ΛΟΓΟΣ Α΄ ΔΙΗΓΗΜΑΤΙΚΟΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΕΝΔΟΞΟΥΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΚΟΡΥΦΑΙΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΠΕΤΡΟΝ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΝ.

Από τρία πράγματα λέγουσιν οι άγιοι της Εκκλησίας μας, ευλογημένοι Χριστιανοί, ότι κάμνει ο άνθρωπος το αγαθόν· ή από φύσεως, ή από θείας δυνάμεως, ή από αγαθής προαιρέσεως. Από φύσεως μεν, ως όταν ιδή τις άνθρωπος άλλον στενοχωρούμενον εις μεγάλην ανάγκην, λυπούμενος δε τον τοιούτον άνθρωπον, τον βοηθήση εις την ανάγκην του, ή με ελεημοσύνην ή με άλλην βοήθειαν, τότε ο τοιούτος λέγεται, ότι εκ φύσεως αναγκαζόμενος έκαμε το καλόν, επειδή ελυπήθη την ανθρωπίνην φύσιν. Όταν δε πάλιν παρακινηθή ο άνθρωπος εις το να κάμη το καλόν και εύρη την βοήθειαν του Θεού συνεργούσαν εις τούτο, ο τοιούτος λέγεται, ότι από θείας δυνάμεως έκαμε το καλόν, διότι χωρίς την συνεργείαν του Θεού κανένα αγαθόν δεν δύναται κανείς να τελειώση, ως το λέγει και μόνος του ο Κύριος εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, εν κεφ. ιε΄ «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Από δε της αγαθής προαιρέσεως ποιεί ο άνθρωπος το αγαθόν, όταν διαλέξη το καλόν από το κακόν και την σωτηρίαν της ψυχής του παρά την απώλειαν, προαιρεθή δε να εκτελή τας εντολάς του Χριστού.

Όπως δε από τα τρία αυτά παρακινούμενος ο άνθρωπος κάμνει το αγαθόν, έτσι από άλλα τρία τινά παρακινείται και κάμνει το κακόν, ή από τα πάθη ή από τους δαίμονας ή από την κακήν προαίρεσιν. Από τα πάθη μεν, ως όταν επιθυμεί ο άνθρωπος να πίη πολύ, ή να πολυφάγη, ή να πληρώση την επιθυμίαν της σαρκός, να αντιλυπήση τον εχθρόν του, επειδή τα τοιαύτα κακά πάθη της σαρκός λέγονται. Από τους δαίμονας δε, ως όταν ο άνθρωπος δώση χώραν τω δαίμονι εις την ψυχήν του, εκείνος δε τον παρακινεί εις το κακόν, καθώς το έπαθεν ο Ιούδας ο προδότης. Από δε την κακήν προαίρεσιν, ως όταν ο άνθρωπος ηξεύρη μεν ποίον είναι το καλόν και το κακόν, έπειτα όμως δεν εκλέγει να κάμη το καλόν, αλλά προαιρείται να εργάζεται το κακόν. Ας μη είπη δε τις, ότι επειδή τα πάθη είναι εκ φύσεως, δια τούτο δεν πρέπει να κολάζεται ο άνθρωπος, ο ποιήσας ταύτα. Διότι εγνωρίσατε, πως τα πάθη της σαρκός άλλα μεν είναι φυσικά και αναγκαία, δίχως δε αυτά δεν δύναται να ζη ο άνθρωπος, ως η τροφή, το ποτόν, ο ύπνος ο μέτριος· άλλα δε είναι φυσικά μεν, ουχί αναγκαία δε, ως και η κατά νόμον μίξις μετά της γυναικός. Άλλα δε πάθη ούτε φυσικά είναι ούτε αναγκαία, όπως η μέθη και η πορνεία, διότι της φύσεως μεν είναι να τρώγη ο άνθρωπος όσον ζη, όχι όμως να δυναστεύη τον εαυτόν του εις πολυφαγίαν. Πάλιν της φύσεως είναι να λάβη ο άνθρωπος νόμιμον γυναίκα, όχι όμως να πληρώση την επιθυμίαν του εις οιανδήποτε επιθυμεί. Τι θέλω να είπω; Ότι όσα μεν πάθη είναι φυσικά και αναγκαία του ανθρώπου, ως το φαγητόν και το ποτόν και ο ύπνος, τα τοιαύτα δεν έχουσι κόλασιν. Όσα δε πάλιν είναι φυσικά μεν, ουχί δε αναγκαία, όπως ο νόμιμος γάμος, τα τοιαύτα, ούτε κόλασιν έχουν ούτε έπαινον. Όσα δε πάθη ούτε φυσικά είναι, ούτε αναγκαία, εκείνα έχουσιν, ευλογημένοι Χριστιανοί, και μεγάλην κόλασιν. Διότι τι φυσικόν είναι να τρώγη πολύ ο άνθρωπος; Ή τις ανάγκη είναι να μεθά; Ή να πορνεύη; Μήπως δίχως αυτά δεν δύναται ο άνθρωπος να ζήση; Μάλιστα βλέπομεν, ότι, όταν εγκρατεύεται ο άνθρωπος από την πολυφαγίαν και πολυποσίαν και πορνείαν, οι τοιούτοι ζώσι περισσότερον. Μη προφασιζώμεθα λοιπόν και λέγωμεν, ότι υπό της φύσεως αναγκαζόμεθα και αμαρτάνομεν, διότι κάμνομεν τον Θεόν αίτιον του κακού· μηδέ να λέγωμεν, ότι τον δείνα μεν ηθέλησεν ο Θεός, και του έκαμε καλόν, τον δείνα δε, του έκαμε κακόν. Διότι εξ αρχής ο Θεός τον άνθρωπον τον άφησεν εις την εξουσίαν του, καν το καλόν αγαπήση, καν το κακόν· αυτός δε, ακούσας την συμβουλήν του διαβόλου, εξέλεξε το κακόν, και από τότε δεν έπαυσεν ο αντικείμενος και μισόκαλος αείποτε παρακινών και συμβουλεύων τον άνθρωπον εις το κακόν. Ότι δε, ως το προείπον, από της ιδίας κακής προαιρέσεως και από της συνεργείας του διαβόλου ποιεί ο άνθρωπος το κακόν, από το παράδειγμα του Ιούδα και άλλων τοιούτων είναι δυνατόν να το εννοήση ο καθ’ εις άνθρωπος. Ότι δε πάλιν από της αγαθής προαιρέσεως και της του Θεού δυνάμεως και συνεργείας κατορθώνει τας αρετάς, είναι μεν και από άλλα πολλά παραδείγματα δυνατόν να το καταλάβη πας άνθρωπος, εξόχως δε από τους σήμερον εορταζομένους Πρωτοκορυφαίους των Αποστόλων, Πέτρον και Παύλον, εξ ων ο μεν Απόστολος Πέτρος, αν και ήτο άνθρωπος ιδιώτης και αγράμματος, ή μάλλον ειπείν άγροικος το πρώτον, αλλά δια να έχη αγαθήν προαίρεσιν, ύστερον ακολουθήσας τω Χριστώ και πιστεύσας εις τους λόγους Του, εγένετο Απόστολος και Διδάσκαλος της οικουμένης. Ομοίως δε και ο Απόστολος Παύλος, αν και ήτο εις την αρχήν πεπλανημένος και διώκτης των Χριστιανών, αλλά επιστρέψας και παρακινηθείς εκ θείας δυνάμεως, εγένετο σκεύος της εκλογής και κήρυξ της ευσεβείας, κοπιάσας περισσότερον παρά τους άλλους Αποστόλους. Αλλά αναγκαίον είναι πρώτον να μάθετε πόθεν ήτο ο καθ’ εις Απόστολος εκ τούτων των δύο, από ποίαν πατρίδα, πως επίστευσεν εις τον Χριστόν, πως ηγωνίσθη, ποίους τόπους επεριπάτησε και τέλος πως ετελειώθη, δια να καταλάβετε, ότι αλήθειαν είπομεν εις το προοίμιον του λόγου μας. Αλλά δια να μη συγχέωμεν τους λόγους μας, πρώτον να διηγηθώ, ως εν συντόμω, τα περί του Αποστόλου Πέτρου, επειδή αυτός ήτο και πρεσβύτερος την ηλικίαν και πρωτύτερος, έπειτα θέλομεν είπει κατά τον αυτόν τρόπον και τα περί του Αποστόλου Παύλου. Αλλά πρώτον δέομαι και ικετεύω τον Θεόν, δια πρεσβειών τούτων των πανευφήμων Αποστόλων, να στείλη το Άγιόν ΤουΠνεύμα, όπερ έστειλε και εις αυτούς, να φωτίση μεν την εσκοτισμένην μου ψυχήν και να μου χαρίση λόγον εν ανοίξει του ευτελούς μου στόματος, να δώση δε και εις την αντίληψίν σας προθυμίαν και νουν αγαθόν, να ακούσετε προθύμως και μετά πίστεως την διήγησιν.                                                            Πέτρος ο Απόστολος από γένος μεν ήτο εβραϊκόν, εκ μιάς χώρας ευτελεστάτης και μικράς, Βηθσαϊδά λεγομένης, η οποία είναι εις τα σύνορα της Γαλιλαίας. Κατήγετο δε εκ της φυλής του Συμεών, πατέρα έχων Ιωνάν ονομαζόμενον, όχι εκείνον τον Προφήτην όπου ακούομεν, ότι τον κατέπιε το κήτος της θαλάσσης και πάλιν τον απέδωκεν υγιά, αλλά άλλον τινά άνθρωπον, Ιωνάν και αυτόν λεγόμενον· ήτο δε εις τας ημέρας της αυθεντίας Υρκανού, ο οποίος ήτο αδελφός Αριστοβούλου του ποτέ αρχιερατεύσαντος και βασιλεύσαντος εν Ιερουσαλήμ. Μετά δε τον φόνον εκείνου περά Πομπηΐου, του στρατηγού των Ρωμαίων, απέμεινεν αυτός υπόσπονδος και υποτεταγμένος εις τους Ρωμαίους, Αυθέντης και Αρχιερεύς της Ιερουσαλήμ, αλλ’ ύστερον αποστατήσας εστερήθη της εξουσίας, αφαιρεθείς ομού και τα ωτία. Ο Απόστολος Πέτρος λοιπόν δεν ήτο μόνος υιός του πατρός του, αλλ’ είχε και έτερον αδελφόν Ανδρέαν λεγόμενον, τον οποίον οι πάντες γινώσκετε, ότι είναι και αυτός εις εκ των δώδεκα Αποστόλων και Μαθητών του Χριστού, Πρωτόκλητος λεγόμενος, ότι πρώτος εκλήθη υπό του Χριστού εις το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Εκ τούτων λοιπόν των δύο αδελφών και Αποστόλων, ο μεν Πέτρος έλαβε γυναίκα την θυγατέρα του Αριστοβούλου, ουχί εκείνου όπου προείπα, αλλά άλλου τινός, αδελφού όντος του Αποστόλου Βαρνάβα. Εγέννησε δε εξ εκείνης υιόν και θυγατέραν μίαν· ο δε Ανδρέας ηγάπησε την παρθενίαν. Και επειδή ο τίμιος Πρόδρομος Ιωάννης ήτο εις τας ημέρας εκείνας κηρύττων την μετάνοιαν και το βάπτισμα, προσήλθεν εις αυτόν και εγένετο μαθητής αυτού. Αφ’ ότου δε ο Πρόδρομος εβάπτισε τον Χριστόν και εμαρτύρησεν Αυτόν μεγαλύτερον από τον εαυτόν του, ακούσας ο Ανδρέας και αφήσας τον Ιωάννην, μετέβη και εγένετο μαθητής του Χριστού· μεθ’ ημέρας δε τινάς ευρήκε τον αδελφόν του Πέτρον και του λέγει· «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν, όπερ ερμηνεύεται Χριστός». Ίδε γνώσιν και σοφίαν του Αγίου· δεν είπεν ευρήκαμεν Μεσσίαν, αλλά τον Μεσσίαν· τι θέλει να ειπή τούτο; Εγνώρισεν ο Άγιος, ότι εκείνος τον οποίον εκήρυξαν οι Προφήται, αυτός είναι ο Ιησούς· δια τούτο δεν είπεν απλώς ότι ευρήκαμεν Μεσσίαν, δηλαδή κάποιον Χριστόν, διότι Μεσσίαι και Χριστοί ελέγοντο και οι βασιλείς των Εβραίων, ότι εχρίοντο και ηλείφοντο με μύρον, το οποίον ήτο μεμειγμένον με το μεσσά, όπερ σημαίνει εβραϊστί ελαιόλαδον. Αλλά τι είπε; Τον Μεσσίαν, δηλαδή εκείνον τον Χριστόν τον οποίον προκατήγγειλαν οι Προφήται. Αφού δε ο Απόστολος Ανδρέας είπε τον λόγον τούτον προς τον Απόστολον Πέτρον τον αδελφόν του, τον επήρε μετ’ αυτού και τον ωδήγησε προς τον Χριστόν· ο δε Χριστός ιδών τον Πέτρον είπεν· «συ είσαι ο Σίμων, ο υιός του Ιωνά, συ θέλεις ονομασθή Κηφάς, όπερ ερμηνεύεται Πέτρος». Από τότε λοιπόν ο Απόστολος ούτος απέμεινε μετά του Χριστού, αφήσας προθύμως και την γυναίκα του και τον οίκον του και τας συγχύσεις του κόσμου. Δια τούτο και ο Χριστός τον κατέστησε πρωτόθρονον των άλλων Αποστόλων και του είπε· «Συ είσαι Πέτρος, και εις την πέτραν την ιδικήν σου, ήτοι την ομολογίαν σου, θα στερεώσω την Εκκλησίαν μου, και αι πύλαι του Άδου, δηλαδή τα στόματα των αιρετικών, δεν θα δυνηθούν να την κρημνίσουν και θέλω σου δώσει τας κλείδας της Βασιλείας των ουρανών, και ό,τι λύσης εις την γην, να είναι λελυμένον και εις τους ουρανούς». Αυτός ο Απόστολος επεριπάτησε και επάνω της θαλάσσης, όπως και εις την ξηράν γην, καθώς το διηγείται ο Ευαγγελιστής Ματθαίος εις το ιδ΄ Κεφ. Αυτός ηξιώθη και είδε και το φως της θείας Μεταμορφώσεως και ήκουσε και της πατρικής φωνής· και άλλα δε πολλά διηγείται το θείον και ιερόν Ευαγγέλιον περί αυτού, αλλά ημείς δια την συντομίαν του λόγου τα παρατρέχομεν, ως ευκολονόητα εις τους γνωρίζοντας γράμματα. Αφότου δε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός υπέμεινε το εκούσιον πάθος, και δια του θανάτου Αυτού καταργήσας τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτέστι τον διάβολον, ανέστη τριήμερος εκ των νεκρών, τότε ο θείος ούτος Απόστολος Πέτρος εκληρονόμησε την πρωτοκαθεδρίαν των άλλων Αποστόλων και στόμα αυτών πάντων εγένετο, ή μάλλον ειπείν Διδάσκαλος, διότι εκ της διδαχής αυτού ανεπληρώθη ο αριθμός των δώδεκα Αποστόλων, όταν είπε να θέσωσι κλήρον να ίδωσι ποίος θέλει ευρεθή εις τον τόπον του Ιούδα. Ομοίως και πάλιν εκ της δημηγορίας αυτού, την οποίαν έκαμε κατά την Πεντηκοστήν, επίστευσαν άνδρες τρισχίλιοι, καθώς το γράφει ο θείος Λουκάς εις τας Πράξεις των Αποστόλων, εν Κεφ. β΄.Αυτός ιάτρευσε τον εκ γενετής χωλόν, ο οποίος εκείτετο εις την θύραν του Ιερού, την λεγομένην ωραίαν· αυτός και τον Ανανίαν και την γυναίκα αυτού Σαπφείραν παραδόξω θανάτω παρέδωκε, διότι εκράτησαν κρυφίως χρήματα από εκείνα τα οποία αφιέρωσαν εις τον Θεόν. Αυτός ο Απόστολος Πέτρος πρώτος εκήρυξε και το Πνεύμα το Άγιον ως Θεόν αληθή και καρδιογνώστην· αλλά δη και πολλοί ασθενείς ιατρεύθησαν υπό της σκιας του σώματός του· αυτός και εις την πόλιν Λύδαν εθεράπευσε χωλόν τινα άνθρωπον, Αινέαν λεγόμενον· αυτός ανέστησε και την φιλόπτωχον Ταβιθά, θανούσαν εν τη πόλει Ιόππη· αυτός και εις την Καισάρειαν του Στράτωνος εβάπτισε τον Εκατόνταρχον Κορνήλιον, εθνικόν όντα και Έλληνα· αυτός ήνοιξε και εις τα έθνη θύραν της πίστεως, διδάξας ότι δεν αποστρέφεται ο Θεός ούτε Εβραίον, ούτε Έλληνα θέλοντα να μετανοήση. Αυτός και υπό του βασιλέως Ηρώδου, του επικαλουμένου Αγρίππα, δεθείς δι’ αλύσεων ενεβλήθη εις την φυλακήν, και έμελλε να θανατωθή, αλλ’ Άγγελος Κυρίου δια νυκτός εξέβαλεν αυτόν της φυλακής. Μετά δε ταύτα, επειδή ο Σίμων ο Μάγος, περί του οποίου θέλετε ακούσει εις το ύστερον, επλάνα με τας μαγείας του τους ανθρώπους, να μη πιστεύουν εις τον Χριστόν ότι είναι Θεός αληθινός, περιήλθεν ο Απόστολος ούτος τας πόλεις πάσας της λεγομένης Κοίλης Συρίας, διδάσκων τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Όχι δε μόνον ταύτας περιεπάτησεν, αλλά και εις τον Πόντον, δηλαδή την Μαύρην θάλασσαν, μετέβη, και εις την Γαλατίαν, η οποία είναι μία επαρχία της Ανατολής εις την Ασίαν. Ασίαν δε οι Έλληνες όχι μόνον την Ανατολήν όλην ωνόμαζον, αλλά εκάλουν ούτως και μίαν επαρχίαν της Ανατολής, εις της οποίας τα σύνορα είναι πόλεις αι Σάρδεις και η Αττάλεια και άλλαι πολλαί. Ταύτας τας χώρας περιπατήσας ο Άγιος Απόστολος Πέτρος και άλλας πολλάς επαρχίας διδάσκων τον Χριστόν, κατήντησε και μέχρι της μεγαλοπόλεως Παλαιάς Ρώμης. Αλλά δια να προχωρή ο λόγος μας ευτάκτως, να διηγηθώ ως εν συντόμω, και τας άλλας πόλεις, τας οποίας περιεπάτησεν ο Απόστολος ούτος. Πρώτον μεν, μετά τον φωτισμόν των Αποστόλων υπό του παναγίου Πνεύματος, ήρχισεν από Ιερουσαλήμ και πορευθείς εις την Καισάρειαν του Στράτωνος, εκεί δε χειροτονήσας Επίσκοπον ένα των μαθητών αυτού, μετέβη εις την πόλιν Σιδώνα, εις την οποίαν παρέμεινεν ικανόν καιρόν διδάσκων τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, ιατρεύων τους ασθενείς. Μετά ταύτα, χειροτονήσας και εκεί Επίσκοπον ένα των ακολούθων του, απήλθεν εις την πόλιν Βηρυτόν, και εκεί δε τα όμοια ποιήσας, απήλθεν εις την πόλιν Βύβλον, έπειτα εις την Τρίπολιν, εις την οποίαν εχειροτόνησεν Επίσκοπον άρχοντα τινά φρονιμώτατον της πόλεως εκείνης, Μαρώνην λεγόμενον. Αύται δε αι πόλεις, τας οποίας προείπα, όλαι κείνται εις την παραλίαν της θαλάσσης, ήτις περιβάλλει την νήσον Κύπρον. Εκ δε της Τριπόλεως απήλθεν εις την πόλιν Ορθοσίαν· ποιήσας δε και εκεί τα όμοια, κατέπλευσεν εις νήσον τινά μικράν, Άρατον λεγομένην· έπειτα επέρασεν εις την στερεάν, και ήλθεν εις πόλιν λεγομένην τον καιρόν εκείνον Βαλαναίαν. Απ’ εκείθεν απήλθεν εις άλλην πόλιν, ονομαζομένην Πάλτον· μετά ταύτα απήλθεν εις τα Γάβαλλα, έπειτα εις την Λαοδίκειαν, εις την οποίαν ιατρεύσας πολλούς δαιμονιζομένους, κτίσας δε και Εκκλησία, επ’ ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και χειροτονήσας Επισκόπους, μετέβη εις την πόλιν Αντιόχειαν, την λεγομένην της Συρίας, επειδή είναι και πολλαί άλλαι πόλεις ονομαζόμεναι Αντιόχειαι. Ταύτας δε τας πόλεις δεν τας επεριπάτει ο Απόστολος, καθώς ημείς εν συντόμω τας διηγούμεθα, αλλά εις πάσαν πόλιν πολλούς πειρασμούς υπομένων και πολλά εναντία ευρίσκων, με την βοήθειαν του Χριστού όλα τα ενίκα, επειδή ο Χριστός ήτο υπέρμαχός του, όστις όλα τα δύσκολα τα έκαμνεν εύκολα, διο και με την φαινομένην μωρίαν του κηρύγματος ενίκα τους σοφούς των Ελλήνων. Αλλά ας έλθωμεν εις την ακολουθίαν του λόγου. Όντος του Αποστόλου Πέτρου εις την Αντιόχειαν της Συρίας, ως προείπον, και διδάσκοντος τον λαόν, προσήλθε και ο Σίμων ο μάγος εκεί, ίνα πλανήση τους πιστεύσαντας· αλλά οι Χριστιανοί, οίτινες επίστευσαν εις το κήρυγμα του Αποστόλου, ώρμησαν να τον θανατώσουν δια τας πολλάς του μαγείας. Δια τούτο λοιπόν φοβούμενος ο μιαρός Σίμων τον λαόν, εξ άλλου δε, ότι και ο βασιλεύς της Ρώμης Κλαύδιος, αποστείλας στρατιώτας, εζήτει να συλλάβη αυτόν, έφυγε και επήγεν εις τας πόλεις της Ιουδαίας, επλάνα δε και εκεί τους Ιουδαίους, διδάσκων και λέγων εαυτόν θεόν. Ο δε Απόστολος Πέτρος, προσμείνας εκεί χρόνον ικανόν και πολλά θαύματα εκτελέσας εις δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, άμα δε και χειροτονήσας δύο Επισκόπους, Μαρκιανόν και Παγκράτιον ονομαζομένους, απέστειλεν αυτούς εις την νήσον Σικελίαν· τον μεν Μαρκιανόν εις την πόλιν Συρακούσας, τον δε Παγκράτιον εις το Ταυρομένιον. Από δε της Αντιοχείας επορεύθη εις πόλιν λεγομένην Τύανα, η οποία είναι εις τα σύνορα της Καππαδοκίας· κακείθεν απήλθεν εις την Άγκυραν, η οποία είναι εις τα όρια της Γαλατίας· εις αυτήν ο Απόστολος και νεκρόν ανέστησε δια της προσευχής, έπειτα βαπτίσας εκεί πολλούς των Ελλήνων, κτίσας δε και Εκκλησίαν και χειροτονήσας Επίσκοπον, μετέβη εις την πόλιν Σινώπην, ήτις ευρίσκεται εις το τέλος της Μαύρης θαλάσσης, εκεί όπου στρέφεται προς Ανατολάς. Εις την πόλιν αυτήν άδεται παλαιός λόγος, ότι ήλθε και ο Άγιος Ανδρέας ο Απόστολος, να ίδη τον αδελφόν του. Οι τοπικοί δε Χριστιανοί, έως την σήμερον δεικνύουν δύο θρόνους μαρμαρίνους, τους οποίους έχουν εις μεγάλην τιμήν, λέγοντες ότι εκεί εκάθηντο οι θείοι Απόστολοι Πέτρος και Ανδρέας και εδίδασκον τον λαόν· από δε την Σινώπην απήλθεν εις την Αμάσειαν, η οποία είναι πόλις μεσόγειος, εις τα σύνορα του Ελλησπόντου, έπειτα εις Γάγγραν της Παφλαγονίας· απ’ εκείθεν εις την Κλαυδιούπολιν, την καλουμένην της Ονωριάδος, διότι είναι και άλλη Κλαυδιούπολις, ήτις ονομάζεται της Βιθυνίας, εις την οποίαν λέγουσιν ότι συνέγραψεν ο Απόστολος Λουκάς το κατ’ αυτόν θείον και ιερόν Ευαγγέλιον και τας Πράξεις των Αποστόλων. Μετ’ αυτήν απήλθεν εις την Νικομήδειαν της Βιθυνίας, είτα εις την Νίκαιαν, επειδή δε επλησίαζε τας ημέρας εκείνας να γίνη η εορτή του Πάσχα, ηθέλησεν ο Απόστολος να ευρεθή εις τα Ιεροσόλυμα κατά την εορτήν του Πάσχα, διότι ούτω είχον συνήθειαν οι Απόστολοι, να συνάζωνται συχνάκις εις την Ιερουσαλήμ όπου έκαμνον Σύνοδον προς τακτοποίησιν των ανακυπτουσών υποθέσεων. Ότι δε αληθινός είναι ο λόγος ούτος, και ότι συνηντώντο οι Απόστολοι εις τα Ιεροσόλυμα και έκαμνον Σύνοδον δια τας παρεμπιπτούσας υποθέσεις, φανερόν γίνεται από τας Πράξεις των Αποστόλων, ας έγραψεν ο θείος Λουκάς ο Ευαγγελιστής· διότι αυτός εις το ιε΄ κεφ. λέγει: «Συνήχθησαν δε οι Απόστολοι και οι πρεσβύτεροι ιδείν περί του λόγου τούτου». Επειδή λοιπόν, ως το προείπον, επείγετο ο Απόστολος να φθάση εις την εορτήν, ανεχώρησεν από την πόλιν Νίκαιαν και επήγεν εις την Πιτυούντα. Διερχόμενος δε τας πόλεις της Καππαδοκίας και Συρίας, πάλιν υπέστρεψεν εις την Αντιόχειαν· απ’ εκεί λοιπόν επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα, εκεί δε συνευρέθη με τον Απόστολον Παύλον· είχε δε τότε ο Απόστολος Παύλος τρίτον χρόνον αφ’ ότου υπέστρεψεν εις θεογνωσίαν. Ότι δε αληθής είναι ο λόγος μου, και αυτός ο Απόστολος Παύλος το μαρτυρεί εις το α΄ κεφ. της προς Γαλάτας Επιστολής, λέγων: «Έπειτα μετά έτη τρία ανήλθον εις Ιεροσόλυμα ιστορήσαι Πέτρον, και επέμεινα προς αυτόν ημέρας δέκα πέντε». (Γαλ. Α΄ 18). Εκεί λοιπόν εις Ιεροσόλυμα ενωθέντες οι δύο ούτοι Απόστολοι και οι λοιποί συνέταξαν τους ευρισκομένους ογδοήκοντα πέντε (85) Κανόνας αυτών, ως και τας Εκκλησιαστικάς διατάξεις, είτα πάλιν απεχωρίσθησαν· και ο μεν μακάριος Παύλος απήλθε πάλιν προς τα Έθνη, διδάσκων αυτά και επιστρέφων προς θεογνωσίαν, ο δε Απόστολος Πέτρος επέστρεψε πάλιν εις την Αντιόχειαν, χειροτονήσας δε Επίσκοπον τον Απόστολον Εύοδον, ένα των εβδομήκοντα, απήλθεν εις τα Σύναδα, τα οποία είναι εις τα σύνορα της Φρυγίας. Απ’ εκείθεν επήγε πάλιν εις την Νικομήδειαν, χειροτονήσας δε και εκεί Επίσκοπον, Πρόχορον λεγόμενον, επορεύθη εις την Ηλιούπολιν την Ελλησπόντου, δια την οποίαν διηγείται ο παλαιός ποιητής των Ελλήνων Όμηρος πολλά και θαυμαστά· χειροτονήσας δε και εις την πόλιν αυτήν Επίσκοπον τον Εκατόνταρχον Κορνήλιον, πάλιν επέστρεψεν εις τα Ιεροσόλυμα. Τότε ενεφανίσθη εις τον θείον Απόστολον εν οράματι της νυκτός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και του είπε: «Έγειραι, Πέτρε, και σύρε εις τας πόλεις της Δύσεως, διότι έχουν ανάγκην διδασκαλίας, και εγώ θέλω είμαι μετά σου». Κατά δε τας ημέρας εκείνας, κατά τας οποίας διέτριβεν ο Απόστολος εις την Ιερουσαλήμ, απέστειλεν ο βασιλεύς της Ρώμης Κλαύδιος, περί του οποίου προείπομεν, στρατιώτας να συλλάβουν τον τρισκατάρατον Σίμωνα τον Μάγον, να τον οδηγήσουν εις την Ρώμην, ίνα τον θανατώση δια τας μαγείας και τας παραδόξους τέχνας τας οποίας έκαμνεν. Όταν όμως τον έφεραν ενώπιόν του,  αντί να τον θανατώση, τον ετίμησε και τον εδόξασε τόσον, ώστε έκαμε και ανδριάντα του Σίμωνος και τον έστησεν ανάμεσα εις τας δύο γεφύρας του Τιβέρεως ποταμού της Ρώμης, εις το οποίον είδωλον επέγραψε ούτω: «Σίμωνι δέω σάνκτω», ήτοι τούτο το είδωλον είναι του Σίμωνος του αγίου, διότι τόσον επλάνησεν ο μιαρός πρόδρομος του Αντιχρίστου εκείνον τον βασιλέα Κλαύδιον και τους Ρωμαίους με τας μαγείας και τερατουργίας του, ώστε όλοι ως θεόν τον επροσκυνούσαν. Αλλά περί μεν τούτου ο Ιουστίνος και ο Ειρηναίος οι Χρονογράφοι γράφουσι πλατύτερον, ημείς δε ας έλθωμεν εις την ακολουθίαν του λόγου. Όταν είδεν ο Απόστολος Πέτρος την οπτασίαν, περί της οποίας εγράψαμεν ανωτέρω, ητοιμάσθη παρευθύς και εξεκίνησε μεταβαίνων εις τα μέρη της Δύσεως. Και πρώτον μεν διήλθε και πάλιν εκ της Αντιοχείας της Συρίας, συναντηθείς δε εκεί μετά του Αποστόλου Παύλου κατ’ οικονομίαν ηλέγχθη παρ’ αυτού ως εθνικώς ζων, καθώς το γράφει ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος εις το β΄ κεφ. της προς Γαλάτας Επιστολής, λέγων: «Ει συ Ιουδαίος υπάρχων, εθνικώς ζης, και ουκ ιουδαϊκώς, τι τα Έθνη αναγκάζεις ιουδαΐζειν»; Μετά ταύτα απελθών εις την πόλιν Ταρσόν, την πατρίδα του Αποστόλου Παύλου, εχειροτόνησεν Επίσκοπον τον Ορκανόν· ομοίως και εις την Ανδριακήν πόλιν εχειροτόνησε τον Επαφρόδιτον. Έπειτα πορευθείς εις την Έφεσον, εχειροτόνησεν Επίσκοπον τον Φύγγελον, ο οποίος λέγουσιν ότι εξετράπη της Ορθοδόξου Πίστεως, ακολουθήσας τω Σίμωνι Μάγω. Εις δε την Σμύρνην εχειροτόνησε τον Απελλήν, ο οποίος ήτο αδελφός του Αγίου Πολυκάρπου. Διερχόμενος δε ο θείος Απόστολος την Μακεδονίαν εις μεν τους Φιλίππους εχειροτόνησεν Επίσκοπον τον Ολυμπάν, εις δε την Θεσσαλονίκην τον Ιάσονα. Θέλων δε να υπάγη και εις την Πελοπόννησον, επέρασε πρώτον από την Κόρινθον και τας Πάτρας· και εις μεν την Κόρινθον εχειροτόνησεν Επίσκοπον τον Σίλαν, ο οποίος ηκολούθησε πολύν καιρόν τον Απόστολον Παύλον, εις δε τας Πάτρας εχειροτόνησε τον Ηρωδίωνα. Έπειτα εισήλθεν εις πλοίον και δια θαλάσσης έπλευσεν εις την νήσον Σικελίαν· εκεί τον εδέχθη μετά μεγάλης τιμής ο Αρχιερεύς του Ταυρομενίου Παγκράτιος, τον οποίον, ως προείπον, εχειροτόνησεν ο Απόστολος Πέτρος, όταν ήτο εις την Αντιόχειαν, βαπτίσας δε εκεί Μάξιμον τινά άρχοντα μέγαν και χειροτονήσας αυτόν Επίσκοπον, απέπλευσεν εις την μεγαλόπολιν Ρώμην. Συνάζων δε καθ’ εκάστην τον λαόν της Ρώμης εδίδασκε να πιστεύουν εις ένα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού τον Μονογενή, και εις εν Πνεύμα Άγιον, Κύριον και ζωοποιόν, εκ του Πατρός εκπορευόμενον. Ούτω διδάσκων καθ’ εκάστην ημέραν εις τας Συναγωγάς, εις τους οίκους, εις τας οδούς, πολλούς επέστρεψεν προς την εις Χριστόν πίστιν, και δια του βαπτίσματος της των ειδώλων ματαιότητος ελευθερώσας άνδρας τε και γυναίκας προσήγαγε τω Χριστώ· ώστε εις ολίγον καιρόν, οι περισσότεροι ακούοντες την διδαχήν του Αποστόλου προσέτρεχον και εβαπτίζοντο, μυκτηρίζοντες μεν τα είδωλα, πιστεύοντες δε εις τον αληθινόν Θεόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Ταύτα βλέπων ο Σίμων ο Μάγος, δεν ήθελε να σιωπά, μηδέ να κρύβη την κακίαν του, αλλά γνωρίζων ότι μετ’ ολίγας ημέρας θέλουν καταργηθή αι μαγείαι του και θέλουν τον καταφρονήσει οι Ρωμαίοι και να μη τον προσκυνούν, ήρχισε και εις το φανερόν να εναντιούται εις την διδαχήν του Αποστόλου. Δια τούτο και αυτός, συνάζων τον μωρόν λαόν, επεδείκνυε φαντασίας τινάς· νεκρούς εφαίνετο ότι ανέστησεν, οι οποίοι όμως ήσαν δαίμονες φαινόμενοι αντί των νεκρών· χωλούς έκαμνε και επεριπατούσαν, και άλλα περισσότερα εποίει φανταστικώς. Όχι δε μόνον εις τους άλλους έκαμνε τας τοιαύτας φαντασίας, αλλά και ο ίδιος εγένετο άλλοτε μεν ως διπρόσωπος, άλλοτε δε ως αίξ, μετά ταύτα εγένετο όφις, άλλοτε ως πτηνόν ιπτάμενον, πολλάκις δε και εις το πυρ εισήρχετο κατά φαντασίαν, συνεργεία του διαβόλου, δια να πλανά τους απλουστέρους και αδαείς ανθρώπους. Και ο μεν Σίμων εκείνος τοιαύτα έπραττεν, ο δε του Χριστού Απόστολος, ωπλισμένος με την δύναμιν του αληθινού Θεού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όλας αυτάς τας τέχνας του τρισκαταράτου πλάνου απεδείκνυεν ψευδείς και φαντασιώδεις. Τέλος ιδών ο μιαρός Σίμων, ότι ενώπιον του Αποστόλου δεν ισχύουν αι τέχναι του, επενόησε να παρακινήση το πλήθος των Ρωμαίων εις οργήν, να φονεύσουν τον Πέτρον, δια να δύναται εκείνος ανενόχλητος να πλανά τους ανθρώπους. Τι έκαμε λοιπόν; Μίαν των ημερών, ποιήσας στέφανον από δάφνας, έβαλεν εις την μιαράν του κεφαλήν· έπειτα ανέβη εις ένα ναόν των Ελλήνων υψηλόν, και απ’ εκεί εστάθη και εδημηγόρησε προς τον λαόν, λέγων: «Επειδή, ω άνδρες Ρωμαίοι, τόσον παρεφρονήσατε, ώστε εμέ μεν, τον αληθινόν θεόν, δεν επιστεύσατε, επιστεύσατε δε ένα άνθρωπον ψεύστην, τον Πέτρον, δια τούτο θα προστάξω τους αγγέλους μου να με πάρουν, να με μεταφέρουν εις τον επουράνιον πατέρα μου, απ’ εκείθεν δε θέλω σας παιδεύσει ως ασεβείς, επειδή δεν ηκούσατε τους λόγους μου». Ταύτα ειπών και κτυπήσας τας παλάμας, ήρχισε να ίπταται, διότι οι δαίμονες τον εκράτουν αοράτως και εφαίνετο ωσάν να ανέβαινεν εις τον ουρανόν. Τότε ο μέγας Απόστολος Πέτρος, βλέπων τον λαόν ότι επλανήθη, και ότι όλοι εβόησαν μεγαλοφώνως προς αυτόν: «Μέγας θεός ο Σίμων», παρευθύς εστάθη εις προσευχήν, και είπε: «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, μη αφήσης αυτόν τον άθλιον να πράξη αυτό όπερ βούλεται, δια να μη πλανηθή ο λαός ούτος». Έπειτα έστρεψε τους οφθαλμούς του προς τον Σίμωνα και είπε: «Σας λέγω, τους υπηρέτας του σατανά, εν τω ονόματι Ιησού Χριστού, ον εγώ κηρύττω, πλέον μη τον βαστάζετε, αλλά αφήσατέ τον μόνον την ώραν ταύτην, εις τον τόπον όπου ίσταται». Ταύτα ειπόντος του Αποστόλου, παρευθύς άφησαν οι δαίμονες τον Σίμωνα μόνον και έφυγαν. Τότε πεσών ο ταλαίπωρος από του ύψους εκείνου συνετρίβησαν τα οστά του, και την δευτέραν ημέραν παρέδωκε την μιαράν του ψυχήν εις τον διάβολον μετά πολλών και μεγάλων πόνων και αναστεναγμών. Τούτου γενομένου, μεταβολόντες ο λαός την φωνήν εβόων: «Μέγας ο Θεός ο υπό του Πέτρου κηρυττόμενος». Τότε ο Απόστολος αναβάς επί τινος υψηλού τόπου και κατασείσας την χείρα να σιωπήση ο λαός, ήρχισε να διδάσκη εις αυτούς τον λόγον της αληθείας· ποιήσας δε και πολλά θαύματα κατά την ώραν εκείνην, απέλυσε τον λαόν να υπάγουν εις τους οίκους των. Από τότε διατρίψας ο Απόστολος χρόνον ικανόν εκεί εις την Ρώμην, και πολλούς εις την εις Χριστόν πίστιν επιστρέψας, άμα δε και χειροτονήσας Επίσκοπον Ρώμης Λίνον ονόματι, απήλθεν εις την Ταρακίνην πόλιν. Εκείθεν δε επορεύθη εις το Σίρμιον, πόλιν της Ισπανίας, εις την οποίαν χειροτονήσας Επίσκοπον ένα των Αποστόλων, Επαινετόν λεγόμενον, δια θαλάσσης επέρασεν εις την Καρχηδόνα, πόλιν της Αφρικής, η οποία είναι εις τα μέρη της Λιβύης, χειροτονήσας και εκεί Επίσκοπον τον Κρήσκεντα. Είτα μετέβη εις τας πόλεις της Αιγύπτου, και εις μεν την Θηβαΐδα εχειροτόνησεν Επίσκοπον τον Ρούφον, εις δε την Αλεξάνδρειαν τον Απόστολον Μάρκον, τον Ευαγγελιστήν. Μετά ταύτα απήλθε πάλιν ο θείος Πέτρος εις Ιεροσόλυμα, κατ’ αποκάλυψιν Θεού, δια την Κοίμησιν της Παναγίας Θεοτόκου Μαρίας· ήσαν δε τότε ένδεκα χρόνοι από την Ανάληψιν του Χριστού. Μετά δε την Κοίμησιν της Θεοτόκου, πάλιν επιστρέψας ο Απόστολος εις την Αίγυπτον, διεπέρασεν εις τας πόλεις της Αφρικής. Εκείθεν απέπλευσε δεύτερον εις Ρώμην, ίνα επιστηρίξη τους Χριστιανούς να μένουν εις την του Χριστού πίστιν· προσμείνας δε εκεί ημέρας ικανάς, απήλθεν εις την Φωτικήν πόλιν και εις το Μεδιόλανον, την οποίαν ονομάζουσι σήμερον οι Λατίνοι Μιλάνον· χειροτονήσας δε και εκεί Επισκόπους, κτίσας δε και Εκκλησίας, και πολλούς επιστρέψας προς θεογνωσίαν, επέρασεν εις την λεγομένην Βρεττανικήν νήσον, την οποίαν λέγουσι σήμερον Αγγλίαν. Διατρίψας δε και εκεί χρόνους πολλούς, και πολλά Έθνη πεπλανημένα επιστρέψας προς την εις Χριστόν πίστιν, επέστρεψε τρίτην φοράν εις την Ρώμην, διότι Άγγελος Κυρίου εφάνη εις την Βρεττανίαν, και του είπε· «ο καιρός του θανάτου σου εγγίζει, ω Απόστολε του Χριστού Πέτρε. Πρέπει λοιπόν να υπάγης εις την Ρώμην, εις την οποίαν θέλεις υπομείνει θάνατον σταυρικόν, ούτω δε μέλλεις να απολαύσης τον ητοιμασμένον σοι στέφανον της δικαιοσύνης παρά του αληθινού Θεού». Ταύτην την οπτασίαν ως είδεν ο Άγιος, αφήσας την Βρεττανίαν, ήλθεν εις την Ρώμην, ως προείπον, τρίτην φοράν. Είχε δε τότε ο βασιλεύς Νέρων δώδεκα χρόνους εις την Ρώμην εξουσιάζων. Ελθών λοιπόν ο Απόστολος, τον μεν Λίνον, τον Επίσκοπον Ρώμης, εύρεν ήδη τεθνηκότα, εχειροτόνησε δε αντ’ αυτού τον Άγιον Κλήμεντα· αλλά περί μεν της χειροτονίας του Κλήμεντος, πως έγινε, και τίνας λόγους τον εδίδαξεν ο Απόστολος εις την χειροτονίαν, άμα δε και πόσας διαλέξεις εποίει καθ’ εκάστην μετά του Σίμωνος Μάγου, πλατύτερον τα διηγείται μόνος του ο Άγιος Κλήμης ούτος εις το βιβλίον όπερ συνέγραψεν ο ίδιος, το ονομαζόμενον Κλημέντια· ημείς δε ας διηγηθώμεν περί της τελειώσεως του Αποστόλου, δια να φέρωμεν εις πέρας και τα περί αυτού. Ευρισκομένου του Αποστόλου Πέτρου εις την Ρώμην και διδάσκοντος καθ’ εκάστην ημέραν τον λόγον του Ευαγγελίου, πολλοί επέστρεφον εις θεογνωσίαν, όχι μόνον άνδρες, αλλά και γυναίκες· δύο δε από τας γυναίκας του βασιλέως Νέρωνος, πλέον αγαπώμεναι υπ’ αυτού, πιστεύσασαι εις τον Χριστόν, ηθέλησαν να παρθενεύσουν· δια τούτο εβδελύχθησαν την συναναστροφήν του βασιλέως και πλέον δεν ήθελον να συζούν μετ’ αυτού. Ταύτα βλέπων ο μιαρός και ασελγής Νέρων εθυμώθη περισσώς και ώρισε να φονεύσουν τους μαθητάς του Αποστόλου και αυτόν, ως αίτιον γενόμενον της σωφροσύνης των γυναικών. Τότε οι στρατιώται συλλαβόντες αμέσως τον Απόστολον Πέτρον, τον Κλήμεντα και άλλους πολλούς Χριστιανούς, άμα δε και Ηρωδίωνα και Ολυμπάν, τους μεν άλλους απεκεφάλισαν, τον δε Κλήμεντα απέλυσαν ως συγγενή του βασιλέως Νέρωνος· τον δε Απόστολον Πέτρον τον εσταύρωσαν ανάποδα, κάτω μεν την κεφαλήν έχοντα, άνω δε τους πόδας, επειδή ούτω το εζήτησεν ο ίδιος, λέγων : «δεν είμαι άξιος να με σταυρώσετε όπως τον Χριστόν μου ορθόν, διότι εκείνος μεν εσταυρώθη ορθός, δια να βλέπη προς την γην, επειδή έμελλε να υπάγη εις τον Άδην να ελευθερώση τας εκείσε ψυχάς· εμέ δε σταυρώσατε κατωκέφαλα, δια να βλέπω τον ουρανόν, εις ον μέλλω να υπάγω»· ούτω δε παραμείνας εσταυρωμένος ημέραν μίαν, τη επιούση παρέδωκεν εις χείρας Θεού την αγίαν και ολόφωτον αυτού ψυχήν. Κλήμης δε ο μαθητής αυτού και Επίσκοπος Ρώμης, το πολύτιμον και άγιον αυτού σώμα μεγαλοπρεπώς ενταφιάσας, κατέθετο εις τόπον επίσημον, Βατικανόν λεγόμενον, πλησίον της καλουμένης Τριουμφυλίας, εις δόξαν του αληθινού Θεού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ετελειώθη δε ο Απόστολος ούτος μετά λδ΄ (34) χρόνους από το κοσμοσωτήριον πάθος του Χριστού. Γινώσκετε δε και τούτο, ευλογημένοι Χριστιανοί, ότι το κατά Μάρκον Ευαγγέλιον εγράφη δια προσταγής τούτου του Αποστόλου εν τη Ρώμη μετά ι΄ (10) χρόνους από της Χριστού Αναλήψεως, καθώς το γράφει ο Άγιος Κλήμης εν τω έκτω βιβλίω των υποτυπώσεων, και ο Παππίας ο Ιεροπολίτης Επίσκοπος. Έγραψε δε και δύο Επιστολάς, τας λεγομένας Καθολικάς· την μεν πρώτην προς τους Χριστιανούς του Πόντου, της Γαλατίας, της Καππαδοκίας, της Ασίας και της Βιθυνίας· την δε δευτέραν προς πάντας τους πιστεύσαντας εις Χριστόν· αλλά τα μεν περί της πολιτείας, του κηρύγματος και της τελειώσεως του μεγάλου και Πρωτοκορυφαίου των Αποστόλων Πέτρου, ούτως έχουν εν συντομία, πρέπον δε είναι τώρα να διηγηθώμεν ούτω συντόμως και τα περί του θείου Αποστόλου Παύλου.                                                            ΠΑΥΛΟΣ ο μέγας και θεσπέσιος, ο του Κυρίου Απόστολος, ήτο από γένος εβραϊκόν, εκ φυλής του Βενιαμίν, εκ γονέων ευγενών και αρχόντων γεννηθείς, Φαρισαίος την αίρεσιν. Είχε δε πατρίδα την πόλιν Ταρσόν, η οποία είναι εις τα σύνορα της Κιλικίας. Επαιδεύθη εις άκρον τον Νόμον του Μωϋσέως υπό τινος διδασκάλου μεγάλου των Ιουδαίων, Γαμαλιήλ λεγομένου· εκαλείτο δε το πρώτον Σαούλ ή και Σαύλος, πλην ήτο μέγας των μωσαϊκών νόμων ζηλωτής, δια τούτο δε και κατεδίωκε σκληρώς τους Χριστιανούς, όσοι επίστευσαν υπό της διδαχής του Χριστού και των Αποστόλων. Αυτός συνήργησε και εις τον φόνον του Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου. Περί αυτού διηγείται και ο Ευαγγελιστής Λουκάς εις τας συγγραφείσας υπ’ αυτού «Πράξεις των Αποστόλων», ότι οι λιθοβολούντες τον Στέφανον άφησαν τα ενδύματά των, τα οποία εφύλαττεν ο Παύλος. Και τούτο διατί; Δια να φανή, ότι αυτός παρεκίνει και τους άλλους εις τον φόνον του Αποστόλου, και όχι μόνον εις τοσούτον, αλλά και εις τους άλλους Αποστόλους πολλά κακά και πειρασμούς επροξένησε και δεν έπαυε καθ’ εκάστην εμβάλλων εις θλίψεις και στενοχωρίας τους Χριστιανούς, θέλων να καταστρέψη το κήρυγμα της ευσεβείας. Ταύτα δε εποίει ο Απόστολος, νομίζων ότι πράττει καλώς και ότι είναι εκδικητής των πατρικών δογμάτων και παραδόσεων· αλλ’ επειδή αγνοών τα έκαμνε, δια τούτο δεν τον άφησεν ο Θεός να απολεσθή έως τέλους, αλλ’ ηυδόκησε να τον επιστρέψη προς θεογνωσίαν· και πως έγινεν η επιστροφή του, ακούσατε. Ο Απόστολος ούτος, βλέπων ότι πληθύνεται το κήρυγμα του Ευαγγελίου, όχι μόνον εις την Ιερουσαλήμ, αλλά και εις την Δαμασκόν και εις τας πέριξ πόλεις, εζήτησε παρά των Αρχιερέων και Διδασκάλων των Ιουδαίων επιστολήν προς τους εν Δαμασκώ Ιουδαίους, ίνα όσους εύρη εκεί Χριστιανούς, άνδρας τε και γυναίκας, δεδεμένους αγάγη εις Ιερουσαλήμ. Απερχόμενος δε εις την Δαμασκόν, φως Κυρίου περιέλαμψεν αυτόν και τους μεν αισθητούς οφθαλμούς του σώματος ετύφλωσε, τους δε νοητούς της ψυχής ήνοιξε· φωνή δε ηκούσθη λέγουσα: «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις»; Απεκρίθη ο Σαύλος· «ποίος είσαι συ, Κύριε, όστις με καλείς»; Λέγει αυτώ ο Κύριος: «Εγώ είμαι ο Ιησούς, ον συ διώκεις· κακόν ιδικόν σου είναι να κτυπάς μδε τους πόδας σου εις ακάνθας». Απεκρίθη ο Σαύλος, τρέμων και φοβούμενος: «Κύριε, τι με προστάσσεις να ποιήσω»; Τότε του είπεν ο Κύριος: «πήγαινε εις την Δαμασκόν, και θέλει σου αποκαλυφθή εκεί τι να κάμης». Ταύτην δε την φωνήν και οι υπηρέται αυτού ήκουσαν, πλην ουδένα είδον. Μετά ταύτα ωδηγήθη χειραγωγούμενος ως τυφλός εις την Δαμασκόν, εκεί δε εβαπτίσθη υπό του Αποστόλου Ανανίου και παρευθύς ηνεώχθησαν οι οφθαλμοί αυτού. Αλλά τι να λέγω τα κατά μέρος τα οποία διηγούνται αι Πράξεις των Αποστόλων λεπτομερέστερον; Τότε ήρχισεν ο Απόστολος να κηρύττη τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Οι δε Ιουδαίοι, οι όντες εις την Δαμασκόν, ιδόντες την αιφνιδίαν μεταβολήν αυτού, επεβουλεύθησαν να τον φονεύσουν· αλλά οι κεκρυμμένοι Χριστιανοί δια νυκτός τον κατεβίβασαν από τα τείχη της πόλεως κρυφίως δια σχοινίου εντός καλάθου· λυτρωθείς του θανάτου με τοιούτον τρόπον, επανήλθεν εις τα Ιεροσόλυμα. Πάλιν δε εκεί κινδυνεύσας, επέμφθη υπό των Χριστιανών εις την Καισάρειαν της Παλαιστίνης· εκείθεν μετέβη εις την Ταρσόν, την πατρίδα του· εκεί τον εύρεν ο Απόστολος Βαρνάβας και τον παρέλαβε μεθ’ εαυτού και τον ωδήγησεν εις την Αντιόχειαν· εκεί έκαμαν ένα χρόνον οι δύο διδάσκοντες τον λαόν και βαπτίζοντες. Από τότε ήρχισαν και όσοι επίστευσαν εις τον Χριστόν να ονομάζωνται Χριστιανοί, διότι το πρώτον ωνομάζοντο Γαλιλαίοι και Ναζωραίοι. Από δε την Αντιόχειαν απεστάλησαν οι Απόστολοι ούτοι οι δύο προς τους πτωχούς Χριστιανούς οίτινες ευρίσκοντο εις την Ιουδαίαν, με χρήματα ικανά των Αντιοχέων, να τα διαμοιράσουν ως ελεημοσύνην, διότι τότε ήτο μεγάλη πείνα εις τον καιρόν του Καίσαρος της Ρώμης Κλαυδίου. Αφού οι θείοι Απόστολοι εμοίρασαν την ελεημοσύνην, επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ· εκείθεν επορεύθησαν εις την Σελεύκειαν πόλιν· μετά ταύτα επέρασαν εις την νήσον Κύπρον και περιπατήσαντες τα μέρη της Σαλαμίνος επήγαν έως εις την Πάφον, μίαν των πόλεων της Κύπρου· εκεί απετύφλωσαν ψευδοπροφήτην τινά, Βαριησούν λεγόμενον, όστις επλάνα τον λαόν της Κύπρου. Τούτου δε γενομένου, πολλοί των Κυπρίων επίστευαν εις τον Χριστόν, αλλά και αυτός ο αυθέντης της πόλεως, Σέργιος ονόματι. Από δε την Κύπρον απήλθον εις την Πέργην της Παυφυλίας, απ’ εκείθεν εις την Αντιόχειαν της Πισιδίας, εις την οποίαν δημηγορήσας ο Παύλος τη ημέρα των Σαββάτων εν τη Συναγωγή, πολλούς επέστρεψεν εις την εις Χριστόν πίστιν· δια τούτο οι Ιουδαίοι, φθονήσαντες αυτόν τε και τον Βαρνάβαν, εξέβαλον έξω της πόλεως μετά ύβρεων· οι δε Απόστολοι εκτιναξάμενοι τον κονιορτόν των ποδών αυτών, κατά την του Κυρίου παραγγελίαν, απήλθον εις το Ικόνιον. Εκεί δε χρόνον ικανόν διατρίψαντες, και πολλούς βαπτίσαντες Ιουδαίους και Έλληνας, άμα δε και την Πρωτομάρτυρα Θέκλαν προς την του Κυρίου πίστιν επιστρέψαντες, υβριζόμενοι και λιθοβολούμενοι εδιώχθησαν και κατέφυγον εις τας πόλεις της Λυκαονίας, Λύστραν και Δέρβην. Εις τας πόλεις αυτάς εθεράπευσεν ο Παύλος άνθρωπον τινά χωλόν εκ κοιλίας μητρός υπάρχοντα, δια τούτο και ως θεοί ενομίσθησαν υπό των εκεί Ελλήνων· ευαγγελισάμενοι λοιπόν την πόλιν εκείνην και μαθητεύσαντες ικανούς, επέστρεψαν πάλιν εις το Ικόνιον και Αντιόχειαν. Χειροτονήσαντες δε και εκεί Πρεσβυτέρους και διελθόντες την Πισιδίαν, ήλθον εις Παμφυλίαν, όπου λαλήσαντες τον λόγον του Κυρίου εν Πέργη, κατέβησαν εις Αττάλειαν· απελθόντες δε εις την Αντιόχειαν, και συνάξαντες τους Χριστανούς, διηγήθησαν όσα έκαμνεν ο Θεός δι’ αυτών. Εκείθεν εξελθόντες διήρχοντο την Φοινίκην και Σαμάρειαν, διηγούμενοι την επιστροφήν των Εθνών. Μετά ταύτα απήλθον πάλιν εις Ιερουσαλήμ, εκείθεν δε επέστρεψαν πάλιν εις την Αντιόχειαν, φέροντες την Επιστολήν των Αποστόλων, ήτις διελάμβανε, ότι να μη περιτέμνωνται οι Χριστιανοί και να μη τρώγουσι πνικτόν και ειδωλόθυτον, να απέχωσι δε και από την πορνείαν. Εκεί λοιπόν διατρίψαντες χρόνον ικανόν απεχωρίσθησαν· και ο μεν Βαρνάβας, συμπαραλαβών τον Απόστολον Μάρκον, επορεύθη εις την Κύπρον, ο δε Απόστολος Παύλος, παραλαβών τον Σίλαν, απήλθεν εις τα μέρη της Συρίας και Κιλικίας, στηρίζων τους πιστεύσαντας εις Χριστόν Ιουδαίους τε και Έλληνας. Επανελθών ο θείος Παύλος εις Δέρβην και Λύστραν, έλαβεν εις μαθητείαν τον Απόστολον Τιμόθεον, ον και περιέτεμε. Μετ’ αυτού δε περιπατήσας την Φρυγίαν και την Γαλατικήν χώραν, και υπό του Αγίου Πνεύματος εμποδισθέντες να λαλήσωσι τον λόγον εν τη Μικρά Ασία, κατά την Μυσίαν ελθόντες εδοκίμασαν να περάσουν την Βιθυνίαν, αλλά δεν ήτο θέλημα Θεού· δια τούτο διαβάντες την Μυσίαν, κατέβησαν εις Τρωάδα· κατά δε την νύκτα εκείνην είδεν ο θείος Παύλος εν οράματι άνδρα Μακεδόνα, όστις παρεκάλει αυτόν λέγων: «διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν» (Πράξ. ιστ: 9). Ως δε είδε το όραμα αυτό, εννοήσας ότι ήτο θέλημα Θεού να μεταβώσιν εις Μακεδονίαν δια να κηρύξωσι και εκεί τον λόγον του Θεού, διεπερεώθησαν εις Σαμοθράκην εκείθεν δε έρχονται εις Νεάπολιν, την νυν λεγομένην Καβάλλαν. Ελθόντες είτα εις τους Φιλίππους της Μακεδονίας, διέτριβον εκεί ημέρας τινάς, και θαυματουργήσαντες εις την γυναίκα την έχουσαν πνεύμα πύθωνος, ενεβλήθησαν εις την φυλακήν υπό των κυρίων αυτής. Επιστρέψαντες δε προς την εις Χριστόν πίστιν τον δεσμοφύλακα και βαπτίσαντες πάντας τους εν τω οίκω αυτού, εξήλθον της πόλεως· διοδεύσαντες δε την Αμφίπολιν, η οποία είναι ηφανισμένη εις τον Στρυμόνα ποταμόν και την Απολλωνίαν, ήτοι την Ρένδιναν, ήλθον εις την Θεσσαλονίκην, όπου ήτο η Συναγωγή των Ιουδαίων. Εκεί πολλούς μαθητεύσαντες, εξήγειραν τους Εβραίους προς οργήν· δια τούτο διωχθέντες εκείθεν, απήλθον εις την Βέροιαν· και ο μεν Τιμόθεος και ο Σίλας απέμειναν εκεί, ο δε Παύλος δια θαλάσσης ήλθεν εις τας Αθήνας, ιδών δε εν αυταίς βωμόν επιγραφόμενον «Τω αγνώστω Θεώ», εδίδαξεν εις τον Άρειον Πάγον ότι ο άγνωστος μέχρι τότε δι’ αυτούς Θεός, είναι ο αληθινός Θεός, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Εκ της διδασκαλίας του αυτής ο θείος Παύλος ωδήγησε πολλούς προς την εις Χριστόν πίστιν, μεταξύ των οποίων και Διονύσιον τον Αρεοπαγίτην, και τινα γυναίκα αρχόντισσαν, Δάμαριν λεγομένην. Πολλάς δε άλλας δημηγορίας ποιήσας εν Αθήναις ανεχώρησεν εκείθεν και μετέβη εις την Κόρινθον· εκεί δε ευρών τον Ακύλαν και την γυναίκα αυτού Πρίσκιλλαν, ομοτέχνους όντας αυτού, διέτριψε χρόνον ένα και μήνας πέντε· ειργάζετο δε ο Απόστολος Παύλος την σκηνοποιητικήν τέχνην, ράπτων σκηνάς, αι οποίαι κατασκευάζονται από ύφασμα. Μετά ταύτα πολλούς φωτίσας δια του λόγου του κηρύγματος και παραλαβών τον Τιμόθεον, τον Ακύλαν και την Πρίσκιλλαν, έρχεται εις Έφεσον· αφήσας δε εκεί τον Ακύλαν και την Πρίσκιλλαν, απήλθε μετά του Τιμοθέου εις Καισάρειαν. Απ’ εκείθεν μετέβη πάλιν εις Αντιόχειαν, εις την οποίαν παραμείνας χρόνον τινά εξήλθε, διερχόμενος την Γαλατικήν χώραν και την Φρυγίαν· είτα πάλιν εις Έφεσον παραγίνεται, διατρίψας εκεί χρόνους δύο και τον Τιμόθεον χειροτονήσας Επίσκοπον Εφέσου, επέστρεψε πάλιν εις την Μακεδονίαν. Περιελθών είτα και πάλιν την Ελλάδα, και διατρίψας εις τας πόλεις αυτής τρεις μήνας και πολλούς μαθητεύσας, έρχεται εις την Τρωάδα· εκεί ανέστησε τον Εύτυχον, νυστάξαντα και πεσόντα κάτω από το ανώγειον και αποθανόντα· έπειτα απήλθεν εις την πόλιν Άσσον. Απ’ εκείθεν εις την Μυτιλήνην, κατά δε την επομένην αντίκρυ της Χίου γενόμενος, κατά την ετέραν εις την Σάμον νήσον επέρασε· μείνας δε εν τη Στρογγύλη νήσω, τη επερχομένη ημέρα εις Μίλητον έφθασεν· απ’ εκείθεν πέμψας ανθρώπους εις Έφεσον, μετεκαλέσατο τους πρεσβυτέρους και Επισκόπους της Εκκλησίας· διδάξας δε τούτους να προσέχουν εαυτούς και το ποίμνιον από των αιρετικών, άμα δε και περί εαυτού προειπών εις αυτούς, ότι μέλλει να δεσμευθή εις τα Ιεροσόλυμα, προσευχηθείς δε και εις τον Θεόν εαυτόν παραθέμενος, εμβάς εις πλοίον επέρασεν εις την νήσον Κύπρον, εκείθεν δε εις την Ρόδον και μετά ταύτα εις τα Πάταρα. Έπειτα ευρών πλοίον από την πόλιν Τύρον, απέπλευσεν, αφήσας την Κύπρον αριστερά. Ότε δε εξέβη εις την Τύρον, ευρών εκεί μαθητάς τινάς, έμεινεν ημέρας επτά· πάλιν δε δια θαλάσσης απήλθεν εις την Πτολεμαΐδα· εκείθεν επήγεν εις την Καισάρειαν, όπου εποίησεν ημέρας τινάς, αναπαυόμενος εις τον οίκον Φιλίππου του Αποστόλου, του όντος εκ των επτά Διακόνων· μετά ταύτα απήλθεν εις την Ιερουσαλήμ, εκείθεν παρακινηθέν το πλήθος των Ιουδαίων κατ’ αυτού, διότι ενόμισαν ότι εισήγαγεν εθνικούς εις το ιερόν, έμελλε να θανατωθή· αλλ’ ο χιλίαρχος Λυσίας επιστάς εφύλαξεν αυτόν, και απέστειλε συνοδεία στρατιωτών προς τον Φήστον τον αυθέντην Καισαρείας. Γνωρίσας δε ο Παύλος την επιβουλήν των Ιουδαίων και ότι αλλέως δεν δύναται να ελευθερωθή από τας χείρας αυτών, εβόησεν εν μέσω του συνεδρίου: «Καίσαρα επικαλούμαι», δηλαδή επιθυμώ να υπάγω να κριθώ εις την Ρώμην ενώπιον του Καίσαρος. Κατόπιν τούτου παρεδόθη εις εκατόνταρχον  τινά, Ιούλιον ονόματι, μετά και άλλων τινών δεσμίων να τον οδηγήση εις Ρώμην δια θαλάσσης προς τον Καίσαρα. Από της Καισαρείας λοιπόν επέρασαν εις την Σιδώνα, απ’ εκεί δε εις Κύπρον· παραπλεύσαντες δε το κατά την Κιλικίαν και Παμφυλίαν πέλαγος, έρχονται εις Μύρα της Λυκίας. Εμβάντες δε εις άλλο πλοίον Αλεξανδρινόν, έφθασαν μετά βίας εις την Κνίδον· παραπλεύσαντες δε την νήσον Κρήτην, κατά το ακρωτήριον το λεγόμενον Σαλμώνην, ήλθον εις τόπον καλούμενον Καλούς Λιμένας. Απ’ εκείθεν εξελθόντες μετά μεγάλης τρικυμίας της θαλάσσης ήλθον εις νήσον τινά Κλαύδην καλουμένην· εκεί δε σφοδρώς χειμασθέντες, έρριψαν δια των ιδίων των χειρών εις την θάλασσαν το φορτίον του πλοίου. Δέκα τέσσαρας δε ημέρας ούτω κινδυνευόντων, το μεν πλοίον διασχισθέν υπό της βίας των κυμάτων συνετρίβη εις πολλά τεμάχια, οι δε άνθρωποι μόλις ηδυνήθησαν να σώσουν την ζωήν των. Τότε διασωθέντες οι περί τον Παύλον εις την στερεάν γην, έμαθον ότι η νήσος εκείνη όπου απεβιβάσθησαν ονομάζεται Μελίτη, ήτις είναι η σήμερον λεγομένη Μάλτα. Εκεί συνάγοντος του θείου Αποστόλου φρύγανα, ίνα ανάψη πυρ δια να θερμανθούν οι άνθρωποι από το ψύχος του καιρού, έχιδνα εξελθούσα έδηξεν αυτόν εις την χείρα· πάντων δε νομιζόντων, ότι έμελλε να αποθάνη, αυτός αποτινάξας το θηρίον εις το πυρ, έμεινεν αβλαβής. Τούτο ιδόντες οι άνθρωποι του τόπου εκείνου, έλεγον αυτόν είναι Θεόν. Εκεί λοιπόν πολλά θαύματα εκτελέσας ο Απόστολος και τον πατέρα του Ποπλίου, του άρχοντος της νήσου, εκ της δυσεντερίας ιατρεύσας, επιβάς εις έτερον πλοίον μετά των διασωθέντων εκ της θαλάσσης ήλθεν εις Συρακούσας, αι οποίαι είναι πόλις της νήσου Σικελίας· από δε τας Συρακούσας διεπέρασεν εις το Ρήγιον της Ιταλίας· εκείθεν δε εις Ποτιόλους και τελευταίον εις την μεγαλόπολιν Ρώμην. Τότε ο εκατόνταρχος Ιούλιος τους μεν λοιπούς δεσμίους παρέδωκεν εις τον στρατοπεδάρχην, ο δε Παύλος ήτο φυλασσόμενος υπό ενός στρατιώτου, δύο χρόνους πλήρεις, διότι ουδείς των Ιουδαίων ηκολούθησεν αυτόν, ίνα τον εγκαλέση εις τον Καίσαρα· δια τούτο εις κρίσιν μεν του Καίσαρος δεν παρεστάθη, φυλαττόμενος δε υπό του στρατιώτου να μη φύγη, διήλθε τους δύο χρόνους εκείνους έχων άδειαν και συνάζων τους Ρωμαίους εδίδασκεν αυτούς την εις Χριστόν αληθινήν πίστιν. Έως εδώ διηγείται ο Ευαγγελιστής Λουκάς εις τας Πράξεις των Αποστόλων περί του Αποστόλου Παύλου, επειδή έως τότε μόνον τον ηκολούθησεν· απ’ εκείθεν δε, αφήσας αυτόν, απήλθεν εις τας Θήβας της Βοιωτίας, και δια τούτο δεν έγραψε τα μετά ταύτα. Ευσέβιος δε ο λεγόμενος του Παμφίλου, άνθρωπος παλαιός, χρονογράφος και αξιόπιστος, γράφει εις τον δεύτερον τόμον της Εκκλησιαστικής του Ιστορίας, ότι ο Παύλος ο Απόστολος τότε παρασταθείς εις τον Καίσαρα Νέρωνα και απολογησάμενος απελύθη ως αναίτιος, και ήτο εις την Ρώμην χρόνους δέκα διατρίβων και διδάσκων τους λαούς. Ανάμεσα εις τους δέκα χρόνους τούτους επεριπάτησε την Ισπανίαν, την Ιταλίαν και τας Γαλλίας, διδάσκων και βαπτίζων. Ότι δε αληθώς επήγεν ο Παύλος και εις ταύτα τα μέρη, μόνος του το λέγει εις το ιε΄ Κεφ. της προς Ρωμαίους, γράφων ούτως: «Νυνί δε μηκέτι τόπον έχων εν τοις κλίμασι τούτοις, επιποθίαν δε έχων του ελθείν προς υμάς από πολλών ετών, ως εάν πορεύωμαι εις την Σπανίαν, ελεύσομαι προς υμάς». Αλλ’ ακούσατε και με τίνα τρόπον επέστρεψαν οι Ισπανοί προς θεογνωσίαν εκ της διδαχής του Αποστόλου Παύλου. Γυνή τις ήτο κατά πολλά πλουσία, σοφή και αρχόντισσα, ονομαζομένη Ξανθίππη, έχουσα άνδρα Πρόβον ονόματι, αυθέντην της Ισπανίας· αύτη, ακούσασα τα περί του Αποστόλου Παύλου φημιζόμενα, επεθύμει να τον ίδη και να ακούση λόγον εκ του στόματός του. Ενώ δε εκείνη ταύτα επεθύμει, μετέβη και ο Απόστολος εις την πόλιν αυτήν, κατά την ώραν δε κατά την οποίαν εισήρχετο ο Απόστολος εις την πόλιν, κατά συντυχίαν έτυχε και η αρχόντισσα εκείνη να εξέρχεται εις περίπατον και ως είδε τον Απόστολον, παρευθύς από το εύτακτόν του περιπάτημα και από το ήθος του χαριτωμένου προσώπου του εγνώρισεν, ότι αυτός θέλει είναι εκείνος. Απελθούσα λοιπόν η γυνή εις τον οίκον της, κατέπεισε τον άνδρα της, Έλληνα όντα και αυτόν, να καλέσουν τον ξένον εκείνον εις τον οίκον των. Εισερχομένου δε του Αγίου εις τον οίκον του Πρόβου, ηνεώχθησαν εκ θείας αποκαλύψεως οι ψυχικοί οφθαλμοί της γυναικός, και βλέπει εις το βλέφαρον του Αποστόλου, ότι έγραφε με χρυσά γράμματα ταύτα: «Παύλος ο κήρυξ του Χριστού». Τούτο ιδούσα η Ξανθίππη έπεσεν εις τους πόδας του Αποστόλου και εζήτει το Βάπτισμα· την εβάπτισε λοιπόν ο Άγιος και εδίδαξεν εις αυτήν την πίστιν του Χριστού· ομοίως εβάπτισε καθ τον άνδρα αυτής Πρόβον, συγγενή όντα του βασιλέως Νέρωνος, ως και άλλον άρχοντα μέγαν, Φιλόθεον ονόματι, εν συνεχεία δε και άπειρα πλήθη της πόλεως εκείνης. Με τοιούτον τρόπον ποιήσας αρχήν ο Απόστολος επέστρεψε και τους άλλους Ισπανούς προς θεογνωσίαν. Αλλά περί μεν της πολιτείας και του κηρύγματος του Αποστόλου, ας έχη τέλος ο λόγος μου, τώρα δε ας διηγηθώ και με τίνα τρόπον ετελειώθη. Πάντως ηκούσατε και από του Αποστόλου Πέτρου την διήγησιν περί του βασιλέως Νέρωνος, οποίαν μανίαν και οργήν είχεν ούτος κατά των Χριστιανών. Αυτός και τώρα περισσότερον εκμανείς, εφόνευσε και την ιδίαν του μητέρα, Αγριππίναν ονόματι, και την θείαν του, αδελφήν του πατρός του, είτα και την σύζυγόν του Οκταβίαν, και άλλους αναρίθμητους συγγενείς αυτού· τέλος εκίνησε και καθολικόν διωγμόν κατά των Χριστιανών, τοιουτοτρόπως δε έφθασε και εις τας των Αποστόλων σφαγάς. Τότε συνέβη να αποτμηθή την κεφαλήν δια ξίφους και ο μακάριος Απόστολος Παύλος. Λέγουσι δε, ότι εκ του λαιμού αυτού, εις την ώραν της αποτομής, αντί αίματος έρρευσε γάλα και περιέβρεξε το ένδυμα του αποκεφαλίσαντος αυτόν, όστις και επίστευσεν εις Χριστόν. Kαι άλλο δε θαύμα λέγουσιν, ότι έκαμεν ο Απόστολος εις τον καιρόν της τελειώσεώς του· και ακούσατε και αυτό εν συντόμω. Όταν οι στρατιώται ωδήγουν έξω της πόλεως Ρώμης τον Απόστολον ίνα τον αποκεφαλίσωσι, συνήντησαν γυναίκα τινά, Περπέτουαν ονόματι, η οποία ήτο τυφλή από τον δεξιόν οφθαλμόν, και της λέγει ο Απόστολος: «γύναι, δος μοι το μανδήλιόν σου, και όταν επιστρέψω θα σου το δώσω»· εκείνη μεν τότε παρευθύς έδωκε το μανδήλιον, οι δε στρατιώται περιέπαιζον αυτήν λέγοντες: «γρήγορα θέλεις λάβει αυτό»· όταν δε επήγαν εις τον τόπον της καταδίκης, έδεσαν μ’ εκείνο το μανδήλιον τους οφθαλμούς του Αποστόλου, και ούτω τον απεκεφάλισαν. Ο δε Θεός, δια να δοξάση τον δούλον του, τι ωκονόμησε; Το μανδήλιον εκείνο αοράτως ευρέθη εις τας χείρας της Περπετούας αιματωμένον και τρίβουσα με εκείνο τους οφθαλμούς της ιατρεύθη, οι δε στρατιώται επιστρέψαντες εύρον αυτήν ιατρευμένην και καταφιλούσαν το μανδήλιον εκείνο· και ως είδον το τοιούτον θαύμα, παρευθύς επίστευσαν εις τον Χριστόν λέγοντες: «Μέγας ο Θεός, ο υπό του Παύλου κηρυχθείς». Τούτο ακούσας ο Νέρων και θυμωθείς περισσώς, επρόσταξε να θανατώσουν τους στρατιώτας εκείνους, έκαστον με χωριστόν θάνατον, τουτέστιν άλλον μεν να αποκεφαλίσουν, άλλον να κατακαύσουν, άλλον να λιθοβολήσουν, άλλον να σχίσουν εις τέσσαρα, άλλον να κρεμάσουν, άλλον να πνίξουν εις ποταμόν, άλλον να εκδάρουν, και σχεδόν ειπείν, του ενός ο θάνατος δεν ωμοίαζε με τον του άλλου· τέλος και αυτήν την Περπέτουαν, ως κηρύττουσαν μεγαλοφώνως τον Χριστόν, επρόσταξε να δέσουν μυλόπετραν εις τον λαιμόν της και να την ρίψουν εις τον Τίβεριν ποταμόν της Ρώμης. Αλλά περί μεν τούτου του θαύματος ας έχη τέλος ο λόγος μου· Γάϊος δε τις Εκκλησιαστικός χρονογράφος, και Ζεφυρίνος, Επίσκοπος Ρώμης, και Διονύσιος Επίσκοπος Κορίνθου, γράφουσιν, ότι κατά τον αυτόν χρόνον και ομού εμαρτύρησαν οι δύο ούτοι Απόστολοι, κατά το δέκατον τρίτον έτος της ηγεμονίας του Νέρωνος. Ο δε Ιουστίνος και ο Ειρηναίος και άλλοι παλαιοί χρονογράφοι και αξιόπιστοι λέγουσιν, ότι ένα έτος προ της τελειώσεως του Αγίου Παύλου εσταυρώθη ο Απόστολος Πέτρος· τούτους δε μάλλον πιστεύομεν και ημείς, διότι και ο Άγιος Σωφρόνιος, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, γράφει εις τους βίους των Αγίων Αποστόλων περί του Παύλου, ότι κατά την ημέραν, όπου εσταυρώθη ο Απόστολος Πέτρος, κατ’ αυτήν απεκεφαλίσθη και ο Απόστολος Παύλος, τον δεύτερον χρόνον, εις την 29ην του μηνός του λεγομένου παρά τοις Ρωμαίοις Ιουνίου. Τινές δε Χριστιανοί, κεκρυμμένοι τότε δια τον φόβον των τυράννων, παραλαβόντες κρυφίως το τίμιον λείψανον του θείου Αποστόλου Παύλου το έθαψαν εις την γην πλησίον της οδού, ήτις ωνομάζετο Οστινσία. Ότι δε δια να πιστεύσουν αι γυναίκες του Νέρωνος εις το κήρυγμα των Αποστόλων και να επιστραφώσι, δια τούτο ούτος εθανάτωσε τους Αποστόλους και όχι δια Σίμωνα τον Μάγον, ως λέγουσι τινές, και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος το βεβαιώνει εις ένα λόγον, ος επιγράφεται: «προς τους κωλύοντας μονάζειν», ήτοι εις εκείνους όπου εμποδίζουν άλλους να παρθενεύουν. Λέγει λοιπόν εκεί ούτος: «Τον Νέρωνα πάντως ακούετε, και γαρ επίσημος ανήρ από της ασελγείας εγένετο, πρώτος και μόνος ευρών εν αρχή τοιαύτη καινούς τινάς ακολασίας και ασχημοσύνης τρόπους. Ούτος ουν ο Νέρων τον μακάριον Παύλον απέτεμε, και γαρ έτυχε κατά τους αυτούς εκείνος γενόμενος χρόνους, τοιαύτα εγκαλών, οία περ υμείς νυν τοις αγίοις τούτοις ανδράσι· παλλακίδα γαρ αυτού σφόδρα απείραστον, τον περί της πίστεως λόγον δέξασθαι έπειθεν, ομού και της ακαθάρτου συνουσίας απαλλαγήναι εκείνης. Ταύτα ουν εγκαλών εκείνος, και λυμεώνα και πλάνον, και ταύτα άπερ υμείς νυν φθέγγεσθε, τον Παύλον αποκαλών, το μεν πρώτον έδησε, τη ειρκτή εγκλείσας· ως δε ουκ έπειθε της προς την κόρην αποσχέσθαι συμβουλής, τέλος ξίφει την κεφαλήν απέτεμε». Αλλά ταύτα μεν ο χρυσούς την γλώτταν. Γνωρίσατε δε και τούτο, ότι ο Απόστολος ούτος Παύλος έγραψεν επιστολάς δέκα τέσσαρας (14) τας οποίας απέστειλεν εις τας πόλεις, εκ των οποίων διήλθε και εδίδασκε, έως δε την σήμερον εξ αυτών αναγινώσκομεν περικοπάς εις εκάστην θείαν λειτουργίαν και εις άλλας ακολουθίας. Εκ των επιστολών τούτων πρώτη είναι η λεγομένη προς Ρωμαίους, την οποίαν έστειλεν από την Κόρινθον εις την Ρώμην, προτού να υπάγη εκεί. Δευτέρα είναι η προς Κορινθίους πρώτη, την οποίαν έστειλεν από τους Φιλίππους της Μακεδονίας εις την Κόρινθον. Τρίτη είναι η λεγομένη προς Κορινθίους Δευτέρα, την οποίαν έστειλε και αυτήν από τους Φιλίππους εις την αυτήν πόλιν. Τετάρτη είναι η λεγομένη προς Γαλάτας, την οποίαν έστειλεν από την Ρώμην προς τους ανθρώπους της Γαλατίας, ήτις είναι επαρχία της Ανατολής. Πέμπτη είναι η προς Εφεσίους, την οποίαν έστειλε και αυτήν από την Ρώμην εις την Έφεσον πόλιν. Έκτη είναι η προς Φιλιππησίους, την οποίαν έστειλε και αυτήν από την Ρώμην εις τους Φιλίππους της Μακεδονίας. Εβδόμη είναι η προς Κολασσαείς, την οποίαν έστειλε και αυτήν από την Ρώμην προς τους ανθρώπους όπου εκατοικούσαν εις την πόλιν Κολοσσάς, η οποία είναι εις τα σύνορα της Φρυγίας. Ογδόη είναι η προς Θεσσαλονικείς πρώτη, την οποίαν έστειλεν από τας Αθήνας προς τους Χριστιανούς της Θεσσαλονίκης. Ενάτη είναι η λεγομένη προς Θεσσαλονικείς Δευτέρα, την οποίαν έστειλε και αυτήν από τας Αθήνας προς τους αυτούς Χριστιανούς. Δεκάτη είναι η προς Τιμόθεον πρώτη, την οποίαν έστειλε προς τον μαθητήν του Τιμόθεον, τον οποίον προείπομεν ότι τον εχειροτόνησεν Επίσκοπον Εφέσου· απέστειλε δε αυτήν από μίαν πόλιν της Φρυγίας λεγομένην Λαοδίκειαν. Ενδεκάτη είναι η προς Τιμόθεον β΄ επιστολή, την οποίαν έστειλε πάλιν προς αυτόν από την Ρώμην, κατά τον καιρόν καθ’ ον έμελλε να θανατωθή ο Άγιος υπό του Νέρωνος. Δωδεκάτη είναι η λεγομένη προς Τίτον, την οποίαν έστειλεν από μίαν πόλιν της Μακεδονίας, Νικόπολιν λεγομένην, προς τον μαθητήν του τον Τίτον, τον οποίον εχειροτόνησεν Επίσκοπον της μεγάλης νήσου Κρήτης. Δεκάτη Τρίτη είναι άλλη μικρά επιστολή, ήτις επιγράφεται προς Φιλήμονα, την οποίαν έστειλεν από την Ρώμην προς τον μαθητήν του Φιλήμονα. Δεκάτη Τετάρτη και τελευταία είναι η λεγομένη προς Εβραίους, την οποίαν έστειλεν ο αυτός Απόστολος από την Ιταλίαν προς όλους τους Εβραίους. Έγραψε δε αυτήν μόνος του τότε εβραϊκώς, ως πεπαιδευμένος όπου ήτο εις την εβραϊκήν σοφίαν, ύστερον δε την μετεγλώττισεν εις την Ελληνικήν γλώσσαν, καθώς την αναγινώσκομεν σήμερον, ο Ευαγγελιστής Λουκάς· άλλοι δε λέγουσιν, ότι την μετέφρασεν ο Άγιος Κλήμης, περί του οποίου είπομεν ανωτέρω, ότι τον εχειροτόνησεν ο Απόστολος Πέτρος Επίσκοπον Ρώμης μετά τον Λίνον. Αύτη είναι η περί των ενδόξων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου διήγησις, πρέπον δε είναι εις ημάς, όπου ηκούσαμεν την πολιτείαν και τας πράξεις αυτών, ευλογημένοι Χριστιανοί, να συλλογισθώμεν πόσους κόπους και πόσας τιμωρίας υπέμειναν ούτοι, δια να μας παραδώσουν την ευσεβή πίστιν,την οποίαν έχομεν, ημείς δε την σήμερον ημέραν, δίχως τυράννους, δίχως βασανιστήρια αρνούμεθα μόνοι μας την πίστιν μας. Και πως την αρνούμεθα, ακούσατε. Η άρνησις γίνεται κατά δύο τρόπους· γίνεται και με λόγον, γίνεται και με έργον· με λόγον μεν γίνεται η άρνησις, όταν είπωμεν, ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός, καθώς το λέγουσιν οι ασεβέστατοι Εβραίοι και οι Αγαρηνοί και όταν ομολογήσωμεν τα ενάντια, από όσα μας παρέδωκεν ο Χριστός, οι θείοι Απόστολοι και αι επτά άγιαι Οικουμενικαί Σύνοδοι, καθώς ομολογούσιν οι αιρετικοί πάντες. Με έργα δε γίνεται η άρνησις, όταν πράττωμεν τα εναντία από όσα μας εδίδαξεν ο Χριστός εις το άγιον Ευαγγέλιον, καθώς και οι Απόστολοι και οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας· αλλά και όταν δεν ομοιάζουν τα έργα μας με εκείνα, τα οποία μας παρήγγειλεν ο Χριστός να πράττωμεν. Και ημείς λοιπόν, αν και με τον λόγον μας δεν αρνούμεθα τον Χριστόν, αλλά τον ομολογούμεν Θεόν αληθινόν, με τα έργα μας όμως τα κακά, τα οποία πράττομεν, όλως διόλου τον αρνούμεθα, καθώς το λέγει και ο θείος Παύλος εις την προς Τίτον επιστολήν εν Κεφ. α΄ 19: «Θεόν ομολογούσιν ειδέναι, τοις δε έργοις αρνούνται, βδελυκτοί όντες και απειθείς, και προς παν έργον αγαθόν αδόκιμοι». Ποία δε είναι τα έργα, άπερ, εάν τα πράττωμεν, αρνούμεθα τον Χριστόν και την ευσέβειάν μας; Ακούσατε πάλιν του αυτού Αποστόλου γράφοντος εις την προς Τιμόθεον β΄ επιστολήν, εν κεφ. γ΄ : «Τούτο δε γίνωσκε, ότι εν ταις εσχάταις ημέραις ενστήσονται καιροί χαλεποί· έσονται γαρ οι άνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, αλαζόνες, υπερήφανοι, βλάσφημοι, γονεύσιν απειθείς, αχάριστοι, ανόσιοι, άστοργοι, άσπονδοι, διάβολοι, ακρατείς, ανήμεροι, αφιλάγαθοι, προδόται, προπετείς, τετυφωμένοι, φιλήδονοι μάλλον ή φιλόθεοι, έχοντες μόρφωσιν ευσεβείας, την δε δύναμιν αυτής ηρνημένοι». Ήτοι, τούτο γνώριζε, ω Τιμόθεε, ότι εις τας υστερινάς ημέρας θέλουν έλθει καιροί άτυχοι. Διατί άτυχοι; Όχι από Θεού, αλλά διότι οι άνθρωποι τον καιρόν εκείνον θέλουν είναι φίλαυτοι. Τι θέλει να ειπή φίλαυτοι; Να αγαπώσι μόνον το ιδικόν των συμφέρον, το δε καλόν του ομοπίστου αυτών Χριστιανού να το μισούν· τον εαυτόν τους να σπουδάζουν μόνον να καλοποιήσουν, τους δε άλλους να τους κακοποιούν. Θέλουν είναι και φιλάργυροι, να αγαπούν τα αργύρια περισσότερον από τον Χριστόν, και δια τούτο ποτέ να μη δίδουν ελεημοσύνην, αλλά μάλλον να αδικούν, αρπάζοντες τα αλλότρια. Θέλουσιν είναι αλαζόνες και υπερήφανοι, καταφρονούντες τους μικροτέρους. Θέλουσιν είναι βλάσφημοι, υβρίζοντες τον Χριστόν και την πίστιν των. Θέλουν είναι απειθείς εις τους γονείς, μη ακούοντες την αγαθήν καθοδήγησιν αυτών, αλλά μάλλον υβρίζοντες αυτούς. Θέλουσιν είναι και αχάριστοι, μη ανταποδίδοντες χάριτας εις εκείνους όπου τους κάμουν καλόν. Θέλουσιν είναι και ανόσιοι, μη έχοντες καμμίαν δικαιοσύνην επάνω των. Θέλουσιν είναι άστοργοι, μη κρατούντες στερεάν φιλίαν. Θέλουσιν είναι διαβληταί και συκοφάνται, θέλουσιν είναι ακρατείς, μη κρατούντες τον εαυτόν των από τας επιθυμίας. Θέλουσιν είναι ανήμεροι και αφιλάγαθοι, μη αγαπώντες παντελώς το αγαθόν. Θέλουσιν είναι προδόται, καταδίδοντες ο ένας τον άλλον. Θέλουσιν είναι προπετείς, μη καρτερούντες τους καλυτέρους των να ομιλούν πρώτον, αλλά να αρπάζουν τον λόγον από το στόμα των. Θέλουσιν είναι τετυφωμένοι, δηλαδή ακατάδεκτοι. Θέλουσιν είναι φιλήδονοι μάλλον ή φιλόθεοι, τουτέστι να αγαπώσι τας ηδονάς και τα θελήματα του σώματος περισσότερον από τον Θεόν. Αυτοί όλοι θέλουν έχει μόνον σχήμα ευσεβείας, κατά το φαινόμενον Χριστιανοί, αλλά την δύναμιν της πίστεως θέλουσι την αρνηθή με τα έργα των. Ακούετε πως ορίζει ο θείος Απόστολος, ότι οι τα τοιαύτα κακά πράττοντες, όσα προείπα, σχήμα μόνον ευσεβείας έχουσι, την δε δύναμιν αυτής την αρνούνται. Δια τούτο, ευλογημένοι Χριστανοί, καθώς έχομεν την πίστιν την αγίαν και ευσεβή, ούτω ας έχωμεν και πράξεις αγαθάς· αγάπην προς πάντας τους Χριστιανούς, όχι μόνον προς τους φίλους, αλλά και προς τους εχθρούς· φιλοξενίαν και ελεημοσύνην εις τους πτωχούς· σωφροσύνην, τον στολισμόν της ψυχής και του σώματος· εγκράτειαν, το θεμέλιον των αρετών· φύλαξιν των αισθήσεων του σώματος, τουτέστι προσοχήν των οφθαλμών από κάλλος μάταιον· κράτησιν της γλώσσης από αργολογίας· φύλαξιν της ακοής από κακάς συμβουλάς, της οσφρήσεως από ευωδίας, αίτινες εκθηλύνουσι την ψυχήν. Τας χείρας ας κρατήσωμεν από αδικίας, από φόνους, από κλοπάς, από πορνείας. Τους πόδας μας ας εμποδίσωμεν από τας κακάς τρίβους της αμαρτίας. Με όλα τα μέλη, τα οποία μας εχάρισεν ο Θεός, και της ψυχής και του σώματος, ας Τον δοξάζωμεν καθώς το ορίζει και ο Απόστολος Παύλος, εν τη προς Κορινθίους Α΄ Επιστολή εις το στ΄ Κεφ. «Δοξάσατε δε τον Θεόν εν τω σώματι υμών, και εν τω πνεύματι υμών, άτινα εστι του Θεού». Αυτάς τας αρετάς, τας οποίας προανεφέραμεν, ας φροντίζωμεν  να αποκτήσωμεν, ευλογημένοι Χριστιανοί· εις αυτά τα καλά ας κοπιάζωμεν· αυτά τα αγαθά ας φροντίζωμεν νύκτα και ημέραν· αυτά ας προσπαθήσωμεν να τελειώσωμεν, ίνα και ο Θεός αξιώση ημάς της αιωνίου αυτού Βασιλείας. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου