Του εν Αγίοις Πατρός ημών ΙΩΑΝΝΟΥ Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ -- ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΝ

ΕΙΣ ΤΟ, ΟΤΕ ΑΝΕΒΗ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΙΕΡΟΝ ΜΕΣΟΥΣΗΣ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ                                                                              

Τα ρόδια και τα μήλα και οι φοίνικες (χουρμάδες) και οι άλλοι καρποί των οπωροφόρων δένδρων ευχαριστούν τον φάρυγγα του σώματος ημών με την γλυκείαν γεύσιν των· οι δε θείοι λόγοι των Αγίων Διδασκάλων ανάμικτοι με αγάπην, όταν απευθύνωνται προς την ακοήν μας, γλυκαίνουν τον λάρυγγα της ψυχής μας. Και όπως εκείνος ο οποίος θα συλλέξη τους καρπούς των δένδρων, αφού δοκιμάση τους καρπούς αυτούς επαινεί τα δένδρα, τα οποία τους παρήγαγον, κατά τον ίδιον τρόπον εκείνος ο οποίος θα συνάξη εις τον κάλαθον της ακοής του τα θεία λόγια των διδασκάλων και κατόπιν θα τα εμβάλη εις τον νουν του, αφού γευθή την γλυκύτητα των λόγων αυτών, επαινών τον διδάσκαλον ο οποίος είπε τους λόγους αυτούς, λέγει· «Ως γλυκέα τω λάρυγγί μου τα λόγια σου, υπέρ μέλι τω στόματί μου»! (Ψαλμ. ριη: 103).Αλλά και ο σοφώτατος Σολομών τους καλούς λόγους παρομοιάζει με μελόπιτταν και λέγει σχετικώς· «Κηρία μέλιτος λόγοι καλοί» (Παρ. ιστ: 24). (Οι καλοί λόγοι ομοιάζουν με μελόπιτταν).

Διότι όπως ο λάρυγξ δια της γεύσεως ημπορεί να διακρίνη τα νόστιμα φαγητά από τα επιβλαβή, κατά τον ίδιον τρόπον και ο νους της ψυχής γνωρίζει να διακρίνη τους ωφελίμους λόγους από τους επιβλαβείς, καθώς λέγει και η Γραφή εις το βιβλίον του Ιώβ· «λάρυγξ μεν γαρ σίτα γεύεται, νους δε ρήματα διακρίνει» (ο μεν λάρυγξ γεύεται τα υλικά φαγητά, ο δε νους διακρίνει τους λόγους). Και να μη νομίση κανείς, ότι ο μεν οιοσδήποτε οικοδεσπότης ημπορεί να έχη εις τον κήπον του διάφορα δένδρα, όπως φοίνικας και μηλέας και ελαίας, ο δε Κύριος δεν είναι δυνατόν να έχη εις τον ιδικόν του κήπον της Εκκλησίας διάφορα είδη δένδρων, δηλαδή Πατέρας, εκ των οποίων ο καθείς προσφέρει από τα βάθη της καρδίας του τους καρπούς των λόγων αυτού, ώστε να τους απολαμβάνουν όλοι όσοι εισέρχονται εις τον κήπον αυτόν, έκαστος κατά την προθυμίαν και την δύναμίν του. Άλλος δηλαδή εκ των Πατέρων ομοιάζει με θαλεράν ελαίαν, η οποία έχει πυκνήν φυλλωσιάν από τα φύλλα της πίστεως και είναι φορτωμένη με καρπούς, δηλαδή με τα έργα της ευλαβείας. Άλλος εκ των Πατέρων είναι ως ένας φοίνιξ στεφανωμένος με τους κλάδους της νίκης εναντίον του διαβόλου, ο οποίος παρουσιάζει τον γλυκύτατον καρπόν της ευεργεσίας προς τους πτωχούς. Δι’ αυτόν ομιλεί η Γραφή, όταν λέγη· «Δίκαιος ως φοίνιξ ανθήσει» (Ψαλμ. 91: 13). Κάποιος άλλος εκ των Πατέρων της Εκκλησίας ομοιάζει με μήλον, το οποίον παρέχει δύο ευχαριστήσεις εις τον άνθρωπον, το ευχάριστον άρωμά του δια την ρίνα και την γλυκύτητά του δια τον λάρυγγα. Και όταν η μήτηρ Εκκλησία επαινή τον τοιούτον εις το Άσμα ασμάτων, τι λέγει; «Ως μήλον εν τοις ξύλοις του δρυμού, ούτως αδελφιδός μου αναμέσον των υιών (Ισραήλ)» (Άσμα β:3). Λέγει ακόμη· «Εν τη σκιά αυτού επεθύμησα και εκάθισα, και καρπός αυτού γλυκύς εν λάρυγγί μου» (αυτόθι). Τι να κάμω δε εγώ, αγαπητοί μου, ο οποίος έχω ολίγα φύλλα και ακόμη ολιγωτέρους καρπούς, ώστε μήτε εκείνους οι οποίοι φλέγονται από την δίψαν να ημπορώ να δροσίσω, μήτε εκείνους οι οποίοι πεινούν να ημπορώ να τους χορτάσω με τους καρπούς των λόγων μου; Καλόν θα ήτο εάν μαζί με σας ημπορούσα και εγώ να μανθάνω τα διδάγματα των Αγίων Πατέρων. Επειδή όμως με παρακινεί ο φόβος του Θεού και η αγάπη μου προς σας να ομιλήσω, αφού πάρωμεν δύο ή τρεις λόγους του γλυκυτάτου Ευαγγελίου, όπως θα επαίρναμεν μερικούς φοίνικας, και αφού δοκιμάσετε την γεύσιν των, ας προσπαθήσωμεν να διεγείρωμεν την προσοχήν σας· διότι ούτω θα σπεύσετε με πνευματικήν προθυμίαν προς τα καλλίκαρπα δένδρα των Αγίων Πατέρων. Προ ολίγου ηκούσαμεν εις το άγιον Ευαγγέλιον να λέγη ο θείος Ευαγγελιστής· «Της εορτής μεσούσης ανέβη ο Ιησούς εις το ιερόν και εδίδασκεν» (Ιωάν ζ: 14). Δεν επέρασεν ο λόγος του Ευαγγελίου, επειδή έφθασεν ο καιρός της εορτής· ακριβώς η ανάγνωσις του Ευαγγελίου είναι επίκαιρος και η σχετική διήγησις αρμόζει με την ημέραν. Διότι η δύναμις του λόγου είναι αδελφή της σημερινής ημέρας. Όταν είχε συμπληρωθή η ημίσεια περίοδος της εορτής της Σκηνοπηγίας ανέβη ο Ιησούς εις το ιερόν· όταν όμως συνεπληρώθη η περίοδος της εορτής, δεν αναβαίνει πλέον εις το ιερόν, αλλ’ εις τον ουρανόν. Εις το μέσον της εορτής ανέβη ο Ιησούς εις το ιερόν. Όταν όμως λέγη εορτήν, δεν εννοεί εκείνην η οποία εορτάζεται κατά τον τρόπον των Ελλήνων ή των Ιουδαίων, όταν όλοι μεθύσκωνται και διασκεδάζουν και τραγουδούν άσματα πορνικά και χορεύουν και κάμνουν διαφόρους ασχημίας. Εννοεί εορτήν αγίαν, εκείνην η οποία αρμόζει εις τους αληθινούς Χριστιανούς, εις την οποίαν δεν υπάρχουν ούτε μέθαι ούτε διασκεδάσεις, αλλά προσευχαί και υμνωδίαι και παρακλήσεις· κατά την οποίαν δεν ακούονται άσματα πορνικά, τα οποία παραλύουν τα σώματα, αλλά άσματα θεϊκά, τα οποία ενδυναμώνουν τας ψυχάς· κατά την οποίαν δεν εκτελούνται χοροί πολύστροφοι, αλλά σκιρτήματα αγίων ψυχών, αι οποίαι δοκιμάζουν αγαλλίασιν. Εάν δε θέλης να ίδης τι είδους άνθρωποι είναι από ημάς εκείνοι, οι οποίοι τραγουδούν και χορεύουν και σκιρτούν, κάνε μου την χάριν και άκουσε τι ψάλλει και λέγει ο Ησαϊας· «Άσω δη τω ηγαπημένω άσμα του αγαπητού μου, τω αμπελώνι μου» (Ησαϊας ε:1). Πρόσεξε και τον χορόν των Αγίων Γυναικών, την Μαρίαν την αδελφήν του Μωϋσέως, μαζί με τας άλλας γυναίκας των Ισραηλιτών, όταν ψάλλουν επινικίους ύμνους προς τον Θεόν και λέγουν· «Άσωμεν τω Κυρίω· ενδόξως γαρ δεδόξασται» (Έξοδ. ιε: 1). Αυτόν τον ύμνον ενθυμείται και ο Δαβίδ εις τους Ψαλμούς του και λέγει· «Εν μέσω νεανίδων τυμπανιστριών εν Εκκλησίας ευλογείται τον Θεόν» (Ψαλμ. ξζ: 26 – 27). Ακόμη και αυτός ο μακάριος Δαβίδ δεν εντρέπεται να χορεύση εμπρός εις την θεοφόρον κιβωτόν, δια τούτο είναι δυνατόν να τον ακούσωμεν να λέγη· (Και παίξομαι (και γελάσσομαι) και ορχήσομαι εναντίον Κυρίου» (Β΄ Βασιλ. στ: 21). Και το βρέφος της Ελισάβετ, ο Ιωάννης, όταν είδε τον θεοφόρον Βότρυν να κρύπτεται ακόμη εις την άγαμον μήτραν της Θεοτόκου εχόρευε και εσκίρτα εις την κοιλίαν της ιδικής του μητρός. Κατά το μέσον της εορτής ανέβη ο Ιησούς εις το ιερόν. Ιερόν όμως είναι τόπος εις τον οποίον κατοικεί μόνον ο Θεός. Λέγουν βεβαίως και οι Έλληνες· έχομεν ιερόν, αλλ’ αγνοούν ότι εκείνο δεν είναι τόπος ιερός, αλλά μιαρός. Διότι όπου χύνονται αίματα και γίνονται σπονδαί και αναδίδεται κνίσα από τα θυσιαζόμενα ζώα, ο τόπος αυτός δεν είναι δυνατόν να είναι ιερός, αλλά μιαρά κατοικία των δαιμόνων. «Της εορτής μεσούσης ανέβη ο Ιησούς εις το ιερόν» (Ιωάν. ζ:14). Ιερόν όμως είναι ναός κτισμένος δια κατοικίαν μόνον του Θεού, όπου συγκατοικεί η αγάπη και η ειρήνη, η πίστις και η σωφροσύνη. Δια τούτο πρέπει και ο Ιερεύς, ο οποίος προσφέρει την αναίμακτον θυσίαν εις τον Θεόν, να είναι ειρηνικός και γαλήνιος, να μη παρασύρεται εις πλάνας, χωρίς δόλον, αφιλοχρήματος, ώστε πρώτον να βάλη τον Θεόν εις την ψυχήν του και κατόπιν να κάμη τον λαόν να του ομοιάση. Ιερόν ημπορεί να λέγεται και η ψυχή παντός ανθρώπου, όταν είναι καθαρά. «Οικήσω γαρ εν υμίν και εμπεριπατήσω», λέγει ο Κύριος (Λευιτ. κστ: 12). Ιερόν δε πραγματικώς άγιον, και ιερεύς και θυσία είναι ο ίδιος ο Χριστός, εις τον οποίον, όπως λέγει ο θείος Απόστολος, κατοικεί σωματικώς όλον το πλήρωμα της θεότητος. Προς τον οποίον είπεν ο Πατήρ· «Συ ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ» (Εβρ. ε:6). Επειδή όμως αυτήν την στιγμήν, χωρίς να το περιμένω, παρεσύρθην εις ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα, απορώ που να στρέψω το βλέμμα της σκέψεώς μου, δεν γνωρίζω που να κατευθύνω το πηδάλιον της διδασκαλίας μου. Διότι αν ο Απόστολος, όταν έφθασεν εις το κεφάλαιον του Μελχισεδέκ, απέφυγε να εκθέση λεπτομερώς το ζήτημα, περιορισθείς να είπη, ότι η συζήτησις περί αυτού είναι δύσκολος δια σας, τι ημπορώ να είπω εγώ, ο οποίος τόσον υπολείπομαι από τον Απόστολον, όσον ημπορεί να κρίνη ο άνθρωπος; Και όπως ο οδοιπόρος, εφ’ όσον πορεύεται δρόμον στρωτόν και επίπεδον, συνεχίζει ευχαρίστως την πορείαν του· όταν όμως φθάση εις ανώμαλον τόπον ή ανηφορικόν και δύσβατον, όπου υψώνεται εμπρός του όρος υψηλόν μέχρι του ουρανού, αφού σταματήση και αναλογισθή πόσος κόπος χρειάζεται δια να ανέλθη εκείνον τον ανήφορον, αρχίζει να περιπατή σιγά-σιγά, δια να μη αποκάμη γρήγορα· κατά τον ίδιον τρόπον και ημείς, εφ’ όσον είχομεν εμπρός μας τον ίσιον και επίπεδον δρόμον του Ευαγγελίου, εσυνεχίζαμεν ευχαρίστως την πορείαν μας με το βήμα του λόγου μας. Όταν όμως εφθάσαμεν εις θέμα, του οποίου η δυσκολία φθάνει μέχρι του ουρανού, αρχίζομεν να αναβαίνωμεν σιγά-σιγά την ουράνιον κλίμακα δια της ερμηνείας. Ποίον λοιπόν είναι το ζήτημα εις το οποίον όλοι οι Χριστιανοί ζητούν μίαν απάντησιν; Δια ποίον λόγον, λέγουν, ο Απόστολος, όταν ανέφερε τον Μελχισεδέκ, είπεν ότι ούτος δεν είχε πατέρα, δεν είχε γενεαλογίαν, ωσάν να μη είχε ούτε αρχήν ημερών ούτε τέλος ζωής; Τότε αυτός δεν θα ήτο άνθρωπος, αλλά θεός. Πολλοί δε, επειδή δεν ηννόησαν όσα είπε περί αυτού ο Απόστολος, είπον ότι ο Μελχισεδέκ ήτο ανώτερος του Χριστού, και ούτω εδημιούργησαν ιδικήν των αίρεσιν και λέγονται Μελχισεδεκιανοί. Και φιλονικούντες αυτοί προς ημάς και θέλοντες να αποδείξουν, ότι ο Μελχισεδέκ είναι ανώτερος του Χριστού, μας παρουσιάζουν ως μάρτυρα την Γραφήν, η οποία λέγει· «Συ ει ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ» (Εβρ. ε: 6). Πως δηλαδή, λέγουν, δεν είναι ο Μελχισεδέκ ανώτερος του Χριστού, αφού ο Χριστός είναι ιερεύς κατά την εικόνα και την τάξιν Μελχισεδέκ; Άλλοι δε, παρασυρθέντες εις μεγαλυτέραν πλάνην, λέγουν ότι ούτος είναι το Πνεύμα το Άγιον. Ημείς όμως λέγομεν, ότι ο Μελχισεδέκ είναι άνθρωπος όπως και ημείς, με τας αδυναμίας τας ιδικάς μας, και ότι ούτος δεν είναι μεγαλύτερος από τον Χριστόν. Διατί όμως λέγω από τον Χριστόν; Ούτε από τον Ιωάννην τον Βαπτιστήν δεν είναι ανώτερος. Διότι λέγει την αλήθειαν ο Κύριος ημών όταν λέγη· «Αμήν λέγω υμίν, ουκ εγήγερται εν γεννητοίς γυναικών μείζων Ιωάννου του Βαπτιστού» (Ματθ. ια: 11). (Σας λέγω την αλήθειαν, ότι κανείς δεν υπήρξεν ανώτερος από τον Ιωάννην τον Βαπτιστήν, από όσους εγεννήθησαν από γυναίκα). Ούτε βεβαίως παραδεχόμεθα, ότι ούτος είναι το Άγιον Πνεύμα. Δια να ίδετε δε ότι δεν είναι ο Μελχισεδέκ ανώτερος του Χριστού, ας μας είπουν εκείνοι οι οποίοι υποστηρίζουν την γνώμην αυτήν, από ποίαν περιοχήν ή από ποίον τόπον λέγουν ότι είναι ο Μελχισεδέκ; Άραγε από ουράνιον τόπον; Μήπως από επίγειον; Μήπως από καταχθόνιον; Εάν λοιπόν μας είπουν, ότι ο Μελχισεδέκ είναι από τον ουρανόν ή από κάποιον άλλον τόπον, ας ακούσουν ότι ούτος ενώπιον του Χριστού γονυπετεί. Διότι λέγει ο Απόστολος, ενώπιον αυτού θα γονυπετήσουν πάντες και πάσα γλώσσα θα τον δοξολογήση, και των επουρανίων και των επιγείων και των καταχθονίων (Φιλιπ. β: 10). Εάν λοιπόν ο Μελχισεδέκ γονυπετή ενώπιον του Χριστού, είναι λογικόν να είναι ο Μελχισεδέκ κατώτερος από τον υπ’ αυτού προσκυνούμενον Χριστόν. Αλλά διατί οι ανόητοι δεν διαβάζουν και τον επόμενον στίχον, τον οποίον είπεν ο Απόστολος, δια να βεβαιωθούν ότι ο Μελχισεδέκ είναι πράγματι κατώτερος του Χριστού; Συμπληρώνει δηλαδή ο Απόστολος τον λόγον του προσθέτων· «Αφωμοιωμένος τω Υιώ του Θεού, ώσπερ και ημείς κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του Χριστού εγενόμεθα» (Εβρ. ζ: 3). Ίσως όμως κάποιος εκ των ακροατών να ερωτά και να λέγη· Δια ποίον λόγον τότε ο Μελχισεδέκ αναφέρεται χωρίς πατέρα και χωρίς μητέρα και χωρίς γενεολογίαν; Προς αυτόν ημείς θα απαντήσωμεν, ότι οι μεν Ιουδαίοι ευρήκαν ότι ο Μελχισεδέκ εγεννήθη εκ πορνείας και δι’ αυτό η Γραφή δεν αναφέρει την γενεαλογίαν του. Προς τους Ιουδαίους όμως ημείς θα είπωμεν, ότι η απάντησίς των είναι εσφαλμένη. Διότι εις την Γραφήν ευρίσκομεν και άλλους, οι οποίοι εγεννήθηκαν εκ πορνείας, αλλ’ αναφέρεται η γενεαλογία των. Αμέσως αναφέρομεν τον Σολομώντα, ο οποίος εγεννήθη από την γυναίκα του Ουρίου, και εγενεαλογήθη, και τον Αβιμέλεχ, τον υιόν του Γεδεών, ο οποίος αν και εγεννήθη εκ πορνείας, εγενεαλογήθη. Δια ποίον λόγον τότε δεν αναφέρεται η γενεαλογία του Μελχισεδέκ; Διότι ο Μελχισεδέκ ήτο ο τύπος του Χριστού, απετέλει την εικόνα του Χριστού. Δι’ αυτό η Γραφή παρέλειψε να αναφέρη τον πατέρα και την μητέρα του και τον αφήκε χωρίς να αναφέρη την γενεαλογίαν του, δια να ίδωμεν εις εκείνον ως μέσα εις καθρέπτην τον πραγματικώς χωρίς πατέρα και μητέρα και γενεαλογίαν υπάρχοντα Χριστόν. Ο Χριστός δηλαδή γεννηθείς κατά σάρκα επί της γης δεν έχει πατέρα και ως Θεός εις τους ουρανούς δεν έχει μητέρα. Τοιούτος είναι εκείνος, ο οποίος δεν έχει ούτε αρχήν των ημερών του ούτε τέλος της ζωής του. Δεν ανέφερε δηλαδή η Γραφή την γενεαλογίαν του Μελχισεδέκ, αλλά παρέλειψε και την γέννησιν και τον θάνατόν του, ίνα εις το πρόσωπον του Μελχισεδέκ ίδωμεν τον αληθινόν Μελχισεδέκ, τον Χριστόν. Διότι το όνομα Μελχισεδέκ σημαίνει βασιλεύς της δικαιοσύνης, ο οποίος είναι ο Χριστός, ο οποίος δεν έχει ούτε αρχήν ημερών ούτε τέλος ζωής. Διότι ούτε αρχήν είχε ποτέ ο Θεός Λόγος, ούτε ετελείωσε ποτέ ούτε απέθανεν. ο Χριστός δηλαδή μένει αιώνιος. Αντιλέγουν βεβαίως εις αυτά οι Μελχισεδεκιανοί λέγοντες· Τι σημαίνει τότε εκείνο που λέγει προς αυτόν ο Πατήρ· «Συ ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ»; (Εβρ. ε: 6). Προς αυτούς απαντώμεν, ότι ο Μελχισεδέκ υπήρξεν άνθρωπος δίκαιος, ο οποίος πραγματικώς έφερεν εντός του την εικόνα του Θεού. Παρακινούμενος λοιπόν από προφητικόν πνεύμα και επειδή προεγνώρισε την θυσίαν, η οποία έμελλε να προσφερθή υπό του Χριστού εις τον Θεόν, με άρτον και οίνον εδόξαζε τον Θεόν, μιμούμενος κατ’ αυτόν τον τρόπον τον μέλλοντα να έλθη επί της γης Χριστόν. Επειδή λοιπόν εις την συναγωγήν των Ιουδαίων η ιερατική τάξις του Ααρών προσέφερεν εις τον Θεόν θυσίαν, όχι άρτον και οίνον, αλλά μόσχους και αμνούς και τον εδόξαζε με αιματηράς θυσίας, ο Θεός βοά και λέγει προς τον Ιησούν, ο οποίος επρόκειτο να γεννηθή εκ της Παρθένου Μαρίας· «Συ ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ» (Εβρ. ε: 6), όχι κατά την τάξιν του Ααρών, ο οποίος ελάτρευε τον Θεόν με μόσχους και αμνούς και αιματηράς θυσίας, αλλά «Συ ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ» προσφέρων την αναίμακτον θυσίαν των εθνών με άρτον και οίνον εις αιώνα τον άπαντα. Αλλά δια να μη δώσωμεν, αγαπητοί,  την εντύπωσιν, ότι φλυαρούμεν παρατείνοντες τον λόγον μας, αφού διακόψωμεν εδώ την ομιλίαν μας, σας παραπέμπομεν εις την πηγήν της διδασκαλίας των Πατέρων, οι οποίοι και θα καταπαύσουν την δίψαν της ψυχής σας και θα ευφράνωσι τας καρδίας σας, δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου