Λόγος εις την Κυριακήν των Βαΐων περί των Αχράντων Μυστηρίων

Με ποίαν προετοιμασίαν πρέπει να μεταλαμβάνωμεν τα άχραντα Μυστήρια.                            

«Χαίρε σφόδρα, θύγατερ Σιών, κήρυσσε, θύγατερ Ιερουσαλήμ. Ιδού ο Βασιλεύς έρχεταί σοι, δίκαιος και σώζων» (Ζαχ. θ: 9).                  

Ευφράνθητι σήμερον η θυγάτηρ Σιών, δια την λαμπράν ταύτην είσοδον του Βασιλέως σου και Θεού. Αγάλλου και κατατέρπου εξ όλης της καρδίας Σου, θύγατερ Ιερουσαλήμ, δια την χαρμόσυνον επέλευσιν του Δεσπότου σου. Κήρυξον με μίαν ουράνιον θεολογίας εναρμόνιον σάλπιγγα, την πανήγυριν ταύτην και τον ερχομόν του μεγάλου Αρχιερέως και Θεού. Αυτός έρχεται με δικαιοσύνην, με πραότητα και με άκραν ταπείνωσιν, δια να σε σώση από τας αδικίας σου και τας παρανομίας σου. «Ιδού ο βασιλεύς έρχεταί σοι, δίκαιος και σώζων» (Ζαχ. θ: 9). Έρχεται δια να σε λυτρώση από τας χείρας των επιβούλων, από όλους τους εναντίους εχθρούς σου. Έρχεται δια να σου αφαιρέση κάθε αίτιον λύπης και κακίας· «περιείλε Κύριος τα αδικήματά σου, λελύτρωταί σε εκ χειρός εχθρών σου Βασιλεύς Ισραήλ Κύριος εν μέσω σου, ουκ όψη κακά ουκέτι» (Σοφον. γ: 15). Χαίρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ Ιερουσαλήμ· αλλά χαίρε και συ, θύγατερ Σιών, η νέα Ιερουσαλήμ, ο λαός των Χριστιανών, οι στρατιώται του ουρανίου Βασιλέως, διότι εγώ βλέπω και αρματώθητε σήμερον με ένα ανίκητον άρμα, τον τίμιον και ζωοποιόν Σταυρόν, τον οποίον κρατούντες με τα βαΐα εις τας χείρας σας, κατασφάζετε όλους τους ορατούς και αοράτους εχθρούς σας.

Χαίρετε, χαίρετε λοιπόν, ω ανεξίκακοι παίδες των Χριστιανών, διότι σεις αρματώθητε σήμερον με τοιούτον όπλον, με το οποίον αφού κατατροπώσατε τους εχθρούς σας και τους φονεύσετε, θέλετε βασιλεύσει μαζί με τον Χριστόν και Θεόν σας. Χαίρετε, διότι ηκολουθήσατε τοιούτον δυνατόν Βασιλέα, διότι επεποθήσατε τοιαύτην αιώνιον Βασιλείαν, διότι δοξάζετε τοιαύτην ουράνιον θεολογίαν και διότι μελωδείτε τοιαύτην αγγελικήν υμνολογίαν· «Ωσαννά· ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου ο Βασιλεύς του Ισραήλ» (Ιωάν. ιβ: 13). Χαίρετε, διότι σεις εγνωρίσατε Αυτόν, όστις έρχεται σήμερον εις την αγίαν Πόλιν ταπεινός και πραΰς, φερόμενος επάνω εις ένα πώλον, ότι είναι ο προαιώνιος Λόγος του Πατρός, ο ομοούσιος Αυτώ και ομόδοξος, όστις επαναπαύεται επί τα χερουβίμ και επί τα Σεραφίμ και δια τούτο κρατούντες ελαίας και βαΐα, σύμβολα νίκης, ψάλλετε όλοι συμφώνως το ωσαννά. Χαίρετε, διότι ακούοντες του Προφήτου Ζαχαρίου, ότι έρχεται ο Βασιλεύς, ο ουράνιος Βασιλεύς, δια να σας ελευθερώση από τας χείρας του Διαβόλου, ετοιμάζεσθε όλοι δια να τον δεχθήτε εις την ψυχήν σας δια της ιεράς μεταλήψεως των αχράντων Αυτού Μυστηρίων. Όθεν και δια να καταλάβετε με ποίαν προετοιμασίαν χρειάζεται να υποδεχθήτε εις την ψυχήν σας τον Ουράνιον Βασιλέα, απεφάσισα και εγώ να σας την φανερώσω με καθαράν και λαμπροτάτην θεολογίαν και με ευφραντικήν και χαρμόσυνον γλυκολογίαν. Ημείς δια να δεχθώμεν εις την ψυχήν μας τοιούτον ουράνιον Βασιλέα με την αγίαν Κοινωνίαν, πρέπει να καταλάβωμεν πρώτον (από την ιεράν Θεολογίαν του Δαμασκηνού Ιωάννου), ποίος είναι αυτός ο Βασιλεύς, όστις ευρίσκεται με ακατάληπτον και ανερμήνευτον τρόπον εις την αγίαν Τράπεζαν των φρικτών Μυστηρίων και ύστερον να ίδωμεν ποίαν προετοιμασίαν πρέπει να κάμνωμεν δια τοιούτον Βασιλέα. Αυτός λοιπόν, ω ευσεβείς Χριστιανοί, τον οποίον βλέπετε καθ’ εκάστην και θυσιάζεται από τους Ιερείς μέσα εις το άγιον Δίσκον (Θεολογικώς μελωδεί και ερμηνεύει ο της Θεολογίας ερμηνευτής), Αυτός τον οποίον θεωρείτε με τα όμματα και είναι άρτος και οίνος και ύδωρ μέσα εις το άγιον Ποτήριον, είναι το ίδιον Σώμα και Αίμα του Χριστού· «ο της προθέσεως άρτος τε και οίνος και ύδωρ, δια της επικλήσεως και επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος, υπερφυώς μετουσιούνται εις το Σώμα του Χριστού και το Αίμα» (Βιβλίον δ΄ κεφ. ιδ΄), δογματίζει ο θείος Ιωάννης. Αυτός λοιπόν είναι ο μέγας Βασιλεύς των Αγγέλων, ο μονογενής Υιός του Θεού και Πατρός, ο ομοούσιος τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, ο προαιώνιος, ο συνάναρχος, ο μετά του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος αχωρίστως υπάρχων. Αυτός είναι ο ουράνιος Βασιλεύς, τον οποίον ετοιμάζεσθε δια να δεχθήτε εις την ψυχήν σας, με την μετάληψιν του Αγίου Αυτού Σώματος και Αίματος, ο ενυπόστατος Λόγος του προανάρχου Πατρός, το απαύγασμα της θείας αυτού δόξης, ο χαρακτήρ της του Πατρός ουσίας και φύσεως, η ζώσα σοφία και δύναμις, η ουσιώδης και τελεία και ζώσα εικών του αοράτου Θεού και Πατρός. Αυτός είναι ο ουράνιος Βασιλεύς, ο οποίος, ευδοκία του Πατρός και συνεργεία του Αγίου Πνεύματος, κλίνας αρρήτω τρόπω τους ουρανούς, τουτέστι το ανερμήνευτον και αταπείνωτον ύψος της εαυτού δυνάμεως, κατήλθεν επί της γης και εσαρκώθη εκ της Αγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, εκ Πνεύματος Αγίου συλληφθείς, ανάνδρως και απαθώς, τέλειως Θεός και τέλειος άνθρωπος γεννηθείς, όλος αχώριστος του Πατρός και όλος αχώριστος της Μητρός. Αμήτωρ εν τοις του Πατρός και απάτωρ εν τοις της Μητρός κόλποις· αχρόνως γεννηθείς εκ του Πατρός και χρονικώς εκ της Μητρός· ο Υιός του Θεού ο μονογενής και ο της Παρθένου Υιός μονογενής· ο του Θεού Υιός και Θεός αληθής, και ο της Παρθένου Υιός και άνθρωπος αληθής· ο φέρων εν μια τη υποστάσει ασυγχύτως και αδιαστάτως ηνωμένας τας δύο φύσεις, Θεότητα και Ανθρωπότητα. Αυτός είναι, Χριστιανοί, ο μέγας Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων, όστις εσταυρώθη δια την αγάπην σας, όστις έπαθε και ετάφη και ανέστη δια την ιδικήν σας σωτηρίαν, όχι καθό Θεός εσταυρώθη, αλλά καθό άνθρωπος. Αυτός είναι ο άρτος και ο οίνος, τον οποίον βλέπετε αληθινά προ του αγιασμού, αλλά μετά τον αγιασμόν μετουσιούνται αληθώς εις Σώμα και Αίμα Χριστού. «Ο της προθέσεως άρτος τε και οίνος και ύδωρ δια της επικλήσεως και επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος υπερφυώς μετουσιούνται εις το Σώμα του Χριστού και το Αίμα». Αυτός εφαίνετο επί της γης άνθρωπος, όμως ήτο κεκρυμμένη η Θεότης εις την ανθρωπότητα μυστηριωδώς και ακαταλήπτως, όλος Θεός και όλος άνθρωπος ο αυτός. Ο αυτός φαίνεται και εις το μυστήριον της αγίας Μεταλήψεως, άρτος και οίνος, όμως είναι κεκρυμμένη η Θεότης εις τον άρτον και εις τον οίνον μυστηριωδώς και ακαταλήπτως, όλος Θεός και όλος άνθρωπος ο αυτός. Εκεί εφαίνετο η φύσις της ανθρωπότητος και εκρύπτετο ηνωμένη η Θεότης, εδώ φαίνεται η φύσις του άρτου και του οίνου και είναι κεκρυμμένη η ηνωμένη Θεότης. Η ουσία η υλική εφαίνετο τότε και όχι η άϋλος, η ουσία η υλική φαίνεται και τώρα και όχι η άϋλος. Αλλά γνωρίζετε, Χριστιανοί, διατί ο Θεός εκρύπτετο εις την φύσιν της ανθρωπότητος, και τώρα πάλιν εις την φύσιν του άρτου και του οίνου και δεν ημπορούμεν να ίδωμεν την άϋλον φύσιν, ούτε εκεί, ούτε εδώ; Ανοίξατε τα ώτα της καρδίας σας και ακούσατε τα φύσει αόρατα, με τα ολίγα φυσικά παραδειγματιζόμενα. Όταν ημείς σηκώσωμεν τους οφθαλμούς μας, δια να ίδωμεν καθαρά την λαμπρότητα του ηλίου, παρευθύς διαπερνά μέσα εις τους οφθαλμούς μας πλήθος πολύ από τας ακτίνας του, αι οποίαι τόσον δυνατά προσβάλλουσι την αμφιβληστροειδή μεμβράνην των οφθαλμών μας και όλα τα οπτικά νεύρα, ώστε σκοτίζεται παρευθύς η δύναμις της οράσεώς μας, χάνομεν το φως μας και μένομεν ωσάν τυφλοί. Όταν ημείς υψώσωμεν τον νουν, δια να ίδωμεν τον Θεόν, κτυπά παρευθύς επάνω εις τον νουν μας τόσον πολύ και υπέρμετρον εκείνο το άϋλον φως της θείας ουσίας, ώστε χάνει ευθύς ο δυστυχισμένος μας νους όλας του τας δυνάμεις, μένει ωσάν νεκρός και δεν βλέπει ολότελα ωσάν τυφλός. Γινώσκουσα λοιπόν η αλάνθαστος πρόνοια του Θεού την αδυναμίαν την ιδικήν μας, την ακαταληψίαν, την στενότητα και αβλεψίαν μας, κρύπτει εκείνας τας ακτίνας και λάμψεις της θείας ουσίας και φύσεως νοητώς μέσα εις τα είδη του άρτου και του οίνου και δια τούτο βλέπομεν μόνον, καθώς εκεί την υλικήν φύσιν, ήτοι την ανθρωπότητα και όχι την άϋλον, την Θεότητα, ούτω και εδώ την υλικήν φύσιν του άρτου και του οίνου, ήτοι του Παναγίου Του Σώματος και Αίματος και όχι την άϋλον, την Θεότητα. Και λοιπόν απορείς, συ ο αιρετικός και λέγεις, πως ο άρτος γίνεται Σώμα Χριστού και ο οίνος και το ύδωρ Αίμα Χριστού; Σου λέγω και εγώ. Πως ο Θεός είπε: «Γενηθήτω φως» (Γεν. α: 3) και εγένετο; «Γενηθήτω στερέωμα» και εγένετο; Πως ο ουρανός και η γη και το ύδωρ και το πυρ και ο αήρ και πας ο κόσμος εκ του μη όντος εγένοντο; Πως; Τω θελήματι βέβαια του Κυρίου πάντα εγένοντο· τω θελήματι βέβαια του Κυρίου και ο άρτος και ο οίνος υπερφυώς μετουσιούνται εις Σώμα και Αίμα Χριστού· διότι αυτός είναι ο ειπών, εν τη αγία Σιών, τοις Αγίοις αυτού Μαθηταίς και Αποστόλοις επί τη ώρα του δείπνου· «Τούτο εστι το Σώμα μου» (Ματθ. κστ: 26, Μάρκ. ιδ: 22, Λουκ. κβ: 19), δεικνύων τον άρτον και μεταδίδων τοις Μαθηταίς,  και τούτο εστι το Αίμα μου, δεικνύων τον οίνον. Και λέγων: «τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν» (Λουκ. κβ: 19). Όμως πάλιν επερωτάς με ποίον τρόπον γίνονται ο άρτος και ο οίνος Σώμα και Αίμα Χριστού; Άκουσον την Παρθένον, λέγουσαν προς τον Γαβριήλ· «Πως έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω»; Αποκρίνεται Γαβριήλ, ο Αρχάγγελος: «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις Υψίστου επισκιάσε σοι» (Λουκ. α: 34 – 35). Σου λέγω λοιπόν και εγώ, ω αιρετικέ: «Πνεύμα Άγιον επιφοιτά και ταύτα τα συμβεβηκότα του άρτου και του οίνου μετουσιοί εις Σώμα και Αίμα Χριστού υπέρ λόγον και διάνοιαν». Θαυμάζετε δε ακόμη και απορείτε και σεις αι γυναίκες, αι οποίαι ζυμώνετε τας προσφοράς και λέγετε· «Πως γίνεται εκείνος ο άρτος, τον οποίον επλάσαμεν ημείς, Σώμα Χριστού»; Ακούσατε και μη αμφιβάλλετε δια να σωθήτε. Ο μέγας Γρηγόριος ο Διάλογος, μεταδίδων την αγίαν Κοινωνίαν εις τινα αρχόντισσαν, αύτη (φευ) εχαμογέλασε κατά την ώραν, όπου εδέχθη τον Άγιον Άρτον. Της λέγει λοιπόν ο του Θεού υπηρέτης μέγας Γρηγόριος: «Διατί, ω γύναι, γελάς εις τοιαύτην φοβεράν ώραν, όπου μεταλαμβάνεις»; «Διότι, ω πάτερ, (λέγει) δεν δύναμαι να εννοήσω πως έγινε σώμα Χριστού ο άρτος, τον οποίον εγώ εχθές εζύμωσα με τας χείρας μου»; Ω του θαύματος όμως! Ευθύς ως ο Άγιος απέθεσε τον Μαργαρίτην επί της αγίας Τραπέζης, έγινε κρέας ζωντανόν. Το είδον ο λαός όλος και εβόων ομοθυμαδόν το «Κύριε, ελέησον». Το είδε η γυνή, η οποία ηπίστει το πρώτον και πίπτουσα και ολολύζουσα, εβόα μετά δακρύων το, ήμαρτον. Ω! των φρικτών και ακαταλήπτων Σου Μυστηρίων, Κύριε και Θεέ· ω! της αφράστου Σου αγαθότητος δυνατέ· ω! της αθανάτου Σου βρώσεως, την οποίαν εχάρισες εις ημάς, μόνε ουράνιε Βασιλεύ. Και λοιπόν, αυτός είναι, Χριστιανοί, άρτος και οίνος, τον οποίον μεταλαμβάνετε και είναι και τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Είναι Σώμα και Αίμα Χριστού, το οποίον κοινωνείτε, όμως είναι και άϋλον πυρ, το οποίον κατακαίει τους αμαρτωλούς· «πυρ γαρ υπάρχον τους αναξίους φλέγον». Αυτός είναι ο ουράνιος Βασιλεύς, ο οποίος σφαγιάζεται, αλλά δεν διαιρείται. Τρώγεται, αλλά δεν δαπανάται, μάλιστα δε και αγιάζει τους εσθίοντας με αξιότητα· «ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος, ο εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος, τους δε εσθίοντας αγιάζων». Αυτός είναι Βασιλεύς, όστις κάθεται επάνω εις την αγίαν Τράπεζαν, αλλά συγχρόνως δεν λείπει και από τον θρόνον του ουρανίου Πατρός· χωρείται μέσα εις το Άγιον ποτήριον, αλλά είναι αχώρητος εις όλον τον κόσμον. Ευρίσκεται εις τον άγιον Άρτον, αλλά ευρίσκεται και εις την γην και εις τον ουρανόν και εις όλα τα θυσιαστήρια των Ορθοδόξων και πανταχού ως Θεός. Ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Αυτός είναι ο μέγας Βασιλεύς, Χριστιανοί, τον οποίον δουλεύουσι τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, υπηρετούσι τα πολυόμματα Χερουβείμ, υποκλίνονται οι αγιώτατοι Θρόνοι, κύκλω της αγίας Τραπέζης. Αυτός είναι ο μέγας Βασιλεύς, εις τον οποίον προσπίπτουν αι Κυριότητες, φοβούνται και τρομάζουν αι Εξουσίαι, περικυκλώνουν αι Δυνάμεις, κύκλω του αγίου Δίσκου. Αυτός είναι ο μέγας Βασιλεύς, τον οποίον υμνούσι τα τάγματα των αρχών, δοξολογούσι τα στίφη των Αγγέλων και προσκυνούσι τα πλήθη των Αρχαγγέλων με φόβον και τρόμον ταύτη τη ώρα, καλύπτοντα το πρόσωπον με τας πτέρυγας και ιστάμενα κύκλω του αγίου Ποτηρίου· «όπου γαρ βασιλέως παρουσία και η τάξις παραγίνεται». Αυτός, Αυτός είναι, Χριστιανοί, ο ουράνιος Βασιλεύς, τον οποίον ετοιμάζεσθε δια να δεχθήτε εις την ψυχήν σας κατά τας ημέρας ταύτας με την αγίαν Κοινωνίαν. Και λοιπόν με ποίον τρόπον πρέπει να τον δεχθήτε, ακροαταί; Ποία προετοιμασία στοχάζεσθε, ότι χρειάζεται δια να προϋπαντήσετε τοιούτον Βασιλέα; Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, ψυχαί βεβαπτισμέναι, τέκνα της Ανατολικής Εκκλησίας, ιδού ο Βασιλεύς ημών εγγίζει, ιδού ο Δεσπότης του Κόσμου παραγίνεται, ιδού ο Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων, ο οποίος έρχεται με δικαιοσύνην, με σωτηρίαν, με πραότητα, με άκραν ταπείνωσιν, όχι επιβεβηκώς επί υποζύγιον και πώλον, αλλ’ επί άρματος Χερουβίμ και Σεραφίμ, επάνω εις την ουράνιον καθέδραν της φρικτής ταύτης τραπέζης, κεκρυμμένος μυστηριωδώς μέσα εις τα είδη του άρτου και του οίνου, τα οποία μεταλαμβάνετε. Και λοιπόν ποία ιμάτια θέλετε στρώσει επί τας ψυχάς σας, δια να καθίση επάνω εις αυτά ο ουράνιος ούτος Βασιλεύς σας; Ποία βαΐα και ποίους κλάδους των αρετών πρέπει να βαστάζετε, δια να ψάλλετε εις την προϋπάντησιν τούτου, «Ωσαννά· ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο Βασιλεύς του Ισραήλ» (Ιωάν. ιβ: 13) «όπου γαρ βασιλέως παρουσία και η τάξις παραγίνεται». Χριστιανοί, ανίσως και ήθελε ακούσετε, ότι έρχεται βασιλεύς τις, ή από την ανατολήν, ή από την δύσιν, δια να κατοικήση εις τους οίκους σας και εις την πολιτείαν σας, ποίαν ετοιμασίαν και ποίαν παράταξιν έπρεπε να του κάμετε; «όπου γαρ βασιλέως παρουσία και η τάξις παραγίνεται». Αυτός δεν είναι μηδαμινός τις άνθρωπος, τον οποίον θέλετε δεχθή· είναι εις Βασιλεύς, όστις έχει την εξουσίαν εις μίαν στιγμήν να σφάξη ως πρόβατα όλον τον κόσμον, με μίαν μόνην προσταγήν Του. Και λοιπόν πόσον φόβον νομίζετε, ότι πρέπει να δείξητε ιστάμενοι έμπροσθεν εις τοιούτον φοβερόν Βασιλέα; Σεις βέβαια και ενώπιον ενός θνητού βασιλέως θέλετε στέκει τρέμοντες και θαμβούμενοι με εσταυρωμένας τας χείρας, κλίνοντες τα γόνατα έμπροσθέν του και μη δυνάμενοι να εγείρετε ουδέ το πρόσωπον άνω, από τον φόβον σας. Σεις θέλετε στολίσει με χρυσοΰφαντα ιμάτια και με πολυτίμους λίθους και μαργαρίτας τους οίκους σας. Σεις θέλετε προευτρεπίζει τόσα υψηλά παλάτια, τόσα αερινά ανώγεια δια τους μεγιστάνας του βασιλέως. Σεις θέλετε κατασκευάζει τόσα ευωδέστατα μύρα και θυμιάματα δια να εμπλήσετε τον αιθέρα του ουρανού από την κνίσαν και από τον καπνόν των αρωμάτων. Σεις θέλετε ραντίζει τας οδούς πάσας και τας πορείας με τριαντάφυλλα και άλλα μύρια άνθη δια να πατή επάνω εις αυτά, οπόταν έρχεται ο βασιλεύς σας. Σεις θέλετε ζητεί από την ανατολήν, από την δύσιν, από τα τέσσαρα μέρη του κόσμου, τόσα εδέσματα ταύρων και τράγων, εναερίων τε και θαλασσίων πετεινών, δια το γεύμα, δια την φιλίαν του βασιλέως, των σατραπών και όλου του πλήθους του μετ’ αυτού. Σεις θέλετε μένει ιστάμενοι έμπροσθεν του βασιλέως εκείνου νύκτα και ημέραν, χωρίς ύπνον εις τους οφθαλμούς, χωρίς κανένα χορτασμόν από φαγητά και χωρίς καμμίαν ανάπαυσιν εις τα σώματα· και με όλην αυτήν την παράταξιν, την οποίαν δεικνύετε, με όλην αυτήν την προετοιμασίαν και τους κόπους, όπου κάμετε, σεις πάλιν τρομάζετε, σεις πάλιν φοβείσθε, δια να μη πάρη την κεφαλήν σας ο επίγειος ούτος βασιλεύς. Τώρα όμως έφθασεν ο καιρός, αδελφοί, όπου έρχεται όχι επίγειος βασιλεύς, αλλά ουράνιος, δια να κατοικήση όχι εις τους οίκους σας, αλλά μέσα εις τας ψυχάς σας· έφθασεν η ώρα δια να δεχθήτε όχι από την ανατολήν και την δύσιν βασιλέα, όστις έχει μαζί του μεγιστάνας και σατράπας, αλλά από τους υπερουρανίους θρόνους τον Παντοδύναμον Βασιλέα και Θεόν, όστις έχει μαζί του χιλίας χιλιάδας των Χερουβίμ και των Σεραφίμ, όπου Τον προσκυνούσι, και μυρίας μυριάδας Αγγέλων και Αρχαγγέλων, όπου τον δοξολογούσι, στίφη Μαρτύρων, Αποστόλων, Προφητών, τάγματα Οσίων, Δικαίων, Ιεραρχών, όλοι τρέμοντες, όλοι φοβούμενοι το κράτος και την εξουσίαν Του. Όλοι πίπτοντες, όλοι λατρεύοντες, όλοι υπακούοντες εις το θείον αυτού πρόσταγμα· «όπου γαρ βασιλέως παρουσία και η τάξις παραγίνεται». Σεις (λέγω), Χριστιανοί, και σεις αμαρτωλοί, (όπως εγώ ο αμαρτωλότερος πάντων), οι οποίοι ετοιμάζεσθε όχι μόνον δια να τον δεχθήτε, αλλά και δια να τον γευθήτε, όχι μόνον να τον βάλετε μέσα εις το στόμα σας και να τον φάγετε, αλλά και εις την αμαρτωλήν σας ψυχήν δια να αγνισθήτε, αχ! Ποίον φόβον και τρόμον θέλετε δείξει τότε; Ποίαν παράταξιν θέλετε κάμνει δια ένα τοιούτον φοβερόν Βασιλέα; Δια τοιούτους μεγιστάνας και σατράπας, τους οποίους φέρει μαζί Του; Δια τοιαύτα φοβερά στρατεύματα ουρανίων Δυνάμεων, τα οποία έχει εις την συνοδείαν Του; Ω! Αυτός δεν ζητεί αρώματα, δεν θέλει εδέσματα, δεν θέλει περιφανείς και εστολισμένους τους οίκους σας και τα σώματά σας, με χρυσά και πολύτιμα ενδύματα, θέλει μόνον να καθαρίσετε τας ψυχάς σας από την λάσπην και τον βόρβορον της αμαρτίας, με την αγίαν εξομολόγησιν, με πόνον, με δάκρυα και συντριβήν καρδίας, δια να καθίση εις αυτάς και να σας αγιάση. Ναι (ομιλεί ο μέγας Βασιλεύς και Θεός)· ναι, εγώ δια την ιδικήν σας αγάπην, ω άνθρωποι, κατήλθον από τους ουρανούς και έγινα άνθρωπος από την Μητέρα μου και Παρθένον. Εγώ κατεδέχθην να υβρισθώ, να εμπτυσθώ, να ραπισθώ, να φραγγελωθώ και να σταυρωθώ από τους Ιουδαίους, μόνον δια να σώσω το πλάσμα Μου, σας, από τας χείρας του Διαβόλου. Εγώ παρέδωσα εις τους Αγίους μου Αποστόλους το φρικτόν τούτο μυστήριον της κοινωνίας Μου εν τη ώρα του δείπνου, ειπών προς αυτούς· «Αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την Σάρκα του Υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το Αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς. Ο τρώγων Μου την Σάρκα και πίνων Μου το Αίμα, έχει ζωήν αιώνιον· και εγώ αναστήσω αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα. Η γαρ Σάρξ μου αληθώς εστι βρώσις και το Αίμα μου αληθώς εστι πόσις. Ο τρώγων μου την Σάρκα και πίνων μου το Αίμα, εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ… ο τρώγων τούτον τον άρτον, ζήσεται εις τον αιώνα» (Ιωάν. στ: 53 – 58). Και «τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν» (Λουκ. κβ: 19). Εγώ δέχομαι να με κοινωνήτε, ω άνθρωποι, διότι εις τον μένοντα εν εμοί, μένω «καγώ εν αυτώ». Θέλω να χαρίσω το Σώμα Μου και το Αίμα Μου εις σας, οι οποίοι με πιστεύετε και με ομολογείτε Θεόν και άνθρωπον και εβαπτίσθητε και εσφραγίσθητε με την Χάριν Μου. Θέλω να κατοικήσω Εγώ, ο Βασιλεύς και Θεός σας δια της μεταλήψεως των αχράντων Μου Μυστηρίων μέσα εις τας ψυχάς σας· αλλά θέλω να λαμπρύνετε πρότερον αυτάς με την αγίαν εξομολόγησιν και με συντριβήν της καρδίας σας. Θέλω να απαλλάξετε την καρδίαν σας από κάθε αμαρτίαν, από αδικίαν, από συκοφαντίαν, από επιορκίαν, από ψευδολογίαν, από μίσος, από ασέμνους και απρεπείς λογισμούς. Θέλω ωσάν μακρόθυμος και πραότατος Βασιλεύς όπου είμαι, μίαν γαλήνην, μίαν αταραξίαν, μίαν ησυχίαν και μίαν καθαράν ειρήνην εις τας ψυχάς σας, δια να αναπαυθώ εις αυτάς. Σας το φωνάζω με το στόμα του Χρυσορρήμονος Διδασκάλου· «Βασιλέα υποδέχεσθαι μέλλετε δια της κοινωνίας. Βασιλέως δε επιβαίνοντος την ψυχήν, πολλήν είναι δει την γαλήνην, πολλήν την ησυχίαν, βαθείαν των λογισμών την ειρήνην». Θέλω, ως Βασιλεύς όπου είμαι, από σας τους Χριστιανούς, οι οποίοι ετοιμάζεσθε δια να με δεχθήτε με την αγίαν Κοινωνίαν, να καθαρισθήτε με την αγίαν εξομολόγησιν, πρωτύτερα από πολλάς ημέρας και όχι την ιδίαν ώραν, κατά την οποίαν θέλετε να με μεταλάβετε, δια να έχετε καιρόν να κάμετε και τον κανόνα του Πνευματικού σας Πατρός, δια να ανεβάσετε τον νουν σας από τα χαμαίζηλα πάθη, επάνω εις το ύψος της προσευχής, δια να ησυχάσετε προ πολλών ημερών εις την μελέτην των αγίων Γραφών και εις τα πνευματικά έργα, δια να λαμπροφορέσετε, όχι με χρυσά ενδύματα το σώμα και με μαργαρίτας, αλλά με τα πολύτιμα ενδύματα της ψυχής, τα οποία υφαίνονται από την αρετήν της αγάπης και της ελεημοσύνης. Θέλω να ελεήσετε τους πτωχούς, τους αδελφούς μου, να θρέψετε τους πεινασμένους, να ενδύσετε τους γυμνούς, να ελευθερώσετε τους φυλακισμένους, δια να έλθουν και αυτοί οι πτωχοί να κοινωνήσουν το Σώμα Μου και το Αίμα Μου, εις αυτάς τας αγίας ημέρας των Παθών Μου. Σας το λέγω και τούτο με τον ίδιον Χρυσόστομον, τον ηγαπημένον μου Ιωάννην· «ει ποτε μέλλοιτε της αγίας ταύτης μεθέξειν προσφοράς, προ πολλών ημερών διακαθαίρειν δια μετανοίας και ευχής και ελεημοσύνης και της περί τα πνευματικά σχολής, αιτώ ο Βασιλεύς υμών». Αυτή είναι η προετοιμασία, Χριστιανοί, την οποίαν σας ζητώ εγώ, ο επουράνιος Βασιλεύς, να κάμετε πρώτον και ύστερον να κατοικήσω εις τας ψυχάς σας και δια της ιδικής μου μεταλήψεως να αγιάσω αυτάς και μετά ταύτα να σας χαρίσω την ουράνιον Βασιλείαν Μου, καθώς σας εχάρισα και το Σώμα Μου και το άχραντον Αίμα Μου. Ω ασύγκριτος δωρεά του μεγαλοδώρου μας Βασιλέως και Θεού, την οποίαν χαρίζει εις ημάς τους αμαρτωλούς. Ω ουράνιος βρώσις του Κυρίου μας, με την οποίαν τρέφομεν τας ψυχάς μας. Χριστιανοί, πόσην διαφοράν μεγαλυτέραν και πόσην σύγκρισιν ανωτέραν έχουν οι Άγιοι Άγγελοι, Απόστολοι, Μάρτυρες, Δίκαιοι και όλος ο χορός των Αγίων, οι οποίοι παραστέκονται με μεγάλον τρόμον έμπροσθεν του ουρανίου Βασιλέως, από τους μεγιστάνας και τους σατράπας του επιγείου βασιλέως; Βέβαια πολύ μεγάλην και ασύγκριτον. Πόσην διαφοράν έχει ούτος ο ουράνιος Βασιλεύς και Θεός, τον οποίον θέλετε δεχθή, δια της ιεράς μεταλήψεως, από ένα επίγειον βασιλέα φθαρτόν και ολιγοχρόνιον; Βέβαια πολύ μεγάλην και ασύγκριτον. Και πόσην διαφοράν έχει η άϋλος και αθάνατος ψυχή σας, εις την οποίαν θέλει κατοικήσει ο ουράνιος Βασιλεύς, από τας υλικάς και φθαρτάς κατοικίας εις τας οποίας θέλει κατοικήσει ο επίγειος βασιλεύς; Βέβαια πολύ μεγάλην και ασύγκριτον. Και πόσην διαφοράν έχει Αυτός ο ουράνιος Βασιλεύς με το να ευρίσκεται εις την ψυχήν σας, όχι ένα χρόνον, ή δύο, ή τρεις, ή και σχεδόν τεσσαράκοντα, όπως ο επίγειος βασιλεύς, αλλά αιωνίως και εις τούτον τον κόσμον και εις τον άλλον; Βέβαια πολύ μεγάλην και ασύγκριτον. Και πόσην διαφοράν ακόμη μεγαλυτέραν έχει ένας Παράδεισος, τον οποίον θέλετε κληρονομήσει μετά θάνατον, διότι επιστεύσατε εις τοιούτον παντοδύναμον Βασιλέα, από μίαν φθαρτήν δόξαν, την οποίαν σας δίδει εδώ ο επίγειος βασιλεύς, διότι εδουλεύσατε εις αυτόν; Βέβαια πολύ μεγάλην και ασύγκριτον. Kαι λοιπόν γνωρίσατε καλώς, ότι όσον είναι οι υπηρέται του ουρανίου Βασιλέως, ήτοι οι Άγιοι Άγγελοι, μεγαλύτεροι από τους μεγιστάνας του επιγείου βασιλέως, όσον είναι μεγαλύτερος ο παντοδύναμος Θεός, τον οποίον κοινωνείτε, από ένα φθαρτόν βασιλέα, τον οποίον υποδέχεσθε, όσον είναι η ψυχή σας εις την οποίαν κατοικεί ο ουράνιος Βασιλεύς και Θεός τιμιωτέρα και ασύγκριτος, από τας φθαρτάς κατοικίας εις τας οποίας κατοικεί ο επίγειος βασιλεύς, όσον είναι ασύγκριτος όλη η ζωή σας η παρούσα και η μέλλουσα, κατά την οποίαν θέλει ευρίσκεται μαζί σας δια της Αγίας Κοινωνίας ο Βασιλεύς και Θεός σας, από δέκα ή και τεσσαράκοντα χρόνους κατά τους οποίους θέλει κατοικεί μαζί σας ο επίγειος βασιλεύς και όσην, λέγω, μεγαλυτέραν διαφοράν έχει ένας ουράνιος Παράδεισος, τον οποίον σας χαρίζει ο επουράνιος Θεός, από μίαν ψευδή δόξαν, την οποίαν σας δίδει ο πρόσκαιρος βασιλεύς, τόσον περισσότερον πρέπει να δείξετε και την προετοιμασίαν, τόσον ασύγκριτον να προετοιμάσετε την ψυχήν σας, δια να δεχθήτε εις αυτήν τον ουράνιον Βασιλέα, δια της ιεράς και αχράντου μεταλήψεως των θείων Αυτού δώρων. Διότι αν αλλέως κάμετε, αυτός ο φοβερός και παντοδύναμος Βασιλεύς δεν κόπτει μόνον κεφαλάς και ζωήν, αλλά κατακαίει και τας ψυχάς εις το άσβεστον πυρ της αιωνίου κολάσεως, «πυρ γαρ υπάρχον, τους αναξίους φλέγον». Χριστιανοί, Χριστιανοί, όταν βλέπετε και ανοίγει η θύρα του αγίου Βήματος, στοχασθήτε, ότι ανοίγει κατ’ εκείνην την ώραν ο ουρανός και προβαίνουσιν όλα τα στρατεύματα των αΰλων Αγγέλων και Αρχαγγέλων, όλα τα στρατεύματα των Αγίων Προφητών, Δικαίων, Μαρτύρων, Οσίων, Ιεραρχών, όλοι σηκώνουν και βαστάζουν Αυτόν τον φοβερόν Βασιλέα· όλοι με πάσαν συστολήν και ευλάβειαν, με κάθε φόβον και τρόμον, πίπτουν και προσκυνούν την φοβεράν εξουσίαν και το κράτος Του. Και σεις, Χριστιανοί, και σεις, αμαρτωλοί, οι οποίοι ετοιμάζεσθε δια να τον δεχθήτε εις την ψυχήν σας, τι πρέπει να κάμετε τότε; «Φρίττομεν, Δέσποτα (πρέπει να λέγετε), ημείς οι ανάξιοι δούλοι Σου, γνωρίζομεν την αναξιότητά μας, ότι ουδείς άξιος, κατά τον θείον Χρυσόστομον. Βλέπομεν τας αμαρτίας μας υπέρ την άμμον της θαλάσσης και υπέρ τας τρίχας της κεφαλής μας, δεν έχομεν άλλο να είπωμεν έμπροσθεν του κράτους Σου, παρά ότι κράζομεν ως ο Τελώνης, κλαίομεν ως ο Πέτρος, μετανοούμεν ως ο Ληστής και πίπτομεν ως η Πόρνη, φιλούντες και προσκυνούντες τους αχράντους Σου πόδας και λέγοντες· ιλάσθητι ημίν ο Θεός τοις αμαρτωλοίς, μνήσθητι ημών, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία Σου». «Όταν ίδητε (γράφει προς Εφεσίους ομιλία γ΄ ο θείος Χρυσόστομος) ανελκόμενα τα αμφίθυρα, τότε νομίσατε ότι διαστέλλεται άνωθεν ο ουρανός, εννοήσατε τις ο προβαίνων ενταύθα και φρίξατε». Κάμνοντες λοιπόν την τοιαύτην προετοιμασίαν, την οποίαν ηκούσατε έως τώρα και προκαθαριζόμενοι προ πολλών ημερών, προσέρχεσθε εις αυτήν την τράπεζαν, όλοι με φόβον, συλλογιζόμενοι τας αμαρτίας σας· όλοι με πίστιν, συλλογιζόμενοι και πιστεύοντες αδιστάκτως ότι αυτός είναι ο αληθινός Θεός, ο φοβερός Βασιλεύς, τον οποίον πρέπει να γευθήτε όλοι με αγάπην, διώκοντες πάσαν έχθραν και παν μίσος από την ψυχήν σας, ειρηνεύοντες και αγαπώντες τους αδελφούς σας ως τον εαυτόν σας. «Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε», φωνάζει καθ’ εκάστην ο μακάριος Ιωάννης. Ούτω λοιπόν κάμνοντες τοιαύτην προετοιμασίαν, Χριστιανοί, και προσερχόμενοι όλοι εις την αγίαν μετάληψιν των αχράντων μυστηρίων, και προσερχόμενοι όλοι εις την αγίαν μετάληψιν των αχράντων μυστηρίων, θέλετε δεχθή εις την ψυχήν σας τον ουράνιον Βασιλέα, τον Βασιλέα αυτόν, όστις είναι η δίστομος ρομφαία η κοπτερή και θανατηφόρος, με την οποίαν κτυπώντες, ως άλλον Εγλώμ βασιλέα, τον υπερήφανον διάβολον, τον εχθρόν σας, κατά την κοιλίαν, ευθύς να τον θανατώνετε, και να ελευθερώνεσθε από τους πειρασμούς του και τα κακά του. Γράφεται εις την βίβλον των Κριτών (κεφάλαιον γ΄), ότι ο Εγλώμ βασιλεύς Μωάβ, συμμαχήσας με τας φυλάς του Αμμών και του Αμαλήκ συνήγαγεν όλα τα πλήθη αυτών και εκίνησε πόλεμον φοβερόν κατά της Ιερουσαλήμ. Κατατροπώσας δε πάσαν την γην των Ισραηλιτών, κατέλαβε τας πόλεις και ηχμαλώτησε τους Ιουδαίους, δέκα και οκτώ ολοκλήρους χρόνους. Τότε εξαπέστειλαν οι άθλιοι Ιουδαίοι προς τον βασιλέα Εγλώμ άνθρωπον εξ αυτών ανδρείον, γενναίον, αλλά και σοφόν εις την πανουργίαν, τον Αώδ, δια να υπάγη χαρίσματα εις αυτόν και να τον παρακαλέση να απελευθερώση όλον τον Ισραήλ. Ετοιμάζεται ο καλός Ιουδαίος Αώδ, δια να υπάγη εις τον βασιλέα Εγλώμ, λαμβάνει τα δώρα των Ιουδαίων, σηκώνεται με γενναιότητα, παίρνει και άλλους χάριν συντροφίας, αλλά και λέγει καθ’ εαυτόν· «Δια παν ενδεχόμενον, ας λάβω μεθ’ εαυτού και μίαν μάχαιραν». Και ποιήσας μάχαιραν δίστομον μήκους μιάς σπιθαμής, έδεσεν αυτήν εις τον δεξιόν του μηρόν και εκάλυψεν αυτήν, είτα δε παρουσιάζεται εις τον βασιλέα Εγλώμ δια να του δώση τα δώρα, τα οποία του απέστελλον οι δούλοι του, οι Εβραίοι· «Και εποίησεν εαυτώ Αώδ μάχαιραν δίστομον, σπιθαμής το μήκος αυτής, και περιεζώσατο αυτήν υπό τον μανδύαν επί τον μηρόν αυτού τον δεξιόν και επορεύθη και προσήνεγκε τα δώρα τω Εγλώμ, βασιλεί Μωάβ» (Κρ. γ: 16 – 17). Έφθασεν ο Αώδ εις τον βασιλέα Εγλώμ, τον προσεκύνησε πρώτον μέχρις εδάφους, του έδωσε τα δώρα των Ιουδαίων και του λέγει· «Λόγος μοι κρύφιος, προς σε βασιλεύ. Και είπεν Εγλώμ προς αυτόν· σιώπα». Σιώπησον, ω Αώδ, λέγει ο βασιλεύς μη φανερώσης τον κρύφιον λόγον έμπροσθεν πάντων, έως να αναχωρήσωσιν οι δορυφόροι και τότε ειπέ τον λόγον, τον οποίον θέλεις. Προστάζει παρευθύς ο βασιλεύς Εγλώμ να αναχωρήσουν όλοι από πλησίον του, διότι έχει να ομιλήση λόγον ο Αώδ. «Ανόητε και αστόχαστε βασιλεύ (συλλογίζεται καθ’ εαυτόν ο Αώδ), απεδίωξες από πλησίον σου όλους τους σωματοφύλακάς σου, οι οποίοι σε εφύλαττον. Ενεπιστεύθης όλην σου την βασιλείαν, όλην σου την δύναμιν και όλην σου την ζωήν εις τας χείρας μου». Ούτω διελογίζετο ο Αώδ και πάραυτα απλώσας την αριστεράν χείρα και λαβών την μάχαιραν από τον δεξιόν του μηρόν, την καρφώνει εις την κοιλίαν του βασιλέως· αφήσας δε την μάχαιραν καρφωμένην εις την κοιλίαν αυτού, έκλεισε τας θύρας και τας εκλείδωσε και ούτω γενναίως ο γενναίος αναχωρήσας φθάνει εις την γην Ισραήλ και αναγγέλλει εις τους Ιουδαίους τον θάνατον του εχθρού των. «Και εξέτεινεν Αώδ την χείρα την αριστεράν αυτού και έλαβε την μάχαιραν επάνωθεν του μηρού αυτού του δεξιού και ενέπηξεν αυτήν εν τη κοιλία αυτού· και επεισήνεγκε και γε την λαβήν οπίσω της φλογός και απέκλεισε το στέαρ κατά της φλογός· ότι ουκ εξέσπασε την μάχαιραν εκ της κοιλίας αυτού… και απέκλεισε τας θύρας του υπερώου κατ’ αυτού και εσφήνωσε· και αυτός εξήλθε». Έφθασε δε ο Αώδ εις την γην Ισραήλ και ανήγγειλεν εις τους Ιουδαίους τον θάνατον του εχθρού αυτών βασιλέως Εγλώμ. Ω και τι μεγαλύτερος εχθρός δείκνυται εναντίον σας, Χριστιανοί, ο νοητός Εγλώμ, ο διάβολος! Ω και με πόσας τυραννίας των αμαρτιών κατεδούλωσε τας ψυχάς σας, όχι δεκαοκτώ χρόνους ωσάν τους Εβραίους ο βασιλεύς Εγλώμ, αλλά και από αυτήν την ημέραν της γεννήσεώς σας, μέχρι της παρούσης ώρας! Ω και με πόσας αιωνίους βασάνους σπουδάζει ο πονηρός να σας βασανίζη όχι μόνον εις την παρούσαν ζωήν, αλλά και εις την άλλην, την μετά θάνατον, εις την κόλασιν! Χριστιανοί, δεν έχει ούτως η αλήθεια; Δεν κατεδουλώθητε όλοι εις τας αμαρτίας και εις τα θελήματα του διαβόλου; Ναι, βέβαια· αλλά ανάμεσα εις τόσας πολλάς τυραννίας, τας οποίας σας κάνει ο εχθρός σας διάβολος και εις την τόσην πολυχρόνιον δουλείαν, με την οποίαν σας κατεδούλωσε, άραγε θέλετε υπομένει ακόμη την δουλείαν του; Άραγε αγαπάτε ακόμη να έχετε υπό κάτω εις τον ζυγόν του δεδεμένας τας ψυχάς σας; Όχι, όχι· εγέρθητε και μίαν φοράν επάνω από τα πάθη και από την τυραννίαν του ψυχοφθόρου εχθρού σας, λάβετε ζήλον ως ο Αώδ και μιμηθήτε την ανδρείαν του και την μεγαλοψυχίαν του· λάβετε μόνην την δίστομον ταύτην μάχαιραν του παντοδυνάμου Βασιλέως, τον άγιον Άρτον, την αγίαν Κοινωνίαν, το τίμιον Σώμα και Αίμα του Βασιλέως σας Θεού, το οποίον σας εχάρισε με άκραν αγαθότητα και ευθύς θέλετε φονεύσει τον εχθρόν σας, ευθύς θέλετε ελευθερωθή από την δουλείαν του. Αυτή, αυτή η αγία Κοινωνία, την οποίαν μεταλαμβάνετε, Χριστιανοί, αυτή είναι η δίστομος ρομφαία την οποίαν σας έδωκεν ο ουράνιος Θεός, δια να κατατροπώνετε τους εχθρούς σας, με την οποίαν θέλετε κεντήσει τον υπερήφανον Εγλώμ, τον διάβολον, καιρίαν πληγήν κατά την καρδίαν. «Ο δε Θεός της ειρήνης συντρίψει τον σατανάν υπό τους πόδας υμών εν τάχει» (Ρωμ. ιστ: 20). Θέλετε να σας είπω, τι στοχάζεσθε τώρα, Χριστιανοί; Ο στοχασμός, τον οποίον κάμνετε όλοι, είναι να τελειώσω τον λόγον, δια να υπάγετε ταχύτερον εις τους οίκους σας, να γευθήτε μερικά ιχθύδια, ως το καλεί η εορτή· δεν είναι τοιούτος ο στοχασμός, τον οποίον κάμνετε; Λοιπόν συγχωρήσατέ μοι, αν σας εκράτησα μίαν ώραν εις την διδαχήν, και ιδού ότι κάμνων το θέλημά σας, σιωπώ δια την ώραν και υπάγετε εν ειρήνη, καθώς λέγετε, να ευθυμήσετε σήμερον, πλην σας αναμένω να προσέλθετε κατά την αγίαν και μεγάλην Πέμπτην, δια να ίδω, εάν εκάμετε την προετοιμασίαν των αχράντων Μυστηρίων περί της οποίας σας εκήρυξα σήμερον και με την οποίαν πρέπει να δεχθήτε εις την ψυχήν σας τον ουράνιον Βασιλέα. Τη αφάτω Σου ευσπλαγχνία, Χριστέ ο Θεός ημών, νικητάς ημάς των παραλόγων παθών ποίησον και την Σην εναργή κατά θανάτου νίκην, την φαιδράν Σου και ζωηφόρον Ανάστασιν ιδείν καταξίωσον και ελέησον ημάς.

1 σχόλιο:

  1. Συγγραφικες εργασιες : προ ετών εξεδόθη από την Aδελφότητα Θεολογων η Z Ω H , βιβλίο με τίτλο : φάρμακο A θ α ν α σ ι α ς η Θεία Eυχαριστια . Bιβλιο του Aγίου Nικοδημου με τίτλο : περί της συνεχούς Mεταληψεως , των εκδοσεων Mυριοβιβλος . To περιεχόμενο του είναι ε ν τ υ π ω σ ι α κ ο με διαχρονική α ξ ί α . O Aείμνηστος Iεροκηρυξ Δ. Παναγοπουλος έγραψε επίσης βιβλίο για τη Θεία Eυχαριστια με τίτλο : το A ν τ ι δ ο τ ο του μ n αποθανειν , βιβλίο το οποίο επανεκδοθη , α λ λ α τα αντίτυπα του βιβλίου είναι ολιγαριθμα στην εποχή μας .

    ΑπάντησηΔιαγραφή