ΔΙΔΑΧΗ ΕΙΣ ΤΗΝ Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ ΠΕΡΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΣ -- ΗΛΙΟΥ ΜΗΝΙΑΤΗ Επισκόπου Κερνίκης και Καλαβρύτων.

Διδάσκαλε, ήνεγκα τον υιόν μου προς σε, έχοντα πνεύμα άλαλον (Μάρκ. θ: 17).              

«Αφοβία μεγάλη το φοβείσθαι τους νόμους», είπεν ένας σοφός. Όποιος δηλαδή φοβείται τους νόμους, αυτός δεν φοβείται καμμίαν τιμωρίαν. Φοβερός είναι ο Κριτής, φοβερά και η Κρίσις. Όστις όμως έχει φόβον και του Κριτού και της κρίσεως, αυτός θέλει ζήσει χωρίς τον φόβον και από του Κριτού την οργήν και από της Κρίσεως την τιμωρίαν. Νομίζω ότι σας έδωκα άλλην φοράν να εννοήσετε δια τινος τρόπου οποίος τρόμος μέλλει να είναι εις την Δευτέραν του Χριστού Παρουσίαν, όταν ο Κριτής είναι Θεός, όλος οργή, χωρίς έλεος, διότι η δικαιοσύνη του κάνει κρίσιν και εκδίκησιν· και ο κρινόμενος αμαρτωλός, πταίστης χωρίς απολογίαν, διότι η συνείδησίς του κάμνει την κατηγορίαν και την απόφασιν. Έρχομαι λοιπόν σήμερον να σας είπω, ότι δεν είναι άλλος τρόπος δια να μη φοβήσθε, ούτε εκείνον τον φοβερόν Κριτήν, ούτε εκείνην την φοβεράν Κρίσιν, παρά το να έχετε τον φόβον και του Κριτού και της Κρίσεως. «Αφοβία μεγάλη το φοβείσθαι τους νόμους». Τι είναι εκείνο, που μας κάνει να φοβούμεθα τόσον την Δευτέραν Παρουσίαν του Χριστού;

Αι αμαρτίαι μας. Ας αφήσωμεν λοιπόν και ημείς τώρα τας αμαρτίας μας, δια να μη φοβηθώμεν τότε ούτε την κρίσιν ούτε την εκδίκησιν της θείας δικαιοσύνης. Και δεν ημπορούμεν να τας αφήσωμεν αλλέως, παρά με την ιεράν εξομολόγησιν. Με την χάριν του θείου τούτου μυστηρίου της εξομολογήσεως διώκεται το πνεύμα το άλαλον, το οποίον δεν μας αφήνει να ομολογήσωμεν την αμαρτίαν μας, δια να μη λάβωμεν την ιατρείαν μας. Δι’ όλα τα πταίσματα, τα οποία κάμνομεν ημείς οι άνθρωποι, δύο κριτήρια έστησεν ο Θεός· ένα εδώ εις την γην, της εξομολογήσεως· άλλο εις τον ουρανόν, της Δευτέρας Του Παρουσίας. Εδώ κάθεται κριτής εις άνθρωπος, όλος ευσπλαγχνία· εκεί κάθεται Κριτής εις Θεός, όλος οργή. Εδώ όστις κρίνεται, συγχωρείται· εκεί όστις κατακρίνεται, κολάζεται. Δεν γίνεται άλλως· ημείς πρέπει να κριθώμεν ή εις τούτο ή εις εκείνο το Κριτήριον. Ηκούσατε τι είναι Δευτέρα Παρουσία· ήδη θέλετε ακούσει και τι είναι Εξομολόγησις. Εγώ, αφού σας αποδείξω σήμερον τρία πράγματα· πρώτον, όστις θέλει να κάμη μίαν αληθινήν και τελείαν εξομολόγησιν, τι πρέπει να κάμη πριν να υπάγη εις τον Πνευματικόν· δεύτερον, τι πρέπει να κάμη εκεί, όπου θα είναι με τον Πνευματικόν, και τρίτον, τι πρέπει να κάμη αφού αναχωρήση από τον Πνευματικόν, τότε θέλω σας αφήσει να εκλέξετε ποίον από τα δύο κριτήρια προτιμάτε. Εγώ ακολουθών το παράδειγμα του μεγάλου διδασκάλου των Εθνών, του μακαρίου Παύλου, όπερ λέγει· «Σοφοίς τε και ανοήτοις οφειλέτης ειμί» (Ρωμ. α: 14), όσον δύναμαι διδάσκω απλά, δια να με καταλαμβάνωσιν όλοι· αλλά σήμερον μάλιστα θέλω ομιλήσει από όλας τας άλλας φοράς απλούστερα, διότι θέλω να καταλάβωσι τους λόγους μου και άνδρες και γυναίκες· και σπουδαίοι και ιδιώται· και μεγάλοι και μικροί, επειδή η υπόθεσις της Εξομολογήσεως ενδιαφέρει όλους εξίσου.                                      

 

Μέρος Πρώτον                                                                              
Νομίζω ότι βλέπω εις ποίαν στενοχωρίαν ευρίσκετο από το εν μέρος ο βασιλεύς Δαβίδ, όταν ήλθεν από μέρους του Θεού ο Προφήτης Γαδ να του φέρη την φοβεράν εκείνην απόφασιν· από δε το άλλο η σωφρονεστάτη Σωσάννα, όταν έπεσεν εις τας χείρας των ασελγεστάτων εκείνων συκοφαντών. Δια την αμαρτίαν, την οποίαν έκαμεν ο Δαβίδ, απαριθμών τον λαόν του Ισραήλ, ο Θεός ηθέλησε να τον παιδεύση. Όθεν του έπεμψε τον Προφήτην τούτον, να του είπη· «Δαβίδ, συ έσφαλες και εγώ είμαι απεσταλμένος από τον Θεόν να σου είπω, ότι έφθασεν η ώρα να πληρώσης την αμαρτίαν σου. Η τιμωρία, την οποίαν ώρισεν ο Θεός, είναι αύτη· ή τρεις χρόνους πείνα εις όλον σου το βασίλειον, ή τρεις μήνες να σε κυνηγούσιν οι εχθροί σου, ή τρεις ημέρας θανατικόν· έκλεξον συ από τα τρία, ποίον θέλεις» (Β΄ Βασ. κδ: 13). Έως να συλλογισθή ο Δαβίδ, ας διέλθωμεν εις την Βαβυλώνα και ας εισέλθωμεν εις τον κήπον του Ιωακείμ, όπου κάθεται και πλύνεται η ωραιοτάτη γυνή του Σωσάννα. Εδώ εισέρχονται κρυφίως δύο γέροντες, σκεύη του διαβόλου, εις των οποίων την καρδίαν από πολλού χρόνου ήναψεν έρως σατανικός. Ούτοι ευρόντες την ευκαιρίαν κατάλληλον, επήδησαν έξαφνα έμπροσθεν της Σωσσάνης, ήτις ήτο μόνη και της λέγουσιν· «Ήλθεν η ώρα, την οποίαν επιθυμούσαμεν από μακρού. Δεν γίνεται άλλως· ή πλήρωσε την επιθυμίαν μας, ή ημείς θέλομεν είπει του ανδρός σου, ότι εδώ σε εύρομεν μετά τινος νέου και κατά τον Νόμον θέλεις λιθοβοληθή· διάλεξε συ από τα δύο ποίον θέλεις» (Δαν. εν Σωσάν. 19 – 21).Δαβίδ τι απεφάσισες; Τρία μεγάλα κακά προβάλλονται ενώπιόν σου, πείνα, διωγμός, θανατικόν· ποίον εκλέγεις; Σωσάννα, τι σκέπτεσαι; Δύο μεγάλοι κίνδυνοι· ή να χάσης την ζωήν ή να χάσης την τιμήν. Ποίον εκλέγεις; «Στενά μοι πανταχόθεν», αποκρίνεται και ο Δαβίδ και η Σωσάννα. Μεγάλη στενοχωρία είναι και εδώ και εκεί· τρεις μήνας να με κυνηγούσιν οι εχθροί μου (ούτω συλλογίζεται ο Δαβίδ) και αν πέσω εις τας χείρας των; Τρεις χρόνους πείνα ή τρεις ημέρας θανατικόν! Και πάλιν να πέσω εις τας χείρας του Θεού; Δεν γνωρίζω τι να αποφασίσω· «Στενά μοι πανταχόθεν». Και αν αμαρτήσω (ούτω συλλογίζεται η Σωσάννα) εγώ πίπτω εις τας χείρας του Θεού! Και αν δεν αμαρτήσω, πίπτω εις τας χείρας των ανθρώπων! Δεν ηξεύρω τι να είπω· «Στενά μοι πανταχόθεν». Αλλ’ εγώ απεφάσισα (λέγει ο Δαβίδ), αντί να με κυνηγούσιν οι εχθροί μου, ας μου πέμψη ο Θεός το θανατικόν. Ευχαριστούμαι να έχω να κάμω με τον Κριτήν μου και όχι με τους εχθρούς μου· «Εμπεσούμαι δη εις χείρας Κυρίου… εις δε χείρας ανθρώπων ου μη εμπέσω» (Β΄ Βασ. κδ: 14). Προτιμώ καλλίτερον να πέσω εις τας χείρας του Θεού, παρά εις τας χείρας των ανθρώπων. Απεφάσισα και εγώ (λέγει η Σωσάννα), ας με συκοφαντήσωσιν εις τον άνδρα μου, ας με λιθοβολήση ο λαός, δεν αμαρτάνω, «Αιρετώτερόν μοι εστί μη πράξασαν εμπεσείν εις τας χείρας υμών ή αμαρτείν ενώπιον Κυρίου». Προτιμώ καλλίτερον να πέσω εις τας χείρας των ανθρώπων, παρά εις τας χείρας του Θεού. Αλλ’ αυτοί οι δύο δεν λέγουσι τα εναντία; Ναι· αλλά και οι δύο λέγουσι καλά. Η Σωσάννα λέγει, πως καλλίτερον έχει να πέση εις τας χείρας των ανθρώπων, παρά εις τας χείρας του Θεού. Πότε το λέγει; Πριν να αμαρτήση. Και λοιπόν πριν να κάμη τις την αμαρτίαν και είναι ακόμη άπταιστος και καθαρός, χιλίας φοράς καλλίτερον είναι να πέση εις τας χείρας των ανθρώπων, ήτοι να τον συκοφαντήσωσι, να τον λιθοβολήσωσι, παρά κάμνων την αμαρτίαν να πέση εις τας χείρας του Θεού, ήτοι να τον υβρίση και να τον παροργίση και να τον κάμη εχθρόν. Δεν είναι πράγμα φοβερόν μη αμαρτάνων να πέση εις χείρας των ανθρώπων, οίτινες, επί τέλους, δεν έχουσιν άλλην δύναμιν, παρά να θανατώσωσι το σώμα και όχι την ψυχήν. Όθεν λέγει ο Χριστός· «Μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι: 28). Φοβερόν δε πράγμα (λέγει ο Απ. Παύλος) είναι αμαρτάνων να πέση τις εις τας χείρας του Θεού· «Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος» (Εβρ. ι: 21), όστις δύναται να θανατώση και το σώμα με θάνατον πρόσκαιρον και την ψυχήν με θάνατον αιώνιον. Η έχθρα των ανθρώπων δεν είναι τόσον κακόν, διότι ή είναι αδύνατος ή είναι προσωρινή. Η έχθρα όμως του Θεού είναι κακόν ανυπόφορον και βαρύτερον, καθώς λέγει ο θείος Χρυσόστομος και από την ιδίαν την κόλασιν του Άδου. «Θεώ προσκρούσαι, του κολασθήναι χαλεπώτερον». ΄Οθεν πολλά φρόνιμα λέγει η Σωσάννα, ότι δεν θέλει να πέση εις αμαρτίαν και ευχαριστείται να πέση εις τας χείρας των ανθρώπων, παρά εις τας χείρας του Θεού· «αιρερώτερόν μοι εστί, μη πράξασαν εμπεσείν εις χείρας υμών, ή αμαρτείν ενώπιον Κυρίου». Ο Δαβίδ πάλιν λέγει, ότι καλλίτερον έχει να πέση εις τας χείρας του Θεού, παρά εις τας χείρας των ανθρώπων. Αλλά πότε το λέγει; Αφού ήμαρτε. Και λοιπόν, αφού κάμη τις την αμαρτίαν, καλλίτερον είναι να πέση εις τας χείρας του Θεού, όστις είναι φυσικά φιλάνθρωπος, όστις με ένα «ήμαρτον» εξιλεώνεται, όστις με ένα δάκρυον σβύνει τον θυμόν του. «Οικτίρμων και ελεήμων ο Κύριος, μακρόθυμος και πολυέλεος, ουκ εις τέλος οργισθήσεται, ουδέ εις τον αιώνα μηνιεί» (Ψαλμ. ρβ: 8 – 9), παρά να πέση εις τας χείρας των ανθρώπων, οίτινες είναι άσπλαγχνοι, οίτινες δεν συμπαθούν ποτέ, οίτινες μνησικακούσιν αιώνια. Και καλώς έλεγεν ο Δαβίδ, ότι αφού έσφαλεν, ευχαριστείται καλλίτερον να πάση εις τας χείρας του Θεού· «εις δε χείρας ανθρώπων ου μη εμπέσω» (Β΄ Βασ. κδ: 14). Ώστε λοιπόν, Χριστιανέ, πριν να αμαρτήσης, φυλάττου μην αμαρτήσης· φοβού, όπως η Σωσάννα, την δικαιοσύνην του Θεού μη σε παιδεύση και προτίμησε αντί να πέσης εις αμαρτίαν, καλλίτερον να κινδυνεύσης εις την ζωήν. Αφού όμως αμαρτήσης, έλπιζε όπως ο Δαβίδ εις την πολλήν ευσπλαγχνίαν του Θεού και θέλεις συγχωρηθή. Συνεχωρήθη από την μοιχείαν και τον φόνον αυτός ο Δαβίδ. Συνεχωρήθη από την ειδωλολατρίαν ο Μανασσής. Συνεχωρήθη από τας αδικίας του ο Τελώνης. Συνεχωρήθη από τας ακαθαρσίας της η πόρνη. Συνεχωρήθη από τόσα κακά, τα οποία έκαμεν ένας ληστής. Ήθελον δε συγχωρηθή και αυτοί οι ίδιοι οι σταυρωταί του Χριστού, αν αληθινά ήθελαν μετανοήσει· «Εμπεσούμεθα (μας συμβουλεύει και ο σοφός Σειράχ) εις χείρας Κυρίου, και ουκ εις χείρας ανθρώπων, ως γαρ η μεγαλωσύνη αυτού ούτω και το έλεος αυτού» (Σειρ. β: 18). Ένα πράγμα μόνον κάμε, το οποίον είναι πλέον εύκολον. Πρόσπεσον εις τας χείρας του Θεού με μίαν αληθινήν και τελείαν εξομολόγησιν. Όταν δε πρόκειται να υπάγης προς τον Πνευματικόν, άκουσον τι έχεις να κάμης. Από τους Αποστόλους του Χριστού, δύο έσφαλαν πολύ, ο Ιούδας, όστις τον επρόδωσε δια τριάκοντα αργύρια, και ο Πέτρος, όστις τον ηρνήθη τρεις φοράς. Αλλ’ από τους δύο ο εις, ο Πέτρος, συνεχωρήθη· έλαβε πάλιν το αποστολικόν αξίωμα, και πάλιν γίνεται φίλος και μαθητής του Χριστού. Ο άλλος, ο Ιούδας, έμεινεν ασυγχώρητος, εκρεμάσθη, άφησε το άθλιον σώμα εις ένα δένδρον και παρέδωκε την ψυχήν εις την αιώνιον κόλασιν. Αλλά διατί ο Πέτρος έλαβε τόσην χάριν και ο Ιούδας εφάνη ανάξιος; Τι έπρεπε να κάμη ούτος ο δυστυχής και δεν το έκαμεν; Έπρεπε να εξομολογηθή το σφάλμα του; Το εξωμολογήθη, φανερά είπεν ότι έσφαλεν· «Ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον» (Ματθ. κζ: 4), ομού δε με την εξομολόγησιν επλήρωσεν, έδωκεν όλα τα τριάκοντα αργύρια, τα οποία έλαβε δια την προδοσίαν· «ρίψας τα αργύρια εν τω ναώ ανεχώρησε». Να εξομολογηθή τις και να πληρώση δεν σας φαίνεται ότι αυτή είναι μία σωστή εξομολόγησις; Ούτω κάμνετε όλοι, αύτη είναι η συνήθεια και όστις είπη το εναντίον, είναι αποσυνάγωγος και νεωτεριστής. Καλά, αλλά στοχασθήτε, σας παρακαλώ, δύο πράγματα. Ένα· με τα αργύρια αυτά του Ιούδα, εκείνοι οι Αρχιερείς, οι οποίοι τα έλαβον, ηγόρασαν, λέγει, τον αγρόν του κεραμέως και τον έκαμαν κοιμητήριον δια να θάπτωνται οι ξένοι· «εις ταφήν τοις ξένοις». Αλλά δεν έπρεπε να αγοράσωσι καλλίτερα μίαν άμπελον ή ένα αγρόν να κάμνη καρπόν; Ή μίαν οικίαν να δίδη κέρδος; Ηγόρασαν ένα αγρόν δια να θάπτωνται οι ξένοι, πράγμα όμως το οποίον ούτε καρπόν κάμνει, ούτε διάφορον δίδει, επειδή ούτε γεωργείται, ούτε ενοικιάζεται. Μυστήριον! Δια να καταλάβωμεν, ότι όπου πέσωσι τα αργύρια εκείνα, με τα οποία πωλείται σιμωνιακώς ο Χριστός, ο τόπος εκείνος δεν κάμνει καρπόν, δεν δίδει κέρδος, δεν τελεσφορεί, δεν προκόπτει· γίνεται τόπος δυστυχισμένος, δεν προξενεί κανένα καλόν εις εκείνον, όστις τον έχει· ίσως δε μόνον καταφυγήν και βοήθειαν ξένου τινός· «εις ταφήν τοις ξένοις», και τέλος πάντων τόπος έρημος και ακατοίκητος, κατά την ψαλμικήν προφητείαν. «Γενηθήτω η έπαυλις αυτών ηρημωμένη και εν τοις σκηνώμασιν αυτών μη έστω ο κατοικών» (Ψαλμ. ξη: 26). Το άλλο. Ο Ιούδας εκολάσθη και σωματικά και ψυχικά· τι είδους θάνατον έλαβεν ο ταλαίπωρος; Κρεμασμένος να σπαράττεται τόσην ώραν· έπειτα να ραγίση εις την μέσην, να πέσωσι τα εντόσθιά του εις την γην και εκείθεν η μιαρά ψυχή του να διαβή εις το πυρ το αιώνιον· «απελθών απήγξατο» (Ματθ. κζ: 5), «και πρηνής γενόμενος ελάκησε μέσος και εξεχύθη πάντα τα σπλάγχνα αυτού» (Πράξ. α: 18). Ώστε λοιπόν η εξομολόγησίς του δεν τον ωφέλησεν; Ουδέν. Αλλ’ ο Πέτρος, όστις συνεχωρήθη, τι έκαμεν; Αυτός μέσα εις την αυλήν του Καϊάφα έστεκε και εθερμαίνετο. Είχεν αρνηθή τρεις φοράς· «ουκ οίδα τον άνθρωπον» (Ματθ. κστ: 72 – 74. Μάρκ. ιδ: 71), αλλ’ όταν ήκουσε την τρίτην φοράν να κράζη ο αλέκτωρ, ενεθυμήθη εκείνο, το οποίον του προείπεν ο Χριστός· εγνώρισε το σφάλμα του· συνετρίβη από τον πόνον η καρδία του. Τότε ευθύς εξήλθεν έξω από εκείνην την αυλήν, ευθύς εχωρίσθη από εκείνην την κακήν συντροφίαν των υπηρετών· ευθύς παρεμέρισε και συλλογιζόμενος καλά με τον νουν του τι έκαμεν, έκλαυσε πικρά· «Εξελθών έξω έκλαυσε πικρώς» (Ματθ. κστ: 75). Υπάρχει δε παράδοσις, ότι καθ’ όλην του την ζωήν, καθ’ εκάστην φοράν, όπου ήκουε την φωνήν τού αλέκτορος, πάλιν ενεθυμείτο την αμαρτίαν του και έκαμνε τους οφθαλμούς του δύο βρύσεις πικροτάτων δακρύων· «έκλαιε πικρώς». Τοιαύτη εξομολόγησις ωφέλησε πολύ. Διότι μετά την Ανάστασιν, όταν ο Χριστός τον ηρώτησε τρεις φοράς, Πέτρε, αγαπάς με; Με τα τρία ταύτα ερωτήματα διώρθωσε τας τρεις αρνήσεις, λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος. Και όταν του είπε· «Βόσκε τα αρνία μου…, ποίμανε τα πρόβατά μου» (Ιωάν. κα: 15 – 16), του εχάρισε, λέγει, ο θείος Χρυσόστομος, την προτέραν αποστολικήν εξουσίαν και τιμήν. Σημείωσε τώρα, Χριστιανέ, ότι η εξομολόγησις η αληθινή και τελεία, η οποία προξενεί την συγχώρησιν της αμαρτίας και η οποία φέρει εις την Χάριν και εις την αγάπην του Θεού , δεν συνίσταται εις τούτο μόνον, να είπης ήμαρτον και να ομολογήσης την αμαρτίαν σου, διότι ενδέχεται τοιαύτη εξομολόγησις να είναι του στόματος μόνον και όχι της καρδίας· να είναι από συνήθειαν, και όχι από συντριβήν· μάλλιστα δε εξομολόγησις δια την οποίαν έδωσες εις τον Πνευματικόν και χρήματα ως να ήτο η μετάνοια εμπορική υπόθεσις, οι δε Πνευματικοί εκείνοι οι ιερόσυλοι, οι οποίοι δέχονται χρήματα δια την εξομολόγησιν, ως να είναι έμποροι, νομίζοντες, καθώς λέγει ο θείος Παύλος, «πορισμόν είναι την ευσέβειαν» (Α΄ Τιμ. στ: 5). Αδελφέ, εάν ούτω πράττης, είσαι πλανεμένος· τοιαύτη εξομολόγησις είναι εξωτερική, ψεύτικη, ως εκείνη του Ιούδα, εντελώς ματαία και ανωφελής. Η εξομολόγησις, την οποίαν σας λέγω εγώ, συνίσταται εις τούτο· να κάμης, καθώς έκαμεν ο Πέτρος, όταν εγνώρισε το σφάλμα του. Τι άκαμεν ο Πέτρος; «Εξελθών έξω», λέγει η Γραφή, «έκλαυσε πικρώς». Πρώτον, λοιπόν, έσπευσε να εξέλθη από τον αφωρισμένον οίκον του Αρχιερέως εκείνου, εις τον οποίον ηρνήθη τον Χριστόν, τον θείον Διδάσκαλον· «εξελθών έξω». Και συ λοιπόν, όταν θέλης να υπάγης να εξομολογηθής, έξελθε από τον κατηραμένον εκείνον οίκον, όπου, δια την αγάπην μιας πόρνης, ηρνήθης όχι τρεις φοράς, αλλά αρνείσαι καθημερινώς τον Θεόν. Έξελθε δε όχι μόνον με το σώμα, αλλά και με τον νουν και με την καρδίαν· «εξελθών έξω». Ο Πέτρος «εξελθών έξω» εχωρίσθη από την συντροφίαν των ασεβών εκείνων στρατιωτών και υπηρετών, οι οποίοι συνέλαβον τον Χριστόν, και συ «εξελθών έξω» χωρίσου από εκείνας τας κακάς συντροφίας, από εκείνας τας διεστραμμένας συναναστροφάς, από εκείνας τας οδούς της απωλείας, εις τας οποίας έζησες έως τώρα άσωτος. Ο Πέτρος παρεμέρισε και μένων μόνος εστοχάσθη καλώς το μέγα κακόν, το οποίον έκαμεν· επόνεσεν, εκατανύχθη και κατόπιν «έκλαυσε πικρώς», όπερ θέλει να ειπή, ότι δεν έχυσε μόνον δύο δάκρυα, αλλ’ έλυσεν εις δάκρυα την καρδίαν· «εξελθών έξω έκλαυσε πικρώς». Και συ λοιπόν, όστις συνηθίζεις να πηγαίνης εις τον Πνευματικόν χωρίς καμμίαν προετοιμασίαν, αποσύρθητι πρώτον μίαν ώραν, άφησε κάθε άλλην φροντίδα, συγκέντρωσε τους εσκορπισμένους λογισμούς σου, κάμε ολίγην  προσευχήν και παρακάλεσε τον Θεόν να σε φωτίση, να ενθυμηθής τας αμαρτίας σου και εάν γνωρίζης ότι δεν ενθυμείσαι καλώς, γράψε αυτάς εις μικρόν χάρτην. Λέγει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ότι οι Μοναχοί του Μοναστηρίου του «πτυχίον μικρόν εν τη ζώνη κρεμάμενον είχον, εν ω εσημείουν τους καθ’ εκάστην λογισμούς και τω Προεστώτι εξήγγελλον». Βάλε επίσης εμπρός εις τους οφθαλμούς σου τας δέκα εντολάς του Θεού και ιδέ ποίαν εξ αυτών παρέβης· βάλε τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα και στοχάσου ποίον εξ αυτών έκαμες· εξέτασον καλώς την συνείδησίν σου, εις τι έπταισες με τον νουν, με τον λόγον, με τα έργα· εις τι έσφαλες εις τον Θεόν, εις τον πλησίον και εις τον ίδιον τον εαυτόν σου. Αν έχης έχθραν μετά τινος, συγχώρησέ τον εξ όλης σου της ψυχής· αν έχης ξένον πράγμα, επίστρεψέ το· αν έθιξες τινός την τιμήν, διόρθωσον το κακόν, το οποίον έκαμες. Πόνεσε, κατανύξου, αναστέναξε και κλαύσε πικρά. Επάνω εις όλα κατηγόρησε τον εαυτόν σου. Κατάργησον τας πρώτας σου αμαρτίας, αποφάσισε με στερεάν γνώμην να μη τας κάμης άλλην φοράν. Με τοιαύτην διάθεσιν και ετοιμασίαν πήγαινε προς τον Πνευματικόν να εξομολογηθής, βέβαιος ότι θέλεις λάβει την συγχώρησιν, διότι «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει (Ψαλμ. ν: 19). Εν ολίγοις, θέλεις να υπάγης εις τον Πνευματικόν; Μη φέρης, όπως ο Ιούδας, λόγους μόνον και αργύρια· φέρε όπως ο Πέτρος έργα και δάκρυα. Όταν δε φθάσης εις τον Πνευματικόν, τότε πρέπει να φυλάξης επιμελώς δύο πράγματα: πρώτον, η εξομολόγησίς σου να είναι χωρίς εντροπήν και δεύτερον να είναι χωρίς πρόφασιν. Χωρίς εντροπήν πρέπει να είναι, διότι εγώ γνωρίζω, ότι εις τον κόσμον τούτον όλοι ζώμεν με μίαν υπόκρισιν φαρισαϊκήν. Άλλοι είμεθα και άλλοι θέλομεν να φαινώμεθα. Εντεύθεν γεννάται η εντροπή, την οποίαν έχομεν εις την εξομολόγησιν, το να εντρεπώμεθα δηλαδή να φανερωθώμεν αμαρτωλοί ημείς, οι οποίοι ενώπιον του κόσμου θέλομεν να φαινώμεθα άγιοι. Χωρίς δε πρόφασιν λέγω, ότι πρέπει να είναι η εξομολόγησις, διότι εγώ γνωρίζω, δυστυχώς, ότι, όταν ερχώμεθα εις την εξομολόγησιν, αν φανερώσωμεν τα σφάλματά μας, ευθύς τα μετασχηματίζομεν· ομολογούμεν ότι επταίσαμεν, αλλ’ ευθύς κάνομεν την απολογίαν· και το χειρότερον, πολλάκις, δια τα κακά τα οποία εκάμαμεν, ρίπτομεν εις άλλους την ευθύνην· και αντί να κατηγορήσωμεν τον εαυτόν μας, κατηγορούμεν τους άλλους· και αυτή είναι αμαρτία προπατορική. Έσφαλαν οι Προπάτορες, ο Αδάμ και η Εύα, παρέβησαν την θείαν εντολήν και έφαγον από το ξύλον της γνώσεως. Τους καλεί ο Θεός εις απολογίαν· «Αδάμ που ει»; «Εύα τι εποίησας»; Ά! Και αν ήθελον ομολογήσει θαρρετά το σφάλμα των! Α! και αν είχεν είπει ο Αδάμ: «Ήμαρτον, Θεέ μου». Α! και να είχεν είπει η Εύα: «Ήμαρτον, ποιητά μου». Αλλά δεν είπον ούτω, επειδή τους ημπόδισεν η εντροπή και η πρόφασις· εντράπησαν και εκρύβησαν. «Και εκρύβησαν ο τε Αδάμ και η γυνή αυτού, από προσώπου Κυρίου του Θεού» (Γεν. γ: 8). Επροφασίσθησαν, επιρρίπτοντες ο εις εις τον άλλον το πταίσιμον. «Εγώ, απελογήθη ο Αδάμ, δεν ήμουν αφορμή· αφορμή ήτο η γυνή, την οποίαν μου έδωκες». «Η γυνή, ην δέδωκας μετ’ εμού, αυτή μοι έδωκεν από του ξύλου και έφαγον». «Εγώ, απεκρίθη από το άλλο μέρος η Εύα, δεν έπταισα, με επλάνησεν ο όφις». «Ο όφις ηπάτησέ με, και έφαγον». Και ο Αδάμ και η Εύα εξωρίσθησαν (αλλοίμονον!) από τον Παράδεισον, παίρνοντες μαζί των την θείαν κατάραν. Υπάγει να εξομολογηθή εις Χριστιανός, μία Χριστιανή, τους εξετάζει ο Πνευματικός· «Αδάμ που ει»; «Εύα τι εποίησας»; Εντρέπονται, κρύβονται· άλλα τα λέγουν περικεκομμένα, άλλα τα αποσιωπούν τελείως. Αλλά όστις κρύπτει την αμαρτίαν του (λέγει το Πνεύμα το Άγιον με το στόμα του Σολομώντος) δεν θέλει λάβει κανένα καλόν· «Ο κρύπτων την εαυτού αμαρτίαν, ου χρησιμεύσει». Αλλ’ η αμαρτία (λέγει ο μέγας Βασίλειος) είναι ωσάν μία πληγή, η οποία, αν δεν φανερωθή εις τον ιατρόν, σήπεται και καθίσταται ανίατος· «κακία σιωπηθείσα νόσος ύπουλός εστιν εν τη ψυχή». «Αδάμ που ει»; «Εύα τι εποίησας»; Αυτοί προφασίζονται προφάσεις εν αμαρτίαις. Είναι σκάνδαλον και εντροπή να είπωμεν τι ακούομεν τον παρόντα καιρόν εις την εξομολόγησιν, μάλιστα των γυναικών. Η μία εγκαλεί τον άνδρα της, η άλλη την πενθεράν της, εκείνη την νύμφην της, αύτη τον υιόν της, την δούλην της. Έπταισε λέγει ο όφις, ο διάβολος την επείραξεν· «ο όφις ηπάτησέ με» (Γεν. γ: 13).Τι μεγάλη η υπομονή του Πνευματικού να ακούη τα μωρολογήματα μιας γυναικός, όταν εξομολογείται, η οποία κάθε άλλο πράγμα λέγει, εκτός από την αμαρτίαν της! Αλλ’ όταν εις την εξομολόγησιν, ω Εύα, ω γυνή, όποια και αν είσαι, συ κατηγορείς τους άλλους και δεν κατηγορείς τον εαυτόν σου, αυτή δεν είναι εξομολόγησις, αυτή είναι κατάκρισις· και κατ’ αυτόν τον τρόπον υπάγεις εις τον Πνευματικόν με ένα κρίμα και γυρίζεις με δυό· υπάγεις αμαρτωλή και γυρίζεις αμαρτωλότερη. Αλλά τι εντρέπεσαι; Τι προφασίζεσαι, Χριστιανέ; Ότι είσαι άρχων ευγενής και δεν θέλεις να γνωρίζη άλλος μίαν πράξιν, την οποίαν έκαμες αναξίαν της τιμής σου; Αλλ’ ο Δαβίδ ήτο βασιλεύς· αυτός έκαμε μοιχείαν και φόνον· μ’ όλον τούτο δεν εντράπη, δεν επροφασίσθη να ομολογήση την αμαρτίαν του· «την αμαρτίαν μου (λέγει) εγνώρισα και την ανομίαν μου ουκ εκάλυψα» (Ψαλμ. λα: 5). «Ημάρτηκα τω Κυρίω» (Β΄ Βασ. ιβ: 13), είπε προς Νάθαν τον Προφήτην, όστις ήλθε να τον ελέγξη εκ μέρους του Θεού· αλλά και δια τούτο ο Προφήτης του έδωκεν ευθύς την συγχώρησιν από μέρους του Θεού· «Κύριος παρεβίβασε το αμάρτημά σου». Διατί εντρέπεσαι και προφασίζεσαι, Χριστιανέ; Διότι είσαι ιερωμένος και δεν θέλεις να φανερώσης ένα σφάλμα, το οποίον έκαμες, ανάξιον ίσως της Ιερωσύνης σου; Αλλ’ άκουσον και φρίξον. Εις τους παλαιούς καιρούς, όταν εις τους Ιερωμένους ήτο θερμότερος ο ζήλος της Πίστεως, εβλάστανον συχνά και αι αιρέσεις. Όθεν εγίνοντο συχνά και Σύνοδοι, δια να τας ξερριζώνουσιν από την Εκκλησίαν του Χριστού. Εις μίαν λοιπόν Σύνοδον δυτικήν Επίσκοπος τις Ποτάμιος ονομαζόμενος, σεβάσμιος εις την ηλικίαν, περιβόητος εις την αρετήν, εξαίρετος ζηλωτής της σωφροσύνης, εγένετο αιτία να διατυπωθή Κανών εναντίον εκείνων, οίτινες ήθελον περιπέσει εις σαρκικά αμαρτήματα. Μετά όμως από τον εν λόγω Κανόνα, κατά παραχώρησιν Θεού, περιέπεσεν εις το αμάρτημα αυτός ο ίδιος. Έπεσεν, αλλ’ εσηκώθη· εγνώρισε το σφάλμα του και απεφάσισε να κάμη την εξομολόγησίν του τοιουτοτρόπως. Κατά τον επόμενον χρόνον έγινε και πάλιν Σύνοδος, εις την οποίαν συνήχθησαν πεντήκοντα Επίσκοποι, Ιερείς, Μοναχοί και Διδάσκαλοι αρκετοί, ήτο δε Πρόεδρος της Συνόδου ταύτης αυτός ούτος ο Ποτάμιος. Κατά την Σύνοδον λοιπόν ταύτην ο Ποτάμιος ησθάνετο μέσα εις την καρδίαν του να πολεμούν δύο ενάντια πάθη, εντροπή και συντριβή· «Ποτάμιε, του έλεγεν από το ένα μέρος η εντροπή, τι θέλεις να κάμης»; «Ποτάμιε, απεκρίνετο από το άλλο η συντριβή, τι αναμένεις ακόμη να κάμης εκείνο το οποίον απεφάσισες»; «Δεν εντρέπεσαι τους ανθρώπους»; έλεγεν η εντροπή· «Αλλά συ δεν εντράπης ούτε τον Θεόν», έλεγεν η συντριβή! «Το σφάλμα σου είναι κρυφόν και ημπορεί να διορθωθή με μίαν κρυφήν εξομολόγησιν». «Αλλ’ αφού είναι φανερόν εις τα όμματα του Θεού, τι σε μέλει, αν γίνη φανερόν και εις τους οφθαλμούς των ανθρώπων»; «Ενθυμήσου ότι είσαι Αρχιερεύς και θέλεις δώσει εις τον κόσμον μέγα σκάνδαλον». «Ενθυμήσου ότι είσαι Αρχιερεύς και πρέπει να δώσης εις τον κόσμον ένα μέγα παράδειγμα». «Ποτάμιε, συλλογίσου»· «Ποτάμιε, μη χάνης καιρόν». Ενίκησεν η συντριβή, παραμέρισεν η εντροπή· και ο Ποτάμιος σηκώνεται από τον θρόνον του και λέγων με τον Δαβίδ· «την αμαρτίαν μου εγνώρισα και την ανομίαν μου ουκ εκάλυψα» (Ψαλμ. λα: 5), παρίσταται εις το μέσον της Συνόδου και εις επήκοον πάντων εξομολογείται φανερά την αμαρτίαν του. Εθαύμασαν και εξεστησαν δια την τοιαύτην εξομολόγησιν οι αποτελούντες την Σύνοδον. Πιστεύω ότι εθαύμασαν και επανηγύρισαν δια την εξομολόγησίν του και οι Άγγελοι του ουρανού. Καιροί, οι οποίοι είδετε το τοιούτον παράδειγμα, που είσθε; Φθάνει! Ύστερον από ένα τοιούτον παράδειγμα ενός Αρχιερέως, όστις δεν εντράπη να εξομολογηθή φανερά την αμαρτίαν του εις μίαν Σύνοδον, εντρέπεσαι συ να εξομολογηθής κρυφά την αμαρτίαν σου προς ένα συνάδελφον Ιερέα; Όχι, αδελφέ· χωρίς εντροπήν ειπέ θαρρετά την αμαρτίαν σου· χωρίς πρόφασιν ειπέ, ότι ουδείς άλλος είναι η αιτία της αμαρτίας σου παρά μόνον η κακή σου προαίρεσις. Αμαρτία εξομολογηθείσα, δεν είναι πλέον αμαρτία· «Παρεβίβασε Κύριος το αμάρτημά σου». Αμαρτία μη εξομολογηθείσα καθαρώς, αλλά με πρόφασιν, είναι κόλασις· «αμαρτία σιωπηθείσα, νόσος ύπουλος εστιν εν τη ψυχή». Αλλά συ με την χάριν του Θεού και χωρίς εντροπήν και χωρίς πρόφασιν εξωμολογήθης· συ συνεχωρήθης από τον Πνευματικόν, συ λαμβάνεις την ευχήν του και αναχωρείς· τώρα τι άλλο σου μένει να κάμης; Σου μένει το αναγκαιότερον και κυριώτερον. Πρώτον μεν να κάμης τον κανόνα, τον οποίον σου έδωκεν ο Πνευματικός. Ο Πνευματικός αληθινά πρέπει, ως έμπειρος ιατρός, να έχη δύο εξαίρετα· χείρα ελαφράν και όμμα καλόν· χείρα ελαφράν, ήτοι να είναι συμπαθητικός, διότι το ευσυμπάθητον του Πνευματικού συμφέρει πολύ, λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος· «Μέγα η συγγνώμη προς σωτηρίαν»· ο άρρωστος πρέπει να θεραπεύεται, όχι να θανατώνεται. «Το αρρωστούν θεραπεύεται, ου συντρίβεται», ερμηνεύει ο αυτός. Όμμα καλόν, ήτοι να είναι διακριτικός διακρίνων τα πρόσωπα. Ο πλούσιος να κανονίζεται με ελεημοσύνην, ο πτωχός με μετάνοιαν, ο δυνατός με νηστείαν, ο αδύνατος με προσευχήν. Πρώτον μεν, λέγω πάλιν, να κάμης τον κανόνα, τον οποίον σου έδωκεν ο Πνευματικός· δεύτερον, να διορθώσης την ζωήν σου· αλλέως εκείνη, την οποίαν έκαμες, δεν είναι εξομολόγησις, είναι αργολογία, λέγει ο Μέγας Βασίλειος· «Όταν τις εξομολογήται και ου διορθούται, αργός λόγος». Και ανάμεσα εις εκείνα τα οποία πρέπει να διορθώσης, τρία είναι τα κύρια. Πρώτον· έχεις έχθραν μετά τινος, δι’ οιανδήποτε αφορμήν την οποίαν σου έδωκε; Πρέπει να τον συγχωρήσης εξ όλης της καρδίας σου. Διότι, αν δεν συγχωρήσης, δεν συγχωρείσαι και συ· είναι απόφασις του Χριστού· «Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο Πατήρ υμών ο ουράνιος· εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο Πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών» (Ματθ. στ: 14 – 15). Αλλά κατά τον παρόντα καιρόν ηξεύρετε τι γίνεται; Ο Θεμιστοκλής και ο Αριστείδης οι Αθηναίοι είχον μεταξύτων έχθραν μεγάλην και ασυμφωνίαν πολλήν· η χώρα όμως τους έστειλε ποτε πρέσβεις δι’ αναγκαίαν υπόθεσιν. Όθεν έπρεπε να συμφωνήσωσι. Τότε ο Αριστείδης είπε προς τον Θεμιστοκλήν: «Θέλεις να αφήσωμεν την έχθραν μας εδώ εις τα σύνορα και όταν επιστρέψωμεν, αν θέλης, να την ξαναπάρωμεν»; «Βούλει, ω Θεμιστόκλεις, επί των όρων την έχθραν απολείπωμεν! Αν γαρ δοκή πάλιν, επανιόντες ληψόμεθα». Ούτως έκαμαν, άφηκαν την έχθραν τους εις τα σύνορα, έκαμαν ομοφώνως την υπόθεσιν της πατρίδος και πάλιν, όταν επέστρεψαν, την εξαναπήραν και έμειναν όπως και πρώτα εχθροί. Ούτω κάνουσι και δύο Χριστιανοί, εχθροί θανάσιμοι και ασύμφωνοι εις όλα, όταν έλθη καιρός να εξομολογηθώσι· αφήνουσι την έχθραν· αλλά που; Εις την θύραν της Εκκλησίας· εκ συμφώνου μεταλαμβάνουσι, παίρνοντες μεταξύ των συγχώρησιν· και πάλιν όταν εξέλθουν από την Εκκλησίαν, εκείθεν από την θύραν, εις την οποίαν αφήκαν την έχθραν των, την ξαναπαίρνουσι και αποκαθίστανται όπως και πρώτα εχθροί. Υπήρξεν εκείνη εξομολόγησις; Όχι βέβαια, αλλ’ αργολογία. Άλλο· έχεις φιλίαν τινά και αγάπην με κάποια πρόσωπα· άφες αυτήν δια πάντα, αρνήσου την δια πάντα. Διότι δεν ημπορείς να αγαπάς ομού την πόρνην και τον Θεόν. Φιλόσοφος τις επήγε μίαν φοράν να ταξιδεύση. Κατά το ταξίδιον ηκολούθησε ζάλη φοβερά εκ της θαλάσσης και εκινδύνευσε να πνιγή, διεσώθη παραδόξως· ήλθεν εις τον οίκον του· επειδή δε από εν παράθυρον έβλεπε την θάλασσαν, το έκλεισε με τοίχον, δια να μη έχη αφορμήν βλέπων την θάλασσαν να επιθυμήση και πάλιν να ταξιδεύση. Αχ, Χριστιανέ! Πόσας φοράς εκνδύνευσες να χάσης και την ζωήν σου και την ψυχήν σου με την πικράν εκείνην αγάπην! Διέφυγες; Φύγε λοιπόν την αφορμήν, μη διαβής πλέον από εκείνην την οδόν, μη εισέλθης πλέον μέσα εις εκείνην την θύραν, μη ίδης πλέον εκείνο το παράθυρον, κλείσε καλά τους οφθαλμούς σου, δια να μη εισέλθη πάλιν ο όφις εις την καρδίαν σου· αλλέως εκείνη, την οποίαν έκαμες, δεν ήτο εξομολόγησις, ήτο αργολογία. Ας είπωμεν όμως και το τελευταίον. Έχεις εις τας χείρας σου ξένον πράγμα; Αδίκησες τινά; Επίστρεψε αυτό αμέσως, διότι αδύνατον είναι να λάβης συγχώρησιν. Όχι εις Πνευματικός, απλούς Ιερεύς, αλλά και ο Πατριάρχης και μία ολόκληρος Σύνοδος και όλοι οι Άγγελοι του ουρανού δεν έχουν εξουσίαν να σε συγχωρήσωσιν, αν δεν το επιστρέψης. Ο ίδιος ο Θεός (δια να είπω ούτω) δεν δύναται να σε συγχωρήση, λόγω του ότι είναι δίκαιος, μάλιστα δε αυτή αύτη η δικαιοσύνη. Όθεν δεν δύναται να θελήση το άδικον· όχι, ο δεσμός της αδικίας είναι άλυτος. Απέθανεν εις άνθρωπος υπανδρευμένος, ο Θεός ηθέλησε να κάμη εν θαύμα και τον ανέστησεν· η γυνή του τον ζητεί και πάλιν δι’ άνδρα της, εκείνος δεν την θέλει· έρχονται και οι δύο εις την κρίσιν της Εκκλησίας. Προεστώτες των Εκκλησιών, Πνευματικοί Πατέρες, οίτινες έχετε την κυβέρνησιν των ανθρωπίνων ψυχών, τι λέγετε; Τι αποφασίζετε; Εκείνος ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να πάρη την πρώτην του γυναίκα, ή είναι ελεύθερος; Είναι ελεύθερος, λέγουν οι Θεολόγοι, διότι δεσμευμένος ήτο να την έχη ως σύζυγον μέχρι του θανάτου του. Απέθανεν; Ο θάνατος έλυσε τον δεσμόν. Ανεστήθη; Αυτή είναι μία άλλη ζωή· τούτο είναι ως να ήθελε ξαναγεννηθή από την κοιλίαν της μητρός του· όταν δε εις άνθρωπος γεννάται, γεννάται ελεύθερος. Απέθανε και εις άνθρωπος, όστις επήρε το πράγμα πτωχού τινος· ο Θεός ηθέλησε να κάμη άλλο ένα θαύμα, ανέστησε και αυτόν. Έρχεται ο πτωχός και ζητεί από τον αναστηθέντα το πράγμα του, αυτός δεν θέλει να το επιστρέψη· έρχονται και οι δύο εις την κρίσιν, ερωτώ πάλιν· ο άνθρωπος ούτος ο αδικητής είναι υποχρεωμένος να επιστρέψη το ξένον πράγμα ή όχι; Ναι, είναι υποχρεωμένος, αποφαίνονται οι αυτοί Θεολόγοι· διότι τούτο είναι χρέος της ψυχής, το οποίον παραμένει έως ότου ζη η ψυχή· η ψυχή είναι αθάνατος, λοιπόν και το χρέος είναι αιώνιον· υποχρεωμένος ήτο να το επιστρέψη και εις την ζωήν του και ύστερα από τον θάνατόν του, έως εις τον καιρόν της Μελλούσης Κρίσεως. Απέθανεν; Ήτο δεσμευμένος. Ανεστήθη; Είναι δεσμευμένος· χιλίας φοράς να αποθάνη και να αναστηθή, έχει πάντα το αυτό χρέος απαραίτητον. Ώστε λοιπόν ο θάνατος δεν δύναται να λύση τον δεσμόν της αδικίας και μένει άλυτος. Συ βλασφημείς το όνομα του Θεού, συ αρνείσαι την Πίστιν, συ ξανασταυρώνεις τον Χριστόν· είναι από ταύτας αμαρτίαι μεγαλύτεραι; Μ’ όλον τούτο, αν μετανοήσης και εξομολογηθής, ο Πνευματικός έχει τόσην εξουσίαν, ώστε ημπορεί να σε συγχωρήση· αλλ’ αν συ κρατής ξένον πράγμα και το εξομολογηθής, αν δεν το επιστρέψης, δεν έχει εξουσίαν να σε συγχωρήση. Διατί δε τούτο; Διότι με εκείνας τας αμαρτίας συ υβρίζεις τον Θεόν· ο Θεός δε δι’ εκείνα τα οποία διαπράττουν οι άνθρωποι εναντίον Αυτού, έκαμεν επίτροπόν Του τον Πνευματικόν· του έδωκεν εξουσίαν, όσα λύση ή δέση να είναι λυμένα και δεμένα· και ο Πνευματικός, ως επίτροπος του Θεού, εις εκείνας τας αμαρτίας, αι οποίαι είναι εναντίον του Θεού, ημπορεί να σε συγχωρήση. Αλλά συ κρατείς το πράγμα εκείνου του πτωχού, τον οποίον ηδίκησες· εκείνος ο πτωχός δεν έκαμεν επίτροπόν του τον Πνευματικόν και δεν του έδωκεν εξουσίαν να σε συγχωρήση. Ο Πνευματικός λοιπόν, αφού δεν είναι επίτροπος του πτωχού, δεν ημπορεί να σε συγχωρήση δια το πράγμα του πτωχού. Αλλ’ εγώ δίδω τόσα σαρανταλείτουργα, τόσα δώρα εις τα Μοναστήρια. Νομίζεις όμως με τούτο ότι συγχωρείσαι; Σιώπα· ουδείς νόμος ούτε ανθρώπινος, ούτε θείος θέλει, ότι να ημπορή να χαρίζη τις το ξένον πράγμα. Το πράγμα του πτωχού, το οποίον κρατείς, είναι ξένον· λοιπόν τις ημπορεί να σου το χαρίση; Αν είναι μύθος ο δεκάλογος, όστις προστάζει όχι μόνον να μη παίρνωμεν το ξένον πράγμα, αλλά και να μη το επιθυμούμεν, τότε έχεις δίκαιον· τότε ο Πνευματικός σου, όστις το συγχωρεί και παίρνει το μερίδιόν του, είναι εις φρόνιμος άνθρωπος και γνωρίζει την εργασίαν του, εγώ δε είμαι ψεύστης· αλλ’ αν ο δεκάλογος είναι λόγοι Θεού αψευδέστατοι, συ είσαι ασυγχώρητος, ο Πνευματικός σου πλάνος και εγώ λέγω την αλήθειαν. Όχι, όχι, αδελφέ· θέλεις να κάμης μίαν αληθινήν και τελείαν εξομολόγησιν; Πρώτον, πριν να υπάγης εις τον Πνευματικόν, εξέτασε την συνείδησίν σου· δεύτερον, όταν είσαι με τον Πνευματικόν, εξομολογήσου χωρίς εντροπήν και πρόφασιν· και τρίτον, όταν αναχωρήσης από τον Πνευματικόν, διορθώσου, κάμε τον κανόνα σου, συγχώρησε τον εχθρόν σου, άφησε τας σατανικάς αγάπας σου, πλήρωσε τας αδικίας σου και τότε είσαι αληθινά και τέλεια συγκεχωρημένος και τότε διώκεται το πνεύμα το άλαλον και κωφόν. Πνεύμα Άγιον, αυτά τα οποία εκήρυξα σήμερον, τα οποία είναι όλα λόγοι της αληθείας Σου, κάμε με την θείαν Σου Χάριν να τα καταλάβω εγώ πρώτος, όστις τα είπον και έπειτα όλοι εκείνοι, οίτινες τα ήκουσαν.                                                                                                                     

ΜέροςΔεύτερον.                                                                                                                
Ηκούσατε, πως πρέπει να γίνεται η αληθινή και τελεία εξομολόγησις· αν με ερωτάτε πότε πρέπει να γίνεται, σας αποκρίνομαι. Εις αβροδίαιτος άνθρωπος ηρώτησε μίαν φοράν τον Διογένην πότε πρέπει τις να τρώγη, εις ποίαν ώραν δηλαδή της ημέρας. Εκείνος δε του απεκρίθη με την συνηθισμένην του αστειότητα· «Αν είναι πλούσιος, όταν θέλη, αν είναι πτωχός, όταν έχη». Με τούτο ηθέλησε να του είπη, ότι η ώρα είναι αδιόριστος. Πότε πρέπει να εξομολογήται ένας Χριστιανός; Αποκρίνομαι· «Αν είναι γέρων σήμερον· αν είναι νέος αύριον». Αλλά δεν λέγω καλώς· ή γέρων, ή νέος, πρέπει να εξομολογήται το γρηγορώτερον. Λοιπόν δεν πρέπει να αναμείνη την Μεγάλην Εβδομάδα; Όχι βεβαίως. Διότι αν είναι ασθενής, δεν αναμένει έως την Μεγάλην Εβδομάδα να καλέση τον ιατρόν. Αφού λοιπόν ο ασθενής δεν αναμένει έως την Μεγάλην Εβδομάδα δια να καλέση τον ιατρόν, ο αμαρτωλός πρέπει να αναμένη μέχρι τότε δια να καλέση τον Πνευματικόν; Ω μεγάλη πλάνη των ανθρώπων! Θέλεις να σου είπω έως πότε ημπορεί να αναμένη τις να εξομολογηθή; Έως ότου είναι βέβαιος, ότι ημπορεί να ζήση. Αλλά ποίαν βεβαιότητα ημπορεί να έχη τις δια μίαν ζωήν, ήτις είναι υποκειμένη ανά πάσαν ώραν εις κίνδυνον; Το σήμερον είναι ιδικόν μου, το αύριον δεν γνωρίζω. Αν μετανοήσω, ο Θεός μού υπεσχέθη συγχώρησιν· αλλά δια να μετανοήσω ο Θεός δεν μου υπεσχέθη το αύριον. Ο Θεός μάλιστα μου λέγει, ότι δεν γνωρίζω ούτε την ημέραν ούτε την ώραν του θανάτου μου. Λοιπόν εγώ αναπαύομαι, όταν βλέπω να ευρίσκεται εις τόσον κίνδυνον η ψυχή μου; Πότε πρέπει να εξομολογήται τις; Το γρηγορώτερον. Άλλο υπολογίζω και άλλο μου συμβαίνει. Δότε μου άδειαν να τελειώσω με ένα μύθον την διδαχήν. Μία έλαφος ήτο τυφλή από τον ένα οφθαλμόν· ημέραν δε τινά έβοσκεν εις την παραθαλασσίαν και διελογίζετο τοιαύτα· «Εδώ έχω από το ένα μέρος την γην, από το άλλο την θάλασσαν. Όθεν από το μέρος της γης, από το οποίον είναι δυνατόν να έλθωσιν οι κυνηγοί, ας έχω τον υγιά οφθαλμόν δια να βλέπω· από το μέρος της θαλάσσης δεν φοβούμαι και προς εκείνο ας είναι ο τυφλός». Και όμως συνέβη εκείνο, το οποίον δεν ανέμενε. Διότι διερχόμενοι εκείθεν πλησίον εντός πλοιαρίου αλιείς τινές, είδον την έλαφον και τοξεύσαντες αυτήν την εθανάτωσαν. «Αλλοίμονον εις εμέ! (έλεγεν αποθνήσκουσα η έλαφος), από εκεί, όπου εφοβούμην τον θάνατον δεν ήλθεν, αλλ’ ήλθεν εκείθεν, όπου δεν τον εφοβούμην». Ο μύθος δηλοί, ότι άλλο υπολογίζω και άλλο μου συμβαίνει· φοβούμαι απ’ εντεύθεν και μου έρχεται εκείθεν η πληγή· φυλάττομαι από το φυσικόν και μου έρχεται το αιφνίδιον· αν είμαι άνθρωπος και έχω νουν, αν είμαι Χριστιανός και έχω πίστιν, τι πρέπει να κάμω; Να ασφαλισθώ δια να μη φοβούμαι από κανένα μέρος. Με τι; Με την εξομολόγησιν; Πότε; Το γρηγορώτερον. Ταις του Σου Οσίου πρεσβείαις ο Θεός ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου