ΤΗ ΠΕΜΠΤΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ

Τη αυτή ημέρα Πέμπτη της έκτης εβδομάδος από του Πάσχα την εις ουρανούς Ανάληψιν εορτάζομεν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.                                                                                                      

Η εις ουρανούς Ανάληψις του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού ούτως εγένετο. Αφού ο Κύριος ανέστη από των νεκρών, καθώς ο θείος Λουκάς ιστόρησε, τεσσαράκοντα ημέρας διέτριψεν επάνω εις την γην, κατά το οποίον διάστημα δεν περευρίσκετο πάντοτε μαζί με τους Μαθητάς Του καθώς και πρότερον, επειδή τούτο πλέον δεν ήτο δυνατόν μετά την Ανάστασιν να γίνηται, αλλά μεταχειριζόμενος οικονομίαν άρρητον, ενίοτε μόνον εφαίνετο εις αυτούς και ενώπιον αυτών έφαγε και ψηλάφησιν χειρών υπέμεινε, μόνον και μόνον δια να τους βεβαιώση εκ των πραγμάτων, ότι ανέστη εκ νεκρών. Λοιπόν αφ’ ου ικανώς τους εβεβαίωσε και τους επληρωφόρησεν, άλλο δεν υπελείπετο παρά ν’ αποχωρισθή εξ αυτών σωματικώς και να αναβή εις τον άναρχον Πατέρα Του. Κατά την σήμερον λοιπόν, ήτις εστίν η τεσσαρακοστή από του Πάσχα και Τρίτη τότε του Μαϊου, εμφανισθείς πάλιν εις τους Μαθητάς εν Ιερουσαλήμ και πολλά πρότερον προς αυτούς διαλεχθείς, έδωκεν εις αυτούς έπειτα την τελευταίαν εντολήν, ίνα απελθόντες κηρύξωσιν αυτού το όνομα εις πάντα τα έθνη, αρχόμενοι από της Ιερουσαλήμ (Λουκ. κδ: 47).

Ταύτα ειπών εξήγαγε τους Μαθητάς αυτού ομού με την Αειπάρθενον Μητέρα του εις το Όρος των Ελαιών, και εκεί διδάξας αυτούς δια τελευταίαν φοράν τους παρήγγειλεν να μένουν όλοι μαζί εντός των Ιεροσολύμων, δια να δεχθούν ηνωμένοι ύστερον από ολίγας ημέρας τον Παράκλητον, καθώς προ του Σταυρού υπέσχετο, ότι θέλει έλθει Εκείνος, όταν Αυτός απέλθη. Ταύτα λέγων και ευλογήσας αυτούς με τας θείας Αυτού χείρας επήρθη από των οφθαλμών αυτών υπό Αγίων Αγγέλων βασταζόμενος· και αυτοί έμειναν ενατενίζοντες εις Αυτόν. Αμέσως νεφέλη φωτεινή δείγμα της θείας Αυτού Μεγαλειότητος υπεδέξατο Αυτόν, επί της οποίας καθήμενος ως επ’ οχήματος βασιλικού ανεφέρετο εις τον ουρανόν και κατ’ ολίγον απεκρύπτετο απ’ έμπροσθεν των Μαθητών, οίτινες έμενον προσηλωμένοι τα όμματα επ’ Αυτόν. Εν ω δε έβλεπον Αυτόν μετά θάμβους ανερχόμενον, εφάνησαν εις αυτούς δύο Άγγελοι, ε σχήματι λαμπροτάτων νεανίσκων, λέγοντες προς αυτούς· «Άνδρες Γαλιλαίοι, τι εστήκατε εμβλέποντες εις τον ουρανόν; Ούτος ο Ιησούς ο αναληφθείς αφ’ υμών εις τον ουρανόν, ούτως ελεύσεται ον τρόπον εθεάσασθε Αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν» (Πράξ. α: 11). Δηλαδή· «Άνδρες Γαλιλαίοι, τι στέκεσθε βλέποντες εις τον ουρανόν; Αυτός ο Ιησούς, τον οποίον βλέπετε ανερχόμενον εις τον ουρανόν, Αυτός θέλει έλθει και πάλιν με την ιδίαν Σάρκα δια να κρίνη τον κόσμον, πλην θέλει έλθει μετά δυνάμεως και δόξης πολλής». Ούτω λοιπόν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός πληρώσας πάσαν την υπέρ ημών οικονομίαν ανήλθε μετά δόξης εις τον ουρανόν και εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού και Πατρός. Οι δε ιεροί Αυτού Μαθηταί επέστρεψαν από του όρους των Ελαιών εις Ιερουσαλήμ χαίροντες δια την του Αγίου Πνεύματος επαγγελίαν (Λουκ. κδ: 46 – 52, Πράξ. α: 1 – 12). Απείχε δε το Όρος των Ελαιών από της Ιερουσαλήμ τοσούτον διάστημα όσον ήτο ωρισμένον εις τους Ιουδαίους να βαδίζουν την ημέραν του Σαββάτου διο και Σαββάτου οδός ελέγετο το διάστημα εκείνο. Αιτιολογούσι δε τον προσδιορισμόν τούτον, ότι και των πάλαι Ισραηλιτών τα σκηνώματα εν τη ερήμω τοσούτον απείχον από της αγίας Σκηνής, όπου και την ημέραν του Σαββάτου βαδίζοντες απήρχοντο εις προσκύνησιν του Θεού. Επιστρέψαντες δε οι Απόστολοι ανέβησαν εν τω υπερώω εις το οποίον και παρέμειναν συν ταις Μυροφόροις και τη του Λόγου Παναγία Μητρί σχολάζοντες εν νηστεία και προσευχή και δεήσει και αναμένοντες την του Παναγίου Πνεύματος επιφοίτησιν κατά την υπόσχεσιν του Κυρίου.                         

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΟΝ ΑΝΑΛΗΨΙΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.                              Ο άνθρωπος καθό πλάσμα των χειρών του Θεού, λέγεται και είναι εικών και ομοίωσις του Θεού. Όχι δηλαδή κατά το φαινόμενον, αλλά κατά το νοούμενον. Διότι αν ελέγετο ο άνθρωπος εικών και ομοίωσις του Θεού κατά την εξωτερικήν εμφάνισιν, ήτοι διότι έχει χείρας και πόδας και τα λοιπά μέλη, ηθέλαμεν είπει ότι και ο Θεός είναι ανθρωπόμορφος, δηλαδή ότι και ο Θεός πριν πλάση τον άνθρωπον είχε χείρας, πόδας και τα λοιπά μέλη του σώματος του ανθρώπου, όπερ είναι άπρεπον και να το λέγωμεν και να το σκεπτώμεθα. Θέλει δε ίσως είπει τις των αμαθών ανθρώπων, ότι αφού ο Θεός δεν έχει χείρας θα είναι και άχειρος, ή τυφλός, διότι δεν έχει οφθαλμούς, ή χωλός, επειδή δεν έχει πόδας. Ας ακούση όμως ο τοιούτος ότι αι ενέργειαι εις τρία τινά λέγονται ότι ελλείπουσιν: εις τον τόπον, εις τον χρόνον, και εις το μέρος. Δηλαδή επί παραδείγματι, ο άνθρωπος έχει φυσικήν ενέργειαν να βλέπη με τους οφθαλμούς· δύνασαι λοιπόν να είπης ότι είναι τυφλός επειδή δεν βλέπει με τας χείρας ή με τους πόδας; Ή πάλιν αφού έχει φυσικήν ενέργειαν να περιπατή με τους πόδας, δύνασαι να είπης ότι είναι χωλός, επειδή δεν περιπατεί με τας χείρας; Και πάλιν αφού έχει φυσικήν ενέργειαν να ακούη με τα ώτα, δύνασαι να τον είπης κωφόν, διότι δεν ακούει με τους οφθαλμούς; Ομοίως και το μικρόν παιδίον έχει φυσικήν ενέργειαν να μη έχη οδόντας, επειδή ακόμη δεν ήλθεν ο καιρός να έχη τοιούτους· δύνασαι λοιπόν να είπης ότι τούτο είναι άδοντον (φαφούτης); Αλλά ούτε και τον νεκρόν λέγεις τυφλόν, διότι δεν είναι πλέον καιρός να βλέπη· τοιουτοτρόπως και τον Άραβα δεν δύνασαι να είπης ότι είναι όλος μαύρος, ούτε όλος λευκός, διότι έχει τους οδόντας λευκούς, το δε σώμα μαύρον· αν τον είπης όλον μαύρον ψεύδεσαι, διότι έχει οδόντας λευκούς· αν τον είπης όλον λευκόν ψεύδεσαι, διότι έχει σώμα μαύρον. Tοιουτοτρόπως λοιπόν είναι και εις τον Θεόν· δεν δύνασαι να τον είπης άχειρον και άποδα, διότι δεν είναι φύσεως θεϊκής το ανθρωπόμορφον· ώστε δεν λέγεται ο άνθρωπος εικών και ομοίωσις του Θεού κατά το φαινόμενον, αλλά κατά το νοούμενον. Είναι δε εικών και ομοίωσις του Θεού κατά το νοούμενον δια τους εξής λόγους. Πρώτον μεν ότι όπως ο Θεός είναι αυτεξούσιος, τοιουτοτρόπως και ο άνθρωπος είναι αυτεξούσιος· κανείς δεν είναι εξουσιαστής του Θεού, αλλά μηδέ της γνώμης του ανθρώπου. Διότι ο Θεός εξ αρχής εις την εξουσίαν του άφησε τον άνθρωπον και του είπε να λαμβάνη από όλα τα ξύλα του Παραδείσου, μόνον δε από το ξύλον της γνώσεως να απέχη. Αλλά και εις εκείνο κανείς δεν τον εκράτει, διότι αν τον εκράτει κανείς, ύστερον δεν ήθελε φάγει. Αλλά ούτε μετά ταύτα έθεσεν ο Θεός υπό την εξουσίαν του την γνώμην του ανθρώπου, αλλά τον άφησεν εις το θέλημά του, να αγαπήση εκείνο, το οποίον θέλει, είτε το καλόν είτε το κακόν. Δια τούτο ο Κύριος έλεγεν: «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν» (Ματθ. ιστ: 24). Ήτοι εγώ κανένα δεν δυναστεύω, κανένα δεν βιάζω· αλλ’ όστις θέλει, ας με ακολουθήση. Και διατί δεν βιάζει κανένα ο Θεός εις το κακόν; Διότι δεν καλεί τον άνθρωπον ο Θεός εις κόλασιν, και εις βάσανα και εις τιμωρίας, αλλ’ εις ανάπαυσιν και Βασιλείαν ουρανών. Ο δε διάβολος, επειδή καλεί τον άνθρωπον εις κόλασιν και εις βάσανα και εις τιμωρίας, δια τούτο και τον βιάζει. Ο δε Θεός, επειδή εις καλόν τον υπάγει, δια τούτο και δεν τον δυναστεύει. Αυτός λοιπόν είναι ο πρώτος λόγος δια τον οποίον λέγεται ο άνθρωπος εικών και ομοίωσις του Θεού. Δεύτερος λόγος είναι ότι, επειδή ο Θεός λέγεται και είναι παν, ομοίως και ο άνθρωπος λέγεται και είναι παν. Παν μεν είναι ο Θεός, διότι τίποτε δεν λείπει από τον Θεόν, αλλά είναι όλος τέλειος, όλος ανελλιπής, όλος πληρέστατος. Αλλά και ο άνθρωπος ομοίως έχει τα πάντα και είναι τέλειος. Πως; Άκουσον καταλεπτώς. Όλα όσα υπάρχουν ή αισθητά είναι ή νοητά. Αισθητά μεν είναι όσα δύναται ο άνθρωπος να καταλάβη με τας αισθήσεις του, ήτοι να τα ίδη με τους οφθαλμούς, να τα γευθή με την γεύσιν, να τα οσφρανθή με την όσφρησιν, να τα ακούση με την ακοήν και με τας χείρας να τα πιάση. Νοητά δε είναι όσα ο οφθαλμός του ανθρώπου δεν δύναται να τα ίδη, ούτε χείρες να τα πιάσουν, ούτε άλλη καμμία αίσθησις του ανθρώπου δεν δύναται να τα καταλάβη, αλλά μόνον ο νους του ανθρώπου τα εξετάζει και τα διανοείται. Είναι δε ταύτα οι Άγγελοι, οι δαίμονες, η ψυχή και τα τοιαύτα. Ο άνθρωπος όμως μετέχει και από τα δύο, δι’ αυτό και λέγεται μικτός. Αισθητός μεν είναι, διότι έχει την σάρκα από της γης, ήτις βλέπεται και πιάνεται· νοητός δε είναι, διότι έχει την ψυχήν, ήτις είναι εμφύσημα Θεού, άϋλος και αόρατος και νοητή. Επειδή λοιπόν μικτόν έκαμεν ο Θεός τον άνθρωπον, δια τούτο και περισσότερον από τα άλλα κτίσματα τον ετίμησε, και περισσοτέραν εξουσίαν του έδωκε, καθώς το λέγει ο Προφήτης Δαβίδ: «Δόξη και τιμή εστεφάνωσας αυτόν» (Ψαλμ. η: 6), δηλαδή τον άνθρωπον, «και κατέστησας αυτόν επί τα έργα των χειρών σου» (αυτόθι 7), ήτοι βασιλέα και αυθέντην τον έκαμες εις όλα τα κτίσματά σου, τα οποία εποίησες. «Πάντα υπέταξας υποκάτω των ποδών αυτού» (αυτόθι), ήτοι όλα τα ποιήματά σου τα έθεσες υπό την εξουσίαν του ανθρώπου· ως σκλάβους και δούλους τα έκαμες, φιλάνθρωπε Θεέ, εις τον άνθρωπον. Τοιούτον εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον, μόνον δε ότι από τους Αγγέλους είναι ολίγον κατώτερος ούτος, καθώς πάλιν ο αυτός Προφητάναξ Δαβίδ λέγει· «Ηλάττωσας αυτόν βραχύ τι παρ’ Αγγέλους» (αυτόθι 6). Δηλαδή ότι ο άνθρωπος αποθνήσκει, δια τούτο είναι κατώτερος από τους Αγγέλους. Όχι δε ότι ο Θεός έκαμε τον άνθρωπον μικρότερον από τους Αγγέλους, αλλά μόνος του έγινεν ο άνθρωπος τοιούτος. Διότι ο Θεός εξ αρχής τον Αδάμ δεν τον έκαμε να αποθνήσκη και να φθείρεται, αλλά τον εποίησεν αθάνατον και άφθαρτον, και είχε σκοπόν ο Θεός να τον τιμήση και περισσότερον από ό,τι ήτο τιμημένος. Αυτός όμως δεν υπήκουσε την εντολήν του Θεού, ούτε παρέμεινεν εις το πρόσταγμά του, αλλά παρήκουσε το θέλημα του Θεού και έφαγεν από το ξύλον της γνώσεως. Δια τούτο ως παρήκοος του Θεού κατεδικάσθη να αποθνήσκη. Και αυτό δε δια το καλόν του το έκαμεν ο Θεός, δια να μη μένη αθάνατον το κακόν, καθώς το λέγει και ο Θεολόγος Γρηγόριος. Ήτοι, δια τούτο αποθνήσκει ο άνθρωπος, δια να ελευθερώνεται από τους κόπους, από τους μόχθους, από τας θλίψεις, και από κάθε κακόν, το οποίον υπάρχει εις την γην ταύτην την κατηραμένην. Η δε ψυχή ως άϋλος και εμφύσημα Θεού όπου είναι, μένει και ευρίσκεται αείποτε. Επειδή λοιπόν όλα όσα υπάρχουν ή νοητά είναι ή αισθητά, ο δε άνθρωπος είναι και νοητός και αισθητός, δια τούτο ονομάζεται και είναι παν, όπως και ο Θεός. Αυτός είναι ο δεύτερος λόγος δια τον οποίον λέγεται ο άνθρωπος εικών και ομοίωσις του Θεού. Τρίτος λόγος δια τον οποίον λέγεται ο άνθρωπος εικών και ομοίωσις του Θεού είναι, ότι όπως ο Θεός είναι τρισυπόστατος, τουτέστι Πατήρ και Υιός και Άγιον Πνεύμα, τοιουτοτρόπως και ο άνθρωπος έχει αυτά τα τρία, δηλαδή τον νουν, τον λόγον και το πνεύμα· και ο μεν νους του ανθρώπου ομοιοί τον Πατέρα, ο δε λόγος τον Υιόν, το δε πνεύμα το Άγιον Πνεύμα. Λέγεται δε πνεύμα του ανθρώπου η αναπνοή δια της οποίας αναπνέει τον αέρα. Όπως δε ο νους του ανθρώπου απαθώς γεννά τον λόγον, και ο απαθής νους, ο Πατήρ, ομοίως γεννά τον Υιόν και Λόγον απαθώς και αρρεύστως. Διότι ο άνθρωπος, εάν δεν νοήση τίποτε, δεν το λέγει. Και πάλιν ο λόγος είναι φανέρωσις των ενθυμήσεων του νοός του ανθρώπου, δηλαδή ό,τι και αν εννοήση ο νους του ανθρώπου, ο λόγος το φανερώνει. Ομοίως και επί του Θεού· ο Πατήρ μεν γεννά, ο δε Υιός γεννάται και είναι ο Υιός βουλής μεγάλης, της του Πατρός, Άγγελος, καθώς το λέγει και ο Προφήτης (Ησαϊας θ: 6). Δηλονότι την μεγάλην και θαυμαστήν βουλήν, όπου είχεν ο Θεός. Ποίαν; Να σώση το γένος των ανθρώπων, ο Υιός την εφανέρωσεν, όταν εσαρκώθη εκ της Παναγίας Παρθένου. Τρίτος λοιπόν λόγος είναι αυτός δια τον οποίον λέγεται ο άνθρωπος εικών και ομοίωσις του Θεού. Είναι δε και άλλοι πολλοί λόγοι, πλην ημείς τους αντιπαρερχόμεθα, διότι δεν είναι η υπόθεσίς μας δια τούτο, αλλά μόνον τούτο ηθέλαμεν να αποδείξωμεν, ότι αληθώς έγινε και ήτο ο άνθρωπος αυτεξούσιος και εικών και ομοίωσις του Θεού. Την χάριν όμως ταύτην δεν την διετήρησαν πάντες οι άνθρωποι, διότι εικών μεν είναι του Θεού πας άνθρωπος, αλλά δεν του ομοιάζει· διότι ο Θεός είναι δίκαιος, όστις δε είναι δίκαιος εκείνος ομοιοί τον Θεόν. Ο Θεός είναι ελεήμων, και όστις είναι ελεήμων, εκείνος ομοιοί τον Θεόν. Ομοίως και εις τας άλλας αρετάς ο άνθρωπος ομοιοί τον Θεόν, διότι τοιούτον έκαμεν ο Θεός τον άνθρωπον να είναι. Αλλ’ ο άνθρωπος, επειδή δεν εστάθη εις τον ορισμόν του Θεού, δια τούτο εξέπεσε και από την ομοίωσιν του Θεού. Ο δε Θεός, θέλων να τον σώση, ήλθε και εσαρκώθη εκ της Αγίας Παρθένου, και εφόρεσε σάρκα και επεριπάτησεν εις την γην, όχι δι’ άλλο τι ειμή δια να φέρη τον άνθρωπον εις την πρώτην ομοίωσιν και εις το πρώτον κάλλος. Διότι πόθεν άλλοθεν εφιλανθρωπεύθη ο Θεός να έλθη να σαρκωθή; Πόθεν κατεδέχθη ο Ποιητής και πλάστης του κόσμου να κατέβη σωματικώς επί της γης; Πόθεν και από ποίαν αφορμήν ο άχρονος Βασιλεύς των αιώνων ηθέλησε να γεννηθή εν χρόνω και να ονομασθή χρονικός; Πόθεν και από ποίαν αιτίαν ο Κύριος, τον οποίον υμνούσι τα Χερουβίμ και δοξάζουσι τα Σεραφίμ, κατεδέχθη να ονομασθή Σαμαρείτης και δαιμονιζόμενος; Διατί υπέμεινεν ύβρεις, ονειδισμούς, εμπτυσμούς, και τελευταίον θάνατον σταυρικόν; Φανερόν είναι ότι δια την σωτηρίαν και δια το καλόν του ανθρώπου τα κατεδέχθη όλα, θέλων να σώση τον Αδάμ και τους εξ Αδάμ, θέλων να ελευθερώση τας ψυχάς μας από τας χείρας του διαβόλου. Διότι αφού η φύσις των ανθρώπων εξέπεσεν από την παρακοήν, δια τούτο και από τον Παράδεισον εξεβλήθη και δεν ηδύνατο πλέον να επανέλθη εκεί από όπου εξέπεσε, διότι η αδαμιαία αμαρτία, ήτοι η παρακοή, έκλεισε την θύραν του Παραδείσου. Εδέχετο ο Θεός και πάραυτα τον Αδάμ να τον εμβάση πάλιν εις τον Παράδεισον, αλλά η αμαρτία θέλει και μετάνοιαν να διορθωθή· ο δε Αδάμ δεν μετενόησε, δεν έκλαυσε, αλλά και όταν τον ηρώτησεν ο Θεός μήπως έφαγες από το ξύλον εκείνο το οποίον του είχεν απαγορεύσει, δεν είπεν· «Έσφαλα, Θεέ μου, ήμαρτον, ποιητά μου, επλανήθην και παρήκουσα το θέλημά σου· δια τούτο δέομαί σου, δέξου με πάλιν τον παρήκοον». Δεν είπεν ούτω, αλλ’ επέρριψε την ευθύνην εις τον Θεόν, ειπών ότι· «Η γυνή την οποίαν μου έδωσες, εκείνη με παρεπλάνησε», δείξας με τούτο, ότι εκείνος δεν πταίει, αλλ’ ο Θεός όστις του έδωκε σύντροφον την Εύαν. Ηρώτησε και την γυναίκα ο Θεός· αλλά ούτε αυτή είπεν ότι έσφαλεν, επέρριψε δε και αυτή την ευθύνην εις τον όφιν, ότι εκείνος την επλάνησεν. Επειδή λοιπόν τότε δεν μετενόησαν ούτε και ο Θεός τους εδέχθη δια την υπερηφάνειάν των. Δια τούτο ωκονόμησεν ύστερον, εις τους τελευταίους χρόνους και καιρούς, να έλθη να φορέση Σάρκα εκ της Αγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας· και ως άνθρωπος μεν όλα τα σωματικά και ανθρώπινα υπέμεινεν, πλην της αμαρτίας, ως Θεός δε έδειξε τα θεϊκά σημεία και θαύματα. Αλλά τα μεν σωματικά του Χριστού ετελειώθησαν, τα δε θεϊκά σήμερον απάρχονται. Ποία δε σωματικά; Η Γέννησις η χρονική, η Βάπτισις, η Περιτομή, η φυγή εις την Αίγυπτον, η Υπαπαντή, η Σταύρωσις, οι εμπτυσμοί, αι ύβρεις, οι ονειδισμοί, τα κολαφίσματα, η δίψα, η πείνα και όλα όσα ήσαν πάθη και έργα της σαρκός. Θεϊκής δε φύσεως ήτο η Ανάστασις των νεκρών, αι ιατρείαι των ασθενούντων, η θεραπεία των αρρώστων και τα τοιαύτα. Αλλά και η σημερινή μας Εορτή θεϊκής φύσεως είναι γνώρισμα, ευλογημένοι Χριστιανοί. Διότι ως άνθρωπος μεν έπαθε και εσταυρώθη, ως Θεός δε σήμερον ανελήφθη, και την ανθρωπίνην φύσιν, την οποίαν προσέλαβεν, ετίμησε και εδόξασε, καθήσας εκ δεξιών του Πατρός. Και πρώτον μεν η ανθρωπίνη φύσις ήτο καταφρονημένη και άτιμος, διότι έγινε και παρήκοος του Θεού· σήμερον δε ετιμήθη και εδοξάσθη, διότι ο προσλαβών αυτήν Θεός την ετίμησεν. Αλλά η μεν φύσις των ανθρώπων ετιμάτο, οι δε Απόστολοι ελυπούντο, διότι τους άφησεν ο Χριστός σωματικώς· η Μήτηρ του ελυπείτο ότι πλέον σωματικώς δεν τον έβλεπεν. Ο πρωτόπλαστος όμως Αδάμ εχαίρετο και ηυφραίνετο, διότι έβλεπε τον εαυτόν του τιμώμενον· οι Άγγελοι απορούσαν, βλέποντες τον Χριστόν ανερχόμενον μετά δόξης πολλής και αι Δυνάμεις ηρώτων· «Τις είναι αυτός όπου αναβαίνει»; Δια την σημερινήν ημέραν προεφήτευσε και ο Προφήτης Δαβίδ, λέγων: «Ανέβη ο Θεός εν αλαλαγμώ, Κύριος εν φωνή σάλπιγγος» (Ψαλμ. μστ: 6). Πόθεν; Και πού; Από το όρος των Ελαιών εις τους ουρανούς. Τίνος δε ένεκεν; Δια να τιμήση ημάς, δια να δοξάση την φύσιν μας, δια να εμφανισθή αυτοπροσώπως εις τον Θεόν και Πατέρα, ως τα λέγει ο θείος Παύλος ο Απόστολος· δια να δείξη ότι αναβαίνει όθεν εκατέβη· δια να πληρώση τον λόγον όπου έλεγε προς τους Μαθητάς, ότι· «Συμφέρει υμίν ίνα εγώ απέλθω» (Ιωάν. ιστ: 7). Και διατί; Δια να στείλω τον Παράκλειτον, δια να σας ετοιμάσω τόπον. Ανελήφθη δια να φανή αληθινός ο λόγος Του, τον οποίον είπεν, ότι, «Ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν, ειμή ο εκ του ουρανού καταβάς» (Ιωάν. γ: 13). Διότι αν δεν ήθελεν αναβή ο Κύριος σωματικώς εις τους ουρανούς, δεν θα υπήρχε τώρα οδός δια να υπάγωσιν εκεί οι ευσεβείς Χριστιανοί, επειδή απ’ αρχής ήτο κεκλεισμένη δια την παράβασιν του Αδάμ. Ανελήφθη δια να δοξασθή υπό των Αγγέλων ως και πρότερον μάλιστα δε δια να τους δώση Αυτός περισσοτέραν χάριν. Ποίαν; Οι Άγγελοι πρότερον δεν ηδύναντο να ίδωσι φως και λαμπρότητα Θεού, αφ’ ότου όμως ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός εσαρκώθη και ανελήφθη, έλαβον και οι Άγγελοι ολίγην χάριν εκ Θεού, και βλέπουσιν ολίγον κατ’ ολίγον το μέγα εκείνο και αόρατον φως της λαμπρότητος του Θεού. Ανελήφθη, ίνα ημάς εγείρη, ανελήφθη ίνα την καταπεσούσαν φύσιν υψώση. «Ανέβη ο Θεός εν αλαλαγμώ» (Ψαλμ. μστ: 6) δηλονότι, ανέβη ο Θεός με φωνάς πολλάς και ισχυράς. Τίνων όμως ήσαν αι φωναί αύται; Κάτωθεν μεν των Αποστόλων, όπου έλεγαν· «Κύριε, μη εάσης ημάς ορφανούς», άνωθεν δε των Αγγέλων όπου έψαλλαν· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ τω σαρκωθέντι και σήμερον αναληφθέντι». Περί αυτής της ημέρας και ο Προφήτης Ησαϊας έλεγε· «Διατί σου ερυθρά τα ιμάτια»; (Ησ. ξγ: 2). Και εις αυτήν την ερώτησιν αρμόζει η απάντησις· «Ότι το αίμα μου εξέχεα εις τον Σταυρόν». Δια τούτο, λοιπόν, ληνόν επάτησα μονώτατος. Περί αυτής ομοίως και ο Προφήτης Δαβίδ έλεγε· «Και έκλινεν ουρανόν και κατέβη και γνόφος υπό τους πόδας αυτού· και επέβη επί Χερουβίμ και επετάσθη· επετάσθη επί πτερύγων ανέμων· και έθετο σκότος αποκρυφήν αυτού» (Ψαλμ. ιζ: 10 – 12). Ήτοι υπέκλινε τους ουρανούς και κατέβη, και σκοτεινάδα είναι εις τους πόδας Του· δηλονότι δεν δύναται κανείς να καταλάβη έστω και μικρόν και ολίγον, πως κατήλθεν εκ των ουρανών εις την γην. Ανέβη δε εις τους ώμους των Χερουβίμ, και επέταξε με τα πτερά των ανέμων, διότι Θεός είναι, και τίποτε δεν αδυνατεί εις την θέλησίν Του. Έβαλε σκότος δια σκέπασμά Του, διότι ο Θεός είναι ακατάληπτος· επειδή οι άνθρωποι έχουσιν ακαταληψίαν Θεού και δεν δύνανται να τον καταλάβωσιν, αλλά ούτε και αυτοί οι Άγγελοι δύνανται να εννοήσουν πως εσαρκώθη, πως εταπεινώθη, πως έπαθε και πως έκαμε και ενήργησεν όλα τα σωματικά και θεϊκά. Δια τούτο λοιπόν και ερωτούσαν οι Άγγελοι λέγοντες· «Τις ούτος ο ερχόμενος»; Και πάλιν κατά τον Προφήτην Δαβίδ· «Τις εστιν ούτος ο Βασιλεύς της δόξης»; (Ψαλμ. κγ: 8). Αλλ’ οι μεν Άγγελοι και οι άνθρωποι ούτως απορούσαν, και απορούν· Αυτός δε ως ισότιμος με τον Πατέρα ανέβη και «εκάθισεν εκ δεξιών του Πατρός». Όχι ότι ο Πατήρ κάθεται από το αριστερόν μέρος ως μικρότερος από τον Υιόν, όστις εκάθισεν εις την δεξιάν, αλλά τούτο λέγει η Γραφή δια να δείξη το ισότιμον του Πατρός και του Υιού, δια τούτο λέγει· «Εκάθισεν εν δεξιά του θρόνου της μεγαλωσύνης εν τοις ουρανοίς» (Εβρ. η: 1) το αυτό λέγων και αυτός, ότι δηλαδή ως ομόθρονος και ισότιμος τω Πατρί εκάθισεν εκ δεξιών. Διότι ο Θεός δεν κάθεται, ούτε θεϊκής φύσεως είναι το καθίζεσθαι, αν δε ελέγαμεν ότι ο Θεός κάθηται, ηθέλαμεν ερωτήσει και : «Που κάθεται»; ΟΠροφήτης Ησαϊας λέγει ως εκ προσώπου του Θεού· «Ο ουρανός μοι θρόνος, και η γη υποπόδιον των ποδών μου» (Ησαϊας ξστ: 1)· αλλά πάλιν αλλού λέγει: «Ποίος τόπος της καταπαύσεώς μου»; (αυτόθι). Λέγει δε και εις το θείον και ιερόν Ευαγγέλιον, ότι: «Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν» (Ιωάν. ιδ: 23). Ώστε λοιπόν ούτε γη, ούτε ουρανός, ούτε ψυχή ανθρώπου ευσεβούς δύναται να χωρέση όλον τον Θεόν· διότι αν εχωρούσε τον Θεόν εις τόπος, εις άλλον δεν θα ήτο. Επειδή λοιπόν αχώρητος εις πάντα τόπον και απερίγραπτος είναι ο Θεός, δια τούτο ούτε τόπον καταπαύσεως έχει. Αναπαύεται μεν εις εκάστου ευσεβούς Χριστιανού την ψυχήν, αλλ’ όχι ότι δεν είναι και αλλού. Όπου λοιπόν ζητήσης τον αχώριστον και αχώρητον Θεόν, τον ευρίσκεις· και δεξιά, και αριστερά, και άνω, και κάτω, και έσω και έξω. Εις όλα αυτά τα εξ είδη του τόπου ευρίσκεις τον Θεόν· και ως παράδειγμα σκέψου ότι είσαι ως ένα μυρμήγκι μικρόν ευρισκόμενον εις το μέσον αλωνίου τινός· εκείνο πόθεν να είπης ότι πρέπει να στρέψη δια να εύρη το αλώνιον; Δεξιά ή αριστερά; Προς που να στραφή δια να το εύρη αφού περιέρχεται εντός αυτού; Ούτως είμεθα και ημείς προς τον Θεόν· ως μικροί και ελάχιστοι είμεθα εις το άπειρον πέλαγος της αναπαύσεως του Θεού· και δεν δυνάμεθα να είπωμεν, ότι δεξιά μας ή αριστερά μας είναι ο Θεός, αλλά όπου Τον ζητήσης, εκεί Τον ευρίσκεις. Αλλ’ αυτά μεν τα είπα δια να αποδείξω, ότι δια την ισοτιμίαν της Αγίας Τριάδος λέγει η Γραφή, ότι ο Υιός εκάθισεν εκ δεξιών τού Πατρός. Πρέπον δε είναι να είπωμεν και τας ρήσεις του θείου και ιερού Ευαγγελίου, δια να μάθετε την αλήθειαν και να έχετε το βέβαιον. Πρώτον όμως παρακαλώ την αγάπην σας να μη αμελήτε και νυστάζετε, διότι οι λόγοι μου δεν είναι περί κοσμικών πραγμάτων και έργων διήγησις, αλλά περί της των ανθρώπων σωτηρίας είναι η υπόθεσις· καθότι δια την σωτηρίαν των ανθρώπων γίνονται αι διδαχαί και αι πανηγύρεις και αι εορταί της Εκκλησίας μας, ευλογημένοι Χριστιανοί. Πλην ακούσατε καταλεπτώς του κατά Λουκάν Αγίου Ευαγγελίου, δια να πληροφορηθήτε τα της σημερινής εορτής. «Ταῦτα δὲ αὐτῶν λαλούντων αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἔστη ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν. πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί τεταραγμένοι ἐστέ, καὶ διατί διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐπέδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας» (Λουκ. κδ: 36 – 40). Ένδεκα φοράς εφάνη ο Χριστός μετά την Ανάστασιν· πρώτην εις τας Μυροφόρους, δηλαδή την Υπεραγίαν Θεοτόκον και την Μαγδαληνήν Μαρίαν, όταν είπεν εις αυτάς· «Χαίρετε» (Ματθ. κη: 9). Δευτέραν, όταν εφάνη εις την αυτήν Μαγδαληνήν Μαρίαν, όταν ηθέλησεν αύτη να τον πιάση και ο Χριστός της είπε· «Μη μου άπτου· ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον πατέρα μου….» (Ιωάν. κ: 17). Τρίτην εις το όρος της Γαλιλαίας έμπροσθεν τω ένδεκα Μαθητών, όταν είπεν· «Εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθ. κη: 18). Τετάρτην φοράν εφάνη, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Μάρκος, προς δύο ανθρώπους, οίτινες επήγαιναν εις αγρόν (Μάρκ. ιστ: 12). Πέμτην φοράν εφάνη προς τους ένδεκα Μαθητάς, όταν τους ωνείδισε, διότι δεν επίστευσαν, ότι ανεστήθη ο Χριστός (Μάρκ. ιστ: 14). Έκτην φοράν εφάνη προς τον Λουκάν και Κλεώπαν, όταν επήγαιναν εις την Εμμαούς (Λουκ. κδ: 13 – 18). Εβδόμην φοράν εφάνη προς τους δέκα μόνον Μαθητάς, όταν έλειπεν ο Θωμάς και οι δέκα Μαθηταί ήσαν κρυμμένοι δια τον φόβον των Ιουδαίων (Ιωάν. κ: 19 – 24). Ογδόην φοράν εφάνη προς τους ένδεκα Μαθητάς, όταν έδειξεν εις τον Θωμάν τας χείρας και τους πόδας και την πλευράν (αυτόθι 26 – 28). Ενάτην φοράν εφάνη προς επτά Μαθητάς, τον Πέτρον, τον Θωμάν, τον Ναθαναήλ, τον Ιάκωβον, τον Ιωάννην, τον αδελφόν του και εις άλλους δύο, όταν επήγαν να ψαρέψουν εις την θάλασσαν της Τιβεριάδος (αυτόθι κα: 1 – 2). Δεκάτην φοράν εφάνη προς τους Μαθητάς, όταν είπε του Πέτρου: «Σίμων Ιωνά, αγαπάς με»; (αυτόθι 15). Ενδεκάτην φοράν εφάνη προς όλους τους Μαθητάς και εις την Μητέρα Του (ένθ. ανωτέρω). Ποίαν λοιπόν φοράν εξ όλων αυτών ορίζει ενταύθα ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ότι ενεφανίσθη ο Χριστός εις τους Μαθητάς του; Βεβαίως την ενδεκάτην και τελευταίαν, τότε ότε είχε πλέον νικήσει τον θάνατον· ότε είχε καταπατήσει τον Άδην· ότε είχεν αναστήσει την ιδικήν του Σάρκα και τους προπάτορας· όταν είχον περάσει τεσσαράκοντα ημέραι από της Αναστάσεώς Του και έμελλε να αναβή προς τον Πατέρα Του και Πατέρα ημών, προς τον Θεόν Του και Θεόν ημών. Τότε εφάνη προς τους Μαθητάς Του, επειδή έμελλε σωματικώς να αποχωρισθή απ’ αυτών. Δια τούτο ήλθε να τους δείξη που υπάγει· επειδή επρόκειτο να τους αποστείλη το Πανάγιον Πνεύμα, δια τούτο εφάνη και τους διδάσκει που να τον αναμένωσιν. Εφάνη λοιπόν τότε εις το μέσον των Μαθητών και λέγει προς αυτούς· «Ειρήνη υμίν» (Ιωάν. κ: 19). Ήτοι μη συγχίζεσθε ουδόλως· μη φοβείσθε τίποτε. Αυτό όπου τους είπε και πριν να σταυρωθή, ότι «Ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν» (αυτόθι ιδ: 27), αυτό τους λέγει και τώρα. Δηλαδή μη φοβηθήτε τίποτε, και υπονοήσετε ότι δεν είμαι εγώ ο Διδάσκαλός σας, αλλά μάθετε από τους λόγους μου, ότι αυτός εκείνος είμαι εγώ. Δεν σας λέγω εναντία από τα πρώτα μου λόγια, αλλ’ αυτά, τα οποία σας είπον τότε, τα αυτά σας λέγω και τώρα· «Ειρήνη υμίν». Οι Μαθηταί τότε εφοβήθησαν, διότι ενόμισαν ότι βλέπουν φάντασμα. Και διατί ενόμισαν ούτω; Αυτοί τον είδαν και πρωτύτερα πολλάς φοράς μετά την Ανάστασιν· πως λοιπόν λέγει ο Ευαγγελιστής εφοβήθησαν; Μήπως άλλην φοράν δεν τον είδαν να σταθή έξαφνα εις το μέσον αυτών, δια τούτο, ως νομίζω, εφοβήθησαν. Αλλ’ ο Κύριος, θέλων να ειρηνεύση τας καρδίας των και να τους πληροφορήση, τι τους είπε; «Διατί είσθε τεταραγμένοι; Και τίνες οι διαλογισμοί, οίτινες αναβαίνουσιν εις τον νουν σας δι’ εμέ; Νομίζετε ότι είμαι φάντασμα; Ελάτε, ίδετε τας χείρας μου και τους πόδας μου, δια να καταλάβετε ότι δεν είμαι φάντασμα· διότι το φάντασμα σώμα και οστά δεν έχει, όπως βλέπετε εμέ έχοντα. Σεις οι ίδιοι, οίτινες λέγετε, ότι είμαι φάντασμα, σεις πάλιν ελάτε και ίδετε με τους οφθαλμούς σας, εάν δεν πιστεύετε τους λόγους μου, αλλά λέγετε ότι πάσα ακοή σφαλερά. Ίδετε και με τους οφθαλμούς σας, οίτινες είναι αξιοπιστότεροι της ακοής, και πιάσατε και με τας χείρας σας, αίτινες δεικνύουσι την βεβαίαν αλήθειαν. Βλέπετε με τους οφθαλμούς σας και δεν πιστεύετε· λοιπόν πιάσετε και με τας χείρας σας, να ίδητε και να καταλάβετε ότι αυτός εκείνος ο Διδάσκαλός σας είμαι εγώ. Ούτω τους είπε, και παρευθύς τους έδειξε τας χείρας και τους πόδας Του (Λουκ. κδ: 38 – 40). «Έτι δε απιστούντων αυτών από της χαράς, και θαυμαζόντων, είπεν αυτοίς· Έχετέ τι βρώσιμον ενθάδε; Οι δε επέδωκαν αυτώ ιχθύος οπτού μέρος, και από μελισσίου κηρίου. Και λαβών, ενώπιον αυτών έφαγεν» (Λουκ. κδ: 41 – 43). Ενώ, δηλαδή, απιστούσαν ακόμη οι Μαθηταί από την χαράν των και εθαύμαζον, αέκρίθη ο Χριστός και είπε προς αυτούς· «Έχετε τίποτε φαγητόν εδώ»; Τότε του έδωκαν τεμάχιον από ψάρι ψημένον και μέλι με κηρίον, ο δε Χριστός το επήρε και το έφαγεν έμπροσθεν όλων των Μαθητών. Δύο γνώμαι εναντίαι αλλήλων υπάρχουν επί του ζητήματος τούτου, ή ότι αληθώς έφαγεν ο Χριστός μετά την Ανάστασιν, ή ότι δεν έφαγεν. Εάν όμως είπωμεν ότι δεν έφαγε, ψευδόμεθα και δεικνύομεν ότι κατά φαντασίαν εσαρκώθη ο Χριστός, και γινόμεθα αιρετικοί· εάν δε είπομεν ότι έφαγεν, ερωτώμεν πως έφαγε και διατί; Έφαγε μεν δια να δείξη ότι αληθώς εφόρει σάρκα. Διατί δε έφαγε κηρόν με μέλι; Ο Δαμασκηνός Ιωάννης το αλληγορεί εις ένα τροπάριον αυτού της νέας Κυριακής και λέγει· «Χολής μεν εγεύσατο, την πρώτην γεύσιν ιώμενος, νυνί δε συν κηρίω μέλιτος, του φωτισμού μεταδιδούς Χριστός τω προπάτοροι και της αυτού μεθέξεως», ήτοι προ μεν της Αναστάσεώς Του και της Σταυρώσεώς Του ο Χριστός έπιε χολήν δια να ιατρεύση την γεύσιν του Αδάμ, μετά δε την Ανάστασιν έφαγε μέλι και κηρόν το μεν δια να φωτίση τον Αδάμ και τους εξ Αδάμ, και δια να τους μεταδώση από το φως του, διότι ο κηρός φέγγει· το δε μέλι, δια να γλυκάνη την πικρίαν της γεύσεως, διότι και το ξύλον εκείνο της γνώσεως πρώτον μεν εφάνη εις τον Αδάμ γλυκύ, μετά δε την γεύσιν και την εξορίαν εφάνη εις αυτόν πικρόν, από κάθε δηλητήριον πικρότερον. Δια τούτο έφαγεν έμπροσθεν των Μαθητών Του. Εις τούτο απορούσι τινές και λέγουσιν· «Αν έφαγεν αληθώς ο Χριστός μετά την Ανάστασιν, το φαγητόν εκείνο δεν έγινεν έστω και ολίγη ύλη»; Λέγομεν δε ημείς εις αυτό παραδειγματικώς, ότι εάν ήτο μία εστία μεγάλη αναμμένη, εις την οποίαν ήθελες ρίψει ένα μικρόν και παραμικρόν τεμάχιον από τρίχα μέσα εις την εστίαν εκείνην, άραγε έγινεν ύλη εις εκείνην την εστίαν; Δηλαδή πόση στάκτη να γίνη το τεμάχιον εκείνο της τρίχας; Νομίζω τόση ώστε ούτε καν να φανή εις όσον δύναται να ίδη ο οφθαλμός του ανθρώπου. Ούτω είναι και το φαγητόν εκείνο προς το πυρ της Θεότητος· καμμίαν ύλην δεν έκαμεν εις την μακαρίαν φύσιν του Θεού το ολίγον εκείνο φαγητόν. Εάν δε απιστής εις τους λόγους μου, ειπέ μοι συ, πως δεν κατεκάη η βάτος εις το όρος Σινά, δια να σου είπω και εγώ, πως και τι έγινεν το φαγητόν εκείνο. Ειπέ μοι πως το πυρ τής καμίνου δεν εχώνευσε τους Τρεις Παίδας, να σου είπω και εγώ τι ύλη έγινε το φαγητόν εκείνο το μετά την Ανάστασιν. Αλλά αυτά μεν είναι άνισα προς εκείνα τα οποία σου λέγω. Δεν ομοιάζει η βάτος και το πυρ προς το φαγητόν του Χριστού, ούτε οι Παίδες και η κάμινος προς το μετά την Ανάστασιν φαγητόν. Αλλ’ ειπέ με, πως οι Άγγελοι, όπου εφάνησαν εις τον Αβραάμ, έτρωγαν και έπιναν; Ομοίως και εις τον Λωτ; Ή ότε έκαμεν ο Γεδεών ο κριτής και Προφήτης την θυσίαν, τις κατέκαυσεν; Ή του Ηλία του Προφήτου την θυσίαν τις έστειλε το πυρ και την κατέκαυσε; Θέλεις μοι είπει ότι ο Θεός έστειλε το πυρ· σου λέγω και εγώ, ότι εάν άλλων θυσίας και ύλην θυσιών κατέκαιε, πόσον μάλλον την εαυτού ύλην να μη κατακαύση ο παντοδύναμος Θεός; Μετά το φαγητόν απεκρίθη ο Χριστός και είπε προς τους Μαθητάς Του. «εἶπε δὲ αὐτοῖς· οὗτοι οἱ λόγοι οὓς ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς ἔτι ὢν σὺν ὑμῖν, ὅτι δεῖ πληρωθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωϋσέως καὶ προφήταις καὶ ψαλμοῖς περὶ ἐμοῦ. τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς, καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὅτι οὕτω γέγραπται καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, καὶ κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀρξάμενον ἀπὸ Ἱερουσαλήμ. ὑμεῖς δέ ἐστε μάρτυρες τούτων. καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου ἐφ᾿ ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλὴμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους» (Λουκ. κδ: 44 – 49). Λέγει δηλαδή ο Χριστός· ούτοι είναι οι λόγοι, τους οποίους σας προέλεγα, όταν ακόμη ήμουν σωματικώς μαζί σας· ότι πρέπει να πληρωθούν όσα γράφει ο Μωϋσής εν τω Νόμω δι’ εμέ, και όσα είπον οι Προφήται και όσα λέγει το Ψαλτήριον. Τι δε λέγουσιν αι τρεις αύται Γραφαί, δηλαδή ο Μωϋσής, οι Προφήται και το Ψαλτήριον δια τον Χριστόν; Άκουσον ολίγα, κατάλαβε πολλά. Ο μεν Μωϋσής λέγει προς τους Εβραίους, όπου τον εσταύρωσαν: «Και έσται η ζωή σου κρεμαμένη απέναντι των οφθαλμών σου» (Δευτ. κη: 66), και πάλιν αλλαχού· «Οστούν ου συντριβήσεται αυτού» (Ιωάν. ιθ: 36, Εξ. ιβ: 10, Ψαλμ. λγ: 21). Οι δε Προφήται και αυτοί μαρτυρούν δια την Σταύρωσιν του Χριστού· ο μεν Ιερεμίας λέγει δια την προδοσίαν· «Και έλαβον τα τριάκοντα αργύρια την τιμήν του τετιμημένου, ον ετιμήσαντο από υιών Ισραήλ» (Ματθ. κζ: 9), και ο Προφήτης Ζαχαρίας λέγει· «Πατάξω τον ποιμένα», ήτοι τον Χριστόν, «και διασκορπισθήσονταιτα πρόβατα» (Ματθ. κστ: 31, Ζαχ. ιγ: 7), ήτοι οι Μαθηταί. Έτι δε και ο Προφήτης Ησαϊας λέγει δια την Σταύρωσιν: «Ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη, και ως αμνός άκακος εναντίον του κείροντος άφωνος, ούτως ουκ ανοίγει το στόμα αυτού· εν τη ταπεινώσει αυτού η κρίσις αυτού ήρθη· την δε γενεάν αυτού τις διηγήσεται; Ότι αίρεται από της γης η ζωή αυτού» (Ησ. νγ: 7 – 8). Και ο Προφήτης Δαβίδ εις τους Ψαλμούς λέγει δια τον Ιούδαν: «Ο εσθίων άρτους μου, εμεγάλυνεν επ’ εμέ πτερνισμόν» (Ψαλμ. μ: 10). Ήτοι ο Ιούδας, όστις έτρωγε τον άρτον του Χριστού, αυτός τον επρόδωσε. Και αλλαχού λέγει ο αυτός δια την Σταύρωσιν· «Ώρυξαν χείρας μου και πόδας, εξηρίθμησαν πάντα τα οστά μου· αυτοί δε κατενόησαν, και επείδον με· διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου εαυτοίς, και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον» (Ψαλμ. κα: 17 – 19). Και πάλιν παρακατιών λέγει· «Και έδωκαν εις το βρώμα μου χολήν, και εις την δίψαν μου επότισάν με όξος» (αυτόθι ξη: 22). Και αλλαχού λέγει· «Γενηθήτωσαν αι ημέραι αυτού ολίγαι και την επισκοπήν αυτού λάβοι έτερος» (αυτόθι ρη: 8). Ήτοι να αποθάνη γλήγορα ο Ιούδας, και να πάρη τον τόπον του άλλος, δηλαδή ο Ματθίας. Αυτάς τας προφητείας και τας Γραφάς, λέγει ο Χριστός, ότι έπρεπε να πληρωθούν, αλλά και τον νουν των Μαθητών ήνοιξε να εννοήσουν, ότι δια τον Χριστόν τα έγραφαν. Τότε λοιπόν τους είπε πάλιν ο Χριστός· «Ούτω γέγραπται, και ούτως έδει παθείν τον Χριστόν». Αυτά δηλαδή γράφουν αι Γραφαί και αυτά έπρεπε να πάθη ο Χριστός. Χριστός δε θέλει να είπη Θεός και άνθρωπος. Ακούσατε όμως και την περί τούτου ερμηνείαν. Τον παλαιόν καιρόν είχον συνήθειαν, όπως εκείνον τον οποίον ήθελον να κάμουν βασιλέα ή αρχιερέα, να τον χρίουν πρώτον με μύρον, το οποίον κατεσκευάζετο από ελαιόλαδον και διάφορα ηδύσματα, ήτοι σμύρναν, άνθος, κιννάμωμον, ίριδα, κάλαμον μυριστικόν και άλλα. Έχυναν δε από το μύρον αυτό εις την κορυφήν του εκλεγέντος υποψηφίου και εάν μεν επήγαινε το μύρον κατ’ ευθείαν εις την ρίνα και το στόμα του, τον έκαμνον βασιλέα ή αρχιερέα· εάν δε παρεξέκλινε το μύρον, δεν τον έκαμνον. Επειδή δε και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εχρίσθη υπό του Αγίου Πνεύματος, δια τούτο ωνομάζετο Χριστός. Λοιπόν· «Ούτως έδει παθείν τον Χριστόν, και αναστήναι εκ νεκρών τη Τρίτη ημέρα» (Λουκ. κδ: 46). Δηλαδή και αν σταυρωθώ και ταφώ, όμως την τρίτην ημέραν θέλω αναστηθή. Πολλάς φοράς σας είπα, Μαθηταί μου, ότι μέλλω να σταυρωθώ, και να θανατωθώ από τας χείρας των αμαρτωλών Ιουδαίων· όμως και πάλιν εις τρεις ημέρας θέλω αναστηθή από τους νεκρούς. Ιδού λοιπόν ότι επληρώθησαν οι λόγοι μου· και πρέπον είναι να κηρυχθή εις το όνομά μου μετάνοια και άφεσις αμαρτιών. Και περί μεν του ότι έμελλε να κηρυχθή μετάνοια εν τω ονόματι του Χριστού δια μέσου των Αγίων Αποστόλων και των διαδόχων αυτών το προεφήτευσεν ο Προφήτης Δαβίδ, όστις λέγει· «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών» (Ψαλμ. ιη: 5), των Αποστόλων δηλαδή. Ότι δε το κήρυγμα αυτών θα ήτο προς μετάνοιαν και άφεσιν των αμαρτιών, το είπεν ο Χριστός μετά την βάπτισιν· «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. γ: 2, δ: 17). Και δια μεν του Μετανοείτε, εκηρύσσετο η μετάνοια, δια δε της Βασιλείας των ουρανών, η άφεσις των αμαρτιών. Διότι εάν τινός αι αμαρτίαι αφεθούν, εκείνος αξιούται της Βασιλείας των ουρανών. Η μετάνοια δε και η άφεσις των αμαρτιών μέλλει να κηρυχθή όχι εις ένα τόπον ή εις ένα γένος, αλλά εις πάντα τα έθνη, ούτως ώστε να μη είναι κανένα γένος το οποίον να λέγη, ότι δεν ηκούσαμεν κήρυγμα και δια τούτο δεν επιστεύσαμεν. Εις όλα τα έθνη μέλλει να κηρυχθή το όνομά μου, καθότι δια το γένος των ανθρώπων ήλθον. Δι’ όλων την σωτηρίαν κατήλθον από τους ουρανούς εις την γην, και δια τούτο εις όλα τα έθνη να κηρυχθή η μετάνοια και η άφεσις των αμαρτιών, και να αρχίση το κήρυγμα από την Ιερουσαλήμ. Διότι ούτω λέγει και ο Προφήτης Ζαχαρίας. Λέγει δε και ο Προφήτης Μιχαίας, ότι «Εκ Σιών εξελεύσεται νόμος και λόγος Κυρίου εξ Ιερουσαλήμ» (Μιχ. δ: 2). Εάν δε φλυαρούν οι θεομάχοι Εβραίοι και λέγουν, ότι δια τον Μωσαϊκόν Νόμον γράφουν οι Προφήται αυτοί, ας ακούσωσι την αλήθειαν, ότι ο Μωσαϊκός Νόμος δεν εξήλθεν από την Ιερουσαλήμ, αλλ’ από την έρημον, όχι εις την Σιών, αλλ’ εις το όρος της Χωρήβ. Ώστε λοιπόν οι Προφήται αυτοί δια του Χριστού τον λόγον λέγουσιν αρξάμενον από Ιερουσαλήμ. «Υμείς δε εστε μάρτυρες τούτων» (Λουκ. κδ: 48). Ήτοι σεις είσθε μάρτυρες δι’ όλα όσα είδετε, και δι’ όλα όσα έπαθα και έκαμα· εγώ δε θέλω σας αποστείλει την υπόσχεσιν του Πατρός μου, δηλονότι το Πνεύμα το Άγιον, σεις δε καθίσατε εις την Ιερουσαλήμ, έως ου να ενδυθήτε δύναμιν και ισχύν από τους ουρανούς. Τίνος δε ένεκεν να μείνωσιν εις την Ιερουσαλήμ; Δια να πληρωθή ο λόγος των Προφητών όπου είπαμεν· «Εκ Σιών εξελεύσεται νόμος» (Μιχαίας γ: 2). Λέγει δε ο Χριστός εις τους Αποστόλους να ενδυθούν δύναμιν, καθότι έμελλε να τους αποστείλη εις βασιλείς και δυνάστας και εξουσιαστάς, δια τούτο τους προλέγει, ότι θέλουσιν ενδυναμωθή. Ήτοι θέλει να είπη ο Χριστός προς τους Μαθητάς Του: «Μαθηταί μου, αν και εις βασιλείς και τυράννους σας αποστέλλω, όμως μη δειλιάζετε ουδόλως, διότι εγώ θέλω σας δώσει δύναμιν ισχυράν, να μη φοβήσθε». «Εξήγαγε δε αυτούς έξω έως εις Βηθανίαν και επάρας τας χείρας αυτού, ηυλόγησεν αυτούς. Και εγένετο εν τω ευλογείν αυτόν αυτούς, διέστη απ’ αυτών, και ανεφέρετο εις τον ουρανόν» (Λουκ. κδ: 50 – 51). Η Βηθανία είναι μακράν από την Ιερουσαλήμ έως δεκαπέντε στάδια· το δε στάδιον είναι εκατόν οργυιαί, ώστε τα δεκαπέντε στάδια κάμνουσι χιλίας πεντακοσίας οργυιάς. Το δε όρος των Ελαιών ήτο πλησίον εις την Βηθανίαν. Το δε όρος των Ελαιών ήτο πλησίον εις την Βηθανίαν. Εις αυτό λοιπόν το όρος ανέβασεν ο Χριστός τους Αποστόλους. Τίνος ένεκεν εις το όρος; Δια να δηλώση την υψηλότητα του νοός των Αποστόλων· ότι δηλαδή, εάν δεν ανέβουν και αυτοί εις το ύψος των αρετών, δεν δύνανται να υπάγουν εις την Βασιλείαν των ουρανών. Εις των Ελαιών δε το όρος λέγει, διότι αυτός ο Χριστός είναι ελεήμων και εύσπλαγχνος. Ελαιών δε ωνομάζετο το όρος, διότι ήσαν εκεί πολλαί ελαίαι. Εις αυτό το όρος τούς ανέβασεν ο Χριστός. Έπειτα εσήκωσε τας χείρας Του και Τους ηυλόγησεν· ενώ δε τους ηυλόγει, εχωρίσθη απ’ αυτών και ανέβαινεν εις τον ουρανόν. Διασαγίζει δε καλύτερα τα κατά την ώραν εκείνην συμβάντα ο αυτός Ευαγγελιστής Λουκάς εις τας πράξεις των Αποστόλων, κεφάλαιον πρώτον, ένθα λέγει τα εξής: «καὶ ταῦτα εἰπὼν βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, οἳ καὶ εἶπον· ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν. (Πράξ. α: 9 – 11). Αφού δηλαδή έδωκεν ο Κύριος τας τελευταίας παραγγελίας εις τους Αποστόλους και τους ηυλόγησεν, ανελήφθη απ’ αυτών και νεφέλη εσκέπασεν Αυτόν από τους οφθαλμούς των. Οι δε Μαθηταί εστέκοντο και εκύτταζον εις τον ουρανόν. Τότε δύο άνδρες εφάνησαν έμπροσθεν των Αποστόλων και τους είπον· «Ω άνδρες Γαλιλαίοι», ήτοι Ιεροσολυμίται, «τι στέκεσθε και κοιτάζετε εις τον ουρανόν; Βλέπετε Αυτόν όπου ανελήφθη εις τους ουρανούς; Αυτός πάλιν μέλλει να έλθη Κριτής των ανθρώπων, όχι ταπεινός και καταφρονημένος όπως ήτο εις την γην, αλλά με δόξαν και τιμήν πολλήν, καθώς τον βλέπετε όπου αναβαίνει. Δεν θέλει έλθει και πάλιν καταφρονεμένος, αλλά τιμημένος· όχι υβρισμένος, αλλά δοξασμένος, όχι ωνειδισμένος, αλλά υμνημένος». Διατί δε δύο άνδρες εφάνησαν; Διότι ο Μωϋσής λέγει· «Επί στόματος δύο μαρτύρων και επί στόματος τριών μαρτύρων, στήσεται παν ρήμα» (Δευτ. ιθ: 15, Ματθ. ιη:16). Τίνος δε ένεκεν εφάνησαν; Δια να παρηγορήσουν τους Αποστόλους, να μη λυπούνται δια τον χωρισμόν του Χριστού. «Και αυτοί προσκυνήσαντες αυτόν, υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης. Και ήσαν δια παντός εν τω ιερώ, αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν» (Λουκ. κδ: 52 – 53).Θαυμαστός είναι ο λόγος ούτος, τον οποίον λέγει ο Ευαγγελιστής, ότι εγύρισαν εις την Ιερουσαλήμ οι Απόστολοι μετά χαράς μεγάλης. Έπρεπε να γυρίσουν με λύπην και θλίψιν, διότι τους άφηνεν ο Χριστός σωματικώς· διατί λοιπόν εγύρισαν μετά χαράς μεγάλης; Από πολλά τινά· πρώτον μεν διότι τους είπεν ο Χριστός, ότι καθήσατε εις την Ιερουσαλήμ, έως ου σας στείλω το Άγιον Πνεύμα, δια του οποίου θέλετε ενδυθή δύναμιν εξ ύψους. Δεύτερον, διότι εφάνησαν οι Άγγελοι και τους είπαν· «Άνδρες Γαλιλαίοι, τι εστήκατε εμβλέποντες εις τον ουρανόν; Ούτος ο Ιησούς ο αναληφθείς αφ’ υμών εις τον ουρανόν, Αυτός μέλλει και πάλιν να έλθη καθώς τον βλέπετε, όπου ανεβαίνει εις τους ουρανούς» (Πράξ. α: 11). Απ’ αυτούς τους παρηγορητικούς λόγους επέστρεψαν οι Απόστολοι μετά χαράς μεγάλης εις την Ιερουσαλήμ, διότι εκεί τους είπεν ο Χριστός να υπάγουν. Θέλων δε να δείξη ο Ευαγγελιστής ότι μετά ταύτα αείποτε υμνούσαν και εδόξαζαν τον Θεόν, δια τούτο λέγει· «Και ήσαν δια παντός εν τω ιερώ, αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν» (Λουκ. κδ: 53). Αύτη, ευλογημένοι Χριστιανοί, είναι η υπόθεσις της Εορτής μας, δια τούτο πανηγυρίζομεν σήμερον. Μετά των Αγγέλων υμνούμεν, και μετά των Αποστόλων ευλογούμεν· εάν και μη δια παντός ως εκείνοι, αλλ’ όμως όσον είναι της δυνάμεώς μας. Διότι και ο Θεός δεν ζητεί ούτε αγαπά κρότους, και ήχους, και φωνάς περισσάς εις δόξαν Αυτού και έπαινον, αλλά ευστάθειαν φωνής και προθυμίαν ψυχής. Καθαρότητα καρδίας αγαπά και ζητεί ο Θεός από ημάς, δια τούτο με ταπείνωσιν πολλήν και αγνότητα ας πανηγυρίσωμεν σήμερον, διότι ούτω προστάζει και ο Θεός δια του Προφήτου Μωϋσέως, λέγων· «Άγιοι γίνεσθε ότι εγώ άγιος ειμί» (Α΄ Πέτρ. α: 16, Λευϊτ. κ: 7). Εάν δε Αυτός είναι Άγιος και καθαρός, πρέπον είναι να γίνωμεν και ημείς Άγιοι και καθαροί, δια να του αρέσωμεν, και να τον ευφράνωμεν, και δια να τον ευαρεστούμεν. Διότι αν και μεγάλα και θαυμαστά κατορθώσωμεν, εις δε τον Θεόν δεν αρέσουν, τίποτε δεν ωφελούμεθα απ’ εκείνα. Διότι κάλλιον είναι ολίγη δόσις μετά ιλαρότητος, καθώς λέγει και ο Σολομών, παρά πολλή δόσις με γογγυσμόν. Ήτοι κάλλιον είναι ολίγαι αρεταί με συντριβήν καρδίας δια να αρέσουν εις τον Θεόν, παρά πολλαί με υπερηφάνειαν και να μη τας δέχεται ο Θεός. Είθε ο Πανάγαθος Θεός, όστις μας κατηξίωσε και εφθάσαμεν εις την σημερινήν αγίαν ημέραν, Αυτός να μας αξιώση να φθάσωμεν και εις την Αγίαν Πεντηκοστήν με υγείαν, με σωτηρίαν, με ψυχικήν και σωματικήν ειρήνην, από μεν εχθρούς ψυχικούς να μας ειρηνεύση, μάλλον δε να μας ελευθερώση, από δε τους σωματικούς να μας λυτρώση· και εδώ μεν να περάσωμεν ειρηνευμένοι, τιμημένοι εκ Θεού και ανθρώπων, ευημερημένοι ψυχικά και σωματικά· εκεί δε να αξιωθώμεν της στάσεως των Αγίων, της λαμπρότητος των Αγγέλων, της μερίδος των δικαίων, της τρυφής των εκλεκτών, της τιμής των απ’ αιώνος ευαρεστησάντων Χριστώ Αγίων, και αυτής της Βασιλείας των ουρανών. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, Χάριτι και οικτιρμοίς και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού του σήμερον αναληφθέντος και εκ δεξιών του Θεού και Πατρός καθίσαντος· Ω πρέπει δόξα, και τιμή, προσκύνησις, αίνεσις και κράτος. Δόξα ειλικρινής, τιμή αληθής, προσκύνησις αψευδής, αίνεσις επαινετή, κράτος ανίκητον, συν τω Ανάρχω και παναιτίω Αυτού Πατρί και τω ομοτίμω και Παναγίω και αγαθώ και συναιτιατώ Αυτού Πνεύματι, τω φωτιστικώ, τω αειζώω και αυτοκινήτω, τω αεικινήτω και πάντα κινούντι, νυν και αεί, και εις τους απεράντους αιώνας των ατελευτήτων αιώνων. Αμήν.

1 σχόλιο:

  1. <<...έως του παλαιού των ημερών έφθασε...>>
    << ...και εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού..>>
    Η Αγία Ζ΄Οικουμενική Σύνοδος όρισε, ρητώς και κατηγορηματικώς,να εικονίζονται οι ΕΚΒΑΣΕΙΣ των προφητικών οράσεων.[Πρακτικά Συνόδων.Τόμος Γ΄,σελ.370.]
    Με την Άνάληψη του Κυρίου,εκπληρώθηκε σε μεγάλο βαθμό η Προφητεία του Προφήτου Δανιήλ,που λέει:<<...ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ως υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του παλαιού των ημερών έφθασε και ενώπιον αυτού προσηνέχθη...>[Δαν.Ζ΄,13]
    Η ίδια η Αγία Γραφή ερμηνεύει τα κείμενά της,εξ΄ού και τα λόγια του Κυρίου : << οτι εγώ πρός τον Πατέρα μου πορεύομαι.>>[Ιωαν.Ιδ,12] τα οποία αναφέρονται στην Ανάληψή του και στην εκπλήρωση της Προφητείας του Δανιήλ.
    .
    Η φράσις << ... και εκάθισεν εκ δεξιών του Θεού...>> που αναφέρεται στο Ευαγγέλιον για την Ανάληψη του Κυρίου, δέν έχει καμμία απολύτως σχέση με τις ιδεοληψίες και τις αιρετικές θεωρίες περί εικόνος Θεού γέροντος, ή περί εικόνος Αγίας Τριάδος, ή εικόνος συνθρόνου κτλ.
    Είναι σαφές ότι το συγκεκριμένο απόσπασμα εκπληρώθηκε κατά την στιγμή της Αναλήψεως του Χριστού, όταν ο Κύριος πάνω σε << νεφέλη κούφη >>[Ησ.19,1.] αναλαμβάνετο είς τους Ουρανούς.
    Ο Μ.Βασίλειος διερμηνεύοντας τα σχετικά ευαγγελικά λόγια, αναφέρει: << ...και ο Στέφανος είδε τον Ιησούν να ίσταται είς τα δεξιά του Πατρός,και ο Παύλος κινούμενος υπό του Αγίου Πνεύματος βεβαιώνει περί Χριστού ότι ευρίσκεται είς τα δεξιά του Θεού,και ο Πατήρ λέγει ,κάθισε εκ δεξιών μου...Η εκ δεξιών δε θέσις δηλώνει την ΟΜΟΤΙΜΙΑΝ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ.>>ΕΠΕ 10.σελ.315.
    Και πάλιν :<< ...εφ'όσον βεβαίως δεν κατανοεί κανείς την εκ δεξιών καθέδραν και τον κόλπον ΥΠΟ ΣΑΡΚΙΚΗΝ ΚΑΙ ΤΑΠΕΙΝΗΝ ΕΝΝΟΙΑΝ,είς τρόπον ώστε και να προσδιορίζη τον Θεόν τοπικώς και να ΠΡΟΣΔΙΔΗ ΣΧΗΜΑ ΚΑΙ ΜΟΡΦΗΝ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΙΚΗΝ ΘΕΣΙΝ,τα οποία ευρίσκονται πολυ μακράν της εννοίας του απλού και απείρου και ΑΣΩΜΑΤΟΥ ΟΝΤΟΣ.>>Αυτόθι,σελ.313
    Και ξανά:<< Διότι το δεξιόν...δηλώνει ΣΧΕΣΙΝ ΙΣΟΤΗΤΟΣ,ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΚΛΕΙΦΘΗ ΣΩΜΑΤΙΚΏΣ ΤΟ ΔΕΞΙΟΝ,ΔΙΟΤΙ ΕΤΣΙ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΙ ΕΝΑ ΑΡΙΣΤΕΡΟΝ,αλλά απλώς ο λόγος παριστά με τα τίμια ονόματα της προσεδρείας ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗΝ ΠΡΟΝ ΤΟΝ ΥΙΟΝ ΤΙΜΗΝ.>>Αυτόθι,σελ.311

    Χαρίλαος Ι.Στουρα΄ί΄της.
    Θεολόγος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή