Παληό και Νέο ημερολόγιο -- Του αειμνήστου Αθανασίου Σακαρέλλου, Θεολόγου

6. Θεμέλιο της Ορθοδοξίας είναι η εμπειρία της θεώσεως!

1. Στην κατηγορία, που διατυπώνουν όσοι δέχτηκαν την αλλαγή του ημερολογίου σε βάρος όσων έμειναν πιστοί σ’ αυτό, ότι δηλαδή έπρεπε να προσχωρήσουν κι’ αυτοί στην Εκκλησία του Νέου ημερολογίου, οι τελευταίοι απαντούν, ότι δεν μπορούν να έχουν «κοινωνία» με τους αιρετικούς Πατριάρχες και άλλους αιρετικούς επισκόπους τους. Τίθεται επομένως ένα πρόβλημα: Πως μπορεί μέσα στην Εκκλησία να κρύβονται άνθρωποι, και μάλιστα επίσκοποι, που να μην είναι κήρυκες της αλήθειάς της, που είναι η Ορθόδοξη πίστη; Πώς είναι δυνατό δηλ. να υπάρχουν μέσα στην Εκκλησία επίσκοποι αιρετικοί; Και ποιες είναι οι συνέπειες σε μια τέτοια περίπτωση για την Εκκλησία; Τα δύο αυτά ερωτήματα είναι πολύ σημαντικά θέματα, που πρέπει να μας απασχολήσουν.

2. Η βάση της Ορθόδοξης εκκλησιολογίας είναι τα όσα γράφει ο Απ. Παύλος στους Κορίνθιους. Εκεί διαβάζουμε, ότι ο ίδιος ο Θεός ορίζει το ποιοι είναι μέλη της Εκκλησίας. Απαριθμεί στην κορυφή τους Αποστόλους. Στη συνέχεια τους Προφήτες. Τελευταίους τοποθετεί τα «γένη γλωσσών». Αυτοί είναι όσοι έχουν αποκτήσει την «νοερά προσευχή». Τα πρόσωπα αυτά, κατά τον Απ. Παύλο, είναι τα μέλη της Εκκλησίας. Είναι οι «εμπειρίαν έχοντες». Όσοι δηλαδή αξιώθηκαν να φτάσουν στη «θεωρία του Θεού», στο να βλέπουν την «δόξα» Του,  που είναι η θεότητά Του. «Θεωρία του Θεού» είναι η «θέωση» και ο «φωτισμός». Από τα μέλη αυτά, που ο Θεός τοποθετεί στην Εκκλησία, στη «θέωση» είναι μόνο οι Απόστολοι και οι Προφήτες. Οι λοιποί είναι στο στάδιο του «φωτισμού».

3. Ο Απ. Παύλος αναφέρει δύο ακόμη κατηγορίες ανθρώπων. Αυτοί δεν είναι μέλη της Εκκλησίας. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Πρέπει να δούμε ποιοι είναι αυτοί, γιατί ίσως για πολλούς από μας μπορεί να είναι ο καθρέπτης μας! Είναι οι «ιδιώτες» και οι άπιστοι». «Ιδιώτες» στην αρχαία Εκκλησία ήταν, όσοι είχαν ζητήσει να γίνουν μέλη της Εκκλησίας, είχαν διανύσει με επιτυχία το στάδιο της «καθάρσεως» και φτάσει στα πρόθυρα του «φωτισμού». Είχαν βαπτιστεί, αλλά δεν είχαν ακόμη αποκτήσει τη «νοερά προσευχή». Οι «άπιστοι» ήταν οι άνθρωποι, που δεν είχαν ακόμη ζητήσει να γίνουν μέλη της Εκκλησίας.

4. Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας, ότι η διαδικασία που ακολουθούσε η Εκκλησία στους πρώτους αιώνες για να κατατάξει κάποιον στα μέλη της, με κάθε δυνατή συντομία, ήταν η εξής: Όταν κάποιος «άπιστος» πίστευε στο Χριστό κι’ ήθελε να γίνει μέλος της Εκκλησίας, εκδήλωνε την απόφασή του αυτή στον τοπικό επίσκοπο. Ο επίσκοπος τον έγραφε στον ειδικό κατάλογο, των «κατηχουμένων». Από τότε εθεωρείτο «πιστός» και ονομάζονταν «χριστιανός». O επίσκοπος τον ανέθετε σε «έμπειρο» πνευματικό πατέρα, τον «εξορκιστή», για να τον καθοδηγεί στο να διανύσει με επιτυχία το στάδιο της «κάθαρσης». Η «κάθαρση» είναι στάδιο «μετάνοιας». Αυτό ήταν η «αρχή της μετάνοιας», η οποία είναι απαραίτητη σε κάθε άνθρωπο που ποθεί τη σωτηρία του. Όταν ο πιστός τέλειωνε το στάδιο αυτό, ο επίσκοπος προχωρούσε στο βάπτισμά του. Το βάπτισμα γίνεται πάντα στην Εκκλησία «εις άφεσιν αμαρτιών». Με αυτό καταργούνται τα αποτελέσματα της παρακοής των Πρωτοπλάστων, που είναι ο θάνατος, σωματικός και πνευματικός. Με το βάπτισμα αυτό, που είναι «βάπτισμα ύδατος», βάπτιζε τους ανθρώπους ο ίδιος ο Κύριος.  Με το ίδιο βάπτισμα παρήγγειλε τους μαθητές Του να βαπτίζουν τους ανθρώπους στα έθνη. Οι «ιδιώτες» έφταναν μέχρι αυτό το σημείο. Έφταναν δηλαδή μέχρι το βάπτισμα, από το οποίο έπαιρναν την άφεση των αμαρτιών τους. Δεν προχωρούσαν στο «χρίσμα», που προϋπόθετε την έλευση του Αγίου Πνεύματος στον βαπτισθέντα.

5. Η Αγία Γραφή όμως μιλάει και για κάποιο άλλο βάπτισμα. Μ’ αυτό ο Χριστός θα βάπτιζε τους πιστεύοντες σ’ Αυτόν. Ονομάζεται «βάπτισμα Πνεύματος», ή «βάπτισμα πυρός». Ποιο είναι αυτό; Είναι αυτό που έλαβαν οι άγιοι Απόστολοι την μέρα της Πεντηκοστής. Τότε, που κατήλθε το Πνεύμα το Άγιο, ως «πύρινες γλώσσες», και η καθεμιά «εκάθισεν εφ’ ένα έκαστον αυτών (= των Μαθητών) και επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος αγίου». Το «μυστήριο της Πεντηκοστής» επαναλαμβάνεται κάθε φορά, που ένας πιστός δέχεται το Άγιο Πνεύμα στην καρδιά του. Εκεί μέσα στην καρδιά το Άγιο Πνεύμα αρχίζει να προσεύχεται «στεναγμοίς αλαλήτοις». Μαζί με το Άγιο Πνεύμα προσεύχεται κι’ η καρδιά του πιστού «αδιαλείπτως». Είναι αυτό που λέμε «νοερά»,ή «καρδιακή προσευχή». Αυτό είναι το τελευταίο σκαλοπάτι στη κλίμακα του «φωτισμού». Από εκεί και πέρα, πρέπει ο πιστός ν’ ανέλθει όλα τα άλλα σκαλοπάτια, κι’ αν θέλει ο Θεός, να φτάσει και στη θέωση. Στην αρχαία Εκκλησία οι πιστοί, δέχονταν την επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος, συνήθως μετά το βάπτισμά τους. Το Άγιο Πνεύμα ερχόμενο στον πιστό, τον «χρίει». Αυτό, είναι το «βάπτισμα Πνεύματος» κι’ αποτελεί το γνωστό μυστήριο του «χρίσματος». Γι’ αυτό, το μυστήριο αυτό είναι «σφραγίς δωρεάς Πνεύματος αγίου». Αυτό είναι η σφραγίδα του Χριστού. Κι’ όποιος έχει την σφραγίδα του Χριστού, δεν παίρνει την σφραγίδα του Αντιχρίστου, σ’ όσες διώξεις κι’ αν υποβληθεί! Έτσι, ο πιστός αποκτά τη θεία Χάρη και τα χαρίσματά της. Τότε μόνο γίνεται σώμα Χριστού και ναός του Αγίου Πνεύματος. Αισθητό σημείο της ελεύσεως του Αγίου Πνεύματος στον πιστό είναι η «νοερά προσευχή». Κατά τον άγιο Γρηγόριο Σιναΐτη η προσευχή αυτή είναι «η μυστική του νοός ιερουργία». Πολύ ορθά τονίζει ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, όταν γράφει: « εκείνος που αποκτά το χάρισμα της νοεράς προσευχής αισθάνεται την ενέργεια της Χάριτος μέσα του, η οποία γίνεται καθαρτική, φωτιστική, μυστική. Αυτή είναι η εσωτερική ιερωσύνη και η εσωτερική θεία Λειτουργία. Όσοι φθάνουν σ’ αυτήν την κατάσταση είναι ιερείς. Ιερατείο αληθινό είναι η καρδιά που ενεργείται υπό του Πνεύματος χωρίς λογισμούς». Έτσι γίνονταν στην αρχαία Εκκλησία ένας πιστός «βασίλειον ιεράτευμα», μέλος της Εκκλησίας. Όταν λέμε, ότι ένας πιστός αποτελεί «βασίλειο ιεράτευμα» εννοούμε, ότι έχει «χειροτονηθεί» απ’ ευθείας απ’ το Θεό κι’ έχει τη Χάρη Του. Είναι «άνωθεν» «κληρικός». Όλα δηλαδή τα μέλη της Εκκλησίας, που είναι οι «εμπειρίαν έχοντες», είναι κληρικοί. Αντίθετα, οι «ιδιώτες», επειδή δεν ανήκουν στο «βασίλειο ιεράτευμα», είναι «λαϊκοί». Ο π. Ιω. Ρωμανίδης το τονίζει ιδιαίτερα αυτό. Λέει ότι «λαϊκός είναι εκείνος ο οποίος έχει μεν βαπτισθή, αλλά δεν έχει ακόμα κληθή άνωθεν, ώστε να γίνη βασίλειον ιεράτευμα, δηλ. κληρικός. Ως κληρικός εθεωρείτο ο θεόκλητος, εκείνος που είχε δεχθή στην καρδιά του την επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος και που το Πνεύμα είχε αρχίσει να προσεύχεται μέσα του». Αυτό σημαίνει, ότι στην Εκκλησία των πρώτων χριστιανών υπήρχε η αντίληψη ότι υπάρχουν δύο είδη «ιερωσύνης», η μάλλον η μία ιερωσύνη έχει δύο όψεις: Μία, η «άνωθεν», που μπορούμε να την ονομάσουμε «πνευματική» ιερωσύνη, προερχόμενη από το Θεό, ο οποίος χειροτονεί όλα τα μέλη της Εκκλησίας, άνδρες και γυναίκες. Πνευματική ιερωσύνη έχουν μόνο όσοι έφτασαν στο «φωτισμό» ή στη «θέωση» και είναι πραγματικοί κληρικοί, σε αντίθεση με τους «ιδιώτες» και «άπιστους», που είναι «λαϊκοί». Και, μία δεύτερη «ιερωσύνη», την οποία θα μπορούσαμε ίσως να ονομάσουμε «τελεστική», επειδή σ’ αυτή δίνεται η εξουσία να «ενεργεί» τα μυστήρια, προπαντός της Θείας Ευχαριστίας, κι’ αποτελεί το μυστήριο της «ιερωσύνης» της Εκκλησίας. Η δεύτερη αυτή «ιερωσύνη» προϋποθέτει την πρώτη. Με την «άνωθεν» ιερωσύνη δεν έχει την εξουσία της Εκκλησίας να «ιερουργεί» κανείς. Οι Φράγκοι, εξ αιτίας του Αυγουστίνου, δεν δέχτηκαν αυτή την Παράδοση της Εκκλησίας. Πιστεύουν ότι όλοι όσοι είναι βαπτισμένοι έχουν «γενική» ιερωσύνη, οι δε χειροτονημένοι κληρικοί έχουν «ειδική». Οι διακρίσεις αυτές είναι ξένες από την Ορθόδοξη Παράδοση. Αυτή όμως η κακόδοξη Παράδοση επικρατεί σήμερα στην Νεοημερολογίτικη Εκκλησία!

6. «Θέωση» σημαίνει Θεοπτία. Θεοπτία σημαίνει, ότι κάποιος βλέπει το Θεό. Δεν βλέπει την ουσία Του. Βλέπει μόνο τη θεία «δόξα» Του. Αυτό τον καθιστά μέλος της Εκκλησίας, τοποθετημένο από τον Θεό στην κορυφή της κλίμακας των μελών της Εκκλησίας. Ο π. Ιω. Ρωμανίδης παρατηρεί σχετικά: «Όποτε εμφανίζεται ο Χριστός μετά την Ανάστασί Του, εμφανίζεται μέσα σε δόξα. Και αυτή ακριβώς η εμπειρία, που αποκτά κανείς, όταν βλέπει τον Χριστό εν δόξη, τον καθιστά αυτομάτως είτε απόστολον, είτε προφήτην». Αυτή τη «δόξα» του Θεού είδε ο Απ. Παύλος, όταν «ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι». Ο Απ. Παύλος έμαθε τα απόρρητα μυστήρια της θεολογίας από τη θεία εμπειρία του, όταν «ηρπάγη» στον παράδεισο. Ο Κύριος είπε στους μαθητές Του «υμίν δέδοται γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού, τοις δε λοιποίς εν παραβολαίς, ίνα βλέποντες μη βλέπωσι και ακούοντες μη συνιώσι».  Κατά τον ίδιο τρόπο έμαθαν τα «μυστήρια της βασιλείας των ουρανών» και οι λοιποί απόστολοι και οι Προφήτες. Όλοι οι άγιοι, επειδή είχαν την ίδια αυτή εμπειρία απ’ τη θέωση, γνώριζαν τα ίδια «μυστήρια της βασιλείας». Συνεπώς όλοι δίδασκαν τα ίδια πράγματα. Γι’ αυτό οι άγιοι, σε θέματα θείας εμπειρίας τους, δεν κάνουν δογματικά λάθη. Όλα αυτά τα πράγματα σε μας σήμερα φαίνονται κάπως παράξενα. ΄Εμείς σήμερα δεν μπορούμε να καταλάβουμε τη διδασκαλία, ότι είναι δυνατό να υπάρχουν στην Εκκλησία επίσκοποι(οι οποίοι φυσικά δεν «τελούν» μυστήρια), που δεν έχουν ποτέ χειροτονηθεί από ανθρώπους, παρά μόνο από το Θεό. Όμως, την αντίληψη αυτή την συναντάμε σε πολλούς Πατέρες. Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος π.χ. αναφέρει, ότι ο πνευματικός πατέρας του, ο μοναχός Συμεών ο Ευλαβής, δεν είχε λάβει ποτέ «χειροτονία παρ’ ανθρώπων, αλλά χειρί Θεού». Ο π. Ιω. Ρωμανίδης, αναφερόμενος στο θέμα αυτό, παρατηρεί: «Έχει γίνει αποδεκτό πλέον ότι αυτά που γράφει ο άγος Διονύσιος Αρεοπαγίτης, για τους τότε επισκόπους, δεν απέχουν από την πραγματικότητα. Δηλαδή, όπως ο προφήτης του Απ. Παύλου είναι εκείνος που έχει φθάσει στη θέωση, έτσι και για τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη επίσκοπος είναι εκείνος, που έχει φθάσει στη θέωση. Από αυτούς μάλιστα τους προφήτας του Απ. Παύλου προήλθαν οι τότε επίσκοποι της Εκκλησίας. Ο άγιος Νικήτας Στηθάτος μας πληροφορεί ότι υπάρχουν άνθρωποι, που έχουν χειροτονηθεί κατ’ ευθείαν επίσκοποι από τον ίδιο το Θεό, αν και από τους ανθρώπους δεν αναγνωρίζονται ως επίσκοποι. Όμως, είναι επίσκοποι. Δηλαδή, έχουν πνευματική εξουσία «επισκόπου». Ο δε Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος επισημαίνει ότι «υπάρχουν δύο επιθέσεις χειρών. Η μία είναι ανθρώπινη, δηλ. «εξ ανθρώπων», και η άλλη θεϊκή, δηλ. από το άγιο Πνεύμα». Και όπως τονίζει αλλού ο ίδιος, «η πνευματική ιερωσύνη είναι εκείνη, που θα περάση στον άλλον αιώνα, στην βασιλεία των Ουρανών».

7. Σε κάθε τοπική Εκκλησία τους, πρώτους αιώνες, υπήρχαν πολλοί Προφήτες, που είχαν την «άνωθεν» χειροτονία. ΄Οντως ευλογημένη εποχή. Στην Κόρινθο π.χ. πρέπει να υπήρχαν τουλάχιστον πέντε Προφήτες. Ήταν δηλαδή επίσκοποι, χωρίς όμως να ασκούν τα καθήκοντα της «μυστηριακής» ιερωσύνης. Αυτά τα ασκούσε μόνο ένας Προφήτης, στον οποίο ανέθεταν οι άλλοι Προφήτες «να ενεργεί» το έργο αυτό. Ηεκλογή αυτή είναι η «χειροτονία»! Αυτό, που εμείς σήμερα λέμε «χειροτονία», τότε το έλεγαν «χειροθεσία». Έχει σημασία, ότι την εκλογή ενός Προφήτη για να ενεργεί τα της μυστηριακής ιερωσύνης, δηλ, τη «χειροτονία» του επισκόπου, την αποφάσιζαν οι άλλοι Προφήτες, οι συνθεούμενοι. Αυτό είναι ευνόητο, γιατί μόνο ένας θεούμενος γνωρίζει ποιοι άλλοι έφτασαν στη θέωση ή το φωτισμό. Και η αρχαία Εκκλησία πρόσεχε πολύ το ζήτημα αυτό. Ήθελε η «κατ’ άνθρωπον» χειροτονία επισκόπου να γίνεται μόνο σε θεουμένους, τους «Προφήτες». Μόνο αυτοί γνώριζαν «τα μυστήρια της βασιλείας των Ουρανών», δηλ. τα αληθινά δόγματα της θεολογίας. Για τους θεουμένους το δόγμα ήταν βίωμά τους. Αυτό σημαίνει, ότι παλαιά ο επίσκοπος, ως θεούμενος, ήταν ο «τρόπων μέτοχος» των Αποστόλων. Ως χειροτονούμενος δε από ανθρώπους για μια επισκοπή, ήταν και ο «θρόνων διάδοχος». Αυτό είναι η λεγόμενη «Αποστολική Διαδοχή».΄Όταν δεν υπάρχουν τα δύο αυτά στοιχεία, προπαντός το πρώτο, η «μετοχή» στους «τρόπους», αλλά και η κανονική διαδοχή στους «θρόνους» των Αποστόλων», δεν υπάρχει Αποστολική Διαδοχή! Διακόπτεται, με ό,τι συνεπάγεται η ανυπαρξία του Αγίου Πνεύματος σ’ όποιον εμφανίζεται ως επίσκοπος, ο οποίος τότε, στην πραγματικότητα, είναι «ψευδεπίσκοπος»!

8. Για να γίνει κάποιος μέλος της Εκκλησίας, για να φτάσει ένας πιστός σε κατάσταση «θεωρίας», δηλ. στο «φωτισμό», ή στη «θέωση», πρέπει να θεραπεύσει «το πεπτωκός μέρος της ψυχής» του. Η μέθοδος αυτής της θεραπείας είναι «ασκητική». Δηλαδή, με την άσκηση στην «εν Χριστώ» ζωή, ο πιστός διαβαίνει τα στάδια της τελειότητας, που είναι η «κάθαρση», ο «φωτισμός» και η «θέωση». Η «ασκητική» κυριαρχούσε στη ζωή της Εκκλησίας των πρώτων χριστιανών. Μετά την παύση των διωγμών το 313 μ.Χ., η ασκητική ζωή στις ενορίες άρχισε να εκλείπει. Γι’ αυτό ορισμένοι θεούμενοι φεύγουν στις ερήμους, που είναι το ενδιαίτημα του διαβόλου. Τους ακολουθούν, όσοι θέλουν να πετύχουν τη θεραπεία τους. Έτσι, γεννήθηκε ο λεγόμενος «αναχωρητισμός», δηλ. ο ησυχαστικός μοναχισμός. Στο μοναχισμό βρήκε καταφύγιο και διασώθηκε η «ασκητική», που είναι η πεμπτουσία της Ορθοδοξίας. Η μείωση του αριθμού των Προφητών σε συνδυασμό με την εξάπλωση του χριστιανισμού είχαν σαν αποτέλεσμα να εκλέγονται επίσκοποι και πιστοί, που ήταν στο στάδιο του «φωτισμού». Μέχρι τότε πιστοί που βρίσκονταν στο στάδιο του «φωτισμού» εκλέγονταν ιερείς. Όσοι ήταν στο στάδιο του «φωτισμού», δεν είχαν καταστήσει βίωμά τους τα δόγματα. Γι’ αυτό ο υποψήφιος επίσκοπος, στην περίπτωση αυτή, υποχρεωνόταν, κατά την «χειροθεσία» του, να διαβάζει ομολογία της πίστεώς του, τον λεγόμενο «λίβελο ορθής πίστεως». Αυτό διατηρείται μέχρι σήμερα στις χειροτονίες επισκόπων του Παλαιού ημερολογίου. Δεν τηρείται όμως στις χειροτονίες του Νέου, μάλλον σκόπιμα!

9. Πρόβλημα στην Εκκλησία άρχισε να δημιουργείται μεταγενέστερα, όταν άρχισαν να γίνονται Επίσκοποι, άτομα, που την εποχή των πρώτων χριστιανών θα ήταν «ιδιώτες», ή «άπιστοι»! Δεν είχαν δηλαδή, την «άνωθεν» χειροτονία. Δεν ήταν «κληρικοί», «χειροτονημένοι» από το Θεό. Ήταν «λαϊκοί», γιατί δεν είχαν λάβει το Άγιο Πνεύμα. Αυτούς τους «κληρικούς», που έλαβαν χειροτονία μόνο από ανθρώπους, ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, τους αποκαλεί «κλέπτες και ληστές»! Γιατί θεωρεί, ότι δεν τους έχει χειροτονήσει ο Θεός, για να καταστούν Προφήτες. Ίσως γι’ αυτούς, που κάνουν τον Προφήτη, είπε ο Κύριος τα φοβερά εκείνα λόγια: «Πολλοί ερούσι μοι εν εκείνη τη ημέρα. Κύριε, Κύριε, ου τω σω ονόματι προεφητεύσαμε; Και τότε ομολογήσω αυτοίς ότι ουδέποτε έγνων υμάς. Αποχωρείτε απ’ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν».

α. Αυτός είναι και ο λόγος που εμφανίστηκαν στη ζωή της Εκκλησίας οι αιρέσεις. Το ότι δηλ. εχειροθετούντο επίσκοποι, άτομα, που ποτέ δεν απέκτησαν την εμπειρία του «φωτισμού» και της «θέωσης», ώστε να έχουν ως βίωμά τους τα δόγματα της Εκκλησίας. Αιρετικός δεν είναι μόνο εκείνος, που εισάγει νέα δόγματα στην Εκκλησία, αλλά και όποιος δεν έχει φτάσει στο «φωτισμό» ή στη «θέωση». Όποιος δηλαδή, δεν είναι μέλος της Εκκλησίας. Αυτός δεν είναι Ορθόδοξος! Έτσι η διαμάχη στην Εκκλησία κατέληξε επί αιώνες να είναι, το αν οι επίσκοποί της θα έπρεπε προηγουμένως να έχουν την «άνωθεν» χειροτονία, ή όχι. Σήμερα η διαμάχη αυτή εξέλιπε, γιατί επεκράτησε η δεύτερη άποψη, ότι δηλ. δεν είναι αναγκαίο οι επίσκοποι να έχουν προηγουμένως λάβει την «άνωθεν» χειροτονία! Αρκεί, το ότι έχει λάβει το «χρίσμα» του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου, για να γίνει κάποιος δεσπότης! Αυτή είναι και η αιτία του καταντήματός τους! « Στο πρόσωπο του αγίου Συμεών, γράφει ο π. Ιω. Ρωμανίδης, μπορεί κανείς να διακρίνει καθαρά την αιωνόβια σύγκρουση μεταξύ της αποστολικής παραδόσεως

διαγνώσεως - θεραπείας και όσων εκφυλίζουν την σωτηρία σε πίστη και εμπιστοσύνη στα δόγματα και στις αξιομισθίες των καλών έργων και της ηθικής». Ο άγιος Συμεών μάλιστα χαρακτήρισε ως αίρεση την άποψη μερικών, που έλεγαν, πως το να αγωνίζεται ένας πιστός να φτάσει στο «φωτισμό» ή τη «θέωση», δεν είναι απαραίτητο για τη σωτηρία του ανθρώπου, γιατί τάχα αυτό αφορούσε μόνο τους πρώτους χριστιανούς! Έκανε πολλούς αγώνες, για την καταπολέμηση αυτής της κακοδοξίας. Γι’ αυτό επικράτησε στην Εκκλησία, οι επίσκοποι να λαμβάνονται από τους μοναχούς της ησυχαστικής παραδόσεως. Οι αγώνες αυτοί συνεχίστηκαν με επιτυχία από τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, τον 14ο αιώνα. Η γραμμή αυτή της Εκκλησίας διατηρήθηκε σ’ όλη την Τουρκοκρατία.

β. Οι Φράγκοι ποτέ δεν ασπάστηκαν τη γραμμή αυτή, να προέρχονται δηλ. οι επίσκοποι από τον ησυχασμό, τον οποίο θεωρούν ως αίρεση.  Και γι’ αυτό, πολέμησαν τον Ορθόδοξο μοναχισμό. Η κατάργηση 412 μοναστηριών την εποχή της Βαυαροκρατίας, η διατήρηση μόνο τριών μοναστηριών σ’ όλη την τότε ελεύθερη Ελλάδα και η προτροπή στις κάτω των 40 ετών μοναχές να παντρευτούν, είναι χαρακτηριστική των προσπαθειών τους να θάψουν την Ορθόδοξη Παράδοσή μας και να «φραγκέψουν» τους Έλληνες! Την προσπάθεια των Φράγκων να θάψουν την Ορθόδοξη Παράδοση, που ήταν να χειροτονούνται επίσκοποι πιστοί, που προηγουμένως έχουν φτάσει στη «θέωση», ή , τουλάχιστο, στο «φωτισμό», συνέχισαν στις αρχές του 20 ου αιώνα, οι μασόνοι Μελέτιος Μεταξάκης και Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, που άλλαξαν το Παληό Ημερολόγιο. Το Παληό ημερολόγιο ήταν φραγμός, που προστάτευε την Εκκλησία από τις αιρέσεις και προπαντός τον «παπισμό».Ο Συμεών Θεσσαλονίκης, λέει ότι ο παπισμός προκάλεσε στην Εκκλησία μεγαλύτερη ζημία, από όση προκάλεσαν όλες μαζί οι αιρέσεις και τα σχίσματα.

γ. Την κατεδάφιση της Ορθόδοξης Παράδοσης από τον Μελέτιο Μεταξάκη επισημαίνει και ο π. Ιω. Ρωμανίδης, ο οποίος γράφει: «το έργο αυτό ανέλαβε να φέρει εις πέρας ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης, ο οποίος φαίνεται ότι ήταν μεγάλος μασόνος». Εναντίον αυτού του «φραγκέματος», όσοι αρνήθηκαν την «κοινωνία» με τους επισκόπους του Μελέτιου Μεταξάκη και Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου. «Όσοι διδάσκουν και παραδίδουν διαφορετικά, λέει πολύ ορθά ο καθηγητής π. Θεόδωρος Ζήσης, από αυτά που εδίδαξε και παρέδωσε ο Χριστός στους Απόστολους και δι’ αυτών στην Εκκλησία είναι ψευδοπροφήτες, ψευδοδιδάσκαλοι και ψευδοποιμένες, οι οποίοι αναβαίνουν και εισέρχονται αλλαχόθεν εις την μάνδραν και κατασπαράσσουν τα πρόβατα. Αυτοί, ευρίσκονται εκτός της Εκκλησίας. Δεν πρέπει να ακούμε τη διδασκαλία τους και να τους ακολουθούμε».

δ. Γι’ αυτό, λένε, όσοι έμειναν πιστοί στο Παληό ημερολόγιο, ότι δεν δέχονται μέχρι σήμερα να αποτελούν μέλη της Εκκλησίας αυτών που άλλαξαν το ημερολόγιο, δηλ. του Μελέτιου Μεταξάκη και του Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου. Αλλά, ούτε της Εκκλησίας των αιρετικών Πατριαρχών, όπως του Αθηναγόρα, την «κοινωνία» με τον οποίον είχαν παύσει το 1970 και Νεοημερολογίτες ακόμα επίσκοποι, όπως ο Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος, ο Φλωρίνης Αυγουστίνος και ο Παραμυθιάς Παύλος! Πιστεύουν, όσοι τηρούν το Παληό ημερολόγιο, πως αν αποτελέσουν μέλη της Εκκλησίας των αιρετικών ποιμένων, θα παύσουν να αποτελούν μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, της Μιας αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, που είναι μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία. Και γι’ αυτό συνεχίζουν ν’ αποτελούν μέλη της Εκκλησίας, που ανήκαν και πριν αλλάξει το ημερολόγιο το 1924.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου