Λόγος εις την Λαμπροφόρον Ημέρα του Αγίου Πάσχα.

Αύτη η ημέρα ην εποίησεν ο Κύριος, αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή (Ψαλμ. ριζ:24).                                                                                                        

Τις έχει πρόσωπον να το είπη; Τις λόγους να το αποδείξη; Ότι δεν είναι διαφορετική η ημέρα της νυκτός; Δεν έχει τα πρωτεία; Δεν υπερέχει ασυγκρίτως; Φθάνει να ακούσης φως και σκότος, εικόνα Παραδείσου και σκιάν του θανάτου, και παρευθύς εγνώρισες πόσην διαφοράν έχει η ημέρα από την νύκτα. Και ανίσως απλώς κάθε ημέρα είναι διαφορετική συγκρινομένη με το σκότος της νυκτός, πολλώ μάλλον τούτη η λαμπροφόρος ημέρα υπερβαίνει και νικά κάθε άλλην πανήγυριν. Επειδή ανίσως άλλη χαρμόσυνος ημέρα μας φέρει ενός Μυστηρίου καθ’ υπόθεσιν χαράν, τούτη ευαγγελίζεται εις ημάς των Μυστηρίων απάντων την τελείωσιν. Ποία άλλη ημέρα έχει να μετρά με τόσα Μυστήρια το διάστημά της, ωσάν τούτη, της οποίας τα χαρμόσυνα έργα είναι περισσότερα παρά αι στιγμαί όπου έχει;

Ποία άλλη ημέρα ανέτειλε τόσον πολύ, τόσον δραστικόν φως, όπου να έχη δύναμιν, όχι μόνον να χαροποιήση, να φωτίση, να λαμπρύνη το πρόσωπον της γης, τας καρδίας των ζώντων, αλλ’ ακόμη και των απ’ αιώνος νεκρών; Ποία άλλη ημέρα ανέτειλεν εις ημάς τοιούτον χαροποιόν φως, ώστε να φθάση έως και εις τα καταχθόνια του Άδου, να διασκεδάση εκείνο το παχύτατον σκότος όπου εκυρίευσε με μίαν θλιβεράν νύκτα το πλήθος όλον των προπατόρων μας; Ω ημέρα όντως λαμπρά, επειδή ανέτειλεν εις ημάς την παντελή ερήμωσιν του Άδου· ημέρα χαρμόσυνος, ωσάν όπου όχι μόνον των ζώντων παύει τα δάκρυα και τους αναστεναγμούς, αλλά μάλιστα των από κτίσεως κόσμου νεκρών. Ποία άλλη χαρμόσυνος ημέρα, ωσάν αυτήν κατά την οποίαν είδομεν τόσας μυριάδας φυλακισμένους, ελευθερωμένους; Ποία άλλη μεγαλυτέρα χαρά ωσάν να ίδης την εξολόθρευσιν, τον κρημνισμόν, τον παντελή αφανισμόν του τυράννου, του κοινού εχθρού της ανθρωπίνης φύσεως; Αγαλλιασώμεθα λοιπόν και ευφρανθώμεν εις τοιαύτην ημέραν· διότι ιδού όπου μετεβλήθησαν οι σταυροί εις τρόπαια, μετεγύρισαν οι επιτάφιοι θρήνοι εις χαρμόσυνα άσματα. Δεν στάζουσι πλέον αίμα του Εσταυρωμένου μας Ιησού αι άκανθαι, αλλά της Αναστάσεως τα ευωδέστατα ρόδα εβλάστησαν. Δεν είναι πλέον σκυθρωπόν του πολυϋμνήτου Ιησού το πρόσωπον με τους εμπτυσμούς και μάστιγας, αλλά λαμπρότερον και από αυτόν τον αισθητόν ήλιον. Δεν κρεμάται πλέον νεκρός εις τον Σταυρόν ο Υιός της Παρθένου, αλλά θριαμβεύει κατά του θανάτου ο αθάνατος. Με την ιδικήν Του τριήμερον Ανάστασιν προκηρύττει εις ημάς της ανθρωπίνης φύσεως την ανάστασιν. Αγαλλιασώμεθα λοιπόν και ευφρανθώμεν με την κοινήν ελευθερίαν, εις την όντως λαμπροφόρον ημέραν. Δεν είναι άλλο πράγμα όπου να τυραννή και να συγχίζη την ανθρώπινον ζωήν ωσάν τον φόβον. Αυτός κάμνει τον άνθρωπον να περιπατή πάντα συλλογισμένος, να ζη πάντα λυπημένος, να υπνώττη πάντα τεταραγμένος. Αυτός ο φόβος είναι όπου νικά ακόμη και εκείνους όπου είναι περιτριγυρισμένοι με πολλά άρματα, καθώς διαβάζομεν εις τας ιστορίας, ότι Κλέαρχος ο βασιλεύς του Πόντου παρακινημένος από τον φόβον εκλείσθη μέσα εις μίαν μολυβδίνην θήκην, νεκρός προτού να χωρισθή η ψυχή του σώματος από τον φόβον. Αυτός την κεφαλήν του Αρτέμονος κατεβάρυνε με πολλάς περικεφαλαίας, δια να αποφύγη τα βέλη των κεραυνών. Τυραννικόν πράγμα ο φόβος· έχει φύσιν εις καιρόν γαλήνης να σχηματίζη ζάλην θαλάσσης, εις καιρόν υγείας, ασθενείας. Μάταια και ανωφελή τα πλούτη εκεί όπου είναι φόβος. Δουλεύει και υποτάσσεται κάθε ελευθερία, παρακινημένη από τον φόβον· μία ολίγη ρανίς φαίνεται ένας κατακλυσμός· κάθε παραμικρός ήχος του αέρος, μία μεγάλη βροντή. Εκεί όπου κυριεύει ο φόβος, κάθε υπήκοον πιστότατον υποπτεύεται, ότι μέλλει να αποστατήση. Πάσα αληθινή φιλία φαίνεται πως μελετά αποστασίαν· κάθε κήπος γεμάτος από άνθη φαίνεται ένα δάσος γεμάτον από ληστάς. Και να ειπώ με ολίγα λόγια, τύραννος απόκρυφος της ανθρωπίνης ζωής ο φόβος, απονεκρώνει τα μέλη, κόπτει τους χρόνους, προμαντεύεται τους κινδύνους. Πάντοτε τοιούτος σκληρός τύραννος ο φόβος και μάλιστα εις τον καιρόν της εξόδου. Τότε, όταν φθάση η ώρα εκείνη η φοβερά και ολοϋστερινή της ζωής του ανθρώπου, παίρνει περισσοτέραν δύναμιν ο φόβος. Τότε κατατυραννεί την ψυχήν υπέρ ποτε άλλοτε και με την ενθύμησιν των περασμένων και με την ελπίδα των μετά ταύτα ερχομένων. Εις την εξουσίαν τοιούτου τυράννου ευρίσκετο υποτεταγμένον όλον το πλήθος τόσον των Δικαίων, όσον και των αμαρτωλών. Και όταν εζούσαν, από τον κοινόν φόβον ήσαν κυριευμένοι, της κοινής καταδίκης, και εις τον καιρόν του θανάτου με πολύν φόβον και τρόμον εχωρίζοντο από τούτην την ζωήν, επειδή κανείς δεν είχε πληροφορίαν εις ποία τάρταρα του Άδου θέλει καταντήσει, ποίος σκοτεινός και απαρηγόρητος τόπος της γης θέλει τον δεχθή. Αλλ’ όταν ανέτειλεν ο νοητός Ήλιος της δικαιοσύνης, διεσκεδάσθη το παχύτατον σκότος αυτού του φόβου. Από τας καρδίας των ανθρώπων εκόπη η δύναμις εκείνου του κοινού τυράννου και δια τούτο και με χαράν ζώσιν ακόμη και εκείνοι όπου ευρίσκονται μέσα εις κύματα πολλά της λύπης. Με χαράν αποθνήσκουσιν ακόμη και εκείνοι όπου έχουσι πολύ βάρος της αξιοδακρύτου αμαρτίας, επειδή και αυτούς της σημερινής ημέρας η χαρά τους παρηγορεί, όταν τους εύρη συντροφιασμένους με την καλήν συνείδησιν της ειλικρινούς μετανοίας. Ποίαν αφορμήν χαράς φαίνεται εις σε πως παίρνει ένας όπου τυραννείται από μίαν εσχάτην πτωχείαν, όταν ενθυμηθή ότι ανέστη εκ των νεκρών Εκείνος, όστις επτώχευσε δια να πλουτίση την ανθρωπίνην πτωχείαν; Πόσην αφορμήν χαράς έχει ένας όπου είναι κατακυριευμένος από μίαν ανίατον ασθένειαν, όταν ενθυμηθή, ότι Εκείνος όστις ήλθεν εις την γην δια να σηκώση τας ασθενείας της ανθρωπίνης φύσεως, ανέστη τριήμερος εκ του Τάφου; Πόσην χαράν λαμβάνει ένας αδικημένος, όταν ενθυμηθή, ότι ο Υιός του Θεού με την ιδικήν του τριήμερον Ανάστασιν έδειξε καλόν παράδειγμα, ότι θέλει γίνει ανάστασις των νεκρών δια να απολαύση κάθε αδικημένος το δίκαιόν του, κάθε λυπημένος την παρηγορίαν του, κάθε καταφρονεμένος την τιμήν του; Βλέπεις πόσης χαράς αφορμή έγινεν εις ημάς η σημερινή ημέρα; Λοιπόν αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή· και πτωχοί δια τον πλουτίζοντα, και λυπημένοι δια τον παρηγορητήν, και αμαρτωλοί δια τον δικαιούντα, και δίκαιοι δια τον μισθαποδότην. Αλλά τι περιπατώ εις τα καθέκαστα και αφήνω τα καθόλου; Και ο ουρανός και η γη ευφραίνονται σήμερον, ο ουρανός δια την ιδικήν του τελείωσιν, επειδή με τον κρημνισμόν του Εωσφόρου και με την απώλειαν των ακολούθων του έχασεν εκείνην την τελειότητα όπου είχε πρότερον. Αλλά σήμερον όπου ανέστη από τους νεκρούς ο Υιός της Παρθένου, έδωσεν εις τα ουράνια τάγματα αφορμήν να πανηγυρίζωσι και την αναπλήρωσιν της ιδικής των ελλείψεως και την κατά των εχθρών των νίκην. Και η γη ευφραίνεται, επειδή ανέτειλε το Φως της κοινής ελευθερίας, της κοινής αναστάσεως, ηνοίχθη η κεκλεισμένη οδός της αιωνίου ζωής. Τολμά να είπη ο λόγος και κάποιον παράδοξον, ότι και εις αυτόν τον ανενδεή και απαθή Θεόν χαρμόσυνος η σημερινή ημέρα, έτι δε και εις αυτόν τον χορόν των Αγίων και Δικαίων. Και είναι πράγμα αναμφίβολον και αληθέστατον κοντά εις εκείνους όπου γνωρίζουσι πόσην αγάπην, πόσην επιθυμίαν της κοινής ελευθερίας τρέφει ο πανάγαθος Θεός μέσα εις τα ιδικά του πατρικά και φιλάνθρωπα σπλάγχνα. Και ακόμη κατά μίμησιν Αυτού και όλοι οι Δίκαιοι και όλη η πανήγυρις των Αγίων. Και επειδή σήμερον βλέπουσι ότι επήρε τέλος εκείνο όπου επιθυμούσιν, χαίρονται πνευματικώς και ευφραίνονται. Και νομίζω εις τούτο αποβλέπων ο κορυφαίος των Αποστόλων μακάριος Πέτρος έλεγεν· «Ευλογητός ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ο κατά το πολύ αυτού έλεος ανακαινίσας ημάς εις ελπίδα ζώσαν, δι’ αναστάσεως Ιησού Χριστού» (Α΄ Πέτρ. α: 3). Θέλεις να γνωρίσης πόσην χαράν δίδει η σημερινή εορτή εις τας καρδίας των ευσεβών; Μέτρησε αν δύνασαι το πέλαγος της ελεημοσύνης όπου έχυσεν ο πολυεύσπλαγχνος Θεός εις το ανθρώπινον γένος σήμερον. Είναι αδύνατον να το καταλάβης απλώς και ως έτυχε, δια τούτο άκουσε από εμέ μίαν θαυμαστήν τέχνην, δια να δυνηθής με αυτήν να γνωρίσης το πολύ έλεος του Θεού. Ανέβασε τον νουν όσον δύνασαι να εύρης την πηγήν, ταυτόν ειπείν την πρώτην αιτίαν, από την οποίαν έτρεξεν αυτό το έλεος και θέλεις εύρει ότι είναι Θεός και Πατήρ. Και λοιπόν καθώς Εκείνος είναι άπειρος, άπειρον είναι και το έλεός του. Γνωρίζεται αυτό το άπειρον πέλαγος του ελέους του και από το μέσον, δια του οποίου εχάρισεν εις ημάς τόσην ευεργεσίαν. Εξετάζων και αυτός, θέλεις εύρει, να είναι τα σπλάγχνα τα ιδικά Του, καθώς ο Προφήτης Ζαχαρίας έλεγε· «Δια σπλάγχνα ελέους Θεού ημών, εν οις επεσκέψατο ημάς» (Λουκ. α: 78), αυξάνει το μεγαλείον της ελεημοσύνης, και ακολούθως το αίτιον της χαράς το υποκείμενον, επάνω εις το οποίον εχύθη αυτό το έλεος. Ω και τις να μη θαυμάση, τις να μη φρίξη, όταν συλλογισθή και την αχαριστίαν, και την απανθρωπίαν, και την πολυαμάρτυτον ζωήν της ανθρωπίνης φύσεως, επάνω εις την οποίαν έχυσε το τόσον πολύ έλεος ο Θεός. Πράγμα τόσον παράδοξον και ακατανόητον όπου επαρακίνησε τον Προφητάνακτα Δαβίδ να είπη· «Άβυσσος άβυσσον επικαλείται» (Ψαλμ. μα: 8). Η άβυσσος, ο Θεός της αγαθότητος, επικαλείται εις την απόλαυσιν του ιδικού Του ελέους, την άβυσσον της κακίας, την ανθρώπινον φύσιν. Η άβυσσος της καθαρότητος, την άβυσσον της ακαθαρσίας και αμαρτίας· η άβυσσος της δικαιοσύνης, την άβυσσον της αδικίας· η άβυσσος της ευσπλαγχνίας, την άβυσσον της αχαριστίας· η άβυσσος πάσης ουρανίου δόξης, την άβυσσον της αθλιότητος. Ο τοιούτος ασύγκριτος Θεός εις πάσαν αγαθότητα, εις τοιούτον άνθρωπον ασύγκριτον εις την πονηρίαν εχάρισε σήμερον το πολύ έλεος της Αυτού αγαθότητος. Ω και τις να μη θαυμάση και μάλιστα όταν συλλογισθή τον πλούτον των χαρισμάτων, όπου εμπιστεύεται σήμερον ο πανάγαθος Θεός εις αυτήν την άβυσσον της αχαριστίας, τον άνθρωπον και ακόμη δια να εκπλαγής και να φρίξης, εξέτασε να ίδης ότι δεν κάμνει διαφοράν από φίλον έως εχθρόν, και από πιστόν έως άπιστον, από βλάσφημον έως ομολογητήν, αλλ’ επίσης πάντας ευηργέτησεν. Εις όλους εχάρισε το σημερινόν έλεος της Αναστάσεως, καθώς ο Προφήτης με ένα λόγον το φανερώνει· «Του ελέους Κυρίου πλήρης η γη» (Ψαλμ. λβ: 5).  Ως φθονερός θέλω καταδικασθή, ανίσως και κρύψω και το τέλος, ταυτόν ειπείν τον σκοπόν και το κέρδος τούτου του απείρου ελέους. Λοιπόν μάθετε ότι είναι η ανάβασις εις την πρώτην τιμήν, η κληρονομία της μεγάλης Βασιλείας των ουρανών, δια να κάμη συμμετόχους και κληρονόμους της ιδικής του δόξης, δια να χαρίση την δικαιοσύνην όπου δια της παρακοής απώλεσεν ο παλαιός Αδάμ, δια να αναγεννήση ημάς εις την νέαν ζωήν την μακαρίαν και αιώνιον, κατά σύγκρισιν της οποίας τούτη η ζωή είναι η νεκρά. Και εις όλον το ύστερον λάμπει και από αυτάς τας ηλιακάς ακτίνας περισσότερον της σημερινής χαράς το αίτιον (η Ανάστασις του Χριστού), επειδή και είναι τούτο η ζωντανή ελπίς και της κοινής αναστάσεως, της οποίας θέλομεν αξιωθή όχι παραδειγματικώς αλλά δραστικώς, ήτοι με το Αίμα και με τον θάνατον του Υιού και Λόγου του Θεού, καθώς ο μακάριος Παύλος προς Φιλιππησίους έλεγεν· «Ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει, εξ ου και Σωτήρα απεκδεχόμεθα Κύριον Ιησούν Χριστόν, ος μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών εις το γενέσθαι αυτό σύμμορφον τω σώματι της δόξης αυτού» (Φιλιπ. γ: 20-21). Και ως Σωτήρ κοινός, και ως Κεφαλή πάντων θέλει αναστήσει, θέλει αξιώσει και τα μέλη, ημάς, της δόξης Αυτού. Και απ’ εδώ ακολουθεί, να γνωρίζωμεν την σημερινήν εορτήν, όχι μόνον διαφορετικήν από τας άλλας εορτάς, όσον διαφέρει ο ήλιος από τους αστέρας, αλλ’ ακόμη και να είναι και βεβαίωσις της Πίστεως ημών, καθώς το αποδεικνύει εκ του εναντίου η μεγαλόφωνος σάλπιξ του Πνεύματος, ο μακάριος Παύλος· «Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών» (Α΄ Κορ. ιε: 14). Παρόμοια με αυτόν θεολογεί και ο μακάριος Νείλος λέγων, ότι «η ανάστασις ψυχή τις εστί Δευτέρα τοις ανθρώποις, προς τας της αρετής διεγείρουσα πράξεις». Ώστε ανίσως σηκώσης αυτήν την αληθινήν ελπίδα από τον ανθρώπινον βίον, απομένει νεκρός και ανενέργητος εις κάθε θεάρεστον έργον. Ο ίδιος «κεφάλαιον της Χριστού προνοίας» την ανάστασιν λέγει. Και το αίτιον εξόχως από τα άλλα είναι τούτο, να εξυπνά την ψυχήν εις ευχαριστίαν του Ευεργέτου, ενθυμουμένην το κεφάλαιον της ιδικής Του προνοίας. Όθεν με πολλήν σπουδήν οι θεόσοφοι Πατέρες συνιστώσι το πολυτίμητον τούτο και αληθέστατον δόγμα της Πίστεως, την ανάστασιν. Από τους πολλούς ένας είναι, το καύχημα της Δαμασκού ο Ιωάννης, λέγων· «ουκ αδυνατεί ο εν αρχή εκ του χοός της γης συστησάμενος το σώμα αναλυθέν και αποστραφέν εις την γην εξ ης ελήφθη κατά την του δημιουργού απόφασιν, πάλιν αναστήσαι αυτό». Εκείνος, λέγει, ο παντοδύναμος Θεός, όστις έπλασε το σώμα του ανθρώπου εκ του μη όντος, δύναται και πάλιν να αναστήση αυτό. Αποδεικνύει δε συμπεραίνων κατωτέρω, ότι αυτή η ανάστασις είναι μία ζωντανή απόδειξις της προνοίας του Θεού και της δικαιοσύνης, επειδή βλέπομεν κατά την παρούσαν ζωήν πολλούς δικαίους, οίτινες διέρχονται ζωήν πτωχικήν, αδικούνται, ζημιώνονται, βλάπτονται, από δε, το άλλο μέρος βλέπομεν πολλούς αμαρτωλούς και αδίκους, οίτινες διέρχονται ζωήν με πλούτη, με δόξας, με τρυφάς, και με άλλας απολαύσεις. Λοιπόν ανίσως και δεν ήτο ανάστασις, ούτε Θεός, ούτε δικαιοσύνη ακολουθεί να είναι. Διότι εφ’ όσον ο Θεός είναι κοινός Πατήρ πάντων, πως υποφέρει η πρόνοιά του, η δικαιοσύνη του, το ένα από τα παιδιά του να ταλαιπωρήται με μίαν άκραν πτωχείαν και το άλλο να απολαμβάνη ανέσεις και τρυφάς του πλούτου; Πως υποφέρει η παντοδυναμία του να βλέπη τον αδύνατον να ταλαιπωρήται από ένα σκληρόν και τυραννικόν πλούσιον; Είναι λοιπόν ανάστασις, είναι, δια να δώση η δικαία κρίσις του Θεού τους μισθούς των έργων του καθενός. Είναι ανάστασις, δια να γνωρίση ο άδικος και ο πλεονέκτης, ότι δεν εκέρδησεν άλλο από τας αδικίας του, παρά μίαν αιώνιον κόλασιν· είναι ανάστασις, δια να γνωρίση ο υβριστής, ο καταφρονητής, ο δυνάστης των πτωχών, ότι δια την πρόσκαιρον εκείνην καταφρόνησιν όπου έδειξεν εις τον σύμβουλόν του, απολαμβάνει μίαν αιώνιον τιμωρίαν. Είναι ανάστασις, δια να γνωρίσωσιν οι σαρκικοί, οι πόρνοι και οι μοιχοί, οι μέθυσοι και γαστρίμαργοι, ότι εκείναι αι ηδοναί τούς επροξένησαν μίαν κάμινον άσβεστον, μίαν φλόγα ακοίμητον. Είναι ανάστασις, η παρηγορία των πτωχών, των γυμνών, των ορφανών, των καταφρονεμένων, των υβρισμένων, των αδικημένων, δια να γνωρίσωσιν ότι εκείνη η πτωχεία, εκείνη η υπομονή την οποίαν έδειξαν εις τας ανάγκας των, τους εγέννησε μίαν χαράν παντοτεινήν, μίαν δόξαν ακατανόητον, μίαν συναναστροφήν με Αγγέλους και Αγίους αδιάκοπον. Βλέπεις δια πόσα αίτια είναι ανάγκη να γίνη ανάστασις; Βλέπεις πόσην χαράν, πόσην άνεσιν, πόσην παρηγορίαν γεννά εις τας ψυχάς των δυστυχισμένων και καταφρονεμένων πτωχών τούτη η χαρμόσυνος ημέρα; Και λοιπόν καλώτατα κάμνει ο Προφητάναξ Δαβίδ, όστις μας την βεβαιώνει λέγων· «Εξαποστελείς το Πνεύμα σου και κτισθήσονται, και ανακαινιείς το πρόσωπον της γης» (Ψαλμ. ργ: 30). Πλέον καθαρώτερα και με μεγαλυτέραν φωνήν προεκήρυξε τούτην την ημέραν ο μεγαλοφωνότατος των Προφητών Ησαϊας, λέγων· «Αναστήσονται οι νεκροί, και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις, και ευφρανθήσονται οι εν τη γη» (Ησ. κστ: 19). Άξια του επαγγέλματός του κάμνει και ο Απόστολος των εθνών μακάριος Παύλος, όταν λέγη δια τούτην την ημέραν· «Δει γαρ το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν, και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν» (Α΄ Κορ. ιε: 53). Ω θαυμασταί μαρτυρίαι, ω ζωνταναί αποδείξεις της ιδικής σου αναστάσεως, άνθρωπε! Εάν δε και επιθυμής να ακούσης και φυσικά παραδείγματα δια την βεβαίωσιν τούτης της αναστάσεως, άκουσε τον χρυσούν την ψυχήν και την γλώτταν, όστις σου το άφησε γεγραμμένον· «Ορών τον κόκκον σηπόμενον και ανανεούμενον, περί της αναστάσεως μη αμφίβαλλε». Όσαις φοραίς, λέγει, απλώνεις τους οφθαλμούς εις τους κάμπους, και βλέπεις το σιτάρι, το οποίον ενταφιάζεται μέσα εις τους αύλακας και εις το ύστερον φυτρώνει, ενθυμού της αναστάσεως το μυστήριον. Αυτό σου κηρύττουσι και τόσα άνθη, τόσα βότανα, τα οποία φυτρώνει η γη εις καιρόν του έαρος, εκεί όπου φαίνεται τον χειμώνα γυμνή από κάθε στολήν, από κάθε καρπόν. Το ίδιον σου δίδει να γνωρίσης, όταν βλέπης τον χρυσοχόον, όστις μέσα εις το χωνευτήριον αναβράζων την χρυσίτιν γην, εξάγει λαμπρόν χρυσίον. Το ίδιον σε διδάσκουσι και τα άλλα μέταλλα και ο σίδηρος, και ο μόλυβδος, και η ύελος, και όσα άλλα εξάγει η δύναμις του πυρός από μίαν άμμον, από μίαν γην καταπατημένην. Και λοιπόν εκείνο, το οποίον δύναται να κάμη η δύναμις του πυρός, δεν δύναται η παντοδυναμία του Θεού; Εκείνος όστις με ένα νεύμα Του εδημιούργησε τόσας μυριάδας Αγγέλων, ανθρώπου σώμα να αναστήση δεν δύναται; Ναι, βεβαιότατον και αναμφίβολον πράγμα είναι της παρούσης αγίας ημέρας το χαρμόσυνον μυστήριον. Και λοιπόν ας το τιμήσωμεν με έργα λαμπρά, με έργα θεάρεστα, ας δείξωμεν πραγματικώς, ότι πιστεύομεν ότι εορτάζομεν σήμερον ζωής ανακαίνισιν. Ας νικήσωμεν κάθε σατανικόν θέλημα, δια να φανώμεν και με το έργον ότι εορτάζομεν νίκην θανάτου. Ας στολίσωμεν όχι ελληνικώς με λαμπρά φορέματα το σώμα, αλλά με λαμπρά έργα την ψυχήν χριστιανικώς. Ας αποδώσωμεν, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον «τη εικόνι το κατ’ εικόνα», την πρώτην στολήν της ψυχής, την πρώτην αθωότητα. Ας τιμήσωμεν το αρχέτυπον· και τούτο γίνεται, όταν μιμηθώμεν του Πλάστου Θεού τα φιλάνθρωπα σπλάγχνα, το μεγαλόδωρον εις τα χαρίσματα, το συμπαθητικόν εις τους αδικήσαντας, το ειρηνικόν εις τους εχθρούς και εις όλον το ύστερον γενώμεθα ως ο Χριστός, καθώς και ο Χριστός εγένετο ως ημείς. Ας γένωμεν θεοί με την ελεημοσύνην, με την καθαρότητα της ζωής δι’ αγάπην Εκείνου, όστις έγινε δι’ ημάς άνθρωπος. Ας λαμπροφορέσωμεν με πλούσια έργα· ας στολίσωμεν την ψυχήν σήμερον, δια την αγάπην Εκείνου, όστις έγινε πτωχός δι’ ημάς· ας αποδιώξωμεν σήμερον μέσα από την καρδίαν μας πάσαν δουλικήν επιθυμίαν δι’ αγάπην Εκείνου, όστις έλαβε δούλου μορφήν, δια να τιμήση ημάς με την πρώτην ελευθερίαν. Χαράς εορτήν, πανηγύρεως ημέραν εορτάζομεν σήμερον, αδελφοί· ας λυπήσωμεν τον κοινόν εχθρόν, αποστρεφόμενοι πάντα τα έργα αυτού, ας χαροποιήσωμεν τον κοινόν Σωτήρα, τον κοινόν ελευθερωτήν, Εκείνον, όστις εχαροποίησε τους Προπάτορας κάτω εις τον Άδην, με έργα χριστιανικά. Νίκης εορτήν πανηγυρίζομεν σήμερον, ας νικήσωμεν κάθε πάθος, κάθε υψηλόν φρόνημα, πάσαν μέθην, πάσαν γαστριμαργίαν, πάσαν αισχράν επιθυμίαν, δια να στενάξη ο Άδης σήμερον, όχι μόνον με την νίκην όπου επήρεν από τον Δεσπότην, αλλά και με την νίκην την οποίαν του δίδομεν ημείς οι δούλοι. Ας δείξωμεν με λαμπρά έργα, ότι δι’ ημάς ηνοίχθη ο Παράδεισος, ας δείξωμεν ότι τέκνα είμεθα εκείνων των Προπατόρων οίτινες εορτάζουσιν εις τον ουρανόν την κοινήν ελευθερίαν. Και εις όλον το ύστερον με έργα χριστιανικά ας ευχαριστήσωμεν τους κόπους, τους ιδρώτας, τα πανάγια Αίματα Εκείνου, όστις κατεδέχθη να χύση τόσον πέλαγος ελεημοσύνης εις ημάς τους αχαρίστους δούλους. Ας ευχαριστήσωμεν Εκείνον, όστις ηλευθέρωσε μέσα από τα καταχθόνια του Άδου τους Προπάτορας, τους συγγενείς και τους φίλους. Και ας φωνάξωμεν όλοι μέσα από τα σπλάγχνα: Χριστέ Βασιλεύ, Υιέ Μονογενές του προανάρχου Πατρός, νικητά και τροπαιούχε του θανάτου, αρχηγέ της ζωής και της αναστάσεως, χάρισε και εις ημάς σήμερον εκείνην την χαράν όπου έδωσες εις εκείνους, οίτινες σε επίστευσαν μέσα εις τον Άδην. Δος μας δύναμιν να νικήσωμεν τον κοινόν εχθρόν και πολέμιον· πέμψε μίαν ακτίνα φωτός, δια να έχωμεν έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς ημών πάντοτε την άπειρον ευεργεσίαν και χάριν όπου έδωσεν εις ημάς η σημερινή Σου Ανάστασις· και τέλος πάντων αξίωσον ημάς εν καιρώ της αναστάσεως να ευρεθώμεν ενδεδυμένοι με έργα λαμπρά της αναστάσεως, ίνα δοξάζηται το πανάγιόν Σου Όνομα εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου