ΟΤΙ Η ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΑΜΑΡΤΑΝΕΙΝ ΕΙΝΑΙ Η ΑΞΙΟΔΑΚΡΥΤΟΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗ
«Τούτον ιδών ο Ιησούς κατακείμενον και γνους ότι πολύν ήδη χρόνον έχει, λέγει αυτώ· θέλεις υγιής γενέσθαι»; (Ιωάν. ε: 6).
Κλίνει φυσικά ο άνθρωπος εις το να λυπήται και να πονή εις τας δυστυχίας και συμφοράς των άλλων· ίσως διότι είναι κοιναί, ή διότι όλοι είμεθα εκ του αυτού φυράματος, ή διότι δεν γνωρίζει ο άνθρωπος τι τέξεται η επιούσα. Δεν είναι βέβαιος, ότι εν τω βίω αυτού δεν θέλουσι φυτρώσει εις το ιδικόν του υποκείμενον αι άκανθαι των πόνων, τας οποίας βλέπει εις τους άλλους και δια τούτο λοιπόν δικαίω τω λόγω έκαστος λαμβάνει μίαν συμπάθειαν από την θεωρίαν των ασθενειών και πόνων του άλλου. Ως να είπωμεν, ποίος ήθελεν ευρεθή τόσον σκληρός εις την καρδίαν, τόσον θηριογνώμων εις την διάθεσιν, ώστε να μη συλλυπηθή και να μη συμπονέση σήμερον, ακούων από το ιερόν Ευαγγέλιον τους πολλούς εκείνους χρόνους, τους οποίους διήλθεν ο σημερινός παράλυτος κατάκοιτος, ως αναίσθητος λίθος επάνω εις ένα κράβατον; Τίνος ψυχή δεν ήθελε πονέσει, όταν ακούση, ότι αυτός ο ταλαίπωρος ήτο όχι μόνον παράλυτος, αλλά και εις εσχάτην πτωχείαν και δια τούτο έρημος από φίλους, γυμνός από συγγενείς; Ποίος να μη συλλυπηθή, όταν συλλογισθή όχι μόνον τους πόνους τους οποίους του προεξένει η βαρυτάτη ασθένεια της παραλύσεως, αλλ’ ακόμη την λύπην και το παράπονον το οποίον ησθάνετο, όταν έβλεπε τον Άγγελον, όστις ετάραττε το ύδωρ της κολυμβήθρας και ιατρεύετο άλλος και έφευγε, αυτός δε έμενε πάντοτε εκεί κοιτόμενος;
Ώστε νομίζω, ότι όσοι χρόνοι διήρχοντο, όσοι ιατρεύοντο, τόσας πληγάς ελάμβανεν ο δυστυχής αυτός παράλυτος, συλλογιζόμενος ότι όλοι οι άλλοι είχον συγγενείς και φίλους, οίτινες τους εβοήθουν δια την θεραπείαν των, και δι’ αυτόν δεν ευρέθη ποτέ εις τόσους χρόνους, ούτε φίλος, ούτε συγγενής, να τον βοηθήση να ιατρευθή. Ποίος λοιπόν είναι εκείνος, όστις συλλογιζόμενος την εσχάτην ταύτην πτωχείαν του παραλύτου τούτου δεν θα συλλυπηθή; Και καθώς δεν είναι κανείς όστις να μη παρακινηθή εις συμπαθητικήν διάθεσιν από την δυστυχίαν ταύτην του παραλύτου, τοιουτοτρόπως δεν θέλει ευρεθή από το άλλο μέρος ουδείς όστις να μη αγανακτήση και να μη παρακινηθή εις θυμόν και οργήν, όταν ήθελεν ίδει έτερον τινά παράλυτον, ο οποίος έχων άνθρωπον, όστις ίσταται πάντοτε πρόθυμος, έτοιμος δια να δώση την ιατρείαν εις εκείνον τον παράλυτον, αυτός παρακινούμενος από την ιδικήν του εθελοκακίαν, από την ιδικήν του αγνωσίαν, βλέπων ότι φθάνει ο καιρός της ιατρείας του και ότι δύναται να θεραπευθή, εν τούτοις δεν θέλει να εγερθή από τον τάφον εκείνον της ασθενείας του. Τοιούτον παράλυτον, τοιούτον ασθενή, ποίος να τον ακούση και να μη αγανακτήση; Ποίος να τον ίδη και να μη θυμωθή εναντίον του; Ευρίσκεται άραγε, ηθέλετε μοι είπει, τοιούτος ανόητος ασθενής, τοιούτος αναίσθητος παράλυτος, όστις να αποστρέφηται τον ιατρόν του, να μη θέλη την υγείαν του, αλλά να προτιμά να είναι ακάθαρτος, παρά καθαρός, να είναι ζων ενταφιασμένος μέσα εις τους πόνους, μέσα εις την αποφοράν της ασθενείας; Ναι, είναι πολλοί και τόσοι όσοι είναι οι αμετανόητοι αμαρτωλοί, όσοι κατάκοιτοι παράλυτοι, ακίνητοι εις την εργασίαν των εντολών του Θεού. Ούτοι έχουσι την εικόνα του παραλύτου εκείνου, όστις αποστρέφεται τον ιδικόν του ιατρόν, εκείνου όστις έχει άνθρωπον, τον Υιόν του Θεού, όστις δύναται να τον ιατρεύση εις μίαν στιγμήν και δεν χρειάζεται Άγγελον να έλθη να ταράξη το ύδωρ μίαν φοράν τον χρόνον, επειδή αυτός είναι ο της μεγάλης βουλής Άγγελος, όστις έστησε πολλάκις κολυμβήθρας έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς του αμαρτωλού. Όσα τα μυστήρια, όσοι οι σταλαγμοί των δακρύων της μετανοίας, τόσαι και αι ταραχαί της ιατρείας. Όσας στιγμάς έχει η ώρα, τοσάκις έτοιμος είναι και ο της μεγάλης βουλής Άγγελος δια να δώση την συγχώρησιν, δια να ιατρεύση την λέπραν της αμαρτίας. Και όμως ο αμαρτωλός, ο νοητός παράλυτος, κλείει τους οφθαλμούς δια να μη ίδη τον ιατρόν, προκρίνει να είναι νεκρός, κατάκοιτος εις την αμαρτίαν, παρά ζων εις την αρετήν. Πόθεν αύτη η εσχάτη αναισθησία; Πόθεν αύτη η αξιοδάκρυτος καταδίκη εις τον αμαρτωλόν; Από την πονηράν συνήθειαν της αμαρτίας. Αύτη είναι, εκείνη η οποία έχει δεδεμένον τον αμαρτωλόν εις τον κράβατον της αναισθησίας. Αύτη είναι εκείνη η οποία τον παρακινεί να προκρίνη τον θάνατον από την ζωήν· και δια να το βεβαιωθείς ότι είναι δυνατή η τοιαύτη πονηρά συνήθεια, πρόσεχε. Ευκόλως εννοεί εκείνος, όστις έχει ανοικτάς τας ακοάς εις το κήρυγμα του Ευαγγελίου με τοιαύτην προθυμίαν όσην έχει εκείνος, όστις ακούει τας επιστολάς τας οποίας του στέλλει ο ουράνιος Πατήρ του. Ο τοιούτος, λέγω, ευκόλως εννοεί, ότι ο σημερινός παράλυτος παριστάνει την εικόνα εκείνου, όστις κρατείται από την συνήθειαν της αμαρτίας. Διότι καθώς η παράλυσις, επειδή διαλύει τα νεύρα του σώματος, κάμνει νεκρόν και ακίνητον το σώμα, τοιουτοτρόπως και η συνήθεια της αμαρτίας κόπτει τα νεύρα της ψυχής και δια τούτο την κάμνει ακίνητον εις κάθε εργασίαν της αρετής. Εις ταύτην δεν έχει δύναμιν να αναβή η ψυχή, επειδή σύρεται πάντοτε εις τα κάτω από το βάρος των αμαρτημάτων. Όθεν και ο Μέγας Βασίλειος γράφει: «Έθος δια μακρού του χρόνου παγιωθέν φύσεως ισχύν λαμβάνει, διο ου μικρός ο πόλεμος έθους περιγενέσθαι». Ας κοπιάση όσον θέλει, ας τεχνευθή ό,τι δύναται, όστις θέλει να κόψη εν φυσικόν ιδίωμα του ανθρωπίνου σώματος, φερ’ ειπείν το γελαστικόν, ή το επιθυμητικόν, μάτιν κοπιάζει· κατά τον ίδιον τρόπον και η συνήθεια της αμαρτίας, όταν γηράση, μεταβάλλεται εις φύσιν, λαμβάνει φυσικής δυνάμεως ιδίωμα. Και λοιπόν με δίκαιον τρόπον λέγει ο μέγας Πατήρ, ότι δεν είναι μικρός ο πόλεμος να νικήση τις παλαιάν συνήθειαν. Τρισόλβιος λοιπόν και άξιος πολλών εγκωμίων, όστις προ του να γηράση η αμαρτία της κόπτει τα νεύρα, όστις προ του να τον νεκρώση αυτή, την θανατώνει εκείνος. Διότι καθώς εις εν αγγείον νέον, ό,τι βάλλεις εις την αρχήν και το αφήσης μέσα να πολυκαιρίση, την οσμήν εκείνου λαμβάνει και αυτό, είτε καλή είναι είτε κακή, ύστερον δε, όσον και αν πλύνης εκείνο το αγγείον, δεν δύνασαι παντελώς να εξαλείψης εκείνην την οσμήν, κατά τον ίδιον τρόπον και η αμαρτία, όταν πολυκαιρίση εις την καρδίαν, όταν γίνη συνήθεια, πλέον δυσκόλως ή παντελώς δεν αποχωρίζεται εκείνου, αλλ’ όσον πολυκαιρίζει, τόσον ριζούται η συνήθεια του κακού και της αμαρτίας. Όθεν επαινώ εκείνον τον σοφόν, όστις και αν είναι, ο οποίος θέλων να φανερώση το πλάτος και το βάθος της πονηράς συνηθείας της έδιδε το εξής σύμβολον. Εζωγράφιζε ιερογλυφικώς εν σπήλαιον υπόγειον με την επιγραφήν: «Τοσούτον το εύρος, όσον και το βάθος». Δια τούτου ήθελε να φανερώση, ότι η πονηρά συνήθεια καθ’ ημέραν αυξάνει με το γάλα της κακίας και πονηρίας. Όσον είναι πολυχρόνιον, τόσον είναι χειρότερον. Διότι καθώς και τ’ άλλα πράγματα από μικρά αρχίζουσι και με την πολυκαιρίαν αυξάνουσι, τοιουτοτρόπως και η συνήθεια της αμαρτίας με την πολυκαιρίαν αναβαίνει εις τόσην αύξησιν, ώστε γίνεται ανίκητος. Γράφει με πολύν πόνον εις το χρυσούν βιβλίον της ιδικής του εξομολογήσεως ο μέγας Αυγουστίνος: «Έστενον δεδεμένος», αναστέναζον ων δεδεμένος. Από ποίον, ω άνθρωπε του Θεού; Όχι από άλλον, λέγει, όχι από ξένην ελπίδα, αλλά με την ιδικήν μου σιδηράν συνήθειαν, η ιδική μου θέλησις ήτο ο τύραννος· η άρρητος άλυσις ήτο η συνήθεια, η οποία με έδεσε τόσον, ώστε με έφερεν εις ακολασίαν, την οποίαν μη δυνηθείς να αποκόψω, έγινεν ανάγκη και από την ανάγκην ηκολούθησεν εις φύσιν. Όθεν και εις όλον το ύστερον φωνάζει· «Ουδείς οίδεν ει μη ο πεπειραμένος, οίαν δυσχέρειαν έχει εκκόψαι αρχαίον έθος». Ουδείς, λέγει, καταλαμβαίνει πόσην δυσκολίαν έχει, πόσον πόνον, πόσον πόλεμον, να αποκόψη τις παλαιάν συνήθειαν, ει μη μόνος εκείνος όστις εδοκίμασε. Και τάχα διατί; Ειπέ μας αυτό καθαρώτερον, διδάσκαλε της οικουμένης. Διότι, λέγει, ο πονηρός λογισμός γεννά ηδονήν και από αυτήν γεννάται η συγκατάθεσις και από την συγκατάθεσιν η πράξις και από την πράξιν η συνήθεια και από την συνήθειαν γεννάται η ανάγκη και από αυτήν ακολουθεί ο θάνατος. Τον τοιούτον αμαρτωλόν, όστις επέτρεψεν εις την αμαρτίαν να γίνη συνήθεια εις την ιδικήν του ψυχήν, τον τοιούτον, λέγω, δεν σφάλλεις αν τον παρομοιάσης με ένα, όστις έπεσεν εις χείρας ασπλάγχνου και ανελεήμονος τυράννου, τον οποίον θέλων εκείνος ο τύραννος να θανατώση τον έκλεισεν εις σκοτεινήν φυλακήν και ύστερον έκτισε την θύραν. Περιτριγυρίζει ο δυστυχής φυλακισμένος εντός της σκοτεινής φυλακής, πλην έχασε την θύραν και τόπον δια να εξέλθη δεν ευρίσκει. Όθεν περιτριγυρίζων εκεί μέσα αποθνήσκει. Το ίδιον συμβαίνει και εις εκείνον, εις τον οποίον η αμαρτία γίνεται συνήθεια. Αισθάνεται ότι είναι εις μίαν σκοτεινήν φυλακήν, τριγυρίζει να εύρη την θύραν, πλην την έχει κλεισμένην η πονηρά συνήθεια. Δια τούτο με το σήμερον και με το αύριον να εύρη την θύραν της ελευθερίας ευρίσκει τον θάνατον της παντελούς απωλείας, καθώς είναι γεγραμμένον· «Συνήθειαν γαρ λαβούσα η αμαρτία, έλκει εις παντελή απώλειαν». Ήλθεν εις μεγάλην ανάγκην Σαούλ ο βασιλεύς εις τον πόλεμον εκείνον, τον οποίον ήγειρεν εναντίον του ο υπερήφανος Γολιάθ, δια τούτο ηναγκάσθη να ενδύση με τα ιδικά του βασιλικά άρματα τον Δαβίδ. Εκείνος ενεδύθη ταύτα μετά πολλής χαράς, όμως καθώς έκαμε να κινηθή δια να υπάγη εναντίον του Γολιάθ, βλέπει ότι περισσότερον εμποδίζεται από εκείνα τα όπλα, παρά συμβοηθείται. Όθεν ενθυμούμενος ο Δαβίδ, ότι αυτός με τοιαύτα όπλα ποτέ δεν συνήθιζε να νικά εχθρούς, παρά με την βοήθειαν του Θεού συνοδευομένην με την ιδικήν του ποιμενικήν σφενδόνην, λέγει εις τον βασιλέα· «Βασιλεύ υψηλότατε, ευχαριστώ δια την τιμήν, την οποίαν μου έκαμες, λαμπρά και πολύτιμα είναι τα όπλα σου, πλην δεν είναι δι’ εμέ, διότι εγώ δεν συνήθισα με τοιαύτα όπλα να νικώ εχθρούς· «Ου μη δύνωμαι πορευθήνε εν τούτοις, ότι ου πεπείραμαι» (Α΄ Βασ. ιζ: 39)· Έχε τα άρματά σου, να νικάς με αυτά τους εχθρούς σου. Φθάνει εις εμέ μία σφενδόνη, διότι με αυτήν συνήθισα να θανατώνω άρκτους και λέοντας, με αυτά τα όπλα ου πεπείραμαι, δεν είμαι συνηθισμένος. Βλέπεις πόσην δύναμιν έχει η συνήθεια, ώστε να υπερβαίνη και την δύναμιν των βασιλικών όπλων; Πόσοι ευγενείς, πόσοι βασιλικού αίματος, πόσοι βασιλικού νοός, πόσοι σοφίας θρέμματα; Και όμως να αντιπαλαίσωσιν ένα Γολιάθ, ένα πάθος, ένα θυμόν, μίαν μέθην, μίαν παλλακίδα, μίαν φιλαργυρίαν, μίαν κενήν δόξαν, δεν δύνανται. Αν και ωπλισμένοι ούτοι με βασιλικά και λαμπρά όπλα, σύρονται εις το σκότος της αμαρτίας από την πονηράν συνήθειαν των καταφρονεμένων εκείνων παθών, τα οποία και αυτοί οι ίδιοι ομολογούν, ότι είναι επονείδιστα, ότι είναι θανατηφόρα. Αναστενάζουν αυτοί οι βασιλικοί άνδρες, οι λαμπροφορεμένοι γίγαντες υπό τον πόδα ενός υβριστού και βλασφήμου Γολιάθ, αναστενάζουν υποκάτω από την τυραννίδα μιας πολυκεφάλου Ύδρας, την οποίαν όμως ο νέος Ηρακλής, ο Δαβίδ, θανατώνει εύκολα με μίαν σφενδόνην, με μίαν φυγήν, με μίαν εκκοπήν ταχείαν της αμαρτίας. Ω κατηραμένη συνήθεια της αμαρτίας και τις να μη ενθυμηθή την δύναμιν την οποίαν έχεις και να μη αναστενάξη; Ποίος να μη ενθυμηθή την καταφρόνησιν και το όνειδος, όπερ προξενείς εις τους βασιλικούς και ευγενείς άνδρας και να μη είπη με τον μεγαλοφωνότατον Ησαϊαν· «Ουαί οι επισπώμενοι τας αμαρτίας αυτών ως σχοινίω μακρώ» (Ησ. ε: 18). Ας απαριθμήσω όμως με συντομίαν και τ’ άλλα όσα προξενεί εις την ψυχήν αύτη η πονηρά συνήθεια. Πρώτον κάμνει τα αμαρτήματα να είναι βαρύτερα από ό,τι έχει το ιδικόν των ιδίωμα. Είναι φανερόν τούτο όπου λέγω εις εκείνον όστις συλλογίζεται, ότι εκάστη αμαρτία όσον αργοπορεί εις τον άνθρωπον τόσον γίνεται βαρυτέρα, τόσον αυξάνει η κακία της. Δεύτερον η πονηρά συνήθεια σμικρύνει τα έμφυτα αγαθά και αύτη η ζημία δεν χρειάζεται απόδειξιν, εις έναν όστις στοχάζεται την ευλάβειαν, την αγάπην, την οποίαν έχει προς τον Θεόν εκάστη ψυχή προτού να κυριευθή από θανάσιμον τι πάθος, ή και την κλίσιν την οποίαν έχει εις το να ελεή και να ευσπλαγχνίζεται τους άλλους προτού να κυριευθή από την φιλαργυρίαν. Αυτάς τας αρετάς, αν τας μετρήσης βραδύτερον, τας ευρίσκεις ότι εξέπεσαν πολύ από τον πρώτον αυτών βαθμόν. Τρίτον κάμνει η συνήθεια τον άνθρωπον ευάλωτον από τα επίλοιπα αμαρτήματα, επειδή η μία αμαρτία ανοίγει δρόμον εις την άλλην, το εν βοηθεί το έτερον. Τέταρτον, με το βάρος το οποίον δίδει εις την ψυχήν η συνήθεια, δεν παρακινεί πλέον καθώς εις την αρχήν, αλλ’ αναγκάζει, βιάζει, στενοχωρεί τον άνθρωπον πολλάκις και μη θέλοντα να αμαρτάνη. Πέμπτον αποτέλεσμα της συνηθείας η απελπισία και τελευταίον η αιωνία κόλασις. Δια ταύτα ο ιερός Αυγουστίνος παρομοιάζει την κακήν συνήθειαν της αμαρτίας με ένα ύπνον βαθύν, από τον οποίον, όταν εξυπνήση ο άνθρωπος θέλει να περιπατήση, πλην δεν δύναται, επειδή εμποδίζεται από το βάρος του ύπνου. Τοιουτοτρόπως και εκείνος, όστις είναι κυριευμένος από πολυκαιρινήν συνήθειαν της αμαρτίας, ακούει τον λόγον του Θεού, όστις λέγει· «Απολειπέτω ο ασεβής τας οδούς αυτού και ανήρ άνομος τας βουλάς αυτού και επιστράφητε προς με και ελεήσω υμάς και αφήσω τας αμαρτίας υμών» (Ης. νε: 7). Θέλει να επιστρέψη εις τον Θεόν, επιθυμεί να αφήση τας αμαρτίας, πλην δεν δύναται, εμποδιζόμενος από την συνήθειαν και αν ποτέ φαίνεται ότι επιστρέφει προς τον Θεόν, δεν είναι η επιστροφή του αληθής, αλλ’ επίπλαστος. Και καθώς όταν πέση η βροχή εις την γην φαίνονται ότι βρέχονται και αι πέτραι, πλην έξωθεν, εάν δε εις το μέσον τας ίδης, είναι κατάξηροι και έρημοι από την δρόσον της βροχής. Το ίδιον γίνεται και εις εκείνους των οποίων η καρδία εσκληρύνθη από την πονηράν συνήθειαν· έξωθεν φαίνονται ότι εδέχθησαν της μετανοίας την θείαν δρόσον. Όθεν πολλάκις και αναστενάζουσι και κλαίουσιν, όμως έσωθεν είναι ξηρά και έρημος η καρδία των από την δρόσον της θείας μετανοίας, επειδή η συνήθεια η πονηρά δεν δίδει δρόμον εις την δρόσον του θείου λόγου να φθάση έως εις τα ενδότερα μέρη της ψυχής. «Απετύφλωσε γαρ αυτούς η κακία αυτών και ουκ έγνωσαν μυστήρια Θεού» (Σοφ. Σολ. β: 21- 22). Παρομοιάζει εις διδάσκαλος εκείνους, οίτινες είναι κυριευμένοι από την συνήθειαν της αμαρτίας, με εν παιχνίδιον το οποίον μεταχειρίζονται τα παιδία. Συλλαμβάνουσι αυτά πολλάκις κανέν άγριον πτηνόν, το δένουσιν από τον πόδα με κλωστήν και αφήνουσιν αυτό ελεύθερον δια να πετάξη. Πετά εκείνο εις ύψος δια να φύγη, όμως τα παιδία σύρουσι και πάλιν αυτό προς τα κάτω. Το ίδιον παιχνίδι φαίνεται ότι κάμνει και ο διάβολος με εκείνους, τους οποίους έχει δεδεμένους με το σχοινίον της συνηθείας. Πολλάκις τους δίδει ελευθερίαν να πετάξωσιν εις το ύψος της αρετής. Όθεν τους βλέπεις, αν και ευρισκομένους ακόμη μέσα εις τα πάθη και εις τα δεσμά των προτέρων αμαρτιών, να κάμνουσιν αρχήν να εγκρατεύωνται, να νηστεύωσι, να κατηγορώσι την πρώτην ζωήν, να ψέγωσι την δουλείαν της αμαρτίας και να επαινώσι την ελευθερίαν της αρετής. Όμως ανάμεσα εις αυτό το καλόν προοίμιον της αρετής, τους βλέπεις πάλιν να κρημνίζωνται εις το βάραθρον της κακίας, επειδή ο διάβολος τους έχει δεμένους με το σχοινίον της συνηθείας. Δια τούτο και μόνον τους αφήνει να πετάξωσιν ολίγον εις το ύψος της αρετής δι’ αισχύνην και όνειδος αυτών και δι’ ηδονήν και χάριν ιδικήν του. Διότι αυτός ουδέποτε εγνώρισεν άλλην τρυφήν, άλλην ηδονήν, από τον καιρόν καθ’ ον εξωρίσθη από τα κάλλη του ουρανού, παρ’ όταν εμπαίζη τον ταλαίπωρον άνθρωπον με την συνήθειαν της αμαρτίας. Γράφουσιν οι ιστορικοί δια τον Μιθριδάτην, εκείνον τον περιβόητον τύραννον, ότι μεταχειριζόμενος συχνά-συχνά το δηλητήριον, όπερ λέγεται κώνειον, εις τροφήν, ήλθεν εις τοιαύτην έξιν, ώστε αν και αναγκαζόμενος καιρόν τινά, από την μεγάλην του δυστυχίαν, να θανατωθή, έφαγεν από αυτό το δηλητήριον πολύ, όμως τούτο δεν ενήργησε, δεν προεξένησεν εις αυτόν εκείνο όπερ επεθύμει, δηλαδή τον θάνατον, τον οποίον αυτός είχε προτιμότερον παρά να πέση εις τας χείρας των εχθρών του και να γίνη παίγνιον. Το ίδιον συμβαίνει και εις τον ταλαίπωρον αμαρτωλόν, επειδή γίνεται Δευτέρα φύσις εις το ιδικόν του υποκείμενον η καθημερινή μεταχείρισις της αμαρτίας, μεταχειρίζεται χωρίς όρεξιν και καρδίαν και τα Μυστήρια, όμως με την συχνήν καταφρόνησιν, την οποίαν κάμνει εις αυτά, παρακινούμενος από την συνήθειαν, τα ευρίσκει εις όλον το ύστερον άνευ ενεργείας. Ούτος παρομοιάζει με ένα οδοιπόρον, όστις επιχειρών να διέλθη ποταμόν τινά, ευρίσκει εις την αρχήν ξυλίνην γέφυραν, δια να διέλθη, αλλ’ εκείνος καταφρονών αυτήν, πηγαίνει παρακάτω, νομίζων ότι θέλει εύρει άλλην μεγαλυτέραν και λιθίνην γέφυραν, όμως κοπιάζει πολύ, αλλά δεν ευρίσκει. Όθεν αναγκάζεται να επιστρέψη οπίσω δια να περάση απ’ εκείνην την πρώτην, την ξυλίνην, όμως έως ότου έλθη αυτός, αυξάνει ο ποταμός από την βροχήν, καταβαίνει ρεύμα πολύ, σκεπάζεται η γέφυρα εκείνη η ξυλίνη και απομένει ο οδοιπόρος εις την έρημον και ακολούθως εκτεθειμένος εις θάνατον. Το αυτό γίνεται και εις τον δυστυχή αμαρτωλόν· δεδεμένος εις την αμαρτίαν με την συνήθειαν, ευρίσκει εις την αρχήν ευκολίαν δια να λυθή με την ουράνιον γέφυραν της μετανοίας. Όμως επειδή την καταφρονεί αρχικώς, παρακινείται ύστερον να την ζητήση και δεν την ευρίσκει, μέχρις ου η συνήθεια κατεβάζει ρεύματα πολλά των παθών και των αμαρτιών και σκεπάζει την συντριβήν της καρδίας, παχύνει τον νουν και ψυχραίνει την θείαν αγάπην. Όθεν άλλο δεν απομένει εις τον ταλαίπωρον αμαρτωλόν παρά να κρημνίζεται από το μικρότερον εις το μεγαλύτερον βάραθρον της αμαρτίας και εις όλον το τέλος εις τα τάρταρα του Άδου. Στρέψε μίαν φοράν τον οφθαλμόν σου εις την αυλήν του Καϊάφα δια να πληροφορηθής τούτο, το οποίον σου λέγω. Θέλεις ίδει εκεί μέσα τον Πέτρον, όστις εις την αρχήν ερωτηθείς, αν είναι και αυτός Μαθητής του Χριστού, απεκρίθη· «Ουκ οίδα τι λέγεις» (Ματθ. κστ: 70). Και πάλιν ερωτηθείς δεύτερον, μετ’ ολίγην ώραν, κάμνει και όρκον, λέγων· «Ουκ οίδα τον άνθρωπον» (αυτ. 72). Τρίτον ερωτηθείς, προσθέτει και ανάθεμα· «Τότε ήρξατο καταθεματίζειν και ομνύειν ότι ουκ οίδα τον άνθρωπον» (αυτ. 74). Ω κατηραμένη συνήθεια και τι δεν δύνασαι να πράξης! Ποίον δεν δύνασαι να κρημνίσης! Ας φύγωμεν λοιπόν, ω ηγαπημένοι μου, την συνήθειαν της αμαρτίας, ας μη καταφρονήσωμεν την μικράν συνήθειαν δια να μη κυριευθώμεν από την μεγάλην. Ο Πέτρος αν δεν άφηνε να χωρέση εις την ψυχήν του αύτη η παραμικρά λέξις, «ουκ οίδα τον άνθρωπον» (ενθ. ανωτ. ), δεν ήθελεν έλθει εις τόσην μεγάλην ανάγκην, ώστε να προσθέση επάνω εις εκείνο το «ουκ οίδα τον άνθρωπον», όρκον και ανάθεμα. Αξιέπαινον έργον, αν και εις το φαινόμενον επίψογον, ήτο εκείνο όπερ έπραξεν εις νέος, τον οποίον συνέλαβον οι δήμιοι δια να τον κρεμάσωσι, διότι ήτο κλέπτης. Παρεκάλεσε δηλαδή τους δημίους να τον αφήσωσι να πλησιάση εις την μητέρα του, η οποία ήτο εκεί πλησίον και έκλαιεν. Εκείνοι, αν και άσπλαγχνοι εις τας συμφοράς των άλλων, όμως τότε, δεν γνωρίζω πως, εφάνησαν συμπαθητικοί και έδωσαν άδειαν εις εκείνον τον καταδικασμένον νέον να πλησιάση την μητέρα του, νομίζοντες ότι θέλει να την ασπασθή και να της είπη το τελευταίον υγίαινε, επειδή κατ’ εκείνην την ώραν έμελλε να χωρισθή τον τοιούτον χωρισμόν. Τοιουτοτρόπως άφησαν οι δήμιοι τον νέον, αν και δεδεμένον, και επλησίασε κοντά εις την μητέρα του. Εκεί όμως, προσποιούμενος, ότι θέλει να της είπη εις το αυτίον λόγον τινά κρυφόν, αρπάζει με τους οδόντες του το αυτίον της μητρός του και το κόπτει. Τούτο το ασεβές έργον ετάραξε πολύ τους περιεστώτας, ώστε να λέγωσιν, ότι αυτός ο νέος όχι μόνον εις τους άλλους ήτο άδικος, αλλά και εις την ιδίαν αυτού μητέρα. Εκείνος όμως αποκρίνεται· «Αύτη είναι η αιτία του τοιούτου θανάτου μου, αύτη και όλης της κακίας μου. Διότι αν ήθελε κόψει την συνήθειαν, την οποίαν είχον εις την νεότητα να κλέπτω τας πινακίδας των συμμαθητών μου, δεν ήθελον τολμήσει να κλέψω και την οκτώηχον και ακολούθως να πράξω κακά μεγαλύτερα και τοιουτοτρόπως να έλθω εις αυτήν την συμφοράν». Βλέπει ο Πλάτων φίλον του τινά, όστις έπαιζε κύβους και παρευθύς αρχίζει να τον κατηγορή δριμύτατα και να τον υβρίζη ανελεημόνως. Αποκριθείς δε εκείνος είπεν εις τον Πλάτωνα· «Ως επί μικροίς»! Ως δηλαδή να του έλεγεν· «Ω σοφώτατε Πλάτων, δια τόσον μικρόν αμάρτημα εκσφενδονίζεις εναντίον μου τόσας πολλάς ύβρεις; Δια τόσην ολίγην άνεσιν, την οποίαν δίδω εις το σώμα μου με τούτο το μικρόν παιγνίδιον, πλέκεις εις εμέ τόσους ονειδισμούς, δίδεις τόσας ύβρεις, τόσας πολλάς κατηγορίας, και έμπροσθεν εις τόσους πολλούς ανθρώπους; «Ως επί μικροίς, ω Πλάτων, ως επί μικροίς». Διότι δια παραμικρόν πράγμα με υβρίζεις. Εκείνος τότε αποκρίνεται προς αυτόν· «Αλλά το γ’ έθος ου σμικρόν». Ακούεις λόγον από στόμα Έλληνος; Ακούεις διδασκαλίαν χρυσήν ευαγγελικήν; Μικρόν είναι το αμάρτημα, όπερ ποιείς, φίλε μου, αλλ’ η συνήθεια της αμαρτίας δεν είναι μικρά, αλλά πράγμα θανατηφόρον, πράγμα όπερ κάμνει πολλούς να κλέωσι τους οφθαλμούς, δια να μη ίδωσι τον ιατρόν της ψυχής. Πράγμα όπερ εθανάτωσε και θανατώνει καθ’ ημέραν πολλούς γίγαντας. «Το γ’ έθος ου σμικρόν», διότι αυτό είναι η παράλυσις της ψυχής, αυτό είναι η άλυσις, με την οποίαν δένει ο διάβολος τον άνθρωπον επάνω εις τον κράβατον της αναισθησίας. Ου μικρόν το έθος, αλλά μέγα και φοβερόν, διότι προξενεί εις τον άνθρωπον την φοβεράν εκείνην και απαρηγόρητον κόλασιν. Ου μικρόν το έθος, διότι είναι ανίατον από εκείνους, οίτινες δεν ήκουσαν ταύτα τα ιατρικά. Πρώτον ιατρικόν δια να κόψη τας ρίζας και τα νεύρα μιας πονηράς συνηθείας δεν θέλει ευρεθή άλλο, εκτός από την παντοδυναμίαν του Θεού. Αυτή είναι ήτις αχρόνως και ακόπως ιατρεύει αυτό το ανίατον πάθος, καθώς ο σημερινός παράλυτος με τον κράβατον εις τον ώμον κηρύττει. Αυτή όμως η παντοδυναμία αμέσως δεν ενεργεί, όχι διότι δεν δύναται, ούτε διότι δεν θέλει, αλλά δια να μη αναιρέση εκείνο το οποίον εχάρισεν άπαξ εις τον άνθρωπον, το προαιρετικόν. Χρειάζεται λοιπόν πολλά η παντοδυναμία αύτη του Θεού δια να ενεργήση εις ημάς την αποχήν του κακού, το μίσος της αμαρτίας, την συντριβήν της καρδίας, την ικανοποίησιν και το μυστήριον της μετανοίας και της αληθινής εξομολογήσεως. Επάνω δε από όλα χρειάζεται η προσευχή και η θέλησις του ανθρώπου. Να κλίνη ούτος το πρόσωπον και μετά θερμών δακρύων να ζητήση την παντοδυναμίαν του Θεού, καθώς από τον σημερινόν παράλυτον γίνεται φανερόν τούτο το οποίον λέγω. Εγνώριζεν ο πάντων καρδιογνώστης Χριστός και τους πολλούς χρόνους όπου είχεν η ασθένεια δεδεμένον τον παράλυτον επάνω εις τον κράβατον, εγνώριζε και τους πόνους και την ταλαιπωρίαν την πολλήν την οποίαν υπέμενε. Δεν ελάνθανε εις Αυτόν ούτε η επιθυμία την οποίαν είχεν ο ταλαίπωρος να ελευθερωθή από την ασθένειαν, ούτε η ένδεια των αναγκαίων, ούτε η ερημία των φίλων και των συγγενών. Όμως σκοπίμως τον ερωτά· «Θέλεις υγιής γενέσθαι»; (Ιωάν. ε: 6). Διατί έκαμε τούτο; Δια να δώση αφορμήν εις εκείνον να τον ομολογήση Κύριον και Παντοδύναμον, δια να ζητήση ο ίδιος την ιατρείαν του και δια να δώση εις σε, άνθρωπε, να εννοήσης πόσην δύναμιν έχει η πονηρά συνήθεια της αμαρτίας, η οποία χρειάζεται την παντοδυναμίαν του Θεού δια να την κόψη. Δεύτερον ιατρικόν είναι η επιθυμία και η αγάπη των εναντίων της αμαρτίας. Συμφωνεί τούτο με εκείνον τον ορισμόν, τον οποίον δίδουν οι ιατροί, τα εναντία τοις εναντίοις ιάται. Λοιπόν θέλεις να κόψης μίαν πονηράν συνήθειαν, φερ’ ειπείν της μέθης και της πολυφαγίας; Βάλε ως δραστικόν βότανον επάνω εις αυτό το πάθος την αγάπην και επιθυμίαν της νηστείας. Σε κυριεύει πάθος σαρκικόν; Είσαι δεδεμένος από την συνήθειαν της κτηνώδους πορνείας και μοιχείας; Αγάπησον, ζήτησον να αποκτήσης την καθαρότητα της παρθενίας των Αγγέλων και με αυτήν την επαινετήν και αγίαν όρεξιν, κόπτεις την πρώτην, την αηδή και βρωμισμένην. Σε κυριεύει πάθος μνησικακίας και έχθρας; Αγάπησε την αμνησικακίαν του Θεού και την αγάπην της ευαγγελικής ζωής και τοιουτοτρόπως κόπτεις εκείνην την συνήθειαν. Σε κυριεύει πάθος φιλαργυρίας και ασπλαγχνίας; Αγάπησε την ευαγγελικήν αυτάρκειαν και τα φιλάνθρωπα σπλάγχνα του ουρανίου σου Πατρός και τοιουτοτρόπως κόπτεις εκείνο το πάθος της ιουδαϊκής αναισθησίας. Σε κυριεύει η διαβολική αλαζονεία και η υπερηφάνεια; Αγάπησε την ταπεινοφροσύνην του Δεσπότου σου και τοιουτοτρόπως ιατρεύεις τα πονηρά παθήματα του Εωσφόρου. Τρίτον ιατρικόν είναι η παντελής καθυπόταξις του σώματος, το οποίον κατ’ άλλον τρόπον δεν δύνασαι να νικήσης παρά με το μέσον και το όργανον, το οποίον σου έδειξεν ο εσταυρωμένος Ιησούς επάνω εις το όρος του Γολγοθά, καθώς επίσης και με το παράδειγμα της όλης παναγίας Του ζωής. Καθώς λοιπόν εκείνος παρέδωσε την παναγίαν Του Σάρκα εις το πέλαγος εκείνο το πικρότατον των φρικτών παθών, κατά τον ίδιον τρόπον και συ μη λυπηθής την σάρκα δια να κερδήσης την ψυχήν. Γνώρισε ότι αυτό το σώμα σου είναι δούλος και η ψυχή δεσπότης. Μη λυπήσαι τον δούλον να πεινάση, να ιδρώση και να κοπιάση, δια να τιμηθή, να δοξασθή ο δεσπότης. Μη λυπηθής τον δούλον, την σάρκα σου, να καταφρονηθή και να γυμνωθή πρόσκαιρα, δια να ενδυθή το ένδυμα της αθωότητος και να δοξασθή αιώνια η ψυχή. Ταύτα είναι τα μέσα με τα οποία δύναται έκαστος να κόψη τα νεύρα εκάστης πονηράς συνηθείας. Στοχάσου ακόμη, άνθρωπε, και την ευκολίαν την οποίαν έχουσι και την τιμήν και την δόξαν. Αν τα μέσα αυτά τα αποστραφής, γνώριζε ότι συ είσαι όπως εις παράλυτος, όστις και άνθρωπον έχει δια να τον βοηθήση να εισέλθη εντός των υδάτων της κολυμβήθρας και ιατρικά δια να τον ελευθερώσωσιν απ’ εκείνο το αξιοδάκρυτον πάθος, αλλά με το ιδικόν του θέλημα τον αποστρέφεται. Συ ο ίδιος είσαι εκείνος όστις με την ιδικήν σου χείρα γράφεις εις την διαθήκην του ουρανίου Πατρός σου, να είσαι απόκληρος της Βασιλείας Του. Γράφει ο Αριστοτέλης εις τα Πολιτικά του, ότι οι Σκύθαι είχον νόμον, ότι εις τας πανηγύρεις των να μη έχη δικαίωμα να πίη με το ποτήριον με το οποίον έπινον όλοι, εκείνος όστις δεν έχει θανατώσει εχθρόν του γένους των· «Εν Σκύθαις ουκ εξήν εν εορτή τινι σκύφον περιφερόμενον δοθήναι τω μηδένα απεκτακότι πολέμιον». Τούτο γνώριζε, άνθρωπε, ότι θέλει συμβή εις σε, αν δεν θανατώσης, αν δεν κόψης την πονηράν συνήθειαν της αμαρτίας, εις την οποίαν ευρίσκεσαι δεδεμένος με την έχθραν και συμβουλήν του εχθρού σου διαβόλου. Γνώριζε ότι δεν θέλεις αξιωθή ποτέ να πίης το ποτήριον της Καινής Διαθήκης, το ποτήριον εκείνο της ουρανίου ζωής, την κληρονομίαν της άνω δόξης. Από ταύτην την δυστυχίαν, από ταύτην την συμφοράν, δύναται να ευρεθή ή να εννοηθή άλλη μεγαλυτέρα; Λοιπόν συ, ταλαίπωρε άνθρωπε, το υποφέρεις δια μίαν κακήν συνήθειαν να απολέσης μίαν Βασιλείαν ουράνιον; Είναι έργον τούτο ψυχής λογικής, να πωλή δια τόσον ολίγον, δια μίαν ηδονήν πρόσκαιρον, μίαν δόξαν, μίαν παρρησίαν, μίαν αγάπην τρισυποστάτου Θεότητος; Είναι τούτο φρονίμου ανδρός έργον, δια μίαν συνήθειαν κακήν και διεστραμμένην, να αφήσης την συντροφίαν των Αγγέλων, την συντροφίαν των Αποστόλων, την χαράν των Προφητών, τας σκηνάς των Δικαίων; Μη, παρακαλώ, ας μη ευρεθή τοιούτος ανόητος από ημάς, αλλ’ όλοι με τα ιατρικά, τα οποία είπα, ας κόψωμεν κάθε πονηράν συνήθειαν, δια να αξιωθώμεν των επηγγελμένων ημίν αγαθών, τη Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αμήν. Τω απείρω ελέει σου, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου