ΟΜΙΛΙΑ

Διατί άραγε εις την περιγραφήν της φοβεράς ημέρας της Κρίσεως ουδέ ένα λόγον είπεν ο Κριτής ουδέ περί δικαιοσύνης, ουδέ περί σωφροσύνης, ουδέ περί ταπεινώσεως, ουδέ περί άλλης τινός αρετής, αλλά παραστήσας όλην την κρίσιν αυτού γινομένην περί ελεημοσύνης, τους μεν ελεήμονας ευλόγησε και εδόξασε, τους δε ενελεήμονας κατηράσατο και επαίδευσε; Λοιπόν, λέγεις, μόνη η αρετή της ελεημοσύνης σώζει τον άνθρωπον, καν γυμνός υπάρχει των άλλων αρετών, ουδέ οι ασελγείς, ουδέ οι υπερήφανοι, αλλά μόνοι οι ανελεήμονες κολάζονται; Ναι αληθώς· αλλ’ άραγε συλλογίζεται ορθά; Εάν τις εισέλθη εις παράδεισον πλήρη παντοδαπών καρποφόρων  δένδρων, μη ιδών δε, μηδέ περιεργασθείς πάντα τα μέρη αυτού, αλλά, προσηλώσας τα όμματα εις εν μόνον μέρος, και ιδών εκεί μηλέας, συμπεράνη ότι μήλα μόνον έχει εκείνος ο παράδεισος, ορθόν άραγε είναι το συμπέρασμα αυτού;

Άραγε λέγει την αλήθειαν, λέγων και επιβεβαιών ότι μόνον μήλα ευρίσκεις εις εκείνον τον παράδεισον; Ουχί· εάν αυτός έστρεφε τα όμματα αυτού πανταχού, και περιειργάζετο πάντα τα μέρη του παραδείσου και έβλεπε πάντα τα εν αυτώ δένδρα, τότε μόνον εδύνατο να είπη τι περιέχει εκείνος ο παράδεισος. Τούτο αυτό συμβαίνει και εις εκείνον, όστις λαβών εις χείρας την Αγίαν Γραφήν, καταλιπών πάντα τα λοιπά, όσα είναι εν αυτή γεγραμμένα, αναγινώσκει εν μόνον κόμμα, εκ τούτου δε μόνον συμπεραίνει τι διδάσκει όλη η θεία Γραφή· αυτός σφάλλει αναμφιβόλως, ενίοτε πίπτει και εις αιρέσεις και παραλογισμούς. Όλη η Αγία Γραφή συγκροτεί εν και μόνον σώμα, εν δε μέρος του σώματος δεν είναι το όλον σώμα. Όθεν, όστις κόπτει αυτήν και διαιρεί, έπειτα εξ ενός μόνου κόμματος συμπεραίνει τι διαλαμβάνει το όλον, ουδέποτε συλλογίζεται ορθώς. Άνθρωπε, εάν θέλης να κατανοήσης της Ορθοδόξου Πίστεως τα δόγματα, και την αληθινήν βουλήν και απόφασιν του Θεού, ανάγνωσε πρώτον όλην την θείαν Γραφήν, έπειτα προσήλωσον τον νουν σου εις έκαστον μέρος αυτής, συμβίβασον δε μετ’ αλλήλων πάντα τα μέρη, όσα διαλαμβάνουσι περί της αυτής υποθέσεως, και τότε βλέπεις ότι το εν μέρος εξηγεί το άλλο, τότε δε ευρίσκεις τον πολύτιμον της αληθείας μαργαρίτην, και νοείς εννοίας ορθάς, και κηρύττεις αληθείας σωτηριώδεις. Αληθώς η σήμερον αναγνωσθείσα Ευαγγελική περικοπή περιγράφει την Δευτέραν του Κυρίου Παρουσίαν, και το αδέκαστον αυτού κριτήριον και την περί των Δικαίων και αμαρτωλών απόφασιν, αλλά τούτο είναι εν μόνον μέρος της θείας Γραφής· είναι δε και άλλα πολλά μέρη αυτής, περί της αυτής υποθέσεως διαλαμβάνοντα. Πρέπον λοιπόν είναι ίνα ακούσωμεν τι και αυτά λέγουσι και ούτω μάθωμεν όλην του Θεού την βουλήν και την αλήθειαν. Πριν ή διηγηθή ο Θεάνθρωπος όσα σήμερον ανέγνωμεν, είπε προς τοις άλλοις και ταύτα· «Εισελθών δε ο Βασιλεύς θεάσασθαι τους ανακειμένους, είδεν εκεί άνθρωπον ουκ ενδεδυμένον ένδυμα γάμου» (Ματθ. κβ: 11), και οι μεν φορούντες το του γάμου ένδυμα απήλαυσαν πάντες της του Βασιλέως τραπέζης, τον δε γυμνόν του γαμηλίου ενδύματος πρώτον μεν ήλεγξεν ο Βασιλεύς, έπειτα οι υπηρέται αυτού, δήσαντες αυτού πόδας και χείρας, εξέβαλον «εις το σκότος το εξώτερον», όπου «ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων». Βλέπε νυν το παράλληλον τούτων των δύο διηγήσεων· εις το πρώτον ο Βασιλεύς εισέρχεται, ίνα θεωρήση, εις το δεύτερον ο Υιός του ανθρώπου έρχεται εν δόξη, ίνα κρίνη  εις το πρώτον προσκαλούνται πάντες οι άνθρωποι, εις το δεύτερον παρίστανται πάντα τα έθνη· εις εκείνο ονομάζει τους υπηρέτας αυτού διακόνους, εις τούτο καλεί αυτούς αγγέλους· εις εκείνο οι ενδεδυμένοι το ένδυμα του γάμου είναι οι Δίκαιοι, και οι γυμνοί τούτου του ενδύματος είναι οι αμαρτωλοί· εις τούτο τα μεν πρόβατα σημαίνουσι τους Δικαίους, τα δε ερίφια τους αμαρτωλούς· εις εκείνο τράπεζα βασιλική δια τους Δικαίους, και δεσμά και σκότος εξώτερον δια τους αμαρτωλούς· εις τούτο δια τους Δικαίους ζωή αιώνιος, δια τους αμαρτωλούς κόλασις αιώνιος. Εκ τούτων φανερόν είναι ότι δια των δύο τούτων διηγήσεων μίαν και την αυτήν υπόθεσιν, ήτοι την υπόθεσιν της παγκοσμίου κρίσεως δια διαφόρων ονομάτων περιέγραψεν ο Θεάνθρωπος και εις μεν την πρώτην διήγησιν δοξάζει τους ενδεδυμένους το ένδυμα του γάμου και κολάζει τους γυμνούς τούτου του ενδύματος, εις δε την δευτέραν παρέστησε τους μεν ελεήμονας δοξασθέντας, τους δε ανελεήμονας καταδικασθέντας. Το ένδυμα του γάμου και η ελεημοσύνη είναι δύο χαρακτήρες των Δικαίων, πλην ο μεν, ήτοι το ένδυμα του γάμου, είναι ο ολομερής και ολόκληρος χαρακτήρ, καθότι σημαίνει πάσας τας αρετάς, ο δε, ήτοι η ελεημοσύνη, είναι χαρακτήρ μονομερής και μερικός, επειδή παρίστησι μόνην της ευσπλαγχνίας την αρετήν. Όθεν πρώτον ο Θεάνθρωπος δια της πρώτης αυτού διηγήσεως εφανέρωσεν ότι ο ολομερής χαρακτήρ των σωζομένων είναι το ένδυμα του γάμου, των δε κολαζομένων η γύμνωσις τούτου του ενδύματος· έπειτα δια της δευτέρας διηγήσεως, περιγράψας λεπτομερέστερον εν μόνον μέρος του ολοκλήρου χαρακτήρος, το αναγκαιότερον και ωφελιμώτερον, ήτοι την ελεημοσύνην, τους μεν ελεήμονας εδόξασε, τους δε ανελεήμονας κατέκρινεν. Ότι δε το ένδυμα του γάμου δηλοποιεί πάσας τας αρετάς, μαρτυρεί ο θεηγόρος Παύλος, λέγων ότι το ένδυμα των σωζομένων είναι ο Χριστός. «Όσοι», λέγει, «εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε» (Γαλ. γ: 27) και αλλαχού: «ενδύσασθε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν και της σαρκός πρόνοιαν μη ποιείσθε εις επιθυμίας» (Ρωμ. ιγ: 14). Κατά τίνα δε άλλον τρόπον ενδυόμεθα τον Ιησούν Χριστόν, ειμή ζώντες και πολιτευόμενοι ως αυτός ο Χριστός, το οποίον σημαίνει, πράττοντες πάσας τας αρετάς; Ιδού δε πως αι περί της αυτής υποθέσεως δύο διηγήσεις, παραβαλλόμεναι και συμβιβαζόμεναι, φανερούσιν όλον τον σκοπόν και την βουλήν του Θεού. Εάν ερευνήσης και άλλους ομοίους του Ευαγγελίου τόπους, βλέπεις τον οφειλέτην των μυρίων ταλάντων καταδικαζόμενον εις την ημέραν της κρίσεως (Ματθ. ιη: 23), φανερόν δε είναι ότι των μυρίων ταλάντων το χρέος σημαίνει όχι μόνην την ασπλαγχνίαν, αλλά το πολύ πλήθος των αμαρτημάτων. Βλέπεις δοξαζόμενον τον κερδήσαντα τα πέντε, ωσαύτως και τον κερδήσαντα τα δύο τάλαντα, καταδικαζόμενον δε τον κρύψαντα το εν τάλαντον και μηδέν κερδήσαντα. Τι δε άλλο δηλούσι τα δύο και τα πέντε τάλαντα, άπερ εκέρδησαν, ειμή τα διάφορα των αρετών κατορθώματα; Τι άλλο σημαίνει η ακαρπία του ενός ταλάντου, ειμή την τελείαν στέρησιν πάσης αρετής; Θέλεις και άλλην εξήγησιν των σήμερον αναγνωσθέντων ευαγγελικών λόγων; Ανάγνωθι τα αποστολικά λόγια. Εις τον επιστήθιον Ιωάννην βλέπεις τους παρθένους δια την αρετήν της παρθενίας ενδόξως παρισταμένους ενώπιον του θρόνου της μεγαλωσύνης και ως απαρχήν του γένους των ανθρώπων υπερυψουμένους· «ούτοι εισιν, οι μετά γυναικών ουκ εμολύνθησαν· παρθένοι γαρ εισιν· ούτοι εισιν οι ακολουθούντες τω αρνίω, όπου αν υπάγη· ούτοι ηγοράσθησαν από των ανθρώπων απαρχή τω Θεώ και τω αρνίω· και ουχ ευρέθη ψεύδος εν τω στόματι αυτών· άμωμοι γαρ εισιν» (Αποκ. ιδ: 1 – 5). Εις τον αυτόν επιστήθιον βλέπεις αμαρτωλούς, οίτινες δια πολυειδείς αμαρτίας κατεδικάσθησαν εις το πυρ· «τοις δε δειλοίς και απίστοις και εβδελυγμένοις και φονεύσι και πόρνοις και φαρμακοίς και ειδωλολάτραις και πάσι τοις ψευδέσι το μέρος αυτών εν τη λίμνη τη καιομένη εν πυρί και θείω, ο έστιν ο θάνατος ο δεύτερος» (Αποκ. κα: 8). Εκ δε του Παύλου μανθάνεις τα είδη των αμαρτημάτων, των κλειόντων την Βασιλείαν του Θεού· «ή ουκ οίδατε», λέγει ο θεηγόρος διδάσκαλος, «ότι άδικοι Βασιλείαν Θεού ου κληρονομούσι; Μη πλανάσθε· ούτε πόρνοι, ούτε ειδωλολάτραι, ούτε μοιχοί, ούτε μαλακοί, ούτε αρσενοκοίται, ούτε πλειονέκται, ούτε κλέπται, ούτε μέθυσοι, ου λοίδοροι, ουχ άρπαγες Βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσιν» (Α΄ Κορ. στ: 9 – 10). Έχομεν και τα προφητικά λόγια, περιγράφοντα το φρικτόν του Θεού κριτήριον και τα ανεωγμένα των έργων ημών βιβλία· «κριτήριον εκάθισε», λέγει ο Προφήτης Δανιήλ, «και βίβλοι ηνεώχθησαν» (Δαν. ζ: 10). Εις αυτά δε τα βιβλία είναι γεγραμμένα όχι μόνον τα έργα, αλλά και τα λόγια· «λέγω δε υμίν», είπεν ο Κύριος, «ότι παν ρήμα αργόν, ο εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι, αποδώσουσι περί αυτού λόγον εν ημέρα κρίσεως» (Ματθ. ιβ: 36), έτι δε και οι λογισμοί του νοός και αι ενθυμήσεις της καρδίας· «Κύριε», έλεγεν ο Προφήτης Ιερεμίας, «κρίνων δίκαια δοκιμάζων νεφρούς και καρδίας» (Ιερεμ. ια: 20). Σύναψον ταύτα πάντα και παράβαλε αυτά, και τότε βλέπεις ότι δια πάσαν αμετανόητον αμαρτίαν κρίνει και κολάζει ο Θεός τον αμαρτωλόν. Όχι δε μόνον δια την αρετήν της ελεημοσύνης, αλλά και δια πάσας τας λοιπάς αρετάς στεφανοί τους εναρέτους. «Και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως» (Ιωάν. ε: 29). Ταύτα μεν, λέγεις, είναι αληθινά, αλλά διατί ο Θεάνθρωπος, όταν τοσούτον φανερά εδίδαξε τα περί της παγκοσμίου κρίσεως, σιωπήσας πάσαν άλλην αρετήν, ελάλησε μόνον περί ελεημοσύνης; Εσιώπησε πάσαν άλλην αρετήν, επειδή άλλοτε, ομιλήσας περί της αυτής κρίσεως, εφανέρωσεν ότι ερευνά και κρίνει όχι μόνον τας πράξεις, αλλά και της καρδίας τα βάθη. Ωμίλησε δε μόνον περί ελεημοσύνης, επειδή οι ελεήμονες έχουσιν εις την καρδίαν αυτών την πηγήν της σωτηρίας. Ακούσατε της αληθείας ταύτης την απόδειξιν. Όστις δια παντός τρόπου περιποιείται και ευεργετεί τους έχοντας ανάγκην, εκείνος έχει αναμφιβόλως εις την καρδίαν αυτού την αρετήν της προς τον πλησίον αγάπης· όστις δε ελεεί τον πτωχόν, πιστεύων ότι ευεργετών τον πτωχόν, ευεργετεί τον Ιησούν Χριστόν, φανερόν είναι, ότι αυτός αγαπά και τον Ιησούν Χριστόν, όπερ σημαίνει ότι έχει εις την καρδίαν αυτού και την εις Θεόν αγάπην. Ημείς δε, υπό του Κυρίου διδαχθέντες, πιστεύομεν και ομολογούμεν ότι «εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς», ήτοι εις την προς τον Θεόν και τον πλησίον αγάπην «όλος ο νόμος και οι Προφήται κρέμανται» (Ματθ. κβ: 40). Ο ελεήμων άνθρωπος λοιπόν έχει εις την καρδίαν τας δύο πηγάς της σωτηρίας, αι οποίαι πηγάζουσιν εις αυτόν τα γλυκύτατα νάματα πασών των αρετών· αυτός είναι «το ξύλον το πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων, ο τον καρπόν αυτού δώσει εν καιρώ αυτού και το φύλλον αυτού ουκ απορρυήσεται, και πάντα, όσα αν ποιή, κατευοδωθήσεται» (Ψαλμ. α: 3), επομένως ο ανελεήμων, μη έχων ταύτας τας δύο πηγάς των καλών έργων, εστερημένος τυγχάνει πάσης αρετής· όθεν αυτό είναι το δένδρον το μη ποιούν καρπόν καλόν, το οποίον «εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται» (Ματθ. ζ: 19). Εύκολα δε κατανοούμεν ότι όλος ο νόμος και οι Προφήται εκ της αγάπης κρέμανται, εάν στοχασθώμεν τας δέκα εντολάς, αίτινες είναι η περίληψις πάντων των θείων νόμων και της ηθικής των Προφητών διδασκαλίας. Εκ των δέκα εντολών τέσσαρες μεν παραγγέλλουσι τα περί του Θεού, εξ δε τα περί του πλησίον. Όστις αγαπά τον Θεόν εξ όλης ψυχής και καρδίας και ισχύος και διανοίας, εκείνος λατρεύει Αυτόν νύκτα τε και ημέραν, φεύγει την λατρείαν παντός κτίσματος, απέχει από της ορκωμοσίας, κατ’ εξοχήν δοξολογεί αυτόν κατά τας ημέρας των εορτών. Όστις αγαπά τον πλησίον αυτού ως εαυτόν, εκείνος αναμφιβόλως προσφέρει πάσαν τιμήν και περιποίησιν εις τους γονείς αυτού, εκείνος φεύγει την μοιχείαν, την κλοπήν, τον φόνον, την ψευδομαρτυρίαν, εκείνος ουδέποτε επιθυμεί το ξένον πράγμα, επειδή τα έργα ταύτα είναι μίσος και ουχί αγάπη του πλησίον. Βλέπετε πως εκ της αγάπης του Θεού και του πλησίον πηγάζουσι πάσαι αι αρεταί; Επειδή δε των εναντίων πραγμάτων εναντίος είναι ο λόγος, φανερόν είναι ότι, όστις εστερημένος είναι της αγάπης, εκείνος παραβαίνει όλον τον νόμον και τους Προφήτας, εκείνος καταφρονεί τας δέκα εντολάς και πράττει παν είδος αμαρτίας. Ιδού λοιπόν ο λόγος, δια τον οποίον ο Θεάνθρωπος Ιησούς, ομιλήσας περί της ημέρας της κρίσεως, εσιώπησε μεν πάσαν άλλην αρετήν, παρέστησε δε κρινομένους τους ελεήμονας και ανελεήμονας. Ο μεν ελεήμων σημαίνει τον δίκαιον και ενάρετον, ο δε ανελεήμων τον παραβάτην και αμαρτωλόν. Παραστήσας λοιπόν ο Θεάνθρωπος τον ελεήμονα κρινόμενον και δοξαζόμενον, έδειξε δι’ αυτού κρινόμενον και δοξαζόμενον πάντα άνθρωπον δίκαιον. Ομοίως παραστήσας κρινόμενον και καταδικαζόμενον τον ανελεήμονα, έδειξε κρινόμενον και καταδικαζόμενον πάντα άνθρωπον αμαρτωλόν και αμετανόητον. Αδελφοί μου αγαπητοί, μη πλανώμεθα· η ημέρα εκείνη είναι ημέρα φοβερά· «ιδού γαρ ημέρα Κυρίου έρχεται ανίατος θυμού και οργής» (Ησαϊα ιγ: 9)· εν εκείνη τη ημέρα εξετάζεται ακριβώς όχι μόνον της ελεημοσύνης το έργον, αλλά πάντα τα έργα ημών, και τα λόγια, και οι λογισμοί. Πόση αισχύνη έχει να με καλύψη τότε, όταν ανοίξωσι τα βιβλία και φανερωθώσιν ενώπιον πάντων των εχθρών μου και ενώπιον πάντων των ανθρώπων τα αισχρά μου έργα, τα οποία εάν την σήμερον εφανερούντο ενώπιον ενός μόνου, καν αυτός ήτο αδελφός μου, από την στενοχωρίαν της αισχύνης μου επεκαλούμην την γην, ίνα σχισθή και καλύψη με; Πόση η αισχύνη μου, όταν ενώπιον πάντων φανερωθή η υπόκριψις του ήθους μου, αι αδικίαι των χειρών μου, αι συκοφαντίαι της γλώσσης μου, το ψεύδος του στόματός μου, η υπερηφάνεια του νοός μου, ο κρυπτός φθόνος της καρδίας μου, και πάντα τα λοιπά πονηρά έργα μου και πάσα η αισχρότης των λογισμών μου; Πόση αισχύνη, όταν ο Κριτής εξετάζη, και ελέγχη, και φέρη ενώπιόν μου όλας τας αμαρτίας μου; «Ταύτα εποίησας», μου λέγει ο φοβερός Κριτής, «και εσίγησα· υπέλαβες ανομίαν, ότι έσομαί σοι όμοιος· ελέγξω σε, και παραστήσω κατά πρόσωπόν σου τας αμαρτίας σου» (Ψαλμ. μθ: 21). Πόσος τρόμος όταν ο Κριτής ανοίξη το στόμα αυτού, και προφέρη της δικαιοτάτης αυτού κρίσεως την φρικωδεστάτην απόφασιν; «Πορεύεσθε», λέγει ο Βασιλεύς της δόξης. Αλλά που στέλλει ημάς τους παναθλίους; «Πορεύεσθε». Φιλάνθρωπε, πανοικτίρμον, Σωτήρ του κόσμου, συ δι’ ημάς γέγονας άνθρωπος, δι’ ημάς υπέφερες πάθος, δια την σωτηρίαν ημών υψώθης εν τω Σταυρώ και υπέμεινας θάνατον, που δε νυν εξαποστέλλεις ημάς; «Πορεύεσθε απ’ εμού». Από Σου χωρίζεις ημάς; Αλλά συ είσαι το φως, η ζωή, η ειρήνη, η ανάπαυσις· μη χωρίσης ημάς από του προσώπου σου· ελέησον ημάς καθώς τοσάκις ηλέησας· βλέψον επί την δέησιν, επί τα δάκρυα, επί την μετάνοιαν ημών. Ο καιρός του ελέους έπαυσεν, αποκρίνεται εις ημάς, ο αδυσώπητος Κριτής, ουδέ η δέησις ακούεται, ουδέ τα δάκρυα ωφελούσιν, ουδέ η μετάνοια τυγχάνει ευπρόσδεκτος. Έπαυσεν ο καιρός της ευσπλαγχνίας, τώρα δε είναι καιρός κρίσεως και αποφάσεως. «Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι». Κατηραμένοι; Ω λόγος πάσης διστόμου μαχαίρας οξύτερος και τομώτερος! Αλλά κατηραμένοι όχι υπό ανθρώπου, αλλ’ υπό σου του παντάνακτος Θεού. Που δε να απέλθωμεν; «Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ». Πυρ! Ω φρικτή και ανείκαστος καταδίκη! Αλλ’ άραγε έχει τέλος αυτό το πυρ; Άραγε μέλλει να καταναλώση ημάς μετά τινος χρόνου περίοδον, και να μεταβάλη ημάς εις το μη υπάρχον; «Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού» (Ματθ. κε: 41). Χωρισμός από του Θεού, πυρ άνευ τέλους, συμβίωσις μετά των δαιμόνων! Ουδέ νουν έχω, ίνα νοήσω, ουδέ γλώσσαν, ίνα παραστήσω των κολαζομένων τον απελπισμόν και την βάσανον. Κύριε του ελέους, αληθώς τότε δεν υπάρχει καιρός ελέους, αλλά κρίσεως· δείξον λοιπόν τώρα το έλεός σου εις ημάς· εξαπόστειλον εις την καρδίαν ημών το φως της μετανοίας, ίνα, εξ όλης ψυχής μετανοήσαντες, επιστρέψωμεν προς σε πριν έλθη ο καιρός εκείνος ο ανίλεως. Εξαπόστειλον έπειτα εις ημάς την ισχυράν δύναμιν της Χάριτός σου ίνα, υπ’ αυτής ενδυναμούμενοι, φυλάττωμεν δια παντός τας θείας σου εντολάς, και πορευώμεθα αόκνως πάσας τας ημέρας της ζωής ημών της αρετής τον δρόμον, ίνα τότε καταξιώσης ημάς να ακούσωμεν την μακαρίαν και φιλανθρωποτάτην φωνήν και απόφασίν σου· «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσητε την ητοιμασμένην υμίν Βασιλείαν από καταβολής κόσμου» (Ματθ κε: 34). Γένοιτο, Κύριε, γένοιτο!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου