Παληό και Νέο ημερολόγιο -- Του αειμνήστου Αθανασίου Σακαρέλλου, Θεολόγου

2. Η περίπτωση του αγίου Διονυσίου Αλεξανδρείας

Είναι ανάγκη να δούμε ποιους αγίους συκοφαντούν οι Νεοημερολογίτες ως αιρετικούς, για να δικαιολογήσουν την αθεολόγητη άποψή τους ότι οι πιστοί δεν πρέπει να παύουν την κοινωνία με τους επίσκοπους τους, που κηρύττουν αιρέσεις! Ο πρώτος άγιος που καταγγέλθηκε στη νεότερη εποχή, ότι δήθεν κήρυξε κακοδοξίες είναι ο Διονύσιος, επίσκοπος Αλεξανδρείας. Καταγγέλθηκε πρώτα από τους Λατίνους, για να δικαιολογήσουν τον αιρετικό πάπα Ονώριο, που είχε δεχθεί την κακοδοξία του μονοθελητισμού. Ισχυρίστηκαν οι Φράγκοι, ότι όπως ο Διονύσιος Αλεξανδρείας κήρυξε κακοδοξίες, χωρίς να θεωρηθεί αιρετικός, έτσι και ο Ονώριος, μολονότι δέχτηκε τον μονοθελητισμό, δεν ήταν αιρετικός! Στ’ αχνάρια αυτά των Φράγκων βάδισαν και ορισμένοι απ’ τους Ορθοδόξους, που δέχτηκαν το φράγκικο Ημερολόγιο. Είπαν, ότι, όπως ο άγιος Διονύσιος Αλεξανδρείας δίδαξε κακοδοξίες, χωρίς να θεωρηθεί αιρετικός, έτσι και όσοι άλλαξαν το Παληό Ημερολόγιο το 1924, δεν είναι αιρετικοί, μολονότι, όπως εξηγήσαμε σε προηγούμενα δημοσιεύματά μας, αυτό έγινε στα πλαίσια του Οικουμενισμού, που αποτελεί ίσως την πιο μεγάλη αίρεση! Έχουν άραγε δίκηο, όσοι ισχυρίζονται, ότι ο άγιος Διονύσιος κήρυξε κακοδοξίες; Το εξετάζουμε στη συνέχεια.

Α. Ποιος είναι ο άγιος Διονύσιος Αλεξανδρείας

O Διονύσιος Αλεξανδρείας (195-265) ήταν ένας σπουδαίος επίσκοπος της αρχαίας Εκκλησίας. O Μέγας Αθανάσιος τον αποκαλεί «διδάσκαλο της καθολικής Εκκλησίας»! Πολέμησε ιδιαίτερα την αίρεση του Σαβέλλιου. Η αίρεση αυτή ταύτιζε και τα τρία πρόσωπα της αγίας Τριάδος. Θεωρούσε, ότι τα τρία πρόσωπα της αγίας Τριάδος είναι προσωπεία του ενός Θεού. Ο Διονύσιος στην πολεμική του κατά του Σαβέλλιου, για να εξάρει, ότι άλλο πρόσωπο είναι ο Πατέρας και άλλο ο Υιός, χρησιμοποίησε μερικές εκφράσεις, που σκανδάλισαν μερικούς πιστούς. Αυτοί, χωρίς να τον ρωτήσουν με ποιο πνεύμα χρησιμοποίησε τις «ύποπτες», κατ’ αυτούς, εκφράσεις, απευθύνθηκαν στον επίσκοπο Ρώμης Διονύσιο. Ο τελευταίος συγκάλεσε σύνοδο στη Ρώμη, το έτος 262. Η σύνοδος κατέκρινε την διδασκαλία του Σαβέλλιου. Έμμεσα όμως, καταδίκασε και τις καταγγελθείσες, ως απόψεις του Διονυσίου Αλεξανδρείας. Εν τω μεταξύ ο Διονύσιος Ρώμης έγραψε σχετικά στον Διονύσιο Αλεξανδρείας για να πληροφορηθεί το φρόνημά του. Ο Διονύσιος Αλεξανδρείας απάντησε αμέσως με το έργο του «Έλεγχος και απολογία». Το έργο αυτό έχει διασωθεί μόνο σε αποσπάσματα στα συγγράμματα των Ευσεβίου, Αθανασίου, Βασιλείου και Ιωάννου Δαμασκηνού. Στο έργο του αυτό ο Διονύσιος Αλεξανδρείας χωρίς καμιά φιλονικία, δίνει πλήρεις εξηγήσεις για τις εκφράσεις που κατηγορήθηκαν ως κακόδοξες. Διαμαρτυρήθηκε όμως, γιατί περικόπηκαν, ή παρασιωπήθηκαν άλλες θέσεις του, από τις οποίες αποδεικνύονταν ξεκάθαρα η Ορθοδοξία του. Ο Διονύσιος Ρώμης ικανοποιήθηκε από την απάντηση. Έτσι, το θέμα έληξε για την αρχαία Εκκλησία.

 

Β. Για ποιες εκφράσεις καταγγέλθηκε ο Διονύσιος Αλεξανδρείας.

1. Κατηγορήθηκε για την έκφρασή του, ότι ο Υιός του Θεού είναι «ποίημα» και «γενητόν». Επίσης, για το ότι φρονούσε, ότι «ο Υιός δεν είναι προαιώνιος».  Και ότι έλεγε, ότι ο Υιός δεν είναι «ομοούσιος» με τον Πατέρα. 433.

2. Για τις πιο πάνω κατηγορίες ο άγιος Διονύσιος απολογήθηκε τα εξής:

α. Δεν έγραψε τις ανωτέρω εκφράσεις, όπως τις υπονόησε ο Άρειος.

β. Ότι όσοι τον κατηγόρησαν «δεν είπαν ολόκληρες τις φράσεις του, αλλά τις περιέκοψαν και ότι μίλησαν όπως ήθελαν, όχι με καλή διάθεση, αλλά με πονηρία». 

γ. Επίσης, για την κατηγορία, ότι είπε «ότι ο Υιός είναι «γενητός» και ότι δεν είναι ομοούσιος με τον Πατέρα», απάντησε ότι «είναι ψευδής και η κατηγορία την οποία μου αποδίδουν, ότι δηλ. αρνούμαι, ότι ο Χριστός είναι ομοούσιος του Θεού. Διότι, αν και ομολογώ, ότι δεν έχω εύρει πουθενά, ούτε έχω συναντήσει την λέξιν αυτήν εις τας Γραφάς, τα επιχειρήματά μου βέβαια, τα οποία έχουν παρασιωπήσει, δεν διαφέρουν από την έννοιαν αυτήν».

δ. Τέλος, για την κατηγορία, ότι «δεν υπήρχε εποχή κατά την οποία ο Θεός δεν ήτο πατήρ» απάντησε ότι « υπήρχε πάντοτε ο Χριστός». 

Γ. Αναίρεση των κατηγοριών κατά του αγίου Διονυσίου από τον Μέγα Αθανάσιο

1. Τον άγιο Διονύσιο, λέγει ο Μέγας Αθανάσιος, συκοφαντούν και κακολογούν οι οπαδοί του Αρείου, τα διδάγματα του οποίου, ποτέ δεν διανοήθηκε.

2. Για την κατηγορία, ότι συμφωνεί με τον Άρειο, λέγει ο Μέγας Αθανάσιος «Τι όμοιον έχει η αίρεση του Αρείου και η σκέψις του Διονυσίου; Ή, διατί κατά τον ίδιον τρόπον ομιλούν περί του Διονυσίου και του Αρείου, ενώ διαφέρουν πολύ μεταξύ των; Ο ένας είναι διδάσκαλος της καθολικής εκκλησίας, ο άλλος έγινε εφευρέτης καινής αιρέσεως…».

3. Τέλος, για την κατηγορία ότι ο Υιός λέγεται «γένημα» και «ποίημα», λέγει ο Μέγας Αθανάσιος «τας λέξεις αυτάς εχρησιμοποίησε (ο Διονύσιος) δια να δείξη μόνον ότι δεν είναι ο Πατήρ αυτός που έλαβε το γενητόν και κτιστόν και ποιητόν σώμα, αλλ’ ο Υιός».

Δ. Που οφείλεται η παρεξήγηση, ότι ο Διονύσιος δίδαξε κακοδοξίες

1. Μετά τα όσα είπαμε πιο πάνω, επικαλούμενοι τον ίδιο τον άγιο Διονύσιο, αλλά και τον Μέγα Αθανάσιο, είναι σαφές, ότι ο Διονύσιος ποτέ δεν δίδαξε κακοδοξίες. Οι θέσεις του είναι ακριβώς οι ίδιες, με τις αντίστοιχες των λοιπών θεουμένων. Εκεί που υπήρξε θέμα είναι η χρησιμοποίηση από τον άγιο Διονύσιο ορισμένων λέξεων («κτιστών ρημάτων και νοημάτων»), για να εκφράσει το «πιστεύω» του, γεγονός για το οποίο γράφει ο Μέγας Βασίλειος, ότι οι εκφράσεις αυτές «παρέλαθον» αυτού. To να κάνει κάποιος θεούμενος λάθος στις εκφράσεις της θείας εμπειρίας του δεν αποκλείεται, αλλά αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, όπως είδαμε πιο πάνω. Για το θέμα αυτό των εκφράσεων θα πρέπει να πούμε τα εξής: α. Από πλευράς ουσίας ο άγιος Διονύσιος πιστεύει για το Τριαδικό και Χριστολογικό δόγμα, ό,τι και όλοι οι άλλοι Πατέρες, δηλ. οι θεούμενοι. Αυτό σημαίνει, είναι Ορθοδοξώτατος.

β. Το ότι μερικές εκφράσεις του επικρίθηκαν από ορισμένους, ως άστοχες ή ανεπιτυχείς, οι Πατέρες, όπως είπαμε στο προηγούμενο άρθρο μας, δεν αποδίδουν σημασία. Διδάσκουν, ότι δεν πρέπει κάποιος να προσκολλάται στις λέξεις, αλλά να ελέγχει από τα όσα διδάσκει, αν περιγράφει την ίδια με τους θεούμενους θεία εμπειρία. Στην περίπτωση αυτή, δεν θεωρούν αιρετικό κάποιον που ενδεχομένως αστόχησε στις λέξεις, δέχεται όμως την εμπειρία των θεουμένων. Αυτό ακριβώς συνέβη με τον Διονύσιο Αλεξανδρείας, κι’ αν ακόμα υποτεθεί, ότι αστόχησε στις λέξεις. Ο Μέγας Αθανάσιος, όπως είδαμε, δέχεται, ότι ούτε στις λέξεις αστόχησε ο Διονύσιος.

γ. Ο άγιος Διονύσιος, όπως φαίνεται από τα αποσπάσματα των έργων του που έχουν διασωθεί, χρησιμοποιεί «τα κτιστά ρήματα και νοήματα» της Αγίας Γραφής. Είναι τόση η ευαισθησία του στο ζήτημα αυτό, ώστε αποφεύγει την χρησιμοποίηση του όρου «ομοούσιος», μολονότι, όπως λέγει ο ίδιος, συμφωνεί με το περιεχόμενό του. Το πρόβλημα όμως με τα «κτιστά ρήματα και νοήματα» της Αγίας Γραφής ήταν για την εποχή του Διονυσίου, αλλά είναι μέχρι και σήμερα, ότι τα ίδια «κτιστά ρήματα και νοήματα» χρησιμοποιούσαν και χρησιμοποιούν και οι αιρετικοί! Έτσι, προκαλείται σύγχυση μεταξύ των πιστών. Γι’ αυτό τονίσαμε πιο πάνω, ότι η Αγία Γραφή, μόνο στα χέρια των Ορθοδόξων, που την μελετούν με οδηγό τους αγίους Πατέρες, είναι ορθόδοξο βιβλίο. Στα χέρια των αιρετικών, είναι αιρετικό βιβλίο! Για την αντίκρουση των αιρετικών, η Εκκλησία αναγκάστηκε να εισαγάγει πρόσθετα σύμβολα, δηλ, άλλα «κτιστά ρήματα και νοήματα», τέτοια που να μη μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν οι αιρετικοί. Θ’ αναφέρουμε το παράδειγμα του Αρείου, που η διδασκαλία του ήταν ότι ο Χριστός είναι κτίσμα. Ορθόδοξοι και Αρειανοί δέχονταν τα ίδια «κτιστά ρήματα και νοήματα» των Γραφών. Ο Άρειος το μόνο που πρόσθεσε ήταν η έκφραση ότι ο Χριστός έγινε «εξ ουκ όντων», δηλαδή από το μηδέν. Από το «μηδέν» όμως δημιουργήθηκαν και οι άνθρωποι. Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός, κατά τον Άρειο, είναι κτίσμα, όπως είναι όλοι οι άνθρωποι. Οι Πατέρες, για ν’ αντικρούσουν την κακοδοξία αυτή του Αρείου απάντησαν, ότι ο Χριστός είναι «εκ του Θεού». Επομένως, εφόσον είναι «εκ του Θεού», είναι άκτιστος κατά φύση. Αυτό σημαίνει, ότι έχει την ίδια ουσία που έχει και ο Θεός Πατέρας. Με άλλα λόγια, είναι «ομοούσιος» με τον Πατέρα Του. Έτσι, η Εκκλησία άρχισε να χρησιμοποιεί μια νέα ορολογία. Αυτό έγινε στην αρχή με πολύ δισταγμό και αντιδράσεις, επειδή η λέξη «ομοούσιος» δεν υπήρχε στην Αγία Γραφή. Και γι’ αυτό, την απέφευγε και ο άγιος Διονύσιος. Όταν όμως την επέβαλε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος την δέχτηκαν όλοι οι Ορθόδοξοι και έτσι ξεχώρισαν απ’ τους οπαδούς του Αρείου. Η Εκκλησία όμως αντιμετώπισε κι’ ένα νέο πρόβλημα. Μερικές φορές, για πολλούς λόγους, ήταν υποχρεωμένη να αλλάξει μια ορολογία της, όχι μόνο εξ αιτίας νέων αιρέσεων, αλλά και χάριν καλύτερης διατυπώσεως των δογμάτων της. Όταν όμως αλλάζει μια ορολογία, μπορεί κάποιος Ορθόδοξος που εξακολουθεί να χρησιμοποιεί την παληά ορολογία, να κινδυνεύσει να θεωρηθεί αιρετικός από τη σκοπιά της νέας ορολογίας, χωρίς να είναι πράγματι αιρετικός. Και αυτό συνέβη με τον άγιο Διονύσιο Αλεξανδρείας.

2. Για να καταλάβουμε τον τρόπο σκέψεως του αγίου Διονυσίου Αλεξανδρείας, πρέπει να έχουμε υπόψη μας, ότι η αρχαία Εκκλησία τους πρώτους αιώνες είχε διαμορφώσει διαφορετική ορολογία για τη «γέννηση του Λόγου του Θεού», απ’ ό,τι μεταγενέστερα, μετά τον Μέγα Αθανάσιο.

α. Τους πρώτους αιώνες, ο όρος «γέννηση του θείου Λόγου», εθεωρείτο ότι έχει σχέση με την σχέση του Θεού Πατέρα προς τον κόσμο, με την δημιουργία, την ενσάρκωση και την υιοθεσία. Δεν σήμαινε τον «τρόπο υπάρξεως», όπως μεταγενέστερα όρισε ο Μέγας Αθανάσιος. Αλλ’ ας αφήσουμε τον μακαριστό π. Ιωάννη Ρωμανίδη, ως ειδικό, να μας περιγράψει τη θεολογική αυτή τοποθέτηση της αρχαίας Εκκλησίας: «Εις την προηγουμένην περίοδον (προ του Μεγάλου Αθανασίου) δεν είναι σαφές, η γέννησις ως τρόπος υπάρξεως. Αναφέρεται περισσότερο η «γέννηση» στην οικονομία της δημιουργίας, ενσαρκώσεως, θεώσεως του κόσμου, παρά ως τρόπο υπάρξεως. Γι’ αυτό, έχουμε αυτό το παράδοξο. Στην αρχή ην ο Θεός και ο Λόγος. Όταν ο Θεός απεφάσισε να δημιουργήσει τον κόσμο μέσω του Λόγου, τότε γέννησε ο Θεός τον Λόγο, γενόμενος ο Θεός Πατέρας και ο Λόγος Υιός. Αυτό έγινε για να δημιουργήσει τον κόσμο, για να οραθεί από τους προφήτες, να ενσαρκωθεί και να υιοθετήσει την ανθρωπότητα. Αυτή είναι η αρχαία θεολογία. Αυτοί, (που διδάσκουν αυτά) δεν είναι αρειανοί Πατέρες. Ο Λόγος δεν είχε την ύπαρξή Του απ’ αυτή τη «γέννηση», διότι ο Λόγος υπάρχει. Όταν ο Θεός γεννά τον Λόγον, γεννάει τον ήδη υπάρχοντα Λόγον. Οπότε, ο ήδη υπάρχων Θεός γίνεται Πατήρ και ο ήδη υπάρχων Υιός, γίνεται Υιός. Έχει σχέση με την «οικονομία». Είναι δηλ. η «οικονομική Τριάς». Ο Άρειος βασίστηκε σ’ αυτή την ορολογία των αρχαίων της Εκκλησίας και εισήγαγε το «ην ποτέ, ότε ουκ ην». Αν αφαιρέσεις το «ην ποτέ ουκ ην» ο Άρειος ήταν Ορθόδοξος. Διότι η ορολογία της εποχής αυτής δεν ασχολείται αν ο Λόγος είναι γενητός και τέτοια πράγματα. Αρκεί να έλεγαν, ότι ο Λόγος είναι «εκ του Θεού». Όταν λένε «εκ του Θεού» σημαίνει, ότι είναι άκτιστος. Και αν είναι άκτιστος, δεν είναι εκ του μηδενός. Αυτό το κατηγόρημα τελείως λείπει από την σημερινή ορθόδοξη θεολογία. Ποτέ δεν έχω διαβάσει ένα βιβλίο από Ορθόδοξο, ο οποίος να έχει καταλάβει αυτή τη διαφορά της αρχαίας Εκκλησίας. Όταν λέμε ότι αυτό είναι «εκ του Θεού», σημαίνει, ότι είναι άκτιστον. Όταν λέμε «εκ του μηδενός» σημαίνει ότι είναι κτίσμα. Αυτή είναι η αίρεση του Αρείου, ότι «εκ του

μηδενός» είναι ο Λόγος, ο δεύτερος Λόγος. Οι άλλοι έλεγαν «εκ του Πατρός». Γι’ αυτό ο Αθανάσιος μεταφέρει την θεολογία του Λόγου και την κάνει θεολογία του «φύσει Υιού». Τονίζει συνεχώς το «φύσει Υιός», για να ξεπεράσει αυτό το αρειανικό εμπόδιο, γιατί οι αρειανοί συνέχιζαν την Παλαιά παράδοση. Λέγανε ότι ο Υιός δεν ήταν Υιός πριν γεννηθεί, όπως και ο Θεός δεν ήταν Πατήρ, πριν γεννήσει…».

β. Την διδασκαλία αυτή υποστήριξαν τους τρεις πρώτους αιώνες οι απολογητές Ιουστίνος, Αθηναγόρας, Θεόφιλος Αντιοχείας, Ωριγένης, Ιππόλυτος, Τερτυλλιανός κ.ά. Η αλλαγή της ορολογίας για την γέννηση του Λόγου άρχισε με τον Ειρηναίο (140-202), συνεχίστηκε με τον Μεγάλο Αθανάσιο (295- 373) και ακολούθησε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος.

3. Ο Μέγας Αθανάσιος αποσύνδεσε την «γέννηση» του Υιού και Λόγου του Θεού από την δημιουργία του κόσμου κλπ.. Δηλαδή, άλλαξε την παλαιά ορολογία των απολογητών. Την ερμήνευσε ως «τρόπο υπάρξεώς» του Λόγου. Την ορολογία αυτή επισφράγισε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος και την ακολουθεί έκτοτε η Ορθοδοξία. Κατά τον Μέγα Αθανάσιο, «ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι τέλειον γέννημα του Πατρός, γέννημα δε όχι κατά θέλησιν, αλλά «κατά φύσιν». Δεν προήλθε, διότι το ηθέλησεν ο Πατήρ, αλλά διότι είναι μέσα εις την φύσιν του Πατρός να γεννά τον Υιόν, και μέσα εις την φύσιν τούτου να γεννάται». Ο Διονύσιος έζησε την εποχή που επικρατούσε η πρώτη ορολογία. Τότε είχε αρχίσει να την αλλάζει ο άγιος Ειρηναίος. Γι’ αυτό, όπως είδαμε πιο πάνω, χρησιμοποιεί εκφράσεις απ’ την ορολογία αυτή. Η ορολογία όμως αυτή της Εκκλησίας των τριών πρώτων αιώνων, ποτέ μέχρι τότε δεν θεωρήθηκε αιρετική. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί, ότι ο άγιος Διονύσιος κήρυξε κακοδοξίες. Πολύ περισσότερο, όταν ένας Μέγας Αθανάσιος, αυτός ο οποίος άλλαξε την ορολογία της αρχαίας Εκκλησίας βρίσκει, ότι οι εκφράσεις αυτές του αγίου Διονυσίου, που προέρχονται από την ορολογία της αρχαίας Εκκλησίας, είναι ορθόδοξοι!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου