ΤΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ

Τη Παρασκευή της Διακαινησίμου εορτάζομεν τα εγκαίνια του Ναού της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών της ΖΩΗΦΟΡΟΥ  ΠΗΓΗΣ  και Θεομήτορος· έτι δε και μνείαν ποιούμεθα των εν τούτω τελεσθέντων υπερφυών θαυμάτων παρά της Θεομήτορος.                                                                               

Ο Θείος Ναός της Ζωοδόχου Πηγής εκτίσθη το πρώτον εν Κωνσταντινουπόλει υπό του βασιλέως Λέοντος Α΄ του μεγάλου (457 – 474), όστις και Μακέλλης προσεπωνομάζετο. Ούτος ήτο άνθρωπος καλοπροαίρετος και συμπαθητικός την γνώμην, προτού δε ακόμη βασιλεύση, ότε ήτο ιδιώτης, ευρών κατ’ εκείνον τον τόπον, εις τον οποίον μετά ταύτα ίδρυσε τον Ναόν, τυφλόν τινα, όστις εφέρετο άνω και κάτω πλανώμενος, ήλθε προς αυτόν και τον εχειραγώγει. Ο δε τυφλός κυριευθείς από δίψαν υπερβολικήν παρεκάλει τον χειραγωγόν του, ήτοι τον Λέοντα, θερμώς να του εύρη ύδωρ να καταψύξη την γλώσσαν του. Ευσπλαγχνισθείς δε αυτόν ο καλός Λέον εισήλθεν εις το δάσος, το οποίον ήτο τότε εκεί και εζήτει με πολλήν επιμέλειαν μήπως εύρη ύδωρ.

Επειδή όμως δεν ηδύνατο να εύρη εκεί το ποθούμενον ύδωρ, επέστρεφε λυπημένος. Τότε ακούει φωνήν άνωθεν, ήτις είπε προς αυτόν· «Δεν χρειάζεται, ω Λέον, να σκυθρωπάζης και να θλίβησαι, διότι πλησίον σου είναι το ύδωρ». Και πάλιν πολλά κοπιάσας και μη ευρίσκων το ύδωρ, ελυπείτο, ότε εκ δευτέρου ακούει φωνήν λέγουσαν· «Λέον βασιλεύ, προχωρών εις τα ενδότερα του πυκνού δάσους ευρήσεις ύδωρ θολερόν· απ’ αυτό λάβε και θεράπευσον την δίψαν του τυφλού και ακόμη χρίσον με αυτό και τους τυφλούς οφθαλμούς του και παρευθύς θέλεις εννοήσει ποία είμαι εγώ, ήτις προ πολλού κατοικώ εις τον τόπον τούτον». Ταύτα ακούσας ο Λέων έπραξε καθώς η φωνή τον προσέταξε και παρευθύς ο τυφλός έλαβε το φως των οφθαλμών του. Ο Λέον λοιπόν, αφ’ ου κατά την πρόρρησιν της Θεομήτορος εβασίλευσεν, ανήγειρε με δαπάνην βασιλικήν μεγαλοπρεπέστατον επί της πηγής Ναόν, εις τον οποίον καθ’ εκάστην εγίνοντο θαύματα πάμπολλα. Μετά ταύτα Ιουστινιανός ο μέγας Αυτοκράτωρ (527 – 565), από δυσουρίαν βασανιζόμενος, έλαβε και αυτός την θεραπείαν εις τον ιερόν αυτόν Ναόν. Όθεν ανταποδίδων την ευχαριστίαν προς την του Λόγου Μητέρα ανήγειρε νέον μέγιστον Ναόν, τον οποίον, υπό σεισμών διαφόρων διαρραγέντα αποκατέστησεν ο αυτοκράτωρ Βασίλειος Α΄ ο Μακεδών (867 – 886), τελευταίος δε καλώς επεμελήθη τούτον και ο υιός αυτού Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός (886 – 912), εις των οποίων τας ημέρας πάμπολλα ενήργησεν η Πηγή θαύματα, διότι και αποστήματα πολυχρόνια εθεράπευσε και δυσουρίας και φυματιώσεις και πάθη καρκίνων και αιμορροίας διαφόρους βασιλίδων και άλλων γυναικών και πλήθος πυρετών και στειρλώσεις διέλυσε και δια να αντιπαρέλθω τα κατά μέρος πάσαν νόσον εθεράπευσε. Της Πηγής δε ταύτης δώρημα ήτο και ο βασιλεύς Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος (913 – 959), λυθείσης δι’ αυτής της στειρότητος της βασιλίδος Ζωής. Ανέστησε δε και νεκρόν η όντως Ζωηφόρος αύτη Πηγή· ήτο δε εκείνος από την Θεσσαλίαν και ερχόμενος προς αυτήν καθ’ οδόν ετελεύτησε. Πριν όμως αποθάνη και ενώ έπνεε τα λοίσθια, παρήγγειλεν εις τους ναύτας να τον υπάγουν και νεκρόν εκεί πλησίον εις τον Ναόν της Πηγής και να χύσουν επάνω του τρεις κάδους από εκείνο το ύδωρ της Πηγής και ούτω να τον ενταφιάσουν. Τούτου γενομένου καθώς εκείνος παρήγγειλε, ο νεκρός (ω των υπερφυών σου θαυμασίων, Παρθένε! ) ευθύς άμα εχύθη το ύδωρ επάνω του ανέζησεν. Αφού δε παρήλθεν αρκετός καιρός, ερειπωθέντος του μεγάλου Ναού εκ των σεισμών και μέλλοντος να κρημνισθή, ενεφανίσθη οφθαλμοφανώς η Θεοτόκος, ήτις τον εκράτει, έως ότου το εντός αυτού πλήθος εξήλθεν όλον. Το ζωήρυτον και θαυμαστόν ύδωρ τούτο και δαίμονας απήλασε πινόμενον και από την φυλακήν δεσμίους απέλυσε και του βασιλέως Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού (886 – 912) την λιθίασιν ιάτρευσε και της γυναικός του βασιλίδος Θεοφανούς λαυρότατον πυρετόν έσβεσε και τον Πατριάρχην Στέφανον (886 – 893), τον αδελφόν των, από φυματιώδες πάθος ηλευθέρωσε, και του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Ιωάννου (964 – 966) την ακοήν αποκατέστησε· και του πατρικίου Ταρασίου τον σφοδρότατον πυρετόν έσβεσε και τον υιόν Στυλιανού πάσχοντα εκ δυσουρίας εθεράπευσε· και γυναίκα τινά ονόματι Σχίζαιναν πάσχουσαν εκ δυσεντερίας εθεράπευσεν. Ο δε βασιλεύς Ρωμανός Α΄ ο εκ Λακάπης (920 – 944) και λύσιν και δέσιν γαστρός δια του ύδατος της Πηγής έλαβεν, ωσαύτως και η γυνή αυτού. Αλλά και εν Χαλδία (Χαλδία εκαλείτο χώρα του Πόντου με πρωτεύουσαν την Τραπεζούντα) Μοναχός τις ονόματι Πέπερις και ο μαθητής αυτού πάσχοντες εξ ανιάτων νόσων και επικαλεσθέντες την χάριν της Χωοδόχου Πηγής εθεραπεύθησαν. Ωσαύτως και οι Μοναχοί Ματθαίος και Μελέτιος διαβληθέντες προς τον βασιλέα δια της χάριτος της Θεοτόκου ελυτρώθησαν. Έλαχε δε και της του ισχίου θεραπείας ο επί της διακονίας του θυμιάματος του Ναού Στέφανος. Έτι δε και πατρικίους και πρωτοσπαθαρίους και άλλους μυρίους τους οποίους εθεράπευσε τις διηγήσεται; Ποία δε γλώσσα δύναται να διηγηθή καταλεπτώς όσα το ύδωρ τούτο ενήργησε κατά διαφόρους καιρούς και μέχρι της σήμερον διενεργεί; Υπέρ τας σταγόνας της βροχής και το πλήθος των άστρων και των φύλλων των δένδρων είναι τα θαύματα, τα οποία και μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων βλέπομεν γινόμενα. Διότι και καρκίνον και γάγγραιναν και συρίγγια και θανάσιμα φύματα και άνθρακας και λέπραν και λώβην υπερφυώς εθεράπευσε και άλλας ογκώσεις γυναικών και ψυχής πάθη εθεράπευσε. Και οφθαλμών επιχύσεις και λευκώματα και υέλωπας, έτι δε και τον ύδρωπα του Βαράγγου Ιωάννου και άλλου τινός Βαράγγου έλκη χαλεπά εθεράπευσε. Και τον Ιερομόναχον Μάρκον εθεράπευσε· και την επί δέκα και πέντε έτη υπερβάλλουσαν δύσπνοιαν του Μοναχού Μακαρίου, έτι δε και την λιθίασιν αυτού εθεράπευσεν. Αλλά και πλείστα άλλα, τα οποία αδύνατον είναι να αριθμήσωμεν, και τα οποία ενήργησε και ενεργεί και ουδέποτε παύεται ενεργούσα δια της ακενώτου και Ζωηφόρου Αυτής Πηγής η Υπερένδοξος Δέσποινα, η Υπεραγία Θεοτόκος, η Ζωοδόχος Πηγή. Του θείου τούτου Ναού τα εγκαίνια επιτελεί σήμερον η του Χριστού Εκκλησία. Όμως μετά την πτώσιν της Κωνσταντινουπόλεως ούτος κατηδαφίσθη υπό των Οθωμανών και τα υλικά αυτού ηρπάγησαν και μετεκομίσθησαν δια την κατασκευήν του μιαρού τεμένους του καλουμένου του Σουλτάν Βαγιαζίτ, ουδέν δε έμεινεν εκ της αρχαίας εκείνης καλλονής, ει μη σμικρότατον και ευτελές παρεκκλήσιον, όλον σχεδόν εις τα ερείπια κεχωσμένον, έχον εικοσιπέντε βαθμίδας προς κατάβασιν και φεγγίτας άνωθεν της στέγης, δια των οποίων εισήρχετο ολίγον φως. Προς δε την δυτικήν πλευράν του εδάφους αυτού έκειτο η ρηθείσα του αγιάσματος Πηγή, δια κιγκλίδων πεφραγμένη, εν τη οποία εφαίνοντο κολυμβώντα και οψάρια τινά. Τοιαύτη δε ήτο η κατάστασις αυτού μέχρι του έτους 1821· τότε δε κατεδαφισθέν και το μικρόν εκείνο λείψανον, συγκατέχωσεν εν εαυτώ και την Πηγήν του ιερού αγιάσματος και κατέστη τελείως αφανής. Επί των ημερών όμως του Σουλτάν Μαχμούτ, ότε οι υπήκοοι αυτού έχαιρον ελευθερίας εις την εκτέλεσιν των θρησκευτικών αυτών εθίμων, εζητήθη άδεια υπό των Χριστιανών της Κωνσταντινουπόλεως προς ανοικοδόμησιν τουλάχιστον του ειρημένου παρεκκλησίου, ήτις και εδόθη. Όθεν ήρχισαν το έργον την κζ΄ (27ην) Ιουλίου του έτους 1833· ανασκαφής δε γενομένης και των θεμελίων του αρχαίου Ναού ευρεθέντων, ανηγέρθη, δια νεωτέρας αδείας βασιλικής, όχι μόνον το της Πηγής του αγιάσματος παρεκκλήσιον, λαμπρότερον του προτέρου, αλλά και έτερος νέος επί των θεμελίων του παλαιού μέγιστος, περικαλλέστατος και μεγαλοπρεπέστατος Ναός. Και τα μεν θεμέλια τούτου κατεβλήθησαν τη ιδ΄ (14ην) Σεπτεμβρίου του έτους 1833, το δε έργον απηρτίσθη τη λ΄ (30η) Δεκεμβρίου του έτους 1834. Κατά δε την β΄ (2αν) Φεβρουαρίου του έτους 1835, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνστάντιος ο Β΄ (1834 – 1835), έχων συλλειτουργούς και δώδεκα των προκρίτων Αρχιερέων, μετά μεγάλης εκκλησιαστικής παρατάξεως και απείρου πλήθους Χριστιανών ετέλεσε τα Εγκαίνια του ιερού τούτου Ναού, εις δόξαν της Υπεραγίας ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας της Ζωοδόχου Πηγής. Ης ταις Αγίαις πρεσβείαις ρυσθείημεν και ημείς από πάσης σωματικής και ψυχικής ασθενείας και αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου