δεν υπάρχει ούτε θάλασσα, επειδή δεν χωρεί εις μικρόν σκεύος; Ακούεις παραλογισμόν; Ειπέ μου δε συ, όστις θέλεις να κατανοήσης τα άπειρα και αόρατα, καταλαμβάνεις άραγε τα μικρά και υποπίπτοντα εις τας αισθήσεις σου; Αναρίθμητα αισθητά πράγματα δεν χωρούν εις τον νουν ημών· αλλά τι εκ τούτου; Άραγε δεν υπάρχουν, επειδή ημείς δεν καταλαμβάνομεν αυτά; Ημείς συν τοις άλλοις δεν κατανοούμεν ούτε το πως βλέπομεν ούτε το πως ακούομεν ούτε το πως οσφραινόμεθα ούτε το πως γευόμεθα ούτε το πως ψηλαφώμεν, αν και πολλά περί τούτου λέγουσι και οι παλαιοί και οι νέοι φυσιολόγοι. Καταλαμβάνεις άραγε πως τούτο φαίνεται εις σε μέλαν, εκείνο λευκόν, τούτο ερυθρόν, το άλλο ποικιλόχρουν; Καταλαμβάνεις το πως ούτος μεν ο ήχος σε τέρπει, εκείνος δε σε αηδιάζει; Ή πως διακρίνεις τας φωνάς και τους τόνους και τα σχήματα της φωνής; Καταλαμβάνεις το πως τούτο φέρει εις σε αίσθησιν ευωδίας, εκείνο δε δυσωδίας, ή πως διακρίνεις πάσαν οσμήν ειδικώς; Κατανοείς το πως διακρίνεις το γλυκύ, το πικρόν, το αλμυρόν, το οξύ, το στυφνόν; Ή πως αισθάνεσαι το σκληρόν, το τραχύ, το απαλόν, το λείον, το στερεόν, το ρευστόν; Και όμως, ενώ ταύτα δεν εννοείς, θέλεις να κατανοήσης τα υπέρ την φύσιν και την αίσθησιν και παραπονείσαι ότι ο νους σου δεν χωρεί το πως ο Θεός είναι εις τρισυπόστατος. Αλλά διατί τούτο αντίκειται εις το διακριτικόν του νοός σου; Άραγε, διότι αυτός εσυνείθισε να διακρίνη ότι τα τρία είναι τρία και το εν είναι εν; Εάν ημείς επιστεύομεν ότι αι τρεις υποστάσεις είναι μία υπόστασις και η μία ουσία είναι τρεις ουσίαι, τότε τούτο ήτο εναντίον εις την συνήθειαν του νοός σου· αλλ’ ημείς πιστεύομεν ότι αι τρεις υποστάσεις είναι τρεις υποστάσεις και η μία ουσία είναι μία ουσία· ούτος δε είναι ο μεν μίαν ουσίαν τρισυπόστατος Θεός, εις τον οποίον πιστεύομεν και τον οποίον λατρεύομεν. Ιδού και αμυδρά τούτου εικών παράδειγμα· νους, λόγος, θέλησις είναι τρία, αυτά δε τα τρία έχουν και μίαν ουσίαν, την του ανθρώπου· λόγος ενδιάθετος, προφορικός, γραπτός είναι τρία, μίαν όμως έχουν φύσιν, τον λόγον. Ομοίως ούτε η σάρκωσις του Υιού και το άσαρκον του Πατρός και του Πνεύματος ούτε η πέμψις μόνου του Αγίου Πνεύματος προς την διανομήν των χαρισμάτων Αυτού είναι εναντία εις άλληλα. Εάν ελέγομεν ότι ο Υιός εσαρκώθη και δεν εσαρκώθη, ότι το Πνεύμα επέμφθη εις τους Μαθητάς και δεν επέφθη, τότε ήσαν εναντία και εις τον νουν αχώρητα, αλλ’ ημείς κηρύττομεν ότι ευδοκία του Πατρός και συνεργεία του Αγίου Πνεύματος εσαρκώθη ο Υιός, έμεινε δε άσαρκος ο Πατήρ και το Πνεύμα και ότι μόνον το Πανάγιον Πνεύμα, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον (Ιωάν. ιε: 26), ευδοκία του Πατρός έπεμψεν ο Υιός προς τους ιδίους Αυτού Μαθητάς. Ταύτα δε ουδεμίαν έχουν μεταξύ αλλήλων εναντιότητα. Έχεις και περί τούτου την εξής εικόνα, εάν θέλης. Εις είναι ο λόγος του ανθρώπου, καθώς μία η ουσία της Θεότητος· τρία είναι του λόγου τα είδη, ενδιάθετος, προφορικός, γραπτός, καθώς τρεις αι θεαρχικαί υποστάσεις, Πατήρ, Υιός, Πνεύμα. Όταν ο λόγος δεν προφέρεται δια του στόματος, αλλά γράφεται εις τον χάρτην, τότε ο μεν γραπτός εικονίζει τον σαρκωθέντα Υιόν και Λόγον, ο δε ενδιάθετος και ο ανεκφώνητος τον άσαρκον Πατέρα και το άσαρκον Πνεύμα· ότε δε ο λόγος δεν γράφεται, αλλ’ εκπέμπεται εκ του στόματος, δηλαδή εκφωνείται, τότε ο μεν ενδιάθετος εικονίζει τον μη πεφθέντα Πατέρα, ο δε άγραπτος τον μη πεμφθέντα Υιόν, ο δε εκφωνηθείς το προς τους Μαθητάς πεμφθέν Πανάγιον Πνεύμα. Μη ζητής όμως πληρεστάτην ακρίβειαν αρμοδιότητος εις τα παραδείγματα, επειδή τούτο είναι αδύνατον, καθότι ουδέν κτίσμα ούτε υλικόν ούτε άϋλον ούτε ορατόν ούτε αόρατον ούτε επίγειον ούτε ουράνιον είναι κατά πάντα όμοιον με την υπεράρχιον ουσίαν της Θεότητος. Ο άνθρωπος, όστις επλάσθη κατ’ εικόνα Θεού, γίνεται παράδειγμα προς σκιώδη τινά ερμηνείαν των περί τον Θεόν, αλλά τοσούτον ατελές, όσον ατελής αποδείκνυται ο άνθρωπος, παραβαλλόμενος και συγκρινόμενος προς τον Θεόν. Αλλ΄ ο νους ταύτα δεν χωρεί· αληθώς δεν χωρεί ταύτα, επειδή είναι στενός, επειδή ζητεί απόδειξιν φυσικήν δια τα υπέρ φύσιν και βεβαιότητα αισθητήν δια τα υπέρ την αίσθησιν. Δεν χωρεί ταύτα, επειδή γλώσσα ανθρώπου δεν δύναται να ομιλήση περί τούτων αξιοπρεπώς, «α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β΄ Κορ. ιβ: 4)· ούτε ευρίσκομεν παράδειγμα όμοιον, αλλ’ ούτε λέξεις έχομεν, αι οποίαι να αποδίδουν την ακριβή σημασίαν των τοιούτων πραγμάτων· «Βλέπομεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε», δηλαδή όταν η ψυχή λυθή από των δεσμών του σώματος, τότε θέλομεν ίδει «πρόσωπον προς πρόσωπον· άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι, καθώς και επεγνώσθην» (Α΄ Κορ. ιγ: 12). Ο νους ταύτα δεν χωρεί ως δυσνόητα και ακατάληπτα, χωρεί όμως άλλα ευκολονόητα και ευκατάληπτα· αφού δε ο νους κατανοήση ταύτα, τότε πιστεύει και όσα αχώρητα διδάσκει η Πίστις, πειθόμενος ότι δεν καταλαμβάνει τα υψηλά της Πίστεως μυστήρια δια την ανθρωπίνην αδυναμίαν. Τίνος ο νους δεν κατανοεί ότι οι Προφήται και οι Απόστολοι ήσαν άνθρωποι Άγιοι; Μαρτυρεί τούτο ο βίος και η πολιτεία αυτών, μαρτυρούν τα θαύματα, τα υπ’ αυτών τελεσθέντα, μαρτυρεί η εκπλήρωσις των υπ’ αυτών προφητευθέντων και προκαταγγελθέντων έργων, μαρτυρεί το πλήθος των ιστορικών, των ταύτα βεβαιωσάντων. Ποίος δε δεν καταλαμβάνει ότι, αφού ήσαν Άγιοι, βέβαιον και αναμφίβολον είναι ότι ούτε απατεώνες ήσαν ούτε πλάνοι ούτε ψεύσται ούτε υποκριταί; Αυτοί οι απέχοντες από της απάτης και του ψεύδους και της υποκρίσεως, όσον απέχει ο ουρανός από της γης, εμαρτύρησαν και είπον και έγραψαν ότι είδον όσα ημείς πιστεύομεν. Άκουσον λοιπόν τον μεν Προφήτην Ησαϊαν μαρτυρούντα και λέγοντα, ότι είδε τα σύμβολα του ενιαίου και τρισυποστάτου κράτους της υπερουσίου Θεότητος· «Και εγένετο», λέγει, «του ενιαυτού, ου απέθανεν Οζίας ο βασιλεύς, είδον τον Κύριον καθήμενον επί θρόνου υψηλού και επηρμένου και πλήρης ο οίκος της δόξης αυτού» (Ησ. στ: 1). Ακούεις; Είδε, λέγει, τον Θεόν καθήμενον, δηλαδή αμετάτρεπτον και αναλλοίωτον και αμετάβλητον. Επί θρόνου υψηλού και επηρμένου· τούτο δηλοί το πανυπέρτατον ύψος και το υπέρ πάσαν αρχήν και εξουσίαν άπειρον Αυτού κράτος. Και πλήρης ο οίκος της δόξης Αυτού. Είπε πλήρης δια το υπερβάλλον της δόξης, είπε της δόξης Αυτού, επειδή παρ’ ουδενός δοξάζεται, αλλά, αυτοδόξαστος υπάρχων, οικείαν έχει την άπειρον δόξαν. «Και Σεραφείμ», λέγει, «ειστήκεισαν κύκλω αυτού, εξ πτέρυγες τω ενί και εξ πτέρυγες τω ενί· και ταις μεν δυσί κατεκάλυπτον το πρόσωπον, ταις δε δυσί κατεκάλυπτον τους πόδας και ταις δυσίν επέταντο» (Ησ. στ: 2). Έκαστον Σεραφείμ είναι τριμερές· έχει πρόσωπον, δηλοποιούν τον Πατέρα· έχει μέσον, εις το οποίον υπάρχουν αι εξ πτέρυγες, εικονίζον τον Υιόν· έχει πόδας σημαίνοντας το Πνεύμα· έχει δε και τρία ζεύγη πτερύγων. Ώστε τα Σεραφείμ διπλώς φανερώνουν τα τρεις υποστάσεις της Θεότητος, της οποίας περικυκλώνουν τον θρόνον· καλύπτουν δε δια μεν των δύο πτερύγων, των άνω, το πρόσωπον, διδάσκοντα ότι ακατάληπτον είναι το άναρχον του Πατρός, δια δε των δύο, των κάτω, τους πόδας, σημαίνοντα ότι και το συνάναρχον του Πνεύματος είναι ακατανόητον· πετόμενα δε εφαπλώνουν τας δύο πτέρυγας τας οποίας έχουν εις το μέσον, το οποίον σημαίνει ότι εφανερώθη το ομοούσιον της Θεότητος του Υιού δια της ενανθρωπήσεως Αυτού. Βλέπε δε ότι το μέσος μέρος του Σεραφείμ εσήμαινε τον Υιόν, εις το μέσον δε των ονομάτων της Παναγίας Τριάδος έθεσεν ο Σωτήρ το όνομα του Υιού, ειπών· «Βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. κη: 19). «Και εκέκραγε», λέγει ο Ησαϊας περί των Σεραφείμ, «έτερος προς τον έτερον, και έλεγον· Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ» (Ησ. στ: 3). Το τριμερές μόρφωμα των Σεραφείμ και τα τρία ζεύγη των πτερύγων αυτών είναι δύο αποδείξεις των τριών της Θεότητος υποστάσεων· ιδού δε και Τρίτη, ο μυστηριώδης ύμνος αυτών. Τρις εξεβόησαν το επίθετον «Άγιος, Άγιος, Άγιος» δια τας τρεις υποστάσεις· άπαξ δε το ουσιαστικόν «Κύριος Σαβαώθ» δια το ενιαίον της ουσίας της Θεότητος. Άγιος ο Πατήρ ο άναρχος, Άγιος ο Υιός ο συνάναρχος, Άγιος ο Παράκλητος ο αθάνατος, το Πνεύμα της αληθείας, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον. Ούτοι δε οι τρεις είναι εις Κύριος Σαβαώθ, δηλαδή ο εις Θεός. Και ταύτα μεν είδε και εμαρτύρησεν ο Ησαϊας. Ο δε Ευαγγελιστής Ιωάννης λαμπρά τη φωνή μαρτυρών κηρύττει ότι είδε την μίαν των τριών αγίων υποστάσεων, δηλαδή τον Μονογενή Υιόν και Λόγον του Θεού σαρκωθέντα και κατοικήσαντα εις ημάς. «Και ο Λόγος σαρξ εγένετο», λέγει, «και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν Αυτού, δόξαν ως Μονογενούς παρά Πατρός πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιωάν. α: 14). Ηκούσατε δε σήμερον και τον θεηγόρον Λουκάν, όστις ως αυτόπτης εξιστόρησε και την φανερωθείσαν κατάβασιν και την ενέργειαν της δωρεάς του Παναγίου Πνεύματος. Επειδή λοιπόν οι μαρτυρήσαντες ταύτα είναι άνθρωποι αληθινοί, αυτόπται των τοιούτων πραγμάτων, ανυπόκριτοι, Άγιοι, την δε αληθινήν μαρτυρίαν αυτών εβεβαίωσαν δια πολλών θαυμάτων, δια της εκχύσεως του ιδίου αίματος, δια της ιδίας αυτών ζωής, είναι αναμφίβολον ότι τα υπ’ αυτών διδαχθέντα είναι αληθινά, βέβαια και αναντίρρητα. Πίστευε λοιπόν εις όσα αυτοί εδίδαξαν και τούτο αρκεί προς σωτηρίαν σου. Όστις βλέπει του ηλίου τας ακτίνας, εκείνος φωτίζεται· όστις δε στρέφει τους οφθαλμούς εις αυτόν τον ήλιον, εκείνος σκοτίζεται. Ακτίνες της τρισηλίου θεότητος είναι αι θεόσδοτοι Γραφαί. Όσον μελετάς τα εις αυτάς θεία λόγια, τόσον και ο νους σου φωτίζεται εις την νοητήν κατανόησιν των θείων πραγμάτων και η καρδία σου θερμαίνεται υπό του έρωτος της ευσεβούς Πίστεως. Εάν δε προσηλώσης τον νουν δια να καταλάβης του Θεού τα απόκρυφα, τότε και ο νους σου σκοτίζεται και η καρδία σου ψυχραίνεται και η διάνοιά σου πίπτει εις την απιστίαν. Όστις σκεφθή τι παρήγγειλεν ο Θεός εις τον Μωϋσήν επάνω εις το όρος του Σινά, εκείνος βλέπει την βεβαίωσιν τούτου του λόγου. «Και είπεν ο Θεός προς τον Μωϋσήν, λέγων· «Καταβάς διαμάρτυραι τω λαώ, μήποτε εγγίσωσι προς τον Θεόν κατανοήσαι και πέσωσιν εξ αυτών πλήθος» (Έξόδ. Ιθ: 21). Δεν ζητεί παρ’ ημών ο Θεός να μάθωμεν πως Αυτός είναι εν και τρία ή πως εσαρκώθη ο Υιός ή πως κατήλθε το Πνεύμα το Άγιον ή πως ετελειώθησαν τα λοιπά μυστήρια της Πίστεως, αλλά θέλει να πιστεύσωμεν ότι ταύτα είναι αληθή, πιστεύσαντες δε να σωθώμεν. Πίστεως υπάρχει ανάγκη και όχι επιστήμης εις τα θεία πράγματα· το φως δε το οδηγούν εις ταύτην την Πίστιν είναι αι θείαι Γραφαί. Αυταί είναι αι ακτίνες του θείου φωτός· η τούτων μελέτη φωτίζει τον νουν, δια να κατανοήση τα πιστευόμενα, όσον τούτο είναι δυνατόν εις την ανθρώπινον φύσιν· η μελέτη τούτων όχι μόνον οδηγεί προς την Πίστιν, αλλά και διδάσκει ποία είναι η σωτηριώδης Πίστις· αυτή διερμηνεύει ποία είναι εκείνη η Πίστις, περί της οποίας ο Κύριος είπεν· «Ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται» (Μάρκ. ιστ: 16). Αυτή η μελέτη σε διδάσκει ότι η σωτηριώδης πίστις είναι η πίστις η «δι’ αγάπης ενεργουμένη» (Γαλ. ε: 6). Όταν μελετάς τας θείας Γραφάς, τότε βλέπεις ότι η τοιαύτη Πίστις είναι αναγκαία δια την σωτηρίαν σου και όχι η κατανόησις των αποκρύφων· εις τας θείας Γραφάς βλέπεις ότι δεν είπεν ο Θεός «ο μη κατανοήσας κατακριθήσεται», αλλά ο μη πιστεύσας, είπε, «κατακριθήσεται» (Μάρκ ιστ: 16). Δια τούτο ανάγκην έχεις όχι της κατανοήσεως των μυστηρίων, αλλά της πίστεως των υπό του Θεού διδασκομένων. Κατανόησιν των μυστηρίων δεν ζητεί παρά σου ο Θεός, επειδή γνωρίζει ότι είναι υψηλότερα της δυνάμεως του νοός σου. Διο εις των Αγίων ανδρών σε συμβουλεύει όπως απέχης απ’ αυτής· «Χαλεπώτερά σου», λέγει, «μη ζήτει και ισχυρότερά σου μη εξέταζε. Α προσετάγη σοι, ταύτα διανοού» (Σειράχ γ: 21 – 22). Το πίστευσον προσετάγη εις σε ως αναγκαίον προς την σωτηρίαν σου, το εξέτασον τα μυστήρια δεν εδιωρίσθη εις σε, επειδή δεν έχεις ανάγκην τούτου· «ου γαρ εστί σοι χρεία των κρυπτών» (αυτόθι 22).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου