Τη ΙΘ΄ (19η) Ιουνίου, μνήμη του Οσίου και Θεοφόρου πατρός ημών Παϊσίου του Μεγάλου.

Παΐσιος ο Όσιος και ασκητής κατήγετο από την Αίγυπτον, γεννηθείς περί το έτος 300 από Χριστού από γονείς ευσεβείς, εναρέτους και πλουτισμένους από χρηστά και χριστιανικά ήθη, οι οποίοι είχον επτά τέκνα, όμοια με αυτούς κατά τα ήθη και τας αρετάς. Ο πλούτος των ήτο ικανός, επαρκώ όχι μόνον δια τας ανάγκας αυτών, αλλά και δια να βοηθούν και τους χρείαν έχοντας. Διότι όσον αυτοί εμοίραζον εις τους πτωχούς τα υπάρχοντά των, τόσον περισσότερα τους απέδιδεν ο Θεός και επλήθυνε τα πράγματά των. Αποθανόντος δε του πατρός του, έμεινε πλέον όλη η φροντίς και των παιδίων και των πραγμάτων εις την μητέρα, και μάλιστα την περισσοτέραν φροντίδα επροξενούσεν εις αυτήν ο Παΐσιος, διότι ήτο το μικρότερον από όλα τα τέκνα της. Η περί των τέκνων φροντίς συχνάκις επροξένει λύπην εις την μητέρα, έως ότου εφάνη μίαν νύκτα εις αυτήν Άγγελος Κυρίου και της είπεν· «ο Θεός, ο πατήρ των ορφανών, με έστειλε να σου ειπώ· διατί λυπείσαι τόσον δια την φροντίδα των τέκνων σου, ωσάν να είχες την φροντίδα των συ μόνη και όχι ο Θεός;

Μη λυπείσαι λοιπόν, αλλά αφιέρωσε εις τον Θεόν ένα εκ των υιών σου, δια του οποίου θέλει δοξασθή το Πανάγιόν Του όνομα το αεί δοξαζόμενον». Εκείνη δε, ακούσασα ταύτα, είπεν· «Όλα τα τέκνα μου είναι του Θεού και ας λάβη όποιον θέλει». Ο δε Άγγελος, κρατήσας από της χειρός τον Παΐσιον, είπεν· «ούτος είναι ευάρεστος εις τον Κύριον». Εκείνη πάλιν είπε προς τον Άγγελον· «δεν είναι αυτός ικανός εις θεραπείαν και δούλευσιν του Θεού· δια τούτο λάβε καλύτερον ένα από τους μεγάλους, εκείνον όστις ήθελεν είναι ικανός». Ο δε Άγγελος είπε· «συ μεν, ω καλλίστη γυναικών, λέγεις, ότι δεν είναι ικανός εις θεραπείαν Θεού ο Παΐσιος δια το ανήλικον· ήξευρε όμως ότι η δύναμις του Θεού εις τους αδυνάτους συνηθίζει να αποδεικνύεται. Διότι ούτος, ο μικρότερος των άλλων, είναι ο εκλεκτός του Θεού, ο οποίος μέλλει να ευαρεστήση εις αυτόν». Ταύτα ειπών ο Άγγελος ανεχώρησεν. Η δε γυνή, αποτινάξασα τον ύπνον και θαυμάσασα την θείαν παραγγελίαν, εδόξασε τον Θεόν λέγουσα· «γένοιτο, Κύριε, το έλεός σου εφ’ ημάς, και επί τον δούλον σου Παΐσιον». Αυτά και άλλα όμοια είπε προσευχομένη και ευχαριστούσα τον Θεόν· έπειτα έλαβε το παιδίον και το αφιέρωσεν εις τον Θεόν. Ο δε θείος Παΐσιος, διότι ήτο θεοφοβούμενος, ομού με την αύξησιν της ηλικίας, ηύξανε και κατά την θείαν χάριν· επληγώθη όθεν η καρδία του από την θείαν αγάπην και επόθησε την μοναχικήν πολιτείαν. Φθάσας λοιπόν εις ηλικίαν ικανήν δια να εργάζεται τας εντολάς του Κυρίου, ωδηγήθη υπό της θείας χάριτος, ως αρνίον άκακον, απελθών εις την έρημον προς τον ποιμένα των λογικών προβάτων, τον θείον Παμβώ, ο οποίος έχων το προορατικόν χάρισμα, προεγνώρισε τα μέλλοντα περί του Παϊσίου και δεξάμενος αυτόν μετά χαράς πολλής τον ενέδυσε το άγιον σχήμα των Μοναχών· επειδή δε ήτο σκεύος εκλεκτόν της θείας χάριτος ο Παΐσιος, ωδηγείτο από αυτήν εις κάθε αρετήν. Και πρώτον μεν κατώρθωσε καλώς τους αγώνας της υπακοής και της υπομονής, εκτελών προθύμως όλα εκείνα, όσα τον επρόσταζεν ο πνευματικός του πατήρ. Έπειτα επεδόθη και εις περισσοτέραν σκληραγωγίαν και άσκησιν επιθυμών να φθάση εις την προκοπήν των τελείων. Ο δε θείος πατήρ ημών Παμβώ, βλέπων τον πόθον αυτού δια τα υψηλότερα κατορθώματα, του είπε· «τέκνον Παΐσιε, δεν επιτρέπεται εις εκείνον όστις είναι αρχάριος αγωνιστής να ατενίζη άνθρωπον κατά πρόσωπον, αλλά να κλίνη πάντοτε κάτω την κεφαλήν, και με τον νουν του να συλλογίζεται αδιαλείπτως τα ουράνια, φανταζόμενος τα κάλλη και τας ωραιότητας της απορρήτου δόξης του Θεού, εκ της τοιαύτης δε θεωρίας να δοξάζη την παντοδύναμον αγαθότητα του ευεργέτου Θεού ημών». Ακούσας ο Παΐσιος τους ψυχωφελείς τούτους λόγους του γέροντός του, επληρώθη όλος από θείον πόθον· όθεν συνεμορθώθη εις την πράξιν με την εντολήν, διότι διήλθε τρεις χρόνους φυλάττων την εντολήν αυτήν με τόσην ακρίβειαν, ώστε ουδόλως αντίκρυσε πρόσωπον ανθρώπου, αλλά κατεγίνετο όλως δι’ όλου εις την ανάγνωσιν των θείων Γραφών και την έρευναν των θείων νοημάτων, με αυτά δε ωσάν δροσερά νάματα επότιζε και εδρόσιζε την ψυχήν του. Και δια να ειπώ καλύτερον, καθώς λέγει ο Προφήτης Δαβίδ, ήτο ως αειθαλές φυτόν πεφυτευμένον πλησίον των πηγών των υδάτων, το οποίον ποτιζόμενον προκόπτει και ανθεί και εις τον αρμόδιον καιρόν κάμνει καρπόν ώριμον και γλυκύτατον. Εσυνήθιζε δε να λέγη συχνάκις και με πολύν πόθον το ακόλουθον ρητόν του Δαβίδ: «ως γλυκέα τω λάρυγγί μου τα λόγια σου, υπέρ μέλι τω στόματί μου». Αλλ’ ο μεν Παΐσιος, ούτως αδιαλείπτως προσευχόμενος, κατά τον Απόστολον, εστενοχώρει και εβασάνιζε το σώμα του με νηστείας και αγρυπνίας και το είχεν υποτεταγμένον εις τα θελήματα της ψυχής. Ο δε θείος Παμβώ, βλέπων αυτόν τόσον πρόθυμον εις την πνευματικήν άσκησιν και εις τας αρετάς, τον μετεχειρίζετο πατρικώς και τον ωδήγει προσεκτικώς εις τα θεάρεστα, ούτω δε κυβερνών αυτόν καλώς και ευσεβώς τον ανέδειξεν έμπειρον και δόκιμον, κατά τε την πράξιν και την θεωρίαν. Επειδή δε έφθασε το τέλος του γέροντος, και αυτός εβιάζετο πλέον δια να φθάση εις τα ουράνια αγαθά, τα οποία από πολλού επόθει να απολαύση, ευχηθείς με πολλάς ευχάς τον Παΐσιον και πολλάς προφητείας περί αυτού ειπών, μετέβη από της γης προς τα ουράνια· και τοιουτοτρόπως ο μεν Παμβώ απήλαυσε καλώς τας χρηστάς ελπίδας, όπου είχεν, εγώ δε ο ταπεινός Ιωάννης, ο συγγράψας την παρούσαν διήγησιν, έμεινα ομού με τον Παΐσιον εις ένα και το αυτό κελλίον, έχοντες και οι δύο ομοίαν γνώμην, και διάγοντες ομοίαν δίαιταν και πολιτείαν, κατά τον Κανόνα όπου παρελάβομεν από τον πνευματικόν μας πατέρα, στηρίζοντες ο ένας τον άλλον εις την αρετήν και επιμελούμενοι και οι δύο της σωτηρίας των ψυχών μας. Ολίγου δε καιρού παρελθόντος, θερμανθείς ο Παΐσιος με την θέρμην του Αγίου Πνεύματος, ηγωνίζετο με υψηλοτέραν πολιτείαν,  και ήρχισε να νηστεύη όλην την εβδομάδα, έτρωγε δε μόνον το Σάββατον, η δε τροφή του ήτο ολίγος άρτος και άλας. Τας δε άλλας ημέρας της εβδομάδος, αντί να τρέφεται με άρτον αισθητόν, απελάμβανε και ηυφραίνετο με άρτον νοητόν, ήτοι με τον λόγον του Θεού· ανεγίνωσκε δε συγνάκις και εμελέτα και την προφητείαν του θεσπεσίου Ιερεμίου, ο οποίος εφάνη πολλάκις εις αυτόν, ως λέγουσι, και του ηρμήνευε τα απόκτυφα της προφητείας νοήματα, και με αυτά τον παρεκίνει εις έρωτα και αγάπην των επηγγελμένων αγαθών. Αλλ’ επειδή πάντοτε επεξετείνετο εις τα έμπροσθεν, κατά τον θείον Παύλον, ήτοι εβιάζετο πάντοτε να κάμνη και άλλας αρετάς, και δεν ηυχαριστείτο εις τας προτέρας, εις την μίαν εβδομάδα όπου ενήστευεν έως τότε, επρόσθεσε και άλλην μίαν. Ενήστευε συναπτώς δύο εβδομάδας, το δε Σάββατον έτρωγε πάλιν την συνηθισμένην τροφήν, ήτοι ολίγον άρτον και άλας· το δε πλέον θαυμαστόν ήτο, ότι ουδείς εγνώριζε την ισάγγελον πολιτείαν του, εκτός του τα κρυπτά και άδηλα βλέποντος Θεού. Όθεν αιχμαλωτισθείς από τον έρωτα της ησυχίας, εκείνο μόνον ηγάπα, να προσεύχεται και να συνομιλή πάντοτε μόνος με μόνον τον Θεόν, δια μέσου δε των ελλάμψεων όπου εκπέμπονται από Αυτόν να πλησιάζη εις το ακρότατον των εφετών, όπερ είναι ο παντέλειος Θεός. Γνωρίζων λοιπόν εγώ ότι ο θείος Παΐσιος είχε τοιούτους λογισμούς δια να ησυχάση μόνος, αν και ο χωρισμός του δι’ εμέ ήτο πράγμα ανυπόφορον, με όλον τούτο έκαμα δοκιμήν δια να γνωρίσω τον τρόπον της ησυχίας εκείνης, πόθεν ήτο: από Θεού οδηγίαν ή από μόνην την θέλησίν του; Όθεν είπον προς αυτόν· αδελφέ Παΐσιε, ιδού σε βλέπω, ότι κυριεύεσαι από τον έρωτα της ησυχίας· ήξευρε καλώς ότι και εγώ τον αυτόν πόθον έχω, δεν ηξεύρω όμως πόθεν ήλθεν εις ημάς ο τοιούτος λογισμός· έλα λοιπόν να παρακαλέσωμεν τον οικτίρμονα Θεόν, να μας φανερώση το θέλημά Του το άγιον και κατά την θέλησιν Εκείνου να πράξωμεν· ή και οι δύο ομού να ησυχάσωμεν εις ένα τόπον ή να χωρισθώμεν ο εις από τον άλλον. Ταύτα ακούσας ο Παΐσιος απεκρίθη· καλώς λέγεις, ηγαπημένε μου Ιωάννη, ούτως ας πράξωμεν, δια να είναι ευπρόσδεκτος εις τον Θεόν η περί της ησυχίας προθυμία μας και απηλλαγμένη πάσης αμφιβολίας. Ταύτα ειπόντες διήλθομεν την νύκτα εκείνην αγρυπνούντες και παρακαλούντες θερμότατα τον Θεόν, να μας αποκαλύψη το θέλημά Του· ο δε Θεός, ως αγαθός και εύσπλαγχνος, εισήκουσε την δέησίν μας και κατά την ώραν του Όρθρου θείος Άγγελος εφάνη εις ημάς λέγων· ο Θεός προστάζει να χωρισθήτε, να έχη δε έκαστος εξ υμών χωριστήν κατοικίαν· και συ μεν, ω Ιωάννη, μείνε εις τούτον τον τόπον και γενού εις πολλούς οδηγός προς σωτηρίαν· συ δε, ω Παΐσιε, θεράπον του Χριστού, αναχώρησον από εδώ και πορεύθητι εις το δυτικόν  μέρος της ερήμου, όπου θα συναθροισθή εκεί προς χάριν σου λαός αναρίθμητος, λέγει Κύριος· θέλει οικοδομηθή εκεί Μοναστήριον και θέλει δοξασθή εις αυτόν τον τόπον το όνομα του Κυρίου. Ταύτα ειπών ο Άγγελος έγινεν άφαντος. Ημείς δε, υπακούσαντες εις την προσταγήν του, απεχωρίσθημεν ο εις από τον άλλον και εγώ μεν έμεινα εις τον τόπον εκείνον, ο δε Παΐσιος απελθών εις το δυτικόν μέρος ελάξευσε πέτρα, και ποιήσας σπήλαιον κατώκησεν εντός αυτού· και τόσον οικειώθη και εφιλιώθη με τον Θεόν, δια την υπερβολικήν του καθαρότητα και δια την υψηλήν του πολιτείαν, ώστε και ο Χριστός ο ίδιος εφαίνετο πολλάκις εις αυτόν και τον ωδήγει εις τας αρετάς, καθώς θέλει το φανερώσει η αλήθεια του λόγου. Εν μια των ημερών, εκεί όπου εκάθητο μέσα εις το σπήλαιόν του ο θείος Παΐσιος και εδοξολόγει τον Θεόν, εφάνη έμπροσθέν του ο Σωτήρ ημών λέγων· «ειρήνη σοι τω ηγαπημένω μοι θεράποντι Παϊσίω»· εκείνος δε, σηκωθείς επάνω έντρομος, είπεν· ιδού ο δούλος σου, τι ορίζεις, Δέσποτα; Και ποία είναι η αιτία της προς εμέ συγκαταβάσεώς σου; Ο δε Κύριος απεκρίθη· βλέπεις την έρημον ταύτην, η οποία έχει τόσον μήκος και πλάτος; Όλην αυτήν θέλω πληρώσει δια μέσου σου από ασκητάς δοξάζοντας το όνομά μου. Ο δε εκλεκτός του Θεού Παΐσιος πεσών εις την γην είπεν· αυτά όπου λέγεις, Δέσποτα Κύριε, είναι υποτεταγμένα εις την κραταιάν σου χείρα, όθεν ευθύς με την θέλησιν τα έχεις τελειωμένα· παρακαλώ όμως την αγαθότητά Σου, πόθεν μέλλουν να έχουν τα αναγκαία οι αγωνιζόμενοι εις την έρημον ταύτην; Ο δε Σωτήρ απεκρίθη· πίστευσόν μοι, ότι εάν αυτοί οίτινες μέλλουν να κατοικήσουν έχουν μεταξύ των αγάπην, την μητέρα των αρετών και φυλάττουν τας εντολάς μου, εγώ θα έχω όλην την περί αυτών φροντίδα, και ουδέν των αναγκαίων θέλει λείψει από αυτούς. Έπειτα είπε πάλιν προς Αυτόν ο θείος Παΐσιος· ακόμη μίαν φοράν έχω να ερωτήσω την αγαθότητά Σου· πως θα δυνηθούν να κατανικήσουν εύκολα τας παγίδας του εχθρού και να απαλλαγούν από τους δεινούς πειρασμούς; Ο δε Σωτήρ είπεν· εάν φυλάξωσι, καθώς σου είπα, τας εντολάς μου με πραότητα και δικαιοσύνην και ταπεινήν καρδίαν, όχι μόνον θέλω τους ελευθερώσει από τους πολέμους του εχθρού και από τας πονηράς του παγίδας, αλλά θέλω τους αναδείξει και κληρονόμους της βασιλείας των ουρανών. Ταύτα ειπών ο Σωτήρ ανέβη μετά δόξης εις τους ουρανούς, ο δε ιερός Παΐσιος έλαβε περισσότερον φόβον εις τον εαυτόν του ευλαβούμενος την του Σωτήρος προς αυτόν συγκατάβασιν. Τι δε μηχανεύεται ο φθονερός και μισάνθρωπος εχθρός; Βλέπων τον θείον Παΐσιον, ότι διέρχεται ασφαλώς τας παγίδας του και μένει αβλαβής από τας επιβουλάς του, έτριζε τους οδόντας του, και μη δυνάμενος να πλησιάση εις αυτόν, δια την δύναμιν όπου έλαβεν από τον Θεόν, επεχείρησε να τον νικήση δολίως με άλλον μέσον· ήτοι εδοκίμασε μήπως τον γυμνώση από την αρετήν της ακτημοσύνης και ακολούθως από την θείαν χάριν, τοιουτοτρόπως δε πλησιάση εις αυτόν και τον νικήση. Παρουσιάζεται όθεν ο πολυμήχανος εις πλούσιον τινα της Αιγύπτου, εμφανισθείς εις αυτόν με σχήμα Αγγέλου, και του λέγει· ύπαγε εις την έρημον, όπου θέλεις εύρει πτωχόν τινα άνθρωπον, Παΐσιον ονόματι, πλουτισμένον όμως και λαμπρώς εστολισμένον με τας αρετάς, και σκεύος εκλεκτόν της θείας χάριτος· προσκύνησον δε αυτόν προσφέρων εις αυτόν πλουσιοπαρόχως χρήματα πολλά, δια να τα μοιράση ελεημοσύνην εις τους εκεί ασκουμένους Μοναχούς. Ο δε πλούσιος, μη γνωρίσας την διαμονικήν πλάνην, παραλαβών φορτίον αργυρίου και χρυσίου ήλθεν εις τον Άγιον. Αλλ’ ο Θεός απεκάλυψεν εις τον δούλον του την επιβουλήν του δαίμονος, και την παγίδα την οποίαν έστησεν εις αυτόν, δια της δωρεάς του άρχοντος. Όθεν εσηκώθη παρευθύς ο Όσιος και επήγεν εις προϋπάντησιν του άρχοντος. Ευθύς δε ως τον είδεν εκείνος, τον ηρώτησε· ποίος είναι ο Παΐσιος, και που ευρίσκεται; Ο δε Παΐσιος του λέγει· τι τον θέλεις; Ο δε άρχων του απεκρίθη· αργύρια έφερα να του δώσω, δια να μοιράση ελεημοσύνην εις τους Μοναχούς. ο δε Όσιος του λέγει· συγχώρησόν μας, φιλόχριστε άνθρωπε, διότι ημείς ουδεμίαν ανάγκην έχομεν αργυρίων, όταν θελήσωμεν να κατοικήσωμεν εις την έρημον ταύτην· μόνον λάβε ταύτα και πορεύου εις ειρήνην και μη λυπήσαι. Διότι ο Θεός θέλει δεχθή την δωρεάν σου, εάν αυτά τα αργύρια, που έφερες δια να δώσης εις τους Μοναχούς, τα διαμοιράσης εις τους πτωχούς· ότι εις τα χωρία της Αιγύπτου υπάρχουν πολλοί ενδεείς και ορφανά και χήραι· εάν δε θελήσης να φροντίζης περί αυτών, θέλεις λάβει παρά Θεού πολλαπλασίους τους μισθούς. Ο δε άρχων, υπακούσας εις τους λόγους του Αγίου επέστρεψεν εις την Αίγυπτον. Επιστρέψαντος δε του Παϊσίου εις το σπήλαιόν του, εφάνη εις αυτόν ο διάβολος λέγων· ω βία! Δεν δύναμαι Παΐσιε, να σου κάμω τίποτε, διότι κατενίκησες τας παγίδας μου· φεύγω λοιπόν από σε και πορεύομαι να πολεμήσω άλλους, εις σε δε πλέον δεν έρχομαι, διότι ενικήθην. Ο δε Όσιος επιτιμήσας αυτόν είπε· σιώπα, διάβολε, ότι είσαι πολύς εις την κακίαν· ούτω δε καταισχυνθείς εδιώχθη, και πλέον δεν ετόλμα να πλησιάση εις αυτόν. Ο δε θείος Παΐσιος απήλθεν εις την εσωτέραν έρημον, και κατά μεν το σώμα κατώκει εκεί με σκληράν και σχεδόν άσαρκον διαγωγήν, κατά δε το πνεύμα εσυλλογίζετο τα επουράνια και συνωμίλει με τον Δεσπότην Χριστόν. Όθεν το θείον Πνεύμα όπου εκατοικούσεν εις τον Παΐσιον ηυδόκησε να τον κάμη θεωρητήν των ουρανίων θησαυρών και της αγαλλιάσεως, την οποίαν απολαμβάνουν οι δίκαιοι. Προσευχόμενος όθεν μίαν φοράν ήλθεν εις έκστασιν, αρπαγείς εις τον ουρανόν· και πρώτον μεν εθεώρει τα τερπνά κάλλη του Παραδείσου, εμπλησθείς χαράς και αγαλλιάσεως· έπειτα είδε και την Εκκλησίαν των πρωτοτόκων, ήτις είναι εις τους ουρανούς, ήτοι όλους τους Αγίους· μεταλαμβάνων δε από την άϋλον εκείνην τρυφήν και απόλαυσιν εκ της οπτασίας εκείνης, ηξιώθη παρά Θεού να λάβη το χάρισμα της εγκρατείας και ασιτίας· μεταλαμβάνων δε των Αχράντων Μυστηρίων κάθε Κυριακήν, έμενε νηστικός όλην την εβδομάδα, έως την άλλην Κυριακήν, ότε μετελάμβανε πάλιν των Αχράντων Μυστηρίων, με την Αγίαν Μετάληψιν δε μόνον επερνούσε, χωρίς καμμίαν άλλην τροφήν. Ας μη απιστήση δε τις από εκείνους, όσοι πείθονται εις τον θείον λόγον, μηδέ ας αμφιβάλλη δια την αλήθειαν των λεγομένων, διότι όλα υποτάσσονται εις το θείον νεύμα και θέλημα· δια τούτο δεν θέλω κρύψει την αλήθειαν, ότι με την μετάληψιν των θείων Μυστηρίων επέρασε νηστικός χωρίς σωματικήν τροφήν εβδομήκοντα χρόνους, τούτο όμως δεν είναι θαυμαστόν ούτε αδύνατον δια την ανείκαστον δύναμιν του Θεού. Διότι τα σωματικά φαγητά τα ζητεί η φύσις δια την σύστασιν και διαμονήν των σωμάτων, η δημιουργική όμως δύναμις του Θεού, ήτις είναι ανενδεής και εις νόμον της φύσεως ουδόλως υποτάσσεται, δίδει βέβαια αυτό το χάρισμα εις τους υψηλοτέρους και ανωτέρους της φύσεως, οίος ήτο και ο θείος ούτος Παΐσιος, το οποίον χάρισμα είναι υπέρ την ανθρωπίνην δύναμιν και φύσιν. Τοιουτοτρόπως υπέρ πάντα νόμον της φύσεως διεφύλαξεν άτροφον και τον Προφήτην Ηλίαν έως τώρα και θέλει τον φυλάξει έως εις τους υστέρους καιρούς. Και ταύτα μεν ικανά προς απόδειξιν του υπερφυσικού τούτου χαρίσματος. Συνέτρεχον δε εις τον θείον Παΐσιον, κατ’ ευδοκίαν Θεού, πλήθη αναρίθμητα Μοναχών και λαϊκών, επιθυμούντες να συγκατοικούν με αυτόν, οίτινες, περικυκλώσαντες αυτόν, καθώς αι μέλισσαι το κηρίον, απελάμβανον απλήστως το νοητόν μέλι και την γλυκυτάτην διδασκαλίαν του, θαυμασίως δε γλυκαινόμενοι από αυτήν, άφηνον τον κόσμον και τα εν τω κόσμω και καθ’ εκάστην επληθύνετο ο αριθμός των Μοναχών. Όθεν τους μεν επιθυμούντας να ησυχάζουν κατά μόνας εδίδασκε να συνομιλούν με τον Θεόν δια προσευχής, τους δε θέλοντας να είναι εις υποταγήν και υπακοήν, την μακαρίαν όντως διαγωγήν, εισήγεν εις κοινόβιον, να συγκατοικούν με άλλους αδελφούς, διορίζων αυτούς να εργάζωνται και εργόχειρον αρμόδιον εις αυτούς· αφ’ ενός μεν, ίνα μη παραμένουν αργοί, αλλά να γυμνάζωνται, δια να έχουν το σώμα επιτήδειον εις τους κόπους των αρετών, αφ’ ετέρου δε δια να κερδίζουν τα δια την επίγειον ζωήν αναγκαία με τον ιδρώτα και τους κόπους των και να ελεούν και τους πτωχούς. Επάνω δε εις όλα τους έδωκεν εντολήν απαράβατον, να μη κάμνουν τίποτε, ουδέ το παραμικρόν, ακολουθούντες το θέλημά των, αλλά με γνώμην και άδειαν του πνευματικού των πατρός. Τοιουτοτρόπως μεν εδίδασκε και επεμελείτο τους αδελφούς· την δε άσκησιν όπου έκαμνεν εκείνος εις την ησυχίαν και αναχώρησιν, τις δύναται να την διηγηθή κατά ακρίβειαν; Απήλθε ποτέ εις την εσωτέραν έρημον ο θείος Παΐσιος, και ευρών εκεί σπήλαιον, κατώκησεν εις αυτό τρεις χρόνους· επειδή δε οι τρίχες της κεφαλής του ηύξησαν κατά πολύ και εμάκρυναν, τι μεθοδεύεται ο αοίδιμος; Εκάρφωσε πάσσαλον εις το ανώτερον μέρος του σπηλαίου, και προσέδενεν εις αυτόν την κόμην του. Ούτω προσηύχετο σπουδαιότερον και κοπιαστικώτερον· όχι δε μόνον τούτο, αλλά και εις άλλους πολλούς αγώνας και κόπους υπεβάλλετο νύκτα και ημέραν, και θερμαινόμενος από την αγάπην του Χριστού ανάπαυσιν ελογίζετο τους αδιακόπους εκείνους αγώνας. Δια τούτο και ο Σωτήρ ημών εφανερώθη εις αυτόν, καθώς υπεσχέθη εις το Ιερόν Ευαγγέλιον. Όθεν εις καιρόν όπου προσηύχετο ο Παΐσιος, επιφαίνεται έμπροσθέν του ο Σωτήρ ημών, το πλέον ποθεινόν από όλα τα πάντα· μη δυνάμενος δε ο Όσιος να βλέπη την θείαν εκείνου μορφήν, έπεσεν εις την γην έντρομος και έμφοβος. Ο δε Σωτήρ, ω της ανεκδιηγήτου σου αγάπης, Χριστέ βασιλεύ, την οποίαν δεικνύεις προς τους ιδικούς σου θεράποντας! Απλώσας την χείρα Του τον εσήκωσεν επάνω, και του είπεν· «ειρήνη σοι τω εμώ θεράποντι. Μη φοβού, διότι υπερβαλλόντως ευφραίνεται η αγαθότης μου εις τα έργα σου· και η προσευχή σου είναι εξαιρέτως ευπρόσδεκτος και αρεστή εις εμέ· ευφραίνου λοιπόν και λάβε λαμπροτάτην την πληρωμήν δι’ αυτά τα έργα σου. Ιδού ότι σοι δίδω χάρισμα τοιούτον: όποιον αίτημα ήθελες ζητήσει εν τω ονόματί μου, να σου δίδεται· και προς τούτοις δι’ όσους αμαρτωλούς ήθελες μεσιτεύσει εις εμέ, να συγχωρώνται αι αμαρτίαι των». Ταύτα παρά του Κυρίου ακούσας ο ιερός Παΐσιος είπεν· Είθε, Χριστέ Βασιλεύ, να αξιωθώ ο τάλας εγώ να λάβω τοιαύτην φιλανθρωπίαν από την αγαθότητά Σου, ήτοι να μοι δοθή χάρις δια να ζητώ εκείνα όπου πρέπει και εκείνα όπου είναι αναγκαία εις εμέ, δια να περάσω εύκολα τας σωτηριώδεις οδούς των προσταγμάτων Σου, ίνα επιτύχω τέλος αγαθόν, ότι χωρίς την ιδικήν Σου πρόνοιαν δεν είναι δυνατόν εις ημάς να επιτύχωμεν κανένα καλόν· διότι, εάν Συ έχυσες το τίμιον αίμα Σου δια την σωτηρίαν μας και κατεδέχθης να υπομείνης θάνατον και ταφήν και δια της αναστάσεώς Σου εχάρισας εις ημάς ζωήν αιώνιον, πόσους άραγε θανάτους χρεωστούμεν να υπομείνωμεν ημείς δια την αγάπην Σου; Αφού δε είπεν ο Παΐσιος ταύτα, τον ευλόγησεν ο Σωτήρ και ανέβη εις τους ουρανούς. Ότι δε έλαβεν αληθώς την τοιαύτην χάριν παρά Θεού ο Όσιος, από τα ακόλουθα θέλει γίνει φανερόν. Υποτακτικός γέροντος τινος απέθανεν, όστις πλανηθείς από τον φθονερόν διάβολον, ευρίσκετο εις κρίμα απειθείας και παρακοής· το δε χειρότερον ότι και εις άλλην αμαρτίαν έπεσε και δεν μετενόησεν ο άθλιος. Ο γέρων του λοιπόν παρεκάλει πολλάκις τον Θεόν να του φανερώση, που κατήντησεν η ψυχή του οκνηρού υποτακτικού του· όθεν του εφανερώθη ότι ετιμωρείτο μέσα εις τον Άδην με χαλεπά και σκληρά βάσανα. Πληγωθείς σφοδρώς όθεν την καρδίαν, δεν έπαυε παρακαλών τον Θεόν υπέρ αυτού και προσθέτων νέαν νηστείαν εις την προτέραν του νηστείαν έμεινε νηστικός τεσσαράκοντα ημέρας. Και τότε ήκουσε φωνήν ήτις του έλεγεν· αυτή η ψυχή, δια την οποίαν θερμώς παρακαλείς, πρέπει να είναι εις τον Άδην, έως ότου να έλθω μετά Αγγέλων και σαλπίγγων και τότε θέλει λάβει την πρέπουσαν ανταπόδοσιν των έργων αυτής. Ταύτην δε την απόφασιν ακούσας ο γέρων ελυπήθη πολύ και κοντά εις τας προτέρας τεσσαράκοντα ημέρας προσέθεσε και άλλας τεσσαράκοντα, νηστεύων και ταλαιπωρών τον εαυτόν του περισσότερον και παρακαλών τον Θεόν. Αλλά πάλιν ήκουσε παρά Θεού· ας μένη εις τον Άδην, έως να έλθω επί νεφελών. Επειδή λοιπόν δεν ηδυνήθη να καταπείση την θεϊκήν ευσπλαγχνίαν να τον συγχωρήση (και τούτο ίσως το έκαμεν ο Σωτήρ, δια να βάλη ο γέρων μεσίτην τον θείον Παΐσιον, προς τον Θεόν, ούτω δε εισακούων αυτού να βεβαιωθή δια την υπόσχεσιν που του έδωκεν) έτρεξεν εις την εσωτέραν έρημον προς τον Παΐσιον, ηξεύρων την παρρησίαν όπου είχεν εις τον Θεόν και ελπίζων, ότι εκείνος μόνος δύναται να εξιλεώση τον Θεόν. Ο δε Όσιος, γνωρίσας δια της θείας χάριτος τον ερχομόν του γέροντος, εξήλθεν εις προϋπάντησίν του και μετά τον προς αλλήλους ασπασμόν είπε προς αυτόν· διατί, ω πάτερ, ήλθες εις εμέ τον ευτελή και αμαρτωλόν, ταλαιπωρηθείς τόσον πολύ; Ο δε γέρων διηγούμενος την συμφοράν τού μαθητού του και τας δεήσεις τας οποίας προσέφερεν εις τον Θεόν υπέρ αυτού, και την απόφασιν όπου ήκουσεν, ότι θέλει παιδεύεται εις τον Άδην έως της παρουσίας του Κυρίου, του είπε: δια τούτο ήλθα να παρακαλέσω την οσιότητά σου, δια να με συμπονέσης τον ταλαίπωρον και να παρακαλέσης τον Θεόν δια τον άθλιον μαθητήν μου, διότι πιστεύω ότι, αν τον παρακαλέσης, θέλει σου εισακούσει· λοιπόν μη με αφήσης παραπονεμένον, αλλά παρακάλεσέ Τον, αλλέως δεν φεύγω απ’ εδώ. Ταύτα λέγων ο καλός εκείνος γέρων κατέπεισε περισσότερον με τα δάκρυά του παρά με τους λόγους του τον μέγαν Παΐσιον να δεηθή του Θεού, και να εξιλεώση τους οικτιρμούς του. Λέγει ο Όσιος προς τον γέροντα· ω ιερά κεφαλή, δεν είναι δυνατόν εις εμέ να επιχειρήσω τοιούτον έργον· ότι τούτο είναι έργον ιδικόν σου και της ιδικής σου μεγαλονοίας· αλλ’ αν και κατά το παρόν δεν σου εισακούη ο Θεός δια τας αιτίας όπου ηξεύρει αυτός μόνος, διότι τα κρίματα αυτού είναι άβυσσος πολλή, όμως δια να μη παρακούσω το πρόσταγμά σου, ιδού παρακαλώ τον Θεόν μαζί με την οσιότητά σου και ό,τι φανή αρεστόν εις Αυτόν, ας γίνη. Μένων λοιπόν συ εις αυτόν τον τόπον παρακάλεσε τον Θεόν και εγώ πορεύομαι εις την εσωτέραν έρημον να τον παρακαλέσω. Αφού έφθασεν εκεί ο Όσιος, εστάθη εις προσευχήν και υψώσας τας χείρας και τον νουν του εις τον ουρανόν είπε· «Δημιουργέ των απάντων, επίβλεψον εις τας δεήσεις ημών των αναξίων δούλων Σου και ως αγαθός ελευθέρωσον από τα δεσμά του άδου την ψυχήν του μαθητού του γέροντος». Ταύτα και τα τούτοις όμοια προσευχόμενος εις τον Θεόν, δεν ήτο τρόπος να μη εισακουσθή, κατά την αψευδή υπόσχεσιν όπου έλαβεν· αλλά παρευθύς ο Χριστός, ο πανταχού παρών αοράτως, φανερώνεται εις αυτόν και του λέγει· τι ζητείς ολοψύχως, δούλε μου Παΐσιε; Εκείνος απεκρίθη· Συ, Κύριε, όστις γινώσκεις τα πάντα, ηξεύρεις ότι ζητώ να ελεήσης τον παρήκοον και αμαρτωλόν μαθητήν του γέροντος, όστις βασανίζεται, αλλοίμονον! εις τον Άδην ο ταλαίπωρος· λοιπόν δέομαί σου, επάκουσόν μου του δούλου σου, και ως συμπαθής και πολυεύσπλαγχνος λύτρωσε αυτόν. Είπε δε προς αυτόν ο Σωτήρ· αλλ’ εγώ απεφάσισα να μένη εκείνος εις τον Άδην και να βασανίζεται δια την παρακοήν του και την αμαρτίαν του, έως ότου έλθω επί νεφελών μετ’ Αγγέλων. Ο δε εκλεκτός του Κυρίου Παΐσιος, παρακαλών θερμότερον τον Σωτήρα, είπε: Δέσποτα των απάντων, ποίον πράγμα δεν υποτάσσεται εις το πρόσταγμά σου, όταν θελήσης; Εύκολον είναι εις Σε τον Δεσπότην των αιώνων και ποιητήν όλων των όντων να κάμης και τώρα τον αυτόν τρόπον εκείνης της μελλούσης παρουσίας σου. Ακούσας ταύτα ο Σωτήρ ανέβη εις τους ουρανούς. Έπειτα καταβαίνει επί νεφελών με δόξαν πολλήν, μετ’ Αγγέλων, Αρχαγγέλων και σαλπίγγων, άμα δε με χορούς δικαίων και με όλας εκείνας τας δυνάμεις μετά των οποίων μέλλει να κατέλθη εν τη εσχάτη ημέρα της Κρίσεως. Ακολούθως ετέθησαν θρόνοι και καθέδρα φοβερά, ύστερον εκλήθη και η ψυχή του αποθανόντος υποτακτικού, ήτις ανέβη από τον Άδην και παρασταθείσα εις τον Κριτήν, εδόθη εις τας χείρας του Παϊσίου· έπειτα εδόθη εις τον γέροντά του, ο οποίος την ώραν εκείνην προσηύχετο με πολύν αγώνα (καθώς συνεφώνησαν πρότερον, ότι και οι δύο να προσεύχωνται). Τότε ήκουσεν άνωθεν φωνήν ο γέρων λέγουσαν· απόλαβε την ψυχήν του μαθητού σου, δια των χειρών του θεράποντός μου Παϊσίου, ήτις ηλευθερώθη από τον Άδην και δεν θέλεις ιδεί πλέον αυτήν εις τα βάσανα, αλλ’ εις ανάπαυσιν· παρευθύς δε ήλθεν η ψυχή του μαθητού και παρεστάθη έμπροσθεν του γέροντος, και ωμολόγει, ότι πολλά έπαθε από τα βάσανα της κολάσεως, δια την παρακοήν, επειδή αυτή εγένετο αιτία να πέση εις αμαρτίαν και δι’ αυτήν εδοκίμασε τα δεινά του Άδου· αλλά δια μέσου των ευχών του γέροντος και του θείου Παϊσίου ηυσπλαγχνίσθη αυτήν ο φιλάνθρωπος Θεός και την ηλευθέρωσεν από τα δεσμά του Άδου, τώρα δε πορεύεται εις τον τόπον των δικαίων. Ταύτα μεν εφάνησαν εις τον γέροντα εν καιρώ της προσευχής του· αφού δε επληροφορήθη πλέον δια την σωτηρίαν του μαθητού του, επήγε παρευθύς εις τον μέγαν Παΐσιον, ευρών δε αυτόν ευχαριστούντα τον Θεόν δια την σωτηρίαν του αποθανόντος μαθητού, του εφανέρωσε την οπτασίαν όπου είδεν· ο δε Παΐσιος διηγήθη πάλιν εις τον γέροντα την φρικτήν παρουσίαν του Κυρίου και όλα τα άλλα όπου είδε και ηυχαρίστησαν ομού τον Θεόν, όστις έκαμε τα τοιαύτα θαυμάσια. Έπειτα είπεν ο γέρων προς τον μέγαν Παΐσιον· ευχαριστώ σοι μεγάλως, θείε Παΐσιε, ότι δια των προσευχών σου όχι μόνον τον απηλπισμένον μαθητήν μου έσωσας, αλλά και την ιδικήν μου ψυχήν, ήτις εκινδύνευε δεινώς από την λύπην. Πλην παρακαλώ σε να μου ειπής ποία είναι η θαυμαστή πράξις σου και ποίοι οι αγώνες σου, δια τους οποίους ηξιώθης να λάβης τοιαύτα χαρίσματα; Τότε ο μέγας Παΐσιος με μεγάλην ταπείνωσιν του είπε· συγχώρησόν μοι, τίμιε πάτερ, κανέν έργον δεν ευρίσκεται εις εμέ τον ταπεινόν, όπερ να είναι άξιον δια την τοιαύτην χάριν· αλλ’ η θεία Πρόνοια, ήτις οικονομεί τοιαύτα εις εκείνους οίτινες ζητούν βοήθειαν εξ όλης ψυχής των, εισήκουσε τας ιδικάς σου δεήσεις και δεν παρέβλεψε την πολλήν αγάπην, την οποίαν έδειξας εις τον μαθητήν σου, διότι εμιμήθης με το έργον τον φιλάνθρωπον Θεόν, ο οποίος δι’ ημάς τους ανθρώπους, οίτινες εξωρίσθημεν από τον Παράδεισον δια την παρακοήν μας και εγενόμεθα εχθροί του Θεού από την πλάνην του πονηρού, εγεννήθη εκ της αειπαρθένου Μαρίας, ανετράφη ως παιδίον, έπαθεν ως άνθρωπος και με το ιδικόν του πάθος μας ηλευθέρωσε, δεικνύων εις ημάς τόσην υπερβολικήν αγάπην ώστε και εμπράκτως ενομοθέτησεν, ότι ουδεμία αρετή υπάρχει μεγαλυτέρα από την καθαράν αγάπην, δια την οποίαν θυσιάζει τις και την ζωήν του δια τους φίλους του, καθώς προσέφερες ταύτην και συ, πάτερ, δια τον μαθητήν σου, και δια τούτο εισήκουσεν ο Κύριος την παράκλησίν σου και έσωσεν αυτόν. Εγώ δε είμαι αμαρτωλός άνθρωπος, και δεν γνωρίζω εις τον εαυτόν μου κανένα καλόν, δια τούτο δε είμαι ανάξιος των χαρισμάτων του Θεού· συγχώρησόν μοι λοιπόν, ω ιερωτάτη ψυχή, και έλα να ευχαριστήσωμεν και να δοξάσωμεν τον μόνον συμπαθή και φιλάνθρωπον Θεόν. Ταύτα ειπών ταπεινοφρόνως, ανύμνησεν ομού με τον γέροντα τον Θεόν τον δοτήρα πάντων των χαρισμάτων· έπειτα ευξάμενοι ο εις υπέρ του άλλου και αποχαιρετισθέντες μεταξύ των, επέστρεψεν έκαστος εις την κατοικίαν του. Ο δε πατήρ ημών Παΐσιος, των μεν όπισθεν επιλανθανόμενος, κατά τον θείον Παύλον, τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος, επεδόθη εις σκληροτέρους αγώνας και περιήρχετο την άνυδρον έρημον, αφ’ ενός μεν δια να λανθάνη τους ανθρώπους, να μη βλέπουν τους αγώνας του, αφ’ ετέρου δε δια να απολαμβάνη χωρίς καμμίαν ενόχλησιν το μέλι της ησυχίας. Αλλ’ ο Θεός δεν άφησεν εις την έρημον τον τοιούτον φωτεινόν λύχνον, αλλά θέλων να φωτίση και άλλους με το φως της εκείνου διδασκαλίας και να τους οδηγήση προς σωτηρίαν, τον επρόσταξε να έλθη εις την έξω έρημον, δια να στηρίξη τους εκεί ευρισκομένους αδελφούς και να τους κάμη με την διδασκαλίαν του μιμητάς της αρετής του και φίλους της ιεράς και ισαγγέλου πολιτείας του. Ο δε Όσιος είπε· και ποίον κέρδος θέλω λάβει εγώ, ω Κύριέ μου, εάν αφήσω την έρημον, εις την οποίαν απολαμβάνω μετά χαράς την ιδικήν σου επίσκεψιν και μεταβώ εις επίσκεψιν άλλων, τους οποίους δεν έγινα ακόμη ικανός να επιστατώ; Διότι φοβούμαι, Δέσποτα, μήπως, καταγινόμενος εις την επιστασίαν εκείνων, δεν δυνηθώ να κάμω καθώς πρέπει τα ιδικά σου προστάγματα και θέλω κατακριθή ο ταλαίπωρος δια την αμέλειάν μου. Τι δε προς ταύτα αποκρίνεται ο Σωτήρ; Όχι, του λέγει, δεν έχεις ίσους τους μισθούς δια τον κόπον εις ον θα υποβληθής δια την σωτηρίαν των άλλων, με τον κόπον τον οποίον κάμνεις εδώ εις την έρημον· αλλά δι’ εκείνον θέλεις λάβει διπλασίους και πολλαπλασίους τους μισθούς και λαμπράς τας αντιπληρωμάς εις την άνω Ιερουσαλήμ. Τότε ο θείος Παΐσιος κατήλθεν εις την έξω έρημον, κατά την θείαν προσταγήν. Μαθόντες δε οι αδελφοί τον ερχομόν του, έτρεχον προς αυτόν πλήθος πολύ και ήκουαν την γλυκυτάτην διδασκαλίαν του· διότι κατά αλήθειαν βρύσις αέναος ήτο η διδαχή του, ύδωρ αθανασίας αναβρύουσα. Όθεν επιποθών να τον ίδω και εγώ (λέγει ο Όσιος Ιωάννης), διότι ήτο δυνατόν από μόνην την θεωρίαν του να απολαύσω την θείαν χάριν, επήγα προς αυτόν, προτού δε κρούσω την θύραν του κελλίου του, τον ήκουσα συνομιλούντα έσωθεν με άλλον άνθρωπον. Όθεν συστελλόμενος να κρούσω, εστεκόμην έξω· έκαμα όμως ολίγον θόρυβον, τον οποίον ακούσας ο τίμιος πατήρ εξήλθεν έξω και βλέπων εμέ, όλος χαίρων με ενηγκαλίσθη και με ησπάζετο, καθώς και εγώ ομοίως εκείνον· εισελθών έπειτα ομού με εκείνον εις το κελλίον του και μη ιδών μέσα κανένα άλλον ηπόρουν και εσυλλογιζόμην, ποίος να ήτο άραγε εκείνος όστις προ ολίγου συνωμίλει με τον Όσιον. Όθεν εκοίταζα το ένα μέρος και το άλλο δια να ίδω τινά. Τότε ο Όσιος με ηρώτησε· διατί κυττάζεις εδώ και εκεί και απορείς, ωσάν να βλέπης κανένα παράδοξον πράγμα; Του απεκρίθην τότε εγώ· όντως παράδοξον βλέπω και απορήσας δεν ηξεύρω τι να είπω. Διότι προ ολίγου ήκουσα φωνήν άλλου ανθρώπου, όστις συνωμίλει μετά σου και τώρα δεν βλέπω άλλον τινά· όθεν τι είναι τούτο δεν ηξεύρω· παρακαλώ λοιπόν την Οσιότητά σου να μου φανερώσης τούτο το παράδοξον μυστήριον. Ο δε θείος πατήρ μού είπε· ω Ιωάννη, μυστήριον παράδοξον θέλει σου αποκαλύψει σήμερον ο Θεός· εγώ δε πρέπει να σου φανερώσω την αγάπην, όπου έχει εις ημάς η αγαθότης Του. Αυτός, φίλων άριστε, τον οποίον ήκουσες συνομιλούντα μετ’ εμού, ήτο ο μέγας Κωνσταντίνος, ο πρώτος βασιλεύς των Χριστιανών, όστις κατέβη από τον ουρανόν απεσταλμένος από τον Θεόν και μου είπε· μακάριοι είσθε σεις, οίτινες ηξιώθητε να ακολουθήσετε την μοναχικήν πολιτείαν· διότι κατά αλήθειαν ιδικός σας είναι ο ένθεος του Σωτήρος μακαρισμός. Εγώ δε ηρώτησα αυτόν· και ποίος είσαι συ, κύριέ μου, όστις λέγεις ταύτα και μακαρίζεις μεγάλως ημάς τους Μοναχούς; Μοι απεκρίθη· εγώ είμαι ο μέγας Κωνσταντίνος, όστις κατέβηκα από τους ουρανούς, δια να σου φανερώσω την δόξαν, την οποίαν απολαμβάνουν οι Μοναχοί εις τους ουρανούς, ως και την οικειότητα και παρρησίαν την οποίαν έχουν προς τον Χριστόν· και μακαρίζω μεν εσένα, ω Παΐσιε, διότι παρακινείς αυτούς εις ταύτην την ιεράν διαγωγήν της ασκήσεως, μέμφομαι δε και κατηγορώ τον εαυτόν μου, διότι δεν επέτυχα την τοιαύτην μεγαλωτάτην τάξιν των Μοναχών και δεν υποφέρω την ζημίαν την οποίαν έλαβα. Πάλιν δε ειπόντος εμού· διατί, ω θαυμάσιε, κατηγορείς τον εαυτόν σου; άραγε δεν απήλαυσας συ την αΐδιον εκείνην δόξαν και την θείαν έλλαμψιν; Μου απεκρίθη· ναι, την απήλαυσα, αλλά δεν έχω την αυτήν παρρησίαν των Μοναχών, ουδέ την ίσην τιμήν με εκείνους· διότι έβλεπον τας ψυχάς μερικών Μοναχών, αι οποίαι, χωρισθείσαι του σώματος, επετούσαν ως αετοί και με θάρρος πολύ ανέβαιναν εις τους ουρανούς, το δε εναντίον τάγμα των δαιμόνων δεν ετόλμα να πλησιάση παντελώς εις αυτάς. Έπειτα έβλεπον, ότι ηνοίγοντο εις αυτάς αι θύραι του ουρανού και εισήρχοντο εντός αυτού και εμφανιζόμεναι εις τον ουράνιον Βασιλέα, παρεστέκοντο με πολλήν παρρησίαν εις τον θρόνον του Θεού. Δια ταύτην λοιπόν την αξίαν θαυμάζων εγώ σας του Μοναχούς, σας μακαρίζω και κατηγορώ τον εαυτόν μου, ότι δεν ηξιώθην να λάβω τοιαύτην παρρησίαν. Θα ήμην μακάριος εάν άφηνον την πρόσκαιρον βασιλείαν, τον μανδύαν τον βασιλικόν και τον στέφανον, γενόμενος δε πτωχός εφόρουν σάκκον και εδεχόμην όσα άλλα ζητεί η μοναχική πολιτεία. Τότε εγώ είπον πάλιν· όλα καλά τα λέγεις, ω ιερώτατε βασιλεύ, και μας παρηγορείς με αυτά· όμως τοιαύται πρέπει να είναι αι κρίσεις του Θεού ημών και δεν είναι δίκαιον να είπωμεν αλλέως δια την θείαν δικαιοκρισίαν, διότι ο δίκαιος κριτής αποδίδει τα πάντα με δικαιοσύνην και κατά τους κόπους εκάστου αποδίδει και την πληρωμήν· ότι η ιδική σου ζωή δεν είχε τους ιδίους κόπους, ούτε ήτο ομοία με την ζωήν των Μοναχών· διότι συ μεν είχες την γυναίκα βοηθόν σου, τα τέκνα σου, τους δούλους σου και τας διαφόρους απολαύσεις και αναπαύσεις. Οι δε Μοναχοί, καταφρονήσαντες όλα τα ηδέα και χαροποιά της παρούσης ζωής, έλαβον τον Θεόν αντί όλων των αγαθών του κόσμου και αυτόν είχον χαράν και πλούτον ιδικόν των, το δε να κάμνουν τα ευάρεστα εις Αυτόν το εθεώρουν τρυφήν και μεγάλην απόλαυσιν· διότι ήσαν, κατά τον Απόστολον, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι· όθεν αδύνατον είναι εις σε, βασιλεύ μου, να έχης την ιδίαν μετ’ εκείνων αντιμισθίαν. Καθ’ ον χρόνον λοιπόν ελέγομεν ημείς ταύτα, ήλθες και συ, αδελφέ μου Ιωάννη, εκείνος δε παρευθύς ανέβη εις τους ουρανούς. Όθεν τώρα όπου έμαθες φανερά, δια του παρόντος μυστηρίου, πόσα καλά προξενούν οι πόνοι της ασκήσεως, στήριξον τους αδελφούς. Ταύτα ακούσας εγώ ο Ιωάννης, μεγάλας ευχαριστίας απέδωκα τω Θεώ· έπειτα συνομιλήσας ικανώς με τον θείον Παΐσιον, υπέστρεψα εις την κατοικίαν μου χαίρων και αγαλλόμενος. Και ταύτα μεν ούτως· βούλεται δε ο λόγος να δείξη και τον διάπυρον ζήλον, τον οποίον είχεν εις την πίστιν ο μέγας Παΐσιος. Γέρων τις κατοικών εις τι χωρίον, κείμενον παρά τα μέρη της Αιγύπτου, πλανηθείς εξ αγνοίας, έλεγεν, ότι οι Χριστιανοί πρέπει να σέβωνται και να λατρεύουν μόνον τον Πατέρα και τον Υιόν, το δε Άγιον Πνεύμα να μη το λατρεύουν, μηδέ να το λέγουν Θεόν, εις την πλάνην δε αυτήν και κακοφροσύνην ηκολούθει πλήθος ανθρώπων αρκετόν. Ο δε Θεός, θέλων να μη ματαιωθούν και αφανισθούν οι ασκητικοί κόποι και ιδρώτες του γέροντος, εφανέρωσεν εις τον Όσιον τα βλάσφημα εκείνου φρονήματα, καθώς και το χωρίον εις το οποίον κατοικούσε· παρευθύς δε ο θείος Παΐσιος, αφού κατεσκεύασε πλήθος πολύ ζεμπιλίων με τρεις λαβάς, τα επήρε και επήγε προς τον γέροντα εκείνον· ευρέθησαν δε εκεί την ώραν εκείνην και πολλοί από εκείνους, οι οποίοι ήσαν συγκοινωνοί του βλασφήμου εκείνου δόγματος· οι οποίοι ιδόντες τα ζεμπίλια με τρεις λαβάς και μη γνωρίσαντες τον Παΐσιον, εθαύμασαν πολύ και απορούντες δια την κατασκευήν των ζεμπιλίων, τον ηρώτων τι είναι αυτά και τι σκοπόν έχει να τα κάμη. Εκείνος δε είπε· να τα πωλήσω θέλω· εκείνοι πάλιν την ηρώτησαν· και διατί τα έκαμες με τρεις λαβάς; Απεκρίθη ο Όσιος· επειδή είμαι φίλος και εραστής της Αγίας Τριάδος και πρέπει να φανερώνω με τα έργα, τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος και να την υμνώ και να την δοξάζω τρισυπόστατον, έχων εις τας χείρας μου τα σημεία της Τριάδος· διότι, καθώς η Αγία Τριάς είναι μία φύσις και έχει τρία πρόσωπα, αν δε την εννοήση τις άλλως πως, δεν την εννοεί ορθώς, τοιουτοτρόπως και ταύτα τα ζεμπίλια· έκαστον εξ αυτών έχει μίαν ουσίαν εις τρία θεωρουμένην, επειδή εις εκάστην εκ των τριών λαβών ευρίσκεται εξ ίσου όλη η ουσία της σπυρίδος. Ούτω λοιπόν και η άϋλος φύσις και υπερούσιος Θεότης ευρίσκεται εξ ίσου εις τρεις χαρακτήρας, ήτοι εις τρία πρόσωπα, εις Πατέρα, εις Υιόν, και εις Άγιον Πνεύμα, διαμένει δε όλη εις έκαστον πρόσωπον και ούτε περισσότερον από τα τρία πρόσωπα λέγεται, ούτε ολιγώτερον, ήτοι ούτε τετράς, ούτε δυάς, αλλά τριάς. Κανέν δε πρόσωπον της Αγίας Τριάδος δεν είναι μεγαλύτερον από το άλλο, ούτε το άλλο είναι μικρότερον από τούτο, αλλά πάντα είναι ίσα, ομοούσια και αχώριστα. Ταύτα λέγοντος με συντομία του θείου Παϊσίου, εγνώρισεν ο γέρων και όλοι οι εκεί ευρεθέντες την αλήθειαν και ευλαβηθέντες αυτόν, του είπον· ειπέ μας, ω θαυμάσιε, και άλλα ακόμη καθαρώτερα περί Ορθοδοξίας, μετεχειριζόμενος και άλλας τοιαύτας φανεράς αποδείξεις, διότι από την αρχήν των λόγων σου μας ετρόμαξες. Ο δε θείος Παΐσιος, με πεπαρρησιασμένη φωνήν, ανέτρεψεν όλα τα βλάσφημα λόγια των αιρετικών και τα απέδειξε περισσότερον αδύνατα και από το ύφασμα της αράχνης· την δε ορθόδοξον πίστιν εφανέρωσεν εις αυτούς πλατύτερον και με περισσότερα παραδείγματα, τυπώσας δε αυτήν μέσα εις τας καρδίας των, τους έφερεν εις γνώσιν αληθή της Αγίας Τριάδος, αποδεικνύων με πολλάς μαρτυρίας των θείων Γραφών, ότι είναι Θεός και το Πνεύμα το Άγιον, καθώς και ο Πατήρ και ο Υιός· έπειτα νουθετήσας όλους αυτούς και διδάξας να ομολογούν την άγνοιάν των και να μετανοήσουν δια την κακοφροσύνην των, επέστρεψε πάλιν εις την έρημον δοξάζων και ευχαριστών τον Θεόν. Φθάσαντος δε εις την έρημον έλαμψεν έξαφνα φως έμπροσθέν του και κυττάζων εις το φως εκείνο, έβλεπε τάγματα Αγγέλων, τα οποία εγέμιζαν την έρημον· όθεν θαυμάσας τι τάχα να ήτο το φαινόμενον, ήκουσε παρά του φύλακος αυτού Αγγέλου, ότι και όταν είσαι εδώ, Παΐσιε, και όταν λείπης, φυλάττομεν τους Μοναχούς, οίτινες κατοικούν εις ταύτην την έρημον, καθώς σου υπεσχέθη ο των όλων Θεός. Αυτός δε με ευχαριστηρίους ύμνους εδόξαζε τον Θεόν, όστις έχει την φροντίδα περί πάντων. Και ταύτα μεν περί τούτων· περί δε του προφητικού χαρίσματος, όπερ ηξιώθη να λάβη ο μέγας Παΐσιος, θέλει το φανερώσει ακολούθως η διήγησις. Επειδή λοιπόν η φήμη του Οσίου διεδόθη εις όλην σχεδόν την οικουμένην και παρεκίνει τους φιλαρέτους να υπάγουν να τον ίδουν και να λάβουν την ευχήν του, δια τούτο και ο Όσιος Ποιμήν, ο μέγας εν πατράσιν, νέος ων ακόμη εκείνον τον καιρόν και επιθυμών θερμώς να τον ίδη, επήγεν εις τον Όσιον Παύλον και τον παρεκάλει να υπάγουν μαζί προς τον μέγαν Παΐσιον, ότι ο Παύλος ήτο γνώριμος και φίλος του Παϊσίου και επήγαινε συχνά εις αυτόν. Ο δε πατήρ ημών Παύλος του είπε· συστέλλομαι, τέκνον, να σε υπάγω προς αυτόν, διότι είσαι νέος και εκείνος είναι υψηλός εις την αρετήν, απλώς δε και ως έτυχε δεν πηγαίνομεν προς αυτόν, αλλά με σκέψιν πολλήν και ευλάβειαν και όχι πάλιν πάντοτε, αλλά εις καιρόν αρμόδιον τον επισκεπτόμεθα χάριν ωφελείας. Αλλ’ εγώ, του λέγει ο Ποιμήν, μένω έξω από το κελλίον του, όταν υπάγωμεν, και εάν ακούσω μόνον την θείαν του φωνήν, όταν συνομιλή μετά σου, θέλω λάβει υπερβολικήν χαράν και θέλω το γνωρίζει μεγάλον χάρισμα. Εάν δε και είναι δύσκολον να ακούσω την φωνήν του και εάν μόνον ψαύσω το κελλίον του θέλω τύχει σωτηρίας· αλλά και όταν εξέρχεσαι από το κελλίον του, θέλω ασπασθή τους πόδας σου, οίτινες επάτησαν την γην εκείνην, την οποίαν πατούν οι ωραίοι πόδες εκείνου και με τούτο θέλω απολαύσει πλουσίαν ευλογίαν. Ταύτα λέγοντος του Ποιμένος, εθαύμασεν ο Όσιος Παύλος δια την ταπείνωσίν του και την πολλήν πίστιν, την οποίαν είχεν εις τον Παΐσιον και παραλαβών αυτόν μαζί του, επήγεν εις αυτόν, Φθάσαντες δε εις το κελλίον του, εμβήκε μέσα μόνον ο Παύλος, ο δε θείος Παΐσιος φιλικώς και πατρικώς τούτον υποδεξάμενος, τον ηρώτησε δια τον Ποιμένα, και ο Παύλος του είπεν, ότι έμεινεν έξω, διότι συστέλλεται να εισέλθη. Εκείνος τότε προσέταξε να εισέλθη μέσα, και είπε προς τον Παύλον· δεν είναι καλόν να εμποδίζωνται οι τοιούτοι και να μένουν έξω, όταν έρχωνται προς ημάς, διότι αυτοί εύκολα πηγαίνουν εις τον ουρανόν, λέγει ο Σωτήρ ημών. Ταύτα ειπών ενηγκαλίσθη τον νέον, και ευλογών αυτόν είπε· να μου ενθυμηθής, ω φίλτατε Παύλε, ότι ούτος ο νέος μέλλει να σώση πολλών ανθρώπων ψυχάς και πολλοί δια μέσου αυτού θα αξιωθούν να απολαύσουν τον Παράδεισον· διότι χειρ Κυρίου φαίνεται μαζί του, η οποία τον διαφυλάττει και τον οδηγεί εις τας θείας εντολάς· έπειτα έβαλεν επάνω εις αυτόν τας χείρας του και ευλογήσας αυτόν, τον απέστειλεν ομού με τον Παύλον, οι οποίοι επιτυχόντες του ποθουμένου εδόξαζον μεγάλως τον Θεόν. Μίαν φοράν, ότε είχεν ο ιερός Παΐσιος είκοσι μίαν ημέρας όπου ενήστευεν, εφάνη εις αυτόν ο Χριστός και του είπε· πολύ κακοπαθείς δι’ εμέ, ω εκλεκτέ μου Παΐσιε· αυτός δε του είπε· και τι μεγάλον πράγμα είναι η ιδική μου ουτιδανή κακοπάθεια, ω αγαθέ μου Δέσποτα, και μάλιστα όταν η αγαθότης Σου δίδης εις εμέ την δύναμιν; Ο δε Σωτήρ είπε· κάθε καλόν έργον είναι ευπρόσδεκτον εις εμέ και θέλω ανταποδώσει τον μισθόν εις εκείνους όπου το κάμνουν, ίσον με τους κόπους των· όθεν ακολούθει μοι. Ο δε Παΐσιος τον ηκολούθησεν, έως ότου επήγεν εις ένα σπήλαιον της ερήμου· τότε λέγει ο Σωτήρ προς αυτόν· είσελθε ίνα ίδης άνδρα τη αληθεία αγωνιστήν· εισελθών λοιπόν εις το σπήλαιον ο Παΐσιος, είδεν άνθρωπον, όστις εκυλίετο κατά γης, τρίβων το στόμα του και το πρόσωπόν του εις το έδαφος, απορήσας δε δια τον υπερβολικόν αγώνα του ανδρός, εξήλθε παρακαλών να μάθη από τον Ιησούν Χριστόν το αίτιον του μεγάλου αγώνος του ανδρός. Ο δε Κύριος του λέγει· είδες τον ιδικόν μου αγωνιστήν πόσον μεγάλους κόπους υπομένει δι’ εμέ; Τον είδον Δέσποτα, λέγει ο Παΐσιος και έφριξα εις τους πόνους των αγώνων του· αλλά παρακαλώ την αγαθότητά Σου να μου φανερώση, πως έχει τόσον αγώνα; Τότε ο Σωτήρ του λέγει· δύο ημέρας έχει μόνον όπου νηστεύει και ιδού τον βλέπεις πόσον ταλαιπωρείται από την πείναν και την δίψαν. Ταύτα ακούσας ο Παΐσιος είπε· πως τότε εγώ έχω είκοσι δύο ημέρας όπου νηστεύω και δεν έπαθα κανέν παρόμοιον; Διότι συ, του είπεν ο Σωτήρ, ενδυναμούσαι από την χάριν μου και νηστεύεις ακόπως· εκείνος δε ως αθλητής από μόνην την προαίρεσίν του νηστεύει με κόπον πολύν, φλεγόμενος δε από τον πολύν πόθον όπου έχει εις εμέ, υποφέρει και πάσχει υπέρ την δύναμίν του. Έπειτα ερωτήσας ο Παΐσιος τον Κύριον, ποίαν πληρωμήν έχει να λάβη από την αγαθότητά Του δια τας δύο ημέρας, του απεκρίθη. Ομοίαν πληρωμήν θέλει λάβει ούτος δια τας δύο ημέρας, με εκείνην όπου έχεις και συ να λάβης δια τας είκοσι δύο, εξ ίσου θέλω είπει «είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου» και εις σε όπου έλαβες τα πέντε τάλαντα και εις εκείνον, όστις έλαβε τα δύο, διότι εξ ίσου επράξατε το καλόν και εφάνητε και οι δύο πρόθυμοι, κατά την δύναμίν σας. Ταύτα ειπών ο Σωτήρ εγένετο άφαντος. Επιστρέψας ο Όσιος πατήρ ημών Παΐσιος εις το κελλίον του επρόσθεσεν εις τον εαυτόν του περισσοτέρους αγώνας, παρακαλών τον Θεόν να γίνη ανώτερος από τροφήν· δεν ήτο δε η τροφή του άλλο τι, καθώς είπομεν, παρά η μετάληψις του αχράντου Σώματος και του τιμίου Αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού κάθε Κυριακήν. Ο δε Σωτήρ φιλανθρώπως εφανερώθη πάλιν εις τον δούλον του Παΐσιον, και του λέγει· τι παρακαλείς πλέον δια τροφήν, αφού δεν τρώγεις τίποτε; Άλλο τίποτε εάν χρειάζεσαι, ζήτησε· αυτός δε του λέγει· παρακαλώ Σε, Κύριέ μου, όταν εξέλθω από την έρημον ταύτην και υπάγω εις επίσκεψιν αδελφών, να έχω την άδειαν να έλθω οπίσω εις την έρημον ταχέως, διότι δεν υποφέρω να αργοπορώ εις την επίσκεψιν των άλλων και να υστερούμαι την ιδικήν σου. Ο δε Κύριος του είπε· μη λυπήσαι δια τούτο, ότι οπόταν εξέρχεσαι από την έρημον, εγώ δεν απομακρύνομαι από πλησίον σου, αλλά μαζί σου είμαι. Ύστερον του λέγει πάλιν ο Παΐσιος· δέομαί Σου, Χριστέ μου, ελευθέρωσόν με από τον θυμόν. Και ο Κύριος του είπεν· εάν θέλης να νικήσης τον θυμόν και την οργήν, πρόσεξε να μη επιπλήξης ή υβρίσης ή καταφρονήσης τινά· εάν φυλάξης ταύτα, δεν θέλεις θυμωθή. Ηρώτησε πάλιν τον Κύριον ο Παΐσιος λέγων· Δέσποτα φιλάνθρωπε και μακρόθυμε, εάν τις τηρή τας εντολάς Σου και πηγαίνει εις εκείνους όπου Σε αγαπούν, δια να τους θεραπεύση εις τας ανάγκας των, άραγε κέρδος έχει από τούτο ή ζημίαν; Ο δε Κύριος του απεκρίθη· καθώς εκείνος όστις δουλεύει εις αγρόν τινά λαμβάνει την πληρωμήν από τον κύριον του αγρού, ούτω και όσοι κάμνουν το καλόν και βοηθούν ή διδάσκουν τους άλλους, θέλουν λάβει εις τον ουρανόν λαμπράς τας πληρωμάς. Έπειτα τον ηρώτησε πάλιν ο Παΐσιος· Κύριέ μου, εάν τις αγωνίζεται εις την αρετήν και θεραπεύη και άλλους, άλλος δε αγωνίζεται μόνος και άλλους δεν θεραπεύη, τι διαφέρει ο ένας από τον άλλον; Και ο Κύριος του απεκρίθη· εκείνος όστις αγωνίζεται μόνον δια τον εαυτόν του, είναι μαθητής μου· εκείνος δε όστις αγωνίζεται δι’ εαυτόν, αλλά θεραπεύει και άλλους, είναι υιός και κληρονόμος μου. Ηρώτησε πάλιν ο Παΐσιος· εάν τις σπουδάζη εις την θεραπείαν άλλων, και αγωνίζεται και δι’ εαυτόν όσον είναι δυνατόν, εμποδιζόμενος όμως από την θεραπείαν των άλλων δεν φθάνει εις τους αγώνας εκείνων, όπου δεν έχουν τοιαύτα εμπόδια, άραγε ο τοιούτος όμοιον μισθόν θέλει λάβει με εκείνους, οι οποίοι αγωνίζονται περισσότερον; Ναι, του απεκρίθη ο Σωτήρ, παρόμοιον μισθόν θέλει λάβει· τούτο δε ειπών, ανέβη εις τους ουρανούς. Εις τα μέρη της Συρίας ήτο τις αγωνιστής, εστολισμένος με διαφόρους αρετάς· ούτος προσευχόμενος ποτε, ήλθεν εις αυτόν τοιούτος λογισμός· άραγε έφθασα να γίνω όμοιος με κανένα από εκείνους οι οποίοι ευηρέστησαν εις τον Θεόν; Ενώ δε εσυλλογίζετο ταύτα, ήκουσε φωνήν άνωθεν λέγουσαν εις αυτόν· ύπαγε εις την έρημον, και εκεί θέλεις εύρει αγωνιστήν, Παΐσιον το όνομα, ο οποίος μεταχειρίζεται την ταπείνωσιν και την προς τον Θεόν αγάπην παρομοίως μετά σου. Ο δε τίμιος εκείνος γέρων δεν εφοβήθη παντελώς το μάκρος της οδού, αλλ’ εκίνησε παρευθύς να υπάγη εις την Αίγυπτον, φθάσας δε εις το όρος της Νητρίας ηρώτα που ευρίσκετο ο Παΐσιος· επειδή δε το όνομα του Παϊσίου ήτο κηρυγμένον εις όλους, ταχέως έγινε γνωστός εις τον γέροντα ο τόπος της κατοικίας του Παϊσίου· αλλ’ ουδέ εις τον Παΐσιον διέφυγεν ο ερχομός του γέροντος· διότι καθώς ο γέρων εισήλθεν εις την έρημον και επήγαινε κατ’ ευθείαν εις τον Παΐσιον, παρευθύς τον συναντά εκείνος καθ’ οδόν και γνωρισθέντες αναμεταξύ των δια της θείας χάριτος, ενηγκαλίσθησαν μετά χαράς και έκαμαν τον εν Χριστώ ασπασμόν, έπειτα επήγαν εις το κελλίον του Παϊσίου και προσευξάμενοι εκάθισαν. Αρχίσας δε ο γέρων να λέγη προς τον θείον Παΐσιον, ωμίλει με την διάλεκτον των Σύρων· ο δε Παΐσιος, Αιγύπτιος ων, ήξευρε μόνον την διάλεκτον των Αιγυπτίων· όθεν λυπούμενος πολύ, διότι δεν ηννόει τα ψυχωφελή λόγια του γέροντος, ανύψωσεν εις ουρανούς τους οφθαλμούς και τον νουν του, ανεστέναξεν εκ βάθους καρδίας και είπεν: Υιέ Θεού και Λόγε, δος την χάριν Σου εις εμέ τον δούλον Σου, να γνωρίσω την δύναμιν των λόγων του γέροντος· και, ω του θαύματος δια την γρήγορον επίσκεψιν του Κυρίου! Παρευθύς, ομού με τον λόγον, ωμίλει και ηννόει την γλώσσαν των Σύρων. Συνομιλήσαντες όθεν μεταξύ των πολλά, διηγήθη ο εις προς τον έτερον τας θεωρίας τας οποίας ηξιώθη έκαστος να ίδη και με ποίους πατέρας συνωμίλησε και συνανεστράφη και ποίας αρετάς είχον οι πατέρες εκείνοι, ήσαν δε πεπληρωμένοι χαράς και οι δύο δια την τοιαύτην συνομιλίαν, Αφ’ ου δε παρήλθον εξ ημέραι και ετελείωσαν όσα είχον να είπουν, έμελλε δε ο γέρων να επιστρέψη εις τον τόπον του, τότε ο Παΐσιος προσεκάλεσε τους μαθητάς του και τους είπεν: Ιδού, ω φίλτατα τέκνα, άγιος άνθρωπος από τους τελείους εις την αρετήν, πεπληρωμένος Πνεύματος Αγίου και θείων χαρίτων· όλοι λοιπόν λάβετε ευλαβώς τας ευχάς του, δια να τας έχετε ως πύργους και φύλακας εναντίον των εχθρών. Παρευθύς τότε έπεσαν όλοι κατά γης και προσκυνήσαντες ως έπρεπε τον άγιον εκείνον γέροντα, εζήτουν θερμώς τας ευχάς και ευλογίας του. Εκείνος δε ποιήσας ευχήν υπέρ αυτών τους ηυλόγησε και αποχαιρετήσας άπαντας ανεχώρησε. Μετ’ ολίγην ώραν ήλθεν εις τον μέγαν Παΐσιον εις αναχωρητής, οι δε μαθηταί του Οσίου έλεγον εις αυτόν· ω πάτερ, μέγα κέρδος ήθελες επιτύχει, εάν ήρχεσο ολίγον πρωτύτερα, διότι θείος άνθρωπος ήλθεν εις ημάς από την Συρίαν, λαμπρός και κατά τον νουν και κατά την καρδίαν, ο οποίος μας εστήριξε με λόγους σωτηρίας, ανεχώρησε δε προ ολίγου και εάν θέλης πρόφθασέ τον, διότι δεν θα είναι μακράν. Ενώ δε ο αναχωρητής ήρχισε να τρέχη δια να τον φθάση, του λέγει ο θείος Παΐσιος· στάσου, διότι εκείνος έχει διατρέξει τώρα περισσότερον από δέκα οκτώ μιλίων διάστημα επάνωεις νεφέλην φερόμενος εις την κατοικίαν του· ακούσαντες δε ταύτα εθαύμασαν όλοι και εδόξασαν τον Θεόν. Αδελφός τις επήγεν άλλοτε εις τον μέγαν Παΐσιον, δια να τον ίδη, ευρών δε αυτόν κοιμώμενον και έχοντα φύλακα ωραιότατον τινα Άγγελον, εθαύμασε και είπεν: όντως ο Θεός φυλάττει τους ελπίζοντας εις Αυτόν· όθεν ανεχώρησεν εκείθεν δοξάζων τον Θεόν, όστις δοξάζει τους αγαπώντας Αυτόν. Μοναχός τις, απλούς κατά την διάνοιαν, ήτο μαθητής του ιερού Παϊσίου, υπακούων καλώς εις όλα του τα προστάγματα· μεταβαίνων δε ούτος μίαν φοράν εις την Αίγυπτον, δια να πωλήση εργόχειρον, απήντησε εις τον δρόμον Εβραίον τινά, όστις επήγαινε ομού με αυτόν. Ο δε, γνωρίσας την απλότητα του Μοναχού, έχυσεν εις αυτόν με την μιαράν του γλώσσαν το δηλητήριον του ψυχοφθόρου όφεως, το οποίον είχεν εις την καρδίαν του, λέγων εις αυτόν· ω Μοναχέ, διατί πιστεύετε εις τον Εσταυρωμένον απλώς και ως έτυχεν, ενώ αυτός δεν είναι ο προσδοκώμενος Μεσσίας; Διότι άλλος θα είναι εκείνος και όχι αυτός εις τον οποίον πιστεύετε σεις οι Χριστιανοί. Ο δε Μοναχός από την ακακίαν και απλότητα της καρδίας του επλανήθη και του είπεν· ίσως είναι έτσι, καθώς συ λέγεις· και παρευθύς, αλλοίμονον δια την συμφοράν την οποίαν έπαθεν ο δυστυχής1 εξέπεσεν από την χάριν του αγίου Βαπτίσματος, καθώς θέλει γίνει φανερόν από τα ακόλουθα· διότι όταν επέστρεψεν εις την έρημον και τον είδεν ο θείος Παΐσιος, δεν τον εδέχετο παντελώς, ούτε καν να τον ίδη ήθελεν, ουδέ να πλησιάση εις αυτόν και να συνομιλήση μαζί του, αλλά τον απεστρέφετο. Βλέπων ο μαθητής τον γέροντά του ότι τον αποστρέφεται, ελυπείτο πικρώς και ηπόρει δια την αιτίαν· όθεν προσπίπτων εις τους πόδας του, του είπε· διατί, πάτερ, με αποστρέφεσαι τον άθλιον και δεν θέλεις να με ίδης, αλλά με σικχαίνεσαι ως βδέλυγμα, πράγμα το οποίον άλλοτε δεν μου το έκανες; Ο δε γέρων του είπε· και ποίος είσαι συ, ω άνθρωπε, διότι δεν σε γνωρίζω. Και ο μαθητής τού είπε· και ποίον ασυνήθιστον πράγμα είδες, ω πάτερ, εις εμέ, δια το οποίον δεν με γνωρίζεις; Δεν είμαι εγώ ο δείνα μαθητής σου; Ο δε γέρων είπεν· εκείνος ο μαθητής μου ήτο Χριστιανός και είχε βάπτισμα, ενώ συ δεν είσαι τοιούτος· εάν δε είσαι εκείνος ο μαθητής μου, γνώριζε, ότι το βάπτισμα και τα σημεία των χριστιανών έφυγον από σε· ειπέ μου, τι σου συνέβη, και τι έπαθες εις τον δρόμον; Οδυρόμενος εκείνος έλεγε· δεν έπαθον τίποτε, πάτερ. Ο δε γέρων του λέγει· ύπαγε, τέκνον, μακράν από εμέ, διότι δεν υποφέρω να ακούω ομιλίαν ανθρώπου, όστις ηρνήθη τον Χριστόν· διότι εάν ήσο συ ο μαθητής μου εκείνος, θα σε έβλεπον καθώς ήσουν πρότερον. Τότε ο δυστυχής εκείνος Μοναχός ανεστέναξε, και χύνων δάκρυα, τα οποία εκίνουν εις ευσπλαγχνίαν τον γέροντα, είπεν, ότι είναι εκείνος ο ίδιος μαθητής του και όχι άλλος, και ότι ουδαμώς γνωρίζει το έγκλημά του ποίον είναι, ουδέ έκαμε κανένα κακόν. Και ο μέγας Παΐσιος του λέγει· με ποίον συνωμίλησες εις τον δρόμον όπου επήγαινες; Ο δε μαθητής του απεκρίθη· με ένα Εβραίον συνωμίλησα, και όχι με άλλον τινά. Τι σου είπεν ο Εβραίος και τι συ του απεκρίθης; Δεν μου είπεν άλλο τι παρά τούτο μόνον, ότι ο Χριστός δεν είναι αυτός όπου προσκυνείτε σεις οι Χριστιανοί, άλλος είναι εκείνος όστις μέλλει να έλθη· εγώ δε του είπα· ίσως είναι έτσι, καθώς συ λέγεις. Ο δε γέρων είπε προς αυτόν· άθλιε, ποίον άλλο είναι χειρότερον και αισχρότερον από αυτό, το οποίον είπες, με το οποίον και τον Χριστόν ηρνήθης και το Άγιον Βάπτισμα εξεδύθης, ταλαίπωρε; Λοιπόν ύπαγε, κλαύσε τον εαυτόν σου, ως θέλεις· ουδεμίαν σχέσιν έχεις πλέον μετ’ εμού, διότι το όνομά σου εγράφη ομού με εκείνους οι οποίοι ηρνήθησαν τον Χριστόν, και μαζί με αυτούς μέλλεις να κολασθής. Ταύτα ακούσας ο μαθητής ανεστέναξεν εκ βάθους ψυχής και εθρήνησε και οδυρόμενος έλεγεν· ελέησόν με, πάτερ, τον δυστυχή, ότι δεν ηξεύρω τι να γίνω, διότι από την απροσεξίαν μου απέβαλον το θείον Βάπτισμα και έγινα βορά των δαιμόνων· όμως εις σε, μετά τον Θεόν, καταφεύγω· μη παραβλέψης με τον άθλιον. Τοιουτοτρόπως παρακαλών ο μαθητής, με δάκρυα περισσότερον παρά με λόγους, εκίνησεν εις ευσπλαγχνίαν τον γέροντα, όστις και του λέγει· έχε υπομονήν, τέκνον, να παρακαλέσω τους οικτιρμούς και το έλεος του φιλανθρώπου Θεού υπέρ σου· ταύτα δε ειπών, παρεκάλει θερμώς τον Θεόν και εζήτει από Αυτόν την συγχώρησιν του μαθητού του. Ο δε Θεός δεν εβράδυνεν, αλλ’ ευθύς συνεχώρησε την αμαρτίαν του μαθητού του, αξιώσας πάλιν αυτόν να έχη την χάριν του θείου Βαπτίσματος· διότι ο θείος Παΐσιος είδεν ως περιστεράν το Πνεύμα το Άγιον εισερχόμενον από το στόμα του μαθητού, το δε βλάσφημον πνεύμα να εξέρχεται ως καπνός και να διαλύεται εις τον αέρα· ούτως επληροφορήθη ο Όσιος ότι επραγματοποιήθη η παράκλησίς του και στραφείς είπεν εις τον μαθητήν του· δόξασον τον Θεόν, ω τέκνον, και ευχαρίστησον Αυτόν μετ’ εμού, διότι το ακάθαρτον πνεύμα της βλασφημίας εξήλθεν από σε, αντί δε εκείνου εισήλθεν εις σε το Πνεύμα το Άγιον και σου εδόθη πάλιν το χάρισμα του Βαπτίσματος· λοιπόν πρόσεχε καλώς, να μη πέσης άλλην φοράν εις τας παγίδας της ασεβείας εξ απροσεξίας και αμελείας σου, μηδέ να προδώσης την ψυχήν σου, ίνα μη φλέγηται εις το πυρ της κολάσεως δια κανέν άλλο αμάρτημα. Και ούτω διώρθωσε τον μαθητήν. Ήλθε ποτέ προς τον ιερόν Παΐσιον γέρων τις Ιωάννης ονόματι, ο οποίος περιπατών πολλάς ημέρας εις την έρημον και τεταλαιπωρημένος ων υπερβαλλόντως, είχεν ανάγκην από τροφήν και άνεσιν του σώματος· όθεν αφού συνωμίλησαν μεταξύ των ώραν ικανήν, είπεν ο Παΐσιος εις τον μαθητήν του να ετοιμάση τράπεζαν και να βάλη φαγητόν, δια να συμφάγουν με τον Ιωάννην· ο δε μαθητής έκαμε κατά την προσταγήν του γέροντος· έπειτα ο Παΐσιος παρεκίνει τον Ιωάννην να φάγη, διότι ήτο πεινασμένος από την πολλήν εγκράτειαν. Ο δε Ιωάννης του είπε· συγχώρησόν μοι, ότι σήμερον είναι νηστεία και πρέπει να νηστεύσω δια τας πολλάς μου αμαρτίας. Θαυμάσας όθεν ο θείος Παΐσιος τον αμετάτρεπτον λογισμόν του Ιωάννου ηγέρθη παρευθύς επάνω και υψώσας τα όμματα και τον νουν του εις τους ουρανούς, είπεν εκ βάθους καρδίας. «Κύριε επίσκεψαι τον δούλον σου Ιωάννην, όστις αγωνίζεται υπερβολικά δια το όνομά Σου το άγιον». Τότε ομού με το τέλος της ευχής του ιερού Παϊσίου έδωκεν ο Κύριος καλόν και παράδοξον χάρισμα εις τον Ιωάννην· διότι ήλθεν εις έκστασιν και του εφάνη ότι είδεν ένα νέον, ο οποίος εκράτει εις τας χείρας του τροφήν και ποτόν, τα οποία έδιδεν εις αυτόν· έπειτα ελθών εις τον εαυτόν του ο Ιωάννης ήτο γεμάτος από χαράν και χορτάτος από τροφήν, διότι δεν εχρειάζετο ανθρωπίνην τροφήν, χορτασμένος ων από αγγελικήν, ηγέρθη δε επάνω και ευχαριστών τον Θεόν και τον θείον Παΐσιον, επήγε πάλιν εις την έρημον νηστικός, προσθέτων και άλλην νηστείαν εις την προτέραν, λέγων εις τον εαυτόν του· έφαγες, Ιωάννη, χορταστικά, λοιπόν πρέπει να νηστεύσης με κάθε προθυμίαν. Τοιουτοτρόπως ο γενναίος επάλαιε και ενίκα με την προσευχήν του ιερού Παϊσίου. Άλλος αρχάριος Μοναχός κατοικούσε κατά μόνας εις την έρημον, ενοχληθείς δε πολύ από τους λογισμούς, επήγεν εις τον μέγαν Παΐσιον και του είπε· παρακαλώ την οσιότητά σου να δεηθής του Θεού δι’ εμέ τον ευτελή, ότι πολεμούμαι δεινώς από τους δαίμονας. Ο δε Όσιος γνωρίζων αυτόν, ότι κάμνει το θέλημά του, ακολουθών ούτω τον πολυποίκιλον δαίμονα της πορνείας και της κενοδοξίας και θέλων να τον εμποδίση να μη φέρεται άτακτα και κατά το θέλημά του, είπε προς αυτόν· δεν πολεμείσαι, τέκνον, από τους δαίμονας, καθώς νομίζεις, επειδή εκείνοι ακόμη δεν το γνωρίζουν, ότι ήλθες εις την έρημον, αλλά πολεμείσαι από τους ιδικούς σου λογισμούς· μόνον ύπαγε και αγωνίζου ευτάκτως, παρακαλών τον Θεόν να σε επισκεφθή, διότι μέλλεις να πειρασθής δεινώς από τους δαίμονας, τότε δε θέλεις γνωρίσει καλώς τας προσβολάς των και τι λογής κακά πάσχουν εκείνοι οι οποίοι πολεμούνται από αυτούς. Ταύτα ειπών ο Όσιος απέστειλε τον νέον εις την κατοικίαν του· έπειτα παρεκάλεσεν ολοψύχως τον Θεόν να τον διαφυλάξη αβλαβή. Ο δε άρχων των δαιμόνων, ωρυόμενος ως λέων, εφάνη φανερά εις τον Όσιον, λέγων· ω βία! Τι έχεις μετ’ εμού, Παΐσιε, και με κατατρέχεις; Πολλά με αδικείς, χωρίς να σε πολεμώ. Ο δε Όσιος του είπε· φύγε από τον νέον Μοναχόν και μη τον ενοχλήσης με τους πονηρούς λογισμούς. Ο δε δαίμων με αυθάδειαν και υπερηφάνειαν πολλήν του απεκρίθη· πίστευσόν μοι, ότι δεν εγνώρισα ακόμη, εάν ήλθεν εις την έρημον ούτος ο νέος, ουδέ τον ηνώχλησα ποσώς, αλλ’ αυτός πολεμείται από την ιδικήν του αμέλειαν· όμως από τώρα και εις το εξής ας ετοιμασθή να δοκιμάση τους ιδικούς μου δεινούς πειρασμούς και τας προσβολάς τας οποίας επενόησα, δια να τον πολεμήσω. Ο δε Όσιος του είπεν· ο Θεός να σε επιτιμήση, εχθρέ της αληθείας, και να σε ρίψη εις το άσβεστον πυρ της κολάσεως. Με τον λόγον τούτον ο πονηρός δαίμων έγινεν άφαντος. Δεν έπαυσεν όμως από την κακίαν του ο εφευρέτης της κακίας, αλλά εκείνα τα οποία είπε τα έκαμε και με τα έργα, κινήσας δε πόλεμον κατά του νέου Μοναχού, μετεχειρίζετο κάθε λογής μηχανήν της ιδικής του κακοτεχνίας. Πειραζόμενος λοιπόν ο νέος εκείνος Μοναχός από τας μηχανάς του εχθρού, και μη δυνάμενος να υποφέρη, κατέφυγε πάλιν εις τον άσειστον πύργον, τον μέγαν Παΐσιον, διηγούμενος δε τους πειρασμούς του εχθρού, έλεγεν εις τον Όσιον, ότι δεν δύναται να υποφέρη τα κακά, τα οποία του κάμνει. Ο δε Όσιος είπε· δεν σου το είπα, ω τέκνον, πως δεν το έμαθεν ακόμη ο εχθρός, ότι ήλθες εις την έρημον; Έπειτα νουθετών αυτόν και συμβουλεύων πως να πολιτεύεται, ετράπη εις προσευχήν, λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού και Πατρός, μη αφήσης το πλάσμα σου να απολεσθή από τον εχθρόν, αλλά βοήθησέ το ουρανόθεν· ότι η δύναμίς σου είναι ανίκητος και τα πάντα είναι υποτασσόμενα εις αυτήν». Παρευθύς τότε Άγγελος Κυρίου παρεστάθη εις τον Άγιον, έχων τον διάβολον δεδεμένον με αλύσας και λέγει· λάβε τούτον τον αλιτήριον και εξέτασέ τον ως θέλεις· ιδού ότι σου εδόθη δεδεμένος εκείνος, όστις έχει πολλούς ανθρώπους δεδεμένους με τας πολυποικίλους μηχανάς του. Ο δε διάβολος είπε προς τον θείον Παΐσιον· αλλοίμονον εις εμέ! Έως πότε θα με βασανίζης με την προσευχήν σου, φυλάττων δια μέσου αυτής όλους εκείνους οίτινες κατοικούν την έρημον ταύτην; Άθλιος θέλω είμαι εγώ και πολλά δεινά έχω να πάθω, εάν εξακολουθήσω να μένω ακόμη εδώ δια να παρακολουθώ αυτούς· όθεν εξ άπαντος θέλω αναχωρήσει μακράν απ’ εδώ. Ο δε θείος Παΐσιος του είπεν· αποστάτα και του ανθρωπίνου γένους εχθρέ, ειπέ μοι, διατί ενοχλείς και πειράζεις τον νέον, πολεμών αυτόν δεινώς; Δια ποίαν αιτίαν πολεμείς εις την αρχήν τους αγωνιζομένους με τόσην μανίαν και αγριότητα; Τότε ο εχθρός του ανθρωπίνου γένους, πιεζόμενος από τον Όσιον, ωμολόγησε την αλήθειαν λέγων· εγώ δεν πλησιάζω εις τους αρχαρίους, όταν αρχίσουν τους αγώνας της αρετής, διότι η χάρις του Θεού δεν παραχωρεί να πλησιάσω εις αυτούς, καθ’ όσον αγωνίζονται τότε με μεγάλην θερμότητα· αφού δε αναχωρήση από αυτούς η θεία χάρις δια την αμέλειάν των, τότε πλησιάζω εγώ εις αυτούς και τους κατακυριεύω ως θήραμα έτοιμον, έχων αυτούς ως παίγνιον, καθώς θέλω. Δια τούτο κατ’ αρχάς δεν τους πολεμώ· αφ’ ενός μεν διότι κατακαίομαι από την θερμότητα και την προθυμίαν όπου έχουν εις την αρετήν και από την θείαν χάριν· αφ’ ετέρου δε διότι τους καταφρονώ, προσμένων να παύση εκείνη η προθυμία και να πέσουν εις αμέλειαν και τότε να τους πολεμήσω, μη έχων κανέν εμπόδιον. Κατ’ αρχάς, λέγω, δεν τους πολεμώ δια τα ειρημένα αίτια· οπόταν δε τους ιδώ πλέον θερμοτέρους και προθυμοτέρους και προχωρούντας εις τα έμπροσθεν, τότε δεν τους πολεμώ πλέον, δια να μη ενωθούν με την χάριν Θεού, δια μέσου της παντοτεινής προθυμίας του αγώνος και της προσθήκης των καλών έργων και γίνουν ανίκητοι και ακαταπολέμητοι. Ταύτα λέγων ο διάβολος και μη θέλων παρευθύς έφυγεν· ο δε Μοναχός από τότε πλέον ηλευθερώθη από την ενόχλησιν του δαίμονος μη δυνηθέντος του φθονερού να πολεμήση αυτόν· αλλά στηριζόμενος ο αδελφός εις τας ευχάς του ιερού Παϊσίου, ετελείωσε θεαρέστως την ασκητικήν πολιτείαν και ανεπαύθη καλώς. Καθ’ ην εποχήν επήγα εγώ (λέγει ο Όσιος Ιωάννης ο συγγραφεύς του παρόντος βίου) προς τον θείον Παΐσιον δια να τον απολαύσω, ήλθον εις αυτόν μερικοί Μοναχοί, δια να ακούσουν τους ψυχωφελείς λόγους του, λέγοντες· ειπέ εις ημάς, πάτερ, λόγον ψυχοσωτήριον. Εκείνος δε τους είπεν· φυλάξατε την παράδοσιν των πατέρων, και περισσότερα από τα διατεταγμένα μη ζητείτε να κάμνετε. Οι δε Μοναχοί του έλεγον· ειπέ μας ακόμη και κανένα άλλο ψυχωφελές, από εκείνα όπου αρμόζουν εις τους Μοναχούς. Ο δε θείος Παΐσιος, βλέπων με τους διορατικούς οφθαλμούς και γνωρίζων τα διανοήματα και τους διαλογισμούς εκείνων, έλεγεν εις έκαστον εξ αυτών τι διελογίζετο και ποία εξ αυτών ήσαν καλά και ποία κακά, ως και από ποίαν αιτίαν ηκολούθησαν εις αυτούς τα τοιαύτα διανοήματα. Τότε οι Μοναχοί θαυμάσαντες δια τούτο, είπον κατά μόνας εις εμέ· αληθώς, πάτερ Ιωάννη, όλα τα πάθη της καρδίας μας, τα οποία μόνος ο Θεός τα γινώσκει, μας τα εφανέρωσεν ένα προς ένα, εγώ δε εξ όσων είχον πολλάκις βεβαιωθή είπον προς αυτούς· πιστεύσατέ μοι, αδελφοί, ότι όσα διελογίσθην με τον νούν μου και όσα έκαμα μόνος μου, τα εφανέρωσε πολλάκις εις εμέ χαριέντως, όταν συνηντώμεθα, λέγων ταύτα ωσάν να ήτο μαζί μου. Οι δε Μοναχοί λέγοντες «θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού», ανεχώρησαν. Αδελφός τις, ακολουθών το θέλημά του και κάμνων την γνώμην του, εγκατέλειψε την έρημον και μεταβάς κατώκησε πλησίον τινός πόλεως, αλλ’ επειδή επήγαινε συχνά εις την πόλιν δια να πωλή το εργόχειρόν του, έτυχε να απαντήση μίαν γυναίκα Εβραίαν η οποία κατεκαίετο από έρωτα σατανικόν προς τον Μοναχόν εκείνον. Ο δε Μοναχός, πλανηθείς από τους λογισμούς, δια συνεργείας δαιμονικής περιεπλάκη, αλλοίμονον! εις τας παγίδας της Εβραίας και εξέπεσεν, το δε πλέον χειρότερον ηρνήθη, φεύ! την Χριστιανικήν πίστιν, και εδέχθη την εβραϊκήν θρησκείαν, συγκατοικήσας με την Εβραίαν, τόσον  δε πειθηνίως ηκολούθει την γνώμην της, ώστε έγινεν όμοιός της  εις την ασέβειαν· το δε τρισκατάρατον εκείνο γύναιον, εις τόσον βυθόν απωλείας εκρημνίσθη και εις τόσην αναισχυντίαν έφθασεν, ώστε πολλάκις έπαιρνε την κεφαλήν του αθλίου εκείνου εις τας αγκάλας της και ανοίγουσα το στόμα του έξυε με ξύλον λεπτόν τους οδόντας του, δια να μη τύχη και απέμεινε κανένας μαργαρίτης από την Αγίαν Κοινωνίαν των Αχράντων Μυστηρίων, ω της αθεΐας! Επάνω εις αυτούς. Γνωρίζω, πόσον ελυπήθητε, αδελφοί, ακούσαντες ταύτα και πόσον επόνεσεν η καρδία σας, καθώς και εγώ εκπλήττομαι δια την μεγάλην υπομονήν και μακροθυμίαν του Θεού. Αλλ’ όμως θα σας είπω ακολούθως και το παράδοξον όπου έγινεν εις αυτόν, δια να θαυμάσετε την άπειρον φιλανθρωπίαν του Θεού και την θείαν επίσκεψιν με την οποίαν μας επισκέπτεται άνωθεν. Ο άνθρωπος λοιπόν εκείνος, όστις με την παρακοήν εχωρίσθη από τους χριστιανούς δια την ασέβειάν του, ύστερον μετά καιρόν, φωτισθείς από το φως της θείας οικονομίας, ήλθεν εις τον εαυτόν του και μετενόησε δι’ όσα ανομήματα έπραξεν, εξ αυτής της αιτίας. Τινές δε Μοναχοί, από εκείνους όπου εκατοικούσαν εις την έρημον εκείνην εις την οποίαν ησκήτευε και αυτός πρότερον, πηγαίνοντες εις την πόλιν εκείνην δια κάποιαν ανάγκην των, επέρασαν από τον αμαρτωλόν οίκον της Εβραίας. Τότε ιδών αυτούς εκείνος επληγώθη την καρδίαν, ενθυμηθείς την παλαιάν και ιεράν εκείνην συνοδείαν των Μοναχών, και τους ηρώτησε πόθεν ήσαν, πως ωνομάζοντο και δια ποίαν αιτίαν ήλθον εις την πόλιν εκείνην. Οι δε Μοναχοί του απεκρίθησαν, ότι ήσαν από την Νητρίαν, μαθηταί του θείου Παϊσίου και ήλθον εις την πόλιν δια ανάγκην τινά. Τότε εκείνος τους παρεκάλεσε θερμώς να είπουν εις τον μέγαν Παΐσιον να παρακαλέση τον Θεόν υπέρ αυτού δια να τον εξιλεώση με τας προσευχάς του και να τον ελευθερώση από τας μηχανάς του εχθρού. Οι δε Μοναχοί του υπεσχέθησαν ότι θα εκτελέσουν την παραγγελίαν του και θα παρακαλέσουν τον μέγαν Παΐσιον να προσεύχεται εις τον Θεόν δια την σωτηρίαν του. Όταν λοιπόν επέστρεψαν οι Μοναχοί εις την έρημον, εφανέρωσαν εις τον θείον Παΐσιον τα συμβάντα εις εκείνον τον άθλιον και όσα τους παρήγγειλεν. Ο δε Όσιος, ταύτα ακούσας, αναστέναξεν εκ βάθους καρδίας και είπεν: αλλοίμονον, τέκνα μου αγαπητά! Πόσοι μεγάλοι άνθρωποι εξ αιτίας των γυναικών εξέπεσαν από την θείαν χάριν, των οποίων έχομεν υπομνήματα εκ της θείας Γραφής από τους προγόνους μας· διότι δεν δύναται ο εχθρός να μεταχειρισθή άλλο όργανον πλέον επιτηδειότερον από την γυναίκα, δια να παρασύρη εις την απώλειαν τους ανθρώπους· διότι μεταχειριζόμενος τούτο το όπλον (την γυναίκα δηλαδή) συνηθίζει να νικά τους μεγάλους ανθρώπους. Καθώς γνωρίζετε, με την γυναίκα ενίκησε τον μέγαν Δαβίδ και τους προγόνους εκείνου και εκγόνους. Δια τούτο πρέπει να παρακαλούμεν και ημείς πάντοτε τον Θεόν, δια να μας λυτρώση από τα τοιαύτα μηχανήματα του εχθρού. Ταύτα ειπών έκαμε προσευχήν υπέρ του εκπεσόντος, λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού και Πατρός, μη αφήσης το πλάσμα των χειρών Σου να απολεσθή εις τέλος, αλλ’ επίβλεψον ανεξικάκως επ’ αυτό εκ των ουρανίων σου κατοικητηρίων και πρόσδεξαι τας προσευχάς τας οποίας Σου προσφέρω, δι’ εκείνον όστις Σε ηρνήθη πρότερον, τώρα δε ήλθε πάλιν εις τον εαυτόν του και εγνώρισε το κακόν το οποίον έκαμε και ανακάλεσαι τούτον εις μετάνοιαν, παρακαλώ την Σην αγαθότητα». Τοιουτοτρόπως προσευχομένου του Οσίου ημέρας πολλάς δι’ αυτόν και παρακαλούντος τους οικτιρμούς του Θεού να ευσπλαγχνισθή το πλάσμα Του, εισήκουσεν ο Σωτήρ την δέησίν του και φανείς εις αυτόν τον ηρώτησεν, ο τα πάντα γινώσκων, δια ποίον τον παρακαλεί, λέγων· μήπως ο ιδικός μου θεράπων Παΐσιος δέεται δι’ εκείνον όστις ηθέτησεν εμέ, εξήλθεν από την τάξιν του και επήγε με τους εναντίους μου; Όστις ήτο ποτέ Μοναχός, τώρα δε έγινεν Εβραίος; Ναι, φιλάνθρωπε Κύριε, του απεκρίθη ο Όσιος, δι’ εκείνον δέομαι· διότι αποβλέπων εις τους οικτιρμούς Σου, ότι πάντοτε προσκαλείς όλους εις μετάνοιαν και δεν θέλεις τον θάνατον του αμαρτωλού, αλλά αναμένεις την μετάνοιάν του, δια τούτο ετόλμησα να εξιλεώσω την αγαθότητά Σου δι’ εκείνον, παρακαλώ Σε επάκουσόν μου του δούλου Σου και γενού ίλεως, ανακάλεσαι το πεπλανημένον Σου πρόβατον. Ο δε Σωτήρ είπε προς αυτόν· εάν θέλης να ελεήσω αυτόν τον παράνομον και αποστάτην και να ανακαλέσω αυτόν εις μετάνοιαν, πρέπει να στέρξης συ να πάρω τους περισσοτέρους μισθούς και πληρωμάς από εκείνας, τας οποίας έχεις να λάβης δια τους αγώνας σου, αντί δε εκείνων να αποδώσω την φιλανθρωπίαν μου εις αυτόν, όστις είναι άξιος να λάβη μυρίας τιμωρίας. Τότε ο όντως μέγας Παΐσιος, αποκριθείς μετά μεγάλης προθυμίας, είπε· ναι, Κύριε, στέργω τούτο μετά χαράς· όμως εγώ δεν ηξεύρω εάν ευρίσκεται εις εμέ κανένα έργον, το οποίον να είναι ευάρεστον έμπροσθέν Σου, αλλά από την ιδικήν Σου αγαθότητα μάλιστα, δια μέσου της οποίας και εγώ ευεργετούμενος κάθε ημέραν, ομολογώ Σοι την χάριν· από αυτήν κινούμενος παράσχου εις αυτόν το έλεός Σου· διότι εγώ ευχαριστούμαι περισσότερον να τιμωρηθώ αντί εκείνου και να σωθή αυτός, παρά να απολαύσω εγώ τας ιδικάς Σου ευεργεσίας, εκείνος δε να κολασθή. Τότε ο Σωτήρ είπεν ευθύς· αξιοθαύμαστος είναι η καλή η γνώμη και η αγάπη, την οποίαν έχεις εις τον πλησίον σου, Παΐσιε, και μιμείσαι την αγάπην, την οποίαν έχω εγώ δια τους ανθρώπους. Επειδή λοιπόν επρόκρινας να εκπέσης από την ιδικήν σου αξίαν, δια την σωτηρίαν του αμαρτωλού, δια τούτο και από την ιδικήν σου αξίαν δεν θέλεις εκπέσει και ο αμαρτωλός θέλει σωθή, κατά την παράκλησίν σου. Ταύτα ειπών ο Σωτήρ ανέβη εις τους ουρανούς. Μετ’ ολίγον καιρόν απέθανεν από θεϊκήν οργήν η κακή εκείνη γυνή, ο δε Ισαάκ (τούτο ήτο το όνομα του εκπεσόντος Μοναχού) επήγε πάλιν εις την έρημον και κατηχηθείς από τον μέγαν Παΐσιον, εδέχθη την πρώτην του χριστιανικήν πίστιν, επολιτεύετο δε με πολλήν προθυμίαν την ασκητικήν πολιτείαν· διελθών δε το υπόλοιπον της ζωής του με υπακοήν, σεμνήν διαγωγήν και ενάρετον κατάστασιν, ανεπαύθη εν Κυρίω. Ούτω εκείνος μεν έτυχε σωτηρίας με τας ευχάς του ιερού Παϊσίου, ημείς δε, ακούοντες τα παράδοξα θαύματα του Οσίου, πρέπει να δοξάζωμεν και να μεγαλύνωμεν τον Θεόν. Εις το Μοναστήριον του μεγάλου Παϊσίου ήτο τις πρεσβύτερος, όστις είχε φρόνημα κοσμικόν· όταν δε οι άλλοι Μοναχοί ήθελαν να υπάγουν εις τον Όσιον, δια να ακούσουν τους ψυχωφελείς λόγους του, επήγαινε και αυτός μαζί των, ήκουε τα θεία λόγια του Οσίου, όμως καμμίαν ωφέλειαν δεν ελάμβανεν εξ αυτών· διότι μη έχων σκοπόν καλόν, μήτε καρδίαν ορθήν, όχι μόνον δεν ωφελείτο, αλλά και περιέπαιζε τους λόγους του Οσίου και με άλλους λόγους κοσμικούς διέφθειρεν αυτούς. Αγανακτούντες όθεν οι άλλοι Μοναχοί, επήγαν εις τινα θεοφιλή γέροντα και εγόγγυζον κατά του πρεσβυτέρου εκείνου, ο δε γέρων εκείνος επήγεν ομού με αυτούς εις τον μέγαν Παΐσιον, ηκολούθησεν όμως και ο πρεσβύτερος. Αλλ’ ο γέρων επήγε κατά μόνας εις τον Όσιον και του είπεν· ήξευρε, πάτερ, ότι ούτος ο πρεσβύτερος προξενεί βλάβην και σκάνδαλα εις τους αδελφούς και πρέπει να εμποδίσης την άτακτον ορμήν του και με επιτίμια να τον διορθώσης. Ταύτα ακούσας ο μέγας Παΐσιος είπε προς τον γέροντα· προ πολλού ήθελον κάμει αυτό όπου μου λέγεις, εάν εγνώριζα, ότι έχει να ωφεληθή· διότι ιδού έτοιμος στέκει ο διάβολος να τον σύρη εις απώλειαν και όταν ακούση από εμέ κανένα λόγον αυστηρόν, θα φύγη από την αδελφότητα και θα επιστρέψη πάλιν εις τον κόσμον· τότε δε θέλω γίνει εγώ υπόδικος και αίτιος της απωλείας του, διότι δεν ηδυνήθην να υπομείνω ένα αδελφόν, όστις πολεμείται από τον εχθρόν. Πλην πρέπει να παρακαλούμεν τον Θεόν να τον ελευθερώση από το τοιούτον πάθος. Ταύτα ειπών έκαμε προσευχήν εις τον Θεόν υπέρ του πρεσβυτέρου και ευθύς εδίωξεν από αυτόν το δαιμόνιον της αυθαδείας και αναισχυντίας. Τότε παρευθύς ο τοιούτος εκεντήθη από τα κέντρα της μετανοίας, έχων δε τον έλεγχον της συνειδήσεως ελυπείτο βαθέως, εξομολογούμενος τα πταίσματά του περισσότερον με δάκρυα παρά με λόγους, ζητών συγχώρησιν δι’ όλα τα παρελθόντα πταίσματά του, υποσχόμενος να κάμη αποχήν από των κακών και να διορθωθή· από τότε δε και εις το εξής έγινε σεμνός και ήμερος, ακούων με ευλάβειαν τους θείους λόγους του Οσίου και εκτελών τας συμβουλάς του μετά χαράς· όθεν και υπερβαίνων πολλούς εις την αρετήν έγινε δόκιμος αναχωρητής, με την συνεργίαν των ευχών του ιερού Παϊσίου και με την βοήθειαν της πολλής μακροθυμίας του Θεού. Ταύτα μεν περί τούτου· ημείς δε ακολούθως έχομεν να διηγηθώμεν άλλο θαύμα φρικωδέστατον και παραδοξότατον και από όλα τα διηγήματα υψηλότερον. Μίαν φοράν ο θείος Παΐσιος, ενώ προσηύχετο εις το κελλίον του, παρουσιάσθη ο Χριστός με δύο Αγγέλους εις αυτόν, καθώς παρουσιάσθη και εις τον Πατριάρχην Αβραάμ, και του λέγει· χαίροις, Παΐσιε· σήμερον πρέπει να μας φιλοξενήσης. Ο δε Παΐσιος, κατά μίμησιν του Πατριάρχου, τους εδεξιώθη προθύμως, πλην δεν επεμελείτο να ετοιμάση φαγητά και ποτά, ως εκείνος, αλλ’ εφιλοξένησε τον πανταχού παρόντα με γνώμην καθαράν· έπειτα χύσας ύδωρ μέσα εις τον νιπτήρα, ένιψεν, ω του θαύματος, δια την άκραν συγκατάβασιν του Κυρίου! Τους αχράντους πόδας Του· ενώ δε ο Παΐσιος επεμελείτο προθύμως την φιλοξενίαν, ο Σωτήρ εδείκνυεν εις αυτόν φιλανθρώπως την μεγάλην αγάπην Του· επειδή δε από τα καλά της φιλοξενίας δεν είναι άλλο τι καταδεκτικώτερον, από το να πλύνη τις τους πόδας εκείνων, οίτινες έρχονται προς αυτόν, δια τούτο ετέλεσεν και αυτό ο Παΐσιος· ο δε Κύριος ειπών προς αυτόν, «ειρήνη σοι τω εκλεκτώ μου θεράποντι», έγινεν άφαντος. Ο δε θείος Παΐσιος, φλεγόμενος από τον θείον έρωτα της συνομιλίας του και μιμούμενος τον Κλεώπαν, έχων δε ως εκείνος καιομένην την καρδίαν και δυσκολοκράτητον, έδραμεν εις το ύδωρ εκείνο το απόνιμμα των ποδών Του (το οποίον άφησεν ο Σωτήρ ως μέγα τι και αξιόλογον πράγμα), και έπιε αυτό προθύμως με μεγάλην επιθυμίαν, αφήνων ολίγον τι δια τον μαθητήν του, ο οποίος έλειπεν εις την Αίγυπτον. Όταν λοιπόν ο μαθητής εκείνος επέστρεψε κατάκοπος από την οδοιπορίαν, του είπεν ο Όσιος· ύπαγε, τέκνον, εις τον νιπτήρα και πίε το ύδωρ, όπου έχει μέσα, δια να σβύσης την δίψαν όπου έχεις από το καύμα του ηλίου. Ο δε μαθητής ειπών, ότι θέλει κάμει την προσταγήν του, έλεγε καθ’ εαυτόν· εγώ ήλθον με τόσον καύμα, ο δε γέρων, αντί να με στείλη εις την βρύσιν να πίω ύδωρ καθαρόν και δροσερόν, με προστάζει αδιακρίτως να πίω το ύδωρ του νιπτήρος, το οποίον είναι απόνιμμα; Ταύτα εσυλλογίζετο ο μαθητής, ο δε Όσιος του είπε πάλιν· ύπαγε, τέκνον, εις τον νιπτήρα και πίε· ο δε μαθητής, υπάγω, είπεν, αλλά δεν επήγεν. Δια τρίτην φοράν ακόμη του είπεν ο Όσιος να πίη, αλλά δεν υπήκουσεν. Τότε του είπεν ο Όσιος· απέλαβες, ω τέκνον, την πληρωμήν της παρακοής σου· διότι εστερήθης τα θεία χαρίσματα. Ταύτα ακούσας ο μαθητής ελυπήθη πολύ, και δραμών εις τον νιπτήρα δεν εύρε τίποτε, όθεν είπεν εις τον γέροντα· δεν ευρίσκω, πάτερ, ύδωρ εις τον νιπτήρα δια να πίω. Ο δε θείος Παΐσιος είπε προς αυτόν· πως είναι δυνατόν να εύρης, αφού έκαμες ανάξιον τον εαυτόν σου; διότι φυσικά η παρακοή αποδιώκει από τον παρήκοον το χάρισμα, καθώς και η υπακοή προξενεί τούτο εις τον υπήκοον. Λυπούμενος ο μαθητής εις ταύτα όπου ήκουσεν, ηρώτα ποίον ήτο το μέγα εκείνο χάρισμα, το οποίον εστερήθη και πως εξηφανίσθη το ύδωρ από τον νιπτήρα. Τότε ο Όσιος διηγήθη εις αυτόν όλα τα γενόμενα, καθώς τα προείπομεν, λέγων ακόμη και τούτο· επειδή έμεινες εις την παρακοήν και δεν κατεδέχθης να πίης εκείνο το ύδωρ, το οποίον επροστάχθης τρεις φοράς, δια τούτο κατέβη από τον ουρανόν Άγγελος Κυρίου, όστις λαβών με κάθε ευλάβειαν εις τας χείρας το το ιερόν εκείνο απόνιμμα, ανέβη πάλιν εις τον ουρανόν. Ακούσας ο μαθητής ταύτα έφριξε και ετρόμαξεν εις το διήγημα, έμεινε δε ώραν πολλήν άφωνος· έπειτα ερχόμενος εις τον εαυτόν του έκλαιε και ωδύρετο δια την συμφοράν του φωνάζων θρηνωδώς· αλλοίμονον εις εμέ τον πανάθλιον! Πόσον μέγα αγαθόν έχασα! Ποίος φθονερός δαίμων δεν με άφησε να το απολαύσω! Αφού με τοιούτους λόγους έκλαυσε τον εαυτόν του και μετενόησε, εζήτει μετά δακρύων να εύρη έλεος· ευσπλαγχνισθείς δε αυτόν ο Όσιος του είπεν: Ο Αδάμ, τέκνον μου, δια την παρακοήν του εξέπεσεν από τον Παράδεισον και αντί της αιωνίου ζωής απέκτησε τον θάνατον, ως ανάξιος δε της δόξης εκείνης και των αγαθών εκείνου έγινεν εξόριστος. Τοιουτοτρόπως και συ· διότι παρήκουσας την εντολήν μου, εξέπεσες από την χάριν την οποίαν έμελλες να απολαύσης· επειδή όμως λυπείσαι πικρώς και μετανοείς, εγέρθητι από το πτώμα της παρακοής και κάμε υπακοήν, εξιλέωσαι θερμώς τον Θεόν και ζήτησον παρ’ Αυτού την συγχώρησίν σου, ότι ο Θεός ευσπλαγχνίζεται τους μετανοούντας και ελεεί εκείνους, οίτινες τον παρακαλούν. Ούτω παρηγορήθη ο μαθητής από τους λόγους του γέροντός του και υπέμεινεν. Μετ’ ολίγον καιρόν, ενθυμούμενος πάλιν το κακόν το οποίον έπαθεν, ελυπείτο υπερβολικά και δεν είχε παρηγορίαν. Όθεν πηγαίνει πάλιν εις τον γέροντά του και του λέγει· δεν έχω, Πάτερ, άνεσιν από τους λογισμούς παντελώς και καθώς ενθυμηθώ την χάριν την οποίαν έχασα, κλαίω απαρηγόρητα την δυστυχίαν μου και τι να κάμω δεν ηξεύρω, διότι βυθίζομαι από τους λογισμούς εις απελπισίαν· μόνον δος μοι την άδειαν να υπάγω εις κανένα δοκιμώτατον γέροντα, εις όποιον σου φαίνεται εύλογον, μήπως εύρω άνεσιν από τους λογισμούς και ελευθερωθώ από την θλίψιν μου. Ο δε θείος Παΐσιος λαβών ολίγον άρτον τον έδωκε εις τον μαθητήν και του είπε· λάβε τούτον τον άρτον και ύπαγε εις την δείνα πόλιν, κοντά δε εις το τειχόκαστρον της πόλεως ταύτης, εις τα δεξιά μέρη, θέλεις εύρει πτωχόν τινά άνθρωπον, καθήμενον επάνω εις την κόπρον, λιθοβολούμενον από τα παιδία και καταγελώμενον. Δος λοιπόν εις αυτόν τον άρτον και θέλεις ακούσει θεοπρεπώς από αυτόν τα συμφέροντα εις σε. Λαβών λοιπόν τον άρτον ο μαθητής παρευθύς εκίνησε και απελθών εις την χώραν εκείνην, εύρε τον θείον εκείνον άνθρωπον. Ενώ όμως επρόσμενε να παύσουν οι λιθοβολισμοί των παιδίων και τότε να πλησιάση εις αυτόν, εκείνος βλέπων τον Μοναχόν του είπεν ευθύς· έλα πλησίον και δος μου την ευλογίαν (δηλαδή τον άρτον), όπου μου έστειλεν ο γέρων σου. Πλησιάσας τότε ο μαθητής, επήρενο πτωχός εκείνος εις χείρας τον άρτον και καταφιλών αυτόν ηρώτα: πως έχει ο ιερός Παΐσιος, διότι πολύ επόθουν να μάθω δι’ αυτόν· και συ, τέκνον, διατί διστάζεις εις όσα σου λέγει και δεν πείθεσαι εις τα προστάγματά του; δεν ηξεύρεις, ότι δια την παρακοήν σου εστερήθης το θείον εκείνο απόνιμμα και την χάριν την οποίαν έμελλες να λάβης από αυτό; Συ δε ακόμη του παρακούεις και δεν πείθεσαι εις την βουλήν του, αλλά έρχεσαι εις άλλον να λάβης οδηγίαν; Εγώ σε παρομοιάζω με εκείνον, όστις κρατεί εις τας χείρας του καθαρόν και δροσερόν ύδωρ και δεν πίνει από αυτό, αλλά τριγυρίζει εις άλλα μέρη και ζητεί να εύρη ύδωρ δια να καταπαύση την δίψαν του. Ύπαγε λοιπόν και υποτάσσου εις τον γέροντά σου, τον μέγαν Παΐσιον, διότι όποιος δεν πείθεται εις αυτόν, εκείνος ουδέ εις τα προστάγματα του Σωτήρος ημών Χριστού υποτάσσεται. Ταύτα ακούσας ο μαθητής επέστρεψε δοξάζων τον Θεόν, φυλάττων πλέον μετά προθυμίας υπακοήν εις όλα τα προστάγματα του ιερού Παϊσίου. Δεν επέρασε πολύς καιρός και ενθυμηθείς πάλιν την χάριν, την οποίαν εστερήθη, έκλαιε την ζημίαν του και πάλιν παρεκάλει τον μέγαν Παΐσιον να του δώση άδειαν, να υπάγη πάλιν εις εκείνον, διότι ηνωχλείτο από τους λογισμούς. Αλλ’ ο Παΐσιος του είπεν: ω τέκνον, εκείνος ο άνθρωπος ανεπαύθη εν Κυρίω· αλλ’ επειδή βλέπω, ότι εις εκείνον μόνον έχεις τας ελπίδας σου και εις την συμβουλήν εκείνου πείθεσαι, σου δίδω την άδειαν και ύπαγε εις το βόρειον μέρος της χώρας, όπου θα εύρης ένα μεγαλώτατον τάφον, είσελθε εις αυτόν και θέλεις εύρει εκεί ενταφιασμένα τρία σώματα αγίων ανδρών, οίτινες ηξιώθησαν προφητικών χαρισμάτων και οι οποίοι, προγνωρίσαντες το τέλος της ζωής των, επήγαν και έπεσαν μέσα εις τον τάφον εκείνον· αφού δε ίδης ταύτα, ειπέ εις εκείνον, όστις κείται εις το μέσον των δύο: Ο δούλος του Χριστού Παΐσιος, δια της δυνάμεως του Ιησού Χριστού, όστις ανέστησε τον τετραήμερον Λάζαρον, σε προστάζει να αναστηθής, δια να μου ειπής τα πρέποντα και συμφέροντα εις εμέ. Ο δε μαθητής προθύμως δραμών επήγεν εις το βόρειον μέρος της χώρας, και ευρών τον τάφον εισήλθεν εντός αυτού και είπεν εις τον κεκοιμημένον όσα είχε παραγγελίαν από τον γέροντά του· και, ω του θαύματος! παρευθύς ανέστη ο νεκρός και του είπε· διατί δεν κατεπείσθης εις εμέ, όταν σου είπα να υποταχθής εις τον γέροντάς σου; Ύπαγε λοιπόν, υποτάξου αδιστάκτως εις εκείνον και άκουε τους λόγους του, εάν θέλης να σωθής· διότι όποιος δεν πείθεται εις τους λόγους εκείνου, κατά αλήθειαν εναντιώνεται εις τας εντολάς του Χριστού. Ταύτα ειπών ο τεθνηκώς πάλιν εκοιμήθη. Ο δε μαθητής θαυμάζων επέστρεψεν εις τον ιερόν Παΐσιον και του διηγήθη όλα τα πάντα λεπτομερώς· έκτοτε δε ειρήνευσαν οι λογισμοί του και επεμελείτο να αποκτήση δια της υπακοής τα καλά, που έχασε δια την κατηραμένην παρακοήν, αυξάνων εις προκοπήν αρετής και τελειότητος. Δύο αυτάδελφοι επήγαν προς τον μέγαν Παΐσιον και συγκατώκησαν με την αδελφότητα εκείνου· αφού δε έκαμαν ικανόν καιρόν εις την υπακοήν, παρεκάλουν συχνά τον Όσιον να τους δώση άδειαν να κατοικήσουν κατά μόνας εις την έρημον· βλέπων δε εκείνος την προθυμίαν των, τους έδωκεν άδειαν. Αναχωρήσαντες λοιπόν εκείνοι εις την ποθουμένην ησυχίαν, ηγωνίζοντο πολλά εις την άσκησιν, αποδιώκοντες τας προσβολάς των εχθρών. Ο μισόκαλος όμως διάβολος, ως πολυποίκιλος και πολυμήχανος, εκίνησε πόλεμον εναντίον των, δια μέσου άλλων Μοναχών. Δια συνεργίας δηλαδή του πονηρού κάποιος κλέπτης έκλεψε τα πράγματα ενός, όστις κατώκει εις την έρημον· εξετάζων δε αυτός να μάθη ποίος του τα έκλεψεν, ήκουσε δια κάποιον γέροντα, ότι είχε προορατικόν χάρισμα και δύναται να του φανερώση τον κλέπτην. Επήγε λοιπόν προς αυτόν, ζητών να μάθη ποίος του τα έκλεψε· ο δε γέρων εκείνος δεν ήτο τη αληθεία διορατικός από θείαν χάριν, αλλά από ενέργειαν δαιμονικήν «επροφήτευεν». Όθεν είπε προς τον ερωτώντα· εκείνοι οι δύο Μοναχοί σου τα έκλεψαν, οίτινες ήλθον προ ολίγου καιρού και κατώκησαν εις ταύτην την έρημον, όθεν μη τους αφήσης, έως ότου να σου τα δώσουν. Ταύτα ακούσας εκείνος επήγεν εις τον ηγούμενον της Λαύρας και λαβών συνοδείαν επήγεν εις τους δύο αδελφούς και σύρων και δέρων αυτούς τους έφερεν εις την Λαύραν· ακολούθως δε ενέκλεισεν αυτούς εις την φυλακήν ως κακούργους και κλέπτας και τους κατεδίκασαν εις θάνατον. Ο δε θείος Παΐσιος, γνωρίσας δια της θείας χάριτος τον πειρασμόν των αδελφών, εσηκώθη παρευθύς και επήγεν εις την Λαύραν. Τούτο μαθόντες επήγον όλοι οι πατέρες προς αυτόν· μαζί με αυτούς ήτο και ο πεπλανημένος εκείνος γέρων, όστις ενομίζετο διορατικός. Αφού δε απέδωκαν όλοι τον πρέποντα ασπασμόν εις τον Όσιον, τους ηρώτησε: τι εκάματε, αδελφοί, τους δύο νέους εκείνους, οι οποίοι ησύχαζαν; Εκείνοι του απεκρίθησαν· κλέπται είναι, Πάτερ, και δια την άτοπον ταύτην πράξιν των ενεκλείσθησαν εις την φυλακήν. Και ποίος σας το είπε, ότι είναι κλέπται; Ηρώτησεν ο Όσιος. Εκείνοι δε είπον· ούτος ο διορατικός γέρων μας το είπεν. Ο δε Όσιος ηρώτησε τον γέροντα, εάν αληθώς ήσαν κλέπται οι νέοι και εκείνος έλεγεν, ότι όντως ήσαν κλέπται, διότι η προφητεία του είναι θεϊκή. Τότε του λέγει ο θείος Παΐσιος· εάν ήτο εκ Θεού το χάρισμα της προφητείας σου και όχι φανερά δαιμονική πλάνη, δεν θα εφαίνετο ο διάβολος εις το στόμα σου. Ταύτα ακούσαντες οι πατέρες εταράχθησαν σφόδρα και εφοβήθησαν, διότι οι λόγοι του ιερού Παϊσίου ήσαν αληθείς και εκτός πάσης αμφιβολίας. Όθεν ονειδίζοντες τον γέροντα εκείνον, τον παρεκίνουν να ζητήση συγχώρησιν δια το σφάλμα του· εκείνος δε φοβηθείς επρόσπεσεν εις τους ιερούς πόδας του Οσίου λέγων· συγχώρησόν μοι, άγιε Πάτερ, και εύχου υπέρ εμού του πεπλανημένου. Παρακαλέσαντος τότε του Οσίου τον Θεόν δι’ αυτόν, παρευθύς εξήλθεν από το στόμα του ο δαίμων της κενοδοξίας και εφάνη εις όλους ως χοίρος· εξελθών δε με θυμόν πολύ και μανίαν ώρμησεν εναντίον του Οσίου βουλόμενος να τον ξεσχίση με τους οδόντας του· αλλ’ ο θείος Πατήρ ημών, επιτιμήσας αυτόν εις χάος τον έρριψε και τον ηφάνισεν. Ο δε πεπλανημένος εκείνος γέρων, όχι μόνον ηλευθερώθη από τον δαίμονα, αλλά και την πλάνην του εγνώρισε και κατηγορών τον εαυτόν του μετενόησεν· οδυρόμενος δε πικρώς και κλαίων δια το πταίσιμόν του, παρεκάλει τον Όσιον, κυλιόμενος εις την γην, να του συγχωρήση τα προηγούμενα σφάλματα εις τα οποία υπέπεσε πεπλανημένος ων. Ομοίως και οι άλλοι Μοναχοί, οίτινες επλανήθησαν δια μέσου αυτού, κατηγορούντες εαυτούς εζήτουν συγχώρησιν. Έπειτα προσεκάλεσαν και τους δύο νέους εκείνους, τους οποίους εσυκοφάντησαν και εζήτουν συγχώρησιν δια την ατιμίαν και παίδευσιν όπου τους έκαμαν. Ο δε Πατήρ ημών Παΐσιος, λυπούμενος όλους εκείνους, τους ενουθέτησε τα πρέποντα και αρμόδια· έπειτα καλέσας κατ’ ιδίαν τον προεστώτα, του εφανέρωσε τον τόπον εις τον οποίον ευρίσκοντο τα κλεμμένα πράγματα του ερημίτου, χωρίς να κατονομάση τον κλέπτην. Ταύτα ποιήσας και διδάξας αυτούς ικανώς επέστρεψεν εις την έρημον. Ακούων ο θείος Παΐσιος περί όσων έδειξεν ο Θεός εις τους ανθρώπους, δια των ικεσιών του Οσίου Παύλου, επήγε προς αυτόν και ανταμωθέντες ο εις με τον άλλον ήσαν αχώριστοι, βοηθούμενοι δε μεταξύ των ήσαν ως φρούριον ισχυρόν, απολαμβάνοντες μετά χαράς τα καλά της ησυχίας· καθ’ εκάστην δε ημέραν εφεύρισκον νέους αγώνας της ασκήσεως και υψηλοτέρας πολιτείας. Ήτο δε τότε ο ιερός Παΐσιος γηραλέος και συνομήλικος με τον θείον Παύλον, κατά την ψυχήν όμως ήτο πολλά πρόθυμος. Όθεν έλεγεν εις τον θείον Παύλον· ας αγωνιζώμεθα πάντοτε και ας κοπιάζωμεν, έως ότου έχομεν καιρόν· διότι εν όσω ζώμεν, δεν ευαρεστείται ο Κύριος ημών να παύωμεν τελείως από την εργασίαν των καλών· φόβος δε είναι εις ημάς και καταισχύνη, εάν ευρεθώμεν αμελείς εις τον καιρόν του θανάτου μας. Ο δε ιερός Παύλος, ακούων μετά χαράς την θείαν συμβουλήν του, έλεγεν· ιδού εγώ, ω πατέρων άριστε, ακολουθώ την καλήν σου βουλήν, διότι έχων θάρρος εις τας ευχάς σου πιστεύω ότι θέλει μας αξιώσει ο Θεός να τελειώσωμεν ταύτην την ζωήν εις την εργασίαν των αρετών, κατά την γνώμην σου. Λοιπόν και οι δύο ήσαν θαυματουργοί, ιατροί έμπειροι των ψυχών και των σωμάτων, παρεκάλουν δε τον Θεόν δι’ όλους και εις όλους ήσαν αίτιοι σωτηρίας. Αλλά τα μεν του θείου Παύλου διηγήματα είναι πολλά και τα αφήνομεν εις άλλον να τα διηγηθή. Ομοίως και του ιερού Παϊσίου είναι πάμπολλα και ακατάληπτα, ολίγα δε εκ των πολλών είπομεν, δια να παρακινήσωμεν τους ακροατάς προς μίμησιν αυτών. Διότι δεν φθάνει λόγος να φανερώση κατά ακρίβειαν την υψηλοτάτην πολιτείαν του θείου Παϊσίου, αλλά ουδέ εκείνος ήθελε να γνωρισθούν τα κατορθώματά του, δια την άκραν του ταπείνωσιν. Εις εκείνους δε οίτινες τον ηρώτων, ποία είναι υψηλοτέρα από όλας τας αρετάς, έλεγεν, ότι είναι εκείνη ήτις γίνεται εις το κρυπτόν· άλλην δε φοράν, όταν ηρωτήθη την ιδίαν ερώτησιν, απεκρίθη· υψηλοτέρα από όλας τας αρετάς είναι το να ακολουθή τις την συμβουλήν των άλλων και όχι το ιδικόν του θέλημα. Αυτός και τον καιρόν της ησυχίας και τον καιρόν της συναναστροφής καλώς τον επερνούσε και θεαρέστως, διότι εις μεν την ησυχίαν ηγάπα την θείαν ανάβασιν και οικείωσιν, εις δε την συναναστροφήν επόθει την σωτηρίαν των άλλων. Το δε θαυμασιώτερον ήτο, ότι δεν άφησε ποτέ να εννοήση κανείς την πολιτείαν του μέσα εις το Κοινόβιον, αλλ’ όταν έμελλε να δοξασθή δια καμμίαν πράξιν του, την άφηνε παρευθύς και μετεχειρίζετο άλλην, δια να φυλαχθή αβλαβής και η προηγουμένη και να μη αφανισθή με τους επαίνους. Διότι, κατά αλήθειαν, μέγας κίνδυνος είναι ο παρά των ανθρώπων έπαινος και ολίγον κέρδος έχουν εκείνοι, όσοι αγωνίζονται δια τον έπαινον· δια τούτο και ο Κύριος μας παραγγέλλει λέγων· «μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου». Αλλά καιρός είναι πλέον να είπωμεν και το μακάριον τέλος του Οσίου. Φθάσας λοιπόν ο μέγας ούτος άνθρωπος του Θεού εις βαθύτατον γήρας και διαλάμψας με τας αρετάς ως αστήρ φαεινός, εκλήθη παρά Θεού εις την εν ουρανοίς μακαριότητα. Και το μεν σώμα του φιλοτίμως ενεταφίασαν τα πλήθη των Μοναχών, το δε πνεύμα του ανήλθεν εις την αιώνιον ζωήν. Δεν παρήλθε μετά ταύτα πολύς καιρός και απήλθεν εις την αΐδιον εκείνην ζωήν και εις την λαμπρότητα των Αγίων και ο αοίδιμος Παύλος, όστις ήτο εις το τάγμα του θείου Παϊσίου, δια να απολαύσουν ομού αι μακάριαι αυτών ψυχαί την ανάπαυσιν εκείνην, καθώς και εις την παρούσαν ζωήν εκακοπάθουν από κοινού εις τους κόπους της ασκήσεως. Όχι δε μόνον αι ψυχαί αυτών είναι ηνωμέναι εις τον ουρανόν, αλλά και τα σώματά των, αν και εχωρίσθησαν και εις διαφόρους τόπους ετάφησαν, όμως δεν επέρασε πολύς καιρός και ηνώθησαν πάλιν και εις τον αυτόν τόπον ενεταφιάσθησαν κατά τον ακόλουθον τρόπον, όστις πράγματι αποτελεί θαύμα παράδοξον και εξαίσιον. Αφού ο μέγας Παΐσιος ετελεύτησεν, επήγεν ο θείος Παύλος εις την εσωτέραν έρημον· εκεί δε μετ’ ολίγον καιρόν ετελεύτησε και αυτός και ενεταφιάσθη ευλαβώς και εντίμως. Έπειτα ακούσας ο πατήρ ημών Ισίδωρος περί του θανάτου του μεγάλου Παϊσίου, επεβιβάσθη εις πλοίον και επήγεν εις τον τόπον, όπου ευρίσκετο το άγιον λείψανον του Οσίου Παϊσίου· λαβών δε αυτό μετά μεγάλης τιμής και ασπασάμενος το έβαλεν εις θήκην, την οποίαν είχε προητοιμασμένην, ως μέγα και αξιόλογον πράγμα, τιμιώτερον από κάθε θησαυρόν και επέστρεψε, φέρων αυτό μαζί του μέσα εις το πλοίον, δια να καταπλουτίση με αυτό την πατρίδα του την Πισιδίαν. Αφού δε επέρασαν ικανόν διάστημα της θαλάσσης, πηγαίνοντες με ύμνους και με μεγάλην χαράν, καθώς ήλθαν αντικρύ εις την έρημον, όπου ήτο το άγιον λείψανον του Οσίου Παύλου, εστάθη το πλοίον εκεί και δεν επήγαινε προς τα εμπρός, αλλά ως εάν ήτο ζωντανόν και έμψυχον έκλινεν εις άλλο μέρος και διαρκώς ωρμούσε κατά την έρημον του θείου Παύλου, επειδή ο ιερός Παΐσιος εζητούσε την συνηθισμένην συναναστροφήν του Οσίου Παύλου. Οι άνθρωποι του πλοίου, βιαζόμενοι να κινήσουν αυτό προς τα εμπρός και δοκιμάζοντες κάθε τρόπον επί δύο ημέρας, δεν ηδυνήθησαν. Όθεν εγνώρισαν ότι από τον Θεόν εκρατείτο εκεί το πλοίον και όχι από άλλην αιτίαν. Μη ηξεύροντες δε τι να κάμουν, ησύχασαν και άφησαν το πλοίον ακυβέρνητον, να υπάγη όπου ήθελεν ορμήσει· αυτό δε κυβερνώμενον με αόρατον χείρα, επήγε και εστάθη ακίνητον εις την ξηράν και επρόσμενε να παραλάβη το ιερόν φορτίον του. Βλέποντες τούτο εκείνοι που ήσαν εντός του πλοίου, είχον μεγάλην απορίαν και λύπην. Αλλά την ώραν εκείνην κατήλθεν εις τον αιγιαλόν γέρων τις, από τους ονομαστούς πατέρας της ερήμου εκείνης, Ιερεμίας καλούμενος, και είπε προς αυτούς· διατί, ω άνθρωποι, αντιμάχεσθε εις το θείον θαύμα, ενώ το βλέπετε ότι είναι υπεράνω της φύσεως; Τον φίλον του και συνασκητήν του θείον Παύλον προσκαλεί ο μέγας Παΐσιος και θέλων να ανακομισθή και να αχθή το τίμιον λείψανον εκείνου μαζί με το ιδικόν του, έφερε το πλοίον εδώ· όθεν αποβιβαζόμενοι το ταχύτερον ζητήσατε το άγιον λείψανον εκείνου, αφού δε το εύρετε παραλάβετέ το μαζί σας, δια να είναι ομού και των δύο Αγίων τα τίμια λείψανα. Τότε ο τίμιος πατήρ ημών Ισίδωρος και οι συν αυτώ, περιτριγυρίζοντες την έρημον εκείνην, εζήτουν το άγιον λείψανον του θείου Παύλου· ευρόντες δε αυτό, το επήραν και το έφεραν εις το πλοίον, έχοντες αυτό ως θησαυρόν λαμπρότερον του χρυσίου και των πολυτίμων λίθων, και, ω του θαύματος! πηδάλια ήσαν κατά αλήθειαν οι δύο ούτοι μεγάλοι πατέρες, ο Παύλος και ο Παΐσιος, και εκυβέρνων το πλοίον καθ’ όλον εκείνο το ταξίδιον, προφυλάσσοντες αυτό από κάθε εμπόδιον, έως ότου το ωδήγησαν αβλαβές εις την Πισιδίαν. Ο δε μέγας Ισίδωρος έφερε τα τίμια λείψανα των Αγίων με κάθε υμνωδίαν και δορυφορίαν εις το Μοναστήριον, όπερ είχεν ωκοδομημένον. Όσοι δε ηνωχλούντο από δαιμόνια ή έπασχον από άλλην ασθένειαν προσέτρεχαν εις τα άγια λείψανα και εγγίζοντες μόνον αυτά, ιατρεύοντο. Από τότε δε και εις το εξής όσα παράδοξα θαύματα ενήργησεν ο Θεός δια μέσου αυτών, δεν είναι δυνατόν να τα απαριθμήση κανείς, εγώ δε ο ταπεινός Ιωάννης ταύτα τα ολίγα από τα πρότερον γενόμενα μόνον διηγήθην εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.                                                                                                       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου