ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΑΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΤΑΣ ΑΝΑΓΙΝΩΣΚΟΜΕΝΑΣ ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

Νικηφόρου του Θεοτόκη                                                             

Πάσαι αι του Χριστού Εκκλησίαι δια πολλών επαίνων έστεφον τον αξιεπαινετώτατον Ευαγγελιστήν Λουκάν, επειδή συνέγραψε το άγιον του Κυρίου Ιησού Ευαγγέλιον. Μαρτυρεί τούτο λαμπρά τη φωνή ο ένδοξος Απόστολος Παύλος εις την προς Κορινθίους δευτέραν επιστολήν αυτού, λέγων περί του Λουκά· «Ου ο έπαινος εν τω Ευαγγελίω δια πασών των Εκκλησιών» (Β΄ Κορινθ. η: 18). Αφ’ ότου δε συνέγραψεν ο πανσέβαστος και τας Πράξεις των Αποστόλων και παρέδωκεν αυτάς εις το κοινόν, πάσαι αι του Θεού Εκκλησίαι υμνολογούν αυτόν όχι μόνον δια την συγγραφήν του Ιερού Ευαγγελίου, αλλά και δια την σύνθεσιν των Πράξεων. Δόξαν και ευχαριστίαν προσφέρομεν εις αυτόν πάντες οι ευσεβείς μέχρι της σήμερον δια τούτο το άγιον βιβλίον, δια του οποίου εδίδαξεν εις ημάς δόγματα πίστεως άγια και σωτήρια. Υπεσχέθη μεν ο Θεάνθρωπος εις τους Αγίους Μαθητάς την αποστολήν του Παναγίου Πνεύματος ειπών:

«Όταν δε έλθη ο Παράκλητος, ον εγώ πέμψω υμίν παρά του Πατρός, το Πνεύμα της αληθείας, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυρήσει περί εμού» (Ιωάν ιε: 26), αλλά ταύτης της υποσχέσεως την εκπλήρωσιν ουδείς άλλος ιστόρησεν, ειμή ο Λουκάς ο πανυπερένδοξος. Αυτός και το πότε και το που και το πως και το προς τίνας κατήλθε το Πνεύμα το Άγιον, έτι δε και τα αποτελέσματα της θείας Αυτού Χάριτος συντόμως, καθαρώς, περιεστατωμένως, κατά το σύνηθες εις αυτόν, θαυμασίως περιέγραψεν. Εγένετο τούτο, είπεν, «εν τω συμπληρούσθαι την ημέραν της Πεντηκοστής» (Πράξ. β: 1). Ημέραν δε Πεντηκοστής λέγει την πεντηκοστήν ημέραν μετά την Ανάστασιν του Χριστού. Εκ τούτου λοιπόν πάντες οι ευσεβείς κατά την σήμερον, ήτις είναι η πεντηκοστή ημέρα μετά την ημέραν, κατά την οποίαν εωρτάσαμεν την του Χριστού Ανάστασιν, πανηγυρίζοντες εορτάζομεν της Πεντηκοστής την εορτήν, δηλαδή το μέγα μυστήριον της εις τον κόσμον επιδημίας του Παναγίου Πνεύματος και των θείων Αυτού χαρισμάτων, όσων κατηξιώθη το ανθρώπινον γένος. Τότε δε θεαρέστως εορτάζομεν, όταν αναβιβάζωμεν τον νουν ημών εις την θεωρίαν των εορταζομένων υποθέσεων, εύκολα δε αναβαίνει ο νους εις την θεωρίαν των μη βλεπομένων, όταν πίπτη εις τα ώτα ημών ο περί τούτων λόγος. Μετά προσοχής λοιπόν και ευλαβείας ακούσατε όσα περί της σημερινής εορτής ιστόρησεν ο ιερός Λουκάς, όπως θεοπρεπώς εορτάσαντες απολαύσητε της του Θεού ευλογίας και χάριτος. Εν τω συμπληρούσθαι την ημέραν της Πεντηκοστής, ήσαν άπαντες οι Απόστολοι ομοθυμαδόν επί το αυτό (Πράξ. β: 1). Μετά την εις ουρανούς Ανάληψιν του Κυρίου Ιησού Χριστού οι ένδεκα Απόστολοι, και τινες ευλαβείς γυναίκες, και η Υπεραγία Θεοτόκος Μαρία η Μήτηρ του Κυρίου Ιησού, και οι αδελφοί Αυτού υπέστρεψαν από του όρους του Ελαιώνος εις την Ιερουσαλήμ, και εισελθόντες εις τον οίκον εν ω έμενον, ανέβησαν εις το ανώγαιον του οίκου, όστις μετέπειτα εγένετο Εκκλησία, Ανωτέρα των Αποστόλων Εκκλησία ονομαζομένη. Εκεί λοιπόν άπαντες ούτοι ομοθυμαδόν, τουτέστιν εν μια επιθυμία και ενί σκοπώ μετά προσευχών και δεήσεων περιέμενον την του Αγίου Πνεύματος κατάβασιν. Εκεί δε κατ’ εκείνας τας ημέρας ο Ματθίας συγκατεψηφίσθη μετά των ένδεκα Αποστόλων. Κατ’ αυτήν δε την Πεντηκοστήν ημέραν, από της ημέρας κατά την οποίαν ο Χριστός ανέστη εκ νεκρών, ήσαν πάντες οι Απόστολοι ομού συνηγμένοι εις το αυτό ανώγαιον, και τον αυτόν έχοντες πόθον της επιδημίας του Παναγίου Πνεύματος. Και εγένετο άφνω εκ του ουρανού ήχος ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας, και επλήρωσεν όλον τον οίκον ου ήσαν καθήμενοι. Και ώφθησαν αυτοίς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ωσεί πυρός, εκάθισέ τε εφ’ ένα έκαστον αυτών (Πράξ. β: 2 – 3). Ώρα Τρίτη της ημέρας, ήτοι τρεις ώρας προ της μεσημβρίας, εξαίφνης εγένετο τοιούτος κτύπος, εκ του ουρανού κατερχόμενος, όπως εκείνος ο οποίος γίνεται όταν φυσά σφοδρός άνεμος. Εγέμισε δε ο ήχος όλον τον οίκον, εις τον οποίον εκάθηντο οι Απόστολοι και οι συν αυτοίς όντες. Εφάνησαν δε ευθύς γλώσσαι πυροειδείς, αίτινες διαμερισθείσαι εκάθισαν εφ’ ένα έκαστον αυτών. Και εν μεν τη Τρίτη ώρα κατέβη το Πνεύμα το Άγιον, ίνα φανερώση τας τρεις υποστάσεις της Θεότητος· εξαίφνης δε ίνα δείξη ότι οι περιμένοντες την Τούτου κατάβασιν δεν είχον ανάγκην ετοιμασίας, αλλ’ ήσαν καθαροί και έτοιμοι προς την Τούτου υποδοχήν. Εσήμαινε δε ο ήχος την του Παναγίου Πνεύματος έλευσιν, καθώς η φωνή εφανέρωσεν εις τους προπάτορας την παρουσίαν του Θεού εν τω Παραδείσω περιπατούντος. Εκ του ουρανού δε προήρχετο ο ήχος, ίνα πληροφορηθώσιν ότι Αυτός ο εις τον ουρανόν αναληφθείς Ιησούς ουρανόθεν κατέπεμψε το Πνεύμα το Άγιον, καθώς εις αυτούς υπέσχετο. Και ήχος δε ώσπερ πνοής ηκούετο, επειδή το Πνεύμα όπου θέλει πνει. Αλλ’ και βιαίας πνοής, δια το μεγαλείον του χαρίσματος, το ισχυρότερον της προφητικής χάριτος. Επλήρωσε δε ο ήχος όλον τον οίκον, ως πεπληρωμένην κολυμβήθραν αυτόν ποιών, ίνα εκπληρωθή η πρόρρησις του Σωτήρος, όστις είπεν· «Υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι Αγίω ου μετά πολλάς ταύτας ημέρας» (Πράξ. α: 5). Συγχρόνως δε και ίνα προκαταγγείλη, ότι καθώς τότε επληρώθη θείας Χάριτος όλος ο οίκος, εις τον οποίον ήσαν καθήμενοι οι Μαθηταί, ούτω μετά ταύτα έμελλε να πληρωθή των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος η οικουμένη όπου αι των ευσεβών Εκκλησίαι. Γλώσσαι δε διαμεριζόμεναι εφάνησαν, το πολύγλωσσον σημαίνουσαι χάρισμα, όπερ έλαβεν έκαστος των Μαθητών του Χριστού, ίνα κηρύττη του Θεού τα μεγαλεία. Βλέπε δε ότι η πολυγλωττία και ποινή εγένετο και δώρον· και ότε μεν εγένετο ποινή, εμέρισε τους ανθρώπους εις πολλά έθνη και πολλούς τόπους. Ότε δε εδόθη ως δώρον, συνήγαγε πάντα τα έθνη εις εν έθνος, το Χριστιανικόν, και εις μίαν Εκκλησίαν, την του Χριστού. Και δια μεν του «Ωσεί πυρός» εφανέρωσε την δραστικήν ενέργειαν και την λαμπρότητα του ευαγγελικού κηρύγματος· δια δε του «Εκάθισεν εφ’ ένα έκαστον αυτών», το μόνιμον και στερεόν του χαρίσματος. Σημείωσαι ενταύθα την ακριβολογίαν του συγγραφέως, μάλλον δε του Παναγίου Πνεύματος του δι’ αυτού λαλούντος. Δεν είπεν, ήχος φερομένης πνοής βιαίας, αλλ’ «ήχος ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας». Ομοίως δεν είπε, γλώσσαι πυρός, αλλά «γλώσσαι ωσεί πυρός», ίνα μη νομίσης ότι το Πνεύμα το Άγιον είναι πνοή, ή πυρ, ή άλλο τι υλικόν, αλλά δια της ομοιώσεως καταλάβης τα δι’ αυτής δηλούμενα Μυστήρια. Παράβαλε δε, εάν θέλης, ταύτα μετά των εν τω Σινά όρει γενομένων, ότε ο Θεός κατέβη εν αυτώ, ίνα καταλάβης ότι ο αυτός Θεός είναι και ο εν τω όρει τω Σινά λαλήσας, και ο εν τω υπερώω εις το οποίον ήσαν οι Μαθηταί κατελθών. Εν τω Σινά προκαταγγέλλεται η ημέρα της του Θεού καταβάσεως, ίνα ετοιμασθώσιν οι ανέτοιμοι Ιουδαίοι. «Και είπε τω λαώ, γίνεσθε έτοιμοι» (Έξοδ. ιθ: 15). Εν τω υπερώω δε εξαίφνης η έλευσις του Αγίου Πνεύματος, επειδή οι του Χριστού Μαθηταί ήσαν έτοιμοι προς την υποδοχήν των θείων Αυτού χαρισμάτων. Εκεί τη ημέρα τη Τρίτη, εδώ τη ώρα τη Τρίτη δια το της Θεότητος τρισυπόστατον. Αλλ’ εκεί «γενηθέντος προς όρθρον», ήτοι εις την αρχήν της ημέρας, επειδή τότε εγένετο η αρχή της εγγράφου νομοθεσίας· εδώ δε πλησίον της μεσημβρινής ώρας, επειδή φωταυγώς εξέλαμψε του Ευαγγελίου το κήρυγμα. Εκεί φωναί και σάλπιγξ ηχεί μέγα δια το σκληροκάρδιον των ακουόντων Ιουδαίων· εδώ ήχος ουχί πνοής βιαίας, αλλ’ ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας, επειδή κατά τον του Προφήτου λόγον (Ιεζ. ια: 19) σάρκιναι καρδίαι αντί των λιθίνων εδόθησαν εις τους εις Χριστόν πιστεύσαντας. Εις το Σινά νεφέλη γνοφώδης και καπνός, «σκιάν γαρ είχεν ο νόμος των μελλόντων αγαθών» (Εβρ. ι: 1), εις το υπερώον γλώσσαι λάμπουσαι ως πυρ, επειδή η Ευαγγελική διδασκαλία, περιάρασα το κάλυμμα του Νόμου, εφανέρωσε την έννοιαν των νομικών συμβόλων. Εις το Σινά αστραπαί, επειδή αι αστραπαί φαίνονται μεν, πλην παρέρχονται, καθώς εφάνησαν, πλην παρήλθον τα του Νόμου έθιμα. Εις το υπερώον γλώσσαι ωσεί πυρός καθήμεναι, επειδή η ευαγγελική χάρις δεν παρέρχεται, αλλ’ εις αιώνας απεράντους διαμένει. Ταύτα ούτως ωκονόμησεν η υπερτάτη και πάνσοφος του Θεού πρόνοια, ίνα βλέποντες την ομοιότητα και την αναλογίαν των συμβόλων της εν τω Σινά παρουσίας Αυτού, και της εν τω υπερώω επιδημίας του Παναγίου Αυτού Πνεύματος, πιστεύωμεν ότι εις και ο αυτός Θεός υπάρχει ο και εις το Σινά νομοθετήσας, και εις το υπερώον δους του Θείου Πνεύματος τα χαρίσματα. Τούτων των θείων χαρισμάτων την ένδειξιν και ενέργειαν περιγράφουσι τα εξής. Και επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου, και ήρξαντο λαλείν ετέραις γλώσσαις, καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι (Πράξ. β: 4). Το επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου σημαίνει, ότι οι θείοι Απόστολοι και πάντες οι συν αυτοίς τότε ευρεθέντες εν τω υπερώω δεν έλαβον μόνον το χάρισμα των γλωσσών, αλλά και το πλήρωμα πάντων των χαρισμάτων του Παναγίου Πνεύματος· εν δε τούτων ήτο των γλωσσών το χάρισμα, τούτου δε εμνημόνευσεν ο μακάριος Λουκάς, επειδή τούτο τότε ευθύς εφανερώθη, τα δε άλλα μετά ταύτα. Ήρξαντο, λέγει, ευθύς μετά την κάθοδον του Αγίου Πνεύματος να ομιλούν όχι δια της πατρικής αυτών γλώσσης, αλλά δι’ ετέρων διαλέκτων. Ωμίλουν δε καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς, ήτοι εκείνα τα λόγια έλεγον όσα έβαλλεν εις το στόμα αυτών το Πνεύμα το Άγιον. Ιδού λοιπόν επληρώθη και αύτη η προφητεία του Ιησού Χριστού, όστις είπε περί των πιστευσάντων εις Αυτόν· «Γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς» (Μάρκ. ιστ: 17). Αλλ’ άραγε πάσας τας εν τω κόσμω διαλέκτους ελάλουν οι Απόστολοι ή τινάς μόνον, όσαι δηλονότι αναγκαίαι ήσαν δια τους εκεί ευρεθέντας ακροατάς; Περί τούτου εσιώπησεν ο ιστορικός. Επειδή όμως πάντες οι εκεί τότε ευρεθέντες, ακούοντες τους Αποστόλους λαλούντας δια της πατρικής γλώσσης ενός εκάστου αυτών, εθαύμαζον λέγοντες· «Και πως ημείς ακούομεν έκαστος τη ιδία διαλέκτω ημών, εν η εγεννήθημεν»; (Πράξεις β: 8), φανερόν είναι ότι ωμίλουν και την των Πάρθων και Μήδων και Ελαμιτών, και την Ελληνικήν, και την Αιγύπτιον, και την Ρωμαϊκήν, και την Αραβικήν, και πάσαν άλλην διάλεκτον ομιλουμένην και κατανοουμένην υπό των τότε εκεί συναθροισθέντων. Όχι δε μόνον τότε, αλλά και μετά ταύτα ωμίλουν εις διαφόρους γλώσσας, ως φαίνεται εν τη προς Κορινθίους πρώτη επιστολή του Παύλου. Όχι δε μόνον οι Απόστολοι έλαβον τούτο το χάρισμα αλλά μετ’ αυτούς και άλλοι θεοφιλείς άνδρες έλαβον τούτο, ως μαρτυρεί ο εν Αγίοις Ειρηναίος, λέγων, ότι ήκουε πολλούς αδελφούς εν τη Εκκλησία έχοντας προφητικά χαρίσματα, και δια του Πνεύματος ομιλούντας παντός είδους γλώσσας. Ήσαν δε εν Ιερουσαλήμ κατοικούντες Ιουδαίοι, άνδρες ευλαβείς, από παντός έθνους των υπό τον ουρανόν (Πράξ. β:5). Όσοι κατήγοντο εκ του γενους των Ιουδαίων, εκ προγόνων δε κατώκουν εις ξενικούς τόπους, εκείνοι αν και ήσαν Ιουδαίοι κατά το γένος και την θρησκείαν, ελάμβανον όμως την ονομασίαν εκ του τόπου της κατοικίας αυτών. Όθεν ελέγοντο Πάρθοι, Μήδοι, Ρωμαίοι, Αλεξανδρείς, Αντιοχείς. Τους τοιούτους λοιπόν ο θεηγόρος Λουκάς πρώτον μεν ωνόμασεν Ιουδαίους εκ του γένους και της θρησκείας, έπειτα κατωτέρω Πάρθους και Μήδους και Ελαμίτας εκ του τόπου, εις τον οποίον αυτοί εκ προγόνων κατώκησαν. Εκ τούτων δε τινες, όσους δηλαδή κατωτέρω ονομαστί απαριθμεί, ευλαβεία του Μωσαϊκού Νόμου κινούμενοι, ελθόντες κατώκησαν εις την Ιερουσαλήμ, ίνα εκεί εορτάζωσι κατά τους τρεις καιρούς του έτους τας τρεις εορτάς τας υπό του Νόμου διορισθείσας. Τοιούτοι λοιπόν ευλαβείς Ιουδαίοι ευρέθησαν κατοικούντες εν Ιερουσαλήμ κατ’ εκείνην την ημέραν της Πεντηκοστής, κατά την οποίαν κατήλθε το Πνεύμα το Άγιον επί τους Αποστόλους. Δυσπαράδεκτον δε είναι το ότι οι άνθρωποι αυτοί ήσαν από παντός έθνους των υπό τον ουρανόν· διότι ασυγκρίτως περισσότερα ήσαν τότε τα έθνη εκείνων των εθνών, όσα ο Λουκάς ονομαστί αναφέρει. Μήπως λοιπόν αυτός ανεβίβασε τον νουν αυτού επί τους αρχηγούς πάντων των εθνών, ήτοι επί τους δέκα και οκτώ εγγόνους του Νώε, ιδών δε τότε εν Ιερουσαλήμ δέκα και οκτώ έθνη, των οποίων τα ονόματα κατωτέρω ηρίθμησε, δια τούτο είπε το από παντός έθνους των υπό τον ουρανόν; Ή μήπως ωμίλησε κατά τον κοινόν τρόπον του λέγειν; Ημείς πολλάκις αντί του πολλά πράγματα, λέγομεν πάντα τα πράγματα· και αντί του πολλοί άνθρωποι, λέγομεν πάντες οι άνθρωποι. Βλέπομεν δε, ότι και η θεία Γραφή μετέρχεται τους τοιούτους τρόπους. «Πάντες εξέκλιναν» (Ψαλμ. ιγ: 3), λέγει ο Προφήτης Δαβίδ, αντί του πολλοί εξέκλιναν. Και «Αναβαίνουσιν έως των ουρανών, και καταβαίνουσιν έως των αβύσσων» (Ψαλμ. ρστ: 26). Ο δε Ευαγγελιστής Ιωάννης είπεν· «Ουδέ αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία» (Ιωάν. κα: 25). Κατά τον αυτόν λοιπόν τρόπον και ο θείος Λουκάς αντί του, πολλών εθνών, είπεν, από παντός έθνους. Τι δε εποίησαν οι τοιούτοι Ιουδαίοι ακούσαντες το τότε γενόμενον θαύμα των γλωσσών; Γενομένης δε της φωνής ταύτης συνήλθε το πλήθος και συνεχύθη, ότι ήκουον εις έκαστος τη ιδία διαλέκτω λαλούντων αυτών. Εξίσταντο δε πάντες και εθαύμαζον λέγοντες προς αλλήλους· ουκ ιδού πάντες ούτοι εισιν οι λαλούντες Γαλιλαίοι; Και πως ημείς ακούομεν έκαστος τη ιδία διαλέκτω ημών, εν η εγεννήθημεν; (Πραξ. β: 6 – 8). Ότε το πολύγλωσσον πλήθος των εν Ιερουσαλήμ ήκουσε ταύτην την φωνήν, ήτοι τον ήχον τον εκ του ουρανού κατερχόμενον εις τον οίκον, εις τον οποίον ήσαν οι Μαθηταί του Χριστού, τότε συνέδραμον πάντες εκεί, ίνα μάθωσι τι άραγε ηκολούθησεν. Εκεί δε ελθόν το πλήθος, συνεχύθη, λέγει, ήτοι εταράχθη υπό του θάμβους, καθότι καθείς εξ αυτών ήκουε τους Αποστόλους ομιλούντας την πατρικήν αυτού διάλεκτον. Και πρώτον μεν εταράχθη ο νους αυτών επί τω παραδόξω ακούσματι, έπειτα θάμβος και έκστασις περιέλαβεν αυτούς. Ηρώτα δε ο εις τον έτερον, λέγων· ούτοι οι άνθρωποι, οίτινες ομιλούσι δια τοσούτων διαφόρων διαλέκτων «ουκ εισι πάντες Γαλιλαίοι», ήτοι αμαθείς των γλωσσών ημών; Πως λοιπόν έκαστος ημών ακούει από του στόματος αυτών την ιδίαν αυτού διάλεκτον; Πάρθοι και Μήδοι και Ελαμίται, και οι κατοικούντες την Μεσοποταμίαν, Ιουδαίαν τε και Καππαδοκίαν, Πόντον και την Ασίαν, Φρυγίαν τε και Παμφυλίαν, Αίγυπτον και τα μέρη της Λιβύης της κατά Κυρήνην, και οι επιδημούντες Ρωμαίοι, Ιουδαίοι τε και προσήλυτοι, Κρήτες και Άραβες ακούομεν λαλούντων αυτών ταις ημετέραις γλώσσαις τα μεγαλεία του Θεού. (Πράξ. β: 9 – 11). Εις τούτο το πλήθος, έλεγον αυτοί μεταξύ αλλήλων, ευρίσκονται Πάρθοι και Μήδοι και Ελαμίται, και οι οικήτορες της Μεσοποταμίας, της Ιουδαίας τε και Καππαδοκίας, του Πόντου και της Ασίας, της Φρυγίας και Παμφυλίας, της Αιγύπτου και των μερών της Λιβύης της εν τη Κυρήνη. Όχι δε μόνον οι κατοικούντες εις την Ιερουσαλήμ, αλλά και οι ελθόντες ξένοι Ρωμαίοι, και Ιουδαίοι και προσήλυτοι, ήτοι οι εξ εθνών προς την Ιουδαϊκήν προσελθόντες πίστιν, και οι Κρήτες και οι Άραβες· και όμως πάντες ακούομεν αυτούς τους Γαλιλαίους ομιλούντας δια των ημετέρων γλωσσών του Θεού τα μεγαλεία. Μη θαυμάσης δε συ ακούων, ότι εις τόσα μέρη της γης ήσαν διεσπαρμένοι οι Ιουδαίοι, συζώντες μετά τοσούτων εθνικών, εξ ων και τας ονομασίας ελάμβανον, διότι πολλούς μετεκόμισαν «εις μεν τα ανατολικά μέρη οι βασιλείς των Ασσυρίων, τουτέστιν ο Θαγλαφαλλασάρ» (Α΄ Παραλ. ε: 26), και ο Σαλμανασσάρ, και ο βασιλεύς της Βαβυλώνος Ναβουχοδονόσορ, εις δε την Αίγυπτον ο Νεχαώ ο βασιλεύς της Αιγύπτου. Και πας ο λαός δε από μικρού έως μεγάλου και οι άρχοντες των δυνάμεων κατέφυγον εις την Αίγυπτον δια τον φόβον των Χαλδαίων. Πολλοί δε και εις τα δυτικά μέρη ελθόντες κατώκησαν εις την Ρώμην, από της εποχής κατά την οποίαν οι Ρωμαίοι υπέταξαν αυτούς. Θαύμασον δε μάλλον την ευσπλαγχνικήν του Θεού πρόνοιαν, ήτις ωκονόμησεν, ίνα τοσούτον πλήθος ανθρώπων ετερογλώσσων ευρεθή τότε εις την Ιερουσαλήμ, και συντρέξη ευθύς εις τον οίκον όπου ήσαν καθήμενοι οι Μαθηταί του Χριστού, και ακούση το παράδοξον θαύμα ήτοι ανθρώπους αγραμμάτους ομιλούντας δια τοσούτων διαφόρων γλωσσών. Εκ τούτου δε και επίστευσαν εν εκείνη τη ημέρα και εβαπτίσθησαν ψυχαί ωσεί τρισχίλιαι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου