Λόγος εγκωμιαστικός εις τον Άγιον Ιανουάριον.

«Ομοία γαρ εστιν η Βασιλεία των ουρανών ανθρώπω οικοδεσπότη, όστις εξήλθεν άμα πρωϊ μισθώσασθαι εργάτας εις τον αμπελώνα αυτού» (Ματθ. κ:1).                           

Πολλοί υπήρξαν οι εργάται του Αμπελώνος του μυστικού, αναρίθμητοι οι υπουργοί του σημερινού ευαγγελικού Οικοδεσπότου, οίτινες ακούοντες την συμφωνίαν, ακούοντες την αντιμισθίαν, έτρεξαν με μεγάλην προθυμίαν, από της πρώτης ώρας έως της ενδεκάτης και ειργάσθησαν πιστότατα έως της δωδεκάτης. Έτρεξαν οι του Χριστού δώδεκα θείοι Απόστολοι, έτρεξαν οι Εβδομήκοντα, έτρεξαν οι Μάρτυρες, έτρεξαν οι Όσιοι, έτρεξαν οι Δίκαιοι, έτρεξαν ακόμη και πόρνοι και αμαρτωλοί και όσοι έτρεξαν, όσοι έδραμον εις τον μυστικόν Αμπελώνα, εις την Πίστιν δηλαδή, την αληθινήν ομολογίαν, όλοι έλαβον το δηνάριον, τον στέφανον τον αμάραντον, όλοι έλαβον την αντιμισθίαν, την ουράνιον και θείαν Βασιλείαν. Μεταξύ λοιπόν όλων εκείνων, οίτινες έσπευσαν εις τον Αμπελώνα του Χριστού, Χριστιανοί μου ευσεβείς, εις υπήρξε και ο σήμερον εορταζόμενος ένδοξος Ιερομάρτυς Ιανουάριος, δια τον οποίον προσέξατε να ακούσετε πόσον ειργάσθη εν τω μυστικώ Αμπελώνι του Κυρίου, πόσον εκοπίασε δια το Ευαγγέλιον του Χριστού, πόσον ηγωνίσθη υπέρ της ευσεβείας.

Εκάλεσεν ο Χριστός τον ένδοξον τούτον Ιανουάριον από της πρώτης ώρας αφ’ ης εκάλεσε και τους Αγίους Αυτού μαθητάς και Αποστόλους, με το μέσον τούτων των Αγίων Αυτού μαθητών, τους οποίους απέστειλεν ο Χριστός, λέγων· «Πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα, κηρύξατε το Ευαγγέλιον πάση τη κτίσει· ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται» (Μάρκ. ιστ: 15 – 16). Τότε λοιπόν, διασπαρέντες οι θείοι Απόστολοι εις όλον τον κόσμον καθώς και άλλους πολλούς εσαγήνευσαν εις την Πίστιν του Χριστού, ούτω και τον ένδοξον τούτον Ιανουάριον, όχι μόνον εσαγήνευσαν εις την του Χριστού Πίστιν, αλλά ιδόντες αυτόν ότι είναι κατοικητήριον του Αγίου Πνεύματος, τον εχειροτόνησαν και Ποιμένα του μυστικού Αμπελώνος, της Ιεράς δηλαδή Εκκλησίας της Καμπανίας, παραδώσαντες εις αυτόν την ποιμαντικήν εξουσίαν ολοκλήρου της ευδαίμονος ταύτης επαρχίας. Ούτος δε ο Άγιος Ιανουάριος, ως άξιος εργάτης, ειργάζετο εις τον Αμπελώνα τον μυστικόν του Κυρίου, ως πιστός υπηρέτης υπηρέτει το έργον το πνευματικόν και ως φρόνιμος οικονόμος εφρόντιζε δια την σωτηρίαν των ψυχών του λογικού του ποιμνίου. Με όλον δε εκείνον τον κατά Θεόν ζήλον εκήρυττε παρρησία εις όλους, πιστούς και απίστους, την αλήθειαν· και τους μεν πιστούς εσταθεροποίει εις την Πίστιν, τους δε απίστους καθωδήγει και παρεκίνει να πιστεύσουν εις τον όντως όντα Θεόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Πολλοί τότε των εθνικών, ακούοντες την διδασκαλίαν του Αγίου, επίστευον καθ’ εκάστην και εβαπτίζοντο και από προσκυνηταί των ειδώλων εγίνοντο προσκυνηταί του αληθινού Θεού. Τόσον ώστε, ένεκα της πολλής του παρρησίας, ένεκα της πιστής του εργασίας, ηπλώθη η φήμη τού ονόματός του πανταχού, ώστε έφθασε και μέχρι των ώτων και αυτού του ασεβεστάτου Διοκλητιανού. Ευθύς δε ως εκείνος ήκουσε τα περί αυτού, γράφει προς τον άρχοντα της Καμπανίας Τιμόθεον να εξετάση περί του Αγίου και εάν αληθεύωσι τα λεγόμενα, να του τον στείλη σιδηροδέσμιον, ίνα ανακρίνη αυτόν αμέσως. Εξετάσας λοιπόν ο άρχων του σκότους έμαθε την αλήθειαν, αλλ’ ως σκοτεινός δεν εγνώρισε το φως. Όθεν αποστέλλει τον Άγιον, μετά της καλής του συνοδίας εις την καλήν της Πίστεως ομολογίαν. Ευθύς δε ως έφθασεν ο ένδοξος Ιανουάριος εις Ποτιόλους, παρουσιάσθη προ του βασιλέως και εκεί με πολλήν ελευθερίαν εκήρυττε παρρησία την αλήθειαν, ομολογών τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, κτίστην και δημιουργόν του παντός. Ο δε παράνομος βασιλεύς εδοκίμασε με όλους τους τρόπους να καταπτοήση τον Άγιον και να τον αναγκάση να επιστρέψη εις τας παρανόμους βουλάς του, άλλοτε με υποσχέσεις και κολακείας και άλλοτε με απειλάς και τεχνάσματα. Αλλ’ ο Μάρτυς του Χριστού μάλλον υπέρ της αληθείας εκραταιούτο και περισσότερον υπέρ της ευσεβείας ηγωνίζετο, λέγων, ότι ήτο έτοιμος και σώμα και ψυχήν να θυσιάση δια τα ουράνια εκείνα αγαθά, τα οποία μέλλει να απολαύση. Δια τούτο και ο τύραννος εγκατέλειψε τας κολακείας και ήρχισε τας τιμωρίας. Προστάσσει λοιπόν να τανύσουν εις την γην τον Άγιον και να τον κτυπώσι δυνατά και άνευ ελέους. Τούτου δε γενομένου, η μεν γη όλη εκείνη εκοκκίνισεν από το τίμιον αίμα του, ο δε Άγιος ευφραινόμενος έχαιρε, διότι έπασχε δια την αγάπην του Χριστού. Ενώ δε οι παρεστώτες εθαύμαζον την υπομονήν του Αγίου, ο τύραννος εδυσφόρει και έλεγε πολλάς κατά της αληθείας και του Αγίου βλασφημίας. Κατόπιν, αφού πλέον δεν ηδύνατο ούτε να μετακινηθή καν από τας πληγάς, επρόσταξε να τον ανεγείρουν εκείθεν και να τον ρίψουν εντός σκοτεινοτάτης φυλακής εντελώς μόνον. Αφού δε τούτο εγένετο, μεθ’ ημέρας τινάς πάλιν εξήγαγον τον Άγιον προς εξέτασιν, ότε, ιδόντες ότι ο Άγιος ήτο στερεώτερος και προθυμότερος εις την Πίστιν του Χριστού, κατεδίκασαν τούτον να τον φάγωσι τα θηρία. Εξαπολύσαντες δε ταύτα κατ’ αυτού, εκείνα, ως επλησίασαν τον Άγιον, όχι μόνον δεν τον έβλαψαν ουδέ κατ’ ελάχιστον, αλλά τον προσεκύνησαν ευλαβώς και τον παρετήρουν ιλαρώς ως ποτε εν τω λάκκω τον Προφήτην Δανιήλ. Ο δε των θηρίων αγριώτερος τύραννος έτι μάλλον απεθηριούτο και κατά της αληθείας εσκληρύνετο, εξαγριούμενος κατά του Αγίου. Προστάσσει λοιπόν να ανάψουν κάμινον μεγάλην και αφού την πυρακτώσουν να ρίψουν εντός αυτής τον Άγιον ίνα κατακαή. Τούτο ακούσας ο Άγιος έχαιρε, διότι έμελλε να εξομοιωθή προς τους Τρεις Αγίους Παίδας. Ως δε έρριψαν τον Άγιον εντός της καμίνου δεδεμένον, η φλοξ ουδόλως τον ήγγισεν, αλλ’ ίστατο εν μέσω της καιομένης εκείνης καμίνου ως εν μέσω του Θυσιαστηρίου και μετ’ ευφροσύνης έψαλλε την ωδήν των Τριών Παίδων, λέγων· «Ευλογητός ει, Κύριε, ο Θεός των Πατέρων ημών και αινετός και υπερυψούμενος εις τους αιώνας» (Δαν. γ΄ Προσ. 28). Τούτο το παράδοξον θαύμα εξέπληξεν άπαντας, πολλοί δε από τους απίστους εκείνους εφώναζον· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών». Ταύτας τας φωνάς ακούσας ο τύραννος, αντιληφθείς δε και την συνδρομήν και την συμπάθειαν του λαού, εξέδωκε κατά του Αγίου την δια ξίφους απόφασιν, την οποίαν, μετά χαράς ακούσας ο Άγιος, έτρεχε μετ’ ευφροσύνης πολλής και αγαλλιάσεως εις τον τόπον της τελειώσεως. Ενώ δε επορεύετο, προσηύχετο υπέρ της σωτηρίας του λαού. Έπειτα κλίνας την κεφαλήν απετμήθη, καταλιπών το μαρτυρικώτατον αυτού Λείψανον εις τους πιστούς, ως δώρον πολύτιμον. Η δε μακαρία αυτού ψυχή ανήλθεν εις τους ουρανούς, στεφανωμένη με τον αμάραντον στέφανόν της αιωνίου δόξης και συνοδευομένη από όλα τα πλήθη των Αγγέλων και των Αγίων, εις τα οποία προσετέθη και ο ισάγγελος προς τους Αγγέλους, ο ισαπόστολος προς τους Αποστόλους, ο Μάρτυς προς τους Μάρτυρας, ο Όσιος προς τους Οσίους και προς τους Δικαίους ο Δίκαιος. Τώρα δε ζη εν ουρανοίς, απολαμβάνων τον μισθόν των καμάτων του, διότι κατά τον σοφόν Σολομώντα· «Δίκαιοι εις τον αιώνα ζώσι και εν Κυρίω ο μισθός αυτών» (Σοφ. Σολ. ε:16). Τούτο είναι το Μαρτύριον του Αγίου ενδόξου Ιερομάρτυρος Ιανουαρίου, αδελφοί Χριστιανοί. Αυτά είναι τα πολύαθλα αυτού τρόπαια, τα οποία έστησε κατά του πονηρού Βελίαρ και άτινα εν συντομία διηγήθημεν εξ ευλαβείας προς τον Άγιον και προς υμετέραν χάριν. Αλλά και από τα θαυμάσια τα οποία εις δόξαν αυτού ετέλεσε και τελεί ο Παντοδύναμος Θεός μέχρι της σήμερον, πρέπει να αναφέρωμεν ολίγα, ίνα ίδητε ότι ούτω δοξάζει ο Θεός τους Αυτόν δοξάζοντας· και ακούσατε. Αναγράφεται εις τον Βίον του, ότι κατ’ εκείνον τον καιρόν, ότε έπαυσεν ο διωγμός και έλαμψεν ο Χριστιανισμός, έζη γυνή τις χήρα, ευλαβής, Μαξιμίνα ονόματι, της οποίας ο μονογενής υιός ησθένησε και απέθανεν. Έκλαιεν η πτωχή χήρα τον υιόν της, έκλαιε την δυστυχίαν της, έκλαιε την συμφοράν της και παρηγορίαν δεν είχεν εις την θλίψιν της. Τέλος ήγειραν τον νεκρόν και τον μετέφερον, κατά την συνήθειαν, εις την Εκκλησίαν, ίνα τον ψάλουν και τον ενταφιάσουν. Εκεί βλέπει τότε η τεθλιμμένη μήτηρ Μαξιμίνα άνωθεν της πύλης της Εκκλησίας την εικόνα του Αγίου Ιανουαρίου εις ύφασμα εζωγραφημένην. Νεύσει δε Θεού εσκέφθη εκείνο το οποίον έπραξεν ο Προφήτης Ελισσαίος, όταν ανέστησε τον υιόν της Σωμανίτιδος. Ευθύς τότε λαμβάνει με πολλήν πίστιν την ιεράν Εικόνα εκείνην και την θέτει επάνω εις το νεκρόν σώμα του υιού της πρόσωπον με πρόσωπον, στόμα με στόμα, οφθαλμούς με οφθαλμούς, μέτωπον με μέτωπον και χύνουσα άφθονα δάκρυα παρεκάλει τον Άγιον Ιανουάριον, ούτω λέγουσα· «Λυπήσου με, Άγιε του Θεού, την τάλαιναν και ανάστησον τον υιόν μου, ως ανέστησεν ο Προφήτης Ελισσαίος τον υιόν της Σωμανίτιδος». Και ιδού· ο των θαυμασίων Θεός, δια να δοξάση τον Εαυτού θεράποντα, επήκουσε της δεήσεως της χήρας και παρουσίασεν ευθύς αοράτως ο Άγιος τον παίδα ζώντα. Ανεστήθη, Χριστιανοί μου, ο υιός της χήρας και πόσην χαράν νομίζετε ότι έλαβεν αύτη, πόσην δε έκπληξιν οι παρεστώτες; Όλοι εχάρησαν, όλοι εδόξαζον τον Θεόν και τον Άγιον Ιανουάριον, περισσότερον δε πάντων η χήρα Μαξιμίνα, ήτις χαίρουσα παρέλαβε και ωδήγησεν εις τον οίκον της τον υιόν της, χαίροντα και ζώντα. Τι μεγαλύτερον εκείνο του Προφήτου Ελισσαίου, από τούτο του Ιανουαρίου το θαύμα; Μάλιστα ημπορούμεν να είπωμεν, ότι μεγαλύτερον θαύμα είναι τούτο από εκείνο, επειδή εκεί ήτο αυτός ο ίδιος ο Προφήτης σωματικώς, όστις έπεσεν επάνω εις τον νεκρόν, αλλ’ εδώ ήτο ο τύπος μόνον του Αγίου, η Εικών του εζωγραφημένη εις τεμάχιον υφάσματος και ταύτην έθεσεν η χήρα επάνω εις τον υιόν της και ανεστήθη. Δεν είναι τούτο μεγαλύτερον θαύμα από εκείνο; Αλλ’ ούτως οίδε δοξάζειν ο Θεός τους Αυτόν δοξάζοντας. Αρχαία παράδοσις αναφέρει, ότι κατά τον καιρόν κατά τον οποίον ωδήγουν τον Άγιον εις το Μαρτύριον, ώρμησεν ο λαός της Νεαπόλεως να τον αρπάση από τας χείρας των δημίων, ίνα τον διασώση από την σκληρότητα των βασάνων. Αλλ’ ο Άγιος τους ημπόδισεν, ειπών· «Άφετε, τέκνα μου, να τελειώσω τον καλόν αγώνα του Μαρτυρίου μου και εγώ σας υπόσχομαι ότι θα είμαι προστάτης σας πάντοτε». Βλέπετε δε πως εφύλαξε την υπόσχεσίν του ο ευλογημένος. Διότι καθώς ο Κύριος είναι πιστός εις πάντας τους λόγους Αυτού, ούτω και οι Άγιοι του Θεού είναι πιστοί φύλακες των λόγων των. Όθεν, από τον καιρόν εκείνον και μέχρι της σήμερον, ο ένδοξος Ιερομάρτυς του Χριστού Ιανουάριος εφύλαξε και φυλάττει την Νεάπολιν από πολλά και μεγάλα κακά, ως το ομολογούσι και το κηρύττουσιν όλοι οι Νεαπολίται. Ούτω, προ χρόνων, πείνα μεγάλη εξέσπασεν εις αυτήν. Αλλ’ όπου εμφανισθή πείνα, εξ ανάγκης ακολουθούν και επιδημίαι και όπου ακολουθήσουν επιδημίαι, ακολουθεί και θάνατος. Ποίος επρόφθασεν εις εκείνην την ανάγκην; Ποίος έφερε τα πλοία φορτωμένα με σίτον και άλλα χρειώδη; Η πρεσβεία βεβαίως και η βοήθεια του ενδόξου τούτου Αγίου Ιερομάρτυρος Ιανουαρίου. Εξερράγη έξαφνα το ηφαίστειον Βεζούβιος και εξέχεε λάβαν, σίδηρον τηκτόν (λειωμένον) και φλόγας τεραστίας και φοβεράς, όλα δε ταύτα διεχύθησαν εις πολλούς ρύακας και ποταμούς και ηπείλουν να κατακαύσουν όχι μόνον την γην και τα φυτά, αλλά και αυτήν την θάλασσαν. Τόσον δε τρομεραί ήσαν αι φλόγες, ώστε ενόμιζε κανείς ότι ήσαν εχθρός τις φοβερώτατος, όστις έτρεχε να κατακαύση και να αφανίση τον κόσμον. Μέγας λοιπόν και πολύς ήτο ο φόβος και ο κίνδυνος, διότι παρ’ ολίγον η Νεάπολις να καταστραφή τελείως. Δεν ήσαν δε μόνον αι υπερβολικαί φλόγες όπου εφόβιζον τους πάντας, αλλά και αι τρομεραί βρονταί, οι μεγάλοι και δυνατοί λίθοι, οίτινες εξεσφενδονίζοντο και η λεπτή πεπυρακτωμένη κόνις, η οποία έπιπτεν ως βροχή εις όλην την Νεάπολιν. Ταύτα τα φοβερά και παράδοξα σημεία εις ποίον δεν ενεποίησαν τρόμον; Ποία καρδία δεν εφοβήθη; Όλος δε ο λαός που προσέδραμεν; Εις τον έτοιμον προστάτην και βοηθόν, τον ένδοξονΙανουάριον. Άπαντες, συν γυναιξί και τέκνοις, έτρεξαν ασκεπείς, ανυπόδητοι και μετά θερμών δακρύων και πίστεως παρέλαβον το άγιον Λείψανον παμπληθεί και εξήλθον λιτανεύοντες και παρακαλούντες την χάριν του, όπως προφθάση και τους σώση εκ του φοβερού εκείνου κινδύνου. Καθώς δε έφθασαν εις την γέφυραν, ήτις ονομάζεται Πόντε Μανταλένα, κατέναντι του όρους, ω φοβερού και παραδόξου θαύματος! ως να επροστάχθη το όρος υπό θείας δυνάμεως να μη βροντολογά και αι φλόγες να σταματήσουν, ούτω έπαυσαν αι βρονταί και εσταμάτησαν αι φλόγες και η λάβα εκεί όπου ευρέθη. Δια τούτου λοιπόν του τρόπου εσώθη η Νεάπολις από τον επικείμενον εκείνον μέγιστον κίνδυνον, χάριτι και βοηθεία του αντιλήπτορος αυτής Αγίου Ιερομάρτυρος Ιανουαρίου του Θαυματουργού. Όχι δε μόνον τότε, αλλά και τώρα και πάντοτε και καθ’ εκάστην δεν ελλείπουσιν αι θαυματουργίαι του και αι πολλαί και μεγάλαι ευεργεσίαι του εις όλους γενικώς, μικρούς και μεγάλους, διότι δεν υπήρξε κανείς όστις να επεκαλέσθη τον Άγιον μετά πίστεως και να μη λάβη την χάριν και την βοήθειάν του. Ακόμη δε εν θέλω να ακούσετε, ίνα παύσω διηγούμενος. Διότι το να θελήση τις να διηγηθή λεπτομερώς τα θαύματα του Αγίου τούτου είναι το ίδιον, ως να θελήση να μετρήση την άμμον της θαλάσσης. Ποίον είναι τούτο; Η μεγάλη αυτάρκεια των παντοειδών τροφίμων, τα οποία ευρίσκονται καθ’ όλας τας εποχάς εις την Νεάπολιν και δύο και τρεις φοράς σχεδόν την ημέραν γεμίζουσι τα καταστήματα και τα προαύλιά των από όλα τα πράγματα, τα οποία αν και εξοδεύονται, πάλιν ευρίσκονται εν αφθονία. Εις τρόπον ώστε, οίαν δήποτε ώραν ζητήσης ό,τι πράγμα θελήσης, το ευρίσκεις, εις καιρόν ότε έξω εις τα περίχωρα ή δεν το ευρίσκεις ή και αν το εύρης είναι πανάκριβον. Όλα λοιπόν τα αγαθά ευρίσκονται εντός της Νεαπόλεως και όλα πλουσιοπαρόχως. Τίνος έργον είναι τούτο; Της βοηθείας βεβαίως και αντιλήψεως του Αγίου, της προμηθείας και της ευλογίας του, διότι, ως πιστός πρέσβυς και φύλαξ άγρυπνος, προστατεύει πάντοτε την Νεάπολιν και τους Νεαπολίτας. Πως λοιπόν να μη ευλαβούμεθα τοιούτον θαυματουργόν Άγιον; Πως να μη τον τιμώμεν; Πως να μη τον δοξολογούμεν και, κατά το δυνατόν, να μη τον ευχαριστούμεν; Πρέπον είναι και δίκαιον, ως Άγιον παλαιόν και ως Άγιον θαυματουργόν, να τον εορτάζουσι και οι εν Νεαπόλει ευρισκόμενοι Έλληνες κατ’ έτος, καθώς τον εορτάζουσι και οι Νεαπολίται, εφ’ όσον μάλιστα κατά την παρούσαν ημέραν ευρίσκεται η μνήμη του γεγραμμένη εις τα Μηναία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και δια τούτο, κατά την αρχαίαν εκκλησιαστικήν παράδοσιν, επιτελούμεν την μνήμην του σήμερον με ύμνους, ωδάς και τροπάρια αρμόζοντα, τα οποία ετυπώθησαν ίνα ευρίσκωνται, ώστε οι επιθυμούντες να εορτάζωσι την μνήμην του Αγίου, αναγινώσκοντες ταύτα να έχωσιν αυτόν βοηθόν και προστάτην ψυχή τε και σώματι. Αλλ’ ω θαυματουργέ ένδοξε Ιερομάρτυς Ιανουάριε, παρακαλούμεν σε οι δούλοι σου οι ταπεινοί, να δεχθής ταύτην ημών την προσφοράν, ταύτην ημών την δοξολογίαν, ταύτην ημών την κατά δύναμιν ευχαριστίαν. Επάκουσον της δεήσεως ημών των ταπεινών και δος ημίν την χάριν σου ένωθεν και την βοήθειάν σου. Ανάστησον και ημάς πεπτωκότας τη αμαρτία, καθώς ανέστησας τον υιόν της Μαξιμίνας. Διαφύλαξον και ημάς από τας επερχομένας εχθρικάς προσβολάς, ως διεφύλαξας και διαρκώς φυλάττεις την πόλιν ταύτην από όλας τας κατεπειγούσας επιβουλάς. Δος και ημίν πλούσια τα ελέη σου, ως έδωκας και διαρκώς παρέχεις πλουσιοπάροχον την ευλογίαν σου εις την πόλιν σου ταύτην, την οποίαν παρακαλούμεν να διαφυλάξης και εις το εξής, καθώς την εφύλαξας μέχρι του νυν. Λάλησον αγαθά εις την καρδίαν ημών των ταπεινών. Αξίωσον δε ημάς άπαντας, δι’ έργων αγαθών, να τύχωμεν της Βασιλείας των ουρανών εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω πρέπει δόξα, κράτος και μεγαλοπρέπεια, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου