Ο Σταυρός είναι το σύμβολον του λυτρωτικού έργου του Χριστού. Εις αυτό συγκλίνουν η απειρόσοφος λυτρωτική βουλή του Θεού και ο προαιώνιος «προορισμός» του ανθρώπου, ο σεσιγημένος και απόκρυφος εν τη θεία αγαθότητι και πανσοφία. Επ’ αυτού απλώσας τας αγίας παλάμας του ο Χριστός, «ήνωσε τα το πριν διεστώτα», δηλαδή Θεόν και άνθρωπον, τους οποίους διεχώρισεν η αμαρτία, απέθανε κατά την σάρκα του ο Θεός και δια της υπερτάτης θυσίας του, της αγάπης και της άκρας υπακοής του, εις τα οποία εκορυφώθη το μυστήριον της θείας κενώσεως αυτού ως σαρκωμένου Λόγου, εξιλέωσε τον αμαρτωλόν άνθρωπον ενώπιον του Θεού, εξηγόρασε το πλάσμα του από την κακότητα του πνεύματος της αποστασίας και την σιδηροπαγή αρπαγήν του θανάτου, καταβαλών ως λύτρον το πανάγιον αίμα του, αίμα ουχί «ψιλού» (απλού) ανθρώπου, αλλά το αίμα του Υιού της Παρθένου και του Θεού, και κατήργησε δια του πάθους του, ως πραγματικού μεσίτου μεταξύ Θεού και ανθρώπων, το μεσότοιχον της έχθρας, το διαχωρίζον τον πλάστην από του πλάσματος, αφ’ ότου το τελευταίον δια της αλογιστίας του εξεδιώχθη από τον αρχαίον παράδεισον της Εδέμ. Δια του σταυρικού θανάτου του ο Χριστός κατέλυσε την δύναμιν του διαβόλου, τον οποίον διεπόμπευσεν επί του σωτηρίου ξύλου, εθανάτωσε τον θάνατον («θανάτω θάνατον πατήσας») και ήνοιξε την οδόν την οδηγούσαν εις τα φωτεινά σκηνώματα της θείας βασιλείας.
Δια του Σταυρού ο άνθρωπος έγινε και πάλιν πολίτης του Παραδείσου, στηθείς εις το γνήσιον και πραγματικόν βάθρον της υπάρξεώς του. Το αίμα του Χριστού απέπλυνε το αίσχος της αμαρτίας, το οποίον εμόλυνε την αποστατημένην φύσιν του ανθρώπου· απέρριψε τα ράκη της φθοράς, με τα οποία την έντυσε ο μισόκαλος Όφις, ο πατήρ του ψεύδους και ανθρωποκτόνος· ωδήγησε την πρωτόκτιστον φύσιν εις την αρχαίαν της ευγένειαν και εύκλειαν, την αποκατέστησε εις το αρχαίον κάλλος της, της απέδωσεν ακτινοβόλον την μαρμαρυγήν της θεότητος, την οποίαν εζόφωσε το πνεύμα της αποστασίας και της πλάνης. Μετά την εκπνοήν της ζωής του Θεανθρώπου επί του Σταυρού, αποκαθηλώθη υπό του Ιωσήφ το πανακήρατον σώμα του και κατετέθη εις μνημείον καινόν, λελατομημένον επί πέτρας. Εκεί παρέμεινεν άπνουν επί τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, όσο διάστημα παρέμεινε και ο Ιωνάς εν τη κοιλία του κήτους. Εν τω μνημείω ο Σωτήρ ετέλεσε δεύτερον αιώνιον σαββατισμόν. Ανεπαύθη εκ του πόνου του μαρτυρικού πάθους του, κοιμηθείς «ύπνον φυσίζωον» (παρεκτικόν ζωής). Κατά τον πρώτον του σαββατισμόν, μετά το πέρας της δημιουργίας, κατέπαυσεν εκ του δημιουργού έργου του, ιδών τα πάντα «καλά λίαν», ότι δηλαδή ανταπεκρίνοντο εις την δημιουργικήν βουλήν του Θεού, εις τον φυσικόν λόγον της υπάρξεώς των. Κατά τον δεύτερον σαββατισμόν, ανεπαύθη εν τω τάφω, αφού επλήρωσε το σωτήριον έργον το οποίον του ανέθεσεν ο Πατήρ, σφραγίσας τούτο με το πανάγιον αίμα του επάνω στον Σταυρόν. Η σινδών και ο τάφος «υπεμφαίνουσι το συνόν τω Λόγω μυστήριον», το οποίον, όμως δεν κατέλυσεν η κατάθεσις του ζωαρχικού σώματος εν τη νεκρική θήκη του θανάτου. «Ανηρέθης, αλλ’ ου διηρέθης – ψάλλει ωραιότατα ο υμνωδός – Λόγε, ης μετέσχες σαρκός· ει γαρ και λέλυταί σου ο ναός (= το σώμα) εν τω καιρώ του πάθους, αλλά και ούτω μία ην η υπόστασις της θεότητος και της σαρκός σου· εν αμφοτέροις γαρ εις υπάρχεις Υιός, Λόγος του Θεού, Θεός και άνθρωπος». Η ένωσις των φύσεων εν τω θεανδρικώ προσώπω του Κυρίου, η αποτελούσα το κέντρον του μυστηρίου του Χριστού, είναι αιωνία και ακατάλυτος. Μετά της ανθρωπίνης του φύσεως ο Σωτήρ παραμένει αρρήκτως συνηνωμένος εις τον αιώνα. Και αληθεύει μεν ότι ο θάνατος επέφερε προσωρινώς την διάλυσιν του συνδέσμου σώματος και ψυχής, όμως τα δύο αυτά συστατικά μέρη της ανθρωπίνης φύσεως του Λυτρωτού δεν έπαυσαν να είναι ηνωμένα, εκάτερον μετά της θεότητος. Το σώμα εν τω τάφω, αν και νεκρόν, δεν απερρίφθη υπό της θεότητος. Ήτο σώμα θεοχώρητον και θεοδύναμον, απρόσβλητον εις την φθοράν και την διάλυσιν, εις τας οποίας δουλεύουν τα σώματα όλων των άλλων ανθρώπων. Δεν ήτο δυνατόν να κρατηθή δια παντός εις τα ψυχρά τοιχώματα του τάφου. Εν αυτώ υπέρχεν ο Σωτήρ «σαββατίζων και ανακτώμενος», ο όλος Θεός εν τη πληρότητι της θείας ενεργείας του, της απείρου του φύσεως και της αϊδίου υποστάσεώς του. Εν τω αυτώ μέτρω όμως θεοχώρητος και θεοδύναμος ήτο και η ψυχή του Ιησού. Και εν αυτή υπήρχεν ο όλος Θεός. Μετ’ αυτής ο Σωτήρ, ενασκών το βασιλικόν του αξίωμα, κατήλθεν, ως άναξ κραταιός και δυνατός, μέχρις «Άδου ταμείων», εις το σκοτεινόν και αμειδές βασίλειον του θανάτου. Εκεί ενεφύσησε πνοήν ζωής εις τους γηρασμένους γενάρχας, εκήρυξε «λύτρωσιν αψευδή» εις τα πεπεδημένα πνεύματα, τα ηλευθέρωσεν από τον παγερόν εναγκαλισμόν του θανάτου, η αστραπή της θείας ενεργείας του κατέκαυσε τον απαίσιον κολοσσόν της αποστασίας και της πλάνης, ηφάνισε το κράτος της φθοράς, συντρίψας «μοχλούς αιωνίους, κατόχους πεπεδημένων». Περιττόν βεβαίως να σημειωθή, ότι εν τω Άδη ηλευθερώθησαν μόνον όσοι επίστευσαν εις το σωτήριον κήρυγμα του Ιησού. Μετάτην τριήμερον παραμονήν του εις τον Άδην και αφού συνέτριψε το κράτος του θανάτου, ο Κύριος ανέστη εκ των νεκρών τροπαιούχος και ένδοξος. Η παθητή φύσις του απετίναξε την υλικότητα και τα αδιάβλητα πάθη της, ενδυθείσα οριστικώς την αφθαρσίαν και την αθανασίαν εν τη αφθίτω δόξη της αγίας Τριάδος. Το πανακήρατον σώμα του ηνώθη και πάλιν μετά της ψυχής του, επανασυνεστήθη ο διακοπείς σύνδεσμος της φύσεως και ανεδείχθη εις τας πραγματικάς διαστάσεις του ο άνθρωπος, το πλάσμα το θεοειδές και θεόμορφον, ως τούτον ηθέλησεν η δημιουργική βουλή του Θεού. «Πάντα πεπλήρωται φωτός», ανακράζει ο ιερός υμνωδός, τα επουράνια, τα επίγεια και τα καταχθόνια. Ήρθησαν εκ μέσου η φθορά και ο θάνατος. Όλαι αι πτυχαί της υπάρξεως, κάθε περιοχή του όντος, όλα τα κτίσματα – εξαιρέσει του διαβόλου και της κολάσεως – εγέμισαν από το φως του Χριστού. Ουδεμία σκιερότης εν τω φωτεινώ έργω του Υιού του Θεού και της Παρθένου. Σήμερον η κτίσις ανεπλάσθη και ανεκαινίσθη εν τη φωτεινή ακτίνι της θείας ενεργείας. Ιδιαιτέρως ο άνθρωπος έγινε χάριτι Θεός, εν τη απλέτω φωτοχυσία του ακτίστου θείου φωτός. Τα πάντα εισήλθον εις την φωτεινήν διάστασιν της Ογδοατικής ημέρας, εις τον αιώνιον σαββατισμόν του Χριστού, εις τον μυστηριακόν χρόνον της θείας βασιλείας, εις τον άϋλον αιώνα του Θεού. Ο ‘ροώδης εβδοματικός κυκλικός χρόνος, εις τον οποίον κινούνται τα φυσικά κτίσματα, δια της αναστάσεως μεταπίπτει εις τον ευθύγραμμον αιώνα της Ογδοατικής ημέρας, της αιωνίας και ατελευτήτου, εις τους μακαρίους κόλπους της αγίας Τριάδος. Η ανάστασις του Χριστού είναι η εορτή του φωτός και της χαράς. Προς αυτήν σπεύδουν όλοι όσοι πιστεύουν εις τον Χριστόν, τον αναστάντα Κύριον, και ακολουθούν σταθερώς εις τα ίχνη του, κατεργαζόμενοι τον θείον νόμον και τας αγίας του εντολάς. Οι άπιστοι και οι φαύλοι, οι αρνούμενοι το μυστήριον του Χριστού, ουδέποτε θα παύσουν να είναι δούλοι της φθοράς και του αιωνίου θανάτου.«Τον σταυρόν σου
προσκυνούμεν αγαθέ και την αγίαν σου ανάστασιν υμνούμεν και δοξάζομεν».
ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ είναι όχι ΑΝΑΣΤΗΣΙΣ.
ΑπάντησηΔιαγραφήNομίζω έχεις δίκαιο. Αν το αντέγραψα το κείμενο από τον Ορθ. Τύπο τότε θα έκανα λάθος εγώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌπως και να έχει το πράγμα, σε ευχαριστώ για την ενημέρωση. Γέρασα πλέον, καιρός να σταματήσω αυτή την εργασία την οποία εξ αρχής δεν ήθελα. Είχα πει στους αδελφούς της αδελφότητας "Ο.Φ." ότι δεν έχω τις δυνάμεις γι αυτή την εργασία, δεν γνωρίζω Θεολογία, οι γραμματικές μου γνώσεις είναι λίγες, αλλά οι αδελφοί επέμεναν...
Και πάλι σε ευχαριστώ!
Εν Χριστώ Αναστάντι,
Κωνσταντίνος
Δεν κατάλαβα. Ο Ορθόδοξος Τύπος είχε κάνει το λάθος;
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν είναι ζήτημα γραμματικών γνώσεων το συγκεκριμένο, απλή απροσεξία είναι.
"Δεν είναι ζήτημα γραμματικών γνώσεων το συγκεκριμένο, απλή απροσεξία είναι."
ΑπάντησηΔιαγραφήΣωστά!
Συγγνώμη για την απροσεξία.